Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Ταξιαρχῶν Αἰγιαλείας κεῖται σὲ ἕνα ἐξαιρέτου φυσικοῦ κάλλους τοπίο στοὺς πρόποδες τοῦ βουνοῦ Κλωκός σὲ ὑψόμετρο 450 μ. περίπου μὲ πυκνὸ δάσος γύρω-γύρω (δυστυχῶς ἐπλήγη ὑπὸ μεγάλης πυρκαϊᾶς τὴν 26η Ἰουλίου 2007), ἀπέχει περίπου 15 χιλιόμετρα ἀπὸ τὸ Αἴγιον, τὴν παραθαλάσσια πρωτεύουσα τῆς ἐπαρχίας Αἰγιαλείας.
Μετὰ ἀπὸ ποικίλη διαδρομὴ μὲ ἐναλλαγὴ ἐλαιώνων καὶ σταφιδαμπέλων σὲ ἕνα εὔφορο τοπίο καὶ μετὰ ἀπὸ τὰ χωριὰ Μαυρίκι καὶ Μελίσσια, φθάνει ὁ ἐπισκέπτης στὴν σημερινὴ μεγαλοπρεπῆ καὶ ὀγκώδη μονή, ἀφοῦ περάσει μιὰ σειρὰ ἀπὸ ὑπεραιωνόβια κυπαρίσσια, φυτεμένα ἴσως ἀπὸ μοναχοὺς τῶν περασμένων αἰώνων τῆς ἀκμῆς τῆς μονῆς.
Εἶναι κτισμένη σὲ ἀμφιθεατρικὴ θέση, ἐνῶ στὸ βάθος καὶ κάτω ἀπὸ τὴν μονή, κυλᾶ τὰ νερά του ὁ ποταμὸς Σελινοῦντας. Νοτιοδυτικὰ δὲ τοῦ ποταμοῦ, σὲ ἀπόκρημνη πλαγιά, εὑρίσκεται ἡ μονὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου (Πεπελενίτζα), ὅπου ἔκτισε καὶ ἐμόνασε ἡ μητέρα τοῦ Ὁσίου Λεοντίου, Θεοδώρα.
Ἡ τωρινὴ μονὴ τῶν Ταξιαρχῶν εὑρίσκεται σὲ θέση χαμηλότερη ἀπὸ τὴν παλαιά, ὅπου ἦταν καὶ τὸ ἀσκητήριο τοῦ κτήτορά της, Ὁσίου Λεοντίου, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἀπέχει μισὴ ὥρα βάδην, μέσω ἀμαξητοῦ χωματόδρομου.
Ἡ Μονὴ τῶν Παμμεγίστων Ταξιαρχῶν ὡς κύρια ἑστία τῆς μοναχικῆς Κοινότητος παρουσιάζεται μετὰ τὴν καταστροφὴ τῆς μονῆς τοῦ Γέροντος τῆς περιόδου 1621-1638. Οἱ γραπτὲς μαρτυρίες καὶ τὰ αρχιτεκτονικὰ στοιχεῖα τῆς Μονῆς τοποθετοῦν τὴν ἵδρυσίν της στὶς ἀρχές τοῦ ΙΖ´ αἰῶνος. Ἡ Μονὴ παρουσιάζει τὴν συνήθη μοναστηριακὴ συγκρότηση. Στὴν μέση τῆς τετράγωνης αὐλῆς εὑρίσκεται τὸ Καθολικό, ἐνῶ τὰ ἄλλα κτίσματα τῆς Μονῆς κελλιά, ἡγουμενεῖο, ξενώνας, τράπεζα, ἀποθῆκες, περικυκλώνουν τὴν αὐλὴ ἀπὸ τὶς τέσσερες πλευρές της καὶ τὴν κάνουν ἐσωτερική, σχηματίζοντας τὸν τετράγωνο περίβολο τῆς Μονῆς.
Τὸ Καθολικὸ εἶναι βυζαντινοῦ ρυθμοῦ μὲ σταυροειδῆ στέγη καὶ ὀκταγωνικὸ ὑπερυψωμένο τροῦλλο, ποὺ στηρίζεται σὲ τέσσερες κολῶνες. Τὸ κτίσιμο τοῦ ναοῦ εἶναι πολὺ φροντισμένο μὲ ἐναλλαγὴ τῶν πλατυτέρων μὲ τὶς στενότερες ζῶνες καὶ κατὰ τὸν καθηγητὴν Λῖνον Πολίτην πρέπει νὰ ἔγινε σὲ καλὴ ἐποχὴ μέσα στὴν Τουρκοκρατία. Στὴ βορειοδυτικὴ γωνία τῆς αὐλῆς ὑπάρχει ἕνα παλαιὸ τριώροφο κτήριο, ὁ λεγόμενος πύργος. Κτίσθηκε τὴν ἴδια ἐποχὴ μὲ τὸ Καθολικό, οἱ τέσσερες γωνίες του εἶναι κομμένες λίγο πιὸ κάτω ἀπὸ τὸν πρῶτο ὄροφο· στὸ ὑπόγειο τοῦ πύργου ὑπάρχει καὶ σήμερα τὸ Ἐκκλησάκι τῆς Ἁγίας Τριάδος. Υποστηρίζεται ὅτι τὸ ἀρχιτεκτονικὸ αὐτὸ μνημεῖο δὲν ἦταν πύργος, ἀλλὰ καμπαναριό. Καὶ αὐτὴ ἡ νέα Μονὴ τῶν Παμμεγίστων Ταξιαρχῶν ὑπέστη πολλές ταλαιπωρίες εὐθὺς μετὰ τὴν ἵδρυσίν της· κατεστράφη τὸ 1772.
Ἄποψις τοῦ Καθολικοῦ καὶ τοῦ πύργου
|
Μετὰ τὴν ἀποτυχία τῆς ἐπαναστάσεως τοῦ Ὀρλώφ, οἱ Τοῦρκοι ἔστειλαν στὴν Πελοπόννησο Ἀλβανούς, διὰ νὰ τιμωρήσουν τοὺς ἐπαναστάτες Μοραΐτες. Ἐκ τῶν 6000 Ἀλβανῶν, οἱ ὁποῖοι ἔφτασαν εἰς τὸ Αἴγιον, τμήματα τούτων ἦλθον εἰς τὴν μονήν, τὴν ὁποίαν ἐπολιόρκησαν. Οἱ μοναχοὶ ἀντέστησαν ἡρωϊκῶς. Οἱ Ἀλβανοὶ ὅμως κόψαντες τὰ πανύψηλα δένδρα, ποὺ ἦσαν πλησίον τῆς Μονῆς ἔρριψαν αὐτὰ ἐπάνω εἰς τὴν στέγην, ἀνῆλθον ἐπ᾿ αὐτῆς καὶ εἰσῆλθον ἐντὸς τῆς Μονῆς. Ἔσφαξαν ὅσους μοναχοὺς εὗρον καθώς καὶ κατοίκους τοῦ Αἰγίου ποὺ εἶχον καταφύγει διὰ νὰ σωθοῦν ἐκεῖ, μετὰ δὲ μετὰ τὴν σφαγήν, ἐπυρπόλησαν τὴν Μονήν. Μοναχοὶ εἶχον καταφύγει διὰ νὰ σωθοῦν καὶ εἰς τοὺς βράχους τῆς παλαιᾶς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Λεοντίου, ἀλλὰ οἱ Ἀλβανοὶ ἔφθασαν καὶ ἐκεῖ καὶ ἔσφαξαν καὶ αὐτούς. Πάντως κατὰ τὴν ἐπιδρομὴν τῶν Ἀλβανῶν ἡ μεγάλη καταστροφὴ ἔγινε στὸ κάτω μοναστήρι τῶν Ταξιαρχῶν. Ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς ἐσώθη ὁ γενναῖος ἡγούμενος Θεοφάνης Μαυρικιώτης μὲ ἄλλους τρεῖς μοναχούς, οἱ ὁποῖοι διέσωσαν καὶ τὰ ἱερὰ λείψανα τῶν Ἀχράντων Παθῶν. Μετὰ τὴν ἀνωτέρω καταστροφὴ ὁ πατριάρχης Σωφρόνιος ἐξέδωκε σιγίλλιον (1775) καὶ ἀνεκήρυξε ἐκ νέου τὴν μονὴν ὡς Πατριαρχικήν. Ὡς δὲ ἀναφέρει ὁ κῶδιξ τῆς Μονῆς «...κατὰ δὲ τὸ ἔτος 1782 σωτήριον ἔτος ἐκάμαμεν ἀρχὴν σὺν Θεῷ νὰ ἀνακαινίζωμεν τὰ ἐλεεινὰ ἐρείπια τῆς ἀπανθρώπου ἀποτεφρώσεως τῆς ἱερᾶς ἡμῶν Μονῆς, τῆς ἐκκλησίας καὶ ἑπομένως τῶν κελλίων καὶ ἄλλων ἐνοικοδομημάτων...»
Τὸ ξυλόγλυπτο τέμπλο τοῦ Καθολικοῦ τῆς Μονῆς, τεχνοτροπίας ροκοκό (1816). |
Ἡ Μονὴ μετὰ τὴν ἐπανίδρυσίν της συμπληρώνεται κατὰ καιροὺς μὲ ἄλλα κτίσματα καὶ ἐξωραΐζεται. Περὶ τὸ 1815-16 κατασκευάζεται τὸ περίτεχνον ξυλόγλυπτον τέμπλον τοῦ ναοῦ ὑπὸ τοῦ Νικολάου Μετζοβίτη, ὅπως πληροφορούμεθα ἀπὸ ἐπιγραφὴ σκαλισμένη δεξιὰ τῆς Ὡραίας Πύλης «ἐσκαλίσθη ὑπ᾿ ἐμοῦ τοῦ Νικολάου Μετζοβίτη 1816».
Ἐπίσης ἀπὸ τοὺς ἴδιους τεχνίτας τοῦ τέμπλου κατεσκευάσθη καὶ ὁ ἀρχιερατικὸς θρόνος καὶ ἕνα προσκυνητάριο. Τὸ χρύσωμα τοῦ τέμπλου ἐγένετο ἀργότερα περί τὸ 1884, ὅτε ὁ μοναχὸς Νικόλαος Οἰκονόμου, μετὰ ἀπὸ περιοδεία στὴν Βλαχία ἔφερε ἀνάλογη ποσότητα χρυσοῦ, ὁ οποῖος ἐχρησιμοποιήθη γιὰ τὴν ἐπιχρύσωση τοῦ τέμπλου.
Μιὰ ἐπιγραφὴ μὲ χρονολογία 1859 μᾶς πληροφορεῖ γιὰ νέες ἐπισκευές στὸ Καθολικό. Σύμφωνα δὲ μὲ παράδοση, τότε κτίσθηκαν καὶ τὰ δύο καμπαναριὰ τοῦ Ναοῦ.
Τὸ 1895 ἔγινε ἡ ἁγιογράφηση καὶ ἡ διακόσμηση στὸ ἐσωτερικὸ τοῦ καθολικοῦ ἀπὸ τρεῖς κοσμηματογράφους καὶ δύο ἁγιογράφους καὶ δαπανήθηκαν 40 χιλιάδες χρυσὲς δραχμές. Οἱ ἁγιογραφίες αὐτές εἶναι ἀρκετὰ θολωμένες ἀπὸ τοὺς καπνοὺς καὶ φθαρμένες ἀπὸ τὴν ὑγρασία. Τὸν ἴδιο χρόνο ὁ Πατρινὸς ξυλογλύπτης Γεώργιος Ψάθας φιλοτέχνησε τὴν ὡραία ἐξώθυρα τοῦ καθολικοῦ μὲ ἔξοδα καὶ σὲ μνήμη ἱερομονάχου Παρθενίου Γεωργιάδου. Στήν κόγχη ποὺ σχηματίζεται πάνω ἀπὸ τὴν ἐξώθυρα ἔγινε τότε ἡ σπουδαία ἁγιογραφία «Σύναξις τῶν Ταξιαρχῶν» μὲ τὴν ἐπιγραφὴ «Ἀνδρέας Μανάλης 1895».
Στὴν εἴσοδο τῆς Μονῆς μὲ τὸν Πρωτοψάλτη
|
Τὸ 1901 κατασκευάσθηκε ἡ ἐντυπωσιακὴ βαριὰ σιδερόπορτα τοῦ μοναστηριοῦ μὲ ἔξοδα κάποιας Ροδοκανάκη. Εἶναι δίφυλλη· στὰ φύλλα της εἰκονίζονται ἀνάγλυφοι οἱ δύο Ταξιάρχαι, προστάται τῆς μονῆς.
Τὸ δὲ 1908 ἔγινε τὸ καγκελόφρακτο ἡμικυκλικὸ πλακόστρωτο προαύλιο τοῦ καθολικοῦ μὲ ἔξοδα τοῦ ἄλλοτε ἐπιστάτη τῶν μοναστηριακῶν κτημάτων Ἀθανασίου Δρούλια.
Τὸ 1920 ἄρχισε ἡ κατασκευὴ τῶν κελλιῶν τοῦ δευτέρου ὀρόφου, ἐνῶ τὸν ἴδιο χρόνο κατασκευάσθηκαν «αἱ αὐλικαί καμάραι ἀσβεστόκτισται».
Εἰς τὴν μονὴν ὑπάρχουν, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ Καθολικόν, εἷς μικρός ναὸς τῆς Ἁγίας Τριάδος ἐντὸς τοῦ Πύργου. Εἷς δεύτερος τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ὅπου φυλάσσονται τὰ ἱερὰ λείψανα τῆς Μονῆς, καὶ τρίτος τῶν Ἁγίων Πάντων τοῦ Κοιμητηρίου. Ἔξω τῆς Μονῆς ὑπάρχουν: 1ος ὁ Ναὸς τοῦ Ἁγίου Νικολάου δεξιὰ τοῦ ποταμοῦ Σελινοῦντος, βυζαντινός, διατηροῦνται σὲ καλὴ κατάσταση ἡ τοιχοποιΐα του καὶ οἱ τροῦλλοι του. Εἶναι ἐκτισμένος ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς ἱδρύσεως τῆς Μονῆς τοῦ ὁσίου Λεοντίου. 2ος Βυζαντινοῦ ρυθμοῦ ναὸς τοῦ ἁγίου Ἰωάννου, ἀριστερὰ τοῦ ποταμοῦ Σελινοῦντος καὶ 3ος ὁ ναὸς τῶν Ἁγίων Θεοδώρων, βυζαντινός, πλησίον τοῦ χωρίου τῶν Μελισσίων.
Εἰς τὸ Μουσεῖον τῆς Μονῆς, τὸ ὁποῖον πρόσφατα ἀνεκαινίσθη, φυλάσσονται πολύτιμα ἱερὰ κειμήλια, ἄμφια ἀρχιερέων, χρυσοκέντητον ἐπιτραχήλιον μὲ σπανίας τέχνης παραστάσεις τῆς κεντήστριας Κοκώνας τοῦ ἔτους 1807 καὶ ἕτερον τοῦ 1808 ὡς καὶ δύο μεγάλης άξίας καὶ σπουδαίας τέχνης ἐπιτάφιοι ὁ ἕνας τοῦ 1590 ἔργο τοῦ κεντητῆ Ἀρσενίου (1589-1590) καὶ ὁ ἄλλος τοῦ 1658 ἔργο τῆς κεντήστριας Δεσποινοῦς.
Ἡ ἀργυρὴ σκαλιστὴ πρόσοψη τῶν Ἀχράντων Παθῶν |
Στὴ Μονή, πέραν τῶν ἁχράντων Παθῶν τοῦ Κυρίου μας καὶ τὰ ὁποῖα φυλάσσονται στὸ καθολικὸ τῆς μονῆς, φυλάσσονται πλεῖστα ἱερὰ λείψανα: Τιμία κάρα τοῦ Μεγαλομάρτυρος Στεφάνου τοῦ Νέου, δάκτυλο τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Χαραλάμπους, ἡ ἱερὰ χεὶρ τοῦ Ἁγίου Ἀρέθα, ἡ κάρα τοῦ Ξενοφῶντος, τμῆμα λειψάνων τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος, τοῦ Ἁγίου Βασιλείου, Ἁγίας Μαρίνας, καὶ Ἁγίου Ἀρτεμίου, μέρος τῆς κάρας τῆς Ἁγίας Κυριακῆς, τμῆμα λειψάνου τοῦ Ἁγίου Μιχαὴλ Συνάδων καὶ τοῦ Ἁγίου Προκοπίου.
Σὲ ξεχωριστὴ θήκη φυλάσσεται μέρος τῆς πλεξῖδος τοῦ Τιμίου Προδρόμου καὶ συρματερὸς Σταυρός ἐπίχρυσος μὲ ὀκτώ πολύτιμους λίθους, ὅπου στὸ κενὸ τοῦ Σταυροῦ εἶναι κλεισμένος ἕνας πολὺ μικρὸς Σταυρός ἀπὸ Τίμιο Ξύλο. Ἅπαντα τὰ Ἱερὰ Λείψανα φυλάσσονται εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Τιμίου Προδρόμου.
Πολύτιμος εἶναι καὶ ἡ βιβλιοθήκη τῆς Μονῆς, ἡ ὁποία περιέχει περίπου 4000 τόμους. Γιὰ πολλὰ χρόνια ἦταν ἄγνωστη άκόμα καὶ στὸν κύκλο τῶν εἰδικῶν. Στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰῶνα ὁ μεγάλος ἐρευνητής καθηγητὴς Νίκος Βέης, ποὺ ἐπισκέφθηκε τὰ μοναστήρια τῆς ἐπαρχίας Καλαβρύτων γιὰ νὰ μελετήσει τὶς βιβλιοθῆκες τους, δὲν ἔφτασε στὴν μονή, ἴσως, διότι θεώρησε ὅτι μπορεῖ νὰ εἶναι σημαντικὴ ἡ Βιβλιοθήκη της. Μόνον ὁ μεγάλος Βυζαντινολόγος Σπύρος Λάμπρου εἶχε ἀσχοληθεῖ μὲ ἕναν κώδικα τῆς μονῆς, ἐξαιρετικοῦ ἐνδιαφέροντος, τὸν «πορφυρὸ κώδικα λειτουργιῶν».
Ἄποψη τοῦ ἄνω μέρους τοῦ τέμπλου μὲ ἐμφανὴ τὰ προβλήματα στὴν κόγχη τοῦ ἱεροῦ. |
Τὸ Δεκέμβριο τοῦ 1937 ὁ Λῖνος Πολίτης ἐπισκέφθηκε τὴν μονὴ κι ἔγραψε: «τὰ βιβλία τὰ περιεχόμενα εἰς τὴν μονὴν Ταξιαρχῶν συμποσοῦνται κατὰ πρόχειρον ὑπολογισμὸν εἰς 2500-3000».
Ἀργότερα, ἄλλοι ἐρευνητὲς τὰ ὑπολόγισαν τέσσερες χιλιάδες τόμους. Τὸ 1939 τακτοποίησε τὴν βιβλιοθήκη ὁ λόγιος Ἱερεὺς Θεόδωρος Παπαγεωργίου, ὁ ὁποῖος ἔχει ἐκδώσει καὶ τὴν βιβλιογραφία τοῦ μεγάλου μεσαιωνοδίφου Ἀνδρονίκου Δημητρακοπούλου μὲ τὰ χειρόγραφά του, 452 τὸν ἀριθμό!
Τὸ εἶδος τῶν βιβλίων ποικίλει. Ἔτσι, ὑπάρχει ὁλόκληρη ἡ Πατρολογία τοῦ Migne. Ὑπάρχουν ἀκόμη λίγες ἀρχέτυπες ἐκδόσεις (ὅπως π.χ. Τὸ λεξικὸ τοῦ Σουΐδα τοῦ 1499), πολλὲς παλαίτυπες ἐκδόσεις, ἀλλὰ καὶ πάρα πολλές σπάνιες ἐκδόσεις. Στὴν βιβλιοθήκη ὑπάρχουν πολλὰ νεώτερα βιβλία θεολογικά, φιλολογικὰ καὶ ἱστορικά, ἑλληνικὰ καὶ ξένα, ποὺ ἔχουν μείνει στὴν μονὴ ἀπὸ προσωπικὲς βιβλιοθῆκες λογίων μοναχῶν τοῦ μοναστηριοῦ, ὅπως ἦσαν ὁ Ἀνδρόνικος Δημητρακόπουλος, ὁ Παφνούτιος Βασιλειάδης καὶ πολλοὶ ἄλλοι.
Μιὰ τέτοια βιβλιοθήκη μιᾶς Πατριαρχικῆς Μονῆς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ὑστερήσει σὲ χειρόγραφους κώδικες. Ὑπάρχουν λοιπόν κώδικες μεγάλης ἀξίας, ὅπως εἶναι ἕνας καλλιτεχνικὰ γραμμένος κώδικας μὲ τὴν λειτουργία τοῦ Χρυσοστόμου καὶ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καὶ τὴν τάξη τῆς χειροτονίας τῶν κληρικῶν.
Ἄλλος πολύτιμος κώδικας τῆς μονῆς εἶναι «ο πορφυροῦς κώδιξ» μὲ τὶς λειτουργίες τοῦ ὁποίου τὰ γραμμένα φύλλα εἶναι πορφυρά, ἐνῷ τὰ ἄγραφα λευκά. Περιέχει τὶς λειτουργίες Χρυσοστόμου, Μεγάλου Βασιλείου καὶ Προηγιασμένων Δώρων. Γράφτηκε ἀπὸ τὸν Πορφύριο το 1635 χάριν τοῦ ἱερομονάχου Θεωνᾶ.
Τοιχογραφία ποὺ εἰκονίζει τὸν Ὅσιο Λεόντιο (τέλη 19ου αἰ.) |
Στὴ μονὴ σώζεται ἀκόμη κι ἄλλος σημαντικός χειρόγραφος κώδικας τοῦ 1775. Ἐπὶ τοῦ κώδικος αὐτοῦ εἶναι βασισμένη καὶ γραμμένη ἡ λεπτομερὴς καὶ μὲ ἀκριβῆ στοιχεῖα «Ἱστορία τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ταξιαρχῶν» τοῦ ἀειμνήστου λογίου κληρικοῦ Ἱερέως Θεοδώρου Παπαγεωργίου, δημοσιευθεῖσα στὴν ἐφημερίδα «ΕΡΕΥΝΑ» τοῦ Αἰγίου 1937-1938, ἡ ὁποία δὲν ἔχει ἀκόμη ἐκδοθεῖ σὲ βιβλίο.
Ἀπὸ τὰ ἐπίσημα ἔγγραφα τῆς μονῆς θὰ ἀναφερθοῦν δύο Πατριαρχικὰ σιγίλλια, ἕνα του Κυρίλλου του Ε´ καὶ τὸ ἄλλο τοῦ Σωφρονίου τοῦ Β´, καθὼς ἐπίσης καὶ ἕνα σιγιλλιῶδες γράμμα τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Γρηγορίου τοῦ Ε´ μὲ μολυβένια βοῦλα, τὸ ὁποῖον εὑρῆκε τελευταῖα ὁ ἡγούμενος Θεόκλητος Παπαζαφείρης «Γιαταγάνας» (†1997).
Πέρα ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἔγγραφα, ὑπάρχουν καὶ πολλὰ τουρκικὰ ἐπίσημα ἔγγραφα, λεγόμενα ταπία, ποὺ οἱ μοναχοὶ ἀποσποῦσαν ἀπὸ τὶς τουρκικὲς ἀρχὲς καὶ στὰ ὁποῖα κατεγράφετο ἡ κινητὴ καὶ ἀκίνητη περιουσία τοῦ μοναστηρίου γιὰ νὰ προστατευθεῖ ἀπὸ τὶς ἁρπακτικὲς διαθέσεις τῶν Τούρκων καὶ οἱουδήποτε σφετεριστῆ.
Ὅλα αὐτὰ τὰ σπάνια βιβλία, τὰ ἀνεκτίμητα κειμήλια, τὰ χρυσοκέντητα ἄμφια, οἱ σημαντικοὶ κώδικες κάνουν τὸ μονααστήρι τῶν Ταξιαρχῶν πραγματικὸ θησαυρό, ποὺ πρέπει νὰ μελετηθεῖ περαιτέρω ἡ ἱστορία του καὶ νὰ ἐρευνηθοῦν οἱ πολύτιμοι θησαυροί του.
Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὡς τὸ τέλος τοῦ μεγάλου Ἀγῶνα τῆς Ἐθνικῆς Παλιγγενεσίας τοῦ 1821 τὸ μοναστήρι τῶν Ταξιαρχῶν ὑπῆρξε πραγματικὰ μιὰ ἀξιόλογη ἐπαναστατικὴ ἑστία. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας καὶ ἰδιαίτερα κατὰ τὰ τελευταῖα προεπαναστατικὰ χρόνια, ἡ μονὴ ὑπῆρξε κέντρο προετοιμασίας τοῦ μεγάλου ἀγῶνα, ἀλλὰ καὶ καταφύγιο τῶν κατατρεγμένων ἀπὸ τὸν Τοῦρκο δυνάστη.
Ἀπὸ τὸ 1815 ὁ μοναχὸς Παφνούτιος Ρούβαλης ἔφυγε στὴν Ἀνατολή, ἀγόρασε μετόχι τῆς μονῆς στὴν Μαγνησία τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ τὶς παραμονὲς τοῦ 1821 γύρισε στὴν μονὴ καὶ ἔκανε φιλικοὺς τὸν ἡγούμενο Σάββα Βερσοβίτη καὶ ἄλλους μοναχούς. Ὁ ἡγούμενος ἤξερε γιὰ τὴν Φιλικὴ Ἑταιρεία, διότι εἶχε λάβει μέρος στὴν μυστικὴ σύσκεψη τῆς Βοστίτσας (25-26 Ἰανουαρίου 1821). Ὑποστηρίζουν πολλοὶ ὅτι γιὰ περισσότερη ἀσφάλεια ἡ μυστικὴ σύσκεψη τῆς Βοστίτσας ἔγινε στὴν μονὴ Ταξιαρχῶν μὲ τὸ πρόσχημα ὅτι μαζεύτηκαν ἐκεῖ γιὰ νὰ ἐπιλύσουν περιουσιακὲς διαφορὲς μεταξὺ τῶν μοναστηριῶν τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου καὶ τῆς Μονῆς Ταξιαρχῶν.
Ἀμέσως μὲ τὴν κήρυξη τῆς ἐπανάστασης του 1821 οἱ μάχιμοι μοναχοὶ τῶν Ταξιαρχῶν ποὺ βρέθηκαν στὸ μοναστήρι κατέβηκαν στὸ Αἴγιον καὶ κατετάγησαν στὸ ἐπαναστατικὸ σῶμα ποὺ συγκρότησε ὁ Ἀνδρέας Λόντος γιὰ νὰ μποῦν στὴν Πάτρα καὶ νὰ πλαισιώσουν τὸν Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανό[8].
Κατὰ τὸν Μάϊο τοῦ 1821 ὁ Λόντος πῆγε στοὺς Ταξιάρχες καὶ ὅρισε τὸ μοναστήρι ἀποθήκη τροφίμων καὶ πολεμοφοδίων, ἐνῶ τὸ μοναστήρι τῆς Πεπελενίτσας καὶ τὰ χωριὰ Κουνινὰ καὶ Φτέρη ὁρίσθηκαν ὡς πρόχειρα νοσοκομεῖα. Ὁ Μουσταφᾶ, ἀπεσταλμένος τὸ 1821 ἀπὸ τὸν Χουρσὶτ πασᾶ ὁ ὁποῖος πολιορκοῦσε τὰ Ἰωάννινα καὶ ἀφοῦ εἶχε πληροφορηθεῖ ὅτι τὸ μοναστήρι ἦταν ἀποθήκη ἐφοδίων γιὰ τοὺς ἐπαναστάτες κατευθύνθηκε πρός τὰ ἐκεῖ, ἀλλὰ μὲ τὶς ἐνέργειες ἀνδρῶν τοῦ Ἀνδρέα Ζαΐμη τοῦ κόπηκε ὁ δρόμος τῆς προέλασης στο χωριὸ Βόβοδα καὶ παρ᾿ ὅλο ποὺ οἱ Ἕλληνες ἡττήθηκαν, ἡ ἐπιδρομὴ ἐναντίον τοῦ μοναστηριοῦ ματαιώθηκε κι ἔτσι πρόλαβαν τὴν καταστροφὴ τοῦ μοναστηριοῦ. Τὸ 1822 ο ἡγούμενος Προκόπιος Βλοβοκίτης καὶ ὁ μοναχὸς Νικηφόρος Ἀγριδιώτης κατέβηκαν στὸ Αἴγιον καὶ μαζί μὲ τοὺς προκρίτους συγκρότησαν ἐπιτροπὴ ποὺ στρατολογοῦσε ἄνδρες στὸν Ἀγῶνα.
Κατὰ τὸν ἐμφύλιο του 1824 μεταξὺ τῶν ὁπλαρχηγῶν τοῦ Μοριᾶ καὶ τῆς Ρούμελης, τὸ μοναστήρι κράτησε οὐδετερότητα μαζὶ μὲ τοὺς καπεταναίους τῆς Κουνινᾶς. Κατὰ τὴν ρήξη τοῦ Ἀνδρέα Λόντου καὶ τοῦ Δ. Μελετόπουλου, παρόλο ποὺ εἰσέβαλαν στὸ μοναστήρι 80 ἄνδρες ἀπεσταλμένοι ἀπὸ τὸν Μελετόπουλο καὶ μάζεψαν ὅλα τὰ ὅπλα καὶ τὰ ἐφόδια ποὺ φυλάσσονταν στὸ μοναστήρι, μὲ τὴν αὐθόρμητη ἐπέμβαση κατοίκων τῶν πλησίον ἐπαρχιῶν ἐλευθερώθηκε τὸ μοναστήρι ἀπὸ τοὺς εἰσβολεῖς.
Το 1827 τὸ μοναστήρι ἐξακολουθοῦσε νὰ εἶναι ἀποθήκη τροφίμων καὶ πολεμοφοδίων γιὰ τὸν Ἀγῶνα. Μεγάλο ὅμως κίνδυνο διέτρεχε νὰ προσβληθεῖ ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ τοὺς Τουρκοπροσκυνημένους· γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἀνετέθη ἡ φρούρησή του στὸν ὁπλαρχηγὸ Ἀργύρη Παπασταθόπουλο ἀπὸ τὴν Κουνινὰ καὶ στοὺς 50 ἄνδρες του. Μετὰ τὴν μάχη στὸν Ἅη Γιάννη τὸ Θεολόγο (Τσετσεβό), μετόχι τοῦ μοναστηριοῦ, ποὺ ἔγινε στις 17 Ἰουλίου 1827, Τοῦρκοι καὶ τουρκοπροσκυνημένοι κατευθύνθηκαν πρὸς τὸ μοναστήρι, ἀλλὰ τοὺς ἀναχαίτισαν ὁ Ἰωάννης Φεϊζόπουλος καὶ ὁ Λεχουρίτης μὲ ὀκτάωρη μάχη. Κατὰ τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1827 τὸ μοναστήρι κινδύνευσε ἀπὸ τοὺς Τούρκους τοῦ Δελῆ Ἀχμὲτ καὶ τοὺς προσκυνημένους τοῦ Νενέκου, ἀλλὰ νικήθηκαν καὶ ἔτσι ματαιώθηκαν τὰ σχέδιά τους. Γίνεται λοιπὸν φανερὸ ὅτι τὸ μοναστήρι ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μέχρι τὸ τέλος τοῦ Ἀγῶνα προσέφερε μεγάλες ὑπηρεσίες καὶ παρὰ τοὺς κινδύνους δὲν κατόρθωσαν νὰ τὸ καταλάβουν οἱ Τοῦρκοι.
Ἀλλὰ καὶ ἡ ὑλικὴ προσφορὰ τῆς μονῆς στὴν Ἐπανάσταση ὑπῆρξε πλούσια σὲ χρήματα καὶ τιμαλφῆ, ὅταν χρειάσθηκε. Αὐτὸ προκύπτει ἀπὸ τὰ σωζόμενα ἔγγραφα τοῦ Μινιστερίου (Ὑπουργείου) τῆς Οἰκονομίας ποὺ πιστοποιοῦν λεπτομερῶς τὴν προσφορὰ ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τοὺς «Κυρίους πατέρες τοῦ Μεγάλου Ταξιάρχη».
Μετὰ ἀπὸ τὴν ἀπελευθέρωση ἡ μοναχικὴ κοινότητα τῶν Ταξιαρχῶν παρουσιάζει πλούσια δράση στὸν πνευματικό, στὸν ἐκκλησιαστικὸ καὶ στὸν κοινωνικὸ τομέα τῆς Ἑλληνικῆς ζωῆς. Εἶχε τότε (1833) τὸ μοναστήρι 74 μοναχούς. Ἐπειδὴ οἱ γραμματισμένοι στὸ μικρὸ ἑλληνικὸ κράτος ἦσαν λίγοι, πολλοὶ ἐγγράμματοι μοναχοὶ ἀσχολήθηκαν μὲ διάφορες ἐργασίες ποὺ εἶχαν σχέση μὲ τὰ γράμματα. Πολλοὶ Ταξιαρχῖτες μοναχοὶ κατέβηκαν στὸ Αἴγιον καὶ στὰ γύρω χωριὰ καὶ ἐργάσθηκαν ὡς ἐφημέριοι, δάσκαλοι, συμβολαιογράφοι, ἀκόμη καὶ δικολάβοι, ὡς τὰ τέλη τοῦ 1835.
Πολὺ μεγάλη σημασία γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωὴ καὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴ δράση καὶ δύναμη τοῦ μοναστηριοῦ εἶχε ἡ ἵδρυση Ἑλληνικοῦ Σχολείου στοὺς Ταξιάρχες τὸ 1837, ὅταν ἡγούμενος ἦταν ὁ Μελέτιος Ροβῆλος καὶ σύμβουλοι ὁ Παφνούτιος Ρούβαλης καὶ ὁ Βενέδικτος Χριστόπουλος. Οἱ πρῶτοι δάσκαλοι ἦσαν δύο σπουδαῖοι μοναχοί, ὁ Δοσίθεος Ἀσημακίδης καὶ ὁ Μητροφάνης Οἰκονομόπουλος, ποὺ ἀργότερα χειροτονήθηκαν ἐπίσκοποι. Εἶχαν καὶ οἱ δύο σπουδαία θεολογικὴ καὶ φιλολογικὴ κατάρτιση, καθώς δείχνουν οἱ χειρόγραφες συγγραφές τους, ποὺ σώζονται στὴν βιβλιοθήκη τοῦ μοναστηριοῦ. στὸ σχολεῖο τοῦ μοναστηριοῦ δίδαξαν πολλοὶ μοναχοὶ μὲ ἐξαιρετικὴ μόρφωση καὶ μερικοὶ λαϊκοί.
Τὸ Ἑλληνικὸ Σχολεῖο δημιούργησε στὸ μοναστήρι ἔντονη πνευματικὴ κίνηση καὶ ἔδωσε σὲ πολλοὺς μοναχούς του τὴν δυνατότητα νὰ σπουδάσουν σὲ ἀνώτερα σχολεῖα καὶ πανεπιστήμια. Πολλοὶ ἀνεδείχθησαν σπουδαῖοι ἱεράρχες, ἐπιτυχημένοι ἐπιστήμονες, δόκιμοι καὶ λόγιοι συγγραφεῖς, ἀξεπέραστοι καὶ εὔγλωττοι κήρυκες τοῦ θείου λόγου καὶ ὑποδειγματικοὶ κοινωνικοὶ ἐργάτες.
Ταξιαρχίτης μοναχὸς μὲ ἐξαιρετικὴ μόρφωση καὶ σημαντικὴ συγγραφικὴ δράση ἦταν ὁ Ἀνδρόνικος Δημητρακόπουλος (1826-1872). Ἀφοῦ ὑπηρέτησε ὡς ἑλληνοδιδάσκαλος στὸ Ἄργος, στὰ πρῶτα χρόνια τοῦ μικροῦ καὶ νεοσύστατου ἀπελευθερωμένου νέου ἑλληνικοῦ κράτους, ποὺ τόση ἀνάγκη διδασκάλων τῆς ἑλληνικῆς εἶχε, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος καὶ ἔλαβε τὸ ὀφφίκιο τοῦ Ἀρχιμανδρίτη τὸ 1858. Ἀμέσως τότε ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τὸν ἔστειλε γιὰ ἀνώτερες σπουδές στὴν Λειψία, τὸ μεγάλο εὐρωπαϊκὸ κέντρο σπουδῶν μὲ τὸ ὀνομαστὸ πανεπιστήμιο, ποὺ εἶχε καὶ τὸν ὁμώνυμο ἐκδοτικὸ οἶκο ἀρχαιοελληνικῶν ἔργων.
Τὸ μοναστήρι ἔστελνε τοὺς διακρινόμενους φιλομαθεῖς μοναχοὺς γιὰ ἀνώτερες σπουδὲς στὴν Ἀθήνα καὶ σὲ ἄλλες εὐρωπαϊκές πόλεις, σὲ ἀντίθεση μὲ ἄλλα μοναστήρια. Ὁ Ἀνδρόνικος Δημητρακόπουλος στὴν Εὐρώπη ἐπισκέφθηκε πολλές βιβλιοθῆκες (Γερμανία, Ρωσία) καὶ τὸ 1865 ἐξέδωκε τὸν πρῶτο τόμο τοῦ συγγράμματός του «Ἐκκλησιαστικὴ Βιβλιοθήκη». Τὸ 1867 ἐξέδωκε τὴν «Ἱστορία τοῦ σχίσματος». Τὸ 1869 ἀνακηρύχθηκε διδάκτωρ τῆς φιλοσοφίας στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Λειψίας. Πέθανε τὸ 1872, μόλις ἀφότου εἶχε τυπώσει τὸ σύγγραμμά του «Ὀρθόδοξος Ἑλλάς». Τὸ 1873 ἡ βιβλιοθήκη του, χίλιοι περίπου τόμοι μεταφέρθηκαν ἀπὸ τὴν Λειψία στὸ μοναστήρι.
Πολυγραφότατος ἦταν ὁ μοναχός Παφνούτιος Βασιλειάδης. Διετέλεσε σχολάρχης στὸ σχολεῖο τοῦ μοναστηριοῦ καὶ καθηγητής στὸ Βαρβάκειο. Εἶχε σπουδάσει στὴν Ἀθήνα, στὴν Τυβίγγη, στὸ Μόναχο, στὴν Βιέννη, ὅπου παρέμεινε ἀρκετὰ χρόνια. Πέθανε τὸ 1888. Δεκαπέντε χειρόγραφα ἔργων του φυλάσσονται στὴν βιβλιοθήθη τοῦ Μοναστηριοῦ.
Ὁ ἐπίσκοπος Καλαβρύτων καὶ Αἰγιαλείας κυρὸς Τιμόθεος Ἀναστασίου, Ταξιαρχίτης καὶ αὐτός, ὑπῆρξε ἀξιόλογος διανοητής καὶ ἱεράρχης. Κατὰ τὴν ἐπισκοπεία του δημιούργησε σπουδαία πνευματικὴ καὶ φιλανθρωπικὴ κίνηση. Ἐξέδωκε βιβλία παραινετικά, τὰ ὁποῖα τύπωνε μὲ ἔξοδά του καὶ μοίραζε δωρεάν. Διετέλεσε διευθυντὴς τοῦ περιοδικοῦ «Ἀνάπλασις». Τὸ 1920 ἐξέδωκε στὸν Πειραιᾶ τὸν πρῶτο τόμο τοῦ συγγράμματός του «Κυριακόν», τὸ 1926 ἔγραψε τὰ «Περιστατικὰ ψυχολογήματα» καὶ τὸ 1927 τὸ δεύτερο τόμο τοῦ ἔργου «Κυριακόν».
Μοναχοὶ μὲ ἀξιοσημείωτη μόρφωση καὶ δράση ἦσαν καὶ ὁ Ἀβέρκιος Λαμπίρης, Μισαήλ Ἀλεξανδρόπουλος με θεολογικές σπουδές στὴν Ἀθήνα καὶ τὴν Μόσχα, Ἄνθιμος Ἀναγνωστόπουλος, Ἀλέξανδρος Σωτηρόπουλος, ὁ ἑλληνοδιδάσκαλος Δαμιανός Μιχαλόπουλος, ὁ φιλόλογος Γεννάδιος Παναγιωτόπουλος, ὁ θεολόγος Σαμουήλ Ἀνεστόπουλος, σχολάρχης στὸ σχολεῖο τοῦ μοναστηριοῦ, ὁ διδάκτωρ τῆς φιλοσοφίας Ἀγαθάγγελος Γεωργιάδης, ὁ Ἀβέρκιος Παπαδόπουλος, Ἑλληνοδιδάσκαλος καὶ ὕστερα καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης καὶ συγγραφέας, ὁ διδάκτωρ τῆς ἰατρικῆς ἱεροδιάκονος Εὐμένιος Παπαλεωνίδας καὶ ἄλλοι. Σὲ αὐτοὺς πρέπει νὰ προσθέσουμε τὸ πλῆθος τῶν μορφωμένων ἐπισκόπων ποὺ ἔδωσε τὸ μοναστήρι στὴν Ἐκκλησία.
Ἀκόμη ἕνα πλῆθος μοναχῶν μὲ πλούσια γιὰ τὴν ἐποχή τους μόρφωση βγῆκε ἀπὸ τοὺς Ταξιάρχες. Πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς κήρυξαν τὸ θεῖο λόγο σὲ πόλεις τῆς Ἑλλάδας καὶ στὸ ἐξωτερικό. Μερικοὶ ὑπηρέτησαν ὡς δάσκαλοι τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων στὸ σχολεῖο τοῦ μοναστηριοῦ καὶ σὲ σχολεῖα ἄλλων πόλεων καὶ χωριῶν, ἀκόμη καὶ στὸ ἐξωτερικό, ὅπως ὁ ἑλληνοδιδάσκαλος μοναχὸς Θεόφιλος Σπυρόπουλος, συγγραφέας τοῦ βιβλίου «Βίος καὶ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ» στὸ ἑλληνορθόδοξο σεμινάριο τῆς Ἀμερικῆς «Ἅγιος Ἀθανάσιος». Τὸ 1880 τὸ ἡγουμενοσυμβούλιο ζήτησε ἀπὸ τὸ Ὑπουργεῖο Παιδείας τὴν ἵδρυση καὶ Γυμνασίου στὸ μοναστήρι, δεῖγμα καὶ αὐτὸ τῆς πνευματικῆς κίνησης τοῦ μοναστηριοῦ.
Ἀπὸ τὴν πανήγυριν τοῦ
Ὁσίου Λεοντίου, 11 Δεκεμβρίου 2004. |
Τήν ἐκκλησιαστικὴ δύναμη καὶ αἴγλη τοῦ μοναστηριοῦ ἀποδεικνύει τὸ πλῆθος τῶν ἀξίων ποιμένων ποὺ ἔδωσε στὴν Ἐκκλησία. Ταξιαρχίτες μοναχοὶ ἦσαν: Ὁ Προκόπιος Γεωργιάδης, Ἐπίσκοπος Μεσσηνίας (1852) καὶ ὕστερα (1874) ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν, ὁ Νεόφυτος Κωνσταντινίδης, ἐπίσκοπος Ὕδρας καὶ Σπετσῶν, ὁ ἐπίσκοπος Ἄνδρου καὶ Κέας Μητροφάνης Οἰκονομίδης (1852), ὁ Θηβῶν καὶ Λεβαδείας Δοσίθεος Ἀσημακίδης (1858), ὁ ἐπίσκοπος Πατρῶν καὶ Ἠλείας Κύριλλος Χαιρωνίδης (1865), ὁ Ἀργολίδος Δανιήλ Πετρούλιας (1867), ὁ ἐπίσκοπος Καλαβρύτων καὶ Αἰγιαλείας Εὐθύμιος Ἀργυριάδης (1874), ὁ ἐπίσκοπος Πατρῶν Ἀβέρκιος Λαμπίρης (1874), ὁ Μεθόδιος Παπαναστασόπουλος, ἐπίσκοπος Σύρου -Τήνου (1882), ὁ Ὕδρας καὶ Σπετσῶν Ἀρσένιος Γουμποῦρος (1882), ὁ ἐπίσκοπος Ἄρτης Γεννάδιος Παναγιωτόπουλος (1894), ὁ ἐπίσκοπος Καλαβρύτων καὶ Αἰγιαλείας Φιλάρετος Γαιννούλης (1901), ὁ ἐπίσκοπος Ἠλείας Δαμασκηνὸς Σπηλιωτόπουλος (1901), ὁ ἐπίσκοπος Θήρας Ἀγαθάγγελος Γεωργιάδης (1907), ὁ ἐπίσκοπος Καλαβρύτων καὶ Αἰγιαλείας Τιμόθεος Ἀναστασίου (1912), ὁ Ἰωακεὶμ Ἀλεξόπουλος, ἐπίσκοπος Βοστώνης (1923), κατόπιν (1931) Φωκίδος καὶ ἀπὸ τὸ 1935 Μητροπολίτης Δημητριάδος, ὁ Μητροπολίτης Καλαβρύτων καὶ Αἰγιαλείας Ἀγαθόνικος Παπαναστασίου (1942). Ὑπῆρξε περίοδος, ποὺ ἡ πλειοψηφία στὴν Σύνοδο ἀπετελεῖτο ἀπὸ Ταξιαρχίτες.
Τὸ 1926 τὸ μοναστήρι βρέθηκε σὲ μεγάλη οἰκονομικὴ δυσχέρεια καὶ ἀναγκάσθηκε νὰ διαλύσει τὸ ἑλληνικὸ Σχολεῖο του, ἐνῶ στὰ δύσκολα μεταπολεμικὰ χρόνια 1954-1965 λειτούργησε μέσα στὸ μοναστήρι οἰκοτροφεῖο καὶ Γυμνάσιο, ὅπου ἔμεναν καὶ ἔμαθαν γράμματα πολλὰ παιδιὰ φτωχὰ καὶ ὀρφανὰ ἀπὸ γειτονικὰ καὶ μακρινὰ χωριά.
Γενικὰ τὸ μοναστήρι τῶν Ταξιαρχῶν ἔχει νὰ ἐπιδείξει πλούσια πνευματική, ἐκκλησιαστική, ἐθνικὴ καὶ ἐκπολιτιστικὴ δράση, ὅση λίγα μοναχικὰ κέντρα.
[8] Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, Ἐκδοτικὴ Ἀθηνῶν, τ.ΙΒ´, σ. 77, 86