Ἁγιότητα - Ἕνα λησμονημένο ὅραμα, Ἀθήνα 2001, σελ. 45-57
Η ΠΡΟΣΦΑΤΗ ἀθρόα1 κατάταξη νέων Ἁγίων στὸ Ἁγιολόγιο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τόσο στὸ κλίμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὅσο καὶ στὴν Ἐκκλησία τῆς Ῥωσίας, προκάλεσε τὶς ἑπόμενες σκέψεις πάνω σε μία οὐσιώδη πτυχὴ τῆς διαδικασίας τῆς «ἀναγνωρίσεως» Ἁγίων στὴν ὀρθόδοξη παράδοση.
1. Η ΟΡΘΟΔΟΞΟΠΑΤΕΡΙΚΗ παράδοση ἀποδίδει τὸν χαρακτηρισμὸ τοῦ Ἁγίου2 στὰ πρόσωπα ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα ἔχουν φθάσει στὴ θέωση καὶ συνιστοῦν τοὺς μάρτυρές της μέσα στὴν ἱστορία. Κατὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνό, τιμοῦμε τοὺς Ἁγίους «ὡς ἑνωθέντας Θεῷ κατὰ προαίρεσιν καὶ τοῦτον δεξαμένους ἔνοικον καὶ τῇ τούτου μεθέξει γεγονότας χάριτι, ὅπερ αὐτός ἐστι φύσει». Ἅγιοι εἶναι «οἱ ἔμψυχοι ναοὶ τοῦ Θεοῦ, τὰ ἔμψυχα τοῦ Θεοῦ σκηνώματα», διότι «διὰ τοῦ νοῦ τοῖς σώμασιν αὐτῶν ἐνώκησεν ὁ Θεός»3.
Ἕνα ἀπὸ τὰ περισσότερο ἀνησυχητικὰ συμπτώματα τῆς ἐποχῆς μᾶς -καρπὸς τῆς μακρᾶς ἀλλοιώσεως τῶν θεολογικῶν μας κριτηρίων- εἶναι ἡ θεώρηση τῆς σωτηρίας, καὶ συνεπῶς καὶ τῆς ἁγιότητας, σὲ πλαίσια ἠθικά, στὰ ὅρια τῆς ἠθικῆς προσπάθειας καὶ βελτιώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Λόγω τῆς βαθμιαίας ἐπικρατήσεως οὐμανιστικῶν καὶ ἠθικολογικῶν κριτηρίων νοεῖται καὶ ἡ θέωση ὡς ἠθικὸ καὶ ὄχι ὀντολογικὸ γεγονός, δηλαδὴ ὡς «κατὰ χάριν» ἀλλοίωση τῆς φύσεως καὶ συνόλης τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου.
Κατὰ τὴν ὀρθόδοξη, ὅμως, παράδοση «ἡ ὑπερώνυμος θέωσις» καθιστᾶ τοὺς μετέχοντας αὐτῆς «ἀκτίστους, ἀνάρχους καὶ ἀπεριγράπτους [...], καίτοι διὰ τὴν οἰκείαν φύσιν ἐξ οὐκ ὄντων γεγονότας»4.
Διὰ τῆς θεώσεως, τῆς ἐν χάριτι ἑνώσεως μὲ τὸν Θεό, κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, «ὅλος ἐν ὅλοις ἀξίοις ὁ Θεὸς περιχωρεῖ, ὅλῳ δὲ ὅλοι περιχωροῦσιν ὁλικῶς οἱ Ἅγιοι τῷ Θεῷ, ὅλον ἀντιλαβόντες ἑαυτῶν τὸν Θεόν»5.
Ἡ ἀπώλεια, ὅμως, ἡ ἀδρανοποίηση τῶν ἡσυχαστικῶν κριτηρίων ὁδήγησε στὴν ἀντικατάσταση τῆς πνευματικότητας μὲ τὴν ἠθικολογία καὶ τῆς ἁγιότητας μὲ τὴν οὐμανιστικὴ ἀρεταλογία6.
2. ΕΧΕΙ ἤδη τεκμηριωμένα ἀποσαφηνισθεῖ, ὅτι στὴν ὀρθόδοξη παράδοση «ἡ ἀναγνώρισις τῶν ὑπὸ τοῦ Θεοῦ δεδοξασμένων προσώπων, τῶν εὐαρεστησάντων αὐτῷ καὶ ἡ κατάταξις αὐτῶν εἰς τὸν χορὸν τῶν Ἁγίων ἐγίνετο, γίνεται καὶ ὀφείλει νὰ γίνεται [...] ὑπὸ τῆς γενικῆς ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεως ποιμένων τε καὶ ποιμαινομένων ἄνευ ἄλλης πρωτοβουλίας καὶ ἐπισήμου ἐπεμβάσεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀρχῆς»7.
Εἶναι, ὅμως, ἐξ ἴσου γεγονός, ὅτι ἡ αὐθόρμητη καὶ σύσσωμη ἀναγνώριση τῆς ἁγιότητας δὲν ὑπῆρξε ποτὲ αὐθαίρετη, οὔτε στηρίχθηκε στὴν καλὴ φήμη, ἢ τὴν ἠθικότητα, ἀλλὰ σὲ ἁπτὰ καὶ αἰσθητὰ μαρτύρια, τεκμηριωμένα δηλαδὴ καὶ ἄνωθεν προερχόμενα δείγματα τῆς πραγματικότητας τῆς θεώσεως.
Ὁ μέγας θεολόγος τῶν νεωτέρων χρόνων Εὐγένιος Βούλγαρις (1716-1806) λέγει χαρακτηριστικὰ γιὰ τὴν ἀναγνώριση τῶν Ἁγίων: «Εὐλογητὸς ὁ Θεός, ὃς οὐκ ἀμάρτυρον ἐπὶ γῆς ἀφίησι τὴν ἀλήθειαν αὐτοῦ»8 (πρβλ. Πράξ. ιδ´ 17).
Τόσο δὲ ὁ Βούλγαρις, ὅσο καὶ ἄλλοι πρὶν ἀπὸ αὐτὸν θεολόγοι τῆς Ἐκκλησίας μας, προκειμένου περὶ τῆς ἀναγνωρίσεως Ἁγίων ἐπικαλοῦνται τὸν λόγο τοῦ Ἀπ. Παύλου: «οὐ γὰρ ὁ ἑαυτὸν συνιστῶν ἐκεῖνος ἐστὶν δόκιμος, ἀλλ᾿ ὃν ὁ Κύριος συνίστησι» (Β´ Κορ. ι´ 18).
Σύμφωνα μὲ τὴ μακραίωνη ἐκκλησιαστικὴ πράξη, οἱ Ἅγιοι δὲν ἀναγνωρίζονται μὲ ἠθικολογικά, κοινωνικὰ καὶ ἐνδοκοσμικὰ κριτήρια, ἀλλὰ κατόπιν τῆς φανερώσεως τῆς ἁγιότητάς τους ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεό, μὲ σημεῖα ἀδιαμφισβήτητα, ποὺ ἀντέχουν σὲ κάθε κριτικὴ καὶ ἀποσείουν κάθε ἀμφιβολία.
Ὁ καθηγητὴς Ἀμίλκας Ἀλιβιζᾶτος σὲ εἰδικὴ μελέτη του9 ἔχει συνοψίσει τὶς καθιερωμένες στὴν πράξη τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας προϋποθέσεις ἀναγνωρίσεως τῶν Ἁγίων, οἱ ὁποῖες εἶναι:
α) Ἡ ἰδιότητα τοῦ μέλους τῆς Ἐκκλησίας («διὰ τοῦ ἁγίου βαπτίσματος»),
β) τὸ μαρτύριον ὑπὲρ τῆς χριστιανικῆς πίστεως,
γ) ὁ ἅγιος κατὰ πάντα βίος,
δ) «ἐξέχουσαι ὅλως ὑπηρεσίαι πρὸς τὴν χριστιανικὴν θρησκείαν καὶ τὴν Ἐκκλησίαν» (π.χ. ὁ Μ. Κωνσταντῖνος) καὶ
ε) «ἡ μαρτυρία διενεργηθέντων καὶ διενεργουμένων θαυμάτων ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, τῇ μεσιτείᾳ τοῦ ἁγίου προσώπου, εἴτε ἐν ζωῇ, εἴτε μετὰ θάνατον»10.
Οἱ θέσεις αὐτὲς ἐπαναλαμβάνονται στὸ σκεπτικὸ ὅλων τῶν περιπτώσεων ἀναγνωρίσεως Ἁγίων στὶς τελευταῖες δεκαετίες.
Ἤδη, ὅμως, ὁ Εὐγένιος Βούλγαρις ἔθεσε τὸ ζήτημα, ἂν τὰ κριτήρια παλαιοτέρων ἐποχῶν εἶναι δυνατὸν νὰ ἐφαρμόζονται ἀμετάβλητα στοὺς νεωτέρους. Ἀλλὰ σ αὐτὸ θὰ ἐπανέλθουμε.
Ἐδῶ πρέπει νὰ παρατηρηθεῖ, ὅτι πέρα ἀπὸ τὴν περίπτωση τοῦ ὄντως11 «ὑπὲρ Χριστοῦ» μαρτυρίου, τὸ ὁποῖο συνιστᾷ καθ᾿ αὐτὸ φανέρωση τῆς θεώσεως, «ὁ ἅγιος κατὰ πάντα βίος» ὡς στοιχεῖο ἁγιότητας μπορεῖ νὰ τεκμηριωθεῖ μόνο μὲ τὴ μαρτυρία ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι εὑρίσκονται στὴν κατάσταση ἁγιοπνευματικοῦ φωτισμοῦ, διότι «ὁ πνευματικὸς ἀνακρίνει τὰ πάντα, αὐτὸς δὲ ὑπ᾿ οὐδενὸς ἀνακρίνεται» (Α´ Κορ. β´ 14).
Οἱ «πνευματικοί», οἱ ἔχοντες δηλαδὴ τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἔχουν τὴ δύναμη νὰ διακρίνουν τοὺς πνευματοφόρους καὶ συνεπῶς νὰ διαπιστώσουν τὴν ἁγιότητα τῆς καρδίας12, καὶ δὲν ἀρκεῖ γι᾿ αὐτὸ ἡ ἁπλὴ ἐξωτερικὴ ἐκτίμηση ἢ ἡ λαϊκή, μὲ τὴ σύγχρονη ἀντίληψη, ἐτυμηγορία.
Τὸ περισσότερο, ὅμως, ἀδύνατο, ἀλλὰ συνάμα καὶ ἐπικίνδυνο, κριτήριο στὴν ἀναγνώση τῆς ἁγιότητος εἶναι οἱ «ἐξέχουσες ὑπηρεσίες» πρὸς τὴν Ἐκκλησία, τὸ ὁποῖο εἶναι δυνατόν, ἑρμηνευόμενο κατάλληλα, νὰ χρησιμοποιηθεῖ γιὰ τὴν ἐξυπηρέτηση ὁποιωνδήποτε σκοπιμοτήτων. Ἡ ἐπιμονὴ τῆς Ἑλλαδικῆς καὶ Κυπριακῆς Ἐκκλησίας νὰ κάνουν σαφῆ διάκριση μεταξὺ Μαρτύρων τῆς Πίστεως καὶ Ἐθνομαρτύρων13 εἶναι ἐπιβεβαίωση τῶν ὑπερβολῶν ἢ καὶ καταχρήσεων, στὶς ὁποῖες μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει ἡ ἐφαρμογὴ αὐτοῦ του κριτηρίου, ὑπερτονιζομένου μάλιστα εἰς βάρος τῶν ἄλλων.
3. ΑΓΙΟΠΑΤΕΡΙΚΗ, συνεχὴς καὶ ἀμετάβλητη, συνείδηση εἶναι, ὅτι ἡ ἁγιότητα ἀναγνωρίζεται μὲ βάση τὴ φανέρωσή της ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεό, μέσῳ τῆς διενεργείας (αὐθεντικῶν) θαυμάτων.
Αὐτὸ τὸ κριτήριο εἶναι ἐκκλησιαστικὰ τὸ ἀσφαλέστερο καὶ ἐπικρατέστερο στὸν χῶρο τῆς ὀρθόδοξης Ἁγιολογίας. Ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Νεκτάριος (1660-1669)14 παραδίδει συνοπτικὰ τὴ σχετικὴ ἐκκλησιαστικὴ ἐμπειρία.
«Τρία θεωροῦνται -γράφει- μαρτυροῦντα τὴν (ὑπογράμμιση δική μας) ἐν ἀνθρώποις ἁγιότητα· πρῶτον ὀρθοδοξία ἄμωμος· ἀρετῶν κατόρθωσις ἁπασῶν, ἐν αἶς ἕπεται ἡ περὶ τὴν πίστιν μέχρις αἵματος πρὸς τὴν ἁμαρτίαν ἀντικατάστασις καί, τέλος, ἡ παρὰ Θεοῦ ἐπίδειξις σημείων ὑπερφυῶν καὶ θαυμάτων. Τὸ πρῶτόν ἐστι καὶ εἰς σωτηρίαν ἀναγκαιότατον. Τὸ δεύτερον εἰς ἁγιωσύνης χαρακτῆρα. Ἀλλὰ καὶ τὸ τρίτον ἀναγκαιότατον καυτὸν εἰς ἀπόδειξιν»15.
Τὸ κείμενο αὐτό, γραμμένο μετὰ ἀπὸ δεδομένη δυτικὴ πρόκληση καὶ διεπόμενο ἀπὸ τὴ σαφῆ βούληση νὰ διασταλεῖ ἡ ὀρθόδοξη πράξη ἀπὸ τὴ δυτικὴ παραχάραξη, εἶναι σημαντικότατο γιὰ τὴ θεολογικὴ πληρότητα καὶ σαφήνειά του. Διαφοροποιεῖ ἀφ᾿ ἑνὸς τὴν ἀληθῆ ἀπὸ τὴν ὑποτιθεμένη («σεσοφισμένη», πρβλ. Β´ Πέτρου α´ 16) ἁγιότητα καὶ ἀφ᾿ ἑτέρου ἐντοπίζει τὴν πιστοποίηση τῆς ἁγιότητος στὴ θεία καὶ ὄχι στὴν ἀνθρώπινη πλευρά. Προϋποθέτοντας τὴ διατύπωση αὐτὴ τοῦ Πατριάρχου Νεκταρίου, ἐπανέρχεται στὸ θέμα ὁ ἅγιος Νικόδημος Ἁγιορείτης (1749-1809), δίδοντας κατὰ τὴ γνώμη μας τὴν τελικὴ διατύπωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς πράξεως στὸ Νέον Μαρτυρολόγιόν του.
«Εἶναι γνώμη -γράφει- τῶν διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅτι τῶν μὲν Ὁσίων τὰ λείψανα δὲν προσκυνοῦνται ὡς ἅγια, ἂν ὁ Θεὸς δὲν ἀποδείξῃ δι᾿ αὐτῶν θαύματα, ἢ τὸ ὀλιγώτερον τὰ τιμήσῃ διὰ τῆς εὐωδίας μὲ τὸ νὰ μὴν εἶναι ἀποδεδειγμένα εἰς τοὺς ἀνθρώπους ἡ ἐν κρυπτῷ πίστις καὶ ἀγάπη αὐτῶν εἰς τὸν Θεόν».
Εἶναι ἡ τοποθέτηση τοῦ Ἁγίου στὸ παραπάνω κριτήριο τοῦ «ἁγίου κατὰ πάντα βίου». Συνεχίζει ὅμως:
«Τῶν δὲ Μαρτύρων τὰ λείψανα προσκυνοῦνται ὡς ἅγια καὶ χωρὶς θαυμάτων καὶ εὐωδίας16, μὲ τὸ νὰ γίνεται φανερὰ εἰς ὅλους διὰ τῆς ἐμπράκτου ἀποδείξεως τοῦ μαρτυρίου ἡ εἰς Θεὸν τελεία ἀγάπη αὐτῶν· τῶν ὁποίων τούτων προηγουμένως, καὶ φανερῶς εὑρισκομένων εἰς τοὺς Μάρτυρας, ὡς παρακολουθήματα εἶναι πλέον τὰ θαύματα, καὶ σχεδὸν λογίζονται, ὅσον εἰς ἀπόδειξιν, περιττά»17.
Δὲν παύουν, δηλαδή, τὰ θαύματα νὰ θεωροῦνται ἄμεσα συνδεδεμένα μὲ τὴν ἁγιότητα, μολονότι στὴν περίπτωση τῆς τιμῆς τῶν Μαρτύρων δὲν ἔχουν πρωταρχικὴ ἀποδεικτικὴ σημασία («σχεδὸν περιττά»), ἀφοῦ τὸ μαρτύριο καθ᾿ αὐτὸ συνιστᾷ βεβαίωση τοῦ γεγονότος τῆς θεώσεως18.
Ἄλλωστε, τὰ ἀληθῆ λείψανα τῶν ὄντως Ἁγίων συνιστοῦν μόνιμο θαῦμα, μὲ τὴν ὑπέρβαση τῆς φυσικῆς φθορᾶς καὶ τὴν ἀναστολὴ τῆς φυσικῆς διαλύσεως τοῦ κυτταρικοῦ συστήματος19.
4. Η ΠΡΟΤΑΞΗ καὶ ἔξαρση τῆς «παρὰ Θεοῦ δόξης» στὴ φανέρωση τῆς ἁγιότητας, συνιστᾷ συνεχῆ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, ἐκφραζομένη διαχρονικὰ στὴ θεολογική της γραμματεία. Θὰ περιορισθοῦμε σὲ χαρακτηριστικὰ δείγματα:
α) Ὁ ἱστορικὸς Σωκράτης (5ος αἰ.), ἀναφερόμενος στὴν ἁγιότητα τοῦ Τριμυθοῦντος Σπυρίδωνος, παρατηρεῖ:
«... Οὗ τὴν ἀρετὴν ἐπιδεῖξαι, τὴν ἔτι κρατοῦσαν περὶ αὐτοῦ φήμην ἀρκεῖν ἡγοῦμαι, τὴν δὲ δι᾿ αὐτοῦ γενομένην, τὰ μὲν πλεῖστα, ὡς γεεικός, οἱ ἐπιχώριοι ἴσασιν».
Ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν ἅγιο Δονᾶτο τῆς Εὐροίας Ἠπείρου γράφει: «...ᾧ δὴ πολλά τε καὶ ἄλλα τεθαυματουργήσθαι μαρτυροῦσιν οἱ ἐπιχώριοι»20.
β) Ἡ πράξη αὐτή, ποὺ ἰσχυροποιεῖται ἀκόμη περισσότερο στὰ χρόνια της Εἰκονομαχίας21, συνεχίζεται στοὺς μεταγενέστερους αἰῶνες.
Ἔτσι, στὴν περίπτωση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἡ εἰς Ἅγιον ἀναγνώρισή του δὲν περιορίζεται στὴ θαυμαστὴ θεολογικὴ προσφορά του, ἢ στὴν ἀσκητικὴ βιοτή του, ἀλλὰ συγκεκριμένα στὰ θαύματά του.
Σημειώνει ὁ μαθητὴς καὶ βιογράφος του Φιλόθεος Κόκκινος (Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης, 1354/55, 1364/70):
«...Καὶ στέργω καὶ τιμῶ τοῦτον ὡς ἅγιον ἀπὸ τῶν θαυμάτων αὐτοῦ, ἃ μετὰ τὴν ἐνθάδε πρὸς Θεὸν ἐκδημίαν εἰργάσατο, ἰαμάτων πηγὴν τὸν ἴδιον ἀναδείξας τάφον» 22.
γ) Ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν Ἅλωση συνεχίζεται ἡ ἴδια στάση. Παρατηρεῖται δὲ ἐπίταση τῆς ἐμφάσεως στὸ κριτήριο τῶν θαυμάτων. Ἔτσι, στὴν περίπτωση τῆς ἁγίας Φιλοθέης τῆς Ἀθηναίας, ἡ πατριαρχικὴ πράξη ἀναγνωρίσεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς τιμῆς της σημειώνει:
«Ἐπειδὴ τῆς ἡμῶν μετριότητος συνοδικῶς προκαθημένης ἐδηλώθη ἀσφαλῶς, ὅτι τὸ θειότατον σῶμα τῆς ὁσιωτάτης Φιλοθέης [...] εὐωδίας πεπληρωμένον ἐστι καὶ μύρον διηνεκῶς ἐκχεῖται, ἀλλὰ καὶ τοῖς προσιοῦσιν ἀσθενέσι τε καὶ δεομένοις θεραπείας τὴν ἴασιν δίδωσιν [...], ἔδοξεν ἡμῖν...»23.
Γιὰ τὸν ἅγιο Γεράσιμο Κεφαλληνίας, ἡ πατριαρχικὴ πράξη παρατηρεῖ:
«Καὶ ἐν τοῖς καθ᾿ ἡμᾶς χρόνοις εὐδόκησεν ὁ Θεός, ὁσίως θεαρέστως βιώσαντα τὸν [...] θεῖον Γεράσιμον, τύπον γενέσθαι τοῦ κατὰ Χριστὸν πολιτεύματος καὶ θείας ἀρετῆς χαρακτῆρα, οὗπερ αἱ ἐν βίῳ ἀρεταί τε καὶ κατορθώματα, οὐ μόνον ὑπ᾿ ἀνθρώπων θαυμάζονται καὶ πανταχοῦ κηρύττονται παρὰ τῶν εἰδότων, ἀλλὰ καὶ ὑπὸ Θεοῦ πολλῷ μᾶλλον ἐπιβεβαιοῦνται καὶ ἐπισφραγίζονται καθ᾿ ἑκάστην τοῖς θαύμασιν, ὅσα εἰς ὠφέλειαν τῶν δεομένων καὶ καταφυγόντων εἰς τὸ θεῖον αὐτοῦ τέμενος ἡ μεγαλόδωρος τοῦ ἀγαθαρχικοῦ Πνεύματος ἀπεργάζεται χάρις...»24.
Τὸ ἴδιο ἴσχυσε καὶ στὴν περίπτωση τοῦ ἁγίου Διονυσίου Ζακύνθου25.
δ) Γιὰ νὰ ἔλθουμε δὲ στὴν ἐποχή μας, στὴν πατριαρχικὴ πράξη ἀνακηρύξεως τοῦ ἁγίου Νεκταρίου Αἰγίνης, δηλώνεται μεταξὺ τῶν ἄλλων:
«...καὶ ζῶν δὲ καὶ μετὰ θάνατον τοῦ χαρίσματος τῆς τῶν θαυμάτων ἐνεργείας παρὰ Θεοῦ ἀξιωθείς...». Καί: «...ὑπ᾿ ὄψιν λαβόντες τὸν ἅγιον βίον καὶ τὴν ἁγίαν τελευτὴν τοῦ Ὁσίου τούτου ἀνδρός, ἅμα δὲ καὶ τὰ δι᾿ αὐτοῦ ἐνεργηθέντα καὶ νῦν δ᾿ ἔτι ἐνεργούμενα θαύματα»26.
Γιὰ τὸν ὅσιο Εὐγένιο τὸν Αἰτωλὸ (1982), ἡ πατριαρχικὴ πράξη αἰτιολογεῖ ὡς ἑξῆς τὴν ἀπόφασή της: «...πολλὰ δείγματα ὁσιότητος παρασχὼν» καὶ «ἐπιδόντες πρὸς τὴν ὁσίαν καὶ θεάρεστον βιοτὴν πολιτείαν καὶ τὰς ἐξαιρέτους ὑπηρεσίας αὐτοῦ πρὸς τὴν Μητέρα Ἐκκλησίαν καὶ τὴν Ὀρθοδοξίαν»27.
Εἶναι μία ἀπὸ τὶς λίγες περιπτώσεις, στὶς ὁποῖες ὁ λόγος δὲν εἶναι περὶ θαυμάτων, ἀλλὰ περὶ τῶν ὑπηρεσιῶν πρὸς τὴν Ἐκκλησία. Βέβαια, τὸ περιεχόμενο αὐτῶν τῶν ὑπηρεσιῶν πρέπει νὰ σχετίζεται μὲ τὴν παρατήρηση τοῦ ἰδίου κειμένου: «συντελέσας τὰ μάλιστα ἐν τῇ ἀναδείξει πολλῶν νεομαρτύρων»28.
Πολὺ ὅμως περισσότερο ἀπὸ τὶς ἀποδείξεις τῶν «ἐπιστημόνων» τὶς ὁποῖες ἐπικαλεῖται ἡ ἐξ Ἑλλάδος «γνωμοδότησις»29, ἰσχύει, πιστεύουμε, ἡ μαρτυρία τοῦ μοναχοῦ καὶ μαθητοῦ ἐν ἀσκήσει τοῦ Ὁσίου, Ἀναστασίου Γορδίου: «ἐγὼ δὲ καὶ προορατικοῦ τοῦτον ἰσχυρισαίμην ἂν μετέχειν χαρίσματος»30, ἡ ὁποία ὅμως παραδόξως ἀπουσιάζει ἀπὸ τὸ πατριαρχικὸ κείμενο. Ἡ ἴδια ἔμφαση δίνεται στὰ θαύματα καὶ στὴν περίπτωση τοῦ ἁγίου Παναγῆ (Μπασιᾶ)31, τοῦ ἁγίου Εὐσταθίου Θεσσαλονίκης32, ἀλλὰ καὶ τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Γραικοῦ, γιὰ τὸν ὁποῖο τὸ σχετικὸ ἔγγραφο-πρόταση τοῦ μακαριστοῦ Ἄρτης Ἰγνατίου πρὸς τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος σημειώνει: «ἀνεδείχθη ὁμολογητὴς καὶ ἐδοξάσθη ἐν θαύμασιν»33.
5. ΤΟ ΚΡΙΤΗΡΙΟ τῆς παροχῆς «ἐξεχουσῶν ὑπηρεσιῶν» πρὸς τὴν Ἐκκλησία δὲν ἀπομονώνεται ποτὲ στὴν ἐκκλησιαστικὴ πράξη. Αὐτὸ ἀποδεικνύει τὸ ἀσίγητο στόμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεως, ἡ ὀρθόδοξη Λατρεία.
Ἀντίθετα, καὶ στὴν περίπτωση αὐτὴ ἡ ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση δὲν παύει νὰ ἀναζητεῖ τὴν ἄνωθεν ἐπιβεβαίωση τῆς ἁγιότητας τοῦ συγκεκριμένου προσώπου. Ἡ χαρακτηριστικότερη παρόμοια περίπτωση εἶναι ὁ Μ. Κωνσταντῖνος. Σύμφωνα μὲ τὴν ὑμνογραφία τῆς ἑορτῆς του, ἐκεῖνο ποὺ οὐσιαστικὰ βάρυνε τὴν κατάταξή του μεταξὺ τῶν Ἁγίων εἶναι ἡ θεοπτική του ἐμπειρία (τὸ ὅραμα τοῦ σταυροῦ), ἡ ὁποία δήλωνε τὴν ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ ἐκλογή του:
«τύπον σταυροῦ ἐν οὐρανῷ κατοπτεύσας..., ὅθεν δεξάμενος τὴν γνῶσιν τοῦ Πνεύματος». Καὶ «ὡς ὁ Παῦλος τὴν κλῆσιν οὐκ ἐξ ἀνθρώπων δεξάμενος».
Παράλληλα δὲ προβάλλονται καὶ τὰ ἁπτὰ τεκμήρια τῆς ἁγιότητός του: «οὗ ἡ λάρναξ ἰάσεις βρύει»34.
Ἀνάλογα ἰσχύουν καὶ γιὰ τὴν ἁγία Θεοδώρα, σύζυγο τοῦ αὐτοκράτορος Θεοφίλου, τῆς ὁποίας τὸ ἄφθαρτο ἱερὸ λείψανο εἶναι τεθησαυρισμένο στὸν μητροπολιτικὸ Ναὸ τῆς Κερκύρας. Ἡ ἔνταξή της στὸν χορὸ τῶν Ἁγίων δὲν στηρίζεται μόνο στὴ σημαντικὴ φιλορθόδοξη ἐνέργειά της τοῦ 843, οὔτε στὰ ὁσιακὰ τέλη της, ἀλλὰ καὶ στὴν ἐνοικοῦσα στὸ ἱερὸ λείψανό της χάρη, φανέρωση τῆς ὁποίας εἶναι ἡ ἀφθαρσία καὶ τὰ θαύματά του: «ἡ θήκη, θεόστεπτε, τῶν σῶν ἁγίων λειψάνων, πλήρης οὖσα χάριτος, καταφλέγει δαίμονας»35, σημειώνεται στὴν ἀκολουθία της.
Εἶναι δὲ ἀξιοπρόσεκτο ὅτι ἡ πίστη στὴ φανέρωση τῆς ἁγιότητας μέσῳ τῶν θαυμάτων ἔχει ἀναπτύξει ἱστορικὰ μία σθεναρὰ δυναμικὴ στὸν χῶρο τῆς λαϊκῆς θρησκευτικότητας, ἡ ὁποία, ὡς γνωστόν, διασῴζει ἀποτυπωμένα στὴν ἱστορική της μνήμη, ἀλλὰ καὶ στὶς πρακτικές της, πολλὰ ἡσυχαστικὰ στοιχεῖα. Εἶναι, ἔτσι, εὐρύτατα διαδεδομένη στὸν ὀρθόδοξο λαὸ ἡ πίστη, ὅτι «ὁ Ἅγιος, ἂν δὲν θαυματουργήσει, δὲν δοξολογιέται». Πρόκειται γιὰ παροιμία, ἡ ὁποία σὲ διάφορες παραλλαγὲς ἀπαντᾷ -τόσο στὴν κυριολεκτικὴ ὅσο καὶ μεταφορική της σημασία- ὄχι μόνο στὸν ἑλληνικό, ἀλλὰ καὶ στοὺς ἄλλους ὀρθοδόξους λαούς, ὅπως ἀκόμη καὶ στὴ Δύση, κάτι ποὺ βεβαιώνει τὴν ἀρχαιότητα αὐτῆς τῆς πεποιθήσεως καὶ τὸ βαθύρριζό της36.
6. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ, θὰ παρατηρήσουμε ὅτι ἡ αἰσθητὴ ἀλλοίωση τῶν ἐκκλησιαστικῶν κριτηρίων στοὺς τελευταίους αἰῶνες, λόγω τῶν συνεχῶν καὶ ἰσχυρῶν ἔξωθεν ἐπιρροῶν, δικαιώνει τὴ στάση τοῦ Ἱεροσολύμων Νεκταρίου στὸ θέμα τῆς ἀναγνωρίσεως τῆς ἁγιότητας. Ἡ θεολογικὴ δὲ τοποθέτησή του βρίσκει καὶ τὴν ἀπόλυτη κατάφαση τοῦ μεγάλου Εὐγενίου Βουλγάρεως.
Ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιὰ τὴν παραδοχὴ τῆς ἁγιότητας θεωροῦν καὶ οἱ δύο τὰ θαύματα, «τὴν τῶν σημείων ἐπίδειξιν», ἐξηγοῦν δὲ τὸν λόγο:
«Καίτοι τοῖς πάλαι, εἰλικρινέστερον κατὰ Θεὸν πολιτευομένοις, οὐ πάνυ τοῦτο ἀντεξητάζετο, ἀλλὰ τοῖς καθ᾿ ἡμᾶς χρόνοις τῆς πονηρίας, ἤδη καὶ τὰ θαύματα παραπλαττούσης καὶ τὰς ἀρετὰς τῇ ὑποκρίσει μᾶλλον κιβδηλευούσης, καὶ λίαν θηρεύομέν τε καὶ ἀπαιτοῦμεν καὶ εἰς κρίσιν καλοῦμεν»37.
Μὲ βάση δὲ αὐτὴ τὴν προϋπόθεση -κυρίως- τόσο ὁ Πατριάρχης Νεκτάριος, ὅσο καὶ ὁ Βούλγαρις, ἀπορρίπτουν τὰ δυτικὰ λείψανα, ἀρνούμενοι συνάμα τὴν ὕπαρξη ἀληθινῆς ἁγιότητας στὴ Δύση μετὰ τὸ σχίσμα. Αὐτό, ὅμως, τί ἄλλο σημαίνει παρὰ ἄρνηση τῆς δυνατότητας ὑπάρξεως ἁγιότητας ἐκεῖ, ὅπου χάνονται τὰ ὀρθὰ κριτήριά της, ὁ ἁγιοπνευματικὸς φωτισμὸς καὶ ἡ θέωση;
1. Κατὰ τὴν τελευταία τριετία ἀναγνωρίσθηκαν ὡς Ἅγιοι ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ὁ Παναγὴς (Μπασιᾶς) (4.2.1986), Ἀρσένιος ὁ Καππαδόκης (11.2.1986), Μάξιμος ὁ Γραικὸς (31.5.1988), ὁ Εὐστάθιος καὶ ὁ Συμεών, Ἀρχιεπίσκοποι Θεσσαλονίκης (10.6.1988), ἔχουν δὲ ὑποβληθεῖ προτάσεις γιὰ νέες ἀνακηρύξεις (ὡς π.χ. τοῦ ὁσίου Σάββα τοῦ ἐν Καλύμνῳ ἀσκήσαντος). Ἐννέα νέους Ἁγίους κατέταξε στὸ Ἁγιολόγιό της ἡ Ῥωσικὴ Ἐκκλησία (1988), μὲ τὴν εὐκαιρία τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς χιλιετηρίδος τῆς εἰσόδου της στὴν Ὀρθοδοξία. Βλ. Information aus der Orthodoxen Kirche, Sondernummer 11.1988. Celebration of the Millennium of the Baptism of Russ. Στὶς σσ. 124-129: Brief lives of the Saints canonized by the Local Council of the Russian Orthodox Church of 1988. Οἱ νέοι Ἅγιοι καὶ οἱ λόγοι τῆς ἀνακηρύξεώς τους εἶναι:
α) Ὁ μέγας πρίγκηπας Δημήτριος Ντονσκόϊ (1350-1389) («is glorified as a national Saint in recognition of his services to the Church and the Nation»).
β) Ἀντρέϊ Ῥουμπλιώφ (1360-1400) («...in recognition of his saintly life, witnessed by his contemporaries and his feat of icon-painting, through which he proclaims to men to the day the truth...»).
γ) Μάξιμος ὁ Γραικὸς (1470-1556) («...in recognition of his saintly life and miracles worked by him»).
δ) Μητροπολίτης Μακάριος (1482-1563) («...in recognition of his saintly life witnessed by many of his contemporaries, his gift of prophetic vision and great services for the Russian Church»).
ε) Ἀρχιμανδρίτης Παΐσιος Βελιτσκόφσκι (1722-1794) («...for his holy, ascetic life, as a great man of prayer and teacher of the Jesus prayer, who revived in modern monasticism the salvific feat of the starchestvo and as a religious writer, who painted out in his works the path of spiritual rebirth for all seeking salvation»).
στ) Ξένη Γρηγορίεβα [Γρηγορίεβνα] (1732- ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰ.) («...the light of christian love that was kindled by the blessed ascetic life during her earthly life is shining ever more radiantly to us after demise»).
ζ) Ἰγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ (1807-1867) («...for the sanctity of his life, which is revealed in his works written in the spirit of truly orthodox patristic tradition»).
η) Στάρετς Ἀμβρόσιος (1812-1891) («for the holiness of his life, which was manifest in efficatious love of his fellow man, humility, sagacity and miracle-working, and also for the profound veneration of him by the orthodox people»).
θ) Θεοφάνης Γουόροφ [Γκόβορωφ] (1815-1894) («...as an ascetic of the faith and piety, who laboured extensively and expounding in his works the christians path to eternal life»). Τὴ διαδικασία τῆς ἀνακηρύξεως τῶν νέων Ἁγίων της Ῥωσικῆς Ἐκκλησίας ἐλέγχει ἔμμεσα ὁ καθηγητὴς κ. Εὐάγγελος Θεοδώρου στὸ περιοδικὸ «Ἐκκλησία» (ἀρ. 14/1.10,1988, σ. 515, σήμ. 51. Πρβλ. περιοδικὸ «Ἐπίσκεψις» ἀρ. 398/10.5.1988, σ. 8). Ἀντιρρήσεις ὄχι μόνο γιὰ τὴν τηρηθεῖσα διαδικασία, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἁγιότητα μερικῶν ἀπὸ τοὺς νέους Ἁγίους, διατυπώθηκαν σὲ ἑλληνικὰ θρησκευτικὰ ἔντυπα, ὅπως ἐφημερίδα «Ὀρθόδοξος Τύπος» (ἀρ. 794/17.6.1988). Ὁ θεολόγος Ἀθαν. Σακαρέλλος σὲ ἄρθρο του μιλεῖ γιὰ «προσπάθεια ἐντυπωσιασμοῦ τῆς κοινῆς γνώμης» καὶ κριτήρια «ἐλάχιστα θεολογικά». Ἐπίσης γιὰ «σκοπιμότητα» καὶ «νόθευση τοῦ Ἁγιολογίου τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας».
2. Γιὰ τὴ σημασία τοῦ ὅρου «Ἅγιος» στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία βλ. H. Delehaye, Sanctus, Bruxelles 1927. M. R. Asting, Die Heiligkeit im Urchristentum, Gottingen 1930, σ.202 ε. Ἀνδρ. Φυτράκη, Λείψανα καὶ τάφοι Μαρτύρων κατὰ τοὺς τρεῖς πρώτους αἰῶνας, Ἀθῆναι 1955, σ. 6 ε., ὅπου καὶ βιβλιογραφία. Γιὰ τὰ εὐρύτερα προβλήματα τῆς ἀνακηρύξεως Ἁγίων βλ. στοῦ Ἀνδρ. Φυτράκη, Αἱ ἀντιδράσεις κατὰ τῆς τιμῆς τῶν Ἁγίων ἐν τῇ ἀρχαίᾳ Ἐκκλησίᾳ καὶ τὰ αἴτια αὐτῶν, Ἀθῆναι 1956.
3. Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις Ἀκριβὴς τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, Δ´ (15) 88, P.G. 94, 1164B-1168C.
4. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Περὶ ἀποριῶν, P.G. 91, 1144ΑΒ. Πρβ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 3, 1, 31.
5. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 3, 1, 27.
6. Πρβ. Ἰω. Σ. Ῥωμανίδου, Ῥωμαῖοι ἢ Ῥωμηοὶ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, τόμ. 1, Θεσσαλονίκη 1984, σ. 25.
7. Ἀμ. Ἀλιβιζάτου, Ἡ ἀναγνώρισις τῶν Ἁγίων ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ, στὸ περιοδικὸ «Θεολογία» ΙΘ´ (1941-48), σ. 44. Πρβλ. καὶ σ. 36: «Σύσσωμος ἡ Ἐκκλησία, κλῆρος καὶ λαός, ἐν ἀδιασπάστῳ ὁμοφωνία καὶ ἄνευ τυπικῶν καὶ ὀργανωτικῶν πράξεων, ἀνεγνώριζον τὴν ἁγιότητα τῶν τιμωμένων, ἡ δὲ πάνδημος αὕτη ἀναγνώρισις ἀπετέλει οἰονεὶ καὶ τὴν ἐπικυρωτικὴν καὶ καθιερωτικὴν πρᾶξιν τῆς τῶν μαρτύρων καὶ ἁγίων ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἀνακηρύξεως». Πρβ. παρουσίαση τοῦ ἰδίου θέματος στοῦ Χρυσ. Παπαδοπούλου, Περὶ τῆς ἀνακηρύξεως Ἁγίων ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ, στὸ περιοδικὸ «Ἐκκλησία» ΙΒ´ (1934), σ. 331-335 καὶ Μητροπολίτου Δέρκων Κωνσταντίνου (Χαρισιάδου), Ἡ ἀναγνώρισις Ἁγίων ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ κατὰ τὴν τάξιν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, «Ἐπιστημονικὴ παρουσία Ἑστίας Θεολόγων Χάλκης», τόμ. Α´, Ἀθῆναι 1987, σ. 225-241.
* Πέρα ἀπὸ τὴν παλαιότερη βιβλιογρφία, ποὺ δίνει ὁ Ἀλιβιζᾶτος, βλ. καὶ Μητροπολίτου Σερρῶν Κωνσταντίνου, Περὶ ἀναγνωρίσεως τῶν Ἁγίων ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ, «Θεολογία» ΚΖ´ (1956), σ. 609-615.
8. Βλ. Ἐπιστολὴν Εὐγενίου τοῦ Βουλγάρεως πρὸς Πέτρον τὸν Κλαίρκιον, Περὶ τῶν μετὰ τὸ σχίσμα Ἁγίων της Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν γινομένων ἐν αὐτῇ Θαυμάτων, Ἀθήνησι 1844, σ. 6.
11. Γιὰ τὸ μὴ ἀποδεκτὸ ἀπὸ Ἐκκλησία μαρτύριο τῶν αἱρετικῶν καὶ ὡς ψευδὲς θεωρούμενο βλ. στοῦ Ἀνδρ. Φυτράκη, Αἱ ἀντιδράσεις..., ὅπ. π., σ. 22 ε.ε.
12. Πρβ. Μακαρίου Αἰγυπτίου, Ὁμιλίαι πνευματικαὶ 50, Φιλοκαλία τῶν Νηπτικῶν καὶ Ἀσκητικῶν, Θεσσαλονίκη 1985 (ἔκδ. Νικ. Τσιομεσίδη). Ὁμιλ. Θ´, 8, σ. 166: «Ὁ πνευματικὸς πάντας ἀνθρώπους ἀνακρίνει κατὰ τὸ γεγραμμένον, γινώσκει ἕκαστον πόθεν λαλεῖ καὶ ποὺ ἔστηκε καὶ ἐν ποίοις μετροις ἐστίν. Αὐτὸν δὲ οὐδεὶς ἀνθρώπων τῶν ἐχόντων τὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου γινώσκειν καὶ ἀνακρίνειν δύναται, εἰ μὴ μόνον ὁ τὸ ὅμοιον ἔχων ἐπουράνιον τῆς θεότητος πνεῦμα γιγνώσκει τὸν ὅμοιον...».
13. Βλ. σχετικὰ μὲ τὸ θέμα αὐτὸ στοῦ Στυλ. Γ. Παπαδοπούλου, Οἱ Νεομάρτυρες καὶ τὸ δοῦλον Γένος, Ἀθῆναι 1974, σ. 24 ε.ε. Γιὰ τὸν εὐρύτατο περὶ Νεομαρτύρων προβληματισμὸ βλ. στὰ «Πρακτικὰ Θεολογικοῦ Συνεδρίου», εἰς τιμὴν καὶ μνήμην τῶν Νεομαρτύρων (17-19 Νοεμβρίου 1986) Θεσσαλονίκη 1988.
14. Βλ. γιὰ τὸ πρόσωπο, τὸ ἄρθρο τοῦ Ν.Ε. Τ(ζιράκη), στὴ Θ.Η.Ε., τόμ. Α´ (1966), στ. 396/7.
15. Πρὸς τὰς προσκομισθείσας θέσεις παρὰ τῶν ἐν Ἱεροσολύμοις φρατόρων διὰ Πέτρου τοῦ αὐτῶν μαΐστορος, Περὶ τῆς ἀρχῆς τοῦ Πάπα ἀντίρρησις, Ἰάσιον 1682, σ. 201 ε., 209 ε. Πρβ. Ἐπιστολὴν Εὐγενίου τοῦ Βουλγάρεως..., ὅπ. π., σ. 20 ε., 112 ε.
16. Πρβ. τὸ μελέτημα τοῦ Ἀθαν. Παρίου, Περὶ Νεομαρτύρων: Ὅτι εἶναι Ἅγιοι καὶ πρέπει νὰ τιμῶνται ὡς τοιοῦτοι, πρὶν ἢ ἐκδοθεῖ ἐπικυρωτικὴ ἀπόφανσις τῆς Διοικούσης Ἐκκλησίας.
17. Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Νέον Μαρτυρολόγιον, Ἀθῆναι 1963, σ. 24 σήμ.
18. Βλ. στοῦ Ἀνδρ. Φυτράκη, Λείψανα καὶ τάφοι Μαρτύρων..., ὅπ. π., σ. 9 ε.
19. Πρβ. Γρηγορίου Παλαμᾶ. Ὁμιλία ΚΕ´, τῇ Κυριακῇ τῶν ἁγίων Πάντων, παρ. 6: «τίς λόγος ἀξίως ἐξείποι τὴν ἐν ταῖς σοροῖς τῶν ἁγίων καὶ τοῖς λειψάνοις τῶν ὀστῶν παρὰ Θεοῦ δόξαν, παντὶ χρόνῳ συμπαρατεινομένων, τὴν ἀναδιδομένην ἐκ τούτων ἱερὰν εὐωδίαν, τὰ πηγάζοντα μύρα, τὰ χαρίσματα τῶν ἰαμάτων, τὰ ἐνεργήματα τῶν δυνάμεων, τὰς πολυειδεῖς καὶ σωτηρίους ἡμῖν ἐν τοιούτοις ἐπιφανείας;». (Ἀπάντᾳ τὰ ἔργα, ἔκδ. Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, Θεσσαλονίκη 1985, τόμ. 10, σ. 134).
* Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς δίνει τὴ θεολογικὴ ἑρμηνεία τῆς θαυματουργίας τῶν
ἱερῶν λειψάνων μὲ τὸν ἀκόλουθο τρόπο: «Καθάπερ γὰρ κοινή ἐστι σώματος καὶ ψυχῆς
ἡ τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Λόγου τοῦ Θεοῦ θεότης, διὰ μέσης ψυχῆς θεώσασα τὴν σάρκα,
ὡς καὶ Θεοῦ ἔργα ἐκτελεῖσθαι δι᾿ αὐτῆς, οὕτως ἐπὶ τῶν πνευματικῶν ἀνδρῶν ἡ τοῦ Πνεύματος
χάρις, διὰ μέσης ψυχῆς πρὸς τὸ σῶμα διαπορθμευομένη, πάσχειν καὶ αὐτῷ τὰ θεῖα δίδωσι
καὶ μακαρίως συμπάσχειν τῇ ψυχῇ τὰ θεῖα πεπονθυῖα... Προελθὸν οὖν εἰς τὴν μακαρίαν
ταύτην ἐντελέχειαν καὶ σῶμα θεουργεῖ... οὗ τεκμήριον ἐναργὲς αἱ τῶν ἁγίων θαυματοποιοὶ
σοροί».
(Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων 2, 2, 12).
20. Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία ΙΑ´, P.G. 67, 885 καὶ Ζ´ P.G. 67, 1497.
21. Βλ. τὰ Πρακτικὰ τοῦ J.D. Mansi, Sacrorum Conciliorum Nova et Amplissima Collectio, τόμ. 12 καὶ 13 (Graz 1960).
22. «Τόμος Συνοδικὸς» ἀνακηρύξεως σὲ ἅγιο Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, P.G. 151, 711. Πρβ. Φιλοθέου, Λόγος ἐγκωμιαστικὸς εἰς τὸν ἐν Ἁγίοις Πατέρα ἡμῶν Γρηγόριον, Ἀρχιεπίσκοπον Θεσσαλονίκης τὸν Παλαμᾶν, P.G. 151, 648/9.
23. Βλ Τζέρπου, Ἡ Ἁγία Φιλοθέη ἡ Ἀθηναία. Παρακλητικὸς Κανών, Βίος καὶ ἔργον, Ἀθῆναι 1988 2, σ. 10.
24. Πρωτοπρ. Κων. Γ. Γκέλη, Ὁ Ἅγιος Γεράσιμος Κεφαλληνίας, Ἀθῆναι 1978, σ. 113-4. Πρβ. σ. 110.
25. Τὸ λείψανόν του «πνέον ὑπερφυοῦς εὐωδίας καὶ μύρα βλύζον ἰαματικὰ καὶ σωτήρια».
* Ἡ πατριαρχικὴ πράξη μιλεῖ περὶ «ἀνδρὸς τὰ μάλιστα κατ᾿ ἀρετὴν πολλοὺς τῶν πρότερον διαπρεψάντων ὑπερελάσαντος καὶ θείων δωρεῶν δαψιλείᾳ χάριτος εὐπορήσαντος, τό τε διορατικὸν χάρισμα ἐκ περιουσίας καταπλουτήσαντος...». Χαρακτηρίζεται δὲ «αὐτουργὸς θαυμάτων πολλῶν καὶ παραδόξων» ἤδη ἐν ζωῇ.
(Βλ. Παντελεήμονος Μπεζενίτη, Μητροπολίτου Ζακύνθου, Ὁ Ἅγιος Διονύσιος, Ζάκυνθος 1987, σ. 71, 69, 70).
26. Ἀκολουθίαι καὶ Βίος τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Νεκταρίου, ἐπισκόπου Πενταπόλεως τοῦ θαυματουργοῦ... ὑπὸ Γερασίμου μοναχοῦ Μικραγιαννανίτου, Ἀθῆναι 1976, σ. 9.
27. Ὅσιος Εὐγένιος ὁ Αἰτωλός. Βίος καὶ ἔργον. Ἡ εἰς ἅγιον ἀνακήρυξις αὐτοῦ. ᾈσματικὴ ἀκολουθία, Ἀθῆναι 1983, σ. 105/106.
31. Πρωτοπρ. Κων. Γκέλη, Ὁ Ἅγιος Παναγὴς Μπασιᾶς. 1801-1888, Ἀθῆνα 1979, σ. λ´. Στὴν πατριαρχικὴ πράξη ἀναγνωρίσεώς του (ἀρ. πρώτ. 91/4.2.1986) σημειώνεται: «Ἑστὶν ὅτε δὲ σημείοις καὶ θαύμασιν, οἶς ἐμαρτυρήθη παρὰ Θεοῦ, αὐτὸν (= τὸν λαὸν) εὐεργετῶν».
32. Βλ. ἔγγραφό του Θεσσαλονίκης Παντελεήμονος πρὸς τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀριθμ. πρώτ. 567/16.12.1987: θαυματουργὸς βάσει παλαιῶν μαρτυριῶν (Εὐδ. Τσολάκη, Βυζαντινοὶ Ἱστορικοὶ καὶ Χρονογράφοι, Θεσσαλονίκη 1978, σ. 72/3).
Κατὰ τὸ ἴδιο ἔγγραφο,
* «ἡ μαρτυρία τοῦ λογιωτάτου καὶ ἐν ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Μιχαὴλ τοῦ Ἀθηνῶν (βλ. Σπ. Λάμπρου, «Νέος Ἑλληνομνήμων», 13-1916, σ. 361) θὰ ἤρκει νὰ πιστοποιήση, ὅτι ὁ Θεὸς κατέταξε τὸν Εὐστάθιον ἐν τοῖς Ἁγίοις αὐτοῦ καὶ ὁ χριστώνυμος λαὸς ἐβεβαιώθη περὶ τῆς ἁγιότητος αὐτοῦ διὰ πολλῶν θαυμάτων».
33. Βλ. τὸ ἔγγραφο τοῦ Ἄρτης Ἰγνατίου ἀπὸ 10 Ἰουλίου 1986 πρὸς τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος γιὰ τὴν ἀνακήρυξη σὲ ἅγιο τοῦ Ἁγίου Μαξίμου (ἀριθμ. πρωτ. 793).
34. Βλ. τὴν Ἀκολουθίαν του στὸ Μηναῖο (21η Μαΐου), ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
35. Βλ. Μεθοδίου Κοντοστάνου, Μητροπολίτου Κερκύρας καὶ Παξῶν, ᾈσματικὴ Ἀκολουθία καὶ Βίος τῆς ἁγίας θεοστέπτου Βασιλίδος Θεοδώρας τῆς Αὐγούστης, τῆς στερεωσάσης τὴν Ὀρθοδοξίαν, Κέρκυρα 1966, σ. 17, 23.
36. Νικολάου Πολίτου, Παροιμίαι, τόμ. Α´, Ἀθῆναι 1965, σ. 216 ε.ε.
37. Ἐπιστολὴ Εὐγενίου τοῦ Βουλγάρεως, ὅπ. π., σ. 113.