ΟΣΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ - ΟΥΡΑΝΟΔΡΟΜΟΣ ΚΛΙΜΑΞ

ΕΠΙΣΤΟΛΑΙ

Ἐπιστολὴ Ἰωάννου,
ἡγουμένου τῆς Ῥαϊθοῦ,
πρὸς Ἰωάννην τὸν Σιναΐτην

Πρὸς τὸν ὑπερφυέστατο καὶ ἰσάγγελο καὶ «ὑπερλίαν» (μέγιστο) διδάσκαλο, ὁ ἁμαρτωλὸς Ἰωάννης, ἡγούμενος τῆς Ραιθοῦ, ἀπευθύνει τὸν ἐν Κυρίῳ χαιρετισμόν.

ΕΠΕΙΔΗ γνωρίζομε ἐμεῖς οἱ μηδαμινοὶ τὴν ὑπακοὴ ποὺ ἔχεις μὲ τὴν χάρι τοῦ Κυρίου, ὑπακοὴ ἀδιάκριτο ποὺ λάμπει σὰν κόσμημα πρὶν ἀπὸ ὅλες καὶ μαζὶ μὲ ὅλες τὶς ἀρετές, καὶ ποὺ τὶς ἀσκεῖς ἰδιαίτερα ἐκεῖ ποὺ θὰ ἐχρειαζόταν νὰ αὐξηθῇ τὸ κέρδος στὸ τάλαντο ποὺ σοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, σοῦ προβάλλομε τὴν ἀξίωσι αὐτή, λαμβάνοντας ὑπ᾿ ὄψιν καὶ τὸν λόγο τῆς Γραφῆς: «Ἐπερώτησον τὸν πατέρα σου, καὶ ἀναγγελεῖ σοι· τοὺς πρεσβυτέρους σου, καὶ ἐροῦσί σοι (=θὰ σοῦ εἰποῦν)». Γι᾿ αὐτὸν τὸν λόγο, σὰν σὲ κοινὸ πατέρα ὅλων μας καὶ ἀνώτερο ἀπὸ ὅλους στὴν ἄσκηση καὶ τὴν ὀξύνοια καὶ ἄριστο διδάσκαλο, πέφτουμε στὰ πόδια σου μὲ τὰ γράμματά μας αὐτὰ καὶ καθικετεύομε ἐσένα, τὴν κορωνίδα τῶν ἀρετῶν, νὰ γράψῃς καὶ νὰ στείλῃς σ᾿ ἐμᾶς τοὺς ἀμαθεῖς ὅσα εἶδες τὴν ὥρα ποὺ ἀντίκρυσες τὸν Θεὸν ὅπως ὁ παλαιὸς Μωυσῆς ἐπάνω στὸ ἴδιο ὄρος.

Ἔτσι τὴν σεπτὴν ἐπιστολὴ ποὺ θὰ μᾶς στείλης ὡσὰν πλάκες θεογραφὲς θὰ τὴν προβάλωμε γιὰ διδασκαλία τοῦ νέου Ἰσραήλ, τῶν μοναχῶν δηλαδὴ ποὺ τώρα ἐξῆλθαν ἀπὸ τὴν νοητὴ Αἴγυπτο καὶ ἀπὸ τὴν θάλασσα τῆς κοσμικῆς ζωῆς. Σὲ θεωροῦμε ὡσὰν τὸν Μωυσῆ ποὺ ἐθαυματούργησες στὴν θάλασσα χρησιμοποιώντας γιὰ ράβδο τὴν θεολογικὴ καὶ θεόπνευστο γλώσσα σου. Ὅπως λοιπὸν ἐθαυματούργησες στὴν θάλασσα, ἔτσι καὶ τώρα ποὺ σὲ παρακαλοῦμε μὴν ἀρνηθῇς νὰ μᾶς ἀναπτύξῃς πρόθυμα καὶ μὲ εὐκρίνεια, σὰν πραγματικὸς μέγας καθηγητής, τὰ πρέποντα στὴν μοναχικὴ ζωὴ πρὸς σωτηρίαν αὐτῶν ποὺ ἐδιάλεξαν αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὴν ἀγγελικὴ πολιτεία.

Ἂς μὴν θεωρήσεις τοὺς λόγους μας ὡς κολακεῖες ἢ θωπεῖες -γνωρίζεις ἄλλωστε, ὦ ἱερὲ φίλε, πῶς αὐτὰ εἶναι ξένα σ᾿ ἐμᾶς-, ἀλλὰ ἂς παραδέχεσαι αὐτὸ ποὺ φαίνεται καθαρὰ καὶ γίνεται ἀντιληπτὸ καὶ ὁμολογεῖται ἀπὸ ὅλους.

Διὰ τοῦτο εἴμεθα βέβαιοι ὅτι μὲ τὴν χάρι τοῦ Κυρίου θὰ λάβωμε σύντομα καὶ θὰ ἐναγκαλισθοῦμε ὅ,τι ἐλπίζομε: τὶς σεπτὲς χαραγμένες πλάκες οἱ ὁποῖες θὰ καθοδηγοῦν πραγματικὰ ὅσους ἐπιθυμοῦν νὰ τὶς ἀκολουθοῦν ὀρθά. Θὰ εἶναι ὡσὰν κάποια κλίμαξ ποὺ θὰ φθάνη τὶς πύλες τοῦ οὐρανοῦ καὶ θὰ ἀνεβάζη ἐκεῖ σώους καὶ ἀβλαβεῖς ὅσους θέλουν, περνώντας ἀνεμπόδιστα τὰ πονηρὰ πνεύματα καὶ τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους καὶ τοὺς ἄρχοντας τοῦ ἀέρος.

Ἐὰν βέβαια ὁ Ἰακὼβ ποὺ ἦταν ποιμὴν προβάτων ἀντίκρυσε αὐτὴ τὴν φοβερὰ ὀπτασία τῆς κλίμακος, πόσο μᾶλλον ὁ ποιμὴν τῶν λογικῶν προβάτων ὄχι μόνο σὲ ὀπτασία, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα θὰ μποροῦσε νὰ ὑποδείξῃ σὲ ὅλους τὴν ἀσφαλῆ ἀνάβασι πρὸς τὸν Θεόν;

Ὑγίαινε ἐν Κυρίῳ,
Τιμιώτατε Πάτερ.

Ἡ ἀπάντησις εἰς τὴν ἐπιστολὴν

Ὁ Ἰωάννης ἀπευθύνει χαιρετισμὸν εἰς τὸν Ἰωάννην.

ΕΛΑΒΑ ΤΗΝ ἁρμόζουσα στὸν σεμνὸ καὶ ἀπαθῆ σου βίο καὶ στὴν καθαρὰ καὶ ταπεινή σου καρδιὰ σεπτὴ ἐπιστολὴ ποὺ ἔστειλες σ᾿ ἐμᾶς τοὺς «πτωχοὺς καὶ πένητας» ἀπὸ ἀρετές· τὴν ἐπιστολή, ποὺ εἶναι μᾶλλον ἐπιταγὴ καὶ διαταγὴ ἀνωτέρα τῶν δυνάμεών μας. Σὲ σένα πραγματικὰ καὶ στὴν ἱερά σου ψυχὴ ἅρμοζε νὰ ζητήσεις ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς ἀπαίδευτους, καὶ στὸν λόγο καὶ στὴν πράξι ἀμαθεῖς, λόγο διδασκαλίας καὶ νουθεσίας. Διότι ἐσὺ πάντοτε συνηθίζεις νὰ μᾶς προσφέρῃς μὲ τὴν συμπεριφορά σου ὑποδείγματα ταπεινοφροσύνης. Ἐμεῖς στὴν προκειμένη περίπτωσι ἔχομε νὰ εἰποῦμε τὸ ἑξῆς: Ἐὰν δὲν ὑπῆρχε φόβος καὶ πολὺς κίνδυνος νὰ ἀπορρίψωμε ἀπὸ πάνω μας τὸν ζυγὸ τῆς εὐλογημένης ὑπακοῆς ποὺ εἶναι μητέρα ὅλων τῶν ἀρετῶν, δὲν θὰ ἀπετολμούσαμε σὰν παράλογοι αὐτὰ ποὺ ὑπερβαίνουν τὴν δύναμί μας. Ἔπρεπε ὦ θαυμάσιε πάτερ, ἔπρεπε γι᾿ αὐτὰ ποὺ ζητεῖς νὰ μάθῃς, νὰ ἀπευθυνθῇς σ᾿ αὐτοὺς ποὺ γνωρίζουν καλὰ τὰ πράγματα. Ἐμεῖς εὑρισκόμεθα ἀκόμη στὴν τάξι τῶν μαθητευομένων.

Ἐπειδὴ ὅμως οἱ ἰδικοί μας θεοφόροι Πατέρες καὶ μυσταγωγοὶ τῆς ἀληθινῆς γνώσεως τοῦτον ὁρίζουν ὡς ὑπακοή, τὸ νὰ πείθεται κανεὶς καὶ νὰ ὑποτάσσεται ἀδιακρίτως σ᾿ αὐτοὺς ποὺ τὸν διατάζουν πράγματα ὑπὲρ τὴν δυναμί του, γι᾿ αὐτὸν τὸν λόγο παρεβλέψαμε μὲ φόβο Θεοῦ τὴν ἀδυναμία μας καὶ ἐπεχειρήσαμε μὲ τόλμη πράγματα ἀνώτερά μας. Δὲν πρόκειται βέβαια νὰ σοῦ διηγηθοῦμε κάτι ποὺ θὰ σοῦ εἶναι χρήσιμο ἢ νὰ σοῦ παρουσιάσωμε ἐκεῖνο ποὺ ἐσὺ δὲν γνωρίζεις καλύτερα ἀπὸ ἐμᾶς, ὦ θεῖε καὶ ἱερὲ φίλε. Ἐγὼ εἶμαι πεπεισμένος, ὅπως ἀσφαλῶς καὶ καθένας συνετὸς καὶ διακριτικός, ὅτι ἔχεις καθαροὺς τοὺς πνευματικούς σου ὀφθαλμοὺς ἀπὸ κάθε γεῶδες καὶ σκοτεινὸ πάθος καὶ ἀτενίζεις ἀνεμπόδιστα τὸ θεικὸ φῶς καὶ καταφωτίζεσαι ἀπὸ τὴν λάμψι του.

Ἐπειδὴ ὅμως, ὅπως εἶπα, φοβοῦμαι τὸν θάνατο ποὺ γεννᾶ ἡ παρακοή, ὠθούμενος ἔτσι πρὸς τὴν ὑπακοή, ἔφθασα μὲ φόβο καὶ πόθο στὴν ἐκτέλεσι τῆς ὁσιωτάτης καὶ εὐλογημένης ἐντολῆς σου. Σὰν εὐγνώμων ὑποτακτικὸς καὶ σὰν ἀδέξιος μαθητὴς ἀρίστου ζωγράφου μὲ τὴν πτωχὴ καὶ ἀσθενῆ μου γνῶσι καὶ τὴν ἰσχνὴ προφορά μου, σοῦ ἔχω σκιαγραφήσει μὲ τὸ μελάνι ἁπλὰ καὶ ἀπέριττα τὰ λόγια της ζωῆς. Τὰ ὑπόλοιπα, ὦ ἄριστε διδάσκαλε καὶ κορυφαῖε, τὰ ἀφήνω σ᾿ ἐσένα νὰ τὰ στολίσῃς περισσότερο, νὰ τὰ μεγαλύνῃς καὶ νὰ τὰ συμπληρώσῃς, σὰν ἐκτελεστὴς ποὺ εἶσαι τοῦ πνευματικοῦ νόμου. Δὲν τὸ ἐστείλαμε αὐτὸ αὐτὸ τὸ πονημά μας γιὰ τὴν ἰδική σου καθοδήγησι. Μακριὰ ἀπὸ τέτοια σκέψη! Αὐτὸ θὰ ἦταν ἀπόδειξις τῆς πιὸ μεγάλης ἀνοησίας. Ἐσὺ ἔχεις μὲ τὴν χάρι τοῦ Κυρίου τὴν ἱκανότητα, ὄχι τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ καὶ ἐμᾶς τοὺς ἰδίους νὰ μᾶς στερεώνης στὰ θεῖα ἤθη καὶ διδάγματα. Τὸ ἐστείλαμε, ὦ ἄριστε διδάσκαλε, γιὰ τὴν συνοδία τῶν ἀδελφῶν ποὺ ἔχουν κληθεῖ ἀπ᾿ τὸν Θεὸν στὴν μοναχικὴ ζωὴ καὶ διδάσκονται καθὼς καὶ ἐμεῖς ἀπὸ ἐσένα.

Μὲ αὐτὲς τὶς εὐχὲς αὐτῶν, σὰν μὲ κάποιες μυστικὲς ἐλπίδες, αἰσθάνομαι νὰ ὀλιγοστεύῃ ἡ ἀμάθειά μου καὶ ἔτσι ἁπλώνω τώρα τὰ πανιὰ τῆς πέννας καί, παραδίδοντας γεμάτος ἱκεσία τὸ τιμόνι τοῦ λόγου στὸν καλὸ κυβερνήτη Χριστόν, ἀρχίζω μὲ τὴν βοήθειά σου νὰ γράφω πρὸς αὐτούς. Ζητῶ ἀπὸ ὅλους ὅσοι θὰ ἐγκύψουν στοὺς λόγους, ἐὰν κάποιος συναντήσῃ σ᾿ αὐτοὺς κάτι τὸ ὠφέλιμο, νὰ τὸ λογαριάσῃ σὰν εὐγνώμων στὸν καλό μας Ἡγούμενο. Γιὰ ἐμᾶς δὲ νὰ ζητήσει ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ μᾶς ἀνταμείψῃ μόνο γιὰ τὸν κόπο ποὺ κατεβάλαμε νὰ τοὺς γράψωμε. Καὶ ἂς μὴ σταθῇ στὰ στὰ λεγόμενα, διότι πράγματι εἶναι μηδαμινὰ καὶ γεμάτα ἀπὸ κάθε ἄγνοια καὶ ἀπειρία, ἀλλὰ ἂς ἀποδεχθῇ τὴν πρόθεσι τοῦ προσφέροντος, καθὼς τὸ δίλεπτο τῆς χήρας. Διότι ὁ Θεὸς δὲν ἀποδίδει τοὺς μισθοὺς σύμφωνα μὲ τὴν ποσότητα τῶν δώρων καὶ τῶν κόπων, ἀλλὰ σύμφωνα μὲ τὴν θερμότητα τῆς προαιρέσεως. Ὑγίαινε.


Κλίμαξ θείας ἀνόδου

Σὲ αὐτοὺς ποὺ θέλουν νὰ γράφουν τὰ ὀνόματά τους στὸ βιβλίο τῆς ζωῆς, τὸ παρὸν βιβλίο ὑποδεικνύει καθαρὰ τὸν ἄριστο δρόμο. Ἐὰν τὸ ἀναγνώσωμε, θὰ διαπιστώσωμε ὅτι ὅσοι τὸ ἔχουν ὡς ὁδηγό, τοὺς χειραγωγεῖ μὲ ἀσφάλεια καὶ τοὺς διασώζει ἀπὸ κάθε ὀλέθριο πρόσκομμα. Μᾶς προβάλλει κλίμακα ποὺ ξεκινᾶ ἀπὸ τὰ γήινα καὶ φθάνει στὰ οὐράνια, μὲ τὸν Θεὸν ἀκουμπισμένο ἐπάνω στὴν ἄκρη της. Αὐτὴν βέβαια, νομίζω, πὼς καὶ ὁ «πτερνιστὴς» Ἰακώβ, αὐτὸς ποὺ ὑποσκέλισε τὰ πάθη, ἀντικρυσε ἐνῶ κοιμόταν καὶ ἀναπαυόταν ἐπάνω στὸ ἀσκητικὸ κρεββάτι. Ἐμπρὸς λοιπὸν κι ἐμεῖς νὰ προχωρήσωμε, παρακαλῶ, μὲ προθυμία καὶ πίστη σ᾿ αὐτὴν τὴν νοερὰ καὶ οὐρανοδρόμο ἀνάβασι, ποὺ σὰν ἀρχὴ ἔχει τὴν «ἀποταγὴ» τῶν γηΐνων καὶ τέλος τὸν Θεὸν τῆς ἀγάπης.