Τὸ ΒΗΜΑ, 05/10/1997, Σελ.: A18
Κωδικὸς ἄρθρου: B12449A181
http://tovima.dolnet.gr/print_article.php?e=B&f=12449&m=A18&aa=1
Τὸν τελευταῖο καιρὸ πολλὰ λέγονται καὶ γράφονται γιὰ τὴ Συνθήκη τοῦ Σένγκεν καὶ τὸ «ἡλεκτρονικὸ φακέλωμα». Πολλοὶ θρησκευτικοὶ καὶ πολιτικοὶ παράγοντες ἀγωνίζονται μὲ θέρμη πάνω στὸ θέμα.
Ἀναμφίβολα τὸ φαινόμενο τῆς Συνθήκης αὐτῆς καὶ ὅλων τῶν σχετικῶν ποὺ προηγοῦνται καὶ ἕπονται εἶναι ἐπακόλουθο μιᾶς γενικωτέρας καταστάσεως. Καὶ δὲν μποροῦμε νὰ ἐξετάσουμε ἕνα θέμα σωστὰ ἂν τὸ ἀπομονώσουμε ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα ποὺ τὸ συναπαρτίζουν. Ὅπως δὲν μποροῦμε νὰ ἀντιμετωπίσουμε τὰ συμπτώματα μιᾶς ἀρρώστιας ἂν δὲν κάνουμε τὴ διάγνωση ἀπὸ ποῦ προέρχεται καὶ πῶς ριζικὰ θεραπεύεται.
Πάνω σ᾿ αὐτὴν τὴν προσπάθεια διαγνώσεως καὶ θεραπείας τολμᾷ νὰ ψελίσει κάποια λόγια ὁ ὑπογράφων μεταφέροντας μηνύματα ποὺ χαρίζει ὁ λειτουργικὸς κόσμος τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ ἡ κοινωνία τῶν Ἁγίων, ζώντων καὶ κεκοιμημένων.
Ἂν κάτι καλὸ λέγεται, ὀφείλεται σὲ ἄλλους. Ἂν κάτι ἠχεῖ παράφωνα, ὀφείλεται στὸν ὑποφαινόμενο καὶ ζητεῖ συγγνώμη.
Μὲ τὴν πρόοδο τῆς ἐπιστήμης, τῆς τεχνολογίας καὶ ἰδίως τῆς ἡλεκτρονικῆς ἔχουν δοθεῖ στὰ χέρια τοῦ ἀνθρώπου δυνατότητες πολλές, ἐπικίνδυνες καὶ ἀνεξέλεγκτες, ποὺ φαίνεται νὰ ξεπερνοῦν τὴν πνευματικὴ ὡριμότητα καὶ σύνεσή του.
Ὅλοι τὸ νιώθουμε, χωρὶς καμία ἐξαίρεση, ὅτι ζοῦμε σὲ μία κρίσιμη ἐποχή· ὅτι συμβαίνουν πράγματα πρωτόγνωρα καὶ πρωτάκουστα στὴν ἀνθρωπότητα· ὅτι αὐτὰ αὐξάνονται μὲ γεωμετρικὴ πρόοδο.
Καταστρέφουμε τὸν πλανήτη ποὺ μᾶς φιλοξενεῖ. Φτάσαμε στὴ μόλυνση τοῦ περιβάλλοντος, στὴ διεύρυνση τῆς τρύπας τοῦ ὄζοντος, στὸ φαινόμενο τοῦ θερμοκηπίου, στὴν ὄξινη βροχή, στὰ μολυσμένα φροῦτα καὶ νερά. Γίναμε μανιακοὶ τῆς πάση θυσία δυνάμεως. Λατρεύουμε τὸ χρῆμα. Διψοῦμε γιὰ ἐξουσία. Θυσιάζουμε τὰ πάντα. Ἐμπορευόμαστε τὸν θάνατο. Καὶ τὰ παιδιὰ τὰ ποτίζουμε ναρκωτικὰ - προκειμένου νὰ αὐξήσουμε τὸν πλοῦτο, τὴν ἰσχύ, τὴν ἐπιρροή μας.
Δημιουργήσαμε τράπεζες πληροφοριῶν, αἵματος, σπέρματος, ἐμβρύων. Παρεμβαίνουμε στὰ μυστήρια τῆς γενετικῆς. Ἀλλιώνουμε τὴ θεόσδοτη φύση καὶ ἀρχὴ τῆς δημιουργίας.
Δημιουργοῦμε ἀνθρώπους τοῦ σωλῆνα, κλωνοποιημένα ὄντα. Ἑτοιμάζουμε ἀνθρώπους τραυματισμένους, ἀπὸ κατασκευῆς ἐλλιπεῖς. Ἀντὶ γιὰ μήτρα μητέρας, νὰ ἔχουν σωλῆνες ἢ μήτρα μητριᾶς. Καὶ γεννιοῦνται πλάσματα, ἔρχονται στὴ μήτρα τῆς σημερινῆς κοινωνίας, ποὺ τὰ μορφώνει καὶ τὰ ὁδηγεῖ σὲ χαμηλὰ ἐνδιαφέροντα καὶ κλειστὲς προοπτικές. Ὄχι ἄνω θρώσκοντα (ἀνθρώπινα), ἀλλὰ κάτω πορευόμενα πρὸς τὸ ἀδιέξοδο, τὸ τέλμα, τὴν ἀπόγνωση, τὸν θάνατο.
Καὶ τὶς ἀγελάδες τρελάναμε καὶ τὸν ἄνθρωπο κάναμε νούμερο. Ὁ φόβος ἁπλώνεται. Διοργανώνονται συνέδρια, συσκέψεις εἰδικῶν καὶ ἁρμοδίων σε τοπικὴ ἢ παγκόσμια κλίμακα. Ἀλλὰ μᾶς ἔχει ξεφύγει ὁ ἔλεγχος. Τὸ συγκράτημα στὸν κατήφορο εἶναι μηδαμινό· ἡ χιονοστιβάδα προχωρεῖ, διογκοῦται καὶ κατρακυλᾷ, ἀσχέτως τῶν προσπαθειῶν μας.
Μέσα σ᾿ αὐτὸ τὸ κλίμα, τὴν κατάσταση, τί κάνουμε; Ὑπάρχει ἐλπίδα; Ἀναμφίβολα ναί· ἂν θέλουμε νὰ δοῦμε τὴν πραγματικότητα κατάματα, εἰλικρινὰ καὶ ἔντιμα, χωρὶς φοβίες ὅτι καταστραφήκαμε τελεσίδικα, οὔτε στρουθοκαμηλισμοὺς ποὺ μᾶς ἀποκρύπτουν τὴ ρίζα τοῦ προβλήματος.
Πάντως χρειάζεται προσοχή, γιατί μέσα σ᾿ αὐτὸ τὸ κλίμα εὐδοκιμοῦν ζιζάνια. Γεμίσαμε ψευδοπροφῆτες. Θρησκεῖες χωρὶς Θεό. Λατρεῖες δαιμονικές. Ἀντιχρίστους καὶ ἀντιευαγγέλια. Προφῆτες κακῶν, ἐμπορευόμενους τὸν φόβο τοῦ κόσμου.
Ὁ Κύριος τὸ λέει ξεκάθαρα ὅτι πολλοὶ ψευδοπροφῆτες θὰ παρουσιασθοῦν στοὺς ἐσχάτους χρόνους, ποὺ θὰ προσπαθήσουν νὰ πλανήσουν, εἰ δυνατόν, καὶ τοὺς ἐκλεκτούς. Προσέξτε μὴν πλανηθεῖτε. Ἂν σᾶς ποῦν: Ἰδοὺ ἐν τῇ ἐρήμῳ ἐστι, μὴ ἐξέλθητε· ἰδοὺ ἐν τοῖς ταμείοις, μὴ πιστεύσητε. Γιατὶ ἡ παρουσία τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι σὰν τὴν ἀστραπὴ ποὺ φωτίζει τὴν ὑπ᾿ οὐρανόν.
Αὐτὴ ἡ ἀστραπὴ τῆς θεότητος εἶναι τὸ φῶς τὸ ἀληθινό, ποὺ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον. Σῴζει τὸν κόσμο. Πείθει ἐσωτερικὰ τὸν ἄνθρωπο, γιατί τοῦ χαρίζει εἰρήνη καὶ βεβαιότητα, γιατί τοῦ λέει τὴν ἀλήθεια ὅλη. Δὲν τεμαχίζει, οὔτε ἀποκρύπτει. Ἐνῷ οἱ ψευδοπροφῆτες φέρνουν τὴ σύγχυση. Ἀντὶ νὰ λύνουν προβλήματα, προχέουν σκότος. Ἀντὶ νὰ βοηθοῦν, βασανίζουν τὸν κόσμο. Βλέπουν εἴδωλα. Ἐμπαίζονται ἀπὸ τὸν πονηρό. Τοὺς δείχνει τὴ μία πλευρά. Παίρνουν ἕνα τμῆμα, τὸ ἀπολυτοποιοῦν. Καὶ φθάνουν στὴν κόλαση τοῦ μισοῦ καὶ τοῦ μίσους. Τοὺς ξεφεύγει τὸ ὅλο καὶ ἔτσι περιφρονοῦν καὶ τὸ ἐπιμέρους.
Ἀλλὰ καὶ αὐτὸ κάνει καλό, γιατί, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος, «δεῖ καὶ αἱρέσεις εἶναι, ἵνα οἱ δόκιμοι φανεροὶ γένωνται».
Δὲν φοβᾶται ἡ Ὀρθοδοξία τὶς αἱρέσεις, ὅπως τὸ ἀγαθὸν δὲν φοβᾶται τὸ κακόν. Τὰ πάντα χρῆται ἀγαθοπρεπῶς ὁ Θεός. Ἡ δυσοσμία τοῦ κλειστοῦ χώρου τῆς αἱρέσεως ἀναγκάζει αὐτοὺς ποὺ ἔχουν αἰσθήσεις καὶ ὀσφραίνονται νὰ βγοῦν στὸν ἀνοικτὸ χῶρο τῆς ὑγείας, τῆς Ὀρθοδοξίας, τοῦ φωτός, γιὰ νὰ ἀνασάνουν.
Ἀκούγεται συχνὰ ἀπὸ πολλοὺς ὅτι μέσα στὴν Εὐρώπη εἴμαστε οἱ λίγοι, οἱ μικροί, ἡ θρησκευτικὴ καὶ πολιτιστικὴ μειονότης. Μεθοδεύεται ἡ συρρίκνωση, ἀποδυνάμωση καὶ ἐξάρθρωση τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Θὰ ἀφομοιωθοῦμε, θὰ διαλυθοῦμε...
Μὲ τὸν τρόπο ποὺ μιλοῦν καὶ γράφουν ἐνσπείρουν ἐκούσια ἢ ἀκούσια τὸν πανικὸ μὲ δόσεις. Ἔχουν ἀποδεχθεῖ ὅτι εἴμαστε γραικύλοι καὶ ψοφοδεεῖς. Ἀγόμεθα καὶ φερόμεθα ἀπὸ τοὺς ἰσχυρούς, ποὺ εἶναι οἱ πολλοὶ καὶ οἱ πλούσιοι. Πηγαινοερχόμαστε πέρα - δῶθε σὰν τὸ ἐκκρεμές. Δὲν ἔχουμε ἔρμα. Εἴμαστε χαμένοι.
Ἔτσι δὲν δίδουν κουράγιο μὲ τὸν λόγο τους. Δὲν διαφαίνεται διὰ τῶν σιωπῶν ποὺ παρεμβάλλονται στὰ λεγόμενά τους (καὶ αὐτὲς οἱ σιωπὲς λένε τὰ πολλὰ καὶ κύρια) ὅτι πιστεύουν καὶ ζοῦν τὸ γεγονὸς πὼς στὴν πίστη καὶ στὴ ζωὴ ποὺ σαρκώνεται καὶ φανερώνεται στὴ Θεία Λειτουργία ὑπάρχει κάποια δύναμη σωτήρια, ἀναντικατάστατη καὶ ἀνίκητη ἀπὸ τὸν πονηρό, ἡ ὁποία σῴζει ἐν γνώσει τοὺς πιστοὺς καὶ παρέχει τὴν ἐλπίδα καὶ ἀναμφισβήτητη δυνατότητα σωτηρίας τοῦ σύμπαντος κόσμου.
Αὐτοὶ ποὺ ἔτσι μιλοῦν ἔχουν τὴν ἐντύπωση ὅτι ἀμύνονται ὑπὲρ τῆς ἑλληνικῆς παραδόσεως καὶ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. Ἀλλά, χωρὶς ἴσως νὰ τὸ ἀντιληφθοῦν, ἔχουν τόσο πολὺ ἐπηρεασθεῖ οἱ ἴδιοι ἀπὸ τὴ στενὴ λογικὴ τοῦ παρόντος αἰῶνος, ποὺ καὶ τὴν Ὀρθοδοξία ἀγνοοῦν καὶ τὴν Ἑλλάδα βασανίζουν.
Τίποτε ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀπόγνωση δὲν προέρχεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Καὶ τίποτε ποὺ ἐθελοτυφλοῖ ἀγνοώντας τὴν τραγικότητα τῶν καιρῶν δὲν σχετίζεται μὲ τὴν τόλμη τῆς πίστεως.
Ποιὸς σᾶς εἶπε ἄλλωστε ὅτι διαφέρει ὁ νόμος τῆς ζούγκλας ἀπὸ ἐκεῖνον τῆς σημερινῆς ζωῆς; Καὶ ποιὸς σᾶς εἶπε ὅτι δὲν ἔχει ἀντοχὴ ἡ πίστη καὶ ἡ Παράδοσή μας, ὄχι μόνο τὶς δοκιμασίες νὰ ξεπεράσει, ἀλλὰ νὰ εἶναι εὐγνώμων καὶ πρὸς αὐτοὺς ποὺ τὶς προκαλοῦν;
Καὶ ποιὸς σᾶς εἶπε ποτὲ ὅτι οἱ Ἕλληνες νίκησαν στὴν ἱστορία μὲ τὴν ἀριθμητικὴ ὑπεροχὴ καὶ ὅτι τὸ θαῦμα τῆς πίστεως στηρίζεται στὴ στατιστική;
Πάντοτε ὁ δυναμισμὸς τοῦ ἑλληνικοῦ καὶ Ὀρθοδόξου βρίσκεται στὸ ἐλάχιστο καὶ ἀδύνατο, ποὺ κρύβει μέσα του κάτι τὸ μέγιστο πνευματικά. Καὶ Αὐτὸ ἀπὸ μόνο του φανερώνει κάποια θεϊκὴ εὐγένεια καὶ λεπτότητα ἀνθρωπιᾶς ποὺ σῴζει τὸν ἀδύνατο, χωρὶς νὰ τὸν πληγώνει, καὶ εἶναι ξένο πρὸς τὴ βαρβαρότητα τοῦ ἄγαν, ποὺ συνθλίβει τὸν ἄνθρωπο, χωρὶς νὰ τὸν ὑπολογίζει.
Τὸ κακὸ δὲν εἶναι ὅλες οἱ σύγχρονες δοκιμασίες· τὸ κακὸ καὶ ἐπικίνδυνο γιὰ ὅλους εἶναι:
Ὅταν οἱ Ὀρθόδοξοι θεολόγοι καὶ ἱερωμένοι δὲν μιλοῦμε τὴ γλῶσσα τῆς Ὀρθοδοξίας, τῆς ἀνατροπῆς τῆς καθεστηκυΐας τάξεως τῆς φθορᾶς, δὲν μιλοῦμε τὴ γλῶσσα τῆς ἀγάπης τῆς Θείας Λειτουργίας, ποὺ εἶναι ἡ μητρικὴ γλῶσσα τοῦ ἀνθρώπου. Ἀλλὰ ἀμυνόμαστε ἁπλῶς λογικά, στηριζόμενοι στὴν ἰσχύουσα νομοθεσία, γιὰ τὴ συνταγματικὴ ἐλευθερία τοῦ ἀτόμου (ἀνεπαρκῆ γιὰ τὸν ἄνθρωπο πράγματα, ποὺ δὲν τὰ περιμένει ἀπὸ μᾶς).
Καὶ ὅταν οἱ πολιτικοὶ σκέφτονται γιὰ τὴν Ἑλλάδα μὲ τὴ λογική της Δύσεως· ξεχνοῦν τὸ θεόπλαστο εἶναι τους καὶ ἐνεργοῦν σὰν νὰ μὴν ἦταν ἱερὴ ἡ ἀποστολὴ ποὺ τοὺς ἀνέθεσε ἡ «ἐκκλησία τοῦ δήμου». Σὰν νὰ μὴν εἶχαν ἀπὸ τὴν Παράδοσή μας τὴ δυνατότητα νὰ δοῦν τὸ πνευματικὸ περιεχόμενο τῆς ὅποιας πολιτικῆς, πολιτιστικῆς ἢ στρατιωτικῆς ἀποστολῆς τους.
Ἔτσι διαπληκτιζόμαστε στείρως· ἀποπροσανατολίζουμε τὸν λαὸ καὶ δημιουργοῦμε ἠττοπάθεια καὶ πνεῦμα δειλίας στοὺς πιστούς, λέγοντας ὅτι εἴμαστε λίγοι, γραικύλοι...
Κλασικὰ παραδείγματα ποὺ μᾶς κρίνουν καὶ μᾶς ὁδηγοῦν παρουσιάζονται ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς καὶ ὁ Στρατηγὸς Μακρυγιάννης.
Ὁ πρῶτος, ὄντας ἅγιος Ὀρθόδοξος μοναχός, ξέρει τί κάνει· καὶ χωρὶς νὰ βάλει νερὸ στὸ κρασὶ τῆς πίστεώς του, σῴζει καὶ τὸν Τόπο του.
Καὶ ὁ δεύτερος, ὄντας συνειδητὸς Ἕλληνας, ποὺ πολεμᾷ γιὰ τὴν ἐλευθερία τῆς πατρίδας του, φανερώνει τὴ δύναμη τῆς πίστεως καὶ τὴν ἀρχοντιὰ τῆς τιμιότητός του μὲ τὸν τρόπο ποὺ ζεῖ, ἀγωνίζεται καὶ γράφει.
Πολλοί, θέλοντας νὰ στηρίξουν τὴν ἄποψή τους, ποὺ προκαλεῖ αἴσθημα φόβου καὶ τρόμου, ἀναφέρουν κάποια μενονωμένα χωρία τῆς Ἀποκαλύψεως τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου. Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ ἀπομόνωση χωρίων εἶναι ἔργο τῶν αἱρετικῶν καὶ πλανεμένων, γιὰ νὰ σκορπίσουν ταραχὴ καὶ νὰ δημιουργήσουν σύγχυση.
Ἀντιθέτως ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος ἐν Πνεύματι ἁγίῳ βλέπει τὸ σύνολο. Καὶ γράφει ὅ,τι γράφει ὄχι γιὰ νὰ τρομοκρατήσει, ἀλλὰ γιὰ νὰ παρηγορήσει καὶ νὰ ἐνισχύσει μὲ τὸ νὰ πεῖ ὅλη τὴν ἀλήθεια, χωρὶς νὰ κρύψει ἢ νὰ παραποιήσει τίποτε. Καὶ ὅταν λέει: «Ἐγώ, Ἰωάννης, ὁ ἀδελφὸς ὑμῶν, ἐγενόμην ἐν πνεύματι ἐν τῇ κυριακῇ ἡμέρᾳ... καὶ εἶδον οὐρανὸν καινὸν καὶ γῆν καινήν», εἶναι σὰν νὰ λέει: Ἐγώ, ὁ ἀδελφὸς ὑμῶν Ἰωάννης, λειτουργήθηκα.
Καὶ βλέπει στὸν λειτουργικὸ χρόνο διαμιᾶς ὅλα ὅσα συνέβησαν, συμβαίνουν καὶ θὰ συμβοῦν. Δὲν ὡραιοποιεῖ τὴν ἁμαρτία. Δὲν ἀρνεῖται τὴν πραγματικότητα τῆς πλάνης, τὴν παρουσία τοῦ πονηροῦ. Γνωρίζει «τὰ βαθέα τοῦ σατανᾶ», τὴν προσπάθεια καὶ τὸ ἔργο του. Καὶ τὰ γράφει ὅλα αὐτὰ ξεκάθαρα, ἐπειδὴ ξέρει ποῦ καταλήγουν, σὲ ποιὸν ἀνήκει ἡ τελικὴ νίκη. Οἱ πάντες θὰ πολεμήσουν μὲ τὸ Ἀρνίον καὶ τὸ Ἀρνίον τὸ ἐσφαγμένον θὰ τοὺς νικήσει.
Ἔτσι ἡ «Ἀποκάλυψις», τὸ φοβερότερο βιβλίο τῆς Καινῆς Διαθήκης μὲ τὶς τερατόμορφες ἐμφανίσεις τοῦ πονηροῦ, τὶς ἀρρώστιες, θεομηνίες καὶ συμφορές, ἀποδεικνύεται τὸ πιὸ χαρούμενο, μελῳδικὸ καὶ ἐπινίκιο τροπάριο, ἡ «καινὴ ᾠδή» πρὸς τὸ ἀδύνατο Ἀρνίον, τὸ ἐσφαγμένον ἀπὸ καταβολῆς κόσμου, ποὺ εἶναι ἡ σάρκωση, ἡ φανέρωση, τῆς θυσιαστηρίου προσφορᾶς· τῆς Ἀγάπης, ἡ ὁποία δημιούργησε τὰ πάντα, τὰ συντηρεῖ καὶ τὰ κατευθύνει.
«Ἀξιόν ἐστι τὸ Ἀρνίον τὸ ἐσφαγμένον λαβεῖν τὴν δύναμιν καὶ πλοῦτον καὶ σοφίαν καὶ ἰσχὺν καὶ τιμὴν καὶ δόξαν καὶ εὐλογίαν» (Ἀποκ. 5,13).
Εἶναι τολμηρὸς ὁ Ἅγιος Ἰωάννης, ξεκάθαρος καὶ ἀληθινός. Κινεῖται ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Καὶ ἂν πολλὰ δὲν τὰ καταλαβαίνεις· ἂν εἶναι σκοτεινά, δυσερμήνευτα, ἂν λέγονται συμβολικῶς· καὶ γι᾿ αὐτὸ οἱ Πατέρες δὲν τὰ ἑρμηνεύουν κατὰ λέξιν· ὅμως δι᾿ ὅλων αὐτῶν σὲ πείθει, σὲ ἀναπαύει, σοῦ μεταγγίζει ἐσωτερικὴ εἰρήνη καὶ βεβαιότητα.
Ὁ λόγος του εἶναι ἀπόλυτος καὶ σαφής. Δὲν ἀνέχεται μεσαῖες λύσεις: «Ὄφειλες νὰ ἤσουν θερμὸς ἢ ψυχρός· ἐπειδὴ εἶσαι χλιαρός, θὰ σὲ κάνω ἐμετό».
Συμπεριφέρεται παντοκρατορικά. Δὲν προτείνει λύσεις ἀμφίβολες, ἐφήμερης παρηγοριᾶς, ποὺ ὁδηγοῦν σὲ ὁριστικὴ καταδίκη. Δὲν ἐρεθίζει κτυπώντας τοὺς «κακούς» οὔτε κολακεύει ἀποκοιμίζοντας τοὺς «καλούς». Δίδει τὴ δυνατότητα σὲ ὅλους νὰ κινηθοῦν ἐλεύθερα. Ἔχει τὴ συνείδηση ὅτι ὑπηρετεῖ καὶ ζητεῖ τὴν ἀλήθεια, γι᾿ αὐτὸ καὶ μεταφέρει τὸν ἀγῶνα στὸν ἀνοιχτὸ χῶρο τῆς ἐλευθερίας: «Ὁ ἀδικῶν ἀδικησάτω ἔτι, καὶ ὁ ρυπαρὸς ρυπαρευθήτω ἔτι, καὶ ὁ δίκαιος δικαιοσύνην ποιησάτω ἔτι, καὶ ὁ ἅγιος ἁγιασθήτω ἔτι» (Ἀποκ. 22,11).
Μέσα σ᾿ αὐτὴ τὴν ἐλευθερία ποὺ παρέχεται ἐξίσου σὲ ὅλους, δικαίους καὶ ἀδίκους, ὑπάρχει ἡ δυνατότητα στὸν καθαρὸ νὰ καθαρθεῖ ἔτι, γιατί ἔχει ἀκαθαρσία μέσα του. Καὶ στὸν ρυπαρὸ καὶ ἄδικο νὰ μετανοήσει, νὰ ἔλθει στὸ φῶς, γιατὶ ἡ ἀληθινή του ὕπαρξη ζητεῖ τὸ φῶς, τὴν καθαρότητα, καὶ ὄχι τὴ ρυπαρότητα καὶ ἀδικία.
Αὐτὴ εἶναι ἡ σωτήρια καὶ ἐπικίνδυνη διὰ τῆς ἐλευθερίας ἀγωγὴ ποὺ δίδεται στὴν Ὀρθοδοξία. Καταργεῖ, ὅσο καὶ ἂν στοιχίζει γιὰ τὸν ἄνθρωπο, τὸ ψέμα. Διαγράφει τὴν κατὰ φαντασίαν ἁγιότητα. Μιλᾷ σὲ ὅλους μὲ ἀγάπη. Τοὺς τιμᾷ μὲ τὸ νὰ τοὺς ὠθεῖ σὲ δρόμους δύσκολους, προσωπικοῦ ἀγῶνα. Τοὺς ἀγκαλιάζει παρέχοντάς τους ἐλευθερία. Τοὺς κρατᾷ μαζί του, ἐνῷ φαίνεται ὅτι τοὺς πετᾶ σὲ θάλασσα ἐπικίνδυνης περιπέτειας καὶ μοναξιᾶς. Καὶ ὅλα αὐτὰ γιατί θέλει νὰ σωθεῖ ὁ ἄνθρωπος, ὄχι νὰ κουτσουρευθεῖ. Νὰ ἀνατείλει ἀπὸ μέσα του συνειδητὰ τὸ κεκρυμμένο μεγαλεῖο του, ποὺ ἀνακεφαλαιώνει τὸ ὅλον.
Μέσα σ᾿ αὐτὸ τὸ τετελειωμένο λειτουργικὰ μυστήριο τῆς σωτηρίας, ὅπου «κατεπόθη ὁ θάνατος εἰς νίκος» (Α´ Κορ. 15,54) ὁ ἄνθρωπος βρίσκει τὸν ἑαυτό του καὶ τὸν λόγο ὑπάρξεως τοῦ κόσμου.
Ἡ Ἀποκάλυψις τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου εἶναι ἡ φανέρωση τῆς λειτουργικῆς ἐμπειρίας καὶ πληρότητος. Καὶ ἡ Θεία Λειτουργία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι τὸ ἀνοικτὸ παράθυρο τῆς ἀποκαλύψεως τῆς ἀλήθειας, ἀπ᾿ ὅπου βλέπει ὁ πιστὸς τὸν χρόνο συνεσταλμένο λειτουργικὰ καὶ τὸν κόσμο φωτισμένο θείᾳ Χάριτι.
Ἂν κατὰ χάριν δὲν σοῦ ἀποκαλυφθεῖ λειτουργικὰ τὸ σύνολο, ἀγνοεῖς καὶ τὸ ἐπιμέρους, ἔστω καὶ ἂν νομίζεις ὅτι τὸ ἔχεις στὰ μάτια σου μπροστὰ καὶ τὸ κρατᾷς στὰ χέρια· τὸ ἀγνοεῖς, τὸ ὑποτιμᾷς, τὸ συκοφαντεῖς, γιατί τὸ χωρίζεις ἀπὸ τὸ ὅλο.
Ἂν δοῦμε γιὰ λίγο τὸ σύνολο τῆς ἱστορίας, μέσα στὸ φῶς τῆς λειτουργικῆς ἀλήθειας, ἡσυχάζουμε καὶ βλέπουμε ὅτι ὑπάρχει συνέχεια καὶ συνοχή. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος ποὺ ζεῖ ἐν Χριστῷ ξέρει σὲ ποιὸν ἀνήκει ἡ τελικὴ νίκη. Δὲν τὸ συζητεῖ, γιατί τὸ ζεῖ. Δὲν διερωτᾶται, οὔτε εἶναι περίεργος γιὰ τὸ πῶς θὰ ἐξελιχθοῦν τὰ πράγματα, γιατί λειτουργικῶς καὶ αὐτὰ ποὺ φαίνεται νὰ διακυβεύονται εἶναι τελειωμένα καὶ ἔχει αὐτὰ ποὺ ἀναμένονται.
Μέσα στὴ Μεγάλη Παρασκευὴ φωτίζει ἡ χαραυγὴ τῆς Ἀναστάσεως. Μέσα στὴν Ἐκκλησία ἡ ζωὴ εἶναι σταυροαναστάσιμη καὶ τὸ πένθος χαροποιό. Διὰ τοῦ σταυροῦ ἔρχεται ἡ ὄντως χαρά. Καὶ συλλειτουργοῦν στὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας μας οἱ δοκιμασίες μὲ τὴν ἀγαλλίαση, ἡ θλίψη μὲ τὴν παράκληση, ὅπως συλλειτουργοῦν στὸ ζωντανὸ δέντρο οἱ πικρὲς ρίζες στὴ σκοτεινὴ γῆ μὲ τοὺς κλάδους, τὰ ἄνθη καὶ τοὺς καρποὺς στὸ φῶς τοῦ ἥλιου καὶ τῆς ζωῆς.
Ζωντας μέσα σ᾿ αὐτὴ τὴν ὁλοκληρωμένη ζωὴ τῆς ζωηφόρου νεκρώσεως, τῆς χαρᾶς ποὺ βλαστάνει ἀπὸ τὸν θρῆνο τῆς μετανοίας, οἱ πιστοὶ εἶναι ἕτοιμοι γιὰ ὅ,τι ὁ Θεὸς ἐπιτρέψει. Καὶ τὸ Εὐαγγέλιο ξεκάθαρα προτρέπει: Μὴν προμελετήσετε πῶς ἢ τί θὰ πεῖτε, πῶς θὰ ἀπολογηθεῖτε, γιατί ἐκείνη τὴν ὥρα θὰ σᾶς δοθεῖ λόγος. Καὶ δὲν θὰ εἶσθε ἐσεῖς, ἀλλὰ τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ποὺ θὰ ὁμιλεῖ.
Ὄντες γεμάτοι ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ οἱ μάρτυρες ἤδη καὶ τὴν ὥρα τοῦ μαρτυρίου - ὄχι μετὰ ἀπ᾿ αὐτὸ - βρίσκονταν μέσα στὴν ἀνεκλάλητη χαρὰ τοῦ παραδείσου. Καὶ οἱ Νεομάρτυρες πήγαιναν στὰ βάσανα ὡς πρὸς ξεφαντώματα, ὅπως ἀναφέρει ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης. Ἐπειδὴ εἶχαν τὸ κουράγιο τοῦ νικητοῦ, τοῦ σωσμένου καὶ ἐμπεπλησμένου μὲ τὴ σῴζουσα χάρη· πρίν, κατὰ καὶ μετὰ τὸ μαρτύριο.
Ἔτσι ζοῦν οἱ πιστοὶ λειτουργικὰ αὐτὸ ποὺ λέγεται ξεκάθαρα, ὅτι ὁ Θεὸς «οὐκ ἀπέστη πάντα ποιῶν, ἕως ἡμᾶς εἰς τὸν οὐρανὸν ἀνήγαγε καὶ τὴν βασιλείαν αὐτοῦ ἐχαρίσατο τὴν μέλλουσαν». Ἔχουμε καὶ τρεφόμαστε ἀπὸ τὴν ζωήν, τὴν τροφὴν καὶ βασιλείαν τὴν μέλλουσαν. Τὰ προσδοκώμενα δεινά, μέσα στὴ Θεία Λειτουργία, μέσα στὴν Ἀποκάλυψη, εἶναι ἤδη παρόντα καὶ περασμένα, γιατί ἔχουμε φθάσει στὸ τέλος. Ζοῦμε ἐν Χριστῷ, ποὺ εἶναι τὸ Α καὶ τὸ Ω.
Καὶ ὁ κεχαριτωμένος πιστὸς ὄχι μόνο γνωρίζει τὴν ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος, ἀλλὰ ἔχει τὴ βεβαιότητα ἐκείνου ποὺ εἶναι «κατὰ χάριν ἄναρχος καὶ ἀτελεύτητος».