Τὸ παρὸν κείμενο, τοῦ ὁποίου ὁ τίτλος
ἐδόθη ὑπὸ τοῦ «Ἐρείσματος»,
ἀποτελεῖ ἕνα ἀπάνθισμα τῆς ὁμιλίας τοῦ τότε καθηγουμένου
τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἰβήρων τοῦ Ἁγίου Ὄρους π. Βασιλείου,
εἰς τὴν Πάτρα τὴν 14η Μαΐου τοῦ 1998.
Πηγή: Περιοδικὸ Ι.Μ. Παναγίας Χρυσοποδαριτίσσης
Νεζερῶν Πατρῶν «ΕΡΕΙΣΜΑ»
Κάποιες στιγμές, ὄντας κανεὶς μόνος στὸ Ἅγιον Ὄρος, δηλαδὴ ὄντας μαζὶ μὲ ὅλο τὸν κόσμο, καταλαβαίνει αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ ἄσωτος υἱός: «Πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῶ ἀπόλλυμαι...» (Λουκ. ιε´ 17). Πόσος πλοῦτος ὑπάρχει στὴν παράδοσί μας, πόση ἐλευθερία, πόση δυνατότητα νὰ χαροῦμε τὴ ζωή μας, κι ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ἐμεῖς πεινᾶμε καὶ ὑποφέρουμε.
Στὸ Ἅγιον Ὄρος ἔρχονται πολλοὶ θρησκευόμενοι, ποὺ δὲν νιώθουν τίποτε· κι ἔρχονται πολλοὶ ἄσχετοι, οἱ ὁποῖοι συγκλονίζονται· κι ἔρχονται καὶ πολιτικοί... Πολλοὶ θρησκευόμενοι ἐξ ἐπαγγέλματος δὲν καταλαβαίνουν· πολλοὶ ἀνήσυχοι συγκλονίζονται· οἱ περισσότεροι πολιτικοὶ δὲν καταλαβαίνουν τίποτε. Καὶ λές: «Τί γίνεται μὲ τὴν Ἑλλάδα, τί γίνεται μὲ τὴν Εὐρώπη;»... Ἔχει, λοιπόν, ἕνα χρέος μεγάλο, ὁ Ἕλληνας, σήμερα: τὸ νὰ εἶναι ὀρθόδοξος. Ἐκεῖ ἔχομε κάποιες δυνατότητες, ποὺ δὲν ἔχουν οἱ ἄλλοι, καὶ ὀφείλομε ἁπλῶς νὰ εἴμαστε αὐτό, ποὺ λέει ἡ παράδοσί μας.
Θυμᾶμαι μία φορά, ποὺ εἶχα πάει στὴν Κρήτη, σ᾿ ἕνα χωριό, στὰ Ἀνώγεια, εἶχαν ἔλθει κάποιες γριὲς γιὰ ἐξομολόγησι, καὶ ὅταν τέλειωσαν, μοῦ λέει μία γριὰ μίαν εὐχή: «Νὰ χαίρεσαι τὸν σταυρό σου». Μετὰ ἦλθε μία ἄλλη γριά: «Νὰ χαίρεσαι τὸν σταυρό σου». Κι ἐγὼ παραξενεύτηκα καὶ λέω: «Μὰ τί εἶναι αὐτὴ ἡ εὐχή;». Καὶ μοῦ λένε: «Ἔτσι τὸ λέμε ἐδῶ. Γιὰ κάποιο γονιό, μάνα ἢ πατέρα, λέμε: «Νὰ χαίρεσαι τὰ παιδιά σου», γιατὶ ἡ χαρὰ τῶν γονιῶν εἶναι τὰ παιδιά τους. Ὅταν κανεὶς εἶναι παπὰς τοῦ λέμε: «Νὰ χαίρεσαι τὴν ἱεροσύνη σου». Κι ὅταν κανεὶς εἶναι καλόγερος ἢ καλόγρια τοῦ λέμε: «Νὰ χαίρεσαι τὸν σταυρό σου».
Αὐτὴ ἡ εὐχή, «νὰ χαίρεσαι τὸ σταυρό σου», νομίζω ὅτι εἶναι ἕνα πρᾶγμα τόσο μεγάλο καὶ τόσο βαθύ, ποὺ θυμίζει θεολογία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ ὁμολογητοῦ. Καὶ λέω: «Πῶς μπόρεσα, γεννημένος στὴν Κρήτη, νὰ μεγαλώσω καὶ νὰ ζήσω ἐρήμην της Κρήτης καὶ ἐρήμην της παραδόσεώς μας;»... Μᾶς ἔχουν κάνει ἀλλοδαποὺς στὸν τόπο μας...
Σᾶς φέρνω σὰν παράδειγμα τὸν ἅγιο Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλό· αὐτὸν τὸν ἕνα, τὸν μέγα, τὸν σίφουνα, ὁ ὁποῖος κατέβηκε στὸ κήρυγμα μία στιγμή, ποὺ ὅλος ὁ κόσμος εἶχε ἀπογοητευθῆ· κι ἔσωσε τὸν ἑλληνισμό, ἐκείνη τὴν περίοδο τὴν δύσκολη, ποὺ χωριὰ ὁλόκληρα εἶχαν ἐξισλαμισθῆ. Ἦταν ἕνας ἄνθρωπος ἁπλός, ἀδύναμος, θὰ ἔλεγα δειλός, γι᾿ αὐτὸ ἦταν πάντολμος κι ἔλεγε: «Ἐγώ, ἀδελφοί μου, δὲν εἶμαι ἱκανός, ὄχι νὰ σᾶς μιλήσω, ἀλλὰ οὔτε νὰ προσκυνήσω τὰ ποδάρια σας, γιατὶ βλέπω ὅτι εἶστε βαπτισμένοι καὶ μυρωμένοι. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ βρίσκεται τὸ γένος μας σ᾿ αὐτὴν τὴν ἀνάγκη, γι᾿ αὐτὸ εἶπα νὰ κατέβω κάτω καὶ νὰ πῶ μερικὰ λόγια· ὅ,τι ξέρω».
Ἔλεγε πάλι: «Κοιτάξτε, δὲν ἔχω τίποτε δικό μου· ἕνα ράσο ἔχω κι αὐτὸ τὸ ἔχω γιὰ σᾶς· ὅλα ὅ,τι ἔχω εἶναι γιὰ σᾶς. Κι ἔχω ἕνα σκαμνί, στὸ ὁποῖο πατῶ ἐπάνω· καὶ τὸ σκαμνὶ αὐτό, ἄλλοι τὸ λένε θρόνο, ἄλλοι τὸ λένε σκαμνί. Νὰ σᾶς πῶ τί εἶναι; Δὲν εἶναι οὔτε σκαμνί, οὔτε θρόνος, ἀλλὰ εἶναι ὁ τάφος μου· καὶ μέσα ἀπὸ αὐτὸν τὸν τάφο μιλάει ὁ νεκρὸς ἑαυτός μου. Κι ἂν ἐγὼ δὲν μπορῶ νὰ σᾶς πῶ τίποτε, μὲ σῴζει αὐτός, ποὺ μπορεῖ νὰ διδάξῃ ὅλη τὴν οἰκουμένη, τοὺς ἀρχιερεῖς, τοὺς βασιλεῖς καὶ ὅλο τὸν κόσμο».
Ἐδῶ φαίνεται ἡ παρουσία τοῦ ἀνθρώπου διὰ τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Γιατὶ δὲν ἦταν ἕνας καλόγερος, ἀλλ᾿ ἦταν ἕνας ἀληθινὸς ἄνθρωπος καὶ δι᾿ αὐτοῦ μιλοῦσε ὅλη ἡ Ἐκκλησία. Δὲν ἔκανε αὐτὸς νεωτερισμούς, δὲν ἔλεγε ἐξυπνάδες, ἀλλὰ δι᾿ αὐτοῦ μίλησε ὅλη ἡ παράδοσι. «Εἶμαι ἀδύνατος καὶ ἀνίκανος νὰ φιλήσω τὰ ποδάρια σας», κι ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά: «Ὁ νεκρὸς ἑαυτός μου μπορεῖ νὰ διδάξῃ ὅλον τὸν κόσμο». Αὐτὴ εἶναι ἡ δύναμι τῆς πίστεώς μας.
Ἐπίσης ἔλεγε: «Ἐὰν τυχὸν κανεὶς ἀδίκησε κάποιον -εἴτε αὐτὸς εἶναι ρωμιός, εἴτε εἶναι τοῦρκος, εἴτε εἶναι ἑβραῖος, εἴτε εἶναι φράγκος- ὅ,τι πῆρε, ὅ,τι ἔδωσε, νὰ τὸ γυρίσῃ πίσω· γιατὶ τὸ ἄδικο δὲν εὐλογεῖται». Βλέπετε ὅτι ἦταν ξεκάθαρος καὶ δὲν ἔλεγε: «Κοιτάξτε, τώρα εἶναι μία περίοδος δύσκολη· ὅλοι σᾶς κλέβουν, κλέψτε κι ἐσεῖς». Ὄχι. «Πρέπει νὰ τὸ γυρίσετε πίσω». Καὶ ἡ ἐντιμότης του εἶναι ποὺ σῴζει τὴν ὅλη ὑπόθεσι.
Εἶναι αὐτός, ὁ ὁποῖος ἔλεγε: «Νὰ μὴν ἔχετε ὅπλα· νὰ τὰ δώσετε καὶ νὰ κάνετε ὑπακοὴ στοὺς ζαπιτάδες (:χωροφύλακες). Καὶ σ᾿ αὐτοὺς ποὺ ζητοῦν τὰ δοσίματα, νὰ δίνεται τὰ δοσίματα». Κι ἔτσι καὶ οἱ τοῦρκοι εἶπαν ὅτι αὐτὸς εἶναι καλὸς ἄνθρωπος. Ἀλλ᾿ αὐτός, ποὺ ἦταν καλός, «τοὺς ἔκλεισε τὸ σπίτι». Ἀκριβῶς γιατί αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος, ὁ ἀληθινός, δὲν εἶχε βάσανα, ἀλλὰ χάρηκε τὴν ζωή του. Ὅπως εἶχε εἰπῇ σ᾿ ἕνα χωριό: «Ἦλθα ἐδῶ πέρα καὶ σᾶς ἀπήλαυσα»... Αὐτὸ ποὺ εἶπε «σᾶς ἀπήλαυσα», μοῦ θυμίζει μία εὐχὴ τοῦ Εὐχελαίου, ποὺ λέει ὁ ἱερεύς: «Εὐχαριστῶ» τὸν Θεόν, ποὺ προχώρησα στὰ ἐνδότερα τοῦ Θυσιαστηρίου τοῦ «ἀπολαῦσαι τῆς Θείας Λειτουργίας».
Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ζῶντας στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ νιώθοντας τὴν δύναμι τῆς πίστεώς μας, κάποια δύσκολη στιγμὴ βγῆκε ἔξω κι ἔσωσε τὸ γένος ὁλόκληρο. Κι ἐνῷ ἦταν τόσο ταπεινὸς καὶ ἔνοιωθε ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ φιλήση τὰ ποδάρια τοῦ ἄλλου, ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ἔνοιωθε ὅτι: «Κοιτάξτε, αὐτὰ ποὺ σᾶς λέω εἶναι λόγια του Θεοῦ· ἂν κατέβαινε ὁ Θεός, θὰ σᾶς ἔλεγε τὰ ἴδια», καί: «Ὁ νεκρὸς ἑαυτός μου μπορεῖ νὰ διδάξῃ ὅλον τὸν κόσμο».
Ἔτσι ὅταν ἔφτασε ἡ στιγμὴ τοῦ μαρτυρίου τοῦ (†1779), ὅταν τὸν πρόδωσαν οἱ ἑβραῖοι, γιατὶ πολὺ τοὺς «χτύπαγε», ἐπειδὴ χαλοῦσαν τὴν ἀργία τῆς Κυριακῆς, ἐκεῖνος εἶπε: «Μὴ μὲ δέσετε. Δὲν ἀντιστέκομαι. Ὁ θάνατός μου εἶναι μέσα στὸ πρόγραμμα τῆς ζωῆς μου». Κι ἔτσι παρέδωσε τὸ πνεῦμα του καὶ μπῆκε στὴν αἰωνιότητα, καὶ μένει μαζί μας. Καὶ ὅπου πέρασε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς ἔχουν ὑψώσει ἕναν σταυρό, γιατί ἔπεσε ἕνα ἀστροπελέκι κι ἔχει διαλύσει τὰ πάντα, κι ἔχει ἁγιάσει τὰ πάντα...
Σήμερα ὅλοι βασανιζόμαστε, τὸ καταλαβαίνω. Κι ὅταν λέμε «βασανιζόμαστε», σημαίνει ὅτι ἔχομε μία ὑγεία μέσα μας. Βασανίζεται ὅλος ὁ κόσμος, ἀλλ᾿ ἐλευθερώνεται ζώντας μόνο μέσα στὴν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Εἶναι μακάριοι κι εὐλογημένοι οἱ βασανισμένοι, γιατί ὑπάρχει δυνατότης νὰ ἀναπαυθοῦν. Καὶ εἶναι μακάριοι οἱ διψασμένοι, γιατί μποροῦν νὰ ξεδιψάσουν. Ἐὰν δὲν ὑπῆρχε ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἐὰν δὲν ὑπῆρχε ἡ λογικὴ κι ἡ χάρις τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ καὶ τῶν Ἁγίων μας, θὰ ἤμασταν καταδικασμένοι σ᾿ ἕνα βάσανο.
Πρὸ καιροῦ ἤμουν στὴν Ἀμερική, καὶ μοῦ ἔκανε ἐντύπωσι πόσο τὰ πράγματα εἶναι πλούσια, πόσο οἱ δρόμοι τεράστιοι, πόσο τὰ σπίτια σὰν ζωγραφιά, μὲ τὸ σπίτι, τὸ γρασίδι, τὰ δέντρα, τὰ αὐτοκίνητα... Ἀλλ᾿ ὅταν εἶδα μερικοὺς ἀνθρώπους, ἔνοιωσα πῶς μέσα σ᾿ αὐτὴ τὴν τάξι καὶ τὴν καθαριότητα, ἐκεῖ ποὺ δὲν λείπει τίποτε, λείπουν ὅλα. Καὶ ὅλα μία στιγμὴ εἶναι ἄοσμα, ἄγευστα καὶ ἄχρωμα, ἀφοῦ μου εἶπαν κάποιοι ὅτι, ἐνῷ τὰ εἶχαν ὅλα, δὲν εἶχαν διάθεσι γιὰ ζωὴ καὶ ἤθελαν νὰ «τελειώσουν»...
Βλέπει κανεὶς ὅτι αὐτὴ ἡ λογική, ποὺ ἔχομε πολλὲς φορὲς καὶ λέμε «νὰ ἀνεβάσωμε τὸ βιοτικὸ ἐπίπεδο, νὰ μποῦμε στὴν Εὐρώπη γιὰ νὰ ἔχωμε ἕνα νόμισμα, νὰ εἴμαστε πλούσιοι, κτλ», δὲν βγάζει πουθενά. Γιατὶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι κάτι τὸ παράξενο, ποὺ δὲν χορταίνει μὲ τὰ πλούτη. Κι ἂν τοῦ λύσης ὅλα τὰ προβλήματα, ἢ νομίζεις ὅτι τοῦ τὰ λύσης, τότε εἶναι ποὺ μπῆκες στὸ ἄλυτο πρόβλημα. Λ.χ. οἱ Σουηδοί, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἴσως τὸ ἀνώτερο βιοτικὸ ἐπίπεδο στὴν Εὐρώπη, εἶναι αὐτοὶ ποὺ αὐτοκτονοῦν περισσότερο. Γιατί, ἐνῷ νομίζουν ὅτι τὰ ἔχουν ὅλα, δὲν ἔχουν τίποτε.
Ὁ ἄνθρωπος, λοιπόν, εἶναι ἕνα παράξενο ὄν, ποὺ ὅταν πλησιάση αὐτὸν τὸν παράδεισο τὸν κοσμικό, νοιώθει ὅτι δὲν τοῦ λέει τίποτε. Ἐνῷ ἂν κανεὶς ἔχῃ μέσα του τὴ φλόγα τοῦ Θεοῦ, ἂν τυχὸν θυσιάζεται γιὰ τὸν ἄλλον κι ἂν τυχὸν ζεῖ ὅπως ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, κι ἂν ἔχῃ ταπείνωσι, τότε εἶναι μέσα στὸν παράδεισο. Τότε καμμιὰ ἐπίθεσι, καμμιὰ κόλασι δὲν μπορεῖ νὰ τὸν βλάψῃ. Τότε συμβαίνει αὐτὸ ποὺ λέει ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος ὅτι «ἀποκτᾷ κανεὶς δυνατὸ στομάχι καὶ χωνεύει κάθε μιὰ τροφή». Κάθε μιὰ δυσκολία τοῦ κάνει καλὸ καὶ ὁ ἴδιος ὁ θάνατος τοῦ κάνει καλό.
Ὁ ἄνθρωπος, ξέρετε, ζητὰ τὴν ἐπιτυχία, ζητᾷ τὴν πρόοδο. Θέλει λ.χ. ἕνα παιδὶ νὰ τελειώσῃ τὸ δημοτικό, τὸ γυμνάσιο, τὸ λύκειο, νὰ πάῃ στὸ πανεπιστήμιο καὶ νὰ προχωρήσῃ. Ἐν συνεχείᾳ ἂν τυχὸν ἀξιωθῇ νὰ πάρῃ καὶ τὸ βραβεῖο Νόμπελ, συνεχίζει νὰ πεινᾷ καὶ νὰ διψᾷ γιὰ πρόοδο. Ὅπως λέει ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ νέος Θεολόγος: «Ἐπιποθῶ τοῦ πλείονος καὶ πάντοτε στενάζω». «Ἐπιποθῶ», θέλω, ποθῶ συνεχῶς καὶ περισσότερο, καὶ διαρκῶς στενάζω. Ὁ ἄνθρωπος -εἴτε πιστεύει, εἴτε δὲν πιστεύει, αὐτὸ εἶναι ἄλλο θέμα- ἔχει μέσα του τὴν πνοὴ τοῦ Θεοῦ. Καὶ λέγει ὁ ἅγιος Συμεών, ὅτι «ὑπάρχει μία μικρὴ χαρά, ποὺ περιγελᾷ τὸν θάνατο». Κι ἂν τυχὸν ὅλα τὰ κερδίσωμε καὶ δὲν κερδίσωμε ἐκείνη τὴ χαρά, ποὺ περιγελᾷ τὸν θάνατο, τότε εἴμαστε ἐξ ἴσου ἀποτυχημένοι, εἴτε εἴμαστε πλούσιοι, εἴτε φτωχοί, εἴτε γραμματισμένοι, εἴτε ἀγράμματοι.
Τώρα ποὺ μπαίνομε στὴν Εὐρώπη, αὐτὸ ποὺ δὲν χρειάζεται νὰ κάνωμε, γιατί εἶναι ἁμαρτία πρὸς τὴν παράδοσί μας καὶ ταυτόχρονα ἀδικοῦμε καὶ τοὺς εὐρωπαίους, εἶναι τὸ νὰ μιλᾶμε τὴν γλῶσσα καὶ νὰ ἔχωμε τὴν λογική της Εὐρώπης. Ἡ Εὐρώπη εἶναι πλούσια καὶ ταυτόχρονα εἶναι πάρα πολὺ φτωχή. Ὁ δυτικὸς πολιτισμὸς εἶναι πολὺ προχωρημένος καὶ ταυτόχρονα εἶναι μέγας ἐπαρχιωτισμός. Μέσα ἐδῶ στὴν παράδοσί μας ὑπάρχει κάτι, ἂν θέλετε κάτι τὸ τρελλό, τὸ μωρὸ -αὐτὸ ποὺ λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Τὰ μωρά του κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεός»- κάτι τὸ φτωχό, κάτι τὸ ἀνύπαρκτο, ποὺ τὰ διαλύει ὅλα καὶ δίνει σημασία καὶ ἀξία στὸν ἄνθρωπο.
Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς λέει ὅτι ὁ καθένας εἶναι «ἐν σμικρῷ Ἐκκλησία». Γι᾿ αὐτὸ ἐὰν τυχὸν ἐμεῖς διαβάσωμε τὸν βίο, τὴν πολιτεία καὶ τὶς διδαχὲς τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, τὰ καταλαβαίνομε, ἐπειδὴ ἔχομε γεννηθῆ μέσα σ᾿ αὐτὴν τὴν παράδοσι. Ἐὰν τὰ διαβάση κάποιος ἄλλος, ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς πλούσιους εὐρωπαίους, ποὺ τυχαίνει νὰ τὰ ἔχουν ὅλα καὶ συγχρόνως νὰ τοὺς λείπουν ὅλα, δὲν θὰ καταλάβη αὐτὴ τὴν λογική.
Γι᾿ αὐτό, νομίζω, ὅτι τὸ χρέος μας εἶναι νὰ τραφοῦμε μὲ αὐτὴ τὴν λογική, τὴν ὀρθόδοξη, καὶ νὰ χαροῦμε τὴν ζωή μας, νὰ χαροῦμε τὶς δυσκολίες μας, νὰ χαροῦμε - ἂν θέλετε - τὸν θάνατόν μας, δηλαδὴ νὰ γίνωμε σὰν τὴν χαρὰ ποὺ ξεπερνᾷ τὸν θάνατο. Καὶ μ᾿ αὐτὸ τὸν τρόπο, νοιώθομε ὅτι πράγματι ὁ Θεός, «καλὰ λίαν ἐποίησε» τὰ πάντα. Καὶ σ᾿ αὐτὴ τὴν περίπτωσι ἐξοφλοῦμε καὶ τὸ χρέος, ποὺ ἔχομε πρὸς ὅλους· καὶ πρὸς τοὺς εὐρωπαίους καὶ πρὸς τοὺς ἀμερικάνους, καὶ πρὸς τοὺς πολιτισμένους καὶ πρὸς τοὺς ἀπολίτιστους, γιατί ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Ἕλλησί τε καὶ βαρβάροις ὀφειλέτης εἰμί».
Σὰν παράδειγμα σᾶς φέρνω πάλι τὸν ἅγιο Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλό. Ἕνας ἄνθρωπος μπορεῖ ν᾿ ἀπολαύσῃ τὴν ζωή του, μόνο ἂν τυχὸν ἀποφασίση νὰ τὴν θυσιάση γιὰ τοὺς ἄλλους. Καὶ νὰ τυχὸν αὐτὸ γίνῃ, τότε ἀπὸ τώρα μπαίνει στὴν αἰωνιότητα καὶ μπορεῖ νὰ καταλάβῃ τί σημαίνει ὅτι «ὁ Θεὸς εἶναι Τριαδικός, ὅτι εἶναι τρία πρόσωπα καὶ συγχρόνως εἶναι ἕνας Θεός». Καὶ μπορεῖ νὰ καταλάβη τί σημαίνει, ὅτι «ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ἑνότης ἡ Τριαδική, ἡ ὁποία ἱερουργεῖτε μέσα ἐδῶ». Μπορεῖ νὰ καταλάβη τί σημαίνει, ὅτι «ὁ ἄλλος εἶναι ὁ ἑαυτός μου». Ἐνῷ ἀντίθετα, ἐὰν τυχὸν ἐγὼ φροντίζω μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό μου, τότε πνίγω τὸν ἑαυτό μου, γιατί τὸν χωρίζω ἀπὸ τοὺς ἄλλους.
Γι᾿ αὐτὸ λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης ὅτι «μπορεῖ νὰ εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ κάθε ἕνας ἄνθρωπος, ἀλλὰ ταυτόχρονα ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος εἶναι μία εἰκόνα τοῦ Θεοῦ». Καὶ γι᾿ αὐτό: «Εἰς ἄνθρωπος κατονομάσει τὸ πᾶν». Ἕνας ἄνθρωπος εἶναι ὁλόκληρο τὸ γένος, ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶναι ὁλόκληρη ἡ Ἐκκλησία. Κι ἂν τυχὸν κανεὶς ζῇ μὲ τὸ παράδειγμα τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, τότε νοιώθει ὅτι, ὄντας ἐλάχιστος καὶ μὴ ὄντας ἄξιος νὰ φιλήσῃ τὰ πόδια τοῦ ἄλλου, ταυτόχρονα εἶναι μεγάλος καὶ δυνατός, γιατὶ ὁ νεκρὸς ἑαυτός του μπορεῖ νὰ κηρύξη καὶ νὰ διδάξῃ ὅλον τὸν κόσμο. Ὁπότε, αὐτὸς ὁ συνδυασμὸς τῆς ἀδυναμίας καὶ τῆς δυνάμεως, τῆς ἡσυχίας, θὰ ἔλεγα, τὸ νὰ μείνω μόνος καὶ νὰ εἶμαι μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς ἄλλους, εἶναι ἕνα δῶρο ποὺ δίνει ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Θυμᾶμαι μία γριὰν ἑλληνίδα, ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολι, στὴν Μασσαλία. Δούλευε σ᾿ ἕνα ἑστιατόριο. Ἐγέρασε καὶ πῆρε σύνταξι κι ἔμενε στὸ σπίτι της. Κάποτε μοῦ εἶπε: «Πολλοὶ μὲ λυποῦνται τώρα καὶ μοῦ λένε: «Κυρὰ-Κατίνα, τί κάνεις τώρα μόνη σου;» Ἀλλ᾿ ἐγὼ θέλω νὰ σᾶς πῶ ὅτι, τώρα ποὺ εἶμαι μόνη μου, περνῶ τὴν καλύτερη περίοδο τῆς ζωῆς μου, γιατί συνέχεια λέω τὴν εὐχή: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», καὶ ταυτόχρονα διαβάζω βίους ἁγίων».
Ἔτσι βλέπομε, ἀπὸ τὴν μιὰ μεριά, ἕναν ποὺ τὰ ἔχει ὅλα, (σπίτια τέλεια, αὐτοκίνητα τῆς τελευταίας τεχνολογίας, κτλ.), καὶ νὰ μὴν ἔχῃ ὄρεξι νὰ ζήσει. Καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη, τὴν κυρὰ-Κατίνα, ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολι διωγμένη, νὰ ἔχῃ πεθάνει ὁ ἄντρας της, νὰ μένῃ μόνη σ᾿ ἕνα δωματιάκι καὶ νὰ νοιώθῃ ὅτι βρίσκεται μέσα στὸν παράδεισο. Αὐτὸ εἶναι ποὺ χαρίζει ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Δηλαδή, ὄχι μόνο μπορεῖ κανεὶς νὰ χαρῆ εὐαίσθητα καὶ σωστὰ τὶς εὐλογίες τῆς ζωῆς, ἀλλ᾿ εἶναι δυνατὸν νὰ ἔχῃ μέσα του αὐτὴν τὴν εὐαισθησία καὶ τὴν χαρά, ἡ ὁποία περιγελᾷ τὸν θάνατο καὶ ἡ ὁποία κάνει τὶς δυσκολίες, τὰ γεράματα καὶ τὸν θάνατο, μεγάλη εὐλογία...
Ἂς συνεχίσωμε, ὅμως, μὲ τὶς ἐρωτήσεις σας...
Οἱ ἐρωτήσεις ἔγιναν εἰς τὴν Πάτρα τὴν 14η Μαΐου τοῦ 1998, ἀπὸ πιστοὺς πρὸς τὸν τότε καθηγούμενο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἰβήρων τοῦ Ἁγίου Ὄρους π. Βασίλειο, ἀμέσως μετὰ ἀπὸ τὴν ὁμιλία του μὲ τὸν τίτλο: «Ἡ ὀρθόδοξη θεώρησι τοῦ ἀνθρώπου κατὰ τὸν ἅγιο Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλό».
* * *
- Εἴπατε ὅτι ἔχομε τὴν παράδοσί μας καὶ πρέπει νὰ τὴν κρατᾶμε. Ὅμως, κείμενα μὲ μεγάλη σοφία ὑπάρχουν καὶ σὲ ἄλλους λαούς... Δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ μελετᾶμε κι αὐτὰ ποὺ λένε καὶ οἱ ἄλλοι λαοί; Ἔχοντας, δηλαδή, τὴν δική μας ταυτότητα νὰ προσέχωμε ταυτόχρονα καὶ τοὺς ἄλλους λαούς, εἰδικὰ σήμερα ποὺ ὑπάρχει μία παγκοσμιοποίησι...
Σαφῶς... Ἀλλ᾿ ἐὰν τυχὸν δὲν ἦταν ἔτσι, ἐὰν τυχὸν ἡ Ὀρθοδοξία δὲν ἦταν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ἐγὼ δὲν θὰ ἔλεγα αὐτὰ τὰ πράγματα. Ἡ ὀρθόδοξη πίστη μας τοὺς σέβεται ὅλους καὶ ἀνακεφαλαιώνει τὸ ὅλον. Νοιώθω ὅτι μπορεῖ κανεὶς νὰ μιλήσῃ ἀπόλυτα, ἐπειδὴ ὑπάρχει μέσα ἐδῶ, στὸ βάθος τῆς σοφίας, ἡ γνησιότης καὶ ἡ ἀγάπη γιὰ ὅλο τὸν κόσμο. Κι ἔτσι καταργοῦνται, πέφτουν τὰ εἴδωλα καὶ ὑψώνεται ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Κάποια φορὰ εἶχα πῇ σὲ κάποιους ἀναρχικούς: «Κοιτάξτε, ὁ ἄνθρωπος εἶναι τόσο μεγάλος, ποὺ δὲν χωρᾷ σὲ κανένα κόμμα, σὲ καμμιὰ θρησκεία, σὲ καμμιὰ φιλοσοφία. Ἂν θέλετε, δὲν χωρᾷ οὔτε στὴν Ὀρθοδοξία. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ ἡ Ὀρθοδοξία μὲ βοηθᾷ νὰ εἶμαι μή-ὀρθόδοξος, γι᾿ αὐτὸ εἶμαι ὀρθόδοξος. Καὶ στὴν Ἐκκλησία δὲν λατρεύουμε τὸν Θεόν, ἀλλὰ τὸν ὑπέρ-Θεόν».
Ὅταν παρακολουθοῦμε τὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα, ὅταν ὁ Ἀρχηγὸς τῆς πίστεώς μας θυσιάζεται γιὰ ὅλους -καὶ γι᾿ αὐτοὺς ἀκόμη ποὺ Τὸν σταυρώνουν- ὅταν ἀντιδρᾷ πρὸς τὸν Ἀπόστολο Πέτρο καὶ τοῦ λέει: «Βάλε τὸ μαχαῖρι σου στὴν θήκη του, γιατί δὲν ᾔλθαμε νὰ χτυπήσωμε τοὺς ἐχθρούς· δὲν ἔχομε ἐχθρούς. Ἦλθα νὰ καταργήσω τὴν ἔχθρα» -ἢ ὅπως λέει τὸ τροπάριο: «Καὶ πάντα ὑπομείνας, ἅπαντας ἔσωσε»- ὅταν γίνεται αὐτό, τότε νοιώθεις ὅτι ἐδῶ ὑπάρχει ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία. Καὶ ἂν τυχὸν ζήσης τὴν ὀρθόδοξη πίστι μέσα στὴ Θεία Λειτουργία καὶ μέσα στὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα, τότε καταλαβαίνεις ὅτι αὐτὴ ἡ ζωὴ κι αὐτὴ ἡ Θεία Λειτουργία, κι αὐτὴ ἡ Μεγάλη Ἐβδομάδα ποὺ ὁδηγεῖ στὸ Πάσχα, εἶναι εὐλογία γιὰ ὅλο τὸν κόσμο.
Ἐδῶ μας δίδεται αὐτὸ τὸ παράδειγμα ὅτι θυσιάστηκε ὁ Θεὸς τῆς πίστεώς μας, ὄχι γιὰ νὰ σώσῃ μερικούς, οὔτε γιὰ νὰ σώσῃ τὸν ἑαυτό Του, ἀλλὰ γιὰ νὰ σώσῃ τὴν οἰκουμένη. Κι ἐφ᾿ ὅσον εἶναι ἔτσι, τότε ἀναπαύεται κι ὁ κάθε ἄνθρωπος. Ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ νέος Θεολόγος λέει: «Γνώρισα ἕναν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ἀγαποῦσε τόσο πολύ τους ἀδελφούς του, ποὺ ἔλεγε: «Θεέ μου, θέλω νὰ σώσης τοὺς ἀδελφούς μου· καὶ νὰ τοὺς σώσεις ὅλους. Ἂν τυχὸν δὲν σώσης ὅλους τοὺς ἀδελφούς μου, δὲν θέλω νὰ σώσης οὔτε ἐμένα. Γιατί δὲν μπορῶ νὰ καταλάβω τί σημαίνει παράδεισος, χωρὶς τοὺς ἀδελφούς μου»».
Ἡ λογική της πίστεώς μας, ἡ λογική του ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, εἶναι τέτοια, ποὺ ἀναπαύει τὸν ἄνθρωπο, γιατί ἀναπαύει τὴν ἀνθρωπότητα ὁλόκληρη. Καὶ μοῦ φαίνεται ὅτι ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, μ᾿ αὐτὸν τὸν χαρακτῆρα του, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ποτὲ ἕνας γερμανόφωνος ρωμαιοκαθολικός. Ἀλλ᾿ εἶναι ἕνας ρωμιός, καὶ εἶναι αὐτὸς ποὺ εἶπε: «Τὸ κακὸ θὰ ἔλθη ἀπὸ τοὺς διαβασμένους». Δὲν εἶπε ὅτι θὰ ἔλθη ἀπὸ τοὺς μορφωμένους. Γιατί ὁ λαός μας, κάποιον ποὺ ξέρει πολλά, τὸν λέει πολύξερο· κάποιον, ὁ ὁποῖος ἔχει προχωρήσει κι ἔχει χωνέψει αὐτὰ ποὺ ξέρει, ἔχει γνῶσι, τὸν λέει γνωστικό. Ἄλλος εἶναι ὁ πολύξερος κι ἄλλος ὁ γνωστικός. Ἀλλὰ τὸ θέμα εἶναι ὅτι, γιὰ νὰ γίνωμε μορφωμένοι, θὰ πρέπῃ νὰ «μορφωθῆ ὁ Χριστὸς ἐν ἡμῖν».
Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, «ψήγματα καὶ κομμάτια ἀλήθειας» ὑπάρχουν παντοῦ· ἀλλ᾿ ἔχει σημασία νὰ βρῇς τὸ ὅλον. Γι᾿ αὐτὸ κι ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὁ ὁποῖος ἐπίστευε, ὁ ὁποῖος ζοῦσε ὅλη αὐτὴ τὴν χάρι, ἐνῷ ἔκανε τὸν ἀγράμματο γιὰ νὰ μιλήσει στοὺς ἀγράμματους, κάποτε εἶπε: «Κοιτάξτε, ἔχω διαβάσει ὅλα τὰ βιβλία, ὅλες τὶς πίστες, κι ἔχω βρεῖ ὅτι ὅλες εἶναι κάλπικες καὶ ἡ δική μας εἶναι ἡ ἀληθινή».
* * *
- Τί ἐννοοῦσε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς ὅταν ἔλεγε: «Μιλάει μέσα ἀπὸ τὸν τάφο, ἀπὸ τὸ σκαμνί, ὁ νεκρὸς ἑαυτός μου...»;
Εἶναι αὐτὸ ποὺ λέμε: «Ὁ βρεγμένος δὲν φοβᾶται τὴν βροχὴ κι ὁ σκοτωμένος δὲν φοβᾶται καμμιὰ ἀπειλή...». Νομίζω ὅτι αὐτὸ ποὺ ἔλεγε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς, εἶναι αὐτὸ ποὺ λέει ὁ Κύριος: «Ὅποιος θέλει νὰ σώσῃ τὴν ψυχή του, θὰ τὴν χάση· καὶ ὅποιος τὴν χάσει, ἕνεκεν ἐμοῦ καὶ τοῦ εὐαγγελίου, αὐτὸς θὰ τὴν σώσῃ». Ἔτσι διὰ τῆς ἀπωλείας, φθάνομε στὴν εὕρεσι καὶ διὰ τοῦ μίσους τοῦ ἑαυτοῦ μας, φθάνουμε στὴν ἀληθινὴ ἀγάπη.
Νομίζω, ἐπίσης, ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἕναν δυναμισμὸ κεκρυμμένο, ὅπως εἶναι ὁ σπόρος, ὁ ὁποῖος ἐὰν δὲν πεθάνη στὴ γῆ τὴ γόνιμη, «αὐτὸς μόνος μένει· ἐὰν δὲ ἀποθάνῆ, φέρει πολὺ καρπό». Ἐὰν τυχὸν ὁ ἄνθρωπος λατρεύῃ τὸν ἑαυτό του, αὐτοπροβάλλεται, λιβανίζῃ τὸν ἑαυτό του, τότε πνίγει τὸν ἑαυτό του. Ἐὰν τυχὸν ἔχῃ σὰν σκοπὸ νὰ τὰ «δώσῃ ὅλα» γιὰ νὰ ἀναπαυθῇ ὁ ἀδελφός του, ἤδη μπῆκε στὴν αἰώνια ζωή. Γιατί ζῇ γιὰ τὸν ἀδελφό του, καὶ ὁ ἑαυτὸς τοῦ εἶναι ὅλοι οἱ ἄλλοι.
Καὶ νομίζω ὅτι, ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς εἶχε αὐτὴ τὴν ἀγάπη, γι᾿ αὐτὸ εἶχε καὶ αὐτὴ τὴν δύναμι. Γιατί ἦταν ἀληθινὸς ἄνθρωπος, γιατί σεβόταν τὸν ἄλλο, γιατί ὁ ἄλλος ἦταν ὁ ἑαυτός του. Καὶ γιατί κοντὰ σ᾿ αὐτόν, τὸν μικρό, τὸν ταπεινὸ καὶ μεγάλο, ὁ κάθε ἕνας ἄνθρωπος ἔπαιρνε μία ἀξία, κι αὐτὸς χαιρόταν ὅταν ἔπαιρνε ὁ ἄλλος ἀξία, ὅταν ὁ ἄλλος ἀναπαυόταν. Ἀλλ᾿ αὐτὸ δὲν γίνεται ἂν τυχὸν ἐγὼ κάνω τὸ δικό μου σύλλογο, ἂν τυχὸν ἐγὼ θέλω νὰ προβάλλω τὸν ἑαυτό μου· παρὰ μόνο ἂν τυχὸν γίνωμαι φυτόχωμα γιὰ νὰ φυτρώσῃ ὁ ἄλλος τὸ δέντρο του, ἂν ἐγὼ τυχὸν πάω στὴν ἄκρη, ἐξαφανίζομαι, δὲν ὑπάρχω, δὲν θέλω κανένα «εὐχαριστῶ» ἀρκεῖ μόνο νὰ ζήση ὁ ἄλλος.
Ὁ ἄλλος εἶναι ὁ ἑαυτός μου. «Ἓν σῶμα καὶ ἓν πνεῦμα ἐσμὲν οἱ πολλοί». Γι᾿ αὐτὸ οἱ Ἅγιοι, δηλαδὴ οἱ ταπεινοί, κι ὅταν ὑπάρχουν εἶναι σὰν ἀνύπαρκτοι· δὲν πιάνουν χῶρο, δὲν κάνουν φασαρία. Κι ὅταν δὲν ὑπάρχουν «ἐν σαρκί», ὅταν λείπουν, εἶναι ἐξ ἴσου μαζί μας καὶ κρατοῦν τὸν κόσμο ὁλόκληρο στὴν ζωή. Ὁπότε, ὁ τρόπος του νὰ ὑπάρχης, εἶναι ὁ τρόπος τὸ νὰ πεθαίνῃς καὶ νὰ θυσιάζεσαι ἐκούσια, ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν Ἄλλον καὶ γιὰ τὸν ἄλλον.
* * *
- Φοβᾶμαι ὅτι πολλοί, ἂν καὶ πηγαίνωμε στὴν ἐκκλησία, ἔχομε ἕνα κενὸ στὴν πίστι μας, δὲν πιστεύομαι οὐσιαστικὰ στὸν Θεό. Ποῦ νομίζεται ὅτι ὀφείλετε αὐτό;
Θυμᾶστε ἐκεῖνο τὸ περιστατικό, ποὺ ἕνας πατέρας πῆγε τὸ ἄρρωστο παιδί του στὸν Κύριο καὶ Τὸν παρακάλεσε νὰ τὸν βοηθήσῃ. Καὶ εἶπε ὁ Κύριος: «Ἐὰν πιστεύεις, πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι». Καὶ αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος, ὁ βασανισμένος, ἦταν εἰλικρινὴς καὶ εἶπε: «Πιστεύω, Κύριε, βοήθει μου τὴ ἀπιστία» (Μαρκ. θ´, 24). Πιστεύω καὶ ταυτόχρονα εἶμαι ἄπιστος βοήθησέ με νὰ πιστέψω. Νομίζω ὅτι, αὐτὸ ποὺ ἔχει σημασία εἶναι νὰ εἴμαστε, σὰν τὸν ἅγιο Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλό, εἰλικρινεῖς καὶ νὰ μὴν παριστάνομε τὸ κάτι παραπάνω ἀπὸ ὅ,τι εἴμαστε. Καλλίτερα, λέει κάποιος, εἶναι μιὰ πραγματικὴ κόλαση ἀπὸ ἕνα φανταστικὸ παράδεισο». Κ ἂν τυχὸν ἐμένα μου λέτε καλὰ λόγια καὶ δὲν βλέπω ἐγὼ τὴν κακομοιριά μου, ἀλλὰ πιστέψω αὐτὰ ποὺ λέτε, κι ἀρχίζω νὰ κυκλοφορῶ, σὰν νὰ εἶμαι αὐτὰ ποὺ νομίζουν οἱ ἄλλοι, τότε κάτι δὲν πάει καλά.
Ἐὰν τυχὸν νοιώθω μία πίστη, θὰ πρέπει νὰ πῶ: «Δόξα τῷ Θεῷ, νοιώθω μίαν ἀνάπαυση». Ἐὰν τυχὸν νοιώθω μίαν ἀμφιβολία. Θὰ πρέπει νὰ ἐξομολογηθῶ τὸν λογισμό μου. Κι ἔτσι κενούμενος, ἀδειάζοντας κανεὶς καὶ ὄντας τίμιος με τὸν ἑαυτό του, προχωρεῖ στὴν ἀλήθεια καὶ βρίσκει τὴ μία πίστη, ἡ ὁποία δὲν εἶναι δοξασία, ἀλλ᾿ εἶναι φανέρωση τῆς δυνάμεως, τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία σῴζει τὸν ἄνθρωπο· καὶ τὸν ἐλάχιστο ἄνθρωπο, τὸν καθένα, τὸν κάνει Θεό, κατὰ χάρη· καὶ ταυτόχρονα εἶναι αὐτὴ ἡ πίστη καὶ ἡ ἀγάπη, ἡ ὁποία δυνάμει σῴζει τὴν οἰκουμένη.
Σᾶς λέω: Νὰ σέβεστε τὸν ἑαυτό σας, νὰ εἶστε εἰλικρινεῖς με τὸν ἑαυτό σας καὶ νὰ «ἐπισκέπτεσθε» τὸν ἑαυτό σας, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Συμεών. Καὶ νὰ ἐξασφαλίσετε μία ἥσυχη ὥρα καὶ μία ἥσυχη γωνιά, ποὺ θὰ εἶναι μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό σας. Καὶ μάθετε νὰ λέτε τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλό: Ἐσὺ εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεός, ὁ δυνατός· ἐγὼ εἶμαι ὁ ἀδύναμος, ὁ ἁμαρτωλός. Σὲ γνωρίζω καὶ δὲν σὲ γνωρίζω. Ξέρω ὅτι εἶμαι ἀδύναμος, ξέρω ὅτι Ἐσὺ μὲ ἀγαπᾷς καὶ ζητῶ τὸ ἔλεός σου».
Ἐὰν τυχὸν αὐτὸ γίνει, τότε θὰ βροῦμε σιγὰ - σιγὰ τὸν ἑαυτό μας, καὶ δὲν θὰ εἴμαστε ἐκτὸς ἑαυτοῦ, δὲν θὰ ζοῦμε ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας. Ἐὰν τυχὸν δὲν ἐπισκεπτόμαστε τὸν ἑαυτό μας, ἐὰν δὲν ἔχομε μία ἥσυχη ὥρα καὶ μία ἥσυχη γωνιά, τότε θὰ εἴμαστε συνέχεια ζαλισμένοι καὶ συνέχεια μαριονέτες, ποὺ μᾶς κινοῦν ἄλλες δυνάμεις: εἴτε ἡ τηλεόραση, εἴτε οἱ ἐφημερίδες, εἴτε τὰ μαθήματα, εἴτε ἡ ἐπιπολαιότης, εἴτε τὰ πάθη τὰ δικά μας... Ἐνῷ τὸ βαθύτερο εἶναι μας, αὐτὸ τὸ ὁποῖο φέρει τὴ χάρη τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, θέλει νὰ πεῖ: «Κοίταξε, δὲν εἶμαι τίποτε, ἀλλὰ ταυτόχρονα ἔχω μία δύναμη, ποὺ δὲν φοβᾶται οὔτε τὸ χάρο».
Γιὰ νὰ γίνει αὐτὸ τὸ πρᾶγμα, θὰ πρέπει κανεὶς νὰ βρεῖ τὸν ἑαυτό του. Καὶ θὰ βρεῖ κανεὶς τὸν ἑαυτό του, ἂν μπορεῖ νὰ εἶναι εἰλικρινής, κατ᾿ ἀρχήν, μὲ τὸν ἑαυτό του. Καὶ τότε θὰ νοιώσει ὅτι εἶναι, σὰν ἄνθρωπος, ἕνα μπόλι ἐλάχιστο, τὸ ὁποῖο μπολιάζεται στὴν καλλιέλαιο. Μπολιάζεται σ᾿ ἕνα δένδρο βαθύρριζο, καὶ νοιώθει ὅτι τὸ μπόλι αὐτὸ ἔπιασε. Μεγαλώνουν τὰ κλαδιά, ἀνθίζει τὸ μπόλι καὶ βγάζει καρπούς. Κι αὐτὸ τὸ ἐλάχιστο μπόλι ἔχει δικὲς τὸ ρίζες, τὶς ρίζες τὶς βαθύτατές του αἰωνόβιου δένδρου. Τότε κανεὶς νοιώθει ὅτι, αὐτὰ ποὺ ζεῖ μέσα του, ἢ αὐτὰ ποὺ λέει, δὲν εἶναι κάτι ποὺ τὰ διάβασε καὶ κρατάει ἕνα χαρτὶ καὶ τὰ λέει, ἀλλ᾿ εἶναι κάτι ποὺ βγαίνει ἀπὸ μέσα του. Καὶ τί βγαίνει ἀπὸ μέσα του; Βγαίνει, μιὰ στιγμή, ἕνα «Δόξα τῷ Θεῷ».
Κι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος, ποὺ μέσα του ἔχει «μορφωθεῖ» ὁ Χριστός, αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἔχει μία ὑγεία πνευματική, ἔχει μία ἠρεμία καὶ μία ἐλευθερία, καὶ νοιώθει ὅτι δὲν ἔχει κανένα παράπονο γιὰ τίποτε καὶ γιὰ κανένας ἄνθρωπο. Γιατί ἂν τυχὸν ἐμεῖς παραπονιόμαστε καὶ μουρμουρίζουμε καὶ δυσανασχετοῦμε, σημαίνει ὄχι ὅτι μας φταῖνε οἱ ἄλλοι, ἀλλ᾿ ὅτι ἐμεῖς δὲν ἔχομε τὴν ὑγεία τὴν μεγάλη, τὸ δυνατὸ σῶμα γιὰ νὰ χωνέψει τὴν κάθε τροφή, ἐμεῖς δὲν ἔχομε ἐλάχιστη ἀπὸ τὴ χάρη καὶ τὸ δυναμισμὸ τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ.
Ἕνας ἄνθρωπος μορφωμένος ἐν Χριστῷ, ἕνας ἄνθρωπος μικρὸς ἐν Χριστῷ, δηλαδὴ μεγάλος, εἶναι ἥσυχος, ἤρεμος, δὲν ἀπειλεῖ κανέναν. Ἀλλ᾿ ὅλα τὸ κάνουν καλὸ καὶ λέει μόνο: «Δόξα σοι, ὁ Θεός». Κι ὅσο περνοῦν τὰ χρόνια δὲν χάνει δύναμη, ἀλλ᾿ αὐξάνεται ἡ δύναμή του. Καὶ ὅταν γεράσει, τότε νοιώθει ὅτι τὰ γεράματα εἶναι συμπεπυκνωμένη νεότης. Καὶ ὅταν πεθάνει, νοιώθει ὅτι διὰ τοῦ θανάτου μπαίνει σὲ μία πλήμυρα ζωῆς, τὴν ὁποία δὲν μποροῦσε ν᾿ ἀντέξει ὅσο ἦταν ζωντανός.
-Εἶναι κοινῶς ἀποδεκτὸ ὅτι σήμερα ὑπάρχει ἕνας κορεσμὸς τῶν πάντων· της ὕλης, τῆς ἡδονῆς, τῆς ἀπολαύσεως... Κάποια στιγμὴ ἀπολυτοποιήθησαν τὰ πάντα, πλὴν τῆς ὀρθοδόξου πίστεως. Ἀλλὰ σήμερα πολλοὶ νέοι θέλουν νὰ προσεγγίσουν, θέλουν νὰ ἀκουμπήσουν κάπου. Οἱ ἐκφραστές, ὅμως, τοῦ θεῖο λόγου - γιατί ὁ θεῖος λόγος, ἀπὸ μόνος του, εἶναι γλυκὺς καὶ πανέτοιμος νὰ τοὺς δεχτεῖ - οἱ ἱερεῖς, θεολόγοι, κτλ, θὰ μπορέσουν ἄραγε νὰ συνδυάσουν τὴν παράδοση μὲ τὸν σύγχρονο λόγο, ὥστε νὰ προσεγγίσουν αὐτοὺς τοὺς νέους, ποῦ εἶναι ἡ ἐλπίδα τοῦ μέλλοντος; Καὶ πῶς διαβλέπετε τὸ μέλλον τῆς νεολαίας μας;
Μὲ αὐτὰ ποὺ εἴπατε καὶ συμφωνῶ καὶ διαφωνῶ· καὶ θὰ σᾶς ἐξηγήσω. Κατ᾿ ἀρχάς, ποιὰ εἶναι ἡ νεολαία; Εἶναι τὰ νέα παιδιά; Ἐγὼ σᾶς λέω ὅτι, αὐτὸ ποὺ ζητᾶμε ὅλοι, εἶναι ὄχι μία βιολογικὴ νεότητα, ἡ ὁποία παρέρχεται μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου, ἀλλὰ μία χάρη ἡ ὁποία, ὅπως λέμε, ξεπερνᾷ τὸν θάνατο...
Ἔπειτα, ποιοὶ εἶναι οἱ ἐκφραστὲς τοῦ θείου λόγου; Μπορεῖ ἐγὼ νὰ μιλάω γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία, νὰ μιλάω γιὰ τὴν ταπείνωση καὶ ταυτόχρονα ἀπὸ μέσα μου νὰ ἀναδύεται μία ἀποφορὰ ἐγωισμοῦ· νὰ μιλάω γιὰ ἡσυχία καὶ νὰ σᾶς ταράσσω. Βέβαια ὑπάρχουν οἱ Ἅγιοι, ὑπάρχουν οἱ φορεῖς καὶ ἐκφραστὲς τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, κι αὐτοὶ ποὺ φανερώνουν τὴ χάρη τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλ᾿ αὐτοὶ ὁπωσδήποτε δὲν εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἐξωτερικὰ φαίνονται.
Νὰ σᾶς πῶ γιὰ παράδειγμα τὸ γιατί πήγαμε στὸ Ἅγιον Ὄρος. Σήμερα βλέπετε ὅτι πολὺς κόσμος πάει στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἐνῷ παλιὰ ἔλεγαν ὅτι ἦταν καταδικασμένο νὰ πεθάνει, κτλ. Ἐν τέλει, καθὼς περνᾶν τὰ χρόνια, νιώθομε ὅτι πήγαμε ἐκεῖ γιὰ κάποιους ἁπλοὺς μοναχούς, γιὰ κάποιους ἀγράμματους, γιὰ κάποιους ἀνύπαρκτους, γιὰ κάποιους ταπεινούς, ποὺ δὲν εἶχαν καμιὰ ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό τους· κι αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποί σου μετέδιδαν ἕνα ἄρωμα, ποὺ ἔφερνε τὴν Ἀνάσταση. Καὶ τότε λές: «Ναί, κάθομαι κοντὰ σ᾿ αὐτούς».
Τέτοιοι, ὅμως, ἄνθρωποι ἁπλοί, ἀνύπαρκτοι, οἱ ὁποῖοι ἔχουν αὐτὴ τὴ χάρη καὶ τὴ μεγαλοσύνη, ὑπάρχουν πάρα πολὺ στὸν κόσμο, στὴν Ἑλλάδα. Ἀλλ᾿ ἡ ἀγωγή, ποὺ παίρνομε, μᾶς λέει πολλὲς φορὲς ὅτι αὐτὸ τὸ χρυσάφι εἶναι τενεκὲς καὶ νὰ τὸ ἀποφεύγουμε· καὶ νὰ θεωροῦμε τὸν τενεκὲ γιὰ χρυσάφι. Γι᾿ αὐτὸ βασανιζόμαστε. Γι᾿ αὐτὸ σᾶς λέω: Ἡσυχάστε λίγο στὸν ἑαυτό σας, βρεῖτε μία ὥρα, μισὴ ὥρα, κι ἕναν ἥσυχο τόπο, ὅπου θὰ εἶστε εἰλικρινεῖς με τὸν ἑαυτό σας. Καὶ θὰ δεῖτε ὅτι σιγὰ - σιγὰ ἀναπτύσσεται μέσα σας μιὰ δύναμη, ἡ ὁποία σπάει τὰ σίδερα τῆς ὁποιασδήποτε φυλακῆς...
Καὶ θὰ ἔχετε τὴν δύναμη καὶ τὴν αἴσθηση καὶ τὴν εὐαισθησία γιὰ νὰ βρίσκετε παντοῦ αὐτοὺς τοὺς μεγάλους ἁγίους, ὅπως εἶναι ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὅπως εἶναι κάποιοι ταπεινοί, ποὺ βρίσκονται στὰ σπίτια σας, καὶ μπορεῖ νὰ εἶναι ὁ πατέρας, ἡ μάνα, ὁ παππούς, ἡ γιαγιὰ ἢ ἕνα μικρὸ παιδί. Ἀλλὰ πρὸ παντὸς ἔχομε πολλοὺς γέρους, πολλὲς γιαγιάδες, οἱ ὁποῖοι ἔχουν αὐτὴ τὴν χάρη τὴ μεγάλη, ποὺ ἔχουν οἱ Ἁγιορεῖτες οἱ ταπεινοί, οἱ ὁποῖοι κάλεσαν ἐμᾶς στὸ Ἅγιον Ὄρος, μόνο με τὸ νὰ ὑπάρχουν. Οἱ ὁποῖοι δὲν ἔχουν καμιὰ ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό τους, οἱ ὁποῖοι σὲ ἀγαποῦν πρὶν σὲ γνωρίσουν, σὲ σέβονται περισσότερο ἀπὸ ὅ,τι ἀξίζεις. Κι ἔτσι μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο σὲ δεσμεύουν, σὲ ρίχνουν στὸ φιλότιμο καὶ σὲ ἔχουν δέσει χειροπόδαρα, μὲ τὸ νὰ σὲ ἀφήνουν ἐλεύθερο.
Πρὸ ἡμερῶν ἤμουν σὲ ἕνα σπίτι καὶ κουβέντιαζα μὲ τὸν πατέρα γιὰ μία δουλειά, ποὺ θὰ ἐξυπηρετοῦσε τὸ Μοναστήρι, ἐνῷ δίπλα ἦταν ἡ γυναῖκα του, σὲ ἕνα ἄλλο δωμάτιο, καὶ κάτι συλλάβιζε. Σκέφτηκα ὅτι θὰ μαθαίνει κάποιο ἐγγονάκι της νὰ διαβάζει, ἀλλ᾿ ὅταν ρώτησα: «Τί κάνει;», μοῦ εἶπαν ὅτι κάνει τὴν προσευχή της. Ὅταν τελειώσαμε τὴν δουλειὰ καὶ φεύγαμε, αὐτὴ ἦταν μέσα στὴν κουζίνα, εἶχε ἀνάψει τὸ καντήλι καὶ διάβαζε συλλαβιστὰ τὴν Παράκληση... Αὐτὴ ἡ ἄσχημη γριά, μὲ τὰ γυαλιά, ἦταν σὰν ἄγγελος. Καὶ λέω: «Κοίταξε, αὐτοὶ κρατοῦν τὸν κόσμο...». Κι αὐτὴ μέσα της εἶχε τὴν χαρά, ποὺ νικᾷ τὸν θάνατο. Γιατί δὲν εἶχε καμία ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό της, πὼς ἦταν κάτι σπουδαῖο· καὶ γι᾿ αὐτὸ τὸν λόγο εἶχε μέσα της αὐτὴ τὴν ἀνάπαυση.
Εἶναι, λοιπόν, καλὸ νὰ πετύχει κανείς, νὰ βγεῖ πρῶτος στὰ μαθήματα, καὶ νὰ τὰ πετύχει ὅλα. Ἀλλ᾿ ἐν τέλει, ὅλα αὐτὰ εἶναι ἀνεπαρκῆ. Δὲν λέω νὰ μὴν ζητήσει κανεὶς νὰ ἔχει κάτι. Ἀλλὰ νὰ ἔχει ὅτι χρειάζεται γιὰ νὰ ἐπαρκεῖ, καὶ μετὰ νὰ ζητήσει πάση θυσία αὐτὸ τὸ ἕνα, τὸ ἐλάχιστο, τὸ ὁποῖο καταργεῖ τὸν θάνατο καὶ φωτίζει ἔσωθεν ὅλα τὰ πρόσκαιρα καὶ τὰ διαβατικά, καὶ τοὺς δίνει ἕνα φῶς καὶ μία αἴγλη αἰωνιότητος.
Αὐτὰ ποὺ σᾶς λέω, πιστεύω ὅτι τὰ καταλαβαίνετε. Κι ἂν νομίζεται ὅτι δὲν τὰ καταλαβαίνετε, τὰ καταλαβαίνετε. Κι ἂν δὲν τὰ νοιώθετε τώρα, θὰ τὰ νιώσετε λίγο ἀργότερα. Ἂν τὰ ἔλεγα κάπου ἀλλοῦ, σὲ μία ἄλλη χώρα, δὲν θὰ καταλάβαιναν τίποτε. Ἀλλ᾿ ἐσεῖς τὰ καταλαβαίνετε, γιατί ὑπάρχει στὴν γενιά σας ἡ γιαγιά, ἡ ὁποία ἡ ὁποία συλλαβίζει τὴν προσευχή, ἡ ὁποία ἀνάβει τὸ καντήλι. Ὑπάρχει ὁ ἄνθρωπος, ποὺ σοῦ λέει μία κουβέντα καὶ νοιώθεις ὅτι σὲ ἀνέπαυσε ἐσωτερικά. Ὅπως ὁ Κύριος, μετὰ τὴν Ἀνάσταση, ὅταν εἶδε τοὺς μαθητές Του στὸν αἰγιαλὸ καὶ τοὺς εἶπε νὰ βάλουν στὰ δεξιὰ τὰ δίχτυα, κτλ, κι ἐκεῖνοι κατάλαβαν ὅτι Αὐτὸς ἦταν ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος τοὺς εἶπε αὐτὰ τὰ ἁπλὰ πράγματα.
Πολλοὶ «Θεοφόροι» ὑπάρχουν καὶ πολλοὶ «Χριστοφόροι» κυκλοφοροῦν μεταξύ μας: εἶναι ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι δὲν πληγώνουν κανέναν καὶ δὲν ἔχουν καμιὰ ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό τους. Θυμᾶμαι, ὅταν ἤμουν μικρὸς καὶ δὲν ὑπῆρχαν πλυντήρια, μιὰ γριὰ ἀπὸ τὴ Μικρὰ Ἀσία, ἡ ὁποία ἔπλενε τὰ ροῦχα μας. Αὐτὴ στὸ τέλος δὲν μποροῦσε νὰ πλένει, ἀλλ᾿ ἐρχόταν κι ἔπαιρνε μία βοήθεια. Καὶ ὅταν ἤμασταν μικρὰ παιδιὰ - γιατί ἕνα μικρὸ παιδὶ ἀγαπάει τὸν ἀδύναμο, ὅπως ἀγαπάει κι ἕνα τραυματισμένο πουλάκι - πηγαίναμε καὶ τῆς φιλούσαμε τὸ χέρι. Κάποτε, σὲ μιὰ συζήτηση, εἶπε ἡ κυρὰ-Ζαχαρένια: «Ἄνθρωπο μ᾿ εἶπαν κι ἐμένα». Κι αὐτὸ μοῦ ἔχει μείνει μέσα μου. Δὲν εἶχε δόξα, δὲν εἶχε τιμές, δὲν εἶχε παιδιά, δὲν εἶχε σπίτι, δὲν εἶχε τίποτε· εἶχε μόνο ἕνα πρᾶγμα: τὸ ὅτι ἦταν ἄνθρωπος. «Ἄνθρωπο μ᾿ εἶπαν κι ἐμένα».
Θὰ θυμᾶστε καὶ σεῖς ὅτι, κάποτε μικροί, θὰ θέλετε νὰ γίνετε κάτι, ὅτι εἴχατε κάποιους ἥρωες, ὅταν ἤσασταν στὸ δημοτικό, ἢ στὸ γυμνάσιο, ἢ στὸ λύκειο· πιθανὸν καὶ τώρα νὰ ἔχετε κάποιους. Κι ἐγὼ ἔχω κάποιους ἥρωες καὶ κάποια ἰδανικά. Ἀλλ᾿ ἐν τέλει, ὁ ἥρωας ὁ μεγάλος, ὁ δικός μου, εἶναι ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ποὺ σοῦ μεταδίδει μία χάρη καὶ μία εὐλογία, ἡ ὁποία εἶναι εὐλογία γιὰ ὅλο τὸν κόσμο, γιὰ πιστοὺς καὶ ἀπίστους.
* * *
- Μπορεῖτε νὰ μᾶς πεῖτε περισσότερα γιὰ τὴν Ἁγία Τριάδα καὶ γιὰ τὸν ἄλλον ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ ἑαυτός μας; Κι ἂν εἶναι δυνατόν, νὰ κάνετε μία διάκριση μεταξὺ τῆς καρδιακῆς προσευχῆς καὶ τοῦ διαλογισμοῦ...
Λέει κάπου ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός: «Γιὰ νὰ σᾶς πῶ τί εἶναι ἡ Ἁγία Τριάδα θὰ σᾶς φέρω μία εἰκόνα: ὁ ἥλιος εἶναι ὁ Θεὸς Πατέρας· καὶ οἱ ἀκτῖνες, ποὺ ἔρχονται σὰν κλωστές, εἶναι ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι τὸ φῶς, τὸ ὁποῖο ἁπλώνεται γύρω. Ἀλλ᾿ ἂν θέλετε νὰ καταλάβετε καλύτερα τί εἶναι ἡ Ἁγία Τριάδα, νὰ πᾶτε νὰ ἐξομολογηθεῖτε παστρικὰ σ᾿ ἕνα πνευματικό, νὰ ζήσετε ὅπως θέλει ὁ Θεὸς καὶ τότε θὰ καταλάβετε τί εἶναι ἡ Ἁγία Τριάδα».
Δηλαδή, ὅταν κανεὶς εἶναι διαβασμένος κι ἐγωιστής, τότε ζεῖ ἐκτὸς ἑαυτοῦ καὶ δὲν ξέρει τίποτε· οὔτε τί εἶναι ἡ Ἁγία Τριάδα, οὔτε τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Ὅταν, ὅμως, ἔχει τὴ χάρη τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, ἢ τῆς κυρὰ-Ζαχαρένιας, ὅταν δὲν θέλει νὰ πληγώνει κανέναν καὶ ταυτόχρονα ὅτι ἔχει τὰ δίδει στοὺς ἄλλους, τότε δὲν γνωρίζει μὲν τί εἶναι ὁ Θεός, ἀλλὰ ζεῖ «ἐν τῷ Θεῷ». Γιατί ζωντας μέσα στὴν Ἐκκλησία, μὲ τὴν λογική του ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, κάποια στιγμή σου ἀποκαλύπτονται ὅλα, καὶ κάποια στιγμὴ νοιώθεις κάτι τὸ ὁποῖο, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Συμεών, δὲν μπορεῖς οὔτε νὰ τὸ διδάξεις, οὔτε νὰ διδαχθεῖς, ἀλλὰ σοῦ δίδεται, σοῦ ἀποκαλύπτεται.
Γιὰ τὸ θέμα τῆς εὐχῆς καὶ τοῦ διαλογισμοῦ θὰ ἔλεγα τὸ ἑξῆς: Ὅταν λέει κανεὶς τὴν εὐχή, «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλό», αὐτὸ ποὺ λέει εἶναι ἡ ἀλήθεια. Εἴτε πιστεύει, εἴτε δὲν πιστεύει· εἴτε πιστεύει πολύ, εἴτε πιστεύει λίγο. Γι᾿ αὐτὸ σᾶς λέω: Πεῖτε τὴν εὐχή, γιατί εἶναι πλήρης οὐσίας. Ὄχι βέβαια σὰν νὰ κάνετε διαλογισμό, γιὰ νὰ ἠρεμήσετε, ὅταν ἔχετε ἀϋπνία, καὶ νὰ σᾶς πάρει ὁ ὕπνος, κτλ, σὰν μία κουβέντα μαγική, ὅπως θὰ μετρούσατε ἀπὸ τὸ ἕνα μέχρι τὸ χίλια...
Ἡ Ἐκκλησία ἔχει τὴν λογικὴ - καὶ Λογικὴ - λατρεία, καὶ μὲ τὴν εὐχὴ λέμε: Εἶσαι ὁ Κύριος, ὁ Ἰησοῦς, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεὸς ὁ δυνατός, ὁ ὁποῖος εἶσαι γνωστός σε ἐμᾶς καὶ ταυτόχρονα ἄγνωστος. Ἐλέησέ μας τοὺς ἁμαρτωλούς. Νιώθομε ὅτι ἔχομε ἀνάγκη ἀπὸ κάποιο ἔλεος, ἀπὸ κάποια βοήθεια, ὅπως νοιώθομε ὅτι ἔχομε ἀνάγκη ἀπὸ ὀξυγόνο γιὰ νὰ ἀναπνεύσομε, ἔχομε ἀνάγκη ἀπὸ τὸν ἥλιο γιὰ νὰ ζεσταθοῦμε καὶ νὰ ζήσομε.
Ὁπότε, λέγοντας τὴν εὐχή, κατ᾿ ἀρχὴν ψιθυριστὰ γιὰ νὰ ἀκούει καὶ τὸ αὐτί μας, κάνοντας καὶ τὸ σημεῖο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ἢ μερικὲς μικρὲς καὶ μεγάλες μετάνοιες, τότε συμμετέχει ὅλος ὁ ἑαυτός μας. Κι ἂν τυχὸν ὁ νοῦς μας πάει δεξιὰ καὶ ἀριστερά, μποροῦμε νὰ λέμε τὸ ἑξῆς: «Θεέ μου, κοίταξε· δὲν μπορῶ νὰ συγκεντρώσω τὸ νοῦ μου αὐτὴ τὴν στιγμή, γιὰ νὰ πῶ τὴν εὐχή. Δέξου αὐτό· τὸ ὅτι κάνω τὸ σημεῖο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ καὶ γονατίζω μπροστὰ στὴν εἰκόνα Σου, σὰν μία αἴτηση τοῦ ἐλέους Σου». Ὅπως ὅταν κάποιος πνίγεται καὶ θέλει νὰ ζητήσει βοήθεια καὶ δὲν μπορεῖ νὰ μιλήσει, ἀλλὰ κουνάει τὸ χέρι, καὶ ἡ κίνηση τοῦ χεριοῦ εἶναι ἕνα κάλεσμα βοηθείας, ἔτσι εἶναι καὶ ἡ εὐχὴ αὐτή.
Καὶ νομίζω ὅτι, ἐὰν τυχὸν κανεὶς μπορεῖ νὰ τὴν λέει συχνά, θὰ δεῖ στὸ τέλος ὅτι, ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόπο τῆς καλλιεργείας τῆς ψυχῆς τοῦ βλαστάνει ἕνας καρπός, ποὺ τὸν τρέφει. Καὶ στὸ τέλος γίνεται ἀκόπως ἡ εὐχή, ἢ ὅπως λέει ἡ Φιλοκαλία: «ἀναπνέει» κανεὶς τὴν εὐχὴ «ἄνευ τῆς οἰασοῦν ἐννοίας» (:χωρὶς καμιὰ ἔγνοια). Κι ἔτσι χωρὶς νὰ κάνει τίποτε, γίνονται ὅλα με τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
* * *
-Τὸν τελευταῖο καιρὸ βλέπομε στὶς τηλεοράσεις ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἕναν ἀπεριόριστο πλοῦτο, οἱ δεσποτάδες ζοῦν μέσα στὸ χρυσάφι... Κι ἔπειτα μᾶς λέτε νὰ εἴμαστε ἁπλοί. Πῶς γίνεται αὐτό, ὅταν ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία ἔπρεπε...
Κατ᾿ ἀρχήν, ψεύτικα εἶναι τὰ χρυσάφια, σᾶς κοροϊδεύουν... Ἐν συνεχείᾳ πρέπει νὰ σεβόμεθα τὸν ἑαυτό μας καὶ νὰ εἴμεθα τόσο μεγάλοι, ὥστε νὰ ἔχομε γίνει χαζοὶ καὶ νὰ τὰ συγχωροῦμε ὅλα. Γιατὶ ἡ μεγαλοσύνη μας δὲν θὰ μᾶς ἐπιτρέπει νὰ ἀσχολούμεθα μὲ τιποτένια πράγματα, ἀλλὰ μὲ τὸ πῶς θὰ ἔχομε τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ μέσα μας.
Λέγει ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος: «Ἀληθῶς καθαρός τῇ καρδίᾳ», ἀληθινὰ καθαρὸς στὴν καρδιά, «εἶναι αὐτὸς γιὰ τὸν ὁποῖον εἶναι ὅλοι καθαροὶ καὶ δὲν ὑπάρχει κανεὶς βέβηλος· εἶναι ὅλοι ἅγιοι καὶ πανάγιοι καὶ δὲν διακρίνει τὸν δίκαιο ἀπὸ τὸν ἁμαρτωλό». Ὁπότε, ἂν φθάσομε στὴν ἐν Χριστῷ ἐλευθερία, δηλαδὴ ἂν τυχὸν εἴμαστε «χαζοί» καὶ «τυφλοί», τότε θὰ εἴμαστε ἔξυπνοι καὶ ὀξυδερκεῖς, τότε θὰ εἴμαστε ἤρεμοι, ἥσυχοι, ἀδύναμοι καὶ παντοκράτορες, κατὰ χάριν Θεοῦ.
Γι᾿ αὐτὸ μὴ μοῦ λέτε τί κάνουν οἱ δεσποτάδες, οἱ παπάδες, οἱ καλόγεροι, κτλ, γιατί ὅλοι θὰ δώσουμε λόγο στὸ Θεό. Πολλὲς φορὲς αὐτὴ ἡ ἐρώτηση κι αὐτὴ ἡ ἀπασχόληση εἶναι ἐκ τοῦ πειρασμοῦ, γιὰ νὰ μᾶς κρατᾷ μὲ τιποτένια πράγματα ἀπασχολημένους. Γιατί ποιός μᾶς λέει ὅτι, ἕνας ἁπλὸς ἄνθρωπος, ἕνας μὴ μεγάλος, ἕνας μὴ ἐμφανίσιμος, ἕνας μὴ γνωστός, δὲν εἶναι πολὺ μεγαλύτερος ἀπὸ ὅλους τοὺς τρανοὺς καὶ τοὺς μεγάλους, κι ὅτι ὁ Θεὸς δὲν τοῦ ἔχει δώσει πολλὰ πράγματα, τὰ ὁποῖα ξέρει μόνο αὐτός; Κι αὐτὸς μπορεῖ νὰ τὰ ἀξιοποιήσει, ἀλλ᾿ αὐτὸς ἐπίσης θὰ δώσει λόγο στὸν Θεόν, ἂν δὲν τὰ ἀξιοποιήσει. Νὰ σεβαστοῦμε, λοιπὸν τὸν ἑαυτό μας καὶ νὰ μὴν ὑποτιμᾶμε κανένα. Μπορεῖ ἐγὼ νὰ εἶμαι καλόγερος, ἢ ἡγούμενος, καὶ νὰ μοῦ λένε μεγάλα λόγια, καὶ μπορεῖ ἡ κυρὰ-Ζαχαρένια νὰ μὴν ἦταν τίποτε, παρὰ μόνον ἄνθρωπος, ἀλλ᾿ αὐτὴ βοηθᾷ ὅλο τὸν κόσμο.
Θυμᾶστε αὐτὸ ποὺ λέμε στοὺς Χαιρετισμούς: «Τὸ προσταχθὲν μυστικῶς λαβὼν ἐν γνώσει, ἐν τῇ σκηνῇ τοῦ Ἰωσὴφ σπουδῇ ἐπέστη, ὁ Ἀσώματος λέγων τὴ Ἀπειρογάμῳ...». Θέλω νὰ μείνω στὸ «Προσταχθὲν μυστικῶς». Κάποια στιγμὴ μυστικά σου προστάζει ὁ Θεὸς κάτι, καὶ πρέπει αὐτὸ νὰ τὸ ἀκούσεις καὶ νὰ ἀσχοληθεῖς μαζί του. Καὶ γιὰ τὰ ὑπόλοιπα τί κάνεις; Συγχώρησέ τους ὅλους. Ἂν θέλεις βέβαια νὰ πεῖς μία γνώμη, νὰ γράψεις κάτι, κτλ, ἂς τὸ κάνεις. Ἀλλ᾿ ἐγὼ δὲν πρόκειται νὰ μείνω σ᾿ αὐτὸν τὸν «κοινωνικὸ ἀγῶνα». Ὑπάρχει ἕνας ἄλλος ἀγῶνας, ὁ ὁποῖος γίνεται μυστικῶς καὶ ὁ ὁποῖος κυβερνᾷ οὐσιαστικὰ ὅλ᾿ αὐτὰ τὰ ὁποῖα γίνονται στὴν ἐπιφάνεια τῆς ἱστορίας. «Τὸ προσταχθὲν μυστικῶς λαβὼν ἐν γνώσει». Ἀκοῦστε μυστικὰ αὐτό, ποὺ μυστικὰ σᾶς προστάζεται...
Καὶ πολλὲς φορὲς αὐτὸ δὲν εἶναι μία παράκληση, ἀλλ᾿ εἶναι μιὰ προσταγή. Κι ὅταν δεχθεῖ κανεὶς αὐτὴ τὴν προσταγή, δὲν ἔχει καιρὸ νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τιποτένια πράγματα. Γιατί ὅταν εἶναι χορτάτος ἀπὸ τὸ πιὸ πλούσιο φαγητό, δὲν ζητᾷ νὰ βρεῖ τροφὴ στὰ σκουπίδια, ὅπως γινόταν στὴν γερμανικὰ κατοχή. Ἀλλὰ θὰ πρέπει νὰ ἀπαντήσει ὅπως ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ὁποῖος πηγαίνοντας στὴ Δαμασκὸ τὸν τύφλωσε ὁ Χριστὸς καὶ τὸν κέρδισε, καὶ εἶπε: «Οὐκ ἀπειθὴς ἐγενόμην τῇ οὐρανίῳ ὀπτασίᾳ», δὲν ἔγινα ἀπειθής, ἀλλ᾿ ὑπάκουσα εἰς τὴν οὐράνια ὀπτασία.
Νομίζω ὅτι, ὁ καθένας μας ἔχει κάποιες στιγμὲς χάριτος, κάποιες στιγμὲς νηφάλιες, κάποιες στιγμὲς ποὺ ὑπάρχει ἡ ἀστραπὴ τῆς Θεότητος καὶ κάτι νοιώθει. Ἂν μπορεῖ νὰ πεῖ: «Οὐκ ἀπειθῇς ἐγενόμην τὴ οὐρανίω ὀπτασία», κι ἂν τυχὸν εἶναι συνεπὴς σ᾿ αὐτό, ποὺ ὁ Θεὸς τοῦ εἶπε, τότε ἐν συνεχείᾳ θὰ προχωρεῖ φυσιολογικὰ ἀπὸ «δόξης εἰς δόξαν» καὶ θὰ φθάσει σ᾿ αὐτὴν τὴν ἀνάπαυση, ποὺ θὰ ἵσταται καὶ θὰ κινεῖται. Δὲν θὰ κάνει τίποτε κι ὅλα θὰ γίνονται μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γιατὶ αὐτὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα προσεύχεται «ὑπὲρ ἡμῶν στεναγμοῖς ἀλαλήτοις», μέσα στὴν καρδιὰ κάθε ταπεινοῦ ἀνθρώπου...