«Παρθενικὴ πανήγυρις σήμερον ἀδελφοί, ...συνεκάλεσε γάρ ἡμᾶς ἡ ἁγία Θεοτόκος, ...τὸ ἐργαστήριον τῶν δύο φύσεων, ...ἡ παστάς, ἐν ᾗ ὁ Λόγος ἐνυμφεύσατο τὴν σάρκα...».
Ὅλος αὐτός ὁ Παράδεισος τῆς θείας Λειτουργίας καὶ τοῦ ναοῦ τούτου, ὅλη ἡ καινὴ κτίσις ὀφείλεται στὴν Κυρία Θεοτόκο. Καὶ ὅποιος δὲν ὁμολογεῖ τὴν Παναγία, Παρθένο Θεότοκο, «χωρὶς ἐστὶ τῆς Θεότητος». Αὐτὸ τὸ ὄνομα τῆς Θεοτόκου ὅλον συνιστᾶ τὸ μυστήριον τῆς θείας οἰκονομίας.
Καὶ πρὸ ἡμερῶν κάποιος νέος μοναχὸς ρώτησε ἕνα γέροντα ὀγδόντα ἐτῶν, πού ζῆ χρόνια στὸ Ὄρος: «Γέροντα, τί κατάλαβες τόσα χρόνια πού ζῆς ἐδῶ; Τί πρέπει νὰ προσέξη ὁ μοναχός, γιὰ νὰ σωθῇ;» Ἡ ἀπάντησις τοῦ ἀγράματου καὶ σοφοῦ γέροντα ἦταν σύντομη καὶ σαφής: «Νὰ πιστεύῃς ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Θεάνθρωπος καὶ ἡ Παναγία Μητέρα Του Θεοτόκος καὶ Παρθένος».
Μὰ γιατί νὰ δίδεται τόση σημασία στὴν ὀρθὴ πίστι στὸν Θεάνθρωπο Κύριο καὶ στὴν ἀειπάρθενο Θεοτόκο; Γιατί τόσο νὰ ἐπιμένῃ σ᾽ αὐτὸ τὸ σημεῖο ὁλόκληρη ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀπὸ τοὺς μεγάλους Πατέρας μέχρι τὸν τελευταῖο μοναχό;
Σ᾽ αὐτὸ τὸ σημεῖο μᾶς βοηθᾷ πολύ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μέ ὅσα γράφει στὴν πρὸς Γαλάτας ἐπιστολή του: «Πρὸ τοῦ ἐλθεῖν τὴν πίστιν ὑπὸ νόμον ἐφρουρούμεθα συγκεκλεισμένοι εἰς τὴν μέλλουσαν πίστιν ἀποκαλυφθῆναι». Πρίν ἔλθῃ ἡ πίστις, ἡ καινὴ κτίσις μέσα στὴν ὁποία ζοῦμε τώρα, ἤμασταν κλεισμένοι καὶ ἐφρουρούμεθα ἀπὸ τὸ νόμο ἀναμένοντας «τὴν μέλλουσαν πίστιν». Ἀλλὰ ὁ νόμος δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς σώσῃ. Δέν μπορεῖ νὰ μᾶς δώσῃ αὐτὸ πού ζητᾶμε. Ὁ νόμος εἶναι μιὰ κατάρα.
Εἶναι μιὰ φυλακή. Τὸ πολύ-πολύ νὰ ἀποδειχθῆ, νὰ γίνῃ μιὰ φρουρά, μιὰ προφύλαξι. Δέν μπορεῖ ὅμως νὰ μᾶς δώσῃ αὐτὸ πού βαθειὰ λαχταρᾶ ἡ φύσι μας.
Ὁ Θεός ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο κατ᾽ εἰκόνα ἰδική Του καὶ ὁμοίωσι. Ὅπως λέει ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ, «ἐκ τῶν ἀρχεγόνων στοιχείων» ἔπλασε τὸ σῶμα μας. Καὶ ἐνεφύσησε σ᾽ αὐτὸ πνεῦμα ζωῆς. Μᾶς ἔδωσε «μοῖραν Θεοῦ», κατὰ τὸν Μέγα Βασίλειο. Ἔτσι θὰ μπορούσαμε ἐμεῖς, ὑπακούοντας στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, νὰ φτάναμε στὸ καθ᾽ ὁμοίωσιν, στὴ θέωσι. Ἐμεῖς ὅμως δὲν τὸ κάναμε. Παρακούσαμε τοῦ Κτίσαντος ἡμᾶς. Ἀμαυρώσαμε τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ μέ τὴν ἰλύν τῶν παθῶν. Καὶ δὲν μπορούσαμε πιὰ νὰ ἐλευθερωθοῦμε. Δέν μπορούσαμε νὰ ἐπανέλθωμε στὸν παράδεισο, νὰ βροῦμε τὸ δρόμο πρός τὴ θέωσι.
Καὶ γεννᾶται τὸ ἐρώτημα: Ὁ Θεός δὲν μποροῦσε νὰ μᾶς σώση; Αὐτός εἶναι Θεός. Σ᾽ αὐτόν ὅλα εἶναι δυνατά. Δέν θὰ μποροῦσε νὰ μᾶς ἐπαναφέρη πάλι στὸν παράδεισο πού ἐχάσαμε;
Ἡ ἀπάντησι δὲν εἶναι τόσο εὔκολη καὶ ἁπλή. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι κάτι μεγάλο, ὅπως ἐλέχθη. Εἶναι προικισμένος μέ τὴν ἐλευθερία. Εἶναι κατ᾽ εἰκόνα Θεοῦ. Καὶ πρέπει νὰ συνεργήση γιὰ τὴ σωτηρία του. Ἀλλοιῶς ἡ διὰ τῆς βίας καὶ παρὰ τὴ θέλησί του σωτηρία εἶναι κόλασι γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ἐξαφάνισι καὶ ἐξουδετέρωσι τῆς δυνατότητας πού τοῦ χάρισε ὁ Θεός νὰ μπορέση νὰ γίνῃ Θεός κατὰ χάριν. Γι᾽ αὐτὸ ὁ Θεός περίμενε αἰῶνες καὶ γενεές. Γιὰ νὰ βρεθῆ τὸ κατάλληλο πρόσωπο, ἐκεῖνο πού οἰκείᾳ βουλῇ, μέ τὴ θέλησί του, ἐλεύθερα θὰ ἔλεγε ναὶ στὸ Θεό. Θὰ ὑπάκουε στὸ θεῖο θέλημα γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου.
Καὶ ὅταν ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἐξαπέστειλε ὁ Θεός τὸν Υἱόν Αὐτοῦ γενόμενον ἐκ γυναικός, γενόμενον ὑπὸ νόμον, ἵνα τοὺς ὑπὸ νόμον ἐξαγοράση, ἵνα τὴν υἱοθεσίαν ἀπολάβωμεν. Τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου εἶναι ἡ Παρθένος. Σκοπὸς τῆς δημιουργίας ἦταν νὰ γεννηθῆ ἡ Παρθένος. Ὅταν αὐτὴ παρουσιάστηκε, ὅταν αὐτὴ γεννήθηκε, βρέθηκε ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος πού θὰ διόρθωνε τὸ πταῖσμα τῶν πρωτοπλάστων. Θὰ γεννοῦσε τὸν Σωτῆρα. Θὰ ἀνεδεικνύετο Θεοτόκος. «Θεοτόκε Παρθένε, ἡ τεκοῦσα τὸν σωτῆρα, ἀνέτρεψας τὴν πρώην κατάραν τῆς Εὔας...»
Αὐτὴ εἶναι ἡ καλὴ ἐν γυναξί. Ἡ τῷ Θεῷ προορισθεῖσα γενέσθαι μήτηρ αὐτοῦ. Ἡ προεκλεχθεῖσα ἀπὸ πασῶν τῶν γενεῶν. Αὐτὴ πού ἦταν ἄμωμος καὶ ἀμόλυντος. Πού ἀπὸ τὴ βρεφικὴ ἡλικία εἰσῆλθε εἰς τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων. «Τῶν Ἁγίων εἰς Ἅγια ἡ Ἁγία καὶ ἄμωμος ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι εἰσοικίζεται...».
Ἐκεῖ μένει. Τρέφεται κατὰ τὸ σῶμα μέ τροφὴ ἀγγέλων. Τρέφεται κατὰ τὸν νοῦν μὲ οὐράνια νοήματα. Δέν ζῆ γιὰ τὸν ἑαυτό της. Ζῆ γιὰ τὸν Θεό. Καὶ φθάνει στὴν ὡριμότητα ἐκείνη νὰ δεχθῇ τὸν ἀρχαγγελικὸ ἀσπασμό. Νὰ πῇ ναὶ στὸ Θεό. Νὰ πῇ τὸ «γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμα σου» στὸν Ἀρχάγγελο Γαβριήλ: Ἂς γίνῃ σέ μένα, στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα μου, κατὰ τὸ ρῆμα σου, κατὰ τὴν θέλησι τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἀρχίζει νὰ σαρκοποιῆ τὸν Υἱὸν καὶ Λόγον τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἀναδεικνύεται Θεοτόκος.
Δὲν διῆλθε δι᾽ αὐτῆς ὡς διὰ σωλῆνος ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Δέν εἶναι ἄλλος ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ἄλλος ὁ Υἱὸς τῆς Παρθένου. Ὁ Θεάνθρωπος, ὁ εἷς Θεός μέ δύο φύσεις, εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ Υἱὸς τῆς Παρθένου. Καὶ ὅποιος αὐτὸ δὲν πιστεύει, ἐκπίπτει τῆς υἱοθεσίας ποὺ ἔχει ἐπαγγελθῇ, ποὺ εἶναι ὑποσχεμένη στοὺς πιστούς.
Αὕτη σαρκοποιεῖ διὰ τῶν ἰδίων ἀχράντων αἱμάτων της, τῇ ἐπισκιάσει τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τὸν Υἱὸν καὶ Λόγον τοῦ Θεοῦ, τῇ εὐδοκίᾳ τοῦ Πατρός. Αὕτη ἀναδεικνύεται ἡ κλίμαξ δι᾽ ἧς κατέβη ὁ Θεός, καὶ ἡ γέφυρα ἡ μετάγουσα τοὺς ἐκ γῆς πρός οὐρανόν. Αὕτη εἶναι τὸ μεθόριον τῆς κτιστῆς καὶ ἀκτίστου φύσεως καὶ οὐδεὶς ἂν ἔλθοι πρός Θεόν, εἰ μὴ δι᾽ αὐτῆς τε καὶ τοῦ ἐξ αὐτῆς Μεσίτου.
Εἶναι ἡ οὐρανώσασα τὸ γεῶδες ἡμῶν φύραμα. Διὰ τῆς προσφορᾶς τοῦ καθαροῦ καὶ ἀμόλυντου ἑαυτοῦ της ἀρτοποιήθηκε ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς. Μπῆκε στὸ ἀνθρώπινο φύραμα ἡ ζύμη τῆς Βασιλείας. Ἔκαμε τὴ γῆ οὐρανό, τὴν κτίσι δυνάμει παράδεισο.
Αὐτὴ εἶναι τὸ πέρας τῶν προφητικῶν προρρήσεων. Αὐτὴν προκατήγγειλαν ἄνωθεν οἱ Προφῆται στάμνον, ράβδον, τράπεζαν, χρυσοῦν θυμιατήριον, ὅπως ἀκούσαμε νὰ ψάλουν οἱ ψάλται κατὰ τὴν ὥρα πού ἐνεδύετο τὴν ἀρχιερατικὴ στολὴ ὁ Ἀρχιερεύς. Καὶ αὐτὴ ἡ ἔνδυσις τοῦ Ἀρχιερέως τὴν ἀνάληψι τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ὑπὸ τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ εἰκονίζει. Καὶ ὅπως δὲν ἦταν δυνατὴ ἡ πλάσις τοῦ ἀνθρώπου πρίν ὑπάρξη ὁ πηλός, ἔτσι καὶ μετὰ τὴν πτῶσι δὲν ἦταν δυνατὴ ἡ ἀνάπλασι, χωρὶς νὰ γίνῃ ἡ φύσι μας ἔνδυμα τοῦ κτίσαντος. Σ᾽ αὐτὴν λοιπόν τὴν Παναγία Παρθένο καταλήγουν καὶ πέρας λαμβάνουν ὅλες οἱ προφητεῖες καὶ προτυπώσεις. Ἡ βάτος, ἡ κλίμαξ τοῦ Ἰακώβ, ἡ θάλασσα ἡ ἐρυθρά, τὸ ἀλατόμητον Ὄρος αὐτὴν προεμήνυαν.
Ἀλλὰ καὶ ὅλη ἡ δημιουργία- χρόνος καὶ ἱστορία-σ᾽ αὐτὴ βρίσκει τὴν καταξίωσι καὶ χαρὰ της. «Ἐπὶ σοὶ χαίρει, κεχαριτωμένη, πᾶσα ἡ κτίσις...». Εἶναι ἐκείνη ἐν ᾗ θεωροῦσα ἡ κτίσις ἀγάλλεται.
Καὶ οἱ θεῖοι μελωδοί, γιὰ νὰ ἐκφράσουν τὸ ἄρρητο κάλλος τῆς Παρθένου, ἐπιστρατεύουν ὅλη τὴ δημιουργία, φέρουν ὅλες τὶς λαμπρές εἰκόνες τῆς φύσεως. Καὶ τὴν ὀνομάζουν ἄρουραν εὔκαρπον, θάλασσαν καὶ πέλαγος χαρισμάτων τοῦ Πνεύματος, ὄρθρον φαεινόν, φωτεινὴν νεφέλην, ἄμπελον εὐκληματοῦσαν, ἐλαίαν κατάκαρπον, περιστερὰν ἀμόλυντον. Καὶ καταλήγουν καὶ καταλαβαίνουν οἱ ψαλμωδοὶ τὴν ἀδυναμία τους, καὶ ὁμολογοῦν: «Ὑπερίπταται, Θεοτόκε ἁγνή, τὸ θαῦμα σου τὴν δύναμιν τῶν λόγων».
Ξεπερνᾶ τὸ θαῦμα καὶ τὸ ἄρρητον κάλλος τῆς Παρθένου τὸ θαῦμα καὶ τὸ κάλλος τῆς δημιουργίας. Καὶ ἕνας Πατήρ τῆς Ἐκκλησίας ἑρμηνεύει τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, διὰ τοῦ ὁποίου χαρακτηρίζει τὰ δημιουργήματὰ Του «καλὰ λίαν», μέ τὸ πρόσωπο τῆς Παρθένου: Τὸ «καλὰ λίαν» ἀναφέρεται στὸ κάλλος καὶ τὴν καλωσύνη τῆς Παρθένου. Εἶναι καλά, γιατὶ ὁδηγοῦν στὴν Παρθένο, καταλήγουν σ᾽ αὐτὴν πού εἶναι ἡ «καλλονὴ τοῦ Ἰακώβ». Ὁ Θεός μέσω ὅλης τῆς δημιουργίας διέκρινε τὸ σκοπό, τὸ τέλος, τὸν ἀνθό της, πού εἶναι ἡ Παρθένος. Γι᾽ αὐτὸ εἶδε καὶ ὀνόμασε καλὰ λίαν τὰ πάντα.
Σ᾽ αὐτὴν καὶ δι᾽ αὐτῆς χρόνος καὶ φύσις καινοτομοῦνται. Τότε λοιπόν πού παρουσιάζεται ἡ Παρθένος, ξαναμπαίνομε στὸν παράδεισο τῆς ἐλευθερίας καὶ τοῦ θείου κάλλους. Ξαναπαίρνουμε τὴν υἱοθεσία. Μποροῦμε νὰ γίνωμε παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. Καταγλαΐζεται ὄντως ὁ κόσμος. Εἶναι ἡ «μόνη κοσμήσασα τὴν ἀνθρωπότητα τῷ τόκῳ αὐτῆς». Ὅλο τὸ κάλλος τῆς Παρθένου εἶναι ἔσωθεν. Εἶναι ὁ καρπὸς τῆς κοιλίας της, εἶναι ὁ Υἱός της, τὸ φῶς τοῦ κόσμου. Τώρα ὁ κόσμος φωτίστηκε, ἔγινε καινός. Ἔγινε τὸ σπίτι μας. Μποροῦμε νὰ ζήσωμε, νὰ τραφοῦμε, νὰ σωθοῦμε ἀπὸ τὸν Υἱόν τῆς Παρθένου καὶ Θεὸν ἡμῶν.
Τώρα δὲν εἴμαστε δοῦλοι τοῦ νόμου, ἀλλὰ φίλοι τοῦ Χριστοῦ. «Ἐγώ δὲν σᾶς λέω δούλους, ἀλλὰ φίλους, γιατὶ ὅσα ἤκουσα παρὰ τοῦ Πατρός μου σᾶς τὰ ἐγνώρισα». Μποροῦμε νὰ ἀπολαύσωμε τὴν υἱοθεσία, νὰ ξαναγίνωμε παιδιὰ τοῦ Θεοῦ καὶ κατὰ θέσι παιδιὰ τῆς Ἀειπαρθένου, τὴν ὁποία μᾶς ἐμπιστεύθηκε διὰ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου ὡς Μητέρα. Τώρα ὅλα κινοῦνται, ἱερουργοῦνται πνευματικῶς μέ ἄλλους νόμους. Τώρα προχωροῦμε πρός τὸ Πάσχα, τὸ Χριστό. Τὴν ὁδό, τὴν διάβασι, τὸ ξεπέρασμα, τὴν ἐπέκτασι. Καὶ ὁ μακαρισμὸς τῆς γυναικός ἐκ τοῦ ὄχλου, πού εἶπε γιὰ τὸν Ἰησοῦ: «μακαρία ἡ βαστάσασὰ σε καὶ μαστοὶ οὕς ἐθήλασας», συνεπληρώθη ἀπὸ τὸν Κύριον καὶ τὸν Υἱόν της μέ τό: «Μενοῦνγε, μακάριοι οἱ ἀκούοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ φυλάσσοντες αὐτόν».
Καὶ τοῦτο πολλές φορές ἑρμηνεύεται ἀπὸ τοὺς ἐκτὸς τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας σὰν ὑποτίμησι τῆς Παρθένου, ἐνῶ εἶναι ἐπαύξησι τοῦ μακαρισμοῦ της καὶ ἐπέκτασι καὶ ἅπλωμα τῆς εὐλογίας τῆς Θεοτόκου σ᾽ ὅλους: Δέν εἶναι μόνον αὐτὴ μακαρία. Δι᾽ αὐτῆς, τῆς ἀειμακαρίστου καὶ παναμώμου, μποροῦν ὅλοι νὰ γίνουν μακάριοι. Αὐτὴ εἶναι πού ἄκουσε τὸ Λόγο τοῦ Θεοῦ διὰ τοῦ ἀγγέλου, τὸν δέχτηκε ὑπάκουα καὶ ἁγνά. Καὶ δὲν τὸν φύλαξε μόνο, ἀλλὰ συνεκράθη μὲ αὐτὸν καὶ σαρκοποίησε καὶ γέννησε τὸ Θεάθρωπο Κύριο. Καὶ ἁγιάστηκε ἡ ἴδια ἐξ αὐτοῦ. Καὶ ἔγινε Παναγία. Γιατὶ ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ παρθενικὴν μήτραν ἡγίασεν τῷ τόκῳ αὐτοῦ. Καὶ τώρα κάθε ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ἀκούσῃ τὸ Λόγο τοῦ Θεοῦ. Νὰ τὸν φυλάξη μέσα του. Καί, κατὰ τὸ ὑπόδειγμα τῆς Παρθένου, νὰ συλλάβη τὴ χαρὰ τὴν ἄφατη καὶ νὰ γίνῃ κατὰ χάριν μήτηρ Θεοῦ. Καὶ μᾶς διαβεβαιώνει ὁ ἅγιος Συμεών ὁ νέος Θεολόγος: «Μακάριος ὁ τὸ φῶς τοῦ κόσμου ἐν ἑαυτῷ μορφωθέν θεασάμενος, ὅτι αὐτός ὡς ἔμβρυον ἔχων τὸν Χριστόν, μήτηρ αὐτοῦ λογισθήσεται, καθώς ἐκεῖνος ὁ ἀψευδής ἐπηγγείλατο· «Μήτηρ μου» λέγων «καὶ ἀδελφοὶ καὶ φίλοι οὗτοί εἰσι». Ποῖοι; «Οἱ ἀκούοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ ποιοῦντες αὐτόν». Αὐτὴ εἶναι ἡ Θεοτόκος δι᾽ ἧς ἔλαμψεν ἡμῖν ὁ Ἐμμανουήλ πού ἀνέτρεψεν τὴν πρώην κατάραν τῆς Εὔας. Αὐτὴ εἶναι πού ἔγινε μήτηρ τῆς εὐδοκίας τοῦ Πατρός. Καὶ ἦλθε ἡ καινὴ κτίσις. Καὶ φωτίζει τὰ πάντα ὁ Χριστός, τὸ φῶς τοῦ κόσμου. Καὶ σκέπει τὰ πάντα ἡ Θεομητορικὴ στοργὴ τῆς Παναγίας. Καὶ ὑπάρχουν οἱ φίλοι τοῦ Χριστοῦ, τὰ ὑπάκουα παιδιὰ τῆς Παναγίας. Πού μιμοῦνται τὴ ζωή της κατὰ δύναμιν, πού δέχονται τὴν εὐλογία τοῦ Υἱοῦ της. Καὶ ἕλκονται καὶ νικῶνται ἀπὸ τὴ στοργή της. «Χαῖρε, στοργή, πάντα πόθον νικῶσα». Καὶ δέχονται ἐπισκέψεις ἀρχαγγελικές.
Ἕνα τέτοιο ὑπάκουο παιδὶ τῆς Παναγίας, ἐκλεκτός ἐν μοναχοῖς, εἶναι καὶ ὁ ἀνώνυμος ὑποτακτικός πού δέχτηκε ἀπὸ τὸν Ἀρχάγγελο Γαβριήλ τὸν οὐράνιο ὕμνο στὸ λάκκο τῆς Καψάλας. Σταματᾶνε οἱ σκέψεις, οἱ ἰδέες, καὶ ἐκβλύζουν τὰ πάντα σ᾽ ἕνα ὕμνο δοξολογίας, αἶνο καὶ μακαρισμὸ τῆς Παρθένου Θεοτόκου: «Ἄξιόν ἐστιν ὡς ἀληθῶς...». Εἶναι ὁ ὕμνος πού ἐψάλη ἀπὸ τὸν Ἀρχάγγελο. Εἶναι τὸ μεγαλυνάριο πού συγκεντρώνει ὅλους τοὺς ὕμνους καὶ προχωρεῖ ἀπὸ τὸ λάκκο τοῦ ᾌδειν στὴ θάλασσα τῶν χαρισμάτων τῆς Παναγίας. ἔκαμε δῶρο τὴν πέτρα πού χαράκτηκαν τὰ λόγια τοῦ ὕμνου, τὸν ἀγγελοδίδακτο ἦχο, καὶ τὴν ἅγια εἰκόνα τῆς Θεοτόκου μπροστὰ στὴν ὁποία ἔψαλε ὁ ἄγγελος.
Καὶ αὐτός ἔφυγε. Ἔμεινε ἄγνωστος καὶ ἀνώνυμος. Τοῦ φτάνει νὰ ζῇ μέ τοὺς ἀγγέλους ἐσαεὶ καὶ νὰ ψάλλη μέ τὶς οὐράνιες χοροστασίες τὸν ὕμνο τῆς Παρθένου, τὸ «Ἄξιον ἐστί». Καὶ νὰ μετέχη τῆς χάριτος τοῦ ἀνωνύμου ὀνόματος, πού εἶναι ὁ Κύριος. Καὶ ὁ ἀνώνυμος μοναχός χαίρεται μόνον ὅταν ἐμεῖς χαιρώμαστε τὴ χαρὰ τῶν ἀγγέλων καὶ ὑμνοῦμε τὴ Θεομήτορα καὶ δεχόμαστε τὴ θεία της εὐμένεια. Καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ ὄνομά του, ὁ πλοῦτος του, ἡ ζωή του, ἡ τρυφή του, ἡ δόξα καὶ ἡ ἀνάπαυσί του· νὰ μὴν ἔχῃ ἀνάπαυσι (Ἀποκ. δ´ 8) καὶ νὰ ψάλλῃ διὰ παντός μετὰ τῶν μακαρίων πνευμάτων τὸ «Ἄξιόν ἐστι» τῆς Παρθένου. Καὶ τὸ «ἄξιον τὸ ἀρνίον» τῆς Ἀποκαλύψεως (ε´ 12).
Καὶ ὁ ὕμνος αὐτός ἔγινε ὕμνος παναγιορείτικος. Ὕμνος πανορθόδοξος. Ὕμνος πού μπῆκε στὴν καρδιὰ τῆς θείας λειτουργίας. Καὶ ἡ εἰκόνα τοῦ «Ἄξιόν ἐστιν τοποθετήθηκε στὴν κεντρικώτερη καὶ ψηλότερη θέσι τοῦ συνθρόνου στὸ ναὸ τοῦ Πρωτάτου. Καὶ στὴν θεία ἀναφορά, ἀφοῦ θὰ ὑμνήση ὁ Ἱερεὺς τὸ Θεὸ μέ τοὺς λόγους: «Ἄξιον καὶ δίκαιον σέ ὑμνεῖν, σέ αἰνεῖν, σοὶ εὐχαριστεῖν...», καὶ μετὰ τὸν καθαγιασμὸ τῶν Τιμίων Δώρων ὁ λαός ἐκφώνως καὶ ἐμμελῶς ψάλει τὸ «Ἄξιόν ἐστιν ὡς ἀληθῶς μακαρίζειν σε τὴν Θεοτόκον...». Ἀφοῦ δοξολογηθῆ καὶ ὑμνηθῆ, ἀναπεμφθῆ εὐχαριστία στὸν ἀόρατο καὶ ἀκατάληπτον Θεό, δοξολογοῦμε καὶ τὴν ἀειπάρθενο κόρη, τὴ Θεοτόκο Μαρία, τῶν ἀσωμάτων τὸ ἆσμα καὶ τῶν πιστῶν τὸ ἐγκαλλώπισμα. Αὐτὴ εἶναι ἡ προσφορὰ τῆς ἀνθρωπότητος στὸ Θεό, ἡ καθαρότητι ἀγγέλους ὑπεράρασα. «Ἡμεῖς προσφέρομεν Μητέρα Παρθένον».
Καὶ τώρα πού γιορτάζουμε τὰ χίλια χρόνια τοῦ ἀγγελοδίδακτου ὕμνου, δὲν κάνουμε ἁπλὴ ἱστορικὴ ἀναδρομή. Ζοῦμε ἐδῶ ἐκεῖνο τὸ θαῦμα τώρα. Ἔχομε τὴν ἴδια ἅγια εἰκόνα μπροστά μας. Ἔχομε τὸν ἀρχάγγελο Γαβριήλ πού ψάλλει μετὰ τῶν μακαρίων πνευμάτων. Ἔχομε τὸν ἀνώνυμο μοναχὸ καὶ τὸν ἄγνωστο ἁγιογράφο. Ἔχομε συγκεντρωμένους ὅλους τοὺς ἐπωνύμους καὶ ἀνωνύμους, οἱ ὁποῖοι στοὺς αἰῶνες πού πέρασαν, ταπεινώθηκαν, ἔκλαψαν, πόνεσαν, ἀγάπησαν καὶ ἄκουσαν ὕμνους ἀνάκουστους, εἶδαν ὁράματα μυστικά, τράφηκαν μέ οὐράνιο μάννα, ἐνετρύφησαν στὴ χαρὰ τοῦ παραδείσου, νίκησαν τὴ φθορὰ καὶ μπῆκαν θείᾳ χάριτι στὴν ἐλευθερία τῆς μελλούσης Βασιλείας.
Ἐδῶ, διὰ τῆς Θεοτόκου καὶ τοῦ Θεανθρώπου, στὴ θεία Λειτουργία εἶναι παρόντα πάντα. Αὐτὴ εἶναι πού κατήργησε τοὺς φραγμούς, εἶναι ἡ ἐν χρόνῳ τὸν ἄχρονον ἀφράστως κυήσασα, ἡ τῷ θείῳ τόκῳ της τυπώσασα τὸν ἔξω τόπου τῇ θεότητι ὑπάρχοντα. Καὶ τοὺς κοσμικῶς καὶ χρονικῶς διεσπαρμένους ὁμοχώρους καὶ συγχρόνους ποιεῖ. Διὰ τοῦ θείου τόκου της ἀνήχθημεν ἐν ὑπερώῳ λειτουργικῷ τόπῳ ὅπου τὰ φοβερὰ τελεσιουργεῖται.
Γιὰ ὅλα αὐτὰ ἄξιον ὡς ἀληθῶς, μακαρίζειν τὴν Θεοτόκον.
Καὶ μεῖς ἀξιωνόμαστε νὰ μένομε στὸ περιβόλι της. Καὶ εἶναι κατὰ χάριν μεθ᾽ ἡμῶν. Ἐνῶ μετέστη πρός τὴν ζωήν, τὸν κόσμον οὐ κατέλιπε. Καὶ γέμισε τοὺς λάκκους καὶ τὰ ὑψώματα τοῦ Ὄρους μέ παιδιὰ δικὰ της, ταπεινὰ καὶ ἅγια, ποὺ ψάλλουν μέ ἀγγέλους. Καὶ τοὺς κάνει συντροφιὰ ἡ Θεομήτωρ. Καὶ γράφονται στὶς καρδιὲς καὶ τὶς πέτρες θεῖοι ὕμνοι. Καὶ μένουν στὴν ἀτμόσφαιρα καὶ στὰ κελλιὰ καὶ τὰ χώματα καὶ τὴ μνήμη ἀρώματα οὐράνιας εὐωδίας. Καὶ φωτίζουν τὸν ὁρίζοντα τὴ νύχτα καὶ τὴ μέρα θεῖες ὀπτασίες. Καὶ καθημερινῶς ὑμνοῦμε «τὴν καθαρὰν οἱ ἀκάθαρτοι».
Εἶναι τὰ κελλιά, τὰ μοναστήρια, τὰ ἡσυχαστήρια, τὰ μονοπάτια, τὰ κοιμητήρια γεμάτα θεομητορικὴ παρουσία καὶ κατάνυξι, πού νίκησε τὸ θάνατο, καταργεῖ τὶς ἀποστάσεις καὶ γεμίζει τὰ πάντα παρηγοριά. Γι᾽ αὐτὸ δοξολογοῦμε, εὐγνωμονοῦμε καὶ νοιώθουμε ὅτι εἶναι φοβερός ὁ τόπος οὗτος. Δέν εἶναι τίποτα ἄλλο, ἀλλ᾽ οἶκος Θεοῦ. Καὶ αὕτη ἡ πύλη τοῦ οὐρανοῦ.
Εἶναι ἀναρίθμητα τὰ θαύματα τῆς Παναγίας, τῆς Παρθένου, τῆς φοβερᾶς προστασίας τοῦ Ὄρους, τῆς Πορταϊτίσσης, τῆς Γλυκοφιλούσης, τῆς Ὁδηγητρίας, τῆς Γοργοϋπηκόου, τῆς Ἐσφαγμένης, τῆς Κουκουζέλισσας. Τῆς χάριτος τῆς φανερᾶς καὶ ἀγνώστου τῆς Παναγίας.
Παρ᾽ ὅλες τὶς ἀδυναμίες μας, παρ᾽ ὅλες τὶς ἐπιθέσεις διὰ τῶν αἰώνων, τῶν πειρατῶν, τῶν κουρσάρων, τῶν κατακτητῶν, τῶν δαιμόνων, τῶν ποικίλων πειρασμῶν, τὸ Ὄρος μένει ἅγιο καὶ ἱερό, μοναχικόν καταγώγιον, ἰδιαίτατον ἐνδιαίτημα τῆς Παρθένου. Καὶ εἶναι σ᾽ αὐτὸ κατὰ τὴν ἀψευδῆ ὑπόσχεσί της ἡ Θεοτόκος ἄμαχος σύμμαχος, τῶν πρακτέων ὑφηγητής, τῶν μὴ πρακτέων ἑρμηνευτής, τροφεύς, κηδεμών καὶ ἰατρός.
Καὶ ἐφ᾽ὅσον τόσες φορές κάθε μέρα, τώρα καὶ χίλια χρόνια, ἔμεινε ἡ Κυρία Θεοτόκος πιστὴ στὴν ὑπόσχεσί της, εἴμαστε βέβαιοι ὅτι αὐτὴ ἡ ὄντως φιλόστοργος μητέρα θὰ μᾶς συμπαρασταθῆ καὶ τὴν ὥρα τὴ φοβερὰ τῆς δίκης καὶ θὰ γίνῃ πρέσβυς πρός τὸν Υἱόν της, ὅπως μᾶς ὑποσχέθηκε, ὅταν ἐκεῖνος ἔλθη κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς.
Ἔτσι, ἐκτός ἀπὸ τὰ μέγιστα γεγονότα τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου, τὰ ὁποῖα δι᾽ αὐτῆς διεπράχθη, εἶναι ἄξιον καὶ δίκαιον νὰ ποῦμε καὶ νὰ ψάλωμε καὶ γιὰ τὰ χίλια χρόνια τῆς παρουσίας τῆς Κυρίας Θεοτόκου στὸ Περβόλι της ἀκόμη μιὰ φόρα μ᾽ ὅλη μας τὴν καρδιὰ τό:
«Ἄξιόν ἐστιν ὡς ἀληθῶς μακαρίζειν σε τὴν Θεοτόκον...»