(Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Μοναχοῦ Θεόκλητου Διονυσιάτου: Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ὁ θαυματουργός. Ἐκδόσεις «Ὑπακοή», 1992. σελ. 153-159)
Σπάνια μπορεῖ νὰ βρεῖ κανεὶς δασκάλους ὑψηλῶν ἰδεῶν ποὺ προηγουμένως τὶς ἔζησαν. Κατὰ κανόνα οἱ ἄνθρωποι διδάσκουν θεωρίες, ποὺ οἱ ἴδιοι δὲν τὶς ἔχουν βιώσει, γι᾿ αὐτὸ καὶ γίνονται ἀντικείμενο λαϊκοῦ σαρκασμοῦ. Ὑψηλότερη διδασκαλία ἀπὸ τὴν εὐαγγελικὴ δὲν ὑπάρχει. Καὶ ἐδῶ ἀκριβῶς δημιουργεῖται ἕνα δίλημμα γιὰ τοὺς δασκάλους τοῦ Εὐαγγελίου. Ποιὸς ἀπ᾿ αὐτοὺς μπορεῖ νὰ ἰσχυρισθεῖ ὅτι βιώνει τὴ διδασκαλία τοῦ Κυρίου; Καὶ ἀφοῦ δὲν τὴν βιώνει, δὲν εἶναι ἀξιολύπητο πλάσμα νὰ ἐξαγγέλλει τὶς ἀλήθειες τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖες φυσικὰ διδάσκονται γιὰ νὰ ἐφαρμοσθοῦν στὴ ζωή;
Μόνο οἱ Ἅγιοι τοῦ Θεοῦ εἶναι πλήρως ἐναρμονισμένοι μὲ τὴ θεωρία καὶ τὴν πράξη. Αὐτοὶ διδάσκουν πράττοντες ἢ πράξαντες. Ὅ,τι λένε βγαίνει ἀπὸ τὸ πλήρωμα τῆς ζωῆς τῆς καρδιᾶς των. Καὶ ὅπως ὁ Κύριός των, καθὼς γράφει ὁ ἱερὸς Λουκᾶς: «ὧν ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς ποιεῖν τε καὶ διδάσκειν», ἔτσι κι αὐτοί: «λαβόντες τὸν σταυρόν, ἠκολούθησαν τῷ Χριστῷ καὶ πράττοντες ἐδίδασκον...».
Καὶ ὁ ἅγιος Νεκτάριος πλήρης ἀπὸ τοὺς «καρπούς» τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ζοῦσε ὅλες τὶς ἰδιαίτερες ἐνέργειές τους. Καὶ φιλάδελφα τὶς ἐδίδασκε προφορικῶς καὶ γραπτῶς. Τὴν προφορική, κηρυκτικὴ διδασκαλία του δὲν τὴν ἔχουμε. Ὑπάρχει ὅμως ἡ γραπτή. Τὰ κείμενα τοῦ θείου Πατέρα μας δὲν εἶναι μία ξηρὰ ἔκθεση γνώσεων. Εἶναι μία ἀνάβλυση μέσα ἀπὸ ὁλόκληρο τὸ εἶναι του. Αἰσθάνεται κανεὶς ὅτι, ὅταν περιγράφει τὶς ἐνέργειες καὶ τὰ ἰδιώματα τῶν ἀρετῶν, δὲν κάνει τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸ νὰ ἐκφράζει τὴν προσωπικὴ πεῖρα του. Περιγράφει τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ζεῖ.
Ἤδη στὸ πρῶτο μέρος τοῦ βιβλίου παρουσιάσαμε, κατὰ τὸ δυνατό, τὴν ἱστορικὴ πορεία τοῦ θεοφόρου ἱεράρχη, ἀπὸ τὴ γένεση μέχρι τὸ μακάριο τέλος του καὶ μέσα ἀπὸ τὶς διάφορες φάσεις τῆς ἁγίας ζωῆς τοῦ προσπαθήσαμε νὰ ἑρμηνεύσουμε, ὅσο μας προσεφέρετο, τὴν ἐσωτερικὴ ἐν Χριστῷ ζωή του.
Στὸ δεύτερο μέρος πρέπει νὰ συμπληρώσουμε τὴ θεία εἰκόνα του, κάνοντας ἀναφορὰ στὰ βιβλία του. Γιατί, ὅπως σημειώσαμε, τὰ κείμενα αὐτὰ δὲν ἀποτελοῦν ἕνα σύνολο θεωρητικῆς διδασκαλίας, ἀλλὰ παλμοὺς τῆς καρδιᾶς, μία αὐτοζωγράφηση ὕστερα ἀπὸ ἐσωσκόπηση καὶ αὐτοεποπτεία, ὕστερα ἀπὸ ἕνα ἀκρόαμα τῶν ψυχικῶν δονήσεων, ποὺ ὀφείλονται στὴ θέα τοῦ θείου φωτός, ποὺ ἔλαμπε στὸ νοερὸ ὄμμα τῆς ψυχῆς του.
Δὲν πρέπει δὲ νὰ μᾶς διαφύγει ὅτι ὁ Ἅγιος, μὲ τὴν ἁγιοπνευματικὴ διάκρισή του καὶ τὴ βαθειὰ ταπείνωση ποὺ συνεῖχε ὅλο τὸν ψυχοπνευματικό του κόσμο, δὲν παρεσύρετο ὡς πρὸς τὴν πνευματικὴ ἀξία τῶν ἐκ πίστεως θαυμάτων του, οὔτε ἀπὸ τὶς σημαντικώτατες γιὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ γνώσεις του, οὔτε ἀπὸ τὰ συγγράμματά του, ἢ ἀπὸ τὶς τιμὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ τὴ δόξα τῆς ἀρχιερωσύνης.
Ἔχοντας ἀσφαλῆ καὶ πνευματικὰ κριτήρια, ἀγωνιζόταν νὰ ὁμοιωθεῖ μὲ τὸ Θεὸ διὰ τῶν ἀρετῶν καὶ τῶν ἐνεργημάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γιατί ἐγνώριζε μὲ πνευματικὴ πεῖρα, ὅτι χωρὶς τὶς θεολογικὲς ἀρετὲς τῆς πίστεως, τῆς ἐλπίδος καὶ κυρίως τῆς ἀγάπης, ἡ ψυχὴ ὑστερεῖ καὶ ἀδυνατεῖ νὰ κοινωνήσει μὲ τὸ Θεὸ τῆς ἀγάπης. Ἀλλὰ καὶ στὶς ἀρετὲς μόνες δὲν ἠρκεῖτο ὁ θεοφόρος ἀνήρ. Προχωροῦσε στὴν ἕνωση μὲ τὸ Θεὸ διὰ τῆς καθαρᾶς καὶ συντετριμμένης προσευχῆς, ποὺ τὸν ἐγέμιζε μὲ ἄῤῥητη εὐφροσύνη.
Ἄλλωστε εἶναι κοινὴ συνείδηση στὴν Ἐκκλησία ἡ διδασκαλία τοῦ μεγάλου Παύλου: «Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον. Καὶ ἐὰν ἔχω προφητείαν καὶ εἰδῶ τὰ μυστήρια πάντα καὶ πᾶσαν τὴν γνῶσιν, καὶ ἐὰν ἔχω πᾶσαν τὴν πίστιν, ὥστε ὄρη μεθιστάνειν... Καὶ ἐὰν ψωμίσω πάντα τὰ ὑπάρχοντά μου, καὶ ἐὰν παραδῶ τὸ σῶμά μου ἵνα καυθήσωμαι, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐδὲν ὠφελοῦμαι» (Α´ Κορ. ιγ´, 1-8). Καὶ ὁ θεῖος Πατέρας ποτὲ δὲν ξεγελάστηκε ἀπὸ τὶς ἐπιφάνειες: τὶς γνώσεις του καὶ τὶς γλῶσσες του -ἐγνώριζε καλὰ Γαλλικὴ καὶ Λατινική- οὔτε ἀπὸ τὰ ἔμφυτα καὶ τὰ ἐπίκτητα χαρίσματά του, ποὺ ἐντυπωσιάζουν τοὺς πολλούς, οὔτε ἀπὸ τὶς θαυματουργίες του, ποὺ προκαλοῦν θαυμασμό.
Ἄλλωστε, ὅταν ἔχεις δυὸ πράγματα ἀπὸ τὰ ὁποῖα τὸ μὲν ἕνα κυριαρχεῖ σ᾿ ὅλη σου τὴν ὑπόσταση, τὸ δὲ ἄλλο ἁπλῶς ὑπάρχει χωρὶς νὰ ἔχει τὴ δύναμη νὰ σὲ συγκινήσει, ἑπόμενο εἶναι τὸ δεύτερο νὰ τὸ θεωρεῖς ὡς μὴ ὑπάρχον. Ὅταν λοιπὸν ἡ «ὑπὲρ νοῦν εἰρήνη», ἀδελφωμένη μὲ τὴν ἀγάπη, τὴν ἐλπίδα καὶ τὴ χαρά, ποὺ ἐνεργοῦσε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μονίμως στὴ θεοφόρα καρδιά του, «συνεῖχαν» ὁλόκληρο τὸ ψυχοσωματικὸ εἶναι του καὶ προγευόταν ἀπὸ ἐδῶ τὴν παραδείσια μακαριότητα, ἑπόμενο ἦταν νὰ μὴ ὑπῆρχαν κενὰ στὴν ἁγία του ψυχὴ γιὰ ἀλλότριες χαρὲς καὶ μωμητὲς ἱκανοποιήσεις.
Ἐπίσης, εἶναι ἀπαραίτητο νὰ σημειώσουμε, ὅτι ἡ γλῶσσα τοῦ θεοειδοῦς διδασκάλου εἶναι στὸν τύπο, ποὺ ἔγραφαν καὶ μιλοῦσαν οἱ μορφωμένοι τῆς ἐποχῆς του καὶ ποὺ μάθαιναν τὰ Ἑλληνόπουλα στὰ σχολεῖα. Ἀλλὰ καὶ οἱ θεολογικοὶ ὅροι φυσικὰ δὲν εἶναι oἱ ἐν χρήσει σήμερα, οὔτε ἐπίσης οἱ ψυχολογικοί. Ὅμως γι᾿ αὐτὸ δὲν εἶναι ὀλιγώτερο πατερικοί, ἀκριβεῖς καὶ ἐκφραστικοὶ τῆς ἀνθρωπολογικῆς, τῆς δογματικῆς καὶ τῆς πνευματικῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας.
Τελικὰ θὰ ἔπρεπε νὰ παρατηρήσουμε ὅτι καὶ μόνο τὰ κείμενα ἀπὸ τὸ ἔργο τοῦ «Γνῶθι σαυτόν» λύνουν τὸ μεγαλύτερο πρόβλημα τοῦ κόσμου: τὸ πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ βασανίζεται μέσα στὴ διαλεκτικὴ τοῦ κόσμου τούτου, ἀναζητῶντας τὴ λύση τῶν προβλημάτων του ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, ἐνῷ τὸ πρόβλημα βρίσκεται μέσα του, εἶναι τὸ ἴδιο τὸ εἶναι του.
Ὁ σατανᾶς ἐπέτυχε νὰ ἀποσπάσει τὴν προσοχὴ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν προσωπικὴ μέριμνα γιὰ τὴν ἐσωτερική του θεραπεία ἐκ τῶν ψυχικῶν νοσημάτων του καὶ νὰ τὸν παρασύρει σὲ μία ἀλόγιστη ἐξωστρεφῆ περιπλάνηση, σὲ μία διανοητικὴ καὶ συναισθηματικὴ ἀλητεία, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μὴν ξέρει «πόθεν ἔρχεται καὶ ποὺ ὑπάγει», σύροντας τὰ κουρασμένα καὶ ἀσταθῆ βήματά του ἐδῶ κι ἐκεῖ, τραγικὸς κυνηγὸς σκιῶν, «ἄσωτος υἱός», μακριὰ ἀπὸ τὴν πατρική του στέγη, ποὺ εἶναι ὁ ἐντὸς ἄνθρωπος, ἑνοποιημένος ἐν τῷ Χριστῷ.
Γιατὶ ὅταν ὁ Χριστὸς γεμίσει τὴν ψυχὴ μὲ τὰ ἐνεργήματα τῆς πίστεως, τῆς ἐλπίδος, τῆς χαρᾶς, τῆς ἀγάπης, ποὺ μεθοῦν τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν κάνουν «ὡραιότερο ἀπ᾿ ὅλους τοὺς ὡραίους, πλουσιώτερο ἀπ᾿ ὅλους τοὺς πλουσίους καὶ δυνατώτερο ἀπ᾿ ὅλους τοὺς αὐτοκράτορες», πῶς μπορεῖ νὰ παγιδευθεῖ στὸ χῶρο τῶν ἀτελείωτων ἀνταγωνισμῶν καὶ διεκδικήσεων καὶ δικαιωμάτων σὲ διαφόρων μορφῶν ἀγαθά, τὴ στιγμὴ ποὺ σὰν ἀληθινὸ τέκνο τοῦ Θεοῦ τρέφεται μὲ τὰ ὑπεραγάθα, ποὺ μᾶς πρόσφερε ὁ γλυκύτατος Κύριος;
Βέβαια ὁ ἅγιος Νεκτάριος δὲν φέρνει τίποτε νέο στὴν ἐποχή μας. Τὸ δῶρο, ἡ Χάρη, ἡ ἀλήθεια ἔχουν δοθεῖ ἐδῶ καὶ εἴκοσι αἰῶνες διὰ τοῦ Σαρκωθέντος Λόγου. Ἀλλὰ τότε γιατί εἴμαστε εὐγνώμονες στὸν γλυκύτατο Πατέρα μας; Διότι σὲ μία ἐποχὴ ποὺ ὡς Χριστιανοὶ κινδυνεύουμε νὰ χάσουμε μαζὶ μὲ τὸν προσανατολισμὸ κι αὐτὴ τὴν πίστη μας, ἐπειδὴ δὲν τὴ ζοῦμε, ἔρχεται σάν «ὑετὸς ἐπὶ πόκον» μὲ τὴν ἀθόρυβη παρουσία τῆς ταπεινώσεως, νὰ ἐπανευαγγελισθεῖ μὲ τὴν πράξη τῶν ἐμπειριῶν του καὶ μὲ τὴν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἔλλαμψη τῶν θεωριῶν του, τὰ μεγαλεῖα της ἁγιωτάτης Πίστεώς μας. Κι αὐτό, ὅσο ἦταν «ἐν σαρκί». «Μετὰ πότμον» ὅμως, μετὰ τὸ σιωπηλὸ πέρασμά του ἀπὸ τὸ ἄστρο μας, θορυβεῖ ἐκκωφαντικὰ καὶ ὑψώνεται ἀπὸ τὸν Κύριο, κατὰ τὴν ὑπόσχεσή του -«ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται»- στὴ θέα ὅλου τοῦ κόσμου μὲ τὰ θαύματά του.
Στὴν ἐποχὴ τοῦ θείου Νεκταρίου εἶναι γνωστὸ ὅτι ὑπῆρχε πολλὴ ἀμάθεια στὸ λαὸ καὶ τὸν κλῆρο, καὶ τὰ βιβλία ἦταν σπάνιο εἶδος. Αὐτὸ δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ διαφύγει τὴν προσοχὴ τοῦ σοφοῦ ἤδη καὶ πολυμαθέστατου ἱεράρχη, πολὺ περισσότερο δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ μὴ σπλαγχνισθεῖ «ἐπὶ τὸν ὄχλον τοῦτον». Ἀποδίδοντας δὲ ξεχωριστὴ σημασία στὴ διανοητικὴ καλλιέργεια καὶ τὴ μορφωτικὴ συγκρότηση τοῦ Χριστιανοῦ -ὅπως θὰ κάνομε εἰδικὸ λόγο- ἐπέλεξε τὸν ἀποτελεσματικότερο τρόπο ἀντιμετωπίσεως τοῦ προβλήματος: τὴ συγγραφὴ βιβλίων.
Οἱ προφορικὲς διδασκαλίες του, ὡς ἱεροκήρυκα καὶ ὡς διευθυντοῦ τῆς Ῥιζαρείου, προκαλοῦσαν βέβαια ἰσχυρὲς ἐντυπώσεις καὶ ἐνθουσιασμούς. Ἀλλὰ αὐτὰ τὰ εἴδη τῆς ὑποδοχῆς τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι ἀνθεκτικὰ καὶ δὲν παραμένονν μόνιμα στὸ γνωστικό της ψυχῆς. Γι᾿ αὐτὸ ὁ φιλάδελφος διδάσκαλος, ὕστερα ἀπὸ ἐκτίμηση τῶν πνευματικῶν ἀναγκῶν τοῦ λαοῦ, κινοῦσε ἐπάνω στὸ χαρτὶ τὸν «ὀξυγράφο κάλαμό» του κι ἔγραφε βιβλία, ὅσο τοῦ ἐπέτρεπαν οἱ τόσες ἄλλες ἀπασχολήσεις του.
Τὰ βιβλία ποὺ μέχρι τώρα ἐξεδόθησαν -γιατί ὑπάρχουν ἀκόμη ἀνέκδοτα ἀπὸ τὰ κατάλοιπα τοῦ σοφοῦ διδασκάλου- ἀνήκουν σὲ διάφορα εἴδη τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ λόγου: δογματικά, ἠθικοπνευματικά, ἀπολογητικά του Χριστιανισμοῦ, ἑρμηνευτικὰ τῶν Εὐαγγελίων, συγγραφὲς ποιμαντικῆς ἐπιστήμης καὶ ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας, ἐκκλησιαστικὴ ποίηση, ὑμνολογία, κατηχητικά, ἀνθολογίες φιλοσοφικῶν καὶ θρησκευτικῶν κειμένων, κηρυγματικοὶ λόγοι, μελέτες μοναχικοῦ βίου, λειτουργικὰ καὶ πατερικὲς ἐκδόσεις.
Ἡ ὀγκωδεστάτη αὐτὴ συγγραφικὴ ἐργασία ὀφείλεται στὴν ἀκαταπόνητη φροντίδα καὶ τὸν πόθο του γιὰ τὴν οἰκοδομὴ τῶν Χριστιανῶν καὶ τὴ δημιουργία Ὀρθοδόξου συνειδήσεως, ἐκτὸς ἀπὸ τὴ σημαντικὴ παραγωγὴ σὲ διάφορα ποιητικὰ μέτρα ὕμνων καὶ ᾠδῶν, ποὺ ἦταν τό «τραγούδι» του, ἡ κιθάρα του, ἡ κινύρα τοῦ Πνεύματος, τὸ μέσο μὲ τὸ ὁποῖο ἐξεδήλωνε τοὺς θείους πόθους καὶ ἔρωτές του πρὸς τὴν Ἁγία Τριάδα καὶ τὴ βαθειὰ εὐγνωμοσύνη του στὴν Παναγία. Τὸ ὑμνογραφικὸ ἔργο τοῦ θεοφόρου Νεκταρίου ἀνέβλυσε ἀπὸ τὴν ψυχή του πρῶτα γιὰ προσωπική του χρήση καὶ κατὰ δεύτερο λόγο γιὰ νὰ ψάλλουν τὶς ἐνθουσιαστικὲς στροφές του οἱ μοναχές.
Βέβαια στὴν κυριολεξία δὲν ἦταν ὑμνογράφος, ἀλλὰ ἁπλῶς ὑμνολόγος, ὑμνητὴς τοῦ θείου, ἔνθεος στιχουργός, ψυχὴ ποὺ ἐμόρφωνε σὲ στίχους τοὺς ἐκ βαθέων στεναγμούς του, θεόληπτος καρδιὰ ποὺ σκιρτοῦσε ἀγαλλομένη ἀπὸ τὰ ἀφόρητα ἐνεργήματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τὰ μετουσίωνε σὲ ψαλμοὺς καὶ ᾠδὲς πνευματικές. Καὶ συχνά, ἀπὸ τὴ βαθειά του ταπείνωση, ἱκέτευε τὴ Θεοτόκο καὶ Μητέρα τοῦ Θεοῦ νὰ τὸν συνδράμει στὶς «κατὰ ἄνθρωπον» θλίψεις καὶ στοὺς πειρασμούς του καὶ νὰ τὸν βοηθήσει στὶς προσπάθειές του γιὰ τὴ δόξα τοῦ Υἱοῦ της.
Στὶς ἀξιόλογες συγγραφὲς τοῦ θεοσόφου Πατέρα μας ἀντανακλᾶται ὁ Ὀρθόδοξος θεολόγος, ὁ δόκιμος συγγραφέας, ὁ πολυμαθὴς λόγιος, ὁ εὐσυνείδητος ἐπιστήμων, ὁ ποιμένας ὁ καλός, ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος, ὁ φωτεινὸς νοῦς, ὁ ἔμπειρος διδάσκαλος, ἡ ἁγιασμένη ψυχή, ὁ τέλειος Χριστιανός, ὁ Ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας. Ἔγραψε κείμενα γιὰ ὅλα τὰ θέματα ποὺ ἀφοροῦν στὴν ἐσωτερικὴ ζωή, τὰ ὁποῖα σὲ τελευταία ἀνάλυση, ἀντιφεγγίζουν τὴν δική του ζωὴ καὶ ἀγάπη καὶ θεῖο ἔρωτα, σὰν τέλεια πίστη στὸ Θεό, σὰν ἐλπίδα ζωντανή, σὰν ἐν Κυρίῳ χαρά, σὰν ἀδιάλειπτη προσευχή, κ.λ.π. Θὰ ἔπρεπε ἐδῶ νὰ σημειωθεῖ, ὅτι στὰ δυὸ κεφάλαια περὶ προσευχῆς, ποὺ διδάσκει ὁ ἅγιος ἀρχιερέας στὸ βιβλίο του «Γνῶθι σαυτόν», περιλαμβάνονται στοιχεῖα διαφόρων «παραδόσεων» καὶ διεκρίναμε ἐμπειρίες καὶ διατυπώσεις τοῦ Εὐαγρίου, Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Χρυσοστόμου, Μ. Βασιλείου, Ἀρεοπαγίτου Διονυσίου καὶ Διαδόχου Φωτικῆς, πρᾶγμα ἐκφραστικὸ τῆς κινήσεώς του στοὺς πατερικοὺς λειμῶνες μὲ ἐλευθερία καὶ ἄνεση.
Ἑπομένως τόσο τὰ βιογραφικὰ στοιχεῖα, ὅσο καὶ τὰ κείμενά του συνθέτουν τὴν ὡραιότατη εἰκόνα τοῦ θείου καὶ ἀγγελικοῦ ἱεράρχη, στεφανωμένου μὲ τὰ ἄνθη τῶν θεοποιῶν ἀρετῶν, μὲ τοὺς «καρποὺς τοῦ Πνεύματος», μὲ τὰ χαρίσματα τῶν ἰαμάτων καὶ τοῦ διδασκάλου τῆς Ἐκκλησίας.