Δημοσίευμα στὴν Ἐφημερίδα
«Καποδιστριακό»
Στήλη: Ἀπὸ τὴν ἱστορία τοῦ ΕΚΠΑ #76, 15-11-2005
Ἐπιμέλεια: Γεράσιμος Ζώρας
Τὸ 1885, ἔλαβε τὸ πτυχίο του ἀπὸ τὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν ὁ Νεκτάριος Δ. Κεφαλᾶς, ὁ Ἅγιος Νεκτάριος, τοῦ ὁποίου ἡ μνήμη ἑορτάζεται στὶς 9 Νοεμβρίου. Τὸ ὄνομά του ἀναγράφεται, μαζὶ μὲ ἄλλους ἐννέα συνεξετασθέντες τελειοφοίτους του ἀκαδημαϊκοῦ ἔτους 1885-1886, σὲ σχετικὸ πίνακα τῆς «Λογοδοσίας» τοῦ τότε Πρύτανη Κωνσταντίνου Π. Δηλιγιάννη («Λόγος ἐκφωνηθεὶς τῇ 23 Νοεμβρίου 1886 κατὰ τὴν ἑορτὴν τῆς καθιδρύσεως τῶν νέων ἀρχῶν τοῦ Ἐθνικοῦ Πανεπιστημίου», Ἀθήνησι 1887, σ. 81), ἐνῷ τὸ δίπλωμα φυλάσσεται στὸ Μουσεῖο τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν (στὴν πρώτη προθήκη τῆς αἴθουσας μὲ τὰ ἐκθέματα τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς). Τέσσερα χρόνια νωρίτερα, στὶς 4 Νοεμβρίου 1881, εἶχε ἐγγραφεῖ στὴ Θεολογική, ὅπως δηλώνεται στὸ «Μητρῷον τῶν φοιτητῶν τοῦ ἐν Ἀθήναις Ἐθνικοῦ Πανεπιστημίου», ὅπου ὑπάρχει καὶ ἡ ὑπογραφή του ὡς «ἐγγραφομένου» φοιτητῆ. Στὸ Μητρῷο φέρει τὸν αὔξοντα ἀριθμὸ 1042, ἐνῷ ὡς πατρίδα του ἀναφέρεται ἡ Χίος (ὅπου, τὸ 1877, εἶχε χειροτονηθεῖ διάκονος, λαμβάνοντας τὸ ὄνομα Νεκτάριος) ἀντὶ τῆς Σηλυβρίας τῆς Θρᾴκης (ὅπου εἶχε γεννηθεῖ, τὸ 1846, καὶ εἶχε βαπτισθεῖ λαμβάνοντας τὸ ὄνομα Ἀναστάσιος). Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι, κατὰ τὸ μεγαλύτερο μέρος τῶν σπουδῶν του στὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν, ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ὑπῆρξε ὑπότροφος τοῦ κληροδοτήματος Παπαδάκη, κατόπιν εἰδικῶν ἐξετάσεων, στὶς ὁποῖες ἀρίστευσε. Στὸ Ἱστορικὸ Ἀρχεῖο τοῦ Πανεπιστημίου σῴζεται σχετικὴ χειρόγραφη αἴτησή του: «Πρὸς τὴν Σεβαστὴν Πρυτανείαν τοῦ Ἐθνικοῦ Πανεπιστημίου. O ὑποφαινόμενος δευτεροετὴς φοιτητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Νεκτάριος Δ. Κεφαλᾶς ἐπιθυμῶ νὰ διαγωνισθῶ εἰς τὰς ὑπὸ τῆς Σεβαστῆς Πρυτανείας ὁρισθεῖσας ὑποτροφίας ὡς Θράξ. Ὑποσημειοῦμαι εὐσεβάστως Ἱεροδιάκονος Νεκτάριος Δήμου Κεφαλᾶς ἐκ Σηλυβρίας τῆς Θρᾴκης ὡς ἐν τῷ ἐπισυνημμένῳ πιστοποιητικῷ δηλοῦται. Ἀθήνησι τῇ 2 Ἀπριλίου 1883». Ἡ αἴτηση ποὺ –ὅπως σημειώνεται πάνω της– «ἐλήφθη τῇ 2 Ἀπριλίου 1883. Ἀριθ. Πρωτ. 32», διαβιβάσθηκε ἀμέσως ἀπὸ τὴν Πρυτανεία «Πρὸς τὸν κ. Κοσμήτορα τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς [Νικηφόρο Καλογερᾶ] διὰ τὰ περαιτέρω. Ἀθῆναι τῇ 2 Ἀπριλίου 1883. Ὁ Πρύτανης Π. Γ. Κυριακός». Στὴ συνέχεια, πάνω στὴ ἴδια τὴν αἴτηση σημειώθηκαν, προφανῶς ἀπὸ τὴ Γραμματεία, τὰ στοιχεῖα τοῦ φοιτητῆ: «Νεκτάριος Δ. Κεφαλᾶς Διάκονος ἐκ Χίου, ἐνεγράφη εἰς τὴν Θεολ. Σχ. 4 Νοεμβρίου 1881 ὑπ᾿ ἀριθ. μητρ. 1042. Ἀνενέωσε τὴν ἐγγραφήν του 1882-1883 ἀριθ. 1612». Τέλος, προφανῶς ἀφοῦ ἔλαβε τὴν ὑποτροφία, σημειώθηκε «ὑπότροφος Ἀ. Φ. Παπαδάκη». Ἕνα μῆνα μετὰ τὴν αἴτηση, στὶς 7 Μαΐου 1883, ὁ Κοσμήτορας τῆς Θεολογικῆς ἀποστέλλει ἔγγραφο πρὸς τὴν Πρυτανεία, στὸ ὁποῖο σημειώνονται μεταξὺ ἄλλων τὰ ἑξῆς: «Ἀναφέρομεν Ὑμῖν ὅτι κατὰ τὰ διατεταγμένα προέβημεν εἰς τὸν διαγωνισμὸν πρὸς πλήρωσιν τῶν προκηρυχθεισῶν ὑποτροφιῶν, ἤτοι τριῶν ἐκ τοῦ κληροδοτήματος Ἀ. Παπαδάκη, μιᾶς τοῦ Θ. Ρακοῦ καὶ ἑτέρας τοῦ Γ. Μαυροκορδάτου. Μετεῖχαν τοῦ διαγωνισμοῦ οἱ ἑξῆς δέκα φοιτηταὶ (…) Ν. Κεφαλᾶς (…). Ἐκρίθησαν δὲ ἐπιτυχόντες διὰ μὲν τὰς τοῦ Ἀ. Παπαδάκη (…) Νεκτάριος Κεφαλᾶς Θράξ (…) Ὅθεν γνωστὰ ποιοῦντες Ὑμῖν, Κύριε Πρύτανη, τὰ ἀποτελέσματα τῶν ἐν λόγῳ διαγωνισμῶν, παρακαλοῦμεν Ὑμᾶς ὅπως εὐαρεστούμενος διατάξητε τὸν διορισμὸν τῶν ἐπιτυχόντων. Ὁ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Κοσμήτωρ Ν. Καλογερᾶς».
Στὴ συνέχεια ὁ Πρύτανης, στὶς 19 Μαΐου, ἀποστέλλει σχετικὸ ἔγγραφο πρὸς τὸν Λογιστὴ τοῦ Πανεπιστημίου (γιὰ νὰ χορηγοῦνται 100 δρχ. μηνιαίως στοὺς ἐπιτυχόντες, μέχρι τοῦ τέλους τῶν σπουδῶν τους), καθὼς καὶ ἐνημερωτικὲς ἐπιστολὲς πρὸς καθένα ἀπὸ τοὺς ὑποτρόφους. Ἔτσι, ὡς ὑπότροφος τοῦ Κληροδοτήματος Παπαδάκη ὁ Ἅγιος Νεκτάριος θὰ ὁλοκληρώσει τὸ 1885 τὶς σπουδές του.
Ἡ μετέπειτα πορεία τοῦ Ἁγίου εἶναι γνωστή: χειροτονήθηκε ἀρχικὰ πρεσβύτερος στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ κατόπιν Μητροπολίτης Πενταπόλεως, στὴ συνέχεια ἱεροκήρυκας στὴ Χαλκίδα, τὸ 1894 διευθυντὴς τῆς Ριζαρείου Σχολῆς, ἐνῷ ἀπὸ τὸ 1908 ἐγκαταστάθηκε μόνιμα στὴν Αἴγινα, στὴ Μονή του, ὅπου ἐκτελοῦσε τὰ καθήκοντα τοῦ ἐφημερίου, συνέθετε ὕμνους καὶ συνέγραφε δοκίμια, λόγους καὶ πλῆθος βιβλίων. Ὅταν μετὰ μία δωδεκαετία αἰσθάνθηκε ὅτι πλησίαζε τὸ τέλος του, θέλησε νὰ μεταφερθεῖ στὸ πανεπιστημιακὸ Νοσοκομεῖο Ἀρεταίειο, ὅπου νοσηλεύθηκε γιὰ δυὸ μῆνες, μέχρι τὴν κοίμησή του, στὶς 9 Νοεμβρίου 1920 (ἡ ἀνακήρυξή του σὲ Ἅγιο ἔγινε μετὰ 40 χρόνια, τὸ 1961, ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο). Τὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν, ποὺ τὸ 1881 τὸν εἶχε δεχθεῖ στοὺς κόλπους του ὡς νεαρὸ καὶ ἐπιμελῆ φοιτητή, τὸ 1883 τὸν εἶχε ἀνακηρύξει ὑπότροφό του, τὸ 1885 τὸν εἶχε ἀναγορεύσει πτυχιοῦχο του, καὶ τὸ 1920 τὸν εἶχε περιθάλψει ὡς σεβάσμιο πλέον ἱεράρχη στὴν πανεπιστημιακὴ Κλινική του, ἦταν ἑπόμενο νὰ ἀφιερώσει στὴ μνήμη τοῦ Ἁγίου τὸ παρεκκλήσιο τοῦ Ἀρεταίειου Νοσοκομείου.