(Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Σοφοκλῆ Γ. Δημητρακόπουλου: Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως- Ἡ πρώτη ἁγία μορφὴ τῶν καιρῶν μας. Ἀθήνα 1998, σελ. 188-198)
Καθήκοντα στὴ Ῥιζάρειο ἀνέλαβε στὶς 10 Μαρτίου 1894, ἀφοῦ προηγουμένως ἔδωσε «τὴν νόμιμο διαβεβαίωση ἐνώπιον τοῦ νομάρχου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας». Γράφει ἡ ἐφημερίδα «Ἀκρόπολις» τῆς ἰδίας ἡμέρας: «Σήμερον ἀναλαμβάνει τὰ καθήκοντα αὐτοῦ ὁ νεωστὶ διορισθεὶς διευθυντὴς τῆς Ῥιζαρείου Σχολῆς πρώην μητροπολίτης Πενταπόλεως. Ὁ νέος διευθυντὴς τῆς Σχολῆς εἶναι εἷς ἐκ τῶν μᾶλλον μορφωμένων κληρικῶν μας καὶ διετέλει μέχρι τοῦδε ἱεροκῆρυξ τοῦ νομοῦ Φθιώτιδος». Ἐπίσης ἡ «Νέα Ἐφημερὶς» ἔγραψε τὴν ἑπομένη: «Ἀφίκετο καὶ ἀνέλαβε τὰ καθήκοντα αὐτοῦ ὁ νέος διευθυντὴς τῆς Ῥιζαρείου Σχολῆς Σεβ. Μητροπολίτης Πενταπόλεως, γνωστὸς καὶ διὰ τὸν χαρακτῆρα καὶ διὰ τὰ φῶτα αὐτοῦ, ἀπολαμβάνων ὑπολήψεως καὶ τιμῆς ἐν τῷ ἡμετέρῳ κλήρῳ». Ἡ ἐπίσημη ἐγκατάστασή του ἔγινε τὴν Κυριακή, 13 Μαρτίου 1894. Ἔγραψε ἡ «Ἑστία» τῆς ἑσπέρας τῆς ἴδιας ἡμέρας: «Σήμερον περὶ τὴν 10 1/2 ὥραν παρουσίᾳ τοῦ Ὑπουργοῦ Παιδείας, τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου καὶ τῆς ὁλομελείας τοῦ διοικητικοῦ Συμβουλίου τῆς Ῥιζαρείου Σχολῆς ἐγένετο ἡ ἐγκατάστασις τοῦ νέου διευθυντοῦ τῆς σχολῆς Σ. Μητροπολίτου Πενταπόλεως κ. Νεκταρίου Κεφαλᾶ». Στὶς 14 Μαρτίου ἡ «Ἐφημερίς», ἔγραψε: «Πανηγυρικῶς ἐγένετο χθὲς ἡ ἐγκατάστασις τοῦ νέου διευθυντοῦ τῆς Ῥιζαρείου Σχολῆς, πρώην Μητροπολίτου Πενταπόλεως Σεβ. Νεκταρίου Κεφαλᾶ. Κατὰ ταύτην παρῆσαν τὸ Διοικητικὸν Συμβούλιον αὐτῆς, ὁ Σύλλογος τῶν καθηγητῶν καὶ πολλοὶ ἄλλοι. Ὁ Σεβασμιώτατος κ. Νεκτάριος Κεφαλᾶς, μετὰ τὴν λειτουργίαν, τελεσθεῖσαν ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ τῆς Σχολῆς, ἐδέχθη ἐν τῇ Μεγάλῃ Αἰθούσῃ τὰ συγχαρητήρια τῶν ἀνωτέρω καὶ ἐξεφώνησε σύντομο λόγο, δι᾿ οὗ ηὐχαρίστησε τὸ Συμβούλιον (...) Ἀποτεινόμενος εἰς τοὺς μαθητὰς τῆς Σχολῆς, παραινετικοὺς ἀπηύθυνε λόγους καὶ ὑπέδειξεν ὁποῖα καθήκοντα ἐπιβάλλονται εἰς αὐτοὺς (...) Ὁ δὲ ἐκ τῶν μελῶν τοῦ Διοικητικοῦ Συμβουλίου κ. Δ. Χασιώτης ἀντεφώνησε, ἐκφράσας τὴν πεποίθησιν, ὅτι ἡ Σχολὴ διὰ τοῦ νέου Διευθυντοῦ της θὰ ἐπανακτήσῃ τὴν πρώτην αὐτῆς λαμπρότητα καὶ ὅτι διὰ τῆς ὁμονοίας καὶ τῆς εἰρήνης θὰ εἰσέλθῃ ἡ Σχολὴ εἰς τὴν κανονικὴν τροχιάν της, ἀγλαοὺς ἀποφέρουσα καρπούς.»
Τὸ θρησκευτικὸ περιοδικό της ἐποχῆς ἐκείνης «Σωτήρ», γνωστὸ γιὰ τὶς προσπάθειές του γιὰ τὴν ἀναγέννηση τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων, σχολιάζοντας τὴν προσωπικότητα τοῦ νέου διευθυντὴ τῆς Ῥιζαρείου ἔγραφε: «Χρηστότης ἠθῶν, διοικητικὴ ἱκανότης, ἐπιστημονικὴ μόρφωσις, ἀγαθότης καὶ εὐγένεια τρόπων, ἰδοὺ ἐν ὀλίγοις αἱ ἀρεταί, αἴτινες κοσμοῦσι τὸν Σεβ. Ἱεράρχην».
Ὅταν ἀνελάμβανε τὴ διεύθυνση τῆς Ῥιζαρείου Σχολῆς, ὁ Πενταπόλεως Νεκτάριος βρισκόταν στὴν ὥριμη ἡλικία τῶν 48 ἐτῶν καὶ ἡ πνευματική του ἀκτινοβολία ἦταν ἤδη ἔντονη καὶ φυσικὰ μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου γινόταν ἀκόμη μεγαλύτερη. Νὰ πὼς φυσιογνωμικὰ τὸν περιέγραψε τὸ 1948 -πρὶν ἀκόμη ἀνακηρυχθεῖ ἐπίσημα ἅγιος- ἕνας παλαιός, τῆς περιόδου 1902-1907, μαθητής του: Ἀνάστημα κανονικόν (...) Πρόσωπον εἰς τὸ ὁποῖον ἡμιλλᾶτο ἡ ἁρμονικὴ ἀναλογία τῶν μερῶν μὲ τὴν γλυκύτητα τῆς ἐκφράσεως. Ἀπὸ τοὺς γαλανοὺς ὀφθαλμούς του διεχύνετο μία ἀκτινοβολία, ὅμοια μὲ τὸ ἀνοιξιάτικο γλυκοχάραμα. Καὶ τὸ ἀκτινοβολοῦν ἐκεῖνο πρόσωπο ἐστεφανοῦτο ἀπὸ χιονόλευκη συμμετρικὴν γενειάδα. Ἦτο ὡραία Βιβλικὴ μορφή.
Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος παρὰ τὶς ποικίλες ἀντιξοότητες, ποὺ προερχόταν τόσο ἀπὸ τὴν φύση τοῦ παιδαγωγικοῦ ἔργου καὶ τὴν ποικιλία προέλευσης τῶν μαθητῶν (στὴ Σχολὴ φοιτοῦσαν καὶ παιδιὰ πολλῶν εὐπόρων ἀθηναϊκῶν οἰκογενειῶν κλπ., ποῦ δὲν ἐνδιαφέρονταν γιὰ νὰ ἱερωθοῦν, ἀλλὰ μαθήτευαν σὲ αὐτὴ ἐπειδὴ τὸ ποιοτικό της ἐπίπεδο ἦταν πολὺ ὑψηλό), ὅσο καὶ ἀπὸ τὴν ἀπιστία τῶν καιρῶν, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἐπεμβάσεις τοῦ Συμβουλίου τῆς Σχολῆς, διηύθυνε- τὸ σημαντικότερο μετὰ τὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν- ἐκκλησιαστικὸ αὐτὸ ἐκπαιδευτήριο γιὰ δεκατέσσερα συνεχῆ χρόνια, χωρὶς ποτὲ ν᾿ ἀπουσιάζει ἀπὸ τὴ θέση του, μὲ αἰσθήματα ἀνθρωπιστικά, ὅπως αὐτὰ τὰ γνώριζε ἀπὸ τὴ δαψιλὴ μελέτη τῶν ἀρχαίων συγγραφέων, μὲ ἀγάπη Χριστοῦ, μὲ πατρικὴ στοργή, πολλὴ φρόνηση καὶ ἐνδιαφέρον ἀνύστακτο, μὲ προσευχὴ διαρκῆ, προκειμένου νὰ ἐπιτύχει τὴν ἀποστολή του. Ἀναφέρεται πὼς ὅταν ἕνας μαθητὴς ἔκανε κάποιο σοβαρὸ παράπτωμα, ὁ Ἅγιος θεωροῦσε τὸν ἑαυτὸ τοῦ ὑπεύθυνο, προσευχόταν ἐκτενῶς καὶ ὑποβαλλόταν σὲ αὐστηρὴ νηστεία. Τὸ μέτρο αὐτὸ εἶχε ἐπίδραση στοὺς εὐαίσθητους μαθητές, οἱ ὁποῖοι συνήθως μεταμελοῦνταν καὶ ἀπέφευγαν νὰ ἐπαναλάβουν τὶς ἀταξίες τους. Ἀλλὰ καὶ ὅταν, σπάνια, ἦταν ἀναγκασμένος, νὰ ἐπιβάλει κάποια ποινή, στεναχωροῦνταν πολύ, ἰδίως μάλιστα ὅταν ἔβλεπε πολλοὶ σημαίνοντες νὰ παρεμβαίνουν ὑπὲρ αὐτῶν. Ἔγραφε στὶς μοναχές της Αἴγινας: «Πλὴν τῆς στενοχωρῖας ταύτης (ἔλλειψη χρημάτων νὰ στείλει στὸ μοναστήρι) εἶχον καὶ ἑτέρα πολὺ σπουδαίαν, ἣτις καὶ αὕτη σήμερον ἔπαυσε. Ἐδίωξα ἐκ τῆς Σχολῆς τέσσερας μαθητάς, δυό της τετάρτης τάξεως καὶ δυό της πέμπτης, οἵτινες μετὰ ἕνα μήνα ἀκριβῶς θὰ ἐλάμβανον τὸ δίπλωμά των. Οἱ ὑπὲρ αὐτῶν ἐνδιαφερόμενοι ἦσαν ἰσχυροί, ἀλλ᾿ ἐπὶ τέλους σήμερον ἀπεβλήθησαν, ἀλλ᾿ ἄνευ πράξεως ἀποβολῆς», ἡ ὁποία ἀποβολή, ἂς σημειωθεῖ, θὰ τοὺς στιγμάτιζε καὶ θὰ τοὺς ἀκολουθοῦσε στὴ σταδιοδρομία τους. Ὁ Πενταπόλεως δὲν ὑπῆρξε ποτὲ ἐκδικητικὸς οὔτε ἤθελε τὴν ἐξόντωση ἐκείνων ποὺ παρεκτρέπονταν, παράλληλα ὅμως ἦταν καὶ ἀνυποχώρητος στὴν διαφύλαξη τῆς ἠθικῆς καὶ τοῦ κύρους τῆς Ῥιζαρείου, ὡς Ἐκκλησιαστικῆς Σχολῆς.
Λίγα χρόνια μετὰ τὴν ἀνάληψη τῶν καθηκόντων του, τὸ Πολυμελὲς Συμβούλιο τοῦ Ἱδρύματος, σύμφωνα μὲ τὰ Πρακτικά του, ἐπισημαίνει «τὸν πρὸς τὴν Σχολὴν ζῆλον τοῦ Σεβασμιωτάτου Διευθυντοῦ, τὴν ἀφοσίωσιν αὐτοῦ πρὸς αὐτὴν καὶ τὴν εὐδόκιμον ὑπηρεσίαν του, πρὸς δὲ καὶ ὅτι ἄνευ ἰδίας ἀμοιβῆς διδάσκει μαθήματα ἐν τῇ Σχολῇ». Ἀργότερα, ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐκτελεστές της διαθήκης τοῦ Γ. Ῥιζάρη, ὁ Νικόλαος Ῥάδος, ἔγραψε πώς «ὁ Σεβασμ. Μητροπολίτης Πενταπόλεως κ. Νεκτάριος Κεφαλᾶς (...) διευθύνει μέχρι τοῦ νῦν ὡς ἄριστα τὰ τῆς Σχολῆς». Ἐπίσης, ὁ διάδοχός του στὴ Ῥιζάρειο, Χρυσόστομος Παπαδόπουλος ἔγραψε γιὰ τὸ ἔργο του:
Εὐτυχῶς (...) ἡ Ῥιζάρειος Σχολή, διὰ τοῦ διευθυντοῦ Μητροπολίτου Πενταπόλεως Νεκταρίου, ἕνεκα τοῦ κύρους αὐτοῦ ὡς Ἱεράρχου, ἐπανεῦρε τὴν ἐσωτερικὴν αὐτῆς γαλήνη καὶ διὰ τοῦ ἐκλεκτοῦ αὐτῆς διδακτικοῦ προσωπικοῦ ἐχώρησε πρὸς τὰ πρόσω, μετὰ τῆς συνήθους αὐτὴ μεγάλης πνευματικῆς ἐπιδόσεως. Ὁ διευθυντὴς ἀποκατέστησε τελείως τὸν ἐκκλησιαστικὸν χαρακτῆρα τῆς ἐσωτερικῆς ζωῆς τῆς Σχολῆς.
Ὁ ἀρχιμ. Ἰωακεὶμ Σπετσιέρης, ποὺ εἶχε φοιτήσει στὴ Ῥιζάρειο καὶ πρὶν τὴν ἀνάληψη τῆς διεύθυνσης ἀπὸ τὸν Ἅγιο Νεκτάριο, γράφει:
Καὶ εἶναι ἀληθὲς ὅτι πρὸ τοῦ διορισμοῦ τοῦ Πενταπόλεως ὡς διευθυντοῦ, ἡ Ῥιζάρειος Σχολὴ εὑρίσκετο πάντοτε ἐν ταραχῇ. Μόλις ὅμως ἀνέλαβε τὴν διεύθυνσιν οὗτος, εἰρήνευσεν αὕτη καὶ ἔλαβε τὴν κανονικήν της κατεύθυνσιν.
Ὁ Δανιὴλ ὁ Κατουνακιώτης (1844-1929), ἀναφερόμενος τὸ 1918 στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἐκπαίδευση, ἀναφέρει ὅτι ἕνας ἀπὸ ἐκείνους ποὺ μὲ πολὺ ὀρθόδοξο πνεῦμα καὶ χριστιανικὴ μαρτυρία ἐπιτέλεσαν τὸ ἔργο τους ἦταν καὶ ὁ Πενταπόλεως Νεκτάριος.
Ἀλλὰ καὶ ὁ παλαιὸς τρόφιμος τῆς Σχολῆς καὶ κατόπιν Ὑφηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου Σοφοκλῆς Λώλης ἔγραψε:
Ἐπὶ Νεκταρίου ἐθραύσθησαν αἱ ἀντιδικίαι μεταξὺ Ὑπουργείου καὶ Συμβουλίου τῆς Σχολῆς καὶ ἔπαυσαν αἱ συχναί, μέχρι λεπτομερειῶν, ἐπεμβάσεις τοῦ Συμβουλίου εἰς τὰ καθήκοντα τοῦ Διευθυντοῦ καὶ τῶν καθηγητῶν.
Εἰδικότερα:
Θεωρώντας ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ὡς κύριο ἔργο του τὴν καλλιέργεια στοὺς ἱεροσπουδαστὲς ζέουσας πίστης καὶ τὴν ἐμφύτευση ἱεροῦ ζήλου γιὰ τὴν ἱεροσύνη, ἤδη, ἀπὸ τὶς 16 Ἰουνίου 1894, κατὰ τὴν πρώτη, μετὰ τὴν ἀνάληψη τῶν καθηκόντων του, ἐπίσημη ὁμιλία του, ἐνώπιον τοῦ μητροπολίτη Ἀθηνῶν, ἀρχιερέων, ἐκπροσώπου τοῦ Ὑπουργείου Ἐκκλησιαστικῶν καὶ τῶν ἐφόρων τῆς Σχολῆς, ἀναφέρθηκε στὴν ἀξία τοῦ Ἕλληνα ἱερέα καὶ ὑποδείκνυε πὼς ἡ Σχολὴ δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ ἐπιτελέσει ἀποτελεσματικὰ τὸ εἰδικὸ ἔργo της, ἂν δὲν λαμβάνονταν μέτρα, ἀνάμεσα στὰ ὁποῖα καὶ ἡ ἐπαγγελματικὴ ἀποκατάσταση τῶν ἀποφοίτων της ἕως τὸν χρόνο τῆς χειροτονίας τους.
Χαρακτηριστικὰ εἶναι καὶ τὰ ὅσα ἔλεγε τὸν Ἰούνιο τοῦ 1905 στὴν προσφώνησή του «πρὸς τοὺς ἀποφοιτῶντας ἐξ αὐτῆς μαθητάς»:
Πρὸς ὑμᾶς ἤδη τοὺς ἀποφοιτῶντας τῆς Σχολῆς στρέφω τὸν λόγov, πρὸς ὑμᾶς τοὺς ἐπ᾿ εὐλογίαις ἀπερχομένους τοῦ ἱεροῦ τούτου καθιδρύματος, ὅπερ ἐπὶ πενταετίαν ὅλην ὡς τέκνα φιλόστοργα διέθρεψε, διεπαιδαγώγησε καὶ ἐξεπαίδευσε. Πρὸς ὑμᾶς στρέφω τὸν λόγον, διότι ὑμεῖς ἐστὲ ὁ καρπὸς πολυετοῦς πολυμόχθου φροντίδος καί, ἀδιαλείπτου μερίμνης τοῦ τε Σ. Συμβουλίου, τῶν κυρίων καθηγητῶν καὶ ἐμοῦ. Ὑμεῖς ἐστὲ τὸ τέλος καὶ ὁ σκοπὸς τῆς ἱερᾶς ταύτης Ἐκκλησιαστικῆς Σχολῆς, τῆς ἱδρυθείσης ὑπὸ τῶν ἀειμνήστων Ῥιζαρῶν Μάνθου καὶ Γεωργίου, ὅπως χορηγῇ τῇ Ἐκκλησίᾳ ἀξίους λειτουργοὺς καὶ ἱερεῖς τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου. Ἡ Σχολὴ ἐξεπλήρωσε τὸ ὁποῖον ἀνέλαβεν ἔργον ὡς πρὸς ὑμᾶς μετὰ πάσης ἀκριβείας καὶ ἀγαθῆς συνειδήσεως. Ἤδη ἀπόκειται ὑμῖν νὰ ἐπιστέψητε τὸ ἔργον τῆς ἀποστολῆς τῆς ἐκθρεψάσης ὑμᾶς Σχολῆς, τῆς ὑμετέρας ἱερᾶς τροφοῦ, καὶ πληρώσητε τὰς προσδοκίας πάντων τῶν ὑπὲρ ὑμῶν ἐργασθέντων, οἵτινες οὐδὲν ἕτερον παρ᾿ ὑμῶν ζητοῦσιν, ἢ τὴν πλήρωσιν τοῦ ἔργου, εἰς ὃ ἐκλήθητε, καὶ τὴv τήρησιν τῶν ὑμετέρων ὑποσχέσεων. Οἱ ὑπὲρ ὑμῶν πονήσαντες οὐδὲν ἕτερον εὔχονται, ἢ νὰ ἴδωσιν ὑμᾶς ἡμέραν τινὰ ἀγαθοὺς καὶ ἐναρέτους ἱερεῖς, κοσμοῦντας τὰς τάξεις τοῦ κλήρου, ἐργαζομένους ὑπὲρ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ καὶ πονοῦντας ὑπὲρ τῆς ἐξαπλώσεως τοῦ ἔργου αὐτοῦ.
Ὅθεν ὀφείλετε νὰ ἀναδειχθῆτε ἐν τῷ βίῳ τῆς δράσεως ἄξιοι μὲν τῆς Σχολῆς τρόφιμοι, ἄξιοι λειτουργοί τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν δικαίων τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς Πατρίδος ἱκανοὶ ὑπέρμαχοι. Ἐξερχόμενοι τῆς Σχολῆς ταύτης εἰσέρχεσθε ἐν τῷ σταδίῳ τοῦ ἠθικοῦ ἀγῶνος, ἐν ᾧ ὀφείλετε νὰ ἀγωνισθῆτε καὶ νὰ νικήσητε. Ὁ ἀγὼν ἤδη ἀπέβη κρατερός, διότι πρὸς πολλοὺς καὶ ἰσχυροὺς πολεμίους τῆς πίστεως καὶ τῆς πατρίδος ἔχετε νὰ ἀνταγωνισθῆτε, διότι φορὰ μὲν καὶ κατακλυσμὸς ἑτεροδόξων προσηλυτιστῶν κατέχει ἤδη σύμπαν τὸ ἑλληνικόν, ὁ δὲ τῶν καθ᾿ ἡμᾶς χρόνων ὑλισμὸς πανταχοῦ ἐν τῷ βίῳ ἀγωνίζεται νὰ καθαιρέση τὰς ἰδέας τοῦ ἀληθοῦς καὶ τοῦ δικαίου, τοῦ ἀγαθοῦ καὶ τοῦ θεοφιλοῦς, μεθ᾿ ὧν ἀῤῥήκτως τὰ τοῦ ἀνθρώπου ἰδεώδη καὶ ὁ πνευματικὸς βίος συνάπτονται καὶ ἡ ἀληθὴς αὐτοῦ εὐδαιμονία συνδέεται, πλῆθος δὲ παντοίων ἀπαιτητῶν καὶ διεκδικητῶν ἀλλοτρίων της κληρωθείσης ἡμῖν ἀπὸ αἰώνων χώρας, ἐν ᾗ ἔζησε καὶ ἔδρασεν ὑπὲρ τοῦ πολιτισμοῦ τῆς ἀνθρωπότητος ἑλληνισμός. Οἱ ἐχθροὶ οὗτοι εἰσὶν σήμερον οὐχὶ οἱ ἀσυνετώτεροι, ὥσπερ πρότερον, ἀλλὰ οἱ κακονούστεροι καὶ ἐν ταῖς ἐνεργείαις αὐτῶν συνετώτεροι. Τὸ πλῆθος τῶν πολεμίων καὶ τὸ μέγεθος τῆς ἀξίας τῶν κτημάτων τῆς πίστεως καὶ τῆς πατρίδος, ὧν οὐδὲν τιμιώτερον τῷ ἀνθρώπῳ, ἐπιβάλλει ὑμῖν τὴν ὑποχρέωσιν τῆς ἀμύνης μετὰ σθένους καὶ αὐταπαρνήσεως πρὸς διάσωσιν αὐτῶν κινδυνευόντων καὶ παράδοσιν τούτων τοῖς ἐπιγόνοις σώων καὶ ἀσφαλῶν. Πρὸς τοιοῦτον ἀγῶνα ἡ ἱερὰ αὕτη Ἀκρόπολις, ἐν ᾗ ἐπὶ πενταετίαν ἐξεπαιδεύθητε καὶ ἐγυμνάσθητε, παρεσκεύασεν ἱκανῶς καὶ καθώπλισεν ὑμᾶς δι᾿ ὅλων τῶν ἀναγκαίων ἠθικῶν καὶ πνευματικῶν ὅπλων, ὅπως ἐπιτυχῶς ἀγωνισθῆτε ὑπὲρ τοῦ ἔργου τῆς Ἐκκλησίας ἡμῶν.
Ἐκ τῆς διδασκαλίας τοῦ μαθήματος τῆς Ποιμαντικῆς: ἔγνωτε τὴν ἱερότητα τοῦ ἱερατικοῦ ἀξιώματος, τὴv περιωπὴν τῆς τιμῆς, τὴv μεγάλην ἀξίαν καὶ τὸ δυσθέατον ὕψος αὐτοῦ, ἔγνωτε τὴν θείαν χάριν, ἣν ἔχει καὶ μεταδίδωσι, καὶ τὴν ὑπερφυσικὴν αὐτοῦ δύναμιν, ἔγνωτε ὅτι οἱ ἱερεῖς εἰσὶν οἱ τοῦ Χριστοῦ στρατιῶται, οἱ τὸ ἔργον τῆς σωτηρίας ἀπεργαζόμενοι. Ἔγνωτε ὅτι οἱ ἱερεῖς ἐξ ἀνθρώπων λαμβανόμενοι ὑπὲρ ἀνθρώπων καθίστανται τὰ πρὸς τὸν Θεόν. Μὴ λοιπὸν πλανηθῆτε ἐκ τῆς ῥεούσης δόξης τοῦ κόσμου, μὴ ἀπηυδήσητε ἐν τῷ ἔργῳ τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς θλίψεως, ἵνα μὴ στερηθῆτε τῆς τιμῆς τῆς κληρωθείσης ὑμῖν.
Ἐνδεικτικὴ τοῦ ἀγωνιώδους ἐνδιαφέροντος τοῦ Ἁγίου γιὰ τὴν πληρέστερη κατάρτιση τῶν μαθητῶν του καὶ τὴν προσέλευσή τους στὶς τάξεις τοῦ ἱεροῦ κλήρου, εἶναι καὶ ἡ ἐπιστολὴ ποὺ εἶχε ἀπευθύνει στὶς 4 Ἰουνίου 1894 στὸν πρωθυπουργὸ Χαρίλαο Τρικούπη, στὸν ὁποῖο ἔθετε τὸ πρόβλημα καὶ πρότεινε συγκεκριμένες λύσεις, ὅπως εἶναι ἡ ἀναπροσαρμογὴ τῆς ὕλης τοῦ σχολικοῦ προγράμματος, ἡ ἀπασχόληση τῶν ἀποφοίτων ὡς δασκάλων μέχρι τὸ τριακοστὸ ἔτος τῆς ἡλικίας τους ποὺ θεωρεῖται ὡς ὁ κατάλληλος χρόνος χειροτονίας τους, ἡ ἱκανοποιητικὴ ῥύθμιση τῶν ἀποδοχῶν τοὺς ὡς μορφωμένων ἱερέων κ.λπ. Ἐπίσης πρότεινε στὴ Σχολὴ τὴν εἰσαγωγὴ τοῦ μαθήματος τῶν Γεωπονικῶν, ὥστε οἱ ἀπόφοιτοι νὰ εἶναι καὶ εὐρύτερα ὠφέλιμοι στὴν κοινωνία, ἀλλὰ καὶ νὰ μποροῦν μὲ τὶς γνώσεις ποὺ θὰ ἀποκτοῦσαν γιὰ τὴν καλλιέργεια τῆς γῆς νὰ βοηθοῦνται βιοποριστικά, ἀφοῦ, ὅπως εἶναι γνωστό, τότε οἱ ἱερεῖς δὲν μισθοδοτοῦνταν ἀπὸ τὸ κράτος. Καὶ ὅλα αὐτὰ ταυτόχρονα μὲ τὴν ἄοκνη φροντίδα του γιὰ τὴ βελτίωση τῆς διατροφῆς καὶ τὴν ἄθληση τῶν ἱεροσπουδαστῶν.
Παράλληλα, δὲν ἔπαυε σὲ κάθε εὐκαιρία νὰ τονώνει περισσότερο καὶ τὸ ἐθνικὸ συναίσθημα τῶν ἱεροσπουδαστῶν, ἀφοῦ πίστευε εἰλικρινά, ὅπως καὶ παραπάνω εἴδαμε, στὴν ἰδιαίτερη ἀποστολὴ τοῦ Ἕλληνα καὶ μάλιστα τοῦ Ἕλληνα ἱερέα, χωρὶς νὰ παραλείπει νὰ προβαίνει καὶ σὲ συγκεκριμένες ἄλλες ἐνέργειες. Ἀναφέρουμε χαρακτηριστικὰ δυὸ ἀπὸ αὐτές. Ἡ πρώτη: Ὅταν στὶς 18 Ὀκτωβρίου τοῦ 1904 ἔγινε γνωστὸς ὁ θάνατος τοῦ μακεδονομάχου Παύλου Μελᾶ (13 Ὀκτωβρίου 1904), ἔγιναν, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, ὅπως διαπιστώνει κανεὶς ἀπὸ τὴν ἀνάγνωση τῶν ἐφημερίδων τῆς ἐποχῆς, καὶ παλλαϊκὰ μνημόσυνα. Σ᾿ αὐτό, ποὺ τελέστηκε στὶς 22 Ὀκτωβρίου στὴ μητρόπολη τῶν Ἀθηνῶν, παρέστησαν καὶ οἱ Ῥιζαρεῖτες, ἐνῷ, στὴ συνέχεια, ἔρανος μεταξὺ τῶν καθηγητῶν καὶ μαθητῶν τῆς Σχολῆς ὑπὲρ τῆς Μακεδονίας ἀπέφερε τὸ ποσὸν τῶν 155 δρχ. Τέλος, στὶς 21 Μαΐου τοῦ 1905 στὴν ἐκκλησία τῆς Ῥιζαρείου ἔγινε καὶ ἄλλο μνημόσυνο «ὑπὲρ τῶν ἐν Μακεδονίᾳ πεσόντων». Καὶ ἡ δεύτερη: Μὲ ἐνέργειές του πέτυχε τὴ χορήγηση κάθε χρόνο τεσσάρων ὑποτροφιῶν σὲ μαθητὲς προερχομένους ἀπὸ τὴν Μικρὰ Ἀσία, ἐνῷ εἶχε στενὴ συνεργασία μὲ τὸν καθηγητὴ τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς καὶ πρόεδρο τοῦ Μικρασιατικοῦ Συλλόγου «Ἡ Ἀνατολή» Μαργαρίτη Εὐαγγελίδη.
Γενικά, γιὰ τὸ πὼς ἀντιλαμβανόταν ὁ Ἅγιος τὸν ῥόλο τοῦ Ἕλληνος, μᾶς πληροφορεῖ ἡ ὁμιλία του μὲ θέμα «Περὶ κλήσεως καὶ ἀποστολῆς τοῦ Ἕλληνος», ποὺ ἔγινε πάλι στὴ Ῥιζάρειο, κατὰ τὴν ἀπονομὴ τῶν διπλωμάτων τῶν ἀπολυθέντων ἱεροσπουδαστῶν τὸ 1906, ἐποχὴ ποὺ ὁ Μακεδονικὸς Ἀγῶνας βρισκόταν σὲ ἔξαρση. Νομίζει κανεὶς πὼς ὁ Ἅγιος Διευθυντής της μιλάει γιὰ τὴ σημερινὴ ἐποχή. Τόνιζε ἀνάμεσα στὰ ἄλλα:
Ἐν τοῖς ἔθνεσιν ἐπεκράτησεν ἐθνικός τις ἐγωισμὸς ζητῶν νὰ ἐπικρατήσῃ αὐτὸς μεταξὺ πάντων, δὲν ἐσεβάσθη οὔτε θεῖα οὔτε ἀνθρώπινα δίκαια καὶ ἐκήρυξε πόλεμον κατά τε τῶν θείων καὶ ἀνθρωπίνων δικαίων, ἀνακηρύξας ὡς δίκαιον τὸ ἑαυτοῦ συμφέρον καὶ ὡς δικαιοσύνην τὴν ἑαυτοῦ ἰσχὺν (...) Ὁ Σταυρὸς ἦν καὶ ἔσται ἐσαεὶ τῷ Ἕλληνι τὸ σύμβολον τῶν ἠθικῶν καὶ θρησκευτικῶν ἀρχῶν αὐτοῦ, ὑπὲρ ὧν ἠγωνίσθη καὶ ἃς τῷ αἵματι αὐτοῦ ὑπεστήριξεν. Διὰ τοῦ Σταυροῦ τὸ ἑλληνικὸν ἔθνος περιεγένετο τὸν κατακλυσμόν, τοῦ κατακλύσαντος τὰ ἀρχαῖα ἔθνη (...) Τὸ ἑλληνικὸν ἄρα ἔθνος ὀφείλει ἐν συναισθήσει γενόμενον τῆς κλήσεως καὶ τῆς ἀποστολὴς αὐτοῦ νὰ ἐργασθῇ πρῶτον, ὅπως τελειωθῇ αὐτὸ ἐν σοφίᾳ καὶ ἀρετή, ἐν τῇ ἐπιγνώσει τῶν θείων καὶ ἀνθρωπίνων πραγμάτων, καὶ δεύτερον, ὅπως ἐργασθῇ ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν καὶ τῶν πλησίων αὐτοῦ, συνεχίζων οὕτω τὸ ἔργον τῶν εὐκλεῶν αὐτοῦ προγόνων, τῶν ἀνεγνωρισμένων εὐεργετῶν τῆς ἀνθρωπότητος (...) Ἡ πατρὶς καὶ ἡ ἐκκλησία ἔχει σήμερον ὑπὲρ ποτὲ ἀνάγκην ἀνδρῶν ἀφοσιωμένων εἰς τὰς ἀρχὰς τοῦ Σταυροῦ, ἀνδρῶν ἀκαταπονήτων, ἀνδρῶν ζώντων οὐχὶ δι᾿ ἑαυτούς, ἀλλὰ διὰ τὸ γέvoς καὶ τὴv ἐκκλησίαν. Εἰς ὑμᾶς, ἀγαπητοὶ μαθηταί, προσβλέπει ἡ σχολὴ καὶ τὸ ἔθνος καὶ ἡ ἐκκλησία ἡμῶν ἀναμένει τὴν φιλοπάτριδα ἐργασίαν καὶ τὴν λόγῳ καὶ ἔργῳ ὑποστήριξιν τῶν ἀρχῶν τῆς ἀληθείας, τῶν ἀρχῶν τοῦ δικαίου καὶ τῶν δικαίων τῆς πατρίδος καὶ τῆς ἐκκλησίας.
Πέρα ἀπὸ ὅλα αὐτά, στὴν καθημερινὴ ἀναστροφή του στὴ σχολή, ἁπλὸς καὶ ταπεινὸς ὁ Διευθυντής της δὲν δίσταζε, δίνοντας τὸ καλὸ παράδειγμα, ν᾿ ἀσχοληθεῖ καὶ ὁ ἴδιος προσωπικὰ μὲ διάφορες χειρωνακτικὲς ἐργασίες, ἀκόμα καὶ μὲ τὴν καθαριότητα κοινοχρήστων χώρων, πρᾶγμα ποὺ ἄλλοι οὔτε θὰ διανοοῦνταν νὰ κάνουν, καὶ ἀδιαφορῶντας ἂν καμιὰ φορὰ μερικοὶ ἐκμεταλλεύονταν τὴν καλοσύνη του ἢ τοῦ ζητοῦσαν ν᾿ ἀσκήσει τὰ καθήκοντά του μὲ μεγάλη αὐστηρότητα. Ἡ διαμόρφωση τοῦ κήπου τῆς σχολῆς εἶναι δικό του δημιούργημα. Γράφει ὁ Χρυσόστομος Παπαδόπουλος: «Κατέστη δυνατόν, δι᾿ ἀτρύτων ἀληθῶς μόχθων τοῦ Διευθυντοῦ, νὰ καλλιεργηθῆ καὶ διακοσμηθῆ ὁ κῆπος τῆς Σχολής». Ἕνας μαθητὴς τῆς περιόδου 1892-1897 ἔγραφε ἀργότερα ὅτι πολλὲς φορὲς ἱεροσπουδαστὲς μελετοῦσαν «ἐν τῷ ἀγροκηπίῳ τῆς Σχολῆς παρὰ τὴv κρήνην τοῦ τέως διευθυντοῦ ἁγίου Πενταπόλεως κ. Νεκταρίου παρὰ τὰς ἀειθαλεῖς μυρσίνας».
Βασικότατο στοιχεῖο τῆς σχολικῆς παιδαγωγικῆς πράξης o Ἅγιος θεωροῦσε τὴν ὕπαρξη ἔντονης λατρευτικῆς ζωῆς. Ἡ Ῥιζάρειος, ποὺ τότε οἱ διδακτηριακές της ἐγκαταστάσεις βρίσκονταν, ὅπως ἀναφέραμε, στὴν ὁδὸ Βασιλίσσης Σοφίας (τότε ὁδὸς Κηφισίας), εἶχε γίνει ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τοῦ σπουδαῖο λατρευτικὸ κέντρο, ἀφοῦ πολλοὶ ἦσαν ἐκεῖνοι, ποὺ συναγωνίζονταν νὰ προμηθευτοῦν μία ἄδεια εἰσόδου καὶ νὰ παρακολουθήσουν στὴν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τὴν Θεία Λειτουργία καὶ τὶς ἄλλες ἱερὲς ἀκολουθίες.
Ἐνδεικτικῶς ἀναφέρουμε τὰ ὅσα ἔγραφε ἡ ἐφημερίδα τῶν Ἀθηνῶν «Πρωΐα» γιὰ τὸν ἑορτασμὸ τῆς ἐκκλησίας καὶ τὴν τέλεση τοῦ καθιερωμένου μνημοσύνου ὑπὲρ τῶν Ἱδρυτῶν τὸ 1896: Ἐν τῷ ναῷ τῆς Ῥιζαρείου Σχολῆς ἐτελέσθη χθὲς μετὰ μεγάλης εὐλαβείας καὶ τάξεως τὸ ἐτήσιον μνημόσυνον τῶν ἀοιδίμων ἱδρυτῶν αὐτῆς. Τὸ κατάστημα ἦν μυρτοστόλιστον, αἱ εἰκόνες δὲ τοῦ ἀειμνήστου Γεωργίου Ῥιζάρη ἐστεμμέναι δι᾿ ἀνθέων. Ἐν τῷ ναῷ παρίστατο τό τε διοικητικὸν καὶ πολυμελὲς συμβούλιον τῆς σχολῆς, οἱ καθηγηταί, οἱ μαθηταὶ καὶ πολλοὶ ἄλλοι χριστιανοί. Ἡ ἀκολουθία ἐψάλη μετὰ πολλῆς κατανύξεως καὶ μουσικῆς ἁρμονίας χοροστατοῦντος τοῦ σεβ. ἱεράρχου καὶ εὐδοκίμου διευθυντοῦ τῆς σχολῆς κ. Νεκταρίου καὶ βοηθοῦντος τοῦ διακεκριμένου μουσικοῦ κ. Σακελλαρίδου διὰ τοῦ πολυτίμου ταλάντου του ἐξαίροντος τὰς ψυχὰς τῶν ἐκκλησιαζομένων μέχρι τοῦ θείου ὕψους. Πάντες οἱ μαθηταὶ εὐγνωμονοῦντες ἤνουν τὸν Θεὸν καὶ τοὺς μεγάλους ἱδρυτὰς ὑπὲρ τῶν ψυχῶν τῶν ὁποίων πάντες ἀπερχόμενοι τοῦ Ναοῦ καὶ τῆς Σχολῆς διαπύρως ηὔχοντο.
Σ᾿ αὐτὰ ἂς προστεθοῦν καὶ οἱ κατὰ καιροὺς διαλέξεις, ποὺ γίνονταν σ᾿ αὐτὴ ἀπὸ σπουδαίους ἐπιστήμονες καὶ οἱ ὁποῖες ἀνέβαζαν σημαντικὰ τὸ κῦρος της καὶ τὴν ἔκαναν ἀκτινοβόλο πνευματικὸ ἵδρυμα. Ἐπίσης μεγάλη ὑπῆρξε ἡ φροντίδα τοῦ Ἁγίου καὶ γιὰ τὸν ἐμπλουτισμὸ τῆς βιβλιοθήκης τῆς Σχολῆς. Σῴζεται, π.χ., ἔγγραφο τοῦ Σχολάρχη, μὲ τὸ ὁποῖο εὐχαριστεῖ τὸν ὑποπρόξενο τῆς Ἀμερικῆς καὶ ἔφορο τῆς Ῥιζαρείου σχολῆς Λ. Νικολαΐδη γιὰ τὴ δωρεὰ 479 βιβλίων, ἐνῷ ταυτόχρονα τοῦ στέλνει κι αὐτὸς ὡς ἀντίδωρο, γιὰ νὰ τὰ διαθέσει κατὰ βούλησιν ἀπὸ πέντε ἀντίτυπα τῶν βιβλίων του Ἱερὰ Κατήχησις, Ποιμαντική καὶ Ἐπικαὶ καὶ ἐλεγειακαὶ γνῶμαι.
Ἐπιπλέον ὁ ἴδιος, πέρα ἀπὸ τὴ διαρκὴ καὶ γνήσια συμμετοχή του στὶς ἐκκλησιαστικὲς συνάξεις, προσευχόταν ἀενάως γιὰ τοὺς νεαροὺς βλαστοὺς τῆς Ῥιζαρείου, ἔγραψε παλαιὸς μαθητής:
Τὰς δὲ νυκτερινὰς ὥρας, ὅτε ἡ Σχολὴ ἡσύχαζε τελείως καὶ οἱ πάντες ἐκοιμῶντο, ἐλέγετο ὅτι ὁ Νεκτάριος κατήρχετο ἐκ τοῦ δωματίου του καὶ ἐξήρχετο τῆς Σχολῆς καὶ ἐκεῖ ἔξω χαμηλὰ εἰς τὴν νοτίαν ἔξοδον τῆς Σχολῆς, κατὰ τὸν κῆπον, ὑπὸ παντοίας καιρικὰς συνθήκας γονυπετὴς προσηύχετο ἐπὶ μακρὸν πλησίον τοῦ φυλασσομένου διὰ σιδηροῦ κιγκληδώματος μικροῦ χώρου, ὅπου ἦτο φυτευμένος φοῖνιξ. Εἰς τὸν χῶρον τοῦτον ἦτο ἄλλοτε μικρὸν παρεκκλήσιον.
Τὴν ὅλη ἀγαθὴ ἐπιῤῥοὴ τοῦ Ἁγίου ἐπάνω στοὺς μαθητὲς ἐπιμαρτυροῦν καὶ οἱ τρόφιμοι τῆς Σχολῆς, πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους διακρίθηκαν ὡς ἐπίσκοποι, πρεσβύτεροι, καθηγητὲς Πανεπιστημίου, καθηγητὲς μέσης ἐκπαίδευσης, δάσκαλοι, δημόσιοι ὑπάλληλοι, ἐπιχειρηματίες, κλπ. Ἐνδεικτικὰ μνημονεύουμε, σημειώνοντας καὶ τὸν χρόνον ποὺ φοίτησαν στὴ Ῥιζάρειο, τοὺς ἐπισκόπους Κίτρους Παρθένιον Βάρδακα (1894-1895), Κισάμου καὶ Σελίνου Ἄνθιμο Λελεδάκη (1894-1895), Πάφου Ἰάκωβο Ἀντζουλᾶτο (1894-1897), Τρίκκης καὶ Σταγὼν Πολύκαρπο Θωμᾶ (1894-1897), Γόρτυνος καὶ Μεγαλοπόλεως Γερμάνο Χατζηανέστη (1895-1899), Ἀρδαμερίου Καλλίνικο Κρεατσούλη (1896-1901), Βερατίου καὶ κατόπιν ἀρχιεπίσκοπον Ἀλβανίας Χριστόφορο Κίσση (1897-1898), Δρυϊνουπόλεως Χριστόφορο Χατζῆ (1900-1907), Φωκίδος Ἀθανάσιο Παρίση (1903-1908), Ἀργολίδος Ἰωάννη Παπασαράντου (1904-1908), Περιστερᾶς Εὐστάθιο Σκάρπα (1904-1908), Καρυστίας, καὶ Σκύρου Ἀνανία Μάνο (1907-1908) καὶ Πέτρο Τζοβάνη ἐπίσκοπο στὴν Ἀλβανία, ποὺ μετὰ τὴν ἐγκατάσταση τοῦ κομμουνιστικοῦ καθεστῶτος τοῦ Χότζα ἐκτελέστηκε, τοὺς ἀρχιμανδρῖτες Ἰωακεὶμ Σπετσιέρη (1894-1897) καὶ Γερβάσιο Παρασκευόπουλο (1905- 1907), τοὺς πρεσβυτέρους Κωνσταντῖνο Ῥωμανὸ (1895-1898), Νικόλαο Μυλωνᾶ (1896-1901), Μᾶρκο Τσακτάνη (1902-1908), Ἄγγελο Νησιώτη (1904-1908), Ἠλία Μπερτόλη (1904-1908) καὶ Θεμιστοκλῆ Παπακωνσταντίνου (1904-1908), τοὺς θεολόγους πανεπιστημιακοὺς καθηγητὲς καὶ ἀκαδημαϊκοὺς Γεώργιο Σωτηρίου (1895-1899), Νικόλαο Λούβαρη (1900-1903) καὶ Παναγιώτη Παπαϊωάννου - Μπρατσιώτη (1902 -1907), τὸν καθηγητὴ τῆς φιλοσοφίας Χαράλαμπο Γιερὸ (1903-1907) κ. ἄ.