Ἄρθρο τοῦ Ἀριστοτέλη Χρ. Εὐτυχιάδη, Ἐπίκουρου Καθηγητῆ τῆς Ἱστορίας τῆς Ἰατρικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν. Περιοδικὸ «Τόλμη» τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν, Τεῦχος 9, Ἰούνιος 2001, σελίδες 62-65.
Οἱ Ὀλυμπιακοὶ Ἀγῶνες ἀναγνωρίζονται διεθνῶς ὡς ἡ συνέχεια τῶν ἀγώνων τῆς ἀρχαίας Ὀλυμπίας, ὅπου τὰ ἑλληνικὰ κράτη-πόλεις, ἀφήνοντας κατὰ μέρος τοὺς πολέμους καὶ κάθε εἴδους ἐχθρότητες, προσπαθοῦσαν, ὑπὸ τὴ σκιὰ καὶ τὴν προστασία τῶν θεῶν τους καὶ μέσα στὸ πνεῦμα τῆς εἰρήνης, νὰ προβάλουν, μέσα ἀπὸ τὰ ἀγωνίσματα τῶν ἐπίλεκτων ἀθλητῶν τους, τὰ Ἰδανικά «του ὡραίου, τοῦ μεγάλου καὶ τοῦ ἀληθινοῦ». Οἱ εἰρηνικοὶ αὐτοὶ ἀθλητικοὶ ἀγῶνες εἶχαν ὡς στόχο τους νὰ διδάξουν στὸν ἑλληνικὸ λαὸ τὴν εὐγενικὴ ἅμιλλα καὶ νὰ κατασιγάσουν τὶς πολεμικὲς ἀναμετρήσεις. Σὲ αὐτὸ συντελοῦσε καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι ἦταν «στενὰ συνδεδεμένοι μὲ θρησκευτικὲς ἐκδηλώσεις καὶ ἀποτελοῦσαν μέρος τῆς λατρείας». Σύμφωνα μὲ τὸν σκοπὸ καὶ τὸ πλαίσιο τοῦ ἱεροῦ χώρου ὅπου ἐτελοῦντο, ὑπῆρχε καὶ ὁ εἰδικὸς προστάτης τῶν ἀγώνων αὐτῶν, ὅπως ὁ Δίας καὶ ὁ Ἀπόλλων. Ἀκόμη καὶ πολὺ ἀργότερα, ὅταν βαθμιαίως μετασχηματίσθηκαν σὲ γνησίους ἀθλητικοὺς ἀγῶνες, δὲν ἔπαψαν «νὰ συνδέονται μὲ τὴ θρησκεία» καὶ νὰ «γίνονται πρὸς τιμὴν μιᾶς θεότητας».
Ἀπὸ τὴν ἀναβίωσή τους τὸ 1896, μὲ τὴ συμμετοχὴ πλέον τῆς παγκοσμίου κοινότητος, τὸ θρησκευτικὸ ἱστορικὸ νόημα καὶ πλαίσιο τῶν Ὀλυμπιακῶν Ἀγώνων ἐκφράζεται μέσα ἀπὸ τὸ τελετουργικὸ ἁφῆς τῆς ὀλυμπιακῆς φλόγας, ἡ ὁποία καὶ τότε ἔκαιγε ἄσβεστη ἡμέρα καὶ νύκτα, καθὼς καὶ τὸν ὀλυμπιακὸ ὕμνο, στὸν ὁποῖο δεσπόζει ἡ μορφὴ τοῦ Ἀπόλλωνος. Αὐτὸ γιὰ λόγους ἱστορικοὺς εἶναι θαυμάσιο, διότι διατηρεῖ τὸ ἐντόνως θρησκευτικὸ πνεῦμα τῶν ἀγώνων αὐτῶν καὶ τοὺς καθιστᾷ εὐγενεῖς καὶ εἰρηνικούς. Τὸ πνεῦμα αὐτὸ παραμένει οὐσιῶδες καὶ σήμερα σὲ ἐπίπεδο ἀθλητῶν, διότι οἱ ὀλυμπιονίκες μας ἐπικαλοῦνται τὴν δύναμη τοῦ θεοῦ στὸ ἐγχείρημά τους, ὄχι μόνον λεκτικῶς, ἀλλὰ καὶ ἀσφαλιζόμενοι μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ. Αὐτὸ διαπιστώνεται μέσῳ τῆς τηλεοράσεως καὶ γιὰ τοὺς ἄλλους χριστιανοὺς ἀθλητές, ἀσφαλῶς, δέ, θὰ ἰσχύει καὶ γιὰ τοὺς ἀθλητὲς ἄλλων, μὴ χριστιανικῶν θρησκευμάτων, οἱ ὁποῖοι ἔχουν τὸν δικό τους τρόπο ἐπικλήσεως τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἴδιοι οἱ ἀθλητὲς δηλαδή, ἐκτὸς τῆς ἀθλητικῆς, παιδευτικῆς, κοινωνικῆς, εἰρηνικῆς, πολιτικῆς, πολιτισμικῆς, ἐθνικῆς καὶ παγκοσμίου προοπτικῆς, ἀποδίδουν στοὺς Ὀλυμπιακοὺς Ἀγῶνες καὶ τὴν ἀληθινὴ πνευματική τους διάσταση, τὸ ὑψηλὸ ἠθικὸ καὶ θεοπρεπὲς κύρος, ὅπως ἀκριβῶς τὸ ἤθελαν οἱ ἀρχαῖοι μας «δεισιδαιμονέστεροι» πρόγονοι καὶ ἱδρυτὲς τῶν ἀγώνων αὐτῶν.
Ἡ νεωτέρα χριστιανικὴ Ἑλλάδα, χωρὶς νὰ ἀποβάλει τὰ ἱστορικὰ πνευματικὰ σύμβολα τῶν Ὀλυμπιακῶν Ἀγώνων, τὰ ὁποῖα σηματοδοτοῦν τὴ θρησκευτικότητα τῶν ἀγώνων αὐτῶν, καὶ τὶς πνευματικές τους διαστάσεις, πρέπει ἐν τούτοις νὰ καταστήσει σαφῆ τὴν παρουσία τοῦ θεοῦ, τὸν ὁποῖο πιστεύει καὶ ἐπικαλεῖται σὲ ὅλες τὶς περιστάσεις οἱ ὁποῖες τὴν ἀφοροῦν. Πρέπει νὰ ἀναζητήσει τὸν Ἅγιο Προστάτη τῶν ἀγώνων καὶ νὰ τοὺς ἐντάξει κάτω ἀπὸ τὴν προστασία του, γιατί ὄντως ὑπάρχει ὁ Ἅγιος τῶν ἀγώνων καὶ τῶν σταδίων, ὁ Ἅγιος Νεκτάριος, γιὰ λόγους τοὺς ὁποίους ἐκθέτουμε στὴ συνέχεια.
Τρία χρόνια πρὸ τῆς διεξαγωγῆς τῶν πρώτων συγχρόνων Ὀλυμπιακῶν Ἀγώνων στὴν Ἀθήνα τὸ 1896, ὁ Ἅγιος Νεκτάριος Κεφαλᾶς, ὁ ἐν Αἰγίνῃ, «ὁ πάλαι ποτε Μητροπολίτης Πενταπόλεως», σὲ μελέτη τοῦ ὑπὸ μορφὴ ἐγγράφου ὁμιλίας «Περὶ Γυμναστικῆς», ἀναφέρεται στὴν ἀξία καὶ τὸν σκοπὸ τῆς γυμναστικῆς ἀθλήσεως καὶ τῶν ἀθλοπαιδιῶν γιὰ τοὺς νέους. Τὴν ὁμιλία ἐξεφώνησε ὁ ἴδιος στὰ ἐγκαίνια Γυμναστικοῦ Συλλόγου στὴν Κύμη τῆς Εὐβοίας, τὴν 21η Αὐγούστου τοῦ ἔτους 1893. Ὅπως δὲ ἐτόνισε, τότε «ἡ εὐέλπιδα τῆς Κύμης νεολαία» εἶχε «τὴν πρωτοβουλίαν καὶ τὸ θάρρος ὅπως... θέσῃ πρώτη τὸ βῆμα πρὸς τὰ πρόσω καὶ δώσῃ τὴν πρώτην ὤθησιν πρὸς τὴν πρόοδον». Αὐτὸ συνέβη μόνον δυὸ χρόνια μετὰ τὴν ἵδρυση τοῦ Πανελληνίου Γυμναστικοῦ Συλλόγου, τὸ 1891, στὴν Ἀθήνα, καὶ ἀφοροῦσε μία καθαρῶς ἰδιωτικὴ πρωτοβουλία ἐκ μέρους τῶν νέων.
Ἀκολουθώντας «τὸν Σταγειρίτη φιλόσοφον Ἀριστοτέλη», κατὰ τὸν ὁποῖο «τά τε ὑπερβάλλοντα γυμνάσια καὶ τὰ ἐλλείποντα φθείρει τὴν ψυχήν, σῴζεται δὲ ἡ σωφροσύνη ὑπὸ τῆς μεσότητος», ἐπαναφέρει καὶ ἀναδεικνύει ὅλα τὰ στοιχεῖα ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα συνιστοῦσαν τὴν ἄθληση στοὺς Ὀλυμπιακοὺς Ἀγῶνες, καὶ ἀποκλείει ἐκ προοιμίου τὸν αὐτοσκοπὸ τῆς ἀθλήσεως: «Ἡ σύμμετρος σωματικὴ γυμνασία ἐθεωρήθη ἀπ᾿ αἰώνων ὑπὸ πάντων τῶν πεπολιτισμένων ἐθνῶν ὡς ἀναγκαία ἄσκησις καὶ ἀναπόσπαστος ἀκόλουθος καὶ σύντροφος παντὸς ἐλευθέρου καὶ εὖ ἠγμένου πολίτου καὶ τῆς τελείας παιδεύσεως ὁ ἀληθὴς χαρακτήρ». Σημειώνει τὴν παρουσία Γυμναστικῶν Συλλόγων στὴν Ἑλλάδα καὶ στὴν Εὐρώπη, οἱ ὁποῖοι, ὅπως λέγει, ἀποτελοῦν φυτώριο, ὄχι μόνον γιὰ τὴν ἄθληση, ἀλλὰ καὶ τὴν παίδευση τῆς νεότητας: «Τῆς ἁρμονικῆς γυμνασίας τῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος, τῆς ἐγκαινιζομένης σήμερον ὑπὸ τοῦ συστάντος σήμερον Γυμναστικοῦ Συλλόγου τῆς μουσικοτραφοῦς νεότητος, συνήλθομεν νὰ τελέσωμεν τὰ ἐγκαίνια... Ἡ σύστασις τοῦ Συλλόγου τούτου... προώρισται νὰ ἀναδείξῃ καλοὺς καγαθοὺς ἄνδρας», οἱ ὁποῖοι δύνανται νὰ καταστοῦν «ὠφέλιμοι τῇ τε πόλει καὶ τῇ κοινωνίᾳ καὶ τῇ πατρίδι... ὠφελιμότατοι πρός τε τὸ ἔθνος καὶ τὴν ἀνθρωπότητα ἐν γένει». Ὡς νόημα τῶν ἀγώνων καὶ τελικὸ σκοπὸ τοὺς καθόριζε τὴν «ἀρετᾶν πολύμοχθον», κατὰ τὴν ἔκφραση τοῦ Ἀριστοτέλη, καὶ «τὴν σωφροσύνην», τὴν ὁποία θεωροῦσε «σύμβολον τῆς ὑγείας τῆς ψυχῆς καὶ μητέρα πάσης ἀρετῆς». Κατὰ τὸν Ἅγιο Νεκτάριο, οἱ ἀγῶνες εἶχαν πνευματικὴ προοπτική, νὰ ἀναδείξουν «ἄνδρας τελείως μεμορφωμένους, ἱκανοὺς πρὸς πᾶσαν ἐπιχείρησιν», καθ᾿ ὅσον «ἡ ἄσκησις προθυμοτέρους πρὸς τοὺς ἀγώνας καθιστᾶ διὰ τὴν ἕξιν, καὶ φιλοπονωτέρους διὰ τὴν πρὸς τοὺς πόνους οἰκείωσιν». Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ἔδιδε τόση σημασία στοὺς ἀθλητικοὺς Συλλόγους, ὥστε νὰ σημειώνει μὲ ἔμφαση ὅτι ἡ «πεπολιτισμένη Εὐρώπη ἀριθμεῖ τοσούτους συλλόγους γυμναστικούς, ὧν τὸ πλῆθος ὑπερβαίνει τὸν ἀριθμὸν τῶν σχολείων».
Ὡς εἶναι φυσικὸ κατόπιν αὐτῶν, δὲν παραλείπει νὰ ἀναλύσει τὰ ὠφέλη ἀπὸ τὴν συνάθληση τῶν νέων σὲ ἀγῶνες: «Ὁ Γυμναστικὸς Σύλλογος προτίθεται διὰ τῆς συνεχοῦς ὁμιλίας τῶν ἑταίρων νὰ συσφίγξη τοὺς δεσμοὺς τῆς φιλίας, νὰ ἀδελφοποίηση τὴν νεολαίαν, νὰ διασκέδασῃ τὰς ταπεινὰς ἀντιπαθείας καὶ ἀντιζηλίας, νὰ ἀποσπάσῃ αὐτὴν τῶν ματαίων καὶ ἀνωφελῶν ἀσχολιῶν... ἀναπτύξῃ τὴν συγγενῆ ἅμιλλαν, αὐξήσῃ τὴν φιλοτιμίαν, ἀπομακρύνῃ τὴν ἀργίαν, τὴν γενέτειραν τῆς ἀκηδίας, τῆς χαυνότητος, τῆς ἀμελείας καὶ πάσης κακίας καὶ παρασκευάσῃ ἄνδρας κρατεροὺς πρὸς ὑπεράσπισιν τῶν δικαίων τῆς πατρίδος».
Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι οἱ πρωτοποριακὲς αὐτὲς τοποθετήσεις τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου ἐπὶ τῶν γυμναστικῶν ἀγώνων, μὲ σκοπὸ νὰ συντελέσει καὶ αὐτὸς «εἰς τὴν ἀληθῆ μόρφωσιν καὶ ἐκπαίδευσιν», καρπὸς τοῦ φωτισμένου μυαλοῦ του, συμπίπτουν χρονικῶς μὲ τὶς σκέψεις καὶ τὶς ἐνέργειες τοῦ γάλλου βαρόνου, ἐμπνευστοῦ καὶ εἰσηγητοῦ τῶν συγχρόνων ὀλυμπιακῶν Ἀγώνων, οἱ ὁποῖοι ἀνασυστάθηκαν μὲν τὸ 1896, μὲ τὴν πρώτη τους τέλεση στὴν Ἀθήνα, εἶχαν ὅμως ἀρχίσει νὰ δρομολογοῦνται ὑπὸ τοῦ ἀπὸ τὸ 1892, μὲ τὴν ὁμιλία του στὴ Σορβόννη, κατὰ τὴν πέμπτη ἐπέτειο τῆς Ἑνώσεως τῶν Γαλλικῶν Ἀθλητικῶν Σωματείων, καὶ μὲ τὴ θετικὴ ἀπόφαση τοῦ Συνεδρίου τῶν διεθνῶν γυμναστικῶν Συλλόγων, τὸ 1894. Ἡ λεπτομερὴς ἐκτίμηση τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου περὶ τῶν ἀθλητικῶν ἀγώνων καὶ γυμναστικῶν Συλλόγων τοποθετεῖται ἀκριβῶς μεταξὺ τῶν δυὸ αὐτῶν ὁροσήμων τῆς ἀναβιώσεως τῶν Ὀλυμπιακῶν Ἀγώνων, ἀλλὰ καὶ συμπίπτει μὲ τὸ «περιεχόμενο τῆς φιλοσοφίας τοῦ ὀλυμπισμοῦ», τὸν ὁποῖον ἀνεβίωσε καὶ «καθόρισε ὁ Ρ. DE COUBERTIN, ὅταν «πολὺ σύντομα διαπίστωσε πὼς οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες, ἀντίθετα μὲ τοὺς συγχρόνους του, χρησιμοποιοῦσαν σὰν βασικὸ στοιχεῖο τῆς ἀγωγῆς τὴν ἀγωνιστική, ποὺ δὲν χάριζε μόνον στοὺς νέους ὑγιῆ καὶ ἐξασκημένα σώματα, ἀλλὰ διαμόρφωνε καὶ τὸν ψυχικὸ καὶ πνευματικό τους κόσμο, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ γίνονται ὁλοκληρωμένοι ἄνθρωποι καὶ χρήσιμοι στὴν κοινωνία πολίτες». Συμπίπτει ὅμως καὶ μὲ τὴν γενικὴ ἐκτίμηση ὅτι ὁ ὀλυμπισμὸς «ἀπὸ βλέπει στὴν καθολικὴ διαπαιδαγώγηση τοῦ ἀτόμου, ὥστε ἀναπτύσσοντας ἁρμονικὰ τὶς πνευματικές, σωματικὲς καὶ ἠθικὲς τοῦ δυνάμεις, νὰ ἀγγίση τὸ ἰδανικό της καλοκαγαθίας τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων». Δὲν πρέπει, ἀσφαλῶς, νὰ ἀγνοηθῆ ὅτι κατὰ τὴ χρονικὴ αὐτὴ συγκυρία τῆς εὐρωπαϊκῆς ἀφυπνήσεως γιὰ τὰ ὀλυμπιακὰ ἀθλήματα, ὁ Ἅγιος μὲ τρόπο προορατικὸ ἔλεγε πρὸς τὸ πανελλήνιο γιὰ τὸν Γυμναστικὸ Σύλλογο τῆς Κύμης, καὶ ὄχι μόνον, ὅτι «ἐπιζητεῖ νὰ βαδίση ἐπὶ τὰ ἴχνη τῶν προγόνων του», καὶ ὅτι «συναισθάνεται ὅτι ἔλαχε τὴ παρούση γενεὰ ὁ κλῆρος νὰ συμπλήρωση τὸ ἔργο τῶν πατέρων της... συναισθάνεται ὅτι τὴ ἐκληροδοτήθησαν ὑποχρεώσεις ἱεραί, τὰς ὁποίας μετ᾿ αὐταπαρνήσεως ὀφείλει νὰ ἐκπλήρωση, συναισθάνεται ὅτι οὐ καιρὸς τοῦ καθεύδειν, ἀλλὰ τοῦ ἐγρηγορεῖν, μὴ ἄλλοι ἀνθ᾿ ἡμῶν στήσωσι τὰ τρόπαια».
Πέρα τῶν ἀθλητικῶν τοποθετήσεών του καὶ τοῦ ἁγιοπνευματικοῦ κύρους του, ἡ χρονικὴ αὐτὴ συγκυρία τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου, ὡς ἀναλυτοῦ καὶ ἐμψυχωτοὺ τῶν ἀθλητικῶν ἀγώνων στὴν Ἑλλάδα, μὲ τὴν προπαρασκευὴ τῆς ἀνασυστάσεως τῶν Ὀλυμπιακῶν Ἀγώνων, ἀρχῆς γενομένης ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, οὐδὲν περιθώριο ἀφήνει ἀμφισβητήσεως τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου ὡς Προστάτου τῆς γυμναστικῆς ἀθλήσεως καὶ τῶν Ὀλυμπιακῶν Ἀγώνων σὲ ἐκκλησιαστικὸ καὶ ἐνδεχομένως ἐθνικό μας ἐπίπεδο. Ἐν ὄψει μάλιστα τῶν ὑφισταμένων δυσκολιῶν, τὶς ὁποῖες συνεπάγεται τὸ ἐγχείρημα τῆς ὀργανώσεως τόσο μεγάλων ἀγώνων, ἀλλὰ καὶ τῶν ἐν γένει προβλημάτων καὶ κινδύνων οἱ ὁποῖοι πάντοτε ἐλλοχεύουν σὲ παγκόσμια γεγονότα, ἡ κατὰ τὴν προσφιλῆ της Ἐκκλησίας μας τακτικὴ περὶ Προστατῶν Ἁγίων ἀναθέση τῶν Ἀγώνων αὐτῶν στὴ σκέπη καὶ τὴν προστασία τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου εἶναι μᾶλλον ἐπιβεβλημένη καὶ εὐκταία. Ἡ εὐχὴ καὶ ἡ εὐλογία τοῦ πρὸς τὸν Γυμναστικὸ Σύλλογο τῆς Κύμης τοῦ 1893 συνοδεύει ὅλους τους Ἀθλητικοὺς Συλλόγους καὶ ὅλα τὰ στάδια τῶν ἀγώνων, κατὰ συνέπεια δὲ καὶ τῶν Ὀλυμπιακῶν: «Πέποιθα ὅτι καὶ ὁ γυμναστικὸς οὗτος σύλλογος θὰ τύχῃ τῆς προσηκούσης ὑποστηρίξεως... ὅπως βαδίση ἀπροσκόπτως πρὸς τὸ στάδιο τοῦ ἀγῶνος καὶ ἐκπλήρωση ἀσφαλῶς τὸν ὁποῖον προτίθεται μέγα σκοπόν. Γένοιτο!