Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Μανώλη Μελινοῦ «Μίλησα μὲ τὸν Ἅγιο Νεκτάριο», Β´ Τόμος
Λίγα χρόνια μετὰ τὴν κοίμησή του, στὰ 1939, φέρανε στὸ μαναστήρι ἕνα δαιμονισμένο. Τὸν πῆγαν στὸν τάφο τοῦ Δεσπότη. Τότες δὲν ὑπῆρχε τὰ ἐκκλησάκι πάνω ἀπὸ τὸν τάφο. Κι ὁ τάφος ἤτανε χαμηλός. Τὸ πεῦκο μόνο ἦταν κοντά. Οἱ παπάδες λοιπὸν μνημονεύανε τὸ δαιμονισμένο καὶ τόνε διαβάζανε πάνω στὸν τάφο. Τὸν κρατοῦσαν δεμένο μὲ ἁλυσίδες δυὸ χωροφύλακες καὶ δυὸ ναῦτες. Δὲν μπορούσανε νὰ τὸν κάνουνε καλά. Τοὺς συντάραζε. Χάλαγε ὁ κόσμος. Μιὰ στιγμὴ λοιπόν, ὁ δαιμονισμένος ἄρχισε νὰ φωνάζει τόσο δυνατά, ποὺ φοβηθήκαμε ὅλοι: «Ἅγιε Νεκτάριε, μ᾿ ἔκαψες». Φώναζε τὸ δαιμόνιο ποὺ ταλαιπωριόταν ἀπὸ τὸν Ἅγιο. Σὲ λίγο, ὁ ἄνθρωπος ἔπεσε σὰ νεκρός. Αὐτὸ ἦταν. Θεραπεύτηκε! Σηκώθηκε καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια προσκύνησε τὸν τάφο, λέγοντας καὶ ξαναλέγοντας: «Ἅγιε Νεκτάριε, μ᾿ ἔσωσες, σ᾿ εὐχαριστῶ»!
Ἄλλη μιὰ φορά, φέρανε μία κοπέλα δαιμονισμένη. Οὔρλιαζε σὰν τὸ θεριό. Ὅλοι ὅσοι ἤμασταν γύρω-τριγύρω, φοβόμασταν. Τὸ πρόσωπό της ἦταν ἀγριωπὸ σὰν ἀγρίμι. Τὴν ὥρα ποὺ βαγίνανε τὰ Ἅγια, ἔγινε καλά. Μέρεψε. Γαλήνεψε ἡ μορφή της. Ἔγινε πεντάμορφη. Κλαίγαμε ὅλοι μας. Βάραγαν οἱ καμπάνες.
Κάποιος νέος διηγόταν:
«Εἶμαι Πειραιώτης. Μόλις ἐπέστρεψα ἀπὸ τὸ ἀλβανικὸ μέτωπο. Κινδύνεψα. Δίπλα μου ἀκριβῶς, ἔπεσε μία ὀβίδα. Ἄνοιξε ὁλόκληρο πηγάδι. Ἐκείνη τὴ στιγμή, ἔρχεται ἀστραπιαία ἕνας παπᾶς – ποῦ βρέθηκε; - καὶ μοῦ δίνει μία γερὴ σπρωξιά. Μ᾿ ἔριξε στὸ χῶμα, ἀντίθετα ἀπὸ τὴν ὀβίδα. Γλίτωσα, κυριολεκτικὰ ἀπὸ θαῦμα. Ὅταν γύρισα στὸν Πειραιᾶ, ἄρχισα νὰ ρωτῶ γνωστοὺς παπάδες καὶ νὰ κοιτάζω φωτογραφίες ἱερωμένων, γιὰ νὰ βρῶ τὸν παπᾶ ποὺ μ᾿ ἔσωσε. Ἐκεῖνος, μόλις μ᾿ ἔσπρωξε, ἐξαφανίστηκε. Ταραγμένος ὅπως ἤμουν, οὔτε ποὺ μοῦ ῾κοψε νὰ τὸν ἀναζητήσω ἐκείνη τὴ στιγμή. Ἀνάμεσα στὶς φωτογραφίες ποὺ μοῦ δείξανε, ἦταν καὶ μία του Ἁγίου Νεκταρίου. Αὐτὸς εἶναι! Φώναξα ἀνατριχιασμένος. Γι᾿ αὐτὸ ἔρχομαι στὸ μοναστήρι. Ἤθελα κι ἐγώ, κάτι νὰ προσφέρω στὸ μοναστήρι του. Ῥώτησα κι ἔμαθα ὅτι ἔσπασαν τὰ κεραμίδια τους καὶ δὲν εἶχαν χρήματα οἱ μοναχὲς νὰ τὰ ἐπισκευάσουν. Ἀνέλαβα ἐγώ. Θὰ τὰ κάνω καινούργια ἀπ᾿ τὴν ἀρχή. Γι᾿ αὐτὸ πηγαίνω. Εἶναι ἡ δεύτερη φορά. Ὅταν πρωτοπῆγα, μὲ ὑποδέχτηκαν οἱ μοναχές, δίχως νὰ μὲ γνωρίζουν. «Ἤρθατε γιὰ τὰ κεραμίδια;» μὲ ρώτησαν! Τά᾿ χασα. Δὲν εἶχα πεῖ τίποτα σὲ κανένα. Βλέποντας τὴν ἀπορία μου, μοῦ εἶπαν: «Ἦρθε χτὲς βράδυ χαρούμενος ὁ Δεσπότης μας (σ.σ. ὁ Ἅγιος) καὶ μᾶς τὸ εἶπε!...».
Αὐτὰ μοῦ διηγήθηκε τὸ παληκάρι. Ἀνεβήκαμε ὅλοι μαζὶ στὸ μοναστήρι. Πῆγα στὸν τάφο, γονάτισα κι ἄρχισα νὰ κλαίω μὲ λυγμούς. Ἐκείνη τὴ στιγμὴ μία ὑπέροχη μυρωδιὰ γιασεμιοῦ ἁπλώθηκε. Ἄρχισα νὰ ψάχνω μέσα στὴν αὐλὴ τὴν κρεβατίνα μὲ τὸ γιασεμί. Ἡ Γερόντισσα Παρασκευὴ μὲ ρώτησε τί ψάχνω. Ὅταν τῆς ἐξήγησα, μοῦ εἶπε: «Δὲν ἔχουμε γιασεμὶ στὸ μοναστήρι. Οὔτε βασιλικό. Σὲ ὑποδέχτηκε ὁ Ἅγιος, παιδί μου!». Ἀπὸ τότε, πίστεψα πιὸ δυνατὰ στὴ χάρη του.
Ὁ Δεσπότης ἦταν ἅγιος ἀπὸ ζωντανός. Ἕνα πρωί, ἦρθε μία πλουσιοτάτη οἰκογένεια ἀπὸ τὶς Κυκλάδες. Οἱ γονιοὶ κι ἕνα κορίτσι. Τὴ μικρὴ τὴν εἶχαν πάει στὴν Ἀγγλία. Τὴν ἐξέτασαν οἱ γιατροὶ καὶ εἶπαν ὅτι, ἅμα γίνει δεκατριῶν χρονῶν θὰ πεθάνει. Τὸ λοιπόν, ξαναπῆγαν τὸ παιδὶ στὴν Ἀγγλία, γιὰ δεύτερη φορά. Τίποτα. Ἦρθαν καὶ πάλι ἄπρακτοι στὸ νησί τους. Τότε ἡ μάνα τοῦ παιδιοῦ εἶδε στὸν ὕπνο της τὸ Δεσπότη τὸν Ἅγιο Νεκτάριο. Τῆς εἶπε:
-Παντοῦ τὸ πήγατε τὸ παιδί, παντοῦ τὸ γυρίσατε. Φέρτε το καὶ στὸ σπίτι μου, στὴν Αἴγινα. Μὲ λένε Νεκτάριο. Μὴν τὸ ταλαιπωρεῖτε. Αὐτὸ εἶναι ὅπως τὸ γέννησες, ὁλόκαλο!...
Γι᾿ αὐτὸ ἦρθαν στὴν Αἴγινα. Τοὺς πῆγα στὸ μοναστήρι. Κάνανε λειτουργία καὶ κοινωνήσανε ἀπὸ τὸ Δεσπότη. Ἐκεῖνος τὸ σταύρωσε καὶ τοὺς εἶπε ὅτι ὁ Θεὸς θὰ τὸ κάνει καλά. Φύγανε οἱ ἄνθρωποι. Ὕστερ᾿ ἀπὸ λίγο καιρό, νά ῾σου κι ᾔρθανε πάλι. Τὸ κορίτσι τους ἦταν πεντάγερο. Μὲ βρήκανε στὴν ἀγορὰ καὶ σαλτάραν πάνω στὴν καρότσα νὰ τοὺς πάω στὸ μοναστήρι. Κάνανε πάλι λειτουργία. Κλαίγανε καὶ γελούσανε μαζί, ἀπ᾿ τὴ χαρά τους. Ὁ Δεσπότης τὸ θεράπευσε τὸ παιδί.
...Ἀμέτρητα θαύματα γίνονταν ἀπὸ τότε (ὅταν ζοῦσε). Δαιμονισμένοι λυτρώνονταν, ἄῤῥωστοι θεραπεύονταν, χίλια δυό. Τὰ μαθαίναμε ὅλοι οἱ Αἰγινῆτες καὶ σταυροκοπιόμασταν. Πολλά, πολλά... Μόνο ποὺ τὸν ἔβλεπες, αἰσθανόσουνα πὼς ἦταν θαυματουργός. Γαλήνια ἡ μορφή του. Πράος, γλυκός. Ἄνθρωπος μὲ πνεῦμα Θεοῦ.
... Τρέχω στὸ κελὶ τοῦ Ἁγίου. Μόλις μπῆκα στὴν τραπεζαρία του, βλέπω τὴν ἐσωτερικὴ πόρτα ἀνοιχτή. Αὐτὸ ποὺ ἀντίκρυσα στὴ συνέχεια – ὅπως θὰ καταλάβετε μὲ ἄφησε ἄναυδη. Μὲ γέμισε θαυμασμό. Ὁ Ἅγιος δὲν πατοῦσε στὸ πάτωμα! Στεκότανε στὸν ἀέρα, δυὸ σπιθαμὲς πάνω ἀπὸ τὸ ἔδαφος! Τὰ χέρια του ἦσαν ὑψωμένα πρὸς τὸ εἰκονοστάσιό του, στὴν Παναγία καὶ προσευχόταν. Τὸ πρόσωπό του εἶχε ὑποστεῖ μίαν ἀλλοίωση. Πρόσωπο Ἁγίου. Ὅταν εἶδα αὐτὸ τὸ θαῦμα, συγκινήθηκα βαθύτατα...
...Ὅταν γύρισα τὸ 1920 ἀπὸ τὴ Μικρασιατικὴ ὀπισθοχώρηση, ἔμαθα πὼς λίγες ἡμέρες πρίν, μιὰ φτωχιὰ γυναίκα πῆγε ξυπόλητη στὸ μοναστήρι. Μόλις τὴν εἶδε ὁ Αγιος, ἔβγαλε τὶς παντόφλες του καὶ τὶς ἔδωσε. Ὕστερ᾿ ἀπὸ λίγο, πῆγε μὰ ἄλλη φτωχιὰ ποὺ πείναγε. Λέει τότε ὁ Ἅγιος στὶς Γερόντισσες:
-Δῶστε της νὰ φάει.
-Δὲν ἔχουμε τίποτα, Σεβασμιώτατε, ἐκτὸς ἀπὸ λιγοστὸ ψωμάκι.
-Νὰ τὸ δώσετε ἀμέσως τοὺς εἶπε... κι ἔχει ὁ Θεός!...
Τὸ πρωί, νά ῾σου ἕνας πλούσιος μὲ δυὸ γαϊδουράκια, φορτωμένα ρύζι, ζάχαρη, μακαρόνια, ἀλεύρι. Δωρεὰ στὴ μονή. Τὸ ξέρω, γιατί βοήθησα στὸ ξεφόρτωμα. Θυμᾶμαι, γύρισε ὁ Ἅγιος ἐκείνη τὴ στιγμὴ καὶ λέει μὲ σημασία στὴν ἡγουμένη:
-Γερόντισσα, ἔχει ὁ Θεός...
Κι ἔκανε τὸ σταυρό του.
... Ἄλλη μιὰ φορά, πήγανε χωρικοὶ ἀπὸ τὸν Κοντὸ καὶ τοῦ εἶπαν ὅτι μὲ τὴν ἀνομβρία θὰ πάθουνε πολλὲς ζημιές. Ὁ Αγιος ἔκανε δέηση καὶ ἄρχισε ἀμέσως δυνατὴ βροχή! Τὰ θυμᾶμαι πολὺ καλά.
Τί εὐλογία, γιαγιά, νὰ ζήσει στὸ νησί σας ὁ Ἅγιος Νεκτάριος!...
-Ἄκου δῶ. Παντοῦ γίνανε τοῦ κόσμου τὰ ἐγκλήματα. Κάψανε τὰ Καλάβρυτα, κάψαν τὰ χωριὰ ὅλα. Ἐδῶ, δὲν ἐράγισε οὔτε πέτρα. Δὲν ἄνοιξε μύτη. Γιὰ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου. Μιλῶ γιὰ τὴν Κατοχή. Ὁ γερμανὸς διοικητὴς Ἀθηνῶν, ἔλεγε ὅτι ἅμα περνάγανε τ᾿ ἀεροπλάνα τους καὶ πήγαιναν στὴν Κρήτη, δὲν βλέπανε τὴν Αἴγινα. Οὔτε καταχνιὰ ἦταν, οὔτε τίποτα. Κι ὅμως! Αἴγινα πουθενά. Τὴ σκέπαζε ὁ Ἅγιος. Ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ ἦρθε ὁ Ἅγιος στὸν τόπο μας, πᾶμε ἀπὸ τὸ καλὸ στὸ καλύτερο...