(Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἀχιλλέως Γ. Χαλδαιάκη: Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος καὶ ἡ ἀγάπη του γιὰ τὴν ποίηση καὶ τὴν μουσική. Ἐκδόσεις Ἁρμός, Ἀθήνα 1998, σελ. 17-32)
Σύγχρονος καθηγητὴς τῆς Ὑμνολογίας διετύπωσε παλαιότερα τὴν ἑξῆς σχέση: «Ἂν ἡ θρησκεία εἶναι ποίηση καὶ ἡ ποίηση εἶναι εἶδος θρησκείας τῆς ψυχῆς». Πιστεύουμε ὅτι καὶ ἡ ὑπὸ ἐξέταση ἐνασχόληση τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου μὲ τὴν ποίηση παρομοίως ἑρμηνεύεται· τὸ μεγαλύτερο τμῆμα τοῦ ὑμνογραφικοῦ του ἔργου δὲν εἶναι ἁπλῶς ποίηση, ἀλλὰ ἕνας «παφλασμὸς» ἱερῶν συναισθημάτων μίας κατ᾿ ἐξοχὴν θρησκευούσης ψυχῆς, ποὺ βιώνει, προσεύχεται, κηρύττει καὶ κατηχεῖ σὲ λόγο ἔμμετρο, οἰστρηλατουμένη ἀπὸ βαθειὰ ποιητικὴ ἕξη. Κατ᾿ ἀκρίβειαν, μάλιστα, πρέπει νὰ σημειωθεῖ ὅτι καταχρηστικῶς ἀποδίδουμε στὸν Ἅγιο τὸν χαρακτηρισμὸ «ὑμνογράφος». «Στὴν κυριολεξία - ὅπως ὀρθῶς ἤδη ἔχει γραφεῖ- δὲν ἦταν ὑμνογράφος, ἀλλὰ ἁπλῶς ὑμνολόγος, ὑμνητὴς τοῦ θείου, ἔνθεος στιχουργός, ψυχὴ ποὺ ἐμόρφωνε σὲ στίχους τοὺς ἐκ βαθέων στεναγμούς του, θεόληπτος καρδιὰ ποὺ σκιρτοῦσε ἀγαλλομένη ἀπὸ τὰ ἀφόρητα ἐνεργήματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τὰ μετουσίωνε σὲ ψαλμοὺς καὶ ᾠδὲς πνευματικές».
Σὲ παλαιότερη πρόδρομη ἀνακοίνωσή μας περὶ τοῦ ὑμνογραφικοῦ ἔργου τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου, διετυπώσαμε ἐν κατακλείδι δυὸ προσωπικὲς ἐκτιμήσεις γιὰ τὴν ἰδιαιτερότητα ποὺ ἐκλαμβάνουν τὰ ὑμνογραφήματά του. Τὶς ἐπαναλαμβάνουμε καὶ ἐδῶ, αὐτὴν τὴν φορὰ ὡς ἀφορμὴ γιὰ περαιτέρω συλλογισμὸ ἐπὶ τοῦ προκειμένου θέματος καὶ ὡς ἔναυσμα γιὰ τὴν προσαγωγὴ καὶ λοιπῶν στοιχείων ποὺ ἡ ὡς σήμερα σχετικὴ ἔρευνά μας ἔχει φέρει σὲ φῶς.
Ἡ πρώτη ἐκτίμηση συνοψίζεται στὰ ἑξῆς· τὰ ὑμνογραφήματα τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου ἀποτελοῦν οὐσιαστικῶς «μεγαλοφωνώτατες κραυγές» ἑνὸς ἀγωνιῶντος ἱεράρχου, ὁ ὁποῖος μὲ λόγο ἔμμετρο προσπαθεῖ νὰ κατευθύνει τὰ διανοήματα τῶν πνευματικῶν του τέκνων πρὸς μίαν ὁμαλότερη καὶ ὅσο τὸ δυνατὸν ἀπρόσκοπτη κατανόηση τῶν κατὰ τὴν Θεία Λατρεία τελουμένων. Δὲν εἶναι τυχαῖο τὸ γεγονὸς ὅτι -συμφώνως πρὸς τὰ στοιχεῖα ποὺ προκύπτουν ἀπὸ τὶς κατηχητικὲς του ἐπιστολές- τελικὸς ἀποδέχτης τῶν ποιημάτων τοῦ Ἁγίου εἶναι εἴτε οἱ πιστοὶ ποὺ συνέῤῥεαν στοὺς Ἱεροὺς Ναοὺς τῶν Ἀθηνῶν ὅταν ὁ ἴδιος ἱερουργοῦσε, εἴτε οἱ μαθητές του στὴν Ῥιζάρειο Ἐκκλησιαστικὴ Σχολή, εἴτε πρωτίστως καὶ κατὰ κύριο λόγο οἱ μοναχές της νεοπαγοῦς τότε Μονῆς τῆς Αἰγίνης. Θὰ παρατηροῦσαμε μάλιστα ὅτι, κατὰ τὰ πρῶτα τουλάχιστον στάδια της «ποιητικῆς του δημιουργίας», τά «ἐρεθίσματα» ποὺ ὠθοῦν τὸν Ἅγιο στὴν ὑμνογραφία προέρχονται ἀκριβῶς ἐκ τῶν ἀνωτέρω ἐξονομασθέντων ἀποδεκτῶν. Ἐπιπροσθέτως ἱεραρχῶντας τὶς μαρτυρίες ποὺ ἔχουμε στὴν διάθεσή μας, μποροῦμε συνοπτικῶς νὰ ἐπισημάνουμε τρεῖς ἐπὶ μέρους στόχους πρὸς τοὺς ὁποίους ἀπέβλεπε ὁ Ἅγιος διὰ τῶν ἐν λόγῳ ποιητικῶν του δημιουργιῶν.
Πρῶτον· νὰ ἱκανοποιήσει πνευματικῶς τοὺς ἀκροωμένους πιστούς: «Προχθὲς τὴν ἑορτὴν τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου ἐγένετο ἀγρυπνία εἰς τὸν ναὸν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τὸν ἐπικαλούμενον τῆς Καπνικαρέας -γράφει ὁ ἴδιος διαζωγραφῶν τήν, πρὸς αὐτὴν τὴν κατεύθυνση, ποιμαντική του μέριμνα-. Ἡ συῤῥοὴ τοῦ κόσμου ἦτο ἔκτακτος· ἔψαλλον εἰς ἦχον πλ. α´ τὴν ᾠδὴν τὴν ἔχουσαν κατ᾿ ἀλφάβητον τὴν ἀκροστιχίδα «Ἄσπιλε ἀμόλυντε ἁγνὴ Παρθένε» εἰς τὸ τέλος τῆς λιτῆς. Ἔμαθον δ᾿ ὅτι οἱ πάντες ηὐχαριστήθησαν». Ἰδιαίτερη εὐχαρίστηση τοῦ προξενεῖ ἡ σκέψη ὅτι εὐσεβεῖς πιστοὶ θὰ εὑρίσκουν πνευματικὴ εὐφροσύνη καὶ ἀναψυχὴ ἀναγινώσκοντες ἢ ψάλλοντες τὰ ποιήματά του: «...αἰσθάνομαι μίαν εὐχαρίστησιν -σημειώνει καὶ πάλι ἀναγγέλλων τὴν ἀποπεράτωση τοῦ Θεοτοκαρίου του- οὐ μόνον ἐκ τῆς συγγραφῆς, ἀλλὰ καὶ ἐκ τῆς σκέψεώς του ὅτι αἱ εὐσεβεῖς ψυχαὶ θὰ εὑρίσκωσι πνευματικὴν εὐφροσύνην διὰ τὴν εὐχαρίστησιν ταύτην, ἣν ἡ Κυρία Θεοτόκος μὲ ἠξίωσε νὰ λάβω. Σᾶς παρακαλῶ νὰ ψάλητε μίαν εὐχαριστήριον ᾠδὴν εἰς τὴν Κυρίαν Θεοτόκον καὶ μία παράκλησιν, ὅπως μὲ ἐνισχύῃ εἰς ὅμοια ἔργα καὶ φέρω ταῦτα εἰς αἴσιον πέρας». Μὲ παρόμοια, ἐπίσης, λόγια διατυπώνει τὴν πρόθεσή του νὰ ἐκδώσει τοὺς ἐν λόγῳ θεοτοκίους ὕμνους: «Προτίθεμαι, νὰ τυπώσω ὅλους τοὺς ὕμνους εἰς μικρὸν σχῆμα, τὸ ἥμισυ του Προσευχηταρίου καὶ νὰ τὸ ὀνομάσω «Θεοτοκάριον μικρόν», ὅπως διαδοθῆ καὶ ὑμνῆται ἡ Κυρία Θεοτόκος ὑπὸ τῶν εὐσεβῶν». Στὸν πρόλογο δὲ τόσο του «μικροῦ ὅσο καὶ τοῦ «μεγάλου» Θεοτοκαρίου του, καταγράφει σαφῶς τὸν σκοπὸ ποὺ ἐξυπηρετεῖ ἡ δημοσίευση τῶν ὕμνων: «Τοὺς ὕμνους τούτους ἀπεφάσισα νὰ δημοσιεύσω, ὅπως παράσχω τοῖς ἀγαπῶσι καὶ τιμῶσι τὴν Μητέρα τοῦ Κυρίου ἐγκόλπιόν τι ἐν ᾧ νὰ εὑρίσκωσι διατετυπωμένα τὰ ἑαυτῶν συναισθήματα καὶ ἱκανοποιῶσιν αὐτὰ ᾄδοντες καὶ ὑμνοῦντες τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον τὴν μητέρα τοῦ Θεοῦ ἡμῶν».
Δεύτερον· νὰ συγκινήσει καὶ πληρώσει χαρᾶς τὶς καρδιὲς τῶν πνευματικῶν του τέκνων καὶ παραλλήλως νὰ προκαλέσει ἀρέσκεια καὶ εὐχαρίστηση σὲ ῥᾴθυμες, νωθρὲς καὶ νοσοῦσες πνευματικῶς συνειδήσεις, λειτουργῶν ἀφυπνιστικῶς καὶ -μέσῳ τῶν ποιημάτων του- παρακινῶν αὐτὲς σὲ προσευχὴ καὶ θερμὴ ἐπίκληση τῆς θεϊκῆς βοηθείας. Μεταφέρουμε χαρακτηριστικὸ σχετικὸ ἀπόσπασμα ἀπὸ μίαν ἐπιστολή του πρὸς τὴν «ὁσία Ξένη»: «Ἔλαβον τὴν ἐπιστολήν σου καὶ ἐχάρην διὰ τὴν εἰρήνην καὶ τὴν χαρὰν τῆς ψυχῆς σας καὶ τὴν ὑγείαν σας καὶ εὔχομαι νὰ ὦσιν ἀδιάπτωτοι. Μόνον τῆς ἀγαθῆς Εὐφημίας ἡ κατάστασις μειοῖ τὴν χαράν μου. Νὰ τῇ εἰπῆτε, θέλω νὰ βιάσῃ τὴν καρδίαν της νὰ χαίρῃ, θέλω νὰ ψάλλῃ ὕμνους τῆς Κυρίας Θεοτόκου, ὅπως εὐφρανθῇ ἡ ψυχή της. Ἐν ταῖς θλίψεσιν ὑμῶν ὑμνεῖτε τὴν Κυρίαν Θεοτόκον καὶ πάντως θ᾿ ἁπαλλαγῆτε τῆς θλίψεώς σας. Βιάσατε τὴν καρδίαν σας ψάλλουσαι τῷ Θεῷ καὶ ὑμνοῦσαι τὴν Κυρίαν Θεοτόκον. Θέλω νὰ χαίρητε πᾶσαι, ἵνα μὴ ἡ λύπη εὑρίσκῃ εἴσοδον εἰς τὴν καρδίαν σας». Σὲ ἄλλη πάλι ἀδελφή, τὴν Αἰκατερίνα, ἡ ὁποία ὡς φαίνεται ἀντιμετώπιζε παρόμοια πνευματικὰ προβλήματα, ὁ Ἅγιος ἀποστέλλει -ἀντὶ ἄλλης ἀποκρίσεως καὶ νουθεσίας- ποίημά του «πρὸς τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον Γοργοεπήκοον» καὶ σημειώνει σχετικῶς: «...ὅπερ ἀναγινώσκουσα ἀνῦψου τὸν νοῦν σου καὶ τὴν καρδίαν σου πρὸς τὴν φιλεύσπλαγχνον Μητέρα τοῦ Κυρίου καὶ τεύξη τῆς ταχείας Αὐτῆς βοηθείας καὶ ἀντιλήψεως». Ἡ ἐπιδίωξη πνευματικῆς χαρᾶς καὶ συγκινήσεως ἀπὸ τὴν ἀνάγνωση ἢ ψαλμώδηση τῶν ὑμνογραφημάτων του ἀποτελεῖ βασικὸ μέλημα τοῦ Ἁγίου· τοῦτο μαρτυρεῖται καταφανῶς καὶ ἀπὸ ὅσα ὁ ἴδιος σημειώνει, ὅταν στὶς ἐπιστολὲς ποὺ ἀποστέλλει πρὸς τὶς μοναχὲς τῆς Αἴγινας ἐπισυνάπτει καὶ νέους ἰδικούς του ὕμνους: «Σήμερον σᾶς στέλλω ἕνα Παρακλητικὸν Κανόνα πρὸς τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον καὶ Ἀειπάρθενον Μαρίαν ἐξ 24 τροπαρίων ἐμμέτρων, ἤτοι ἐξ εἰκοσιτεσσάρων οἴκων, τὸν ὁποῖον συνέταξα, ὅπως ἐκφράσω τὸ συναίσθημά μου καὶ τὸ φρόνημά μου. Φρονῶ, ὅτι ἡ ἀνάγνωσίς του θὰ συγκινήση τὰς εὐσεβεῖς καρδίας σας...». Σὲ ἄλλην ἐπιστολὴ τοῦ ἐπισημαίνει παρεμφερῶς τὰ ἀκόλουθα: «Πέμπω ὑμῖν ἐγκλείστως τέσσαρας ὠδάς, ἃς συνέταξα πρὸς τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον, ἵνα πληρωθῇ χαρᾶς ἡ καρδία ὑμῶν καὶ ἀνυμνήσητε τὴν Κυρίαν Θεοτόκον μὲ νέους ὕμνους». Ἐπισημαίνουμε, τέλος, ὅτι ὁρισμένες φορὲς ζητεῖ νὰ ἐνημερωθεῖ γιὰ τὴν ἐντύπωση ποὺ προξενοῦν τὰ ποιήματά του στὶς μοναχές, ἀγωνιῶν προφανῶς γιὰ τὴν ἐκ μέρους τῶν μοναζουσῶν ἀποδοχὴ αὐτῶν καὶ ὡς ἐκ τούτου γιὰ τὴν ἐπιτυχία τοῦ δι᾿ αὐτῶν ἐπιδιωκομένου σκοπόν· γιὰ παράδειγμα, συχνῶς στὶς ἐπιστολές του τὴν ἀποστολὴ ὕμνων συνοδεύει ἡ φράση «Πιστεύω ὅτι θὰ εὐχαριστήσωσιν» κ.τ.ὁ.
Τρίτον· νὰ παρωθήσει σὲ ἐνσυνείδητη συμμετοχὴ τοὺς εὑρισκομένους στὴν θεία μυσταγωγία, μετερχόμενος πρὸς τοῦτο τὴν ὑμνογραφία ἢ καὶ τὴν ψαλμῳδία ὡς μέσον. Συγκεκριμένως, κατὰ τὴν περίοδο ποὺ διηύθυνε τὴν Ῥιζάρειο Ἐκκλησιαστικὴ Σχολή «ἐπήνει (τοὺς Ῥιζαρεῖτες) ὅτι ἔψαλλον καλῶς εἰς τὸν ναὸν τῆς Σχολῆς των, πρᾶγμα τὸ ὁποῖον τὸν ἐνεθουσίαζε». Ὁμοίως -κατὰ τὶς διηγήσεις τῶν μαθητῶν του- «παρηκολούθει τοὺς μαθητὰς εἰς τὴν ἐκδήλωσιν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ των ζήλου, παρευρισκόμενος εἰς τὸν ναὸν εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς τῆς ἀκολουθίας τοῦ Ὄρθρου καὶ τοῦ Ἑσπερινοῦ καὶ καθ᾿ ὅλην τὴν ἀκολουθίαν ἵστατο ὄχι εἰς τὸν θρόνον, ἀλλὰ εἰς στασίδιον κοινὸν εὑρισκόμενον ἐντὸς τοῦ δεξιοῦ χοροῦ, ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν διὰ νὰ δίδῃ εἰς τοὺς μαθητὰς ὑπόδειγμα ἐκκλησιασμοῦ, ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ διὰ νὰ καμαρώνῃ τοὺς δυὸ χοροὺς μὲ 140 μαθητὰς ψάλλοντας ὅλας τὰς ἀκολουθίας». Γενικῶς ἔχει παρατηρηθεῖ ὅτι «ἦτο μέγας o ἐνθουσιασμός του, ὅταν ἤκουε τοὺς Ῥιζαρείτας νὰ ψάλλουν (τοὺς ὕμνους του)»· μάλιστα δέ, ὅταν καὶ ὁ ἴδιος συνέψαλλε μετ᾿ αὐτῶν «ἐν χορῷ τό «Ἀνυμνῶν μεγαλύνω Σὲ ἄχραντε», μετηρσιοῦτο» κυριολεκτικῶς. Πρὸς τὴν κατεύθυνση τῆς συνειδητῆς μετοχῆς στὴν θεία λατρεία ἀποσκοπεῖ καὶ ἡ ἀκόλουθη προτροπὴ τοῦ Ἁγίου πρὸς τὶς μοναχὲς τῆς Αἰγίνης, ἡ ὁποία, σημειωτέον, ἀπαιτεῖ ἰδιαίτερη προσοχὴ στὴν ἑρμηνεία της, προκειμένου νὰ ἀποφευχθοῦν λανθασμένα συμπεράσματα. Γράφει συγκεκριμένως ὁ Ἅγιος: «Τοὺς ὕμνους, τὰς ὠδὰς καὶ τοὺς κανόνας θὰ τὰς δώσω εἰς τὴν κ. Ζερβουλάκου νὰ τὰ ἀντιγράψη ὅλα καὶ νὰ σᾶς τὰ στείλω. Ἔδεσα ἐπὶ τούτω ἐν βιβλίον μὲ τὸ χαρτὶ τοῦτο εἰς ὁλόκληρον τὸ μέγεθος, ὅπως γραφῶσιν ἐντὸς αὐτοῦ. Πιστεύω ὅτι θὰ μείνητε πολὺ εὐχαριστημέναι καὶ δύνασθε νὰ ἀναγινώσκητε ἐξ αὐτοῦ ἀντὶ ἑτέρου ἀναγνώσματος ἢ κανόνος, διότι φέρουσι κατάνυξιν καὶ διότι αἱ πρὸς τὴν Κυρίαν Θεοτόκον παρακλήσεις ἔχουσι τί τὸ ὁποῖον δὲν ἔχουσιν οἱ κανόνες τῶν Ἁγίων, οἵτινες δὲν εἶναι προσευχή, ἀλλ᾿ ἔπαινος τοῦ ἁγίου, δυνάμεθα δὲ νὰ περιορισθῶμεν εἰς ὀλιγωτέρους ἐπαίνους. Ἡ ἀνάγνωσις τῶν Κανόνων τῶν Ἁγίων καὶ τῶν Μηναίων καὶ τῆς Παρακλητικῆς δὲν εἶναι ἀπολύτως ἀναγκαῖοι (sic), δύνασθε ἀντ᾿ αὐτῶν νὰ ἀναγινώσκητε ἕνα Κανόνα τῆς Κυρίας Θεοτόκου ἐκ τοῦ Μεγάλου Θεοτοκαρίου τοῦ χειρογράφου, τὸ ὁποῖον θὰ σᾶς στείλω. Θέλω οἱ λόγοι νὰ ὁμιλῶσιν εἰς τὴν καρδίαν σας. Θέλω νὰ μὴ ἐκτελῆτε τύπον προσευχῆς, ἀλλὰ λατρείαν· διότι ἡ καρδία ἐκ τῆς λατρείας ἱκανοποιεῖται καὶ οὐχὶ ἐκ τῶν τύπων· οὐχὶ ἐκ τῆς ἀναγνώσεως ὅλων τῶν Κανόνων, οἵτινες ἐγράφησαν διὰ τὸν πανηγυρισμὸν τῶν Ἁγίων, ἀλλ᾿ ἐκ τοῦ ποιοῦ τῆς προσευχῆς. Ἐπιθυμῶ νὰ μὲ ἐννοῆτε τί λέγω». Ἡ ἀνωτέρω προτροπὴ θὰ προκαλοῦσε ἀσφαλῶς μεγάλη φιλολογία περὶ τῶν φρονημάτων τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου -γιὰ τὴν ἀναγκαιότητα ἢ μὴ τῶν κανόνων καὶ τῶν λοιπῶν ἑορταστικῶν ἐγκωμίων ποὺ ἀναγινώσκονται στὴν Ἐκκλησία, γιὰ τὴν ὠφέλεια ποὺ προέρχεται ἀπὸ αὐτὰ ἤ, τέλος, γιὰ τὴν δυνατότητα ἀντικαταστάσεως τῆς παραδοσιακῆς ὀρθοδόξου ὑμνολογίας ἀπὸ νεώτερα ποιήματα, εὐληπτότερα καὶ ἐνδεχομένως πλέον κατανυκτικὰ καὶ ψυχωφέλιμα- ἐὰν δὲν ἐλαμβάνετο ὑπ᾿ ὄψιν ἡ ἰδιάζουσα κατάσταση πρὸς τὴν ὁποίαν ἀποσκοποῦσε ἡ συγκεκριμένη ποιμαντική του μέριμνα· «ἐπιθυμῶ νὰ μὲ ἐννοῆτε τί λέγω», σημείωνε ἐναγωνίως ὁ Ἅγιος κατακλείων τὸν προεκτεθέντα συλλογισμό του, ἀμφιβάλλων ὁπωσδήποτε γιὰ τήν, ἐκ μέρους τῶν ὀλιγογραμμάτων πνευματικῶν του θυγατέρων, δυνατότητα κατανοήσεως τῆς μεταξὺ «τύπου προσευχῆς» καὶ «λατρείας» λεπτῆς διακρίσεως. Ἕνα θαυμάσιο σχόλιο ἐπὶ τοῦ προκειμένου θέματός μας παρέδωκε ἐσχάτως ὁ ὁσιολογιώτατος μοναχὸς Θεόκλητος Διονυσιάτης, παρατηρῶν σχετικῶς τὰ ἀκόλουθα: «Ὁμολογῶ ὅτι, ὕστερα ἀπὸ ζωὴ λατρευτικὴ μισοῦ ἤδη αἰῶνος μέσα στὸ αὐστηρὸ Koινόβιο, μόλις τώρα ἀντιλαμβάνομαι αἰσθανόμενος αὐτὴν τὴν λεπτὴ διάκριση λατρείας καὶ προσευχῆς διὰ τοῦ ἀκάμπτου Τυπικοῦ, ποὺ μ᾿ ὅλα ταῦτα καλύπτει τὰ τέσσερα εἴδη τῆς προσευχῆς: τὴν δέηση, τὴν αἴτηση, τὴν εὐχαριστία καὶ τὴν δοξολογία διὰ ψαλμῳδιῶν καὶ ἀναγνώσεων, ὅλων ὠφελίμων καὶ ἀπαραιτήτων γιὰ τὴν διαμόρφωση ἐκκλησιαστικοῦ ἤθους. Ἀλλὰ ὁ θεῖος Νεκτάριος, ἔχοντας ὑπ᾿ ὄψει του τὴν ἀδύνατη γυναικεία φύση, τὴν ὀλιγομάθεια ἢ δυσκολία τῶν μοναζουσῶν στὴν κατανόηση καὶ τῆς γλώσσης καὶ τῶν νοημάτων τῶν λειτουργικῶν βιβλίων, ἀλλὰ καὶ θέλοντας νὰ τοὺς προσφέρει πιὸ ἄμεσες πνευματικὲς γνώσεις μὲ προσιτοὺς στὴν ψυχολογία τοὺς ὕμνους πρὸς τὴν Θεοτόκον, συνιστοῦσε ὅ,τι ὁ ἴδιος παρῆγε ἀπὸ τὸ πλήρωμα τοῦ θείου ἔρωτός του, χωρίς, βεβαίως, νὰ καταργεῖ τὰ καθιερωμένα. Καὶ ὁμολογουμένως ἦταν μέσα στὴν ἀλήθεια, ἀφοῦ οἱ ἀπόψεις τοῦ ἀποτελοῦν ἔκφραση τῶν ἁγίων ἐμπειριῶν του, γιατί ἐπιθυμοῦσε νὰ βιώνουν ὅπως καὶ ὁ ἴδιος τὰ τέκνα του. Τὸ νὰ προσπαθοῦν εἶναι νοητόν. Ἀλλὰ νὰ φτάσουν ἀμέσως, ἀδύνατον. Ἄλλωστε καὶ ὁ ἅγιος Πατέρας σὲ ἐπιστολὲς του παραδέχεται ὅτι χρειάζεται πολὺς χρόνος γιὰ νὰ φθάσει κανεὶς σὲ πνευματικὲς ὑψηλὲς καταστάσεις καὶ ὅτι τὸ θεῖον δὲν ἐκβιάζεται». Ἐπεκτείνοντας τὸν συλλογισμὸ τοῦ γέροντος Θεοκλήτου, σημειώνουμε ἐπιπροσθέτως ὅτι ἡ πρόθεση τοῦ Ἁγίου νὰ ὑποβοηθήσει τὶς μοναχὲς -μέσῳ τῶν ὕμνων του- πρὸς ἀμεσότερη βιωματικὴ προσέγγιση τοῦ λειτουργικοῦ λόγου, πιστοποιεῖται καὶ ἀπὸ τὴν ἑξῆς ἀπολύτως ἐνδεικτικὴ παρατήρηση· τὸ μεγαλύτερο τμῆμα τοῦ ποιητικοῦ του ἔργου οὐδόλως ἀφίσταται τῆς καθεστηκυίας ὀρθοδόξου ὑμνογραφίας. Ὁ Ἅγιος ὡς ποιητὴς δὲν καινοτομεῖ· τοῦτο τεκμαίρεται ἀπὸ ἁπλὴ καὶ μόνον φυλλομέτρηση τῶν ὑμνογραφικῶν του πονημάτων: τὸ Κεκραγάριον εἶναι τὰ τέσσερα βιβλία τῶν Ἐξομολογήσεων τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου, κατὰ μετάφραση Εὐγενίου τοῦ Βουλγάρεως, τὰ ὁποῖα ὁ Ἅγιος ἀνήγαγεν «ἀπὸ τοῦ πεζοῦ λόγου εἰς τὸν ἔμμετρον». Τὸ Ψαλτήριον εἶναι πάντες οἱ Ψαλμοὶ τοῦ Δαβίδ, τοὺς ὁποίους ὁ Ἅγιος, «ἐνέτεινεν εἰς μέτρα ποικίλα, Θεοῦ εὐδοκοῦντος καὶ ἐμπνέοντος, κατὰ τονικὴν βάσιν». Τὸ Θεοτοκάριον, τέλος, καὶ τὸ Τριαδικὸν δὲν εἶναι παρὰ τὰ θεοτοκία καὶ τριαδικὰ ἀντιστοίχως τροπάρια τῆς Παρακλητικῆς, τοῦ Τριῳδίου ἢ καὶ λοιπῶν λειτουργικῶν βιβλίων, ἐντεταμένα σὲ ἑνιαία ἢ πολυποίκιλα μέτρα. Γιὰ τοῦ λόγου τὸ ἀληθὲς ἐπικαλούμεθα τὴν ἑπομένη ἀπερίφραστη ὁμολογία τοῦ ἴδιου περὶ τοῦ Θεοτοκαρίου: «...ἀναγγέλλω ὑμῖν εὐχαρίστως, ὅτι ἡ Κυρία Θεοτόκος μὲ ἠξίωσε νὰ φέρω εἰς πέρας τὴν βουλὴν τὴν ὁποίαν ἐπεθύμουν, ἤτοι νὰ ἐντείνω εἰς μέτρα τῆς ἀρχαίας Ἑλληνικῆς ποιήσεως τὰ Θεοτοκία ὅλα ὅσα ἔχει ἡ Παρακλητικὴ καὶ τοὺς Κανόνας τῆς Κυρίας Θεοτόκου. Ἡ βουλὴ αὕτη σήμερον ἀκριβῶς τὴν ἐνάτη ὥραν ἐγένετο τέλειον ἔργον. Ἅπαντα τὰ Θεοτοκία καὶ οἱ Κανόνες τῆς Θεοτόκου ἐγένοντο ἔμμετροι». Ἀλλὰ καὶ περὶ τοῦ Τριαδικοῦ σημειώνει παρομοίως τὰ ἑξῆς: «Τοὺς κανόνας τῆς Παρακλητικῆς, τοὺς Ἀναστασίμους, τοὺς Σταυρωσίμους καὶ τοὺς Κατανυκτικούς, τοὺς ἐνέτεινα εἰς μέτρα καὶ ἔγιναν ὡραῖοι, ἐν πολλοῖς ἐγένοντο ἀγνώριστοι». Τὰ ἀμιγῶς προσωπικὰ ποιήματα τοῦ Ἁγίου ἐλλείπουν οὐσιαστικῶς ἀπὸ τὸ σύνολο τοῦ ὑμνογραφικοῦ του ἔργου, ἢ ὀρθότερα περιορίζονται σὲ μικρὸ -σχετικῶς πρὸς τὴν ὀγκώδη «ποιητική του παραγωγή»- ποσοστὸ ποιημάτων, τὰ ὁποῖα ὁ ἴδιος συνήθως χαρακτηρίζει ᾠδές· πρόκειται κατὰ κύριο λόγο περὶ Θεοτοκίων ὕμνων, συμπίλημα πολυποικίλων προσωνυμίων τῆς Θεοτόκου, ποὺ στοιχειοθετοῦν ἕναν ἐνθουσιαστικὸ χαιρετισμὸ πρὸς τὴν Παναγία, ξεχείλισμα τῆς τετρωμένης ἀπὸ οἶστρο ποιητικὸ ψυχῆς τοῦ Ἁγίου. Μὲ ἄλλα λόγια, ὁ Ἅγιος δὲν ἀφίσταται τῆς «καθεστηκυίας τάξεως», ἀλλὰ -ἐννοῶν τὴν πνευματικὴ κατάσταση αὐτῶν πρὸς τοὺς ὁποίους ἀπευθύνεται- ἀποπειρᾶται νὰ μεταποιήσει καὶ μεταπλάσει τὸν κατὰ τὴν θεία Λατρεία ὑμνογραφικὸ λόγο, προκειμένου νὰ καταστήσει αὐτὸν εὐληπτότερο καὶ ὡς ἐκ τούτου πλέον κατανοητό.
Ἡ δεύτερη ἐκτίμηση -περὶ τῆς ἰδιαιτερότητος τοῦ ὑμνογραφικοῦ ἔργου τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου- εἶναι ἐξ ἴσου, σημαντικὴ καὶ ἐνδεχομένως πλέον οὐσιώδης· τὰ ὑμνογραφήματα τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου ἀποτελοῦν ἀναντιῤῥήτως ἄριστη ἔκφανση μίας ἀδήριτης προσωπικῆς του «ἀνάγκης», νὰ κοινοποιήσει τὸ συναίσθημα, τὴν εὐχαρίστηση τῆς καρδίας του, τὸν διαπνέοντα τὴν καθόλου ὕπαρξή του ἀκόρεστον πόθο τῆς ἀνυμνήσεως καὶ τὴν πηγαία διάθεση νὰ συνθέτει ὕμνους· «...ὁ λόγος δι᾿ ὃν δὲν σοὶ ἔγραφον, -σημειώνει ὁ ἴδιος ἀπευθυνόμενο πρὸς τὴν «ὁσιωτάτη Ξένην» -ἦτο ἡ διάθεσις νὰ γράψω ὕμνους καὶ ὤκνουν πρὸς ἐπιστολογραφίαν». Σὲ ἄλλην ἐπίσης ἐπιστολή του παραδέχεται: «Εἶχον βαρυνθῆ τὴν ἐπίπονον ἐργασίαν τῆς Λειτουργικῆς, καὶ ἐστράφην ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας εἰς τὴν Ὑμνογραφίαν, ἐξ ἣς οἱ τρεῖς οὗτοι Κανόνες». Ἡ παρατήρηση τούτη προσεπιμαρτυρεῖται ἀπὸ τὸ περιεχόμενο τῶν προλογικῶν σημειωμάτων ὅλων σχεδὸν τῶν ὑμνογραφικῶν πονημάτων τοῦ Ἁγίου· ἤδη στὸν πρόλογο τοῦ μικροῦ Θεοτοκαρίου ἐπισημαίνει: «Διδαχθεὶς ὑπὸ τῆς ἁγιωτάτης ἡμῶν Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ὅτι ἄξιον ἐστίν, ὡς ἀληθῶς, μακαρίζειν τὴν Θεοτόκον καὶ ἀειπάρθενον Μαρίαν, ἐποίησα ᾠδάς τινας καὶ ὕμνους πρὸς αἴνεσιν καὶ ἀνύμνησιν τῆς παναγίας Μητρὸς τοῦ Κυρίου τῆς Γοργοεπηκόου καὶ ταχείας εἰς ἀντίληψιν, βοήθειαν καὶ προστασίαν τῶν ἐπικαλουμένων αὐτήν, καὶ πρὸς ἔκφρασιν τῆς ἀπείρου πρὸς Αὐτὴν εὐγνωμοσύνης μου διὰ τὰς πολλὰς πρὸς ἐμὲ Αὐτῆς εὐεργεσίας, ἃς παραπέλαυσα». Στὸν πρόλογο δὲ τοῦ Κεκραγαρίου ἀναγινώσκουμε τὴν ἑπομένη ἐνδιαφέρουσα διευκρίνηση, ἡ ὁποία, πιστεύουμε, μαρτυρεῖ σαφέστατα τό «μέτρον» τῆς ποιητικῆς ἕξεως τοῦ Ἁγίου, δυναμένου νὰ ἀναγινώσκει πεζὸν λόγον καὶ ἡ ὑμνολόγος καρδία του νὰ μετατρέπει αὐτὸν -μὲ χαρακτηριστική, μάλιστα, εὐκολία- σὲ ἔμμετρον: «Τὸ Κεκραγάριον -γράφει συγκεκριμένως ὁ Ἅγιος- καίτοι ἐν πεζῷ λόγῳ γεγραμμένον οὐχ ἧττον δύναται νὰ θεωρηθῆ ποίημα ὑψηλὸν διότι ἐστὶν ἀληθὴς ποίησις. Τὸ ὅλον περιεχόμενον τῶν πνευματεμφόρων τούτων συγγραμμάτων μαρτυρεῖ θεῖον ἐνθουσιασμὸν καὶ ἔνθεον ποιητικὴν ἔξαρσιν, δι᾿ ὧν ὁ ἱερὸς θεοφόρος συγγραφεὺς μεταρσιοῦται καὶ ἀνάγεται ἀπὸ τῶν ἐπιγείων πρὸς τὰ Οὐράνια καὶ καθίσταται Οὐρανοπολίτης. Τὸ θαυμάσιον τοῦτο Ἱερὸν Βιβλίον καὶ Ἱερὸν Κεκραγάριον ἀναγνώσαντες καὶ ἀγαπήσαντες καὶ ἑλκυσθέντες ἔκ τε τῶν θείων νοημάτων καὶ τοῦ ποιητικοῦ αὐτοῦ ὕφους ἐπεποθήσαμεν νὰ ἀναγάγωμεν αὐτὸ ἀπὸ τοῦ πεζοῦ λόγου εἰς τὸν ἔμμετρον καὶ νὰ περιβάλωμεν τὸ πεζὸν διὰ ποιητικοῦ περιβολαίου, ποιήσωμεν δὲ τελείως καταφανῆ τὴν ποίησιν, καὶ ἀποδῶμεν τῷ Βιβλίῳ τὴν μᾶλλον ἁρμόζουσαν αὐτῷ περιβολήν. Τὴν ἐπιποθίαν ἡμῶν ταύτην θείᾳ συνάρσει ἠγάγομεν εἰς πέρας καὶ τὸ λαμπρὸν Κεκραγάριον τοῦ Ἱεροῦ Αὐγουστίνου περιεβλήθη τὴν ποιητικὴν περιβολὴν καὶ ἐποχεῖται ἤδη ἐπὶ ποιητικοῦ ἅρματος». Εἶναι, τέλος, ἰδιαιτέρως ἀξιοπαρατήρητον τὸ γεγονὸς ὅτι τὰ ποιήματά του ἐπιδροῦν πρωτίστως στὸ προσωπικό του συναίσθημα· ἡ ἀνωτέρω ἐπισημανθεῖσα ἀδήριτη «ἀνάγκη» ποὺ τὸν ὠθεῖ στὴν ποίηση, ἀντικατοπτρίζει οὐσιαστικῶς ψυχὴ ποὺ ἐπιθυμεῖ νά «γεύεται» πρώτη τους πνευματικοὺς καρποὺς ποὺ προκύπτουν ἀπὸ τὰ ἐν λόγῳ ποιήματα καὶ στὴ συνέχεια, βεβαίως, νὰ μετακενοῖ αὐτοὺς καὶ στὰ πνευματικά του ἀναθρέμματα γιὰ κοινή, πλέον, προσευχὴ καὶ λατρεία τοῦ θείου. Τοῦτο προκύπτει ἀβιάστως ἀπὸ τὴν ἑπομένη θαυμάσια «ἐξομολόγηση» τοῦ Ἁγίου πρὸς τὶς μοναχὲς τῆς Αἰγίνης, ἡ ὁποία ἀναφέρεται στὴν ἀπροσμέτρητη ὠφέλεια ποὺ προσωπικῶς ἀπεκόμισε ἀπὸ τὴν ἐπὶ τοῦ Ψαλτηρίου ἐργασία του. «Ταύτην τὴν στιγμὴν Θεοῦ συνεργήσαντος ἐτελείωσα τὸ Ψαλτήριον. Ἤδη δύναμαι νὰ εἴπω, ὅτι γινώσκω τὸν Ψαλτήρα. Ἤδη κατενόησα τὸ τῶν νοημάτων αὐτοῦ ὕψος. Ἤδη συνησθάνθην τὸ μεγαλεῖον του Ψαλτηρίου. Ἤδη ἀντελήφθην τὸ ἐν τοῖς ψαλμοῖς διαπνέον πνεῦμα λατρείας πρὸς τὸ Θεῖον. Ἤδη ἠσθάνθην τὸν πόθον τῆς πρὸς τὸν Θεὸν ἀνυψώσεως. Ἤδη σύνοιδα ὁποῖον πῦρ θείας ἀγάπης διαχέεται ἐν τοῖς ψαλμοῖς. Ἤδη κατενόησα τὴν διαπλαστικὴν τῶν ψαλμῶν ἐπὶ τῆς ψυχῆς καὶ τῆς καρδίας δύναμιν. Ἤδη ἠννόησα πόσον εἰς προσευχὴν εἰσὶν ἐπιτήδειοι καὶ εἰς ἔκφρασιν τοῦ τῆς πρὸς τὸν Θεὸν λατρείας συναισθήματος. Ἤδη κατενόησα, διατὶ συνεστήθη ὑπὸ τῶν Ἁγίων Πατέρων, ὡς καθημερινὸν ἀνάγνωσμα ἐν ταῖς προσευχαῖς τῶν ἀκολουθιῶν. Ἐγὼ τοῦ λοιποῦ, ὅταν σὺν Θεῷ Ἁγίῳ τῷ καταξιώσαντί με καὶ φωτίσαντί με νὰ ἐντείνω εἰς μέτρα ἀρχαία τὸ δυσκολώτατον τοῦτο βιβλίον καὶ νὰ ἑρμηνεύσω καὶ καταστήσω κατανοητὸν καὶ τερπνὸν ἀνάγνωσμα, ὅταν λέγω τὸ ἐκτυπώσω, θὰ τὸ ἔχω ἐγκόλπιόν μου καὶ θὰ τὸ φέρω ἐπάνω μου ὅπου ἂν πορευθῶ. Μὲ αὐτὸ θὰ αἰνῶ καὶ θὰ ὑμνῶ καὶ θὰ εὐλογῶ τὸν Θεόν. Δοξάσατε καὶ ὑμεῖς ἅπασαι τὸν Θεὸν διὰ τὴν ἐνίσχυσιν τὴν ὁποίαν μοὶ ἔδωκε νὰ φέρω εἰς πέρας τὸ θαυμαστὸν αὐτὸ ἔργον. Εὐχαριστήσατε Αὐτῷ ἐπὶ πάσι καὶ δεηθῆτε Αὐτοῦ νὰ μὲ ἀξιώση νὰ τὸ ἐκτυπώσω καὶ σᾶς τὸ προσφέρω ὡς δῶρον ἱερὸν πρὸς προσευχὴν καὶ λατρείαν τοῦ Θεοῦ».
Ὡς ἐπισφράγισμα τῶν περὶ τοῦ ὑμνογραφικοῦ ἔργου τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου συνοπτικῶν ἐδῶ σχολίων, ἁρμόζει ἀναντιλλέκτως ἡ ἑπομένη ἐπιγραμματική, πλὴν ὅμως ἀρκούντως εὔγλωττη, σημείωση τοῦ ἰδίου στὸν πρόλογο τοῦ Τριαδικοῦ του, ἡ ὁποία, φρονοῦμε, μᾶς δίδει ταυτοχρόνως καὶ τὸ στίγμα τῆς ἀγάπης τοῦ ὁσίου ἱεράρχου γιὰ τὴν ποίηση: «Τοὺς ὕμνους τούτους -γράφει- ὑπηγόρευσε τὸ τῆς λατρείας συναίσθημα καὶ ὁ πόθος τοῦ ὑμνεῖν ἐν ὕμνοις τὸν Θεόν. Ἡ ἱερὰ ποίησις ἣν ἐν ἐμοὶ εὐφρόσυνός τις πνευματικὴ ἀσχολία ἱκανοποιοῦσα τὸ θρησκευτικόν μου συναίσθημα. Διὰ τῶν ὕμνων ἐξέφραζον τὸν θαυμασμόν μου εἰς τὰ τοῦ θείου Δημιουργοῦ θαυμάσια ἔργα καὶ ἐξύμνουν τὴν θείαν σοφίαν, τὴν θείαν ἀγαθότητα καὶ τὴν θείαν παντοδυναμίαν».