(Βιογραφικὰ στοιχεῖα ποὺ συνέταξε ὁ Θεολόγος Μιχαήλ Σοφός)
Δὲν θὰ παύση ἡ Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, νὰ ἀναδεικνύῃ ἁγίους ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Χαίρει ἡ Ἐκκλησία διὰ τοὺς νεοφανεῖς ἁγίους, ἐξαιρέτως δέ, διὰ τὸ νέκταρ τὸ γλυκύτατον τῆς ἐναρέτου ζωῆς, τὸ πολύτιμον σκεῦος τῶν δωρεῶν τοῦ Παναγίου Πνεύματος, τὸν Θεοφόρον Ἱεράρχη, τὸν Ἅγιον Νεκτάριον ἐπίσκοπον Πενταπόλεως.
Ὁ Ἅγιος τοῦ Θεοῦ, γεννήθηκε τὴν 1 Ὀκτωβρίου τοῦ 1846 στὴν Σηλυβρία τῆς Ἀνατολικῆς Θρᾴκης κι ἔλαβε τὸ ὄνομα Ἀναστάσιος. Οἱ γονεῖς του ἦσαν ὁ Δημοσθένης Κεφαλᾶς κι ἡ Μαρία Κεφαλᾶ. Ἡ μητέρα του ἦταν πολὺ εὐσεβὴς καὶ ὅταν ὁ Ἅγιος ἦταν πέντε ἐτῶν τοῦ δίδαξε τὸν ν´ ψαλμὸ τοῦ Δαβίδ. Ὅταν ὁ Ἀναστάσιος ἔφθανε στὸν στίχο «διδάξω ἀνόμους τὰς ὁδούς σου» τὸν ἐπαναλάμβανε πολλὲς φορές, σὰν νὰ ἤξερε πόσο καθοριστικὸς θὰ ἦταν ὁ ῥόλος του ἀργότερα.
Γιὰ λόγους οἰκονομικοὺς ἀφοῦ τελείωσε τὸ Δημοτικὸ καὶ τὸ Σχολαρχεῖο στὴν πατρίδα του, ἔφυγε σὲ ἡλικία δεκατεσσάρων χρονῶν γιὰ τὴν Κωνσταντινούπολη, καὶ προσελήφθη ὡς ὑπάλληλος σὲ συγγενικὸ κατάστημα μὲ μόνη ἀμοιβὴ στέγη καὶ τροφή. Παρὰ τὶς δύσκολες συνθῆκες βρίσκει καταφύγιο στὴ μελέτη, τὴ μόνιμη στὴ ζωή του συντροφιὰ καί, μάλιστα, ὅσα ἀπὸ τὰ ῥητὰ τὰ θεωροῦσε ὠφέλιμα γιὰ τοὺς ἀγοραστές του, τὰ σημείωνε στὰ περιτυλίγματα τοῦ καπνοῦ. Ἀργότερα ἐργάστηκε ὡς παιδονόμος στὸ Ἁγιοταφικὸ Μετόχι τῆς Πόλης, ὅπου διευθυντὴς ἦταν ὁ θεῖος του. Ἀγαποῦσε καὶ συμμετεῖχε σχεδὸν κάθε ἡμέρα στὶς ἐκκλησιαστικὲς ἀκολουθίες. Ὁ πόθος διὰ τὴν Μοναχικὴ Πολιτεία ἦταν διακαής.
Τὸ 1868 σὲ ἡλικία εἴκοσι ἐτῶν φεύγει ἀπὸ τὴν Πόλη καὶ μεταβαίνει στὴν Χῖο καὶ ὑπηρετεῖ ὡς γραμματοδιδάσκαλος στὸ Λιθί, ἕως τὸ 1873, ὅπου προσέρχεται στὴν Νέα Μονὴ καὶ μετὰ ἀπὸ τριετῆ δοκιμασία λαμβάνει στὶς 7 Νοεμβρίου 1876 τὸ ἀγγελικὸ σχῆμα μὲ τὸ ὄνομα Λάζαρος. Στὶς 15 Ἰανουαρίου (ἡμέρα τῆς βαπτίσεώς του) τὸ 1877 χειροτονεῖται διάκονος ἀπὸ τὸν μητροπολίτη Χίου, Γρηγόριο καὶ μετονομάζεται σὲ Νεκτάριο. Στὴν Χῖο φοιτᾷ στὸ Γυμνάσιο, ἀλλὰ ὁ σεισμὸς τοῦ 1881 τὸν ἀναγκάζει νὰ ἔρθει στὴν Ἀθήνα, ὅπου στὸ Βαρβάκειο δίνει τὶς ἀπολυτήριες ἐξετάσεις, ὡς κατ᾿ οἶκον διδαχθεὶς καὶ παίρνει τὸ ἀπολυτήριο.
Τὸ 1881 ταξιδεύει στὴν Ἀλεξάνδεια, ὅπου συναντᾷ τὸν πατριάρχη Σωφρόνιο, ὁ ὁποῖος τὸν παροτρύνει νὰ σπουδάσει στὸ πανεπιστήμιο, κάτι ποὺ γίνεται ἐφικτὸ μὲ τὴν οἰκονομικὴ ὑποστήριξη τῶν ἀδελφῶν Χωρέμη. Τὸ 1882 πῆρε τὴν ὑποτροφία τοῦ κληροδοτήματος Α.Γ. Παπαδάκη. Πῆρε τὸ πτυχίο του τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1885 μὲ βαθμὸ «καλῶς».
Στὶς 23 Μαρτίου τοῦ 1886 χειροτονεῖται πρεσβύτερος ἀπὸ τὸν Ἀλεξανδρείας Σωφρόνιο. Στὶς 6 Αὐγούστου τοῦ ἰδίου ἔτους χειροθετεῖται Μέγας Ἀρχιμανδρίτης καὶ Πνευματικὸς καὶ τοποθετεῖται στὴν Πατριαρχικὴ Ἀντιπροσωπεία Καΐρου. Ἐργάζεται συνεχῶς μὲ ζῆλο καὶ αὐταπάρνηση. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀλεξανδρείας τὸν ἀμείβει μὲ τὸ ὕπατο ἀξίωμα. Στὶς 15 Ἰανουαρίου τοῦ 1889 χειροτονεῖται μητροπολίτης Πενταπόλεως, στὸν Ἅγιο Νικόλαο Καΐρου (ὁ ὁποῖος ἀνακαινίστηκε ῥιζικῶς ὑπὸ τοῦ Ἁγίου), ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Σωφρόνιο, τὸν πρώην Κερκύρας Ἀντώνιο καὶ τὸν Σιναίου Πορφύριο. Ὡς μητροπολίτης συνέχισε νὰ ἀσκεῖ τὰ ἴδια καθήκοντα, χωρὶς μάλιστα νὰ πληρώνεται, λόγῳ τῆς δεινῆς οἰκονομικῆς κατάστασης τοῦ Πατριαρχείου. Ἔλαβε ἐνεργὸ μέρος γιὰ τὶς ἐκδηλώσεις τῆς 50ετηρίδος τῆς ἀρχιερατείας τοῦ εὐεργέτη καὶ προστάτη του Πατριάρχη, ποὺ ἔμελλε νὰ γίνει διώκτης του. Μὲ μεγάλη ταπείνωση δέχτηκε τὸ ἀξίωμα τῆς ἀρχιερωσύνης καὶ εἶναι ἀξιοσημείωτο νὰ ἀναφέρωμεν τί ἔλεγε πρὸς τὸν Κύριο: «Κύριε διατί μὲ ἀνύψωσες εἰς τοσοῦτον μέγα ἀξίωμα; Ἐγὼ σοῦ ἐζήτησα νὰ γίνω μόνον Θεολόγος κι ὄχι Μητροπολίτης. Ἐκ νεαρᾶς ἡλικίας Σοῦ ἐζήτησα νὰ γίνω ἕνας ἁπλὸς ἐργάτης τοῦ Θείου Λόγου Σου, καὶ Σύ, Κύριε, τώρα μὲ δοκιμάζεις μὲ τόσα πράγματα. Ἀλλ᾿ ὑποτάσσομαι, Κύριε, εἰς τὸ θέλημά Σου, καὶ δέομαι: καλλιέργησε ἐντός μου τὴν ταπεινοφροσύνην καὶ τὸν σπόρον τῶν λοιπῶν ἁγίων ἀρετῶν, δι᾿ ὧν τρόπων γνωρίζεις, καὶ ἀξίωσόν με νὰ ζήσω πάσας τὰς ἐπὶ γῆς ἡμέρας μου συμφώνως πρὸς τοὺς λόγους τοῦ μακαρίου Παύλου, ὅστις λέγει: «Ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός». Καὶ ὁ Κύριος εἰσάκουσε τὴ δέηση τοῦ ταπεινοῦ Ἱεράρχου. Οἱ ἀρετὲς τοῦ Ἁγίου διεδόθηκαν παντοῦ καὶ ὅλοι μιλοῦσαν μὲ θαυμασμὸ γιὰ τὸ θησαυρὸ ποὺ τοὺς χάρισε ὁ Θεός. Ὅμως ὁ δημιουργὸς τῆς κακίας, ὁ διάβολος, δὲν ἄργησε νὰ κάνει τὴν ἐμφάνισή του. Πράγματι κάποιοι φιλόδοξοι κληρικοὶ ποὺ εἶχαν εἰσχωρήσει στὸ περιβάλλον τοῦ ἐνενηντάχρονου Πατριάρχη διέβαλαν τὸν Ἅγιο ὅτι δῆθεν ξεσηκώνει τὸ λαὸ καὶ ἐπιδιώκει νὰ ἀναλάβει τὸν Θρόνο τῆς Ἀλεξανδρείας. Μάλιστα ὑπαινίχθησαν καὶ ἠθικὲς παρεκτροπὲς τοῦ δικαίου Νεκταρίου. Αὐτὸ εἶχε σὰν ἀποτέλεσμα τὴν παύση τοῦ Ἁγίου ἀπὸ τὴ Διεύθυνση τοῦ Πατριαρχικοῦ Γραφείου καὶ ... τοῦ ἐπέτρεπαν νὰ λαμβάνει μέρος τροφῆς ἐν τῇ κοινῇ τραπέζῃ μετὰ τῶν ἱερέων καὶ νὰ διαμένει στὸ οἴκημα τῆς Πατριαρχικῆς Ἐπιτροπείας. Μετ᾿ ὀλίγον ἀποπέμπεται ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο μὲ τὴν αἰτιολογία «μὴ δυνηθεὶς νὰ ἐξοικειωθῇ πρὸς τὸ κλίμα τῆς Αἰγύπτου». Μάταια ζήτησε νὰ συναντήσει τὸν Πατριάρχη. Οἱ πιστοὶ ἐθλίβησαν ποὺ στερήθησαν τὸν «συμπαθέστατον τῶν Ἀρχιερέων καὶ τὸν ἀγαθώτατον καὶ δραστηριώτατον τῶν κληρικῶν».
Ἐδέχθη ὁ θεῖος πατὴρ τὴν ἀδικίαν ταύτην καὶ πικρὴ δοκιμασία ἐν πολλῇ εὐχαριστίᾳ πρὸς τὸν Κύριον καὶ ἀνεχώρησε ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο κι ἦλθε στὴν Ἀθήνα τὸ 1889, χωρὶς χρήματα καὶ ἀπογοητευμένος ἀναζητῶντας ἐργασία, ἀδυνατῶντας νὰ πληρώσει ἀκόμη καὶ τὰ ἐνοίκια στὴν Νεάπολη (Ἐξάρχεια). Μετὰ ἀπὸ ἀγῶνες καταφέρνει νὰ πάρει μία θέση ἱεροκήρυκος στὴν Εὔβοια. Τὸν Ἰούλιο τοῦ 1893 μετατίθεται στὴν νομὸ Φθιωτοφωκίδος ὅπου ἐργάζεται ἀκάματα γιὰ μόλις ἕξι μῆνες, ἀφήνοντας ἄριστες ἐντυπώσεις. Τὸν Μάρτιο τοῦ 1894 ἀναλαμβάνει τὴ διεύθυνση τῆς Ῥιζαρείου Ἐκκλησιαστικῆς Σχολῆς. Ἐργάζεται μὲ ζῆλο Θεοῦ γιὰ τὴν ἐμφύτευση τοῦ ἱεροῦ ζήλου τῆς ἱεροσύνης στοὺς ἱεροσπουδαστές του, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐπαγγελματική τους ἀποκατάσταση, τὴν ἀναμόρφωση τοῦ ἀναλυτικοῦ προγράμματος τῆς σχολῆς, ἀκόμη καὶ γιὰ τὴν καλυτέρευση τοῦ φαγητοῦ καὶ τὴν ἄθληση. Κατάφερε νὰ χορηγοῦνται τέσσερις ὑποτροφίες κάθε χρόνο γιὰ μαθητὲς προερχόμενους ἀπὸ τὴ Μικρὰ Ἀσία. Τὸ κυριότερο εἶναι ὅτι ἀποτελεῖ γιὰ αὐτοὺς ἕνα ζωντανὸ παράδειγμα. Ἰδιαίτερη ἔμφαση ἔδωσε στὴ λατρευτικὴ ζωὴ καὶ ἀνέδειξε ὡς λατρευτικὸ κέντρο τὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τῆς Ῥιζαρείου καὶ τὴ σχολὴ πνευματικὸ ἵδρυμα προσκαλῶντας ἐπιστήμονες νὰ δίνουν διαλέξεις. Ἡ προσευχή του ἦταν τὸ σημαντικότερο λίπασμα γιὰ τὴν ἄνθηση τῆς σχολῆς. Παράλληλα ἀσκοῦσε καὶ λειτουργικό, κηρυκτικό, ἐξομολογητικὸ καὶ φιλανθρωπικὸ ἔργο. Σχετίζεται μὲ τὸν πάπα-Πλανᾷ καὶ παίρνει μέρος στὶς ἀγρυπνίες στὸ ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Ἐλισσαίου ὅπου ἔψαλλαν οἱ Παπαδιαμάντης καὶ Μωραϊτίδης. Τὸν Ἰούλιο τοῦ 1898 ἐπισκέπτεται γιὰ πρώτη φορὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Διέμεινε γιὰ ἕνα μήνα καὶ ἐπισκέφτηκε τὰ κυριότερα μοναστήρια καὶ σκῆτες. Συνδέθηκε ἰδιαίτερα μὲ τὸν Γέροντα Δανιὴλ μὲ τὸν ὁποῖο διατήρησε μία πολύχρονη φιλία. Ἐπίσης συνεδέθη μὲ τὸν π. Ἱερώνυμο Σιμωνοπετρίτη ὁ ὁποῖος ἀργότερα διαδέχθηκε τὸν Ἅγιο Σάββα τῆς Καλύμνου στὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τῆς μονῆς στὴν Αἴγινα. Τὸ ἑπόμενο καλοκαῖρι (Αὔγουστος 1898) ταξίδεψε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὴν γενέτειρά του Σηλυβρία. Εἶχε τὴν εὐκαιρία νὰ προσκυνήσει τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Σηλυβριανῆς καὶ τοὺς τάφους τῶν γονέων του. Τὸ 1904 ἔγινε πραγματικότητα ἡ ἐπιθυμία του γιὰ ἵδρυση γυναικείας μοναστικῆς ἀδελφότητος, ἀρχικὰ ἀποτελουμένης ἀπὸ τέσσερις ἀδελφές. Ὁ Ἅγιος δὲν ἔπαυε νὰ τὶς κατευθύνει πνευματικά, νὰ τὶς στηρίζει ἠθικὰ καὶ οἰκονομικά. Στὶς 7 Φεβρουαρίου τοῦ 1908 ὑπέβαλε τὴν παραίτησή του ἀπὸ τὴ διεύθυνση τῆς Ῥιζαρείου λόγω ἀσθενείας.
Ἀφοσιώνεται στὴν καθοδήγηση τῶν μοναχῶν, στὴν ἀνοικοδόμηση τῆς μονῆς, στὴ συγγραφὴ καὶ στὴν πνευματικὴ καὶ οἰκονομικὴ στήριξη τῶν ἀδυνάτων κατοίκων του. Οἱ δοκιμασίες ὅμως δὲν σταμάτησαν. Γιὰ ποικίλους λόγους ἡ ἐπίσημη ἀναγνώριση τῆς μονῆς δὲν ἦλθε παρὰ μόνο ὅταν ὁ Ἅγιος εἶχε κοιμηθεῖ. Ἐπιπλέον, κατηγορήθηκε γιὰ ἀνηθικότητα ἀπὸ τὴ μητέρα μίας κοπέλας ποὺ κατέφυγε στὴ μονὴ νὰ μονάσει. Ὅλες αὐτὲς τὶς δοκιμασίες τὶς βίωνε μὲ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὸ Θεὸ καὶ εἶναι χαρακτηριστικὸ πὼς μία ἀπὸ τὶς προσφιλεῖς ἀσχολίες του ἦταν ἡ φιλοτέχνηση σταυρῶν στοὺς ὁποίους ἔγραφε «Σταυρὸς μερὶς τοῦ βίου μου».
Ἡ ὑγεία τοῦ Ἁγίου ἦταν πάντα εὔθραυστη. Ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 1919 ἡ πάθηση τοῦ προστάτη ἄρχισε νὰ ἐπιδεινώνεται. Μετὰ ἀπὸ παράκληση τῶν μοναχῶν εἰσάγεται στὶς 20 Σεπτεμβρίου στὸ Ἀρεταίειο νοσοκομεῖο τῶν Ἀθηνῶν, ὅπου νοσηλεύτηκε γιὰ πενήντα ἡμέρες. Τὴν Κυριακὴ 8 Νοεμβρίου τοῦ 1920, πρὸς τὸ μεσονύκτιο παρέδωσε πλήρης οὐρανίου γαλήνης τὴν μακαρία ψυχή του εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος, τὸν ὁποῖο ἀγάπησε ἐκ νεότητος καὶ δι᾿ ὅλου τοῦ βίου ἐδόξασεν, σὲ ἡλικία 74 ἐτῶν. Τὸ τίμιο λείψανο τοῦ Ἁγίου εὐωδίαζε καὶ εὐῶδες μύρον ἔκβλυζε ἀπὸ τὸ πρόσωπό του. Αὐθημερὸν μεταφέρθηκε στὴν Αἴγινα, στὸ Μοναστηράκι του κι ἐψάλη ἡ ἐξόδιος ἀκολουθία καὶ ἐτάφη ἐν συῤῥοῇ κλήρου καὶ λαοῦ.
Ὁ τάφος του ἀνοίχτηκε ἐπανειλημμένα κατὰ τὰ ἑπόμενα χρόνια καὶ γιὰ εἴκοσι καὶ πλέον ἔτη τὸ σῶμα τοῦ ἦταν σῶον καὶ ἀδιάφθορον, ἐκχέον τὴν ἄῤῥητον εὐωδίαν τῆς ἁγιότητος ὡς μυροθήκη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀλλ᾿ ὕστερον διελύθη, κρίμασιν οἷς οἶδεν ὁ Θεός, ὡς διελύθησαν πολλὰ ἀδιάφθορα λείψανα ἁγίων. Στὶς 2 Σεπτεμβρίου τοῦ 1953 ἔγινε ἡ ἀνακομιδὴ τῶν χαριτόβρυτων λειψάνων του, ὑπὸ τοῦ Μητροπολίτη Ὕδρας Προκοπίου, παρισταμένων καὶ ἄλλων κληρικῶν, μοναχῶν καὶ πλήθους λαοῦ. Μία ἄῤῥητη εὐωδία πλημμύρισε τὴν περιοχή. Τὸ 1961 ἔγινε ἡ ἐπίσημος ἀναγνώρισις τοῦ Ἁγίου ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο.
«Μέγας ὁ Κύριος ἡμῶν καὶ τῆς μεγαλοσύνης Αὐτοῦ οὐκ ἔσται πέρας, ὁ δοξάζων τοὺς δοξάσαντας αὐτοῦ» ὡς ἀψευδῶς ἐπηγγήλατο. Ὄντως ὁ Ἅγιος Νεκτάριος εἶναι ὁ Ἅγιος τοῦ αἰῶνος μας, ὁ γλυκύς, ὁ πρᾶος, ὁ ἀνεξίκακος, ὁ ταπεινὸς καὶ διὰ τοῦτο ἔλαβε καὶ λαμβάνει τόση χάρη ἀπὸ τὸν Κύριο τῆς Δόξης. Ὁ συμπαθὴς Ἅγιος νὰ παρέχει ἑνὶ ἐκάστω, ἐν παντὶ καὶ πάντοτε τὴν πατρικὴ καὶ σωστικὴ ἀντίληψίν του καὶ βοήθειαν. Ἀμήν.
Μεγάλο ὑπῆρξε ἐπίσης καὶ τὸ συγγραφικό του ἔργο, τὸ ὁποῖο ξεκίνησε ἀπὸ τὴ νεαρά του ἡλικία. Ἔγραψε σπουδαιότατες θεολογικὲς μελέτες, δογματικά, ἠθικά, κατηχητικά, διδακτικὰ καὶ ποιητικὰ ἔργα. Μόνο γιὰ τὴν Παναγία ἀφιέρωσε 5000 στίχους στὴν ποιητική του συλλογὴ «Θεοτοκάριον».
Κοιμήθηκε στὸ Ἀρεταίειον Νοσοκομεῖο Ἀθηνῶν βαριὰ ἀσθενὴς ὡς ἄπορος, ἀλλὰ μὲ γαλήνια συνείδηση καὶ πλοῦτο θείων χαρισμάτων. Ἀμέσως φάνηκαν τὰ σημεῖα τῆς Ἁγιότητός του, ἀφοῦ τὸ δωμάτιο εὐωδίασε καὶ ἄρχισε τὸ ἱερό του σκήνωμα νὰ μυροβλύζει καὶ νὰ θαυματουργεῖ. Τὸ ἱερό του σκήνωμα ἔμεινε ἐπίσης ἄφθαρτο γιὰ 30 χρόνια. Ἀργότερα διαλύθηκε, κατὰ παραχώρηση τοῦ Θεοῦ, μετὰ ἀπὸ παράκληση τοῦ ἴδιου τοῦ Ἁγίου γιὰ νὰ δοθοῦν τεμάχια σὲ ὅλο τὸν κόσμο, ἐπειδὴ καὶ ἐν ζωῇ ἐξάλλου ἡ ἀγκαλιά του πάντοτε ἦταν τόσο πλατιά, ποὺ ὄντως χωροῦσε ὅλο τὸν κόσμο.
Στὶς 20 Ἀπριλίου τοῦ 1961 ἔγινε ἡ ἐπίσημη ἀνακήρυξή του ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἀφοῦ οὕτως ἢ ἄλλως ὁ λαὸς τὸν τιμοῦσε ἤδη ὡς μεγάλο Ἅγιο. Συνεχῶς θαυματουργεῖ, θεραπεύει καὶ διακονεῖ ποικιλοτρόπως τὴ στρατευόμενη Ἐκκλησία. Ἰδιαίτερα συμπαρίσταται στοὺς καρκινοπαθεῖς καὶ στοὺς ὀχλούμενους ὑπὸ πνευμάτων ἀκαθάρτων. Χτίζονται ἀναρίθμητοι ναοὶ καὶ βαπτίζονται συνεχῶς παιδιὰ στὸ ὄνομά του. Ἡ μνήμη του τέλος τιμᾶται τὴν 3η Σεπτεμβρίου (ἀνάμνηση ἀνακομιδῆς τῶν Ἁγίων Λειψάνων του) καὶ ἰδιαιτέρως τὴν 9η Νοεμβρίου (ἀνάμνηση τῆς κοιμήσεώς του). Τὰ ἱερά του λείψανα βρίσκονται στὴν ἱερὰ Μονὴ τῆς Ἁγίας Τριάδας στὴν Αἴγινα, ἡ ὁποία εἶναι παγκόσμιο πλέον προσκύνημα.