Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με τὸν
ἁμαρτωλόν. |
Κάπου στὴ βόρεια Ῥωσία, σ᾿ ἕνα μικρὸ ὀρθόδοξο μοναστήρι, ἐγκαταβιώνει ἕνας πολὺ ἀσυνήθιστος ἄνθρωπος. Οἱ συμμοναστές του προβληματίζονται ἀπὸ τὴν ἐκκεντρικὴ συμπεριφορά του. Οἱ προσκυνητὲς τῆς Σκήτης θεωροῦν ὅτι ἔχει τὴν δύναμη νὰ θεραπεύει ἀσθένειες, νὰ ἐξορκίζει τοὺς δαίμονες καὶ νὰ προβλέπει τὸ μέλλον. Ὡστόσο, ὁ ἴδιος θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του ἀνάξιο, λόγω μιᾶς ἁμαρτίας ποὺ διέπραξε στὰ νιάτα του. Ἡ ταινία εἶναι μιὰ παραβολή, ποὺ συνδυάζει τὴν σοβιετικὴ καθημερινότητα καὶ τὴν ὀρθόδοξη μοναστικὴ πολιτεία, ἀκραιφνεῖς πρεσβευτὲς ἀντιστοίχως τοῦ ἀθεϊκοῦ ὑλισμοῦ καὶ τῆς ἔνθεης πνευματικότητας.
«Εἶναι μιὰ ταινία γιὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Θεὸς ὑπάρχει. Προκύπτει μιὰ στιγμὴ στὴ
ζωή, ποὺ στὸ ἐπίκεντρο βρίσκεται αὐτὸ τὸ σημαντικὸ ζήτημα. Ἐπιπλέον, προσπαθῶ νὰ
ἐπεκταθῶ σὲ νέα κινηματογραφικὰ εἴδη, στὴ συγκεκριμένη περίπτωση τὸ εἶδος τῆς ζωῆς
τῶν ἁγίων».
Πάβελ Λουνγκίν, Σκηνοθέτης
«Ἔχοντας γιὰ πρωταγωνιστὴ τὸ Ῥῶσο πρώην ρὸκ στὰρ Πιὸτρ Μαμόνοφ στὸ ρόλο ἑνὸς
κάτισχνου ἰδιόρρυθμου μοναχοῦ, ὁ ὁποῖος θαυματουργεῖ σὲ ἕνα νησὶ στὴν παγωμένη Λευκὴ
Θάλασσα, ὁ σκηνοθέτης Πάβελ Λουνγκὶν ἐκπλήσσει τοὺς ὀπαδούς του μὲ τὸ λιγότερο ἀρρενωπὸ
ἀπὸ τὶς ἄλλες του ταινίες, ἀλλὰ παράδοξα συναρπαστικὸ Νησὶ – μιὰ παραβολὴ
γιὰ τὴν πίστη καὶ τὴ λύτρωση».
Περιοδικὸ Variety
Σκηνοθεσία: Πάβελ Λουνγκίν / Pavel Lounguine. Παίζουν: Pyotr Mamonov, Viktor Sukhorukov, Dmitry Dyuzhev, Yuri Kuznetsov, Viktoria Isakova
Φιλμογραφία τοῦ σκηνοθέτη: 1990 Taxi Blues, 1993 Luna Park, 1996 Line of Life, 2000 The Wedding, 2002 Tycoon, 2004 Gogol's Dead Souls (TV), 2005 Roots, 2006 The Island, 2007 Lilacs, 2009 The Tsar.
Ἡ ταινία Τὸ νησὶ ἦταν ἡ ἐπίσημη ταινία λήξης τοῦ Φεστιβὰλ Βενετίας.Δημοσίευμα στὸ περιοδικὸ «Ἐλεύθερη Πληροφόρηση»
Τὸν Νοέμβριο τοῦ 2006 κυκλοφόρησε στὴ Ῥωσία μὲ μεγάλη ἐπιτυχία ἡ ταινία τοῦ Ῥώσου σκηνοθἑτη Παύλου Λουνγκίν «ΤΟ ΝΗΣΙ».
Δὲν ἔχω τὴν ίκανότητα τοῦ κριτικοῦ κινηματογράφου, γιὰ νὰ παρουσιάσω τὸ ἔργο τοῦ σκηνοθέτη καὶ τὰ βαθειὰ νοήματα, τὰ ἀνθρώπινα, πνευματικὰ καὶ πλήρως θεολογημένα, ποὺ συνθέτουν τὸ μήνυμα τῆς ταινίας πρός τὸ σύγχρονο ἄνθρωπο. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ θὰ μεταφέρω ἐδῶ μερικὰ ἀπὸ τὰ ὅσα ἔχω διαβάσει στὶς ρωσικὲς ἱστοσελίδες, ποὺ πραγματεύονται τὴν ἐπιτυχία αὐτῆς τῆς ταινίας. Ἡ ταινία μᾶς παρουσιάζει ἕνα ἐπεισόδιο τοῦ Β´ Παγκοσμίου Πόλεμου σὲ νησὶ στὴ Λευκὴ Θάλασσα, ὅπου ἀρχίζει ἡ τραγωδία ἑνὸς νεαροῦ ῥώσου ναύτη θερμαστῆ, ποὺ τὸν ἐξαναγκάζουν οἱ Γερμανοὶ νὰ ἐκτελέσει τὸν ἆξιωματικό του γιὰ νὰ τοῦ χαρίσουν τὴ ζωή.
Στὴ συνέχεια, ἡ ταινία μᾶς μεταφέρει στὸ ἔτος 1976 σ᾿ ἕνα μοναστήρι τῆς ἴδιας περιοχῆς, ὅπου ὁ νεαρὸς ναύτης ὡς ῥασοφόρος μοναχὸς Ἀνατόλιος τώρα, προσπαθεῖ νὰ ξεπεράσει μὲ τὴν προσευχὴ τῆς καρδιᾶς τὸ βαθὺ τραῦμα τῆς ἐνοχῆς γιὰ τὸ ἁμάρτημα τοῦ φόνου.
Θὰ παρουσιάσω, στὸν περιορισμένο χῶρο τοῦ σημειώματος, ὁρισμένες σκέψεις τῶν συντελεστῶν τῆς μεγάλης αὐτῆς ἐπιτυχίας, ποὺ καὶ οἱ τρεῖς εἶναι βαπτισμένα μέλη τῆς ρωσικῆς Ἐκκλησίας: Ὁ σεναριογράφος Δ. Σόμπολεβ, στὸ ἐρώτημα σὲ ποιοὺς ἀπευθύνεται ἡ ταινία, σχολιάζει: Κατὰ τὴν ἄποψή μου ἡ τανία ἀπευθύνεται στοὺς ἀνθρώπους γιὰ τοὺς ὁποίους τὸ αἴσθημα ἐνοχῆς ἔχει κάποια σημασία, διότι ἡ ὕπαρξη αὐτοῦ τοῦ αἰσθήματος, ὅπως καὶ τῆς συνειδήσεως, ἐπιτρέπει στὸν κόσμο νὰ βρίσκει καὶ νὰ συγκρατεῖ τὴν ἰσορροπία του.
Ὁ σκηνοθέτης Πάβελ Λουγκίν, ποὺ γιὰ πρώτη φορὰ ἀσχολήθηκε μὲ ἐκκλησιαστικὸ θέμα, παρατηρεῖ: Ὁ θεατὴς αὐτῆς τῆς ταινίας εἶναι ὁ βασανιζόμενος ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔχασε τὴν ἐλπίδα νὰ βρεῖ τὸ νόημα τῆς ζωῆς. Μοῦ φαίνεται ὅτι οἱ ἱκανοποιημένοι Χριστιανοὶ δὲν θὰ ἀποδεχθοῦν τὴν ταινία ὅπως καὶ οἱ ἱκανοποιημένοι ἀθεϊσταί. Ἄλλωστε καὶ ὁ Μπερντιάεφ εἶπε ὅτι στὴν ἐποχή μας ὁ βασανιζόμενος ἀθεϊστὴς εἶναι πιὸ κοντὰ στὸν Θεό, παρὰ ὁ ἱκανοποιημένος Χριστιανός.
Ὁ Πέτρος Μάμονοβ (π. Ἀνατόλιος) πρώην ροκᾶς καὶ πάνκ, καὶ σήμερα πιστὸς Χριστιανὸς - σχολιάζει: Ὅταν ὁ καλλιτέχνης ἄνθρωπος πιστὸς - ἀρχίζει νὰ τραγουδάει ἢ νὰ ζωγραφίζει πίνακες περὶ Θεοῦ, τοῦτο κατὰ κανόνα κατολήγει σὲ ψεύτισμα. Ἂς δουλέψει ὅπως θέλει, μὲ τὴν διαίσθησή του, καὶ ἡ πίστη του καὶ ὁ Θεὸς μέσα του κατὰ κάποιον τρόπον θὰ παρουσιασθοῦν. Καὶ ὁ Λουγκὶν (ὁ σκηνοθέτης) κατάφερε ἔτσι νὰ ἀποφύγει τὸ κίτς.
Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ 2007, ἔγιναν πολλὲς συναντήσεις καὶ συζητήσεις μὲ συμμετοχὴ τοῦ εὐρύτερου κοινοῦ, πάνω στὸ γεγονὸς καὶ τὸ φαινόμενο τῆς δημιουργίας ἑνὸς βαθειὰ εκκλησιαστικου φὶλμ καὶ τὴν πλατειὰ ἀποδοχὴ τῆς ταινίας «Τὸ Νησί», ἀπὸ ἕνα λαὸ πού, ἄν καὶ ἀπέκτησε τὴν ἐλευθερία του μετὰ ἀπὸ 70 χρόνια πνευματικῆς σκλαβιᾶς, ἀντιμετωπίζει σήμερα τὴν ἐπέλαση τοῦ ντόπιου καὶ τοῦ δυτικόφερτου ἀρνητισμοῦ καὶ ἀθεϊσμοῦ.
Ὁ κριτικὸς Σεργέϊ Γκόρτσεβ, χαρακτηρίζοντας «Τὸ Νησί» ὡς τὴν καλύτερη κινηματογραφικὴ ταινία τοῦ 2006, καταλήγει, ὅτι στὸ σύνολό της, ἡ ταινία μᾶς ἔδειξε ὄτι ἡ Ῥωσία δὲν ἔχει μόνο πετρέλαια, ἀέριο, διαφθορὰ καὶ ἀνηθικότητα. Καὶ αὐτὸ δίνει μιὰ ἐλπίδα γιὰ τὴν ἀνέλιξη. Ἡ Λέκτορας Θεολογίας Λαρίσα Στὰχ παρατηρεῖ: Αὐτὴ ἡ τανία ἔγινε ὁ δείκτης τῆς καταστάσεως στὴν ὁποία βρίσκεται ἡ σημερινὴ κοινωνία -ἔγινε κατανοητὸ ὅτι γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ δὲν κατάφεραν νὰ σπάσουν τὴν Ῥωσία.
Στὴν δημοσκοπικὴ ἔρευνα ποὺ ἔγινε*, τὰ πιὸ συχνὰ σχόλια, ποὺ ακούστηκαν, ἦταν ἡ ἀναφορὰ στὸν ἠθικὸ προβληματισμὸ ποὺ γεννάει ἡ ταινία καὶ στὸ φιλοσοφικό της βάθος. Καί, ιδιαίτερα τονίστηκε, ὄτι τὴ βασικὴ ἰδέα τοῦ φὶλμ οἱ πολλοὶ τὴν εἶδαν σὰν πρόσκληση σὲ μετάνοια: τὸ φὶλμ σὲ πλησίαζε στὸν Θεό, θέτει τὰ προβλήματα χρέους, συνειδήσεως, τιμῆς δείχνει τὸ θρίαμβο τῆς ἀνθρώπινης συνειδήσεως.
Θὰ κλείσω μὲ ἕνα ἅλλο σχόλιο τοῦ σκηνοθέτη Π. Λουγκίν: Σήμερα, θέλω νὰ πιστεύω, ὅτι ἡ Εκκλησία εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς πλέον ζωντανοὺς κοινωνικοὺς ὀργανισμοὺς στὴ χώρα καὶ τὴν ταινία αὐτὴ ἁπλῶς προσπαθήσαμε νὰ τὴ διαποτίσουμε μὲ τὴν πνευματικὴ ἐμπειρία, ὅτι ὑπάρχει Θεὸς καὶ ὄτι δὲν εἴμαστε μόνοι σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο.
Κ. Μεϊχανετζίδης
* Ἡ ἔρευνα ἔγινε, 3-4 Φερουαρίου 2007 σὲ πανρωσικὴ κλίμακα - σὲ 44 νομοὺς καὶ 100 πόλεις - ἐπὶ 1500 ἐρωτηθέντων καὶ μὲ στατιστικὸ σφάλμα μέχρι 3.6%· ἕδειξε ὅτι τὴν ταινία παρακολούθησε τὸ 69% τῶν κατοίκων τῆς χώρας καὶ ἀπὸ ὅσους τὴν παρακολούθησαν τὸ 69% τὴν ἔκρινε θετικά. Παρουσιάσθηκε στὰ φεστιβὰλ Βενετίας, Τορόντο, Λονδίνου καὶ Θεσσαλονίκης. Στὴν Ἑλλάδα ἡ ταινία ἀγνοήθηκε ἀπὸ τοὺς κινηματογράφους προφανῶς ὡς μὴ εμπορεύσιμη καὶ στὰ τηλεοπτικὰ κανάλια τὰ γνωστὰ κυκλώματα θὰ τὴν θεώρησαν καὶ σκοταδιστική. Κυκλοφορεῖ ὅμως εὑρύτατα ἀπὸ χέρι σὲ χέρι ὡς DVD μὲ ἑλληνικοὺς ὑποτίτλους ποὺ ἀποδίδουν καὶ τὴν κατάλληλη ἐκκλησιαστικὴ γλῶσσα στὶς προσευχητικὲς ἐκφράσεις.
http://misha.pblogs.gr/2008/08/to-nhsi-toy-anatolioy-mia-rwsikh-tainia-poy-axizei-na-deite.html
Ἔχω 35 χρόνια νὰ πάω στὸν κινηματογράφο. Νέος πήγαινα συχνά· περισσότερο στὸ θέατρο. Μία ἡμέρα ἐπισκέφθηκα ἕναν φίλο ἁγιογράφο στὶς Καρυὲς τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ μοῦ πρότεινε νὰ μοῦ δείξει μία ταινία στὸν ὑπολογιστή του. Προσποιήθηκα ὅτι βιάζομαι, γιὰ ν᾿ ἀποφύγω. Στὴν ἐπιμονή του ὑπέκυψα καὶ δὲν μετάνιωσα.
Ἦταν μία ταινία τοῦ ρώσου σκηνοθέτη P. Loungine, ποὺ δὲν τὸν γνώριζα καθόλου, ποὺ μὲ καθήλωσε στὸ ἄβολο κάθισμά μου κοντὰ στὸ δίωρο. Δὲν εἶμαι τεχνοκριτικός. Θὰ καταθέσω ταπεινὰ τὴν εὐχάριστη ἔκπληξη τῆς ὡραίας ἐντυπώσεώς μου. Σ᾿ ἕνα μικρὸ νησὶ τοῦ παγωμένου βορρᾶ τῆς Ῥωσίας εἶναι ἕνα ὀρθόδοξο μοναστήρι μὲ καμιὰ εἰκοσαριὰ μοναχοὺς καὶ τὴν τυπικὴ καθημερινὴ ζωή του. Ξεχωρίζει ἡ μορφὴ τοῦ μοναχοῦ Ἀνατόλιου. Ζεῖ ἔξω ἀπὸ τὸ μοναστήρι, σὲ μία καρβουναποθήκη, κάπως ἰδιόρρυθμα. Οἱ συμμοναστές του δὲν φαίνεται νὰ τὸν συμπαθοῦν ἰδιαίτερα, παρότι ἐργάζεται κοπιαστικὰ καὶ τοὺς θερμαίνει μὲ τὸ κάρβουνο. Κάποιοι ἐπισκέπτες ὅμως τὸν συμπαθοῦν καὶ θεωρῶ ὅτι βοηθοῦνται ἀπὸ τὴν προσευχή του. Αὐτὸ τὸ τελευταῖο ξενίζει τοὺς ἄλλους μοναχούς, ποὺ θέλουν νὰ πιστεύουν πὼς μόνο αὐτοὶ γνωρίζουν νὰ ἑρμηνεύουν τὸν τρόπο ποὺ ἐπιχέεται ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ στοὺς ἀνθρώπους. Εἶναι τραγικὸ νὰ ὑπηρετεῖς ἰσόβια τὸ Θεὸ τῆς ἀγάπης καὶ νὰ μὴν ἀγαπᾶς ἀληθινά.
Νομίζω πὼς ὁ σκηνοθέτης ἔχει συλλάβει καλὰ τὸ βαθὺ νόημα τῆς Ὀρθοδοξίας, κάτι ποὺ σπάνια συναντᾶται, ἂν καὶ εἶμαι ἀνενημέρωτος. Ἡ αὐτοδικαιωτικὴ ἠθικὴ ἀπομόνωση ἀπὸ τὴν ἁγιότητα, ποὺ εἶναι πάντα ταπεινὴ καὶ μὲ πολλὴ ἀγάπη. Οἱ προϊστάμενοι τοῦ μοναστηριοῦ ἔχουν πολλὲς γνώσεις, πολλὰ πράγματα καὶ ὁ κόσμος τοὺς τρέφει μεγάλη ἐκτίμηση, ὅμως τοὺς λείπει ἡ ἀληθινὴ ταπείνωση καὶ ἡ θυσιαστικὴ ἀγάπη. Ὁ Ἀνατόλιος πλησιάζει τὸν Θεὸ γυμνός, δίχως προφυλάξεις, ἐπιφυλάξεις, ὅρους καὶ δοσοληψίες. Παρουσιάζεται ἀτόφιος, αὐτὸς ποὺ εἶναι στὴν πραγματικότητα. Δίχως μάσκες, ψευτοευγένειες καὶ χαζοκαλοσύνες. Ἀνυπόκριτα γνήσιος, ἀληθινός, μετανοημένος, μὲ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς τους. Ὁ Ἀνατόλιος εἶναι ἀκτήμων, ἐλεύθερος, ἐνάρετος. Κρύβει ὅμως τὴν ἀρετή του μὲ τὴ διὰ Χριστὸν σαλότητα. Ἀδιαφορεῖ γιὰ τὴν ἐκτίμηση τῶν ἀνθρώπων, νοιάζεται πολὺ γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς του καὶ βοηθᾶ τοὺς ἄλλους ἀπὸ πραγματικὴ ἀγάπη, δίχως νὰ προσδοκᾶ ἔπαινο, κέρδος, τιμή. Δὲν γίνεται ὅμως μίζερος, παραπονιάρης καὶ κακομοίρης. Δὲν προκαλεῖ τὸν οἶκτο. Ἡ στάση του ἔχει μία ὑπέροχη σεμνότητα καὶ γενναιότητα.
Μέσα στὴν ἀπέραντη μοναξιά του ὁ Ἀνατόλιος αἰσθάνεται ζωντανὴ τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή του καὶ ἐλπίζει ἀκράδαντα στὴ συγχώρεσή του γιὰ τὰ μεγάλα του ἀνομήματα. Βαδίζει κουρασμένος καὶ ταλαιπωρημένος δίχως τὰ δεκανίκια τῆς ὑποστήριξης καὶ τῆς ψευτοπαρηγοριᾶς. Ἔχει μία ἀρχοντιὰ ἡ ταπείνωσή του κι ἕνα ἡρωισμὸ ἡ ἄσκησή του. Δὲν ξεγελᾶ κανένα καὶ δὲν ξεγελιέται. Ξέρει ποιὸς εἶναι, τί κάνει καὶ γιατί τὸ κάνει. Τὸν φωτίζει ὁ Θεὸς καὶ γίνεται ἄφοβος κι ἐλπιδοφόρος.
Θὰ μποροῦσε ἡ Ὀρθοδοξία νὰ ἐμπνεύσει τὴν τέχνη. Δυστυχῶς, αὐτὸ δὲν συμβαίνει. Ὑπάρχει μία δυσπιστία κι ἐπιφύλαξη τῶν καλλιτεχνῶν, τῶν λογοτεχνῶν καὶ τῶν διανοούμενων στὶς πηγὲς τῆς ὀρθόδοξης πίστης. Ὁ καταπληκτικὸς Ντοστογιέφσκι τῶν «ἀδελφῶν Καραμαζώφ», ὁ ὑπέροχος Παπαδιαμάντης τῶν ὡραιότατων διηγημάτων, ὁ Ταρκόφσκι τῶν ταινιῶν μὲ νόημα καὶ οὐσία, ὁ Σολωμὸς τῶν κατανυκτικῶν στίχων ἔχουν ἀπὸ τοὺς Νεοέλληνες λησμονηθεῖ. Ὁ ρῶσος σκηνοθέτης P. Lungin διάβασε Γεροντικὰ καὶ Συναξάρια καὶ κατάλαβε καλὰ τί σημαίνει ὀρθόδοξη πνευματικότητα. Ἔτσι τὸ «Νησί» του μᾶς διδάσκει ὅτι ἄνθρωπος δὲν εἶναι μόνο ὅποιος τρώει καὶ κοιμᾶται, κερδίζει καὶ ἐξουσιάζει. Ἀληθινὸς ἄνθρωπος εἶναι ὅποιος γνωρίζει νὰ ὑπομένει, ν᾿ ἀγαπᾶ κι ἐλπίζει. Ὁ Ἀνατόλιος εἶναι ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος.
Ἡ μεγάλη, ἢ ἡ μικρὴ ὀθόνη μᾶς παρουσιάζουν συνεχῶς τὸν ἀγχωμένο ὑπεράνθρωπο, τὸν ἐξουσιαστή, τὸν ἐξυπνάκια, τὸν ὑποκριτή, τὸν ἀνερχόμενο πατώντας ἐπὶ πτωμάτων ἢ τὸν παλιάνθρωπο ποὺ αἰσχρολογεῖ, ἀσχημονεῖ, ὑβρίζει, ψεύδεται, ἀπατᾶ καὶ κολακεύει. Σπάνια ἡ ἁγιότητα στὸν κόσμο καὶ δὲν παρουσιάζεται πιά.
Ὁ Ἀνατόλιος δὲν μπορεῖ πλέον νὰ εἶναι ἥρωας καμιᾶς ἑλληνικῆς ταινίας.
Δὲν εἶναι ἕνας διὰ Χριστὸν σαλὸς τῆς ἀρχαίας ἁγιοτρόφου ὀρθόδοξης παράδοσης, ἀλλὰ ἕνας ἐνοχλητικός, ἄξεστος, βαρύς, θεοπάλαβος καλόγερος. Κι ὅμως ἡ παράδοση κρυμμένη ὑπάρχει καὶ στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἀλλοῦ.
Εὐχαρίστησα τὸν καλὸ φίλο γιὰ τὴν εὐκαιρία ποὺ μοῦ ἔδωσε νὰ δῶ ἔστω κι ἔτσι τὴν ὡραία αὐτὴ ταινία, ποὺ μὲ γέμισε σκέψεις καὶ μερικὲς θέλησα νὰ μεταφέρω ἐδῶ. Δὲν ξέρω τί κατάφερα, πάντως ἂν σᾶς δοθεῖ ἡ εὐκαιρία δεῖτε τὴν ταινία αὐτὴ καὶ νομίζω δὲν θὰ μετανιώσετε. Ἔχει κάτι νὰ πεῖ. Μὴ μείνουμε σὲ αὐτὲς ποὺ δὲν λένε τίποτε, μὰ τίποτε...
Τὸ καλοκαίρι τοῦ 2006 ὁ Πέτρου Μαμόνωφ «κήρυξε» στὸ Σότσι, στὴ Μαύρη Θάλασσα. Ἦταν ἀμέσως μετὰ τὴν πρεμιέρα τῆς ταινίας «Ostrov». Αὐτὸ τὸ κείμενο ἀποδεικνύει ὅτι ὁ συγκινητικὸς αὐτὸς ἠθοποιὸς καὶ μουσικός, καταλαβαίνει πολὺ καλὰ τί εἶναι πνευματικὴ ζωὴ καὶ ὅτι ὁ ρόλος του στὸ ἔργο μόνο τυχαῖος δὲν ἦταν.
- Πόσο διεστραμμένα εἶναι ὅλα σήμερα! Οἱ κριτικοὶ συζητοῦσαν πρόσφατα γιὰ τὴν ταινία «Ostrov» τοῦ Pavel Lunghin καὶ μιλοῦσαν γιὰ τὴν ἐκκλησία σὰν νὰ εἶναι κάτι μυθικό, σὰν νὰ εἶναι ὁ Ilya Murometz (σ.σ. πρόσωπο τῆς παλαιᾶς ρωσικῆς παράδοσης).
Πῶς νὰ ζήσεις ἐὰν δὲν πιστεύεις τίποτα; Τριγυρίζω συγχυσμένος δεξιὰ καὶ ἀριστερά. Ἐνῶ ὅταν ἔχεις πίστη, ὅσο κουρασμένος καὶ νὰ εἶσαι, θὰ δώσεις τὴ θέση σου σὲ μιὰ γριούλα στὸ λεωφορεῖο. Κι αὐτὸ εἶναι χριστιανισμός. Τρέχεις νὰ πλύνεις τὰ πιάτα χωρὶς νὰ σοῦ τὸ ζητήσουν. Εἶναι αὐτὸ μιὰ χριστιανικὴ πράξη; Εἶναι.
Μὴν ἐπιμένεις συνεχῶς ὅτι ἔχεις δίκιο. Μὴ φωνάζεις «Τὸ φαγητὸ εἶναι κρύο». Κάνε ὑπομονὴ δύο λεπτὰ νὰ στὸ ξαναζεστάνουν. Ἡ καημένη ἡ γυναίκα σου θὰ τὸ κάνει γρήγορα. Εἶναι καὶ αὐτὴ κουρασμένη. Ὁ καθένας μὲ τὸ ρυθμό του καὶ τὶς ἔννοιές του. Γιατί ὅλο ἐπιμένετε, «ἡ γυναίκα εἶναι ὑποχρεωμένη», «ὁ ἄντρας πρέπει» κ.τ.λ.
Ἀγάπη εἶναι νὰ πορεύεσαι μὲ κάποιον καὶ νὰ τὸν ὑποφέρεις. Νά, βλέπεις κάποιον πεσμένο μὲ τὰ μοῦτρα στὸ χιόνι (σ.σ. συνηθισμένο στὴ Ρωσία).Ἐμεῖς γρήγορα θὰ σκεφτοῦμε ὅτι εἶναι μεθυσμένος. Κι ἂν ἔχει πάθει ἀνακοπὴ καρδιᾶς; Τί κι ἂν εἶναι μεθυσμένος. Βοήθησε τὸν νὰ σηκωθεῖ, βάλε τον σ᾿ ἕνα παραπέτο νὰ μὴν παγώσει. Ἀλλὰ ὄχι. Ἐμεῖς συνεχίζουμε τὸ δρόμο μας. Ξεφεύγουμε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό μας. Πρέπει νὰ ζοῦμε ὄχι λέγοντας: «Δῶσε μου», ἀλλὰ «πάρε ἀπὸ ἐμένα». Πολλοὶ δὲν καταλαβαίνουν πὼς εἶναι νὰ δώσεις τὸ πουκάμισο ποὺ φορᾶς. Ἔχουμε συνηθίσει νὰ ζοῦμε ἀνάποδα. Ὅσα εἶναι εὐάρεστα στὸ Θεὸ τὰ ἀπορρίπτουμε.
Τὸ κυριότερο, μὴ διστάζεις νὰ βοηθήσεις τὸν ἀδύνατο. Γιὰ μᾶς ἰσχύει τὸ ἀντίθετο - «κατάπιε τον». Ὁ πλούσιος παίρνει ἀπὸ τὸ φτωχὸ κι αὐτὸ τὸ λίγο. Κλέβει ὅσο πιὸ πολὺ γίνεται καὶ μετὰ κρύβεται πίσω ἀπὸ ψηλοὺς φράχτες, γιὰ νὰ μὴν τοῦ τὰ πάρουν ἄλλοι.
Ἔχουμε μιὰ στρεβλὴ ἀντίληψη γιὰ τὸν χριστιανισμό. Ἀλλὰ τὰ πράγματα εἶναι ἁπλά. Πόσο αἷμα μπορεῖς νὰ δώσεις στὸν ἄλλο; Εἶναι γραμμένο: «ὅσα κάνεις γιὰ τοὺς ἀδελφούς μου τοὺς ἐλαχίστους, σ᾿ ἐμένα τὸ κάνεις».
Νὰ μπορεῖς νὰ καθίσεις ὅσο πιὸ πολὺ μπορεῖς στὸ προσκέφαλο τῆς μάνας του, ποὺ ὑποφέρει ἀπὸ τὰ χρόνια καὶ τὶς ἀρρώστιες. Νά ποῦ καὶ πῶς πρέπει νὰ πεθαίνουμε κάθε μέρα!
Ὅπως τὰ παιδιὰ ποὺ ἔστειλαν στὴν Τσετσενία. Ἕνας κρετίνος πετάει μιὰ χειροβομβίδα καὶ ἕνας ἀντισυνταγματάρχης ἔπεσε πάνω της. Δὲ δίστασε καὶ σκοτώθηκε. Ἔσωσε ὀχτὼ ἄτομα. Ἦταν κομμουνιστής. Ἀβάπτιστος. Σκέφτηκε ὅμως χριστιανικά.
Γιατὶ, τί σοῦ χρησιμεύει νὰ πηγαίνεις στὴν ἐκκλησία καὶ ἡ καρδιά σου νὰ εἶναι ἄδεια; Χωρὶς μιὰ χριστιανικὴ πράξη. Μπορεῖς ἐσὺ νὰ ἐπισκεφτεῖς ὅλα τὰ Ἅγια Ὄρη καὶ νὰ προσκυνήσεις ὅλα τὰ λείψανα. Τζάμπα. Βλέπεις ἕνα φτωχό, κακομοίρη καὶ σκέφτεσαι «θὰ εἶναι ἀπὸ ἐκείνους τοὺς ἀπατεῶνες ποὺ δείχνει ἡ τηλεόραση». - «Δῶσε του 50 καπίκια. Δὲ θὰ φτωχύνεις». Ἡ ἀληθινὴ μαφία εἶναι αὐτοὶ οἱ πέντε-ἕξι ποὺ χειραγωγοῦν τὰ πλήθη ἀπὸ τὴν τηλεόραση.
Δὲ διακόπτω τοὺς ἄλλους ὅταν μιλοῦν. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες μᾶς μαθαίνουν νὰ στεκόμαστε μπροστὰ στοὺς ἄλλους σὰν νὰ εἴμαστε μπροστά σε μιὰ παλιὰ εἰκόνα. Τί σημαίνει νὰ μὴν κρίνεις; Νὰ μὴ βγάζεις καταδικαστικὲς ἀποφάσεις. Γνώμη εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ ἔχουμε. Ὁ Χριστὸς προσπάθησε νὰ κάνει κάποιες διευκρινίσεις στοὺς Φαρισαίους, ἐνῶ ὁ θυμὸς τοῦ ἦταν δίκαιος. Ἔχεις δίκιο ὅταν θυμώνεις μὲ τὸν ἑαυτό σου ἐπειδὴ π.χ. χτὲς βράδυ μέθυσες. Νὰ μισεῖς τὴν ἁμαρτία σου, τὰ πάθη σου, αὐτὰ ποὺ σὲ βασανίζουν καὶ δὲ βρίσκεις γιατρικό. Μόνο ἂν μισήσεις τὴν ἁμαρτία βαθιὰ θὰ γευτεῖς τὸ ἄρωμα τῆς νίκης.
Ἂν καὶ μεγάλος, κάθε μέρα προσπαθῶ νὰ μαθαίνω. Νά, πηγαίνω συχνὰ μὲ τὸ λεωφορεῖο μέχρι τὴν Μόσχα. Δύο ὧρες χωρὶς στάση. Μπροστά μου κάθονταν δύο νεαροί, μεθυσμένοι. Ἔβριζαν, μιλοῦσαν πάρα πολὺ ἄσχημα. Ἔτρεμα καὶ μόνο στὴν σκέψη ὅτι πρέπει νὰ τοὺς ὑποστῶ γιὰ δύο ὧρες. Μετὰ ὅμως σκέφτηκα. Γιὰ νὰ δοῦμε. Ποιοὶ εἶναι αὐτοὶ οἱ νεαροί; Μεγάλωσαν σὲ χωριό. Τί εἶδαν ἐκεῖ; Τὸν πατέρα μεθυσμένο, τὴ μάνα νὰ τοὺς δίνει σφαλιάρες, βρισιές. Ἡ τηλεόραση συνεχῶς ἀνοιχτή. Αὐτὴ εἶναι ἡ νέα γενιά. Τί νὰ τοὺς ζητήσεις. Ἐγὼ προσωπικὰ τοὺς ἔμαθα κάτι; Πέρασα τὸ κατώφλι τοῦ σπιτιοῦ τους; Τοὺς διάβασα κάποιο βιβλίο; Βγαίνω ἀπὸ τὸ λαβύρινθο τῶν σκέψεών μου καὶ διαπιστώνω ὅτι φθάσαμε...
Ὅλα εἶναι στὰ χέρια μας: τὸ πῶς ἀκοῦμε, τὸ ἂν τὰ μάτια μας εἶναι καθαρά, τὸ ἐὰν τὰ αὐτιά μας εἶναι κλεισμένα, τὸ ἐὰν ἡ ψυχή μας εἶναι ξεκλειδωμένη, τὸ ἂν ἡ συνείδησή μας εἶναι καθαρή. Μὲ αὐτὰ τὰ πράγματα πρέπει νὰ ἀσχοληθοῦμε. Οἱ ἅγιοι μᾶς μαθαίνουν: σώσου καὶ εἶναι ἀρκετὸ γιὰ μιὰ ζωή. Τρόπος δράσης; Φτιάξε τὸν ἑαυτό σου. Ἕνα χιλιοστόμετρο. Ἀλλὰ αὐτὸ τὸ χιλιοστόμετρο θὰ φέρει πιὸ πολὺ φῶς. Ἐὰν μείνουμε ὅμως μόνο σὲ διαπιστώσεις.. τίποτα δὲ θ᾿ ἀλλάξει. Μόνο τὸ κακό, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἔχουμε ἀρκετό, θὰ πολλαπλασιαστεῖ. Νὰ ἐλαττώσουμε τὴν κακία. Αὐτὸ προσπαθήσαμε καὶ μὲ τὴν ταπεινὴ ταινία μας τὸ «Ostrov».
Ἴσως κάποιοι κριτικοὶ ἔχουν δίκιο. Ἴσως ὑπάρχει πολὺ «φλυαρία» στὶς κινήσεις. Προσπάθησα νὰ τὶς ἐξηγήσω. Βρισκόμασταν σὲ μιὰ περίεργη κατάσταση, μιὰ ἀδυναμία ἀπὸ τὴν ὁποία προσπαθήσαμε μ᾿ ὅλες μας τὶς δυνάμεις νὰ βγοῦμε. Ὅπως τὰ παιδιά,δὲν προσπαθούσαμε νὰ καταλάβουμε, ἀλλὰ νὰ συγκρατήσουμε τί συμβαίνει μὲ τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἀρχίζει νὰ πιστεύει, καὶ προσπαθεῖ νὰ γνωρίσει τὸ Θεό, ὅπως ἦταν ὁ ἥρωάς μου...
Ἐπειδὴ ξεχνᾶμε ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶναι ἔλλειψη φωτός. Ἐμεῖς τῆς δίνουμε μορφή, τὴν κάνουμε χειροπιαστή... μὲ τοὺς ἐρεθισμούς μας. Μὲ τὴν ἔλλειψη σεβασμοῦ στὸν ἄλλο. Τί εἶναι παράδεισος καὶ τί εἶναι κόλαση; Οἱ Πατέρες μᾶς μαθαίνουν ὅτι παντοῦ ὑπάρχει ἕνας ὠκεανὸς θεϊκῆς ἀγάπης. Ὅσους λαθεύουν τοὺς τιμωρεῖ μὲ τὸ μαστίγιο τῆς ἀγάπης. Σκεφτεῖτε - ἕναν ὠκεανὸ ἀγάπης, ὅπου ὅλος ὁ κόσμος ἀγαπιέται. Αὐτὸ μας λείπει σ᾿ αὐτὴ τὴ ζωή, ἡ ἀγάπη. Νὰ λοιπὸν ἡ κόλαση, ἡ ἔλλειψη ἀγάπης. Καὶ ἂν τὸ σκοτάδι εἶναι ἔλλειψη φωτός, ἡ σκοτεινὴ ψυχή, ὅταν βγαίνει στὸ φῶς, λειώνει.
(..)
Τὸ μόνο ποὺ θέλω εἶναι νὰ μεταδώσω κάτι ἀπὸ τὴν προσωπική μου ἐμπειρία. Εἶμαι σὰν ὅλους τοὺς ἄλλους - ἀδύνατος. Ἀλλὰ αἰσθάνθηκα μιὰ ἀνάγκη. Αἰσθάνομαι τὴν Ἀλήθεια σὰν κάτι τὸ ἐπεῖγον, σὰν ἕναν κόμπο στὸ λαιμό. Μιὰ ἀπὸ τὶς ὀνομασίες τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ Ἥλιος τῆς Ἀλήθειας. Πρὸς αὐτὸν τὸν ἥλιο κατευθύνομαι μ᾿ ὅλες μου τὶς πενιχρὲς δυνάμεις.
Διαβάζω: «Δὲ ζοῦμε ποτὲ τὴ στιγμή. Ἀκόμη καὶ τότε ποὺ καθόμαστε στὸ τραπέζι οἱ σκέψεις μας πετᾶνε, πότε στὰ ἀγγουράκια, πότε στὸ κβάς, πότε στὴ σούπα. Δοκιμάστε ἔστω ἀνὰ λεπτὸ τὴν ἡμέρα, ὅταν δὲν ἔχετε κάτι νὰ κάνετε, νὰ συγκεντρωθεῖτε στὸν ἑαυτό σας, γιὰ νὰ ζήσετε τὸ τώρα. Σ᾿ ἐκεῖνο ἀκριβῶς τὸ λεπτό. Εἶναι πολὺ δύσκολο. Ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς προσπάθειας θὰ εἶναι νὰ αἰσθανθεῖτε τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ».
Αἰσθάνομαι ἠθοποιός; Ἐγὼ εἶμαι ὁ Πέτρος Νικολάεβιτς Μαμόνωφ. Προσπαθῶ νὰ κάνω τὴ δουλειά μου ὅσο καλύτερα μπορῶ. Δίνω κάθε στιγμὴ ὅλες μου τὶς δυνάμεις. Ὅταν μετὰ ἀπὸ πέντε χρόνια θὰ κοιτάξω πίσω καὶ θὰ πῶ: «Πῶς μπόρεσες νὰ παίξεις τόσο χάλια;» Θὰ ἔχω τὴ συνείδησή μου ἥσυχη, ἐπειδὴ ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἔκανα ὅ,τι μποροῦσα.
Ἔτσι ἦταν καὶ μὲ τὴν ταινία «Ostrov». Πέτυχε ἔτσι; Θὰ ἐντυπωσιάσει. Προσπάθησα νὰ βοηθήσω τὸν ἑαυτό μου καὶ τοὺς γύρω μου. Ὅταν ὁ Χριστὸς μπῆκε στὴν Ἱερουσαλὴμ ἐπὶ πώλου ὄνου, τὸν ἔραναν μὲ λουλούδια καὶ τὸν ὑποδέχθηκαν μὲ ἐπευφημίες. Τὸ ζωάκι πίστευε ὅτι σ᾿ αὐτό, ἀπευθύνονται ὅλα αὐτά. Ἔτσι εἴμαστε καὶ ἐμεῖς σὰν τὸν ὄνο ποὺ ἔφερε τὸ Χριστό. Ἐγὼ ἔχω πολλὰ ταλέντα, ἀλλὰ τὰ ἔχω μὲ τὴν ἀξία μου; Ἕνα γενναιόδωρο χέρι τὰ ἔσπειρε. Ζῶ μ᾿ αὐτά. Προσπαθῶ νὰ μὴν τὰ διαψεύσω, νὰ μὴν τὰ προδώσω. Δὲν ἔχω ὀργασμοὺς μὲ τὸ «ἐγώ» μου. Καταλαβαίνω ὅτι ἐγώ, ὁ Πέτρος Μαμμόνωφ δὲν ἔκανα κάτι μὲ τὴν ἀξία μου. Ἔχω μὲ τί νὰ περηφανευτῶ; Σ᾿ ὅσους ὁ Θεὸς δίνει, τοὺς τὸ ζητάει. Πρέπει νὰ ζήσουμε ὅσο πιὸ καθαρὰ μποροῦμε. Ὅλα εἶναι τόσο εὔθραυστα, ἀπροστάτευτα.
|