Ῥωμανὸς ὁ Μελῳδός - Κοντάκια


Ῥωμανὸς ὁ Μελῳδός - Εἰς τὴν Πόρνην

Εἰς τὴν Πόρνην

Στὴν Πόρνη

Προοίμιον Ι
Ὁ πόρνην καλέσας θυγατέραν, Χριστὲ ὁ Θεός,
υἱὸν μετανοίας κἀμὲ ἀναδείξας
δέομαι ῥῦσαί με
τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου.
Προοίμιον Ι
Ἐσύ, Χριστὲ καὶ Θεέ, ποὺ κόρη σου ἀποκάλεσες τὴν πόρνη,
κάνε κι ἐμένα γιό σου μὲ τὴ μετάνοια
καὶ σὲ παρακαλῶ ἀπάλλαξέ με
ἀπὸ τὰ ἔργα μου τὰ ἄσωτα.
Προοίμιον ΙΙ
Κατέχουσα ἐν κατανύξει ἡ πόρνη τὰ ἴχνη σου
ἐβόα σοι ἐν μετανοίᾳ τῷ εἰδότι τὰ κρύφια,
Χριστὲ ὁ Θεός,
«Πῶς σοι ἀτενίσω τῷ ὄμματι ἡ πάντας ἀπατήσασα
τῷ βλέμματι;
πῶς σὲ δυσωπήσω τὸν εὔσπλαγχνον ἡ σὲ παροργίσασα
τὸν κτίστῃ μου;
ἀλλὰ δέξαι τοῦτο τὸ μύρον πρὸς δυσώπησιν, δέσποτα,
καὶ δώρησαί μοι ἄφεσιν τῆς αἰσχύνης
τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου».
Προοίμιον ΙΙ
Κρατώντας μὲ συγκίνησι τὰ πόδια Σου ἡ πόρνη
μετανοιωμένη μίλαγε σὲ Σένα ποὺ τὰ μυστικὰ
γνωρίζεις, Χριστὲ καὶ Θεέ,
«Μὲ τί μάτια νὰ Σὲ κοιτάξω, ἐγὼ ποὺ ὅλους μὲ βλέμμα
μου στὴν ἁμαρτία ἔρριξα;
Πῶς νὰ παρακαλέσω, Σπλαχνικέ, ἐγὼ ποὺ στενοχώρησα
τὸν Πλάστη μου, Ἐσένα;
Μονάχα νὰ δεχτῆς αὐτὸ τὸ μύρο καὶ νὰ μὲ δῇς μὲ καλωσύνη, Κύριε,
καὶ συχώρεσε τὴν ἀσωτία μου
γιὰ τὴν ὁποία νοιώθω ἐντροπή.
Οἶκοι
α´

Τὰ ῥήματα τοῦ Χριστοῦ καθάπερ ἀρώματα
ῥαινόμενα πανταχοῦ βλέπων ἡ πόρνη ποτὲ
καὶ τοῖς πιστοῖς πᾶσι πνοὴν ζωῆς χορηγοῦντα,
τῶν πεπραγμένων αὐτὴ τὸ δυσῶδες ἐμίσησεν,
ἐννοοῦσα τὴν αἰσχύνην τὴν ἑαυτῆς
καὶ σκοποῦσα τὴν ὀδύνην τὴν δι᾿ αὐτῶν ἐγγινομένην,
πολλὴ γὰρ θλῖψις γίνεται τότε τοῖς πόρνοις ἐκεῖ,
ὧν εἷς εἰμι καὶ ἕτοιμος πέλω εἰς μάστιγας,
Ἂς πτοειθεῖσα ἡ πόρνη οὐκέτι ἔμεινε πόρνη,
ἐγὼ δὲ καὶ πτοούμενος ἐπιμένω
τῷ βορβόρῳ τῶν ἔργων μου.
Οἶκοι
α´

Τοῦ Χριστοῦ τὰ λόγια ὅμοια μὲ ἀρώματα
ποὺ σκορπίζονται σὲ κάθε μέρος, ἀκούγοντάς τα κάποτε ἡ πόρνη,
αὐτὰ τὰ λόγια ποὺ σὲ κάθε πιστὸ χαρίζουνε ζωὴ πνευματική,
ἄφησε γειὰ στὰ ἔργα της τὰ ἀπαράδεχτα,
τὴν ἐντροπή της στοχαζόμενη
καὶ σκεφτομένη τὸν πόνο ποὺ τραβὰ κανεὶς ἀπὸ αὐτά.
Κληρονομοῦν δηλ. μεγάλη θλῖψι οἱ πόρνοι ἐκεῖ στὸν ἄλλο βίο.
Ἕνας ἀπ᾿ αὐτοὺς εἶμαι κι ἐλόγου μου καὶ ἑτοιμάζομαι γιὰ βάσανα,
τὰ ὁποῖα φοβήθηκεν ἡ πόρνη κι ἄλλαξε ζωή.
Ὅμως ἐγὼ ἂν καὶ τρομάζω ἐπιμένω
Στὴν ἀσωτία μου.
β´
Οὐδέποτε τῶν κακῶν ἀποστῆναι βούλομαι,
Οὐ μνήσκομαι τῶν δεινῶν ὧν ἐκεῖ μέλλω ὁρᾶν,
οὐδὲ λογίζομαι τὴν τοῦ Χριστοῦ εὐσπλαγχνίαν,
πῶς περιῆλθε ζητῶν με τὸν γνώμη πλανώμενον,
δι᾿ ἐμὲ καὶ Φαρισαίῳ συναριστᾷ ὁ τρέφων πάντας,
καὶ δείκνυσι τὴν τράπεζαν θυσιαστήριον
ἐν ταύτῃ ἀνακείμενος καὶ χαριζόμενος
τὴν ὀφειλὴν τοῖς χρεώσταις, ἵνα θαρρῶν πᾶς χρεώστης
προσέλθῃ λέγων «Δέσποτα, λύτρωσαί με
τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου».
β´
Ἐγὼ ποτὲ δὲν θέλω νὰ ἀφήσω τὰ κακά,
οὔτε σκέφτομαι τὰ βάσανα ποὺ θὰ βλέπω ἐκεῖ,
οὔτε λογαριάζω τοῦ Χριστοῦ τὴν εὐσπλαχνία,
τὸ πῶς ἔτρεξε παντοῦ γυρεύοντας μὲ ποὺ θεληματικὰ περιπλανιόμουνα.
Γιὰ τὸ χατήρι δηλαδὴ τὸ ἰδικό μου μὲ ἐπιμέλεια ψάχνει κάθε τόπο,
γιὰ τὸ χατήρι μου μὲ τὸ Φαρισαῖο γευματίζει ὅλου τοῦ κόσμου ὁ Τροφέας.
Καὶ κάνει τὸ κοινὸ τραπέζι Ἅγια Τράπεζα
καθὼς σ᾿ αὐτὸ γερμένος ἤτανε καὶ χάριζε
στοὺς ὀφειλέτες τὸ χρέος, γιὰ νὰ μπορῇ μὲ θάρρος ὁ καθένας
νἄρθη κοντά Του καὶ νὰ λέῃ, «Δῶσε μου, Κύριε, λευτεριὰ
ἀπὸ τὴν ἀσωτία μου.
γ´
Ὑπέπνευσεν ἡ ὀσμὴ τῆς τραπέζης τοῦ Χριστοῦ
τὴν πρῴην μὲν ἄσωτον νυνὶ δὲ καρτερικήν,
τὴν ἐν ἀρχῇ κύνα καὶ ἐν τῷ τέλει ἀμνάδα,
τὴν δούλην καὶ θυγατέρα, τὴν πόρνην καὶ σώφρονα,
διὰ τοῦτο λίχνῳ δρόμῳ φθάνει αὐτήν,
καὶ λιποῦσα τὰ ψιχία τὰ ὑπ᾿ αὐτὴν τὸν ἄρτον ᾖρε
τῆς πάλαι Χανανίτιδος πλεῖον πεινάσασα,
ψυχὴν κενὴν ἐχόρτασεν οὕτω πιστεύσασα,
ἀλλ᾿ οὐ κραυγὴ ἐλυτρώθη, σιγὴ δὲ μᾶλλον ἐσώθη,
κλαυθμῷ γὰρ εἶπε, « Κύριε, ἐγεῖρόν με
τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου».
γ´
Ἔφτασε σιγὰ-σιγὰ ἡ εὐχάριστη ὀσμὴ ἀπ᾿ τὸ τραπέζι τοῦ Χριστοῦ
στὴν πρώην ἄσωτη γυναῖκα καὶ τώρα ἤδη ἐγκρατημένη,
τὴν ἀρχικὰ ἀδιάντροπη καὶ τελευταῖα ἥμερη,
τὴ σκλάβα καὶ τὴν κόρη, τὴν πόρνη καὶ τὴ σεμνή.
Γι᾿ αὐτὸ κι ἀπὸ δρόμο ἀλλοιώτικο ἡ χάρι Του τὴ φτάνει
καὶ ἄφησε τὰ ψίχουλα ποὺ εἶχε κι ἐπῆρε τὸν Ἄρτο.
Ἐκείνη ποὺ πιὸ πολὺ ἐπείνασε ἀπ᾿ τὴν παλιὰ Χαναναία,
ἐχόρτασε τὴν ἄδεια τῆς ψυχὴ μὲ τέτοια πίστι πούδειξε.
Καὶ δὲν ἐλευθερώθηκε μὲ τὰ ξεφωνητά, ἀλλὰ μὲ τὴ σιωπὴ πολὺ καλλίτερα ἐσώθηκε,
γιατί ῾πε μὲ τὸ κλάμα: «Κύριε, σήκωσέ με
ἀπὸ τὴν ἀσωτία μου.
δ´
Τὴν φρένα δὲ τῆς σοφῆς ἐρευνῆσαι ἤθελον
καὶ γνῶναι, πῶς ἐν αὐτῇ ἔλαμψεν ὁ Ἰησοῦς,
ὁ ὡραιότατος καὶ τῶν ὡραίων ἐργάτης,
οὗ τὴν ἰδέαν πρὶν ἵδῃ ἡ πόρνη ἐπόθησεν,
ὡς ἡ τῶν εὐαγγελίων βίβλος βόα,
τοῦ Χριστοῦ ἀνακειμένου ἐν οἰκίᾳ τοῦ Φαρισαίου
γυνή τις τότε ἤκουσεν ἅμα καὶ ἔσπευσεν
ὠθήσασα τὴν ἔννοια πρὸς τὴν μετάνοιαν,
«Ἄγε λοιπόν, ὦ ψυχή μου, ἰδοὺ καιρὸς ὃν ἐζήτεις,
ἐπέστη ὁ καθαίρων σε, τὶ προσμένεις
τῷ βορβόρῳ τῶν ἔργων σου»;
δ´
Καὶ δὲν ἤθελε νὰ ἐξετάσω τὸν νοῦ καὶ τὴ σκέψι τῆς φρόνιμης γυναίκας
καὶ νὰ μάθω, πὼς μέσα της φεγγοβόλησεν ὁ Ἰησοῦς,
ὁ Ὡραιότατος καὶ ὁ ἐργάτης κάθε καλοῦ καὶ ὄμορφου,
τοῦ Ὁποίου τὴ Μορφὴ λαχτάρησεν ἡ πόρνη προτοῦ ἀκόμα Τὴν ἰδῆ.
Ὅπως μᾶς λένε τὰ Εὐαγγέλια:
Καθὼς ὁ Χριστὸς εἶχε καθήσει κι ἔτρωγε στὸ σπίτι τοῦ Φαρισαίου,
τὸ ἔμαθε κάποια ἁμαρτωλὴ γυναῖκα καὶ ἔτρεξε χωρὶς ἀργοπορία
καὶ στὴ μετάνοια ἔφερνε τὴ σκέψι της,
«Ἔλα, λοιπόν, ψυχή μου, νὰ ἡ εὐκαιρία ποὺ ζητοῦσες,
ἔφτασεν Αὐτὸς ποὺ θὰ σὲ ἐξαγνίσει, γιατὶ ἀκόμα κάθεσαι
στὴν ἀσωτία σου»;
ε´
Ἀπέρχομαι πρὸς αὐτόν, δι᾿ ἐμὲ γὰρ ἤλυθεν,
ἀφίημι τούς ποτε, τὸν γὰρ νῦν πάνυ ποθῶ,
καὶ ὡς ποθοῦντά με μυρίζω καὶ κολακεύω,
κλαίω, στενάζω καὶ πείθω δικαίων ποθῆσαι με,
ἀλλοιοῦμαι πρὸς τὸν πόθο τοῦ ποθητοῦ,
καὶ ὡς θέλει φιληθῆναι οὕτως φιλῶ τὸν ἐραστήν μου,
πενθῶ καὶ κατακάμπτομαι, τοῦτο γὰρ βούλεται,
σιγῶ καὶ περιστέλλομαι, τούτοις γὰρ τέρπεται,
ἀναχωρῶ τῶν ἀρχαίων, ἵνα ἀρέσω τῷ νέῳ,
συντόμως ἀποτάσσομαι ἐμφυσῶσα
τῷ βορβόρῳ τῶν ἔργων μου».
ε´
Φεύγω καὶ τραβῶ γι᾿ Αὐτόν, ἀφοῦ γιὰ μένα ἦρθε.
τοὺς παλιοὺς ἀφήνω φίλους, μιᾶς καὶ τὸν Τωρινὸ λαχταρῶ νὰ ἀνταμώσω.
Κι ἐπειδὴ πολὺ μὲ ἀγαπάει, μὲ μύρα Τὸν ἀλείφω καὶ Τὸν καλοπιάνω,
χύνω δάκρυα, ἀναστενάζω καὶ νὰ Τὸν πείσω προσπαθῶ
νὰ κάνει μὲ μένα ἀγάπη καὶ νὰ μὲ συχωρέση.
Ἀπ᾿ τὴν ἀγάπη λειώνω τοῦ Ἀγαπημένου,
κι ὅπως θέλει ν᾿ ἀγαπιέται ἔτσι ἀγαπῶ Τὸν ἐραστή μου.
Πενθῶ καὶ γονατίζω, γιατὶ αὐτὸ ἐπιθυμεῖ,
σιωπῶ καὶ εἶμαι σοβαρή, ἀφοῦ μ᾿ αὐτὰ εὐχαριστιέται.
Ἀναχωρῶ ἀπ᾿ τοὺς παλιοὺς γιὰ νὰ ἀρέσω, στὸν νέο.
Σύντομα ἀπαρνιέμαι κι ἀπορρίπτω
τὴν ἀσωτία μου.
στ´
Προσέλθω οὖν πρὸς αὐτόν, φωτισθῷ, ὡς γέγραπται,
ἐγγίσῳ νῦν τῷ θεῷ καὶ οὐ μὴ καταισχυνθῷ,
οὐκ ὀνειδίζει με, οὖ λέγει μοι, «ἕως ἄρτι
ἧς ἐν τῷ σκότει καὶ ἦλθες ἰδεῖν με τὸν ἥλιον»,
διὰ τοῦτο μύρον αἴρω καὶ πορευθῶ,
φωτιστήριον ποιήσω τὴν οἰκίαν τοῦ Φαρισαίου,
ἐκεῖ γὰρ ἀποπλύνομαι τὰς ἁμαρτίας μου,
ἐκεῖ καὶ καθαρίζομαι τὰς ἀνομίας μου,
κλαυθμῷ, ἐλαίῳ καὶ μύρῳ κεράσομαι κολυμβήθραν
καὶ λούομαι καὶ σμήχομαι καὶ ἐκφεύγω
τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου».
στ´
Ἂς πάω λοιπὸν πρὸς Αὐτόν, νὰ πάρω φῶς, κατὰ πῶς λέει ἡ Γραφή,
θὰ πλησιάσω τώρα στὸ Θεὸ καὶ δὲν θὰ ντροπιαστῶ.
Δὲν μὲ μαλώνει, οὔτε μοῦ λέει: «μέχρι τώρα
Ἤσουν στὸ σκοτάδι κι ἦρθες νὰ δῇς τὸν Ἥλιο ἐμένα».
Γι᾿ αὐτὸ στὰ χέρια μου τὸ μύρο παίρνω καὶ σ᾿ Ἐκεῖνον πηγαίνω.
Βαπτιστήρι θὰ κάνω τοῦ Φαρισαίου τὸ σπίτι,
γιατὶ ἐκεῖ θ᾿ ἀπαλλαγῶ ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μου,
ἐκεῖ καὶ θὰ καθαριστῶ ἀπ᾿ τὶς παρανομίες μου.
Δάκρυ, λάδι καὶ μύρο θὰ σμίξω μέσ᾿ στὴν κολυμπήθρα
καὶ θὰ πλυθῶ καὶ θὰ καθαριστῶ καὶ θὰ γλυτώσω
ἀπὸ τὴν ἀσωτία μου».
ζ´
Ἐδέξατο καὶ Ῥαὰβ κατασκόπους πρότερον
καὶ τῆς δοχῆς τὸν μισθὸν ὣς πιστὴ εὗρε ζωήν,
τῆς γὰρ ζωῆς τύπος ὁ πέμψας τούτους ὑπῆρχε
τοῦ Ἰησοῦ μου βαπτίζων τὸ τίμιον ὄνομα,
σωφρονοῦντας τότε πόρνει ξενοδοχεί,
νῦν παρθένον ἐκ παρθένου πόρνη ζητεῖ ἀλείψαι μύρῳ,
ἐκείνη μὲν ἀπέλυσεν οὕσπερ ἀπέκρυψεν,
ἐγὼ δὲ ὃν ἠγάπησα μένω κατέχουσα,
οὐχ ὡς κατάσκοπον κλήρων, ἀλλ᾿ ὡς ἐπίσκοπον πάντων
κρατῶ καὶ ἐξεγείρομαι τῆς ἰλύος
τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου».
ζ´
Πιὸ παλιὰ καὶ ἡ πόρνη Ραὰβ ἐφιλοξένησε τοὺς κατασκόπους
καὶ κέρδισε ἀληθινὴ ζωὴ σὰν ἀνταμοιβὴ τῆς φιλοξενίας
γιατὶ πίστι ἔμπρακτη ἔδειξε. Μιᾶς κι ἐκεῖνος ποὺ τοὺς
ἔστειλε ἦταν προεικόνισμα καὶ σύμβολο τῆς πηγαίας Ζωῆς,
ἀφοῦ ἔφερνε τοῦ Ἰησοῦ μου τὸ ὄνομα τὸ ἀκριβό.
Τότε ἡ πόρνη ἐφιλοξένησε τοὺς ἐνάρετους
τώρα ἡ πόρνη ζητεῖ ν᾿ ἀλείψει μὲ μύρο τὸν Ἀναμάρτητο Γιὸ τῆς Παρθένου.
Ἐκείνη μὲν ἐλεύθερους ἄφησε νὰ φύγουν αὐτοὺς ποὺ ἔκρυψε στὸ πανδοχεῖο της,
ἐγὼ ὅμως Αὐτὸν π᾿ ἀγάπησα μὲ τίποτα δὲν Τὸν ἀφήνω.
Δὲν Τὸν κρατάω σὰν κατάσκοπο τῆς κληρονομιᾶς ἀλλὰ σὰν ἄγρυπνο Προστάτη ὁλωνῶν
Τὸν βαστῶ καὶ λευτερώνομαι ἀπ᾿ τὰ κρίματα
τῆς ἄσωτης ζωῆς μου.
η´
Ἰδοὺ καιρὸς ἔφθασεν ὃν ἰδεῖν ἐπόθησα,
ἡμέρα μοι ἔλαμψε καὶ δεκτὸς ἐνιαυτός,
ἐν τοῖς τοῦ Σίμωνος αὐλίζεται ὁ Θεός μου,
σπεύσω πρὸς τοῦτον καὶ κλαύσω ὡς Ἄννα τὴν στείρωσιν,
κἂν λογίσηται μὲ Σίμων ἐν μεθυσμῷ,
ὡς Ἠλὶ τὴν Ἄνναν τότε, μένω κἀγὼ προσευχομένη,
σιγὴ βοῶσα, «κύριε, τέκνον οὐκ ᾔτησα,
ψυχὴν μονογενῆ ζητῶ ἥνπερ ἀπώλεσα»,
ὡς Σαμουὴλ τῆς ἀτέκνου, Ἐμμανουὴλ τῆς ἀνάνδρου,
τῆς στείρας ᾖρες ὄνειδος, ῥῦσαι πόρνην
τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου».
η´
Νὰ ἔφτασε ἡ εὐκαιρία ποὺ ἐλαχτάρησα νὰ δῶ.
Μέρα λαμπρὴ ξημέρωσε γιὰ μένα καὶ χρονιὰ καλωσυνάτη.
Στὸ σπιτικό του Σίμωνα βρίσκεται ὁ Θεός μου.
Κοντά Του θὰ τρέξω καὶ θὰ κλάψω τὴν ἀτεκνία σὰν τὴν Ἄννα.
Κι ἂν μὲ περάσῃ ὁ Σίμωνας γιὰ μεθυσμένη,
ὅπως τότε ὁ Ἠλὶ τὴν Ἄννα, ἐγὼ θὰ συνεχίσω νὰ προσεύχωμαι,
σιωπηλὰ φωνάζοντας, «Κύριε, παιδὶ δὲν σοῦ ἐγύρεψα,
τὴν μονάκριβη ψυχή μου ἀναζητάω, τὴν ὁποία ἔχω χάσει».
Ὅπως μὲ τὸ Σαμουὴλ τῆς ἄτεκνης, Ἐσὺ Ἐμμανουὴλ τῆς Ἄγαμης,
ἀφαίρεσες τῆς στείρας τὴν ντροπή, ἔτσι γλύτωσε τὴν πόρνην ἐμένα
ἀπὸ τὴν ἄσωτη ζωή μου.
θ´
Νευροῦται μὲν ἡ πιστὴ τοῖς τοιούτοις ῥήμασι,
ποιεῖται δὲ τὴν σπουδὴν πρὸς τὴν τοῦ μύρου ὠνήν,
καὶ παραγίνεται βοῶσα τῷ μυροπράτῃ,
«Δός μοι, εἰ ἔχεις, ἐπάξιον μύρον τοῦ φίλου μου,
τοῦ δικαίως φιλουμένου καὶ καθαρῶς,
τοῦ πυρώσαντός μου μέλῃ καὶ τοὺς νεφροὺς
καὶ τὴν καρδίαν,
μηδὲν περὶ τιμήματος νῦν ἀμφιβάλῃς μοι,
κἂν δέοι μέχρι δέρματος καὶ τῶν ὀστέων μου,
ἑτοίμως ἔχω τοῦ δοῦναι, ἵν᾿ εὕρῳ τι ἀποδοῦναι
τῷ σπεύσαντι καθάραί με ἐκ τῆς ὕλης
τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου».
θ´
Μὲ τέτοια λόγια ἡ πιστὴ γυναῖκα ἐμψυχώνεται
καὶ βιάζεται τὸ μύρο νὰ ἀγοράση,
καὶ στὸ μυροπώλη φτάνει λέγοντάς του:
«Δός μου, ἂν ἔχῃς, μύρο ἀντάξιό του Ἀγαπημένου μου,
ποὺ δίκαια καὶ ἄδολα ἀγαπῶ,
Αὐτοῦ ποὺ ἐπυρπόλησε τὰ μέλη μου καὶ τὰ νεφρὰ καὶ
τὴν καρδιά μου.
Καθόλου μὴ διστάζῃς γιὰ τὴν ἔξοδο.
Καὶ τὸ τομάρι μου ἂν χρειαστῆ καὶ τὸ κουφάρι μου,
ἕτοιμη εἶμαι νὰ τὸ δώσω ἀρκεῖ κάτι νὰ βρῶ ν᾿ ἀνταποδώσω
σ᾿ Αὐτὸν ποὖρθε κοντά μου μὲ ἀγάπη γιὰ νὰ μὲ καθαρίσῃ ἀπὸ τὴ νέκρα
τῆς ἄσωτης ζωῆς μου.
ι´
Ὁ δὲ ἱδὼν τῆς σεμνῆς τὸ θερμὸν καὶ πρόθυμον
φησὶν αὐτή, «Λέξον μοι, τίς ἐστιν ὃν ἀγαπᾷς,
ὅτι τοσοῦτον σε ἐπέθελξε πρὸς τὸ φίλτρον;
ἄρα κἂν ἔχει τι ἄξιον δοῦναι τοῦ μύρου μου;»
πάραυτα δὲ ἡ ὁσία ᾖρε φωνὴν
καὶ βόα ἐν παρρησίᾳ τῷ σκευαστῇ τῶν ἀρωμάτων,
«Ὦ ἄνθρωπε, τὶ λέγεις μοι, «ἔχεις τι ἄξιον»;
οὐδὲν αὐτοῦ ἀντάξιον τοῦ ἀξιώματος,
οὐκ οὐρανὸς οὔτε γαῖα οὐδ᾿ ὅλος τούτῳ ὁ κόσμος
συγκρίνεται τῷ σπεύσαντι ῥύσασθαί με
τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου.
ι´
Κι ἐκεῖνος καθὼς διάβασε τῆς μετανοιωμένης
γυναίκας τὴν ἐγκάρδια ἀγάπη καὶ τὴν προθυμία
τῆς λέει: «Πές μου, Ποιὸς εἶν᾿ Αὐτὸς ποὺ ἀγαπᾷς,
ποῦ τόσο πολὺ σὲ μάγεψε καὶ στὴν ἀγάπη σ᾿ ἐτράβηξε;
Ἔχει ἄραγε κάτι ἀντάξιο τοῦ μύρου μου;»
Κι ἀμέσως ἔβγαλε φωνὴ ἡ ἁγιασμένη,
καὶ μιλάει θαρρετὰ στὸν ἀρωματοποιό:
«Ὦ ἄνθρωπε, γιατί μοῦ λές, «ἔχεις κάτι ἀντάξιο;»
Τίποτα δὲν τοῦ παραβγαίνει στὴν ἀξία.
Οὔτε ὁ οὐρανὸς οὔτε ἡ γῆ οὔτε ὁ κόσμος ὅλος μπορεῖ
νὰ συγκριθῆ μ᾿ Αὐτὸν ποὺ ἔφτασε ὁλοπρόθυμα νὰ μὲ
ἐλευθερώσῃ
ἀπὸ τὴν ἄσωτη ζωή μου.
ια´
Υἱός ἐστι τοῦ Δαβίδ, δι᾿ αὐτὸ καὶ εὔοπτος,
υἱὸς θεοῦ καὶ θεός, δι᾿ αὐτὸ πάνυ τερπνός,
ὃν οὐχ ἑώρακα, ἀλλ᾿ ἤκουσα καὶ ἐτρώθην
πρὸς τὴν ἰδέαν τοῦ ἔχοντος φύσιν ἀνείδεον,
τὸν Δαβίδ ποτε ἰδοῦσα στέργει Μελχώ,
ἐγὼ δὲ μὴ κατιδοῦσα τὸν ἐκ Δαβὶδ ποθῶ καὶ στέργω,
ἐκείνη τὰ βασίλεια πάντα κατέλιπε,
καὶ τῷ Δαβὶδ πτωχεύοντί ποτε προσέδραμε,
κἀγὼ τὸν ἄδικον πλοῦτον ὑπερορῶ καὶ ὠνοῦμαι
τὸ μύρον τῷ καθαίροντι τὴν ψυχήν μου
τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου.
ια´
Εἶναι Γιὸς τοῦ Δαβίδ, γι᾿ αὐτὸ καὶ εἶναι ὄμορφος.
Εἶναι Γιὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Θεός, γι᾿ αὐτὸ πολὺ εὐχάριστος.
Καὶ Τοῦτον δὲν ἀντίκρυσα, μὰ ἄκουσα καὶ λαβώθηκα
ἀπ᾿ τὴ Μορφὴ Ἐκείνου ποὺ κατὰ τὴ θεότητα εἶναι χωρὶς Μορφή.
Τὸν Δαβὶδ κάποτε ἀντίκρυσε ἡ Μελχὼ καὶ τὸν ἀγάπησε.
Ὅμως ἐγὼ χωρὶς νὰ δῶ τοῦ Δαβὶδ τὸν ἀπόγονο λαχταρῶ καὶ ἀγαπάω.
Ἐκείνη ὅλα τὰ παλάτια ἀπαρνήθηκε
καὶ στὸ φτωχὸ Δαβὶδ ἔτρεξε τότε μὲ λαχτάρα.
Κι ἐγὼ τ᾿ ἁμαρτωλὰ λεφτὰ ξοδεύω κι ἀγοράζω
τὸ μύρο γιὰ Κεῖνον ποὺ μὲ καθαρίζει
ἀπὸ τὴν ἄσωτη ζωή μου.
ιβ´
Ῥημάτων δὲ τὴν ὁρμὴν σιωπὴ συνέτεμε
καὶ ἔλαβεν ἡ τερπνὴ τὸ καλὸν μύρον αὐτῆς,
καὶ εἰς τὸν θάλαμον εἰσῆλθε τοῦ Φαρισαίου
τρέχουσα ὥσπερ κληθεῖσα μυρίσαι τὸ ἄριστον,
ὁ δὲ Σίμων θεωρήσας τοῦτο αὐτό,
τὸν δεσπότην καὶ τὴν πόρνην καὶ ἑαυτὸν ἤρξατο ψέγειν,
τὸν μὲν ὡς ἀγνοήσαντα τὴν προσεγγίσασαν,
τὴν δ᾿ ὡς ἀναισχυντήσασαν καὶ προσκυνήσασαν,
καὶ ἑαυτὸν ὡς ἀσκέπτως δεξάμενον τοὺς τοιούτους,
καὶ μάλιστα τὴν κράζουσαν, «Ἐξελοῦ με
τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου».
ιβ´
Καὶ ἔκοψε μὲ τὴ σιωπὴ τὸ χείμαρρο τῶν λόγων
κι ἐπῆρεν ἡ χαριτωμένη τὸ μύρο τῆς τὸ ἀκριβὸ
καὶ μπῆκε στὸ σπιτικό του Φαρισαίου
τρέχοντας λὲς καὶ τὴν ἐκάλεσαν τὸ γεῦμα νὰ ἀρωματίσῃ.
Κι ὁ Σίμωνας καθὼς ἀντίκρυσε ἐτοῦτο ἀκριβῶς τὸ θέαμα,
τὸν Κύριο καὶ τὴν πόρνη καὶ τὸν ἑαυτό του ἄρχισε νὰ κατηγορῇ,
Αὐτὸν πὼς τάχα ἀγνοοῦσε αὐτὴν ποὺ τὸν πλησίασε,
τὴν πόρνη γιατὶ δῆθεν φέρθηκε ξεδιάντροπα ποὺ Τοῦ
φανέρωσε λατρεία καὶ σεβασμὸ
καὶ τὸν ἑαυτό του πὼς τάχατες ἀπερίσκεφτα ἐδέχτηκε
στὸ σπίτι του τέτοιους ἀνθρώπους,
καὶ πρὸ παντὸς αὐτὴν ποὺ ἔλεγε: «Ξεκόλλα με καὶ βγάλε με
ἀπὸ τὴν ἄσωτη ζωή μου.
ιγ´
Ὢ ἄγνοια, τί φησι; «Τοῦτο μὲν ἐτέλεσα,
ἐκάλεσα Ἰησοῦν ὡς τινα τῶν προφητῶν,
καὶ οὐκ ἐνόησεν ἣν ἕκαστος ἡμῶν οἶδεν,
οὗτος καὶ οὐκ ἔγνω, εἰ ἦν γὰρ προφήτης ἐγίνωσκεν»,
ὁ ἐτάζων τὰς καρδίας καὶ τοὺς νεφροὺς
θεωρῶν τοῦ Φαρισαίου τοὺς λογισμοὺς σαλευομένους,
εὐθέως τούτῳ γίνεται ῥάβδος εὐθύτητος,
«Ὦ Σίμων», λέγων, «ἄκουσον τὰ τῆς χρηστότητος
τῆς ἐπὶ σὲ γενομένης καὶ ἐπὶ ταύτην, ἣν βλέπεις
κλαυθμῷ βοῶσαν, «δέσποτα, ἔγειρόν με
τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου.»
ιγ´
Ὢ ἄγνοια ποὺ τὸν ἔδερνε. Τί λέει; «Ἐγὼ τουλάχιστον ἔκαμα αὐτὸ τὸ πρᾶγμα,
δηλαδὴ ἐκάλεσα στὸ σπίτι μου τὸν Ἰησοῦ μὲ τὴν
πεποίθηση πὼς εἶναι ἕνας προφήτης,
κι Ἐκεῖνος δὲν ἔνοιωσε ποιὰ ἤτανε αὐτὴ ποὺ ὁ καθένας μας τὴν ξέρει,
οὔτε ποὺ τὸ κατάλαβε, ἂν ἦταν ὅμως πράγματι προφήτης ἀσφαλῶς θὰ τὸ ἐγνώριζεν.»
Ἐκεῖνος ποὺ διαβάζει τὸ βάθη τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς,
καθὼς ἀντίκρυζε τοὺς ταραγμένους λογισμοὺς τοῦ Φαρισαίου,
ἀμέσως τὸν ἀνακαλεῖ στὸ δρόμο τὸν σωστό.
«Ὦ Σίμωνα», τοῦ λέγει, «νοιῶσε ὅλη τὴν καλωσύνη
ποῦ γίνεται σὲ σένα καὶ σ᾿ αὐτὴν ποὺ βλέπεις
μὲ τὸ κλάμα νὰ μὲ ἐπικαλεῖται, «Κύριε, ἀπὸ τὸν ὕπνο
τὸ θανάσιμο σήκωσέ με
τῆς ἄσωτης ζωῆς μου.
ιδ´
Μεμπτέος σοι ἔδοξα, ἐπειδὴ οὐκ ἤλεγξα
τὴν σπεύδουσαν ἐκφυγεῖν τῶν αὐτῆς ἀνομιῶν,
ἀλλ᾿ οὐ καλῶς, Σίμων, οὐκ εὔλογος ἡ μορφή σου,
σύγκρινον τοῦτο ὁ ἔχω εἰπεῖν σοι, καὶ δίκασον,
ὀφειλέται δύο ἦσαν τῷ δανειστῇ,
ὁ μὲν εἰς πεντακοσίων, ἕτερος δὲ πενήντα μόνον,
καὶ τούτοις ἀπορήσασι πρὸς τὴν ἀπόδοσιν
ὁ χρήσας ἐχαρίσατο ὅ,τι ἐχρήσατο,
τὶς οὖν αὐτὸν ἐκ τῶν δύο ποθήσει πλέον; εἰπέ μοι,
τίς ὤφειλε βοᾶν αὐτῷ, «ἔσωσάς με
τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου».
ιδ´
Κατηγορούμενο ἡ γνώμη σου μὲ κήρυξε γιατὶ δὲν μάλωσα
αὐτὴν ποὺ νὰ ξεφύγη βιάστηκε ἀπὸ τὰ κρίματά της.
Δὲν εἶναι ὅμως, Σίμωνα, σωστὴ καὶ δικαιολογημένη ἡ κατηγορία σου.
Σύγκρινε αὐτὸ ποὺ σκέφτηκες μ᾿ αὐτὸ ποὺ θὰ σοῦ πῶ καὶ δίκασε:
δυὸ ἄνθρωποι ἐχρώσταγαν σὲ κάποιο δανειστῆ,
ὁ μὲν ἕνας πεντακόσια καὶ ὁ ἄλλος μονάχα πενήντα δηνάρια.
Κι ἐπειδὴ αὐτοὶ δὲν εἶχαν νὰ τοῦ τὰ πληρώσουν,
ὁ δανειστὴς τοὺς χάρισε αὐτὰ ποὺ τοῦ χρωστούσανε.
Ποιὸς λοιπὸν ἀπὸ τοὺς δυὸ πιὸ πολὺ θὰ Τὸν ἀγαπήση, θἄθελα νὰ μοῦ πῇς.
Ποιὸς ἦταν ὑποχρεωμένος νὰ τοῦ φωνάζῃ μὲ χαρά: «μὲ ἔσωσες
ἀπὸ τὴν ἄσωτη ζωή μου».
ιε´
Ἀκούσας δὲ ὁ σοφὸς Φαρισαῖος ἔφησε,
«Διδάσκαλε, ἀληθῶς φανερὸν πᾶσίν ἐστιν
ὅτι πλειότερον ὀφείλει τοῦτον ποθῆσαι,
ὢ καὶ περισσότερον χρέος ὁ χρήσας κεχάρισται»,
ὁ δὲ κύριος πρὸς ταῦτα εἶπεν αὐτῷ,
«Ὀρθῶς ἀπεκρίθης, Σίμων, οὕτως ἐστὶ καθάπερ λέγεις,
ὃν σὺ γὰρ οὐκ ἐπήλειψας, αὕτη ἐμύρισεν,
ὃν ὕδασιν οὐκ ἔνιψας, αὕτη τοῖς δάκρυσιν,
ὃν οὐκ ἠσπάσω φιλήσας, καταφιλοῦσα με κράζει,
«ἐκράτησα τοὺς πόδας σου, μὴ ἐμπέσω
τῷ βορβόρῳ τῶν ἔργων μου».
ιε´
Καὶ μόλις ἄκουσε τὴν παραβολὴ ὁ ξύπνιος Φαρισαῖος ἀποκρίθηκε:
«Δάσκαλε, εἶναι ὁλοφάνερο
πὼς πιὸ πολὺ νὰ ἀγαπήσῃ τὸ δανειστὴ ὑποχρεοῦται
ἐκεῖνος ποὺ τὸ περισσότερο χρέος του ἐχαρίσθηκε».
Κι ὁ Κύριος σὰν ἀπάντησε αὐτὰ τὰ λόγια τοῦπε:
«Πολὺ καλά, ὦ Σίμωνα, ἀπάντησες. Ἔτσι εἶναι
ἀκριβῶς ὅπως τὸ λές.
Αὐτὸν δηλαδὴ ποὺ σὺ δὲν ἄλειψες μὲ λάδι, αὐτὴ μὲ μύρα ἄλειψε.
Αὐτὸν ποὺ σὺ δὲν ἔπλυνες μὲ νερό, αὐτὴ Τὸν ἔλουσε μὲ δάκρυα.
Αὐτὸν ποὺ δὲν καλωσόρισες μὲ φίλημα, ἐκείνη μὲ στοργὴ μ᾿ ἀσπάζεται καὶ λέει:
«Τὰ θεϊκά Σου πόδια ἔπιασα, ἂς μὴν ξανακυλήσω
στὴν ἄσωτη ζωή μου».
ιστ´
Νῦν, ὅτι σοὶ ἔδειξα τὴν πολὺ ποθοῦσαν με,
διδάξω σε, βέλτιστε, τίς ἐστιν ὁ δανειστής,
καὶ ὑποδείξω σοι τοὺς τούτου χρεωφειλέτας,
ὧν εἰς ὑπάρχεις, καὶ αὕτη ἣν βλέπεις δακρύουσαν,
δανειστὴς δὲ ἀμφοτέρων πέλω ἐγώ,
καί οὐ μόνον ἀμφοτέρων ἀλλὰ καὶ τῶν ἀνθρώπων πάντων,
ἐγὼ γὰρ πᾶσιν ἔχρησα ταῦτα ἃ ἔχουσι,
ψυχὴν πνοὴν καὶ αἴσθησιν, σῶμα καὶ κίνησιν,
τὸν δανειστὴν οὖν τοῦ κόσμου, ἐν ὅσῳ ἔχεις, ὦ Σίμων,
ἱκέτευσον καὶ βόησον, «λύτρωσαί με
τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου».
ιστ´
Τώρα ποὺ σοῦ φανέρωσα αὐτὴν ποὺ μὲ ἀγάπησε πολύ,
θὰ σὲ πληροφορήσω, φίλε, ποιὸς στὴν πραγματικότητα εἶναι ὁ δανειστὴς
καὶ θὰ σοῦ κάνω γνωστοὺς τοὺς χρεωφειλέτες του,
ποῦ ἕνας ἀπ᾿ αὐτοὺς εἶσαι κι ἐσὺ καθὼς κι αὐτὴ ποὺ βλέπεις δάκρυα νὰ χύνῃ.
Δανειστὴς καὶ τῶν δυό σας εἶμαι πάντοτε ἐγώ,
κι ὄχι μόνο ἐσᾶς τῶν δυὸ ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν ἀνθρώπων.
Ἀφοῦ Ἐγὼ σ᾿ ὅλους ἐδάνεισα αὐτὰ ἐκεῖνοι πούχουν,
ψυχή, ἀναπνοή, αἰσθήματα, σῶμα καὶ κίνηση.
Τὸ Δανειστὴ τοῦ κόσμου, Σίμωνα, ὅσο, λοιπόν, μαζί σου ἔχεις
παρακάλεσε καὶ φώναξε: «λευτέρωσέ με
ἀπὸ τὴν ἄσωτη ζωή μου».
ιζ´
Οὐ δύνασαι δοῦναί μοι ἅπερ ἐποφείλεις μοι,
κἂν σίγησον, ἵνα σοι χαρισθῇ ἡ ὀφειλή,
μὴ καταδίκαζε τὴν καταδεδικασμένην,
μὴ εὐτελίσῃς τὴν εὐτελισμένη, ἡσύχασον,
οὗ τῶν σῶν οὐδὲ ταύτης βούλομαί τι,
χρεωλύτης γὰρ τῶν δύο ἦλθον ἐγὼ ὑμῖν καὶ πᾶσι,
νομίμως, Σίμων, ἔζησας, ἀλλ᾿ ἐχρεώστησας,
ἐλθὲ οὖν πρὸς τὴν χάριν μου, ἵν᾿ ἀποδώσης μοι,
ἰδὲ τὴν πόρνην ἣν βλέπεις καθάπερ τὴν ἐκκλησίαν
βοῶσα, «ἀποτάσσομαι ἐμφυσῶσα
τῷ βορβόρῳ τῶν ἔργων μου».
ιζ´
Δὲν μπορεῖς νὰ μοῦ ξεπληρώσεις αὐτὰ ποὺ μοῦ χρωστᾷς ἀκόμα.
Καλλίτερα μὴ μιλᾷς, γιὰ νὰ σοῦ χαρισθῇ ἡ ὀφειλή.
Μὴν καταδικάζῃς τὴν καταδικασμένη,
μὴν ἐξευτελίσης τὴν ἐξευτελισμένη, ἡσύχασε.
Δὲν θέλω τίποτα ἀπ᾿ ὅσα μοῦ χρωστᾷς οὔτε κι ἀπ᾿ αὐτήν,
γιατὶ ἦρθα νὰ χαρίσω τὰ χρέη καὶ τῶν δυὸ καὶ ὅλου τοῦ κόσμου.
Ἔζησες, Σίμωνα, σύμφωνα μὲ τὸ Νόμο, μὰ βγῆκες χρεωμένος.
Ἔλα, λοιπὸν στὴ Χάρι μου γιὰ νὰ ξεχρεωθῆς.
Λογάριασε τὴν πόρνη ποὺ βλέπεις σὰν τὴν Ἐκκλησία
νὰ φωνάζῃ: «ἀρνιέμαι καὶ περιφρονῶ
τὴν ἄσωτη ζωή μου».
ιη´
Ὑπάγετε, τὸ λοιπὸν τῶν χρεῶν ἐλύθητε,
πορεύθητε, ἐνοχῆς παρεκτὸς πάσης ἐστέ,
ἠλευθερώθητε, μὴ πάλιν ὑποταγῆτε,
τοῦ χειρογράφου σχισθέντος μὴ ἄλλο ποιήσετε»,
τὸ αὐτὸ οὖν, Ἰησοῦ μου, λέξον κἀμοί,
ἐπειδὴ σοὶ ἀποδοῦναι ἃ χρεωστῷ οὐκ ἐξισχύω,
σὺν τόκῳ γὰρ ἀνήλωσα καὶ τὸ κεφάλαιον,
διὸ μὴ ἀπαιτήσῃς με ὅσον παρέσχες μοι,
τοῦ τῆς ψυχῆς κεφαλαίου καὶ τῆς σαρκός μου τοῦ τόκου
κουφίσας με ὡς εὔσπλαγχνος, ἄνες, ἄφες
τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου.
ιη´
Πηγαίνετε. Ἀπὸ ῾δῶ καὶ πέρα δὲ χρωστᾶτε πιά.
Φύγετε. Ἐνοχὴ δὲν ἔχετε καμμιά.
Λευτερωθήκατε. Μὴν ξαναπιαστῆτε στὸ κακό.
Ἀφοῦ σχίστηκε τὸ χρεώγραφο μὴν φτιάχνετε ἄλλο.»
Τὸ ἴδιο, λοιπόν, Ἰησοῦ μου, πὲς καὶ γιὰ μένα,
ἐπειδὴ νὰ Σοῦ πληρώσω δὲν μπορῶ αὐτὰ ποὺ Σοῦ χρωστάω,
ἀφοῦ ξόδεψα μαζὶ μὲ τὸν τόκο καὶ τὸ κεφάλαιο.
Γι᾿ αὐτὸ μή μου ζητήσῃς ὅσα μου ἔδωκες.
Τῆς ψυχῆς μου τὸ κεφάλαιο καὶ τοῦ σώματός μου τὸν τόκο
ἀπὸ τὸ βάρος ἀνακούφισε, Στοργικέ, καὶ χάρισέ μου
λευτεριὰ καὶ ἀπολύτρωση
ἀπὸ τὴν ἄσωτη ζωή μου.
. Ἐπερατώθη τὴν 17ην Ὀκτωβρίου 1986,
ἑορτὴ προφήτου Ὠσηὲ καὶ ὁσιομάρτυρος Ἀνδρέου τοῦ ἐν Κρίσει.
Ῥωμανέ μου, ἡδύτατε, εὔχου δι᾿ ἡμᾶς.
Ἰησοῦ μου Εὔσπλαχνε δός μοι μοῖραν τῆς μετανοίας τῆς Πόρνης.
π. Ἀνανίας Κουστένης

Ῥωμανὸς ὁ Μελῳδός - Εἰς τὸ Πάθος τοῦ Κυρίου

Εἰς τὸ Πάθος τοῦ Κύριου καὶ εἰς τὸν Θρῆνον τῆς Θεοτόκου

Στὸ Πάθος τοῦ Κυρίου καὶ στὸ Θρῆνο τῆς Παναγίας

Προοίμιον

Τὸν δι᾿ ἡμᾶς σταυρωθέντα δεῦτε πάντες ὑμνήσωμεν,
αὐτὸν γὰρ κατεῖδε Μαρία ἐπὶ ξύλου καὶ ἔλεγεν,
«Εἰ καὶ σταυρὸν ὑπομένεις, σὺ ὑπάρχεις
ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».

Προοίμιον

Ἐκεῖνον ποὺ σταυρώθηκε γιὰ μᾶς, ὅλοι, ἐλᾶτε, ἂς δοξολογήσουμε.
Αὐτόν, λοιπόν, ἀντίκρυσε πάνω στὸ Ξύλο ἡ Μαρία κι ἔλεγε:
«Στὸ Σταυρὸ ἂν καὶ κρέμεσαι, γιὰ μένα εἶσαι
ὁ Υἱὸς καὶ Θεὸς μου».

Οἶκοι

α´
Τὸν ἴδιον ἄρνα ἡ ἀμνὰς θεωροῦσα
πρὸς σφαγὴν ἑλκόμενον ἠκολούθει ἡ Μαρία τρυχομένη
μεθ᾿ ἑτέρων γυναικῶν ταῦτα βοῶσα,
«Ποῦ πορεύῃ, τέκνον; τίνος χάριν τὸν ταχὺν
δρόμον τελέεις;
μὴ ἕτερος γάμος πάλιν ἐστὶν ἐν Κανᾷ,
κἀκεῖ νυνὶ σπεύδεις, ἵν᾿ ἐξ ὕδατος αὐτοῖς οἶνον ποιήσῃς;
συνέλθω σοι, τέκνον, ἢ μείνω σε μᾶλλον;
δός μοι λόγον, Λόγε, μὴ σιγῶν παρέλθῃς με,
ὁ ἁγνὴν τηρήσας με,
ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».

Οἶκοι

α´
Τὸ παιδί Της ἡ Μητέρα καθὼς ἔβλεπε
νὰ Τὸ πηγαίνουν στὸ θάνατο, κατάκοπη ἀκολουθοῦσεν ἡ Μαρία
μαζὶ μ᾿ ἄλλες γυναῖκες καὶ τοῦτα ἔλεγε:
«Ποῦ πορεύεσαι, Τέκνο; Γιὰ ποιὸ λόγο βιαστικὸς τὸ δρόμο τρέχεις;
Μήπως κι ἄλλος γάμος εἶναι στὴν Κανᾶ,
καὶ γιὰ ῾κεῖ τραβᾶς ἐτώρα, κρασὶ ἀπ᾿ τὸ νερὸ γιὰ νὰ τοὺς φτιάξης;
Νὰ ῾ρθῶ μαζί Σου, Τέκνο μου, ἢ νὰ Σὲ περιμένω;
Ἕνα λόγο πές μου, Λόγε, ἐμένα ἀμίλητος μὴν προσπεράσης,
Ἐσὺ π᾿ Ἁγνὴ μὲ φύλαξες,
ὁ Υἱὸς καὶ Θεὸς μου».

β´
Οὐκ ἤλπιζον, τέκνον, ἐν τούτοις ἰδεῖν σε
οὐδ᾿ ἐπίστευόν ποτε ἕως τούτου τοὺς ἀνόμους ἐκμανῆναι
καὶ ἐκτείναι ἐπὶ σὲ χεῖρας ἀδίκως,
ἔτι γὰρ τὰ βρέφη τούτων κράζουσί σοι τὸ «εὐλογημένος».
ἀκμὴν δὲ βαΐων πεπλησμένη ἡ ὁδὸς
μηνύει τοῖς πᾶσι τῶν ἀθέσμων τὰς πρὸς σὲ πανευφημίας.
καὶ νῦν τίνος χάριν ἐπράχθη τὸ χεῖρον;
γνῶναι θέλω, οἴμοι, πῶς τὸ φῶς μου σβέννυται,
πῶς σταυρῷ προσπήγνυται
ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».
β´
Δὲν τὸ περίμενα, Παιδί μου, σὲ τέτοια νὰ Σὲ δῶ,
καὶ ποτὲ δὲν ἐπίστευα πὼς θά ῾φταναν οἱ ἄνομοι σὲ τέτοια μανία
καὶ χέρια θ᾿ ἅπλωναν ἄδικα ἐπάνω Σου.
Ἀφοῦ ἀκόμα τ᾿ ἀθῷα τους βρέφη Σοῦ κράζουν τὸ «Εὐλογημένος»,
κι ἀπ᾿ τὰ βάγια ἀκόμη γεμάτος ὁ δρόμος
καὶ διαλαλεῖ στὸν καθένα τὰ παινέματα ποὺ Σοῦ ῾πλεξαν οἱ ἄνομοι.
Καὶ τώρα γιὰ ποιὸ λόγο ἔγινε τὸ κακό;
Θέλω νὰ μάθω, ἀλλοίμονο, πῶς χάνεται τὸ φῶς μου;
Πῶς στὸ Σταυρὸ καρφώνεται
Ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου.
γ´
Ὑπάγεις, ὦ τέκνον, πρὸς ἄδικον φόνον
καὶ οὐδεὶς σοὶ συναλγεί, οὗ συνέρχεται σοὶ Πέτρος
ὁ εἰπών σοι,
«οὐκ ἀρνοῦμαί σε ποτέ, κἂν ἀποθνῄσκω».
ἔλιπέ σε Θωμᾶς ὁ βοήσας, «μετ᾿ αὐτοῦ θάνωμεν πάντες».
οἱ ἄλλοι Δὲ πάλιν, οἱ οἰκεῖοι καὶ γνωστοὶ
καὶ μέλλοντες κρίνειν τὰς φυλὰς τοῦ Ἰσραήλ, ποῦ εἰσιν ἄρτι;
οὐδεὶς ἐκ τῶν πάντων, ἀλλ᾿ εἰς ὑπὲρ πάντων
θνῄσκεις, τέκνον, μόνος, ἀνθ᾿ ὧν πάντας ἔσωσας,
ἀνθ᾿ ὧν πᾶσιν ἤρεσας,
ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».
γ´
Πηγαίνεις, παιδί μου, σὲ ἄδικο φόνο
καὶ κανεὶς δὲν σὲ πονεῖ. Ὁ Πέτρος δὲν ἔρχεται μαζί σου,
ποὺ σοῦ εἶπε:
«Ποτὲ δὲν σ᾿ ἀρνοῦμαι κι ἂν χρειαστῇ νὰ πεθάνω».
Σ᾿ ἄφησε ὁ Θωμᾶς ποὺ ἐδήλωσε: «Ἂς πεθάνουμε ὅλοι μαζί Του».
Καὶ οἱ ἄλλοι ἀκόμα, οἱ φίλοι καὶ γνωστοὶ
καὶ ποὺ πρόκειται νὰ κρίνουν τὶς φυλὲς τοῦ Ἰσραήλ, τώρα ποῦ βρίσκονται;
Κανένας ἀπ᾿ ὅλους καὶ Ἕνας γιὰ ὅλους.
Πεθαίνεις, Τέκνο μου, Μόνος, μιᾶς καὶ ὅλους τοὺς ἔσωσες,
μιᾶς καὶ φέρθηκες ὄμορφα σ᾿ ὅλους,
Σὺ ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».
δ´
Τοιαῦτα Μαρίας ἐκ λύπης βαρείας
καὶ ἐκ θλίψεως πολλῆς κραυγαζούσης καὶ κλαιούσης,
ἐπεστράφη
πρὸς αὐτὴν ὁ ἐξ αὐτῆς οὕτω βοήσας,
«Τί δακρύεις, μήτηρ; τὶ ταῖς ἄλλαις γυναιξὶ συναποφέρῃ;
μὴ πάθω; μὴ θάνω; πῶς οὖν σώσω τὸν Ἀδάμ;
μὴ τάφον οἰκήσω; πῶς ἑλκύσω πρὸς ζωὴν τοὺς ἐν τῷ ᾍδῃ;
καὶ μὴν καθὼς οἶδας ἀδίκως σταυροῦμαι,
τί οὖν κλαίεις, μήτηρ; μᾶλλον οὕτω κραύγασον
ὅτι «θέλων ἔπαθεν,
ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».
δ´
Ἐνῷ τέτοια ἡ Μαρία μὲ λύπη μεγάλη
καὶ θλῖψι πολλὴ ἔλεγε καὶ ἔκλαιγε,
Τὴν κοίταξε ὁ Γιός Της καὶ Τῆς μίλησε:
«Γιατί σὲ πῆραν, Μητέρα, τὰ κλάματα; Γιατί Σὲ
παρασύρουν οἱ ἄλλες γυναῖκες;
Μὴν πάθω, φοβᾶσαι; Μὴν ἀποθάνω; Μὰ πῶς θὰ σώσω
τὸν Ἀδάμ;
Μὴν κατέβω στὸν τάφο; Πῶς θὰ φέρω στὴ ζωὴ τοὺς
πεθαμένους;
Κι ὅπως πράγματι βλέπεις σταυρώνομαι ἄδικα.
Γιατί κλαῖς, λοιπόν, Μητέρα; Μᾶλλον φώναξε καὶ λέγε
πῶς «θέλοντας ἔπαθεν
ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».
ε´
Ἀπόθου, ὦ μῆτερ, τὴν λύπην ἀπόθου,
οὐ γὰρ πρέπει σε θρηνεῖν, ὅτι κεχαριτωμένη ὠνομάσθης,
τὴν οὖν κλῆσιν τῷ κλαυθμῷ μὴ συγκαλύψῃς,
μὴ ταῖς ἀσυνέτοις ὁμοιώσῃς ἑαυτήν, πάνσοφε κόρη,
ἐν μέσῳ ὑπάρχεις τοῦ νυμφῶνος τοῦ ἐμοῦ.
μὴ οὖν ὥσπερ ἔξω ἱσταμένη τὴν ψυχὴν καταμαράνῃς.
τοὺς ἐν τῷ νυμφῶνι ὡς δούλους σου φώνει,
πᾶς γὰρ τρέχων τρόμῳ ὑπακούσει σου, σεμνή,
ὅταν εἴπῃς, «ποῦ ἐστιν
ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».
ε´
Μὴ λυπᾶσαι, Μητέρα, μὴ λυπᾶσαι.
Μιᾶς καὶ ὁ θρῆνος δὲν Σοῦ πρέπει, ἀφοῦ Σὲ εἶπαν «Κεχαριτωμένη».
Μὴν ἐπισκιάσης, λοιπόν, τὸ ὄνομα αὐτὸ μὲ τὸ θρῆνο.
Μὴν κατατάξης, πρόσεξε, τὸν Ἑαυτό Σου μὲ τὶς ἄμυαλες, Πάνσοφη Κόρη.
Βρίσκεσαι μέσα στὸ Νυμφῶνα τὸ δικό μου.
Μή, λοιπόν, καταμαράνης τὴ ψυχή, σὰν νὰ βρίσκεσαι ἀπέξω.
Ὅσους εἶναι μέσα στὸ Νυμφῶνα δικούς Σου νὰ τοὺς ὀνομάζῃς.
Μιᾶς καὶ καθένας π᾿ ἀγωνίζεται περίφοβος θὰ Σὲ ἀκούσῃ, Ἁγιασμένη,
ὅταν εἰπῇς: «ποὺ βρίσκεται
ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου.
στ´
Πικρὰν τὴν ἡμέραν τοῦ πάθους μὴ δείξῃς,
δι᾿ αὐτὴν γὰρ ὁ γλυκὺς οὐρανόθεν νῦν κατῆλθον
ὡς τὸ μάννα,
οὐκ ἐν ὄρει τῷ Σινᾷ, ἀλλ᾿ ἐν γαστρί σου.
ἔνδοθεν γὰρ ταύτης ἐτυρώθην, ὡς Δαυὶδ προανεφώνει,
τὸ τετυρωμένον ὄρος νόησον, σεμνή,
ἐγὼ γὰρ ὑπάρχω, ὅτι λόγος ὧν ἐν σοὶ σὰρξ ἐγενόμην,
ἐν ταύτη οὖν πάσχω, ἐν ταύτῃ καὶ σῴζω,
μὴ οὖν κλαίης, μῆτερ, μᾶλλον κράξον ἐν χαρᾷ,
«θέλων πάθος δέχεται
ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».
στ´
Πικρὴ τοῦ Πάθους τὴν ἡμέρα μὴ τὴ κάνῃς,
μιᾶς κι ὁ Γλυκὸς Ἐγὼ γι᾿ αὐτὴν τώρα ἀπ᾿ τὸν οὐρανὸ κατέβηκα
σὰν τὸ Μάννα,
ὄχι στὸ ὄρος τὸ Σινᾶ, ἀλλὰ μέσ᾿ στὴν κοιλιά Σου.
Μέσα της δηλαδὴ σαρκώθηκα, ὅπως τὸ πρόβλεψ᾿ ὁ Δαβίδ.
Θυμήσου, Κόρη, τὸ Βουνὸ τὸ δυνατὸ καὶ πλούσιο,
εἶμαι Ἐγὼ ἀληθινά, γιατὶ Λόγος ὑπάρχων μέσα Σου
ἄνθρωπος ἔγινα.
Πάσχω, λοιπόν, ὡς ἄνθρωπος καὶ μὲ ἐτοῦτο σῴζω.
Μητέρα πιὰ Ἐσὺ μὴν κλαίς. Φώναξε μᾶλλον μὲ χαρά:
«δέχεται θεληματικᾶ τὸ Πάθος
ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».
ζ´
«Ἰδού», φησί, «τέκνον, ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν μου
τὸν κλαυθμὸν ἀποσοβῶ, τὴν καρδίαν μου συντρίβω
ἐπὶ πλεῖον,
ἀλλ᾿ οὐ δύναται σιγᾶν ὁ λογισμός μου,
τό μοι λέγεις, σπλάγχνον, «εἰ μὴ θάνω, ὁ Ἀδὰμ
οὐχ ὑγιαίνει»;
καὶ μὴν ἄνευ πάθους ἐθεράπευσας πολλούς,
λεπρὸν γὰρ καθήρας καὶ οὐκ ἤλγησας οὐδέν, ἀλλ᾿ ἠβουλήθης,
παράλυτον σφίγξας οὐ κατεπονήθης,
πῆρον πάλιν λόγῳ ὀμματώσας, ἀγαθέ,
ἀπαθὴς μεμένηκας,
ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».
ζ´
«Ναί, Τέκνο», ἀπαντάει, «ἀπὸ τὰ μάτια μου
Τὸ κλάμα σταματῶ καὶ σφίγγω τὴν καρδιά μου ἀκόμα
πιὸ πολύ,
ὁ λογισμός μου ὅμως νὰ σωπάση δὲν μπορεῖ.
Σπλάχνο, τί μου λές: «Ἂν δὲν πεθάνω, ὁ Ἀδὰμ
δὲ γιατρεύεται;»
Κι ὅμως δίχως Πάθος ἐθεράπευσες πολλούς.
Τὸ λεπρό, γιὰ παράδειγμα, καθάρισες καὶ καθόλου δὲν
πόνεσες, τὸ θέλησες κι ἔγινε.
Τὸν παράλυτο στέριωσες καὶ κούραση δὲν ἔνοιωσες.
Καὶ στὸν ἀνάπηρο ἔδωκες μάτια, Καλέ μου, μὲ λόγο
καὶ δὲν ἔπαθες τίποτα, Σὺ ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου.
η´
Νεκροὺς ἀναστήσας νεκρὸς οὐκ ἐγένου,
οὐδ᾿ ἐτέθης ἐν ταφῇ, υἱέ μου καὶ ζωή μου,
πῶς οὖν λέγεις,
«εἰ μὴ πάθω, ὁ Ἀδὰμ οὐχ ὑγιαίνει»;
κέλευσον, σωτήρ μου, καὶ ἐγείρεται εὐθὺς κλίνην
βαστάζων.
εἰ δὲ καὶ ἐν τάφῳ κατεχώσθη ὁ Ἀδάμ,
ὡς Λάζαρον τάφου ἐξανέστησας φωνή, οὕτως καὶ τοῦτον,
δουλεύει σοι πάντα ὡς πλάστῃ τῶν πάντων,
τί οὖν τρέχεις, τέκνον; μὴ ἐπείγου πρὸς σφαγήν,
μὴ φιλῇς τὸν θάνατον,
ὁ υἱὸς καὶ θεός μου.
η´
Πεθαμένους ἀνάστησες, μὰ Νεκρὸς δὲν θὰ γίνῃς,
καὶ ταφὴ δὲν θὰ λάβης, Παιδί μου καὶ Ζωή μου. Καὶ
πῶς λές,
«ἂν δὲν πεθάνω ὁ Ἀδὰμ γιατρειὰ δὲ βρίσκει»;
Σωτῆρα μου, διάταξε καὶ ἀμέσως σηκώνεται τὸ
κρεββάτι βαστώντας.
Ἂν καὶ μέσα στὸν τάφο ὁ Ἀδὰμ καταχώθηκε,
ὅπως τὸ Λάζαρο ἀπ᾿ τὸ μνῆμα μὲ φωνὴ ἔβγαλες ἔξω,
ἔτσι καὶ τοῦτον ἀνάστησε.
Ὅλα Σὲ ὑπηρετοῦνε, ὡς Δημιουργὸ τῶν πάντων.
Τί, λοιπόν, Παιδί μου, τρέχεις; Νὰ σφαγῆς μὴν ἐπείγεσαι,
τὸ θάνατο μὴν ἀγαπᾷς, Σὺ
ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου.»
θ´
«Οὐκ οἶδας, ὦ μῆτερ, οὐκ οἶδας ὃ λέγω,
διὸ ἄνοιξον τὸν νοῦν καὶ εἰσοίκισοιν τὸ ῥῆμα ὃ ἀκούεις,
καὶ αὐτὴ καθ᾿ ἑαυτὴν νόει ἃ λέγω,
οὗτος, ὃν προεῖπον, ὁ ταλαίπωρος Ἀδάμ, ὁ ἀρρωστήσας
οὐ μόνον τὸ σῶμα ἀλλὰ γὰρ καὶ τὴν ψυχήν,
ἐνόσησε θέλων, οὐ γὰρ ἤκουσεν ἐμοῦ καὶ κινδυνεύει,
γνωρίζεις ὁ λέγω, μὴ κλαύσης οὖν, μῆτερ,
μᾶλλον τοῦτο κράξον, «τὸν Ἀδὰμ ἐλέησον
καὶ τὴν Εὔαν οἴκτειρον,
ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».
θ´
«Δὲν κατάλαβες, Μητέρα, δὲν κατάλαβες τί λέω.
Ἄνοιξε, λοιπόν, τὸν νοῦ καὶ τὰ λόγια βάλε μέσα, ποὺ σὺ ἀκούεις,
καὶ ἡ Ἴδια ὅσα λέγω κᾶμε τρόπο νὰ νοήσης.
Αὐτὸς ποὺ προανέφερα, ὁ ταλαίπωρος Ἀδάμ, ποὺ ἔπεσεν ἄρρωστος
ὄχι στὸ σῶμα μοναχὰ ἀλλὰ καὶ στὴν ψυχή,
ἀρρώστησε μὲ τὴ θέλησί Του, μιᾶς καὶ δὲν ἄκουσεν
Ἐμένα καὶ βρίσκεται σὲ κίνδυνο.
Καταλαβαίνεις αὐτὸ ποὺ λέω. Μὴν κλάψης, λοιπόν, Μητέρα,
καλλίτερα ἔτσι φώναξε: «σπλαχνίσου τὸν Ἀδὰμ
καὶ λυπήσου τὴν Εὔα, Σὺ
ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».
ι´
Ὑπὸ ἀσωτίας, ὑπ᾿ ἀδηφαγίας
ἀρρωστήσας ὁ Ἀδὰμ κατηνέχθη ἕως ᾍδου κατωτάτου
καὶ ἐκεῖ τὸν τῆς ψυχῆς πόνον δακρύει.
Εὔα δὲ ἡ τοῦτον ἐκδιδάξασά ποτε τὴν ἀταξίαν
σὺν τούτῳ στενάζει, σὺν αὐτῷ γὰρ ἀρρωστεῖ,
ἵνα μάθωσιν ἅμα τοῦ φυλάττειν ἰατροῦ παραγγελίαν,
συνῆκας κἂν ἄρτι; ἐπέγνως ἃ εἶπον;
πάλιν, μήτηρ, κράξον, «τῷ Ἀδὰμ εἰ συγχωρεῖς,
καὶ τῇ Εὔᾳ, σύγγνωθι,
ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».
ι´
Ἀπὸ ἀσωτία, ἀπὸ λαιμαργία
ὁ Ἀδὰμ ἀρρώστησε καὶ γκρεμίστηκε ὡς τοῦ Ἅδη τὰ κατάβαθα
κι ἐκεῖ τὸν πόνο τῆς ψυχῆς τοῦ κλαίει.
Καὶ ἡ Εὔα ποὺ τὸν δίδαξε τότε τὴν ἁμαρτία
μαζί του στενάζει. Καὶ μαζί του εἶναι ἄρρωστη,
γιὰ νὰ μάθουνε κι οἱ δυὸ τοῦ Γιατροῦ τὴν ὁδηγία νὰ κρατᾶνε.
Τώρα τουλάχιστον κατάλαβες; Ἀντελήφθης τὰ ὅσα εἶπα;
Πάλι, Μητέρα, φώναξε: «τὸν Ἀδὰμ ἂν συγχωρᾷς
καὶ τὴν Εὔα συγχώρεσε, Σὺ
ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».
ια´
Ῥημάτων δὲ τούτων ὣς ἤκουσε τότε
ἡ ἀμώμητος ἀμνάς, ἀπεκρίθη πρὸς τὸν ἄρνα,
«Κύριέ μου,
ἔτι ἅπαξ ἂν εἴπω, μὴ ὀργισθῇς μοι,
λέξω σοι ὃ ἔχω, ἵνα μάθω παρὰ σοῦ πάντως ὃ θέλω,
ἂν πάθῃς, ἂν θάνῃς, ἀναλύσεις πρὸς ἑμέ;
ἂν περιοδεύσης σὺν τῇ Εὕᾳ τὸν Ἀδάμ, βλέψω σε πάλιν;
αὐτὸ γὰρ φοβοῦμαι, μήπως ἐκ τοῦ τάφου
ἄνω δράμῃς, τέκνον, καὶ ζητοῦσα σὲ ἰδεῖν
κλαύσω, κράξω, «ποῦ ἐστιν
ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».
ια´
Τοῦτα τὰ λόγια καθὼς ἄκουσεν τότε
ἡ ἀψεγάδιαστη Μητέρα στὸ Παιδὶ Τῆς ἀπάντησε:
«Κύριέ μου,
ἂν ἀκόμα μιὰ φορᾷ Σου μιλήσω, μὴ μοῦ θυμώσῃς.
Αὐτὸ ποὺ νοιώθω θὰ Σοῦ πῶ γιὰ νὰ μάθω στὰ σίγουρα
αὐτὸ ποὺ θέλω ἀπὸ Σένα.
Ἂν σταυρωθῆς, ἂν πεθάνῃς, θὰ ξαναρθῇς σὲ μένα;
Ἂν πᾷς γιὰ νὰ γιατρέψης τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔα θὰ Σὲ ξαναδῶ;
Ἕνα φοβᾶμαι στ᾿ ἀλήθεια, μήπως, Παιδί μου, ἀπὸ τὸν Τάφο
γιὰ τὸν οὐρανὸ τραβήξης κι Ἐγὼ ποὺ θέλω νὰ Σὲ δῶ,
θὰ κλάψω καὶ θὰ κράξω: «Ποὺ εἶναι
ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».
ιβ´
Ὡς ἤκουσε ταῦτα ὁ πάντα γινώσκων
πρὸ γενέσεως αὐτῶν, ἀπεκρίθη πρὸς Μαρίαν,
«Θάρσει, μῆτερ,
ὅτι πρώτη μὲ ὁρᾷς ἀπὸ τοῦ τάφου,
ἔρχομαι σοὶ δεῖξαι πόσων πόνων τὸν Ἀδὰμ ἐλυτρωσάμην
καὶ πόσους ἱδρῶτας ἔσχον ἕνεκεν αὐτοῦ,
δηλώσω τοῖς φίλοις τὰ τεκμήρια δεικνὺς ἐν ταῖς χερσί μου,
καὶ τότε θεάσῃ τὴν Εὔαν, ὦ μῆτερ,
ζῶσαν ὥσπερ πρῴην καὶ βοήσεις ἐν χαρᾷ,
«τοὺς γονεῖς μου ἔσωσεν
ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».
ιβ´
Μόλις ἄκουσεν ἐτοῦτα Ἐκεῖνος ποὺ γνωρίζει τὰ πάντα
πρὶν νὰ γίνουν, ἀπεκρίθη στὴ Μαρία:
«Ἔχε θάρρος, Μητέρα,
Γιατὶ Πρώτη θὰ μὲ δῇς μετὰ τὴν Ἀνάστασι.
Θἄρθω νὰ Σοῦ δείξω μὲ τί ἄμετρους πόνους τὸν Ἀδὰμ ἐλευθέρωσα
καὶ πόσους ἱδρῶτες γιὰ χάρι του ἔχυσα.
Θὰ φανερώσω στοὺς φίλους τὰ τεκμήρια στὰ χέρια μου.
Καὶ θ᾿ ἀντικρίσῃς τὴν Εὔα ἐτότες, Μητέρα,
ζωντανὴ σὰν καὶ πρῶτα καὶ γεμάτη χαρὰ θὰ φωνάξης:
«Τοὺς γονεῖς μου ἔσωσεν
ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».
ιγ´
Μικρὸν οὖν, ὦ μῆτερ, ἀνασχοῦ καὶ βλέπεις,
πῶς καθάπερ ἰατρὸς ἀποδύομαι καὶ φθάνω
ὅπου κεῖνται,
καὶ ἐκείνων τὰς πληγὰς περιοδεύω,
τέμνων ἐν τῇ λόγχῃ τὰ πωρώματα αὐτῶν καὶ τὴν σκληρίαν,
λαμβάνω καὶ ὄξος, καὶ ἐπιστύφω τὴν πληγήν,
τῇ σμίλῃ τῶν ἥλων ἀνευρύνας τὴν τομὴν χλαίνη μοτώσω,
καὶ δὴ τὸν σταυρόν μου ὡς νάρθηκα ἔχων
τούτῳ χρῶμαι, μῆτερ, ἵνα ψάλλῃς συνετῶς,
«πάσχων πάθος ἔλυσεν
ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».
ιγ´
Λιγάκι γιὰ περίμενε, Μητέρα, καὶ θὰ δῇς,
πῶς σὰν Γιατρὸς τρέχω καὶ φτάνω στὸν τόπο
ὅπου εὑρίσκονται
καὶ τὶς πληγὲς τοὺς θεραπεύω
καὶ μὲ τὴ Λόγχη κόβω τὴν ἀναισθησία τους καὶ τὴ σκληροκαρδία.
Παίρνω καὶ ξύδι καὶ ἀπολυμαίνω τὴν πληγή.
Καὶ μὲ ἰατρικὸ μαχαῖρι τὰ Καρφιὰ θὰ πλατύνω τὴν
τομή, βάζοντας γάζα τὸν Χιτῶνα.
Κι ἔχοντας τὸ Σταυρό μου μάλιστα σὰν ἄλλη θήκη γιὰ τὰ φάρμακα
Αὐτὸν μεταχειρίζομαι, Μητέρα, γιὰ νὰ μπορῇς νὰ ψέλνῃς ταπεινά:
«Πάσχοντας γιάτρεψε τὰ πάθη
ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».
ιδ´
Ἀπόθου οὖν, μῆτερ, τὴν λύπην ἀπόθου,
καὶ πορεύου ἐν χαρᾷ, ἐγὼ γὰρ δι᾿ ὃ κατῆλθον
ἤδη σπεύδω
ἐκτελέσαι τὴν βουλὴν τοῦ πέμψαντός με,
τοῦτο γὰρ ἐκ πρώτης δεδογμένον ἦν ἑμοὶ καὶ τῷ πατρί μου,
καὶ τῷ πνεύματί μου οὐκ ἀπήρεσέ ποτε
τὸ ἐνανθρωπῆσαι καὶ παθεῖν με διὰ τὸν παραπεσόντα,
δραμοῦσα οὖν, μῆτερ, ἀνάγγειλον πᾶσιν
ὅτι «πάσχων πλήττει τὸν μισοῦντα τὸν Ἀδὰμ
καὶ νικήσας ἔρχεται
ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».
ιδ´
Ἀπόθεσε πλέον τὴ λύπη, Μητέρα,
καὶ πορέψου μὲ χαρά, μιᾶς κι Ἐγὼ γι᾿ αὐτὸ ποὺ κατέβηκα
τώρα βιάζομαι
νὰ ἐκτελέσω τοῦ Πατέρα τὴν ἀπόφασι.
Ἀφοῦ αὐτὸ ἀπ᾿ τὴν ἀρχὴ εἴχαμε ἀποφασίσει ἐγὼ καὶ ὁ Πατέρας μου
καὶ ποτὲ δὲν ἀπαρνηθῆκε τὸ πνεῦμα μου
ἄνθρωπος νὰ γίνω καὶ νὰ πάθω γιὰ τὸν ἀποπλανημένο.
Λοιπόν, τρέξε, Μητέρα, καὶ μήνυσε σ᾿ ὅλους
πῶς: «Μὲ τὸ Πάθος χτυπάει τὸν Ἅδη, τοῦ Ἀδὰμ τὸν ἐχθρὸ
καὶ σὰν νικήσῃ ἔρχεται
ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».
ιε´
«Νικῶμαι, ὦ τέκνον, νικῶμαι τῷ πόθῳ
καί οὐ στέγω ἀληθῶς, ἵν᾿ ἐγὼ μὲν ἐν θαλάμῳ,
σὺ δ᾿ ἐν ξύλῳ,
καὶ ἐγὼ μὲν ἐν οἰκίᾳ, σὺ δ᾿ ἐν μνημείῳ,
ἄφες οὖν συνέλθω, θεραπεύει γὰρ ἑμὲ τὸ θεωρεῖν σε,
κατίδω τὴν τόλμαν τῶν τιμώντων τὸν Μωσῆν,
αὐτὸν γὰρ ὡς δῆθεν ἐκδικοῦντες οἱ τυφλοὶ κτεῖναί σε ἦλθον.
Μωσῆς δὲ τοιοῦτο τῷ Ἰσραὴλ εἶπεν
ὅτι, «μέλλεις βλέπειν ἐπὶ ξύλου τὴν ζωήν»
ἡ ζωὴ δέ τίς ἐστιν;
ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».
ιε´
«Νικιέμαι, Παιδί μου, ἀπ᾿ τὴν ἀγάπη νικιέμαι
καὶ στ᾿ ἀλήθεια δὲν ἀντέχω, ἐγὼ νὰ βρίσκομαι στὸ σπίτι
καὶ Σὺ ἀπάνω στὸ Σταυρό,
ἐγὼ μέσα στὸ οἴκημα κι Ἐσὺ μέσα στὸ Μνῆμα.
Ασε μὲ τὸ λοιπὸν κοντά Σου. Μοῦ κάνει πράγματι καλὸ τὸ νὰ Σὲ βλέπω.
Νὰ δῶ τὸ τόλμημα αὐτῶν, ποὺ τιμοῦν τὸν Μωυσῆ,
μιᾶς καὶ μὲ πρόσχημα πὼς αὐτὸν ὑποστηρίζουν ἔρχονται
οἱ τυφλοὶ Ἐσένα νὰ φονέψουν.
Κι αὐτὸ ὁ Μωυσῆς γιὰ τοὺς Ἑβραίους τὸ προφήτεψε
πῶς «κάποτε θὰ δεῖτε τὴ Ζωὴ πάνω στὸ Ξύλο».
Καὶ ποιὸς εἶναι ἡ Ζωή;
Ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».
ιστ´
«Οὐκοῦν εἰ συνέρχει, μὴ κλαύσῃς, ὦ μῆτερ,
μηδὲ πάλιν πτοηθῇς, ἐὰν ἴδῃς σαλευθέντα τὰ στοιχεῖα,
τὸ γὰρ τόλμημα δονεῖ πᾶσαν τὴν κτίσιν,
πόλος ἐκτυφλοῦται καὶ οὐκ ἀνοίγει ὀφθαλμόν,
ἕως ἂν εἴπω,
ἡ γῆ σὺν θαλάσσῃ τότε σπεύσουσι φυγεῖν,
ναὸς τὸν χιτῶνα ῥήξει τότε κατὰ τῶν ταῦτα τολμώντων,
τὰ ὄρη δονοῦνται, οἱ τάφοι κενοῦνται,
ὅταν ἴδῃς ταῦτα, ἐὰν πτήξης ὡς γυνή,
κράξον πρὸς μέ, «φεῖσαί μου,
ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».
ιστ´
Λοιπόν, ἂν μείνης μαζί μου, μὴν κλάψης, Μητέρα,
οὔτε καὶ νὰ φοβηθῇς, ἂν ἰδῆς νὰ σαλεύουν τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου,
γιατὶ τοῦτο τὸ τόλμημα συγκλονίζει τὴν πλάσι.
Χάνει τὸ φῶς ὁ οὐρανὸς καὶ δὲν ἀνοίγει μάτι μέχρι νὰ
τοῦ πῶ.
Ἡ γῆ καὶ ἡ θάλασσα τότε θὰ τρέξουν νὰ φύγουν.
Τότε ὁ Ναὸς τὸ καταπέτασμα θὰ σχίσει γιὰ ἐκείνους ποὺ αὐτὰ τολμοῦν.
Τὰ ὄρη τραντάζονται, οἱ τάφοι ἀδειάζουν.
Ὅταν ἐτοῦτα ἀντικρίσῃς, ἂν σὰν γυναῖκα φοβηθῆς,
κρᾶξε σὲ μένα: «Γλύτωσέ με, Σύ,
ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».
ιζ´
Υἱὲ τῆς παρθένου, θεὲ τῆς παρθένου
καὶ τοῦ κόσμου ποιητά, σὸν τὸ πάθος, σὸν τὸ βάθος
τῆς σοφίας,
σὺ ἐπίστασαι ὁ ἧς καὶ ὁ ἐγένου,
σὺ παθεῖν θελήσας κατηξίωσας ἐλθεῖν ἀνθρώπους σῶσαι,
σὺ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν ἦρας ὡς ἀμνός,
σὺ ταύτας νεκρώσας τῇ σφαγῇ σου, ὁ σωτήρ, ἔσωσας πάντας,
σὺ εἶ ἐν τῷ πάσχειν καὶ ἐν τῷ μὴ πάσχειν,
σὺ εἶ θνῄσκων, σῴζων, σὺ παρέσχες τῇ σεμνῇ
παρρησίαν κράζειν σοι,
«Ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».
ιζ´
Υἱὲ τῆς Παρθένου, Θεὲ τῆς Παρθένου
καὶ Δημιουργὲ τοῦ κόσμου, δικό Σου τὸ Πάθος καὶ τὸ
βάθος τῆς σοφίας.
Ἐσὺ ξέρεις αὐτὸ ποὺ ἤσουν κι αὐτὸ ποὺ ἔγινες.
Ἐσὺ τὸ θέλησες νὰ πάθῃς καὶ καταδέχθηκες νἀρθῆς νὰ
σώσῃς τοὺς ἀνθρώπους.
Σὺ τὰ δικά μας κρίματα ὡσὰν Ἀρνὶ ἐσήκωσες.
Ἐσὺ αὐτὰ θανάτωσες μὲ τὴ σφαγή Σου, Λυτρωτῆ, καὶ
ὅλους ἐλευθέρωσες.
Εἶσαι ὁ ἴδιος καὶ ὅταν πάσχῃς καὶ ὅταν δὲν πάσχῃς.
Ἐσύ ῾σαι ποὺ πεθαίνεις καὶ σῴζεις. Ἐσὺ ἔδωκες στὴ Σεμνὴ
Τὸ θάρρος νὰ σοῦ φωνάζει:
«Ὦ Υἱὲ καὶ Θεέ μου».