Ἡ προσευχὴ δὲν εἶναι ψυχρὸ καθῆκον. Δὲν εἶναι τύπος, οὔτε μηχανικὴ ἀπαγγελία λέξεων, ποὺ δὲν ἀγγίζουν τὴν ψυχὴ καὶ δὲν μεταμορφώνουν τὴν ζωή μας. Εἶναι ἀναγκαιότης τῆς ψυχῆς.
Χωρὶς ἀέρα δὲν ὑπάρχει ζωή. Καὶ χωρὶς προσευχὴ δὲν ὑπάρχει πνευματικὴ ζωή. Ἡ προσευχὴ εἶναι ἡ δυναμικὴ στάση τῆς ψυχῆς, ποὺ ὑψώνεται στοὺς φωτεινοὺς κόσμους τοῦ ἀπείρου Θεοῦ. Εἶναι ἡ φιλικὴ συνομιλία τοῦ πλάσματος μὲ τὸν Πλάστη.
Ἀλλὰ ἡ «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ» προσευχὴ ἔχει τὶς προϋποθέσεις της. Διαφορετικὰ πέφτει στὸ κενό, μένει ἀνενεργή, γίνεται τύπος καὶ χάνεται τὸ νόημά της.
Τὴ σημαντικότερη προϋπόθεση γιὰ μία γνήσια προσευχή, μᾶς τὴν παρουσιάζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «τὸ τί προσευξώμεθα καθ᾿ ὃ δεῖ οὐκ οἴδαμεν, ἀλλ᾿ αὐτὸ τὸ Πνεῦμα ὑπερτυγχάνει ὑπὲρ ἡμῶν στεναγμοῖς ἀλαλήτοις» (Ρωμ. η´ 26). (δηλ. «ἐμεῖς δὲν ξέρουμε οὔτε τί, οὔτε πῶς νὰ προσευχηθοῦμε. Τὸ Πνεῦμα ὅμως μεσιτεύει τὸ ἴδιο στὸ Θεὸ γιὰ μᾶς μὲ στεναγμοὺς ποὺ δὲν μποροῦν νὰ ἐκφραστοῦν μὲ λέξεις»).
Ἔτσι ἔζησαν τὴν ἐπικοινωνία μὲ τὸν οὐράνιο Πατέρα οἱ πνευματοφόροι καὶ πνευματοκίνητοι ἅγιοι καὶ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἱεροὶ ὑμνογράφοι, ἅγιοι Πατέρες καὶ σοφοὶ Διδάσκαλοι κατέθεσαν τὸν πλοῦτο τῆς ἐξαγιασμένης καρδιᾶς τους, γιὰ νὰ ἔχουμε ἐμεῖς σήμερα ὅλον αὐτὸν τὸν ἀνεκτίμητο θησαυρό.
Τὸ καμίνι τῶν θλίψεων, μετάβαλέ το εἰς δρόσον Κύριε, ἀξίωσέ μας νὰ μὴν πτοούμεθα ἀπὸ τὰ πυρὰ τῶν δυσκολιῶν μας, ἀλλ᾿ ἐν μέσῳ τῆς φλογός, ἂς στεκώμαστε καὶ ἐμεῖς ὅπως οἱ τρεῖς παίδες ψάλλοντες, «Ὁ τῶν Πατέρων ἡμῶν, Θεὸς εὐλογητὸς εἶ». |
Οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ἡμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ἡμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσιν τὸν Πατέρα ἡμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς.
Κατευθυνθήτω ἡ προσευχή μου ὡς θυμίαμα ἐνώπιόν σου· ἔπαρσις τῶν χειρῶν μου θυσία ἑσπερινή, εἰσάκουσόν με, Κύριε.
Θυμίαμά σοι προσφέρομεν, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, εἰς ὀσμὴν εὐωδίας πνευματικῆς· ὃ προσδεξάμενος εἰς τὸ ὑπερουράνιόν σου Θυσιαστήριον, ἀντικατάπεμψον ἡμῖν τὴν χάριν τοῦ Παναγίου σου Πνεύματος.
Κύριε, ποίησον αὐτὸ καὶ δι᾿ ἐμὲ «Ἀφθαρσίας πηγήν, ἁγιασμοῦ δῶρον, ἁμαρτημάτων λυτήριον, νοσημάτων ἀλεξιτήριον, δαίμοσιν ὀλέθριον, ταῖς ἐναντίαις δυνάμεσιν ἀπρόσιτον, ἀγγελικῆς ἰσχύος πεπληρωμένον».
Λιβανίζουμε λέγοντας τὴν εὐχή: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησον ἡμᾶς».
Μπροστὰ στὰ εἰκονίσματα μὲ σκυμμένο τὸ κεφάλι διαβάζουμε μὲ ὅσο πιὸ χαμηλὴ καὶ συντετριμμένη φωνὴ τὰ παρακάτω:
Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος.
Ἅγιος ὁ Θεός, ἅγιος ἰσχυρός, ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς. (τρίς)
Πάτερ ἡμῶν...
Κύριε, εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς μου... (Ψαλμὸς 142).
Ἐλέησόν με, ὁ Θεός, ... (Ψαλμὸς 50).
(μπορεῖς κάθε φορὰ νὰ διαβάζεις δύο διαφορετικοὺς ψαλμούς)
Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησον ἡμᾶς.
Ὑπεραγία Θεοτόκε πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν.
- Ἅγιε Ἰωάννη Προφῆτα καὶ Ἅγιοι Ἀπόστολοι πρεσβεύσατε ὑπὲρ ἡμῶν.
- Ἅγιοι Ἱεράρχες πρεσβεύσατε ὑπὲρ ἡμῶν.
- Ἅγιοι Μάρτυρες πρεσβεύσατε ὑπὲρ ἡμῶν.
- Ἅγιοι Πάντες πρεσβεύσατε ὑπὲρ ἡμῶν.
Μνήσθητι Κύριε ὑπὲρ ὑγείας & φωτίσεως τῶν δούλων Σου
(ἀναφέρεις ὅσα ὀνόματα ζωντανῶν έπιθυμεῖς καὶ ἔχεις ὑπ᾿ ὄψιν
σου).
Μνήσθητι Κύριε ὑπὲρ ἀναπαύσεως τῶν δούλων Σου
(ἀναφέρεις ὅσα ὀνόματα κεκοιμημένων ἐπιθυμεῖς καὶ ἔχεις ὑπ᾿
ὄψιν σου).
- Μνήσθητι Κύριε καὶ ἐμοῦ τοῦ ἁμαρτωλοῦ.
Δι᾿ εὐχῶν τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡμῶν Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησον ἡμᾶς.
Θεέ μου καὶ Κύριε τοῦ κόσμου, Σὺ ὁ ἀγαθότατος πατέρας τῶν ἀνθρώπων, Σὺ ποὺ εἶσαι ἄναρχος καὶ αἰώνιος καὶ ἀναλλοίωτος καὶ ἀμετάβλητος, Σὺ ποὺ ἡ οὐσία σου καὶ τὸ μέγεθός σου καὶ ἡ ἀγαθότητά σου ἡ ἄπειρη, δὲν χωρεῖ στὸν μικρὸ καὶ περιορισμένο νοῦ μας, Σὺ ποὺ εἶσαι ἡ πλουσιώτατη πηγὴ καὶ ἡ ἀπερίγραπτη ἄβυσσος τῆς δύναμης καὶ τῆς σοφίας, σ᾿ εὐχαριστῶ καὶ σὲ δοξάζω ποὺ εἶδες μὲ συμπάθεια καὶ ἀγάπη κι ἐμένα τὸ μικρὸ καὶ ἀδύνατο καὶ ἁμαρτωλό. Σ᾿ εὐχαριστῶ ποὺ μὲ λύτρωσες ἀπὸ σκέψεις καὶ πράξεις κακές, μοχθηρὲς καὶ μάταιες καὶ μὲ ἔσωσες ἀπὸ τὶς πολλὲς καὶ διάφορες παγίδες τοῦ διαβόλου, ποὺ εἶναι ὁ ἄρχοντας τοῦ σκότους καὶ τῆς πλάνης. Σ᾿ εὐχαριστῶ, Κύριε, καὶ σὲ δοξολογῶ γιατὶ ἔδειξες μὲ θαυμαστὸ τρόπο τὴν ἀγάπη σου σὲ μένα καὶ ἔγινες ὁ φιλανθρωπότατος τροφοδότης μου σὲ ὅλες τὶς περιπτώσεις, καὶ κυβερνήτης, καὶ φύλακας, καὶ προστάτης, καὶ καταφύγιο, καὶ σωτῆρας, καὶ κηδεμόνας τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματός μου. Σ᾿ εὐχαριστῶ, πού, παρ᾿ ὅλη τὴν ἀπροσεξία καὶ τὴν ἀμέλειά μου, μὲ ἁρπάζεις καὶ μὲ γλιτώνεις ἀπὸ τὸ κακό, ὅπως ἡ μητέρα τὸ μικρό της παιδί. Σ᾿ εὐχαριστῶ καὶ σὲ δοξολογῶ ποὺ βάζεις μέσα μου θέληση μετανοίας γιὰ τὶς ἁμαρτίες μου καὶ μοῦ χαρίζεις μύριες εὐκαιρίες γιὰ νὰ ἐπιστρέφω σὲ Σένα. Σ᾿ εὐχαριστῶ καὶ σὲ δοξολογῶ ποὺ μὲ δυναμώνεις στὶς ὧρες τῆς ἀδυναμίας καὶ δὲν μ᾿ ἀφήνεις νὰ πέσω, ἀλλὰ ἁπλώνεις τὸ παντοδύναμο χέρι Σου καὶ μὲ σηκώνεις καὶ μὲ φέρνεις κοντά Σου. Τί νὰ ἀνταποδώσω, Πανάγαθε Θεέ μου, γιὰ ὅλες τὶς εὐεργεσίες ποὺ μοῦ ἔκανες καὶ ἐξακολουθεῖς νὰ μοῦ κάνεις; Ποιὲς εὐχαριστίες νὰ σοῦ πῶ; Γι᾿ αὐτὸ σὰν τὸ γλυκόλαλο ἀηδόνι θὰ σὲ ὑμνῶ καὶ θὰ σὲ δοξολογῶ. Καὶ ὅλες τὶς ἡμέρες τῆς ζωῆς μου θὰ εὐλογῶ τὸ Ἅγιο Ὄνομά Σου, Δημιουργὲ καὶ Εὐεργέτη καὶ Προστάτη μου ἄγρυπνε, μολονότι δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ μιλῶ μαζί Σου στὶς προσευχές. Ἡ δική σου ὅμως ἀγάπη γιὰ μένα καὶ ἡ μακροθυμία Σου, μοῦ δίνει τὸ θάρρος νὰ σοῦ μιλῶ, νὰ σ᾿ εὐχαριστῶ καὶ νὰ σὲ δοξολογῶ. Καὶ θὰ τὸ κάνω πάντοτε, γιατὶ μοῦ κάνει πολὺ καλό.
Ξέρω, Κύριε, πὼς κοινωνῶ τὸ ἄχραντο Σῶμα Σου καὶ τὸ τίμιο Αἷμα Σου χωρὶς νὰ εἶμαι ἄξιος. Ἀναγνωρίζω πὼς μὲ τρόπο ἔνοχο καὶ ἁμαρτωλὸ τρώγω καὶ πίνω, χωρὶς νὰ συνειδητοποιῶ ὅτι αὐτὰ ποὺ κοινωνῶ εἶναι τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ μου. Ὅμως μὲ ἐμπιστοσύνη στὴν καλωσύνη Σου πλησιάζω σὲ Σένα, ποὺ εἶπες: ὅποιος τρώγει τὴν σάρκα μου καὶ πίνει τὸ αἷμα μου μένει μέσα μου καὶ ἐγὼ μαζί του. Λυπήσου με, λοιπόν, Κύριε, καὶ μὴ μὲ τιμωρήσεις παραδειγματικά, τὸν ἁμαρτωλό, ἀλλὰ δεῖξε καὶ σὲ μένα τὴν ἀγάπη Σου. Καὶ ἂς συντελέσουν τοῦτα τὰ Ἅγια στὴ θεραπεία καὶ στὸν καθαρισμὸ καὶ τὸν φωτισμὸ καὶ τὴν προφύλαξη καὶ τὴ σωτηρία καὶ τὸν ἁγιασμὸ τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματός μου. Γιὰ νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ μένα κάθε πονηρὴ σκέψη καὶ πράξη καὶ διαβολικὴ ἐνέργεια ποὺ ξεκινᾷ ἀπὸ τὴν σκέψη μου καὶ πραγματοποιεῖται ἀπὸ τὰ μέλη τοῦ σώματός μου. Γιὰ νὰ ἔχω θάρρος νὰ Σὲ ὁμολογῶ καὶ θερμὰ νὰ Σὲ ἀγαπῶ. Γιὰ νὰ τηρῶ τὶς ἐντολές Σου. Γιὰ νὰ φωτιστῶ ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Γιὰ νὰ ἔχω ἐφόδιο γιὰ τὴν αἰώνια ζωὴ καὶ νὰ κάνω καλόδεχτη ἀπολογία στὸ φοβερὸ καὶ οὐράνιο δικαστήριό Σου, Κύριε, ἂς μὴν ἁμαρτήσω κοινωνώντας ἀνάξια καὶ ἂς μὴν κατακριθῶ.
Θεέ μου καὶ Κύριε τοῦ κόσμου, Σὺ ὁ ἀγαθότατος πατέρας τῶν ἀνθρώπων, Σὺ ποὺ εἶσαι ἄναρχος καὶ αἰώνιος καὶ ἀναλλοίωτος καὶ ἀμετάβλητος, Σὺ ποὺ ἡ οὐσία σου καὶ τὸ μέγεθός σου καὶ ἡ ἀγαθότητά σου ἡ ἄπειρη, δὲν χωρεῖ στὸν μικρὸ καὶ περιορισμένο νοῦ μας, Σὺ ποὺ εἶσαι ἡ πλουσιώτατη πηγὴ καὶ ἡ ἀπερίγραπτη ἄβυσσος τῆς δύναμης καὶ τῆς σοφίας, σ᾿ εὐχαριστῶ καὶ σὲ δοξάζω ποὺ εἶδες μὲ συμπάθεια καὶ ἀγάπη κι ἐμένα τὸ μικρὸ καὶ ἀδύνατο καὶ ἁμαρτωλό.
Σ᾿ εὐχαριστῶ ποὺ μὲ λύτρωσες ἀπὸ σκέψεις καὶ πράξεις κακές, μοχθηρὲς καὶ μάταιες καὶ μὲ ἔσωσες ἀπὸ τὶς πολλὲς καὶ διάφορες παγίδες τοῦ διαβόλου, ποὺ εἶναι ὁ ἄρχοντας τοῦ σκότους καὶ τῆς πλάνης. Σ᾿ εὐχαριστῶ, Κύριε, καὶ σὲ δοξολογῶ γιατὶ ἔδειξες μὲ θαυμαστὸ τρόπο τὴν ἀγάπη σου σὲ μένα καὶ ἔγινες ὁ φιλανθρωπότατος τροφοδότης μου σὲ ὅλες τὶς περιπτώσεις, καὶ κυβερνήτης, καὶ φύλακας, καὶ προστάτης, καὶ καταφύγιο, καὶ σωτήρας, καὶ κηδεμόνας τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματός μου. Σ᾿ εὐχαριστῶ, πού, παρ᾿ ὅλη τὴν ἀπροσεξία καὶ τὴν ἀμέλειά μου, μὲ ἁρπάζεις καὶ μὲ γλιτώνεις ἀπὸ τὸ κακό, ὅπως ἡ μητέρα τὸ μικρό της παιδί. Σ᾿ εὐχαριστῶ καὶ σὲ δοξολογῶ ποὺ βάζεις μέσα μου θέληση μετανοίας γιὰ τὶς ἁμαρτίες μου καὶ μοῦ χαρίζεις μύριες εὐκαιρίες γιὰ νὰ ἐπιστρέφω σὲ Σένα. Σ᾿ εὐχαριστῶ καὶ σὲ δοξολογῶ ποὺ μὲ δυναμώνεις στὶς ὧρες τῆς ἀδυναμίας καὶ δὲν μ᾿ ἀφήνεις νὰ πέσω, ἀλλὰ ἁπλώνεις τὸ παντοδύναμο χέρι Σου καὶ μὲ σηκώνεις καὶ μὲ φέρνεις κοντά Σου. Τί νὰ ἀνταποδώσω, Πανάγαθε Θεέ μου, γιὰ ὅλες τὶς εὐεργεσίες ποὺ μοῦ ἔκανες καὶ ἐξακολουθεῖς νὰ μοῦ κάνεις; Ποιὲς εὐχαριστίες νὰ σοῦ πῶ; Γι᾿ αὐτὸ σὰν τὸ γλυκόλαλο ἀηδόνι θὰ σὲ ὑμνῶ καὶ θὰ σὲ δοξολογῶ.
Καὶ ὅλες τὶς ἡμέρες τῆς ζωῆς μου θὰ εὐλογῶ τὸ Ἅγιο Ὄνομά Σου, Δημιουργὲ καὶ Εὐεργέτη καὶ Προστάτη μου ἄγρυπνε, μολονότι δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ μιλῶ μαζί Σου στὶς προσευχές. Ἡ δική σου ὅμως ἀγάπη γιὰ μένα καὶ ἡ μακροθυμία Σου, μοῦ δίνει τὸ θάρρος νὰ σοῦ μιλῶ, νὰ σ᾿ εὐχαριστῶ καὶ νὰ σὲ δοξολογῶ. Καὶ θὰ τὸ κάνω πάντοτε, διότι μοῦ κάνει πολὺ καλό.
Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Θεέ μου, δῶσ᾿ μου τὴ σημερινὴ μέρα ἀγαθή, ἀναμαρτήτη καὶ καθαρή. Κύριε, μὴ μ᾿ ἐγκαταλείπῃς. Μὴ φεύγεις μακριά μου. Ἅπλωσε τὸ χέρι Σου καὶ βοήθησέ με. Κύριε, στήριξέ με καὶ φύτεψε στην καρδία μου τὴν ἀγάπη καὶ τὸ μεγάλο σεβασμὸ γιὰ Σένα. Κύριε, δίδαξέ με νὰ ζῶ κατὰ τὸ Ἅγιο θέλημά Σου. Κᾶμε, Κύριε, νὰ συναισθάνομαι τὶς ἁμαρτίες μου καὶ νὰ λυπᾶμαι γι᾿ αὐτές. Ἐλευθέρωσέ με ἀπὸ κάθε ψυχικὸ καὶ σωματικὸ πειρασμό. Διῶξε ἀπ᾿ τὸ νοῦ μου κάθε βρώμικο, αἰσχρὸ καὶ ἀνυπότακτο λογισμό. Κύριε, βοήθησέ με νὰ βγάλω ἀπὸ μέσα μου τὴν ἀμέλεια, τὴν λύπη, τὴν λησμοσύνη, τὴν ἀναισθησία, τὴν πόρωση. Κύριε, ποὺ εἶσαι σπλαγχνικός, ἐλέησέ με καὶ συγχώρησε ὅλες τὶς ἀνομίες μου. Καὶ κᾶμε νὰ ζῶ μὲ ἡσυχία, μὲ μετάνοια, μὲ ἐξομολόγηση καὶ μὲ πιστὴ καθαρή. Ἀμήν.
Ὁ ἀναμάρτητος Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἑκούσια ὑπέμεινες τὸν σταυρικὸ θάνατο γιὰ τὴ σωτηρία μας, γιὰ νὰ σώσεις τὸ γένος μας, ποὺ εἶχε φυλακισθεῖ στὰ κατώτατά της γῆς, Σὺ ποὺ μὲ τὸ θάνατό Σου ἐπήγασες ζωὴ στὸν κόσμο, καὶ νέκρωσες τὸν θάνατο καὶ σὰν σκηνὴ ξέσκισες καὶ κατέστρεψες τὸ δεσμωτήριο τοῦ Ἅδη, ἡ βροχὴ τῆς ἀφθαρσίας, ὁ ἀτίμητος μαργαρίτης τῆς θείας ἀστραπῆς, τὸ ζωηφόρο σταφύλι ποὺ ἀποστάζεις τὸ γλυκασμὸ τῆς παγκόσμιας σωτηρίας, τὸ ἀληθινὸ καὶ ἀνέσπερο φῶς, ὁ Λόγος, ἡ σοφία καὶ ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ Πατέρα, ἡ λάμψη τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ, ἀκατάληπτε καὶ ἀνεξερεύνητε Χριστέ, ὁ μόνος εὔσπλαγχνος καὶ συμπαθής, δεῖξε καὶ σὲ μένα τὸν ἁμαρτωλὸ τὴν πολλή Σου ἀγαθότητα, καὶ ἀκούοντας τὶς παρακλήσεις μου, δώρησέ μου ὅλα ὅσα σου ζητῶ. Μὴ μὲ ἀποδοκιμάσεις τὸν ἀδιόρθωτο. Μὴ μὲ ἀπορρίψεις τὸν ρᾴθυμο καὶ ἀνυπόμονο. Μὴν πεῖς σὲ μένα τὸν ἄθλιο στὴ Δευτέρα Παρουσία Σου: «Τί ὑπέμεινες γιὰ μένα;» γιατὶ δὲν ὑπέφερα ποτὲ ἔστω καὶ λίγο... Λυπήσου, Κύριε, λυπήσου, εὔσπλαγχνε, λυπήσου, φιλάνθρωπε, λυπήσου, μόνε ἀγαθέ, καὶ μὴ μὲ κρίνεις ἀνάξιό της ἀγάπης Σου. Μὴ μὲ ἐλέγξεις ὀργισμένος καὶ μὴ θυμηθεῖς τὶς παλιὲς καὶ τὶς πρόσφατες ἀνομίες μου. Σὲ Σένα τὸν Κύριο καὶ Θεὸ εἶναι ἡ δικαιοσύνη καὶ σὲ μένα ἡ ντροπή... Σπλαγχνίσου με καὶ ἐλέησέ με μόνο γιὰ τὴν ἀγαθότητά Σου. Στήριξε τὴν ψυχή μου Σὺ ποὺ ἀνορθώνεις τοὺς πεσμένους. Δές, οἱ ἁμαρτίες μου εἶναι μεγάλες καὶ πολλές, καὶ ἡ προσευχή μου εἶναι ἀδύνατη, καὶ ἡ σκληρότητα τῆς καρδιᾶς μου ξήρανε τὰ δάκρυα τῆς μετάνοιας... Βοήθησέ με, Κύριε, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου καὶ σῶσέ με τὸν ἀσεβῆ χάρη στὴν εὐσπλαγχνία Σου. Μὲ τὶς πρεσβεῖες τῆς Κυρίας Θεοτόκου καὶ ὅλων τῶν Ἁγίων... Ἀμήν.
Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ Θεός μας, σὺ ποὺ ἀνέδειξες τὴν ἁγίαν σου Μητέρα τιμιωτέρα ὅλων τῶν ἀγγελικῶν δυνάμεων, Σὺ Πανάγαθε, μὲ τὶς πρεσβεῖες της καὶ ὅλων σου τῶν ἁγίων, συγχώρησέ μου τὸν ἀνάξιο δοῦλο σου σ᾿ ὅ,τι ἁμάρτησα σήμερα σὰν ἄνθρωπος, τὰ θεληματικὰ καὶ τὰ ἀθέλητα σφάλματά μου, αὐτὰ ποὺ ἤξερα πὼς εἶναι ἁμαρτία κι αὐτὰ ποὺ δὲν ἤξερα, αὐτὰ ποὺ ἔκανα ἀπὸ συναρπαγὴ καὶ ἀπροσεξία καὶ ἀμέλεια, εἴτε ὁρκίστηκα στὸ ἅγιο Ὄνομά σου, εἴτε δὲ τήρησα τὸν ὅρκο μου, εἴτε βλασφήμησα μέσα μου, ἢ ἔκλεψα, ἢ εἶπα ψέματα, ἢ κάτι μου ζήτησε ἕνας φίλος μου καὶ ἐγὼ δὲν τὸν πρόσεξα, ἢ ἔθλιψα καὶ πίκρανα κάποιο ἀδελφό, ἢ ὅταν στεκόμουν νὰ προσευχηθῶ καὶ νὰ ψάλω ὁ νοῦς μου γύριζε σὲ πονηρὰ καὶ βιωτικά, ἢ παρὰ τὸ πρέπον ἀπόλαυσα, ἢ μίλησα ἀπρόσεκτα, ἢ γέλασα χωρὶς φρόνηση, ἢ κενοδόξησα, ἢ περηφανεύτηκα, ἢ εἶδα μάταιη ὀμορφιὰ καὶ τράβηξε τὸ νοῦ μου, ἢ ἐφλυάρησα, ἢ περιεργάστηκα μὲ διάθεση κατακρίσεως τὸ ἐλάττωμα τοῦ ἀδελφοῦ μου καὶ τὸν κατέκρινα, παραβλέποντας τὰ δικά μου ἀναρίθμητα σφάλματα, εἴτε ἀμέλησα τὴν προσευχή μου, εἴτε ἄλλο πονηρὸ σκέφθηκα. Ὅλα αὐτὰ καὶ ἄλλα ποὺ ἔκανα καὶ δὲν θυμᾶμαι συγχώρησέ τα, Χριστέ μου, καὶ ἐλέησέ με, γιατὶ εἶσαι ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος, ὥστε νὰ κοιμηθῶ εἰρηνικὰ καὶ νὰ σὲ δοξάζω, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ μου, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ πανάγιο καὶ ἀγαθὸ καὶ ζωοποιό σου Πνεῦμα καὶ τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἀπὸ τὸ «Ἁγιοπατερικὸ Προσευχητάρι», Ἐκδόσεις Ζύμη
Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὅστις ἔκλαυσας ἐπὶ Λαζάρῳ, καὶ ἔχυσας
δάκρυα λύπης καὶ συμπαθείας ἐπάνω εἰς αὐτόν, δέξαι τὰ τῆς πικρίας μου
δάκρυα· ἰάτρευσον διὰ τῶν ἁγίων σου παθημάτων τὰ πάθη μου· θεράπευσον
διὰ τῶν πληγῶν σου τὰς ψυχικάς μου πληγάς· διὰ τοῦ τιμίου σου αἵματος
καθάρισόν μου τὸ αἷμα, καὶ ἕνωσον τὴν εὐωδίαν τοῦ ζωοποιοῦ σου σώματος
τῷ σώματί μου· ἡ χολή, τὴν ὁποίαν παρὰ τῶν ἐχθρῶν ἐποτίσθης, ἂς γλυκάνῃ
τὴν ψυχήν μου ἀπὸ τὴν πικρίαν, τὴν ὁποίαν ὁ ἀντίδικός μου διάϐολος μ᾿
ἐπότισε· τὸ πανάγιόν σου σῶμα, τὸ ὁποῖον ἐτανύσθη ἐπὶ τοῦ σταυροῦ, ἂς
ἀναπτερώσῃ πρὸς σὲ τὸν νοῦν μου, ὅστις ἐσύρθη κάτω ὑπὸ τῶν δαιμόνων·
ἡ παναγία σου κεφαλή, τὴν ὁποίαν ἔκλινας ἐπὶ τοῦ σταυροῦ, ἂς ὑψώση τὴν
κεφαλήν μου, τὴν πειϋϐρισθεῖσαν ὑπὸ τῶν ἀντιπάλων δαιμόνων· αἱ πανάγιαί
σου χεῖρες, αἱ καθηλωθεῖσαι ὑπὸ τῶν παρανόμων ἐν τῷ σταυρῷ, ἂς μὲ ἀναϐιϐάσωσι
πρὸς σὲ ἐκ τοῦ χάσματος τῆς ἀπωλείας, καθὼς ὑπεσχέθη τὸ πανάγιόν σου
στόμα· τὸ πρόσωπόν σου, τὸ δεξάμενον ραπίσματα καὶ ἐμπτύσματα ὑπὸ τῶν
καταράτων Ἰουδαίων, ἂς μοῦ λαμπρύνῃ τὸ πρόσωπον, τὸ ὁποῖον ἐμολύνθη
ἀπὸ τὰς ἁμαρτίας· ἡ ψυχή σου, τὴν ὁποίαν ἐπὶ τοῦ σταυροῦ ὑπάρχον, παρέδωκας
εἰς τὸν πατέρα σου, ἂς μὲ ὁδηγήσῃ πρὸς σὲ διὰ τῆς χάριτός σου. Δὲν ἔχω καρδίαν θλιϐομένην προς ἀναζήτησίν σου, δὲν ἔχω μετάνοιαν, δὲν ἔχω κατάνυξη, οὐδὲ δάκρυα, τὰ ὁποῖα ἐπαναφέρουσι τὰ τέκνα εἰς τὴν ἰδίαν αὐτῶν πατρίδα. Δὲν ἔχω, δέσποτα, δάκρυον παρακλητικόν· ἐσκοτίσθη ὁ νοῦς μου ἀπὸ τὴν ματαιότητα τοῦ κόσμου, καὶ δὲν δύναται ν᾿ ἀτενίσῃ πρὸς σὲ μετὰ πόνου· ἐψυχράνθη ἡ καρδία μου ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν πειρασμῶν, καὶ δὲν δύναται νὰ θερμανθῇ διὰ τῶν δακρύων τῆς πρὸς σὲ ἀγάπης. Ἀλλὰ σύ, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ Θεός μου, ὁ θησαυρὸς τῶν ἀγαθῶν, δώρησαί μοι τελείαν μετάνοιαν καὶ καρδίαν ἐπίπονον, ἵνα ὁλοψύχως ἐξέλθω εἰς ἀναζήτησίν σου· διότι ἄνευ σοῦ θέλω ἀποξενωθῇ ἀπὸ παντὸς ἀγαθοῦ. Χάρισαί μοι λοιπόν, ὦ ἀγαθέ, τὴν χάριν σου· ὁ πατήρ, ὅστις σ᾿ ἐγέννησεν ἐκ τῶν κόλπων αὐτοῦ ἀχρόνως καὶ ἀϊδίως, ἂς ἀνανεώσῃ εἰς ἐμὲ τὰς μορφὰς τῆς εἰκόνος σου· σ᾿ ἐγκατέλιπον, μὴ μ᾿ ἐγκαταλείπῃς· ἐχωρίσθην ἀπὸ σοῦ, ἔξελθε εἰς ἀναζήτησίν μου, καὶ εὐρὼν εἰσάγαγέ με εἰς τὰς νομάς σου, καὶ συναρίθμησόν με μετὰ τῶν προϐάτων τῆς ἐκλεκτῆς σου ποίμνης, καὶ διάθρεψόν με μετ᾿ αὐτῶν ἐκ τῆς χλόης τῶν θείων σου μυστηρίων, τῶν ὁποίων ὑπάρχει κατοικητήριον ἡ καθαρὰ καρδία, εἰς τὴν ὁποίαν ἀναφαίνεται ἡ ἔλλαμψις τῶν ἀποκαλύψεών σου, ἡ ὁποία ἔλλαμψις εἶναι παρηγορία καὶ ἀναψυχὴ τῶν κοπιώντων διὰ σὲ ἐν θλίψεσι καὶ διαφόροις μάστιξι· τῆς ὁποίας ἐλλάμψεως εἴθε ν᾿ ἀξιωθῶμεν καὶ ἡμεῖς διὰ τῆς χάριτος καὶ φιλανθρωπίας σου, τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. |
Δέσποτα Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Σὺ ποὺ ἔκλαψες γιὰ τὸ φίλο Σου Λάζαρο καὶ
τὰ μάτια Σου ἔσταξαν δάκρυα λύπης καὶ συμπάθειας, δέξου τὰ δάκρυα τῆς
πικρίας μου. Μὲ τὰ πάθη Σου θεράπευσε τὰ πάθη μου. Μὲ τὰ τραύματά Σου
γιάτρεψε τὰ τραύματά μου. Μὲ τὸ Ἅγιο αἷμα Σου ἄγνισε τὸ αἷμα μου καὶ
ἡ εὐωδία τοῦ ζωοποιοῦ Σου σώματος ἂς μοσχομυρίσει καὶ τὸ δικό μου σῶμα.
Ἡ χολή, ποὺ Σὲ πότισαν, ἂς γλυκάνει τὴν ψυχή μου ἀπ᾿ τὶς πικρίες, ποὺ
μὲ πότισε ὁ ἀντίδικος. Τὸ σῶμα Σου, ποὺ τὸ τάνυσαν πάνω στὸ Σταυρό,
ἂς ἀνεβάσει σὲ Σένα τὸ νοῦ μου, ποὺ τὸν τράβηξαν κάτω οἱ δαίμονες. Τὸ
κεφάλι Σου, ποὺ ἔγειρε πάνω στὸ Σταυρό, ἂς ὑψώσει τὸ δικό μου κεφάλι,
ποὺ τὸ ταπείνωσε ὁ ἐχθρός. Τὰ Πανάγια χέρια Σου, ποὺ καρφώθηκαν ἀπὸ
τοὺς ἀπίστους στὸ Σταυρό, ἂς μὲ τραβήξουν ἀπ᾿ τὸν γκρεμὸ τοῦ χαμοῦ,
ὅπως ὑποσχέθηκε τὸ Πανάγιό Σου στόμα. Τὸ πρόσωπό Σου, ποὺ δέχθηκε χτυπήματα
καὶ φτυσίματα ἀπὸ τοὺς καταραμένους, ἂς ὀμορφήνει τὸ πρόσωπό μου, ποὺ
τὸ ἀσχήμιναν οἱ ἀνομίες μου. Ἡ ψυχή Σου, ποὺ ἀπ᾿ τὸ Σταυρὸ τὴν παρέδωσες
στὸν Πατέρα Σου, ἂς μὲ ὁδηγήσει στὴ Χάρη Σου. Δὲν ἔχω καρδιὰ ἔμπονη γιὰ ἀναζήτησή Σου. Δὲν ἔχω μετάνοια, οὔτε κατάνυξη, πράγματα ποὺ φέρνουν τὰ παιδιὰ στὴν κληρονομιά τους. Δὲν ἔχω, Κύριε, δάκρυ ἱκετευτικό. Σκοτίστηκε ὁ νοῦς μου μὲ τὰ βιοτικὰ καὶ ὑλικά, καὶ δὲν ἔχει τὴ δύναμη νὰ σὲ δεῖ μὲ πόνο καὶ συμπάθεια. Πάγωσε ἡ καρδιά μου ἀπ᾿ τὸ πλῆθος τῶν πειρασμῶν καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ζεσταθεῖ μὲ τὰ δάκρυα τῆς ἀγάπης γιὰ Σένα. Ἀλλὰ Σύ, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ Θεός μου, ὁ θησαυρὸς τῶν ἀγαθῶν, δώρησέ μου ὁλοκληρωμένη μετάνοια καὶ καρδιὰ ἔμπονη γιὰ νὰ βγῶ καὶ νὰ Σ᾿ ἀναζητήσω μ᾿ ὅλη μου τὴν ψυχή, γιατί, χωρὶς Ἐσένα, εἶμαι ξένος κάθε καλοῦ. Χάρισέ μου, λοιπόν, Ἀγαθέ, τὴν Χάρη Σου. Ὁ Πατέρας Σου... ἂς ξανακαινουργώσει μέσα μου τὴν Εἰκόνα Σου. Σὲ ἐγκατέλειψα - μὴ μ᾿ ἐγκαταλείψεις. Μακρύνθηκα ἀπὸ Σένα - βγὲς νὰ μ᾿ ἀναζητήσεις, νὰ μὲ βρεῖς καὶ νὰ μὲ ξαναβάλεις στὸ κοπάδι τῶν λογικῶν Σου προβάτων, καὶ νὰ μὲ θρέψεις, μαζὶ μ᾿ αὐτά, μὲ τὴ χλόη τῶν Θείων Σου μυστηρίων, τῶν ὁποίων τόπος εἶναι ἡ καθαρὴ καρδιά, στὴν ὁποία παρουσιάζεται καὶ ἡ ἔλλαμψη τῶν ἀποκαλύψεών Σου, ποὺ εἶναι παρηγοριὰ κι ἀναψυχὴ γι᾿ αὐτοὺς ποὺ κοπίασαν γιὰ Σένα μὲ θλίψεις καὶ ποικίλα βάσανα. Μακάρι ν᾿ ἀξιωθοῦμε κι ἐμεῖς νὰ δοῦμε αὐτὴ τὴν ἔλλαμψη, μὲ τὴ Χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία Σου, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν. |
Θεέ μου, λυπήσου με τὸν ἁμαρτωλό, ποὺ δὲν ἔκανα κανένα καλὸ μπροστά Σου. Γλύτωσέ με ἀπὸ τὸν πονηρὸ καὶ ἀξίωσέ με ἀκατάκριτα ν᾿ ἀνοίγω τὸ ἀνάξιο στόμα μου καὶ ν᾿ ἀνυμνῶ τὸ Πανάγιο ὄνομά Σου, τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Συγχώρησέ μου, Κύριε, κάθε τῆς καρδιᾶς μου ἄτοπη ἐπιθυμία, σὺ ποὺ ξέρεις καλὰ τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων. Συγχώρησέ με ποὺ ἔρχομαι ἀνάξια κοντά Σου, γιατὶ σὲ πόθησα καὶ σὲ ποθῶ. Συγχώρησέ με τὸν ἁμαρτωλό, τὸν πονηρό, τὸν ψεύτη, τὸν ἀνυπόμονο, τὸν λιγόψυχο, τὸν ἀμελῆ στὶς θεῖες ἐντολές Σου, ἐμένα ποὺ ἁμάρτησα στὴ γῆ καὶ στὴ θάλασσα καὶ σὲ κάθε τόπο. Μπροστὰ στὰ ἀλάθητα μάτια Σου δὲν ἔπαψα νὰ ἐργάζομαι τὸ πονηρό, διότι ὁ πονηρὸς δὲν ἔπαψε νὰ μὲ μπλέκει στὰ δίχτυά του μὲ γαστριμαργίες καὶ ἡδονὲς καὶ πονηρὲς ἐπιθυμίες, μὲ δόλους καὶ κενοδοξίες καὶ βλασφημίες. Ἀλλὰ σύ, Κύριε, ποὺ εἶσαι ὁ μόνος ἐλεήμων καὶ πανάγαθος, βοήθησέ με καὶ σῶσε με ὅπως ἔσωσες τὸν ἄσωτο, τὸν τελώνη, τὴν πόρνη καὶ τὸν λῃστή. Ναί, φιλάνθρωπε Δέσποτα, μὴ μὲ ἀποστραφεῖς τὸν ἁμαρτωλὸ καὶ ἀχρεῖο, μὲ τὶς πρεσβεῖες τῆς Παναγίας Δέσποινας, καὶ ὅλων τῶν ἁγίων, διότι εἶσαι εὐλογητὸς στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Πάτερ, Υἱὲ καὶ ἅγιο Πνεῦμα, ὁμόθρονη Τριάς, ὁμοούσιε καὶ ἀχώριστε. Σὲ παρακαλοῦμε ἐμεῖς οἱ φτωχοί, οἱ ξένοι, οἱ γυμνοὶ καὶ ταλαίπωροι, ποὺ γιὰ τὴν ἀγάπη Σου δὲν ἔχουμε σ᾿ αὐτὴ τὴ ζωὴ «ποὺ τὴν κεφαλὴν κλίναι» κάμπτουμε τὰ γόνατα τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος, τῆς καρδιᾶς καὶ τοῦ πνεύματος, καὶ δεόμεθα καὶ σὲ παρακαλοῦμε καὶ σὲ ἱκετεύουμε ὕψιστε Θεέ, τὸ μέγα ὄνομα Σαβαώθ. «Κλῖνον τὸ οὖς σου» ἀγαθὲ καὶ ἅγιε Δέσποτα, πλαστουργέ, ποιητά, παντοκράτορ, καὶ δέξου μὲ εὐμένεια τὴν ἰκετήρια προσευχὴ καὶ ταπεινὴ δέησή μας καὶ καταξίωσέ μας ν᾿ ἁγιασθοῦμε μὲ τὴ δύναμή Σου καὶ τ᾿ ὀνομά Σου οἰκτίρμον, ἐλεῆμον, μακρόθυμε καὶ πολυέλεε Κύριε. Δεῖξε συμπάθεια στὰ παραπτώματα ποὺ κάναμε εἴτε μὲ λόγο, εἴτε μὲ ἔργο, εἴτε μὲ τὴ διάνοια. Σὲ παρακαλοῦμε εὔσπλαγχνε, μὴ μᾶς καταισχύνεις καὶ μὴ μᾶς ἀπορρίψεις ἀπὸ τὸ πρόσωπό Σου ἐσύ, ποὺ ἀπ᾿ τὴν ὑπερβολική Σου ἀγάπη κάμπτεσαι στὶς προσευχὲς ὅσων σὲ ἀγαποῦν.
Μᾶς ἔδειξες, Κύριε, τῇ μεγάλη καὶ δυνατὴ ἀγάπη σου, παραδίνοντας στο θάνατο τὸν Υἱό σου, γιὰ τὴ σωτηρία μας. Γι᾿ αὐτό, εὐχαριστοῦντες, κραυγάζομε: δόξα στὴ δύναμη τῆς ἀγάπης σου, Κύριε!
Σὲ Σένα στέλνω τὴ σκέψη μου τὴν ὥρα τοῦ ὄρθρου, τὸν Δημιουργὸ τοῦ παντός, τὴν εἰρήνη, ποὺ ξεπερνὰ κάθε νοῦ, γιατὶ εἶναι φῶς τὰ προστάγματά σου, καὶ σὲ παρακαλῶ σ᾿ αὐτὰ νὰ μ᾿ ὁδηγήσεις.
Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ δύναμη, ὁ Θεὸς κι ὁ Κύριός μου, ψάλλει ἡ σεπτὴ Ἐκκλησία θεοπρεπῶς, ἀπὸ καθαρῇ διάνοια, ἔχοντας γιορτὴ Κυρίου.
Στο φλογισμένο καμίνι οἱ τρεῖς Παῖδες ἄστραφταν μὲ τὴν ὀμορφιὰ τῆς εὐσεβείας περισσότερο ἀπὸ τὸ χρυσάφι, ποὺ καθαρίζεται στο χωνευτήρι, καὶ ἔλεγαν. Εὐλογεῖτε ὅλα τὰ ἔργα Κυρίου, τὸν Κύριον ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας.
Σὺ που φώτισες μὲ τὴν ἔλλαμψη τῆς παρουσίας σου Χριστὲ καὶ χαροποίησες μὲ τὸν Σταυρό σου τοῦ κόσμου τὰ πέρατα, φώτισε μὲ τὸ φῶς τῆς θεογνωσίας σου τὶς καρδιὲς μας, ποὺ ὀρθόδοξα σ᾿ ἀνυμνοῦν.
Εἶναι ἀδύνατο στους ἀνθρώπους νὰ δουν τὸν Θεό, ποὺ δὲν τολμοῦν νὰ τὸν κοιτάξουν τῶν ἀγγέλων τὰ τάγματα. Μὲ σένα ὅμως, Πάναγνε, φάνηκε στους θνητοὺς ἀνθρώπους Λόγος μὲ σάρκα ἀνθρωπίνη. Αὐτὸν δοξολογοῦντες, μαζὶ μὲ τὶς οὐράνιες στρατιές, σὲ μακαρίζομε, Παναγία Θεοτόκε.
Μεῖνε, Κύριε, καὶ μὴ μ᾿ ἀφήσεις μόνο.
Θέλω, ὅταν ἔρθουν οἱ ἐχθροί μου,
ποὺ ζητοῦν νὰ καταπιοῦν τὴν ψυχή μου,
νὰ σὲ βροῦν μέσα μου, καὶ νὰ φύγουν γιὰ πάντα,
γιὰ νὰ μὴ μπορέσουν ξανὰ νὰ μὲ βλάψουν βλέποντάς σε
τὸν ἰσχυρότερο πάντων νὰ κάθεσαι στὸν οἶκο τῆς ταπεινῆς μου ψυχῆς.
Ναί, Δέσποτα, ὅπως μὲ θυμήθηκες ὅταν ζοῦσα στὸν κόσμο
καὶ χωρὶς νὰ τὸ καταλάβω μὲ διάλεξες ἐσύ,
μὲ χώρισες ἀπ᾿ τὸν κόσμο καὶ μ᾿ ἔκανες κοινωνὸ τῆς θείας σου δόξης,
ἔτσι καὶ τώρα φύλαξέ με πάντοτε σταθερὸ
κι ἀμετακίνητο στὴν ἐνοίκησή σου ἐντός μου.
Βλέποντάς σε ἀδιάκοπα ἐγὼ ὁ νεκρὸς θ᾿ ἀνασταίνομαι καὶ θὰ ζῶ,
ἔχοντάς σε ἐγὼ ὁ φτωχὸς θὰ πλουτίζω διαρκῶς
καὶ θὰ γίνω πλουσιότερος ἀπ᾿ ὅλους τοὺς βασιλιάδες.
καὶ θὰ σὲ τρώγω καὶ θὰ σὲ πίνω καὶ θὰ σὲ ντύνομαι κάθε ὥρα,
ὥστε νὰ ζῶ καὶ τώρα καὶ πάντα ἐντρυφώντας σὲ ἀνεκλάλητα ἀγαθά.
Γιατὶ ἐσὺ εἶσαι κάθε ἀγαθὸ καὶ κάθε δόξα καὶ κάθε τρυφὴ
καὶ σὲ σένα πρέπει ἡ δόξα στὴν Ἁγία καὶ Ὁμοούσιο καὶ Ζωοποιὸ Τριάδα,
ποὺ ὅλοι οἱ πιστοὶ τὴ σέβονται καὶ τὴ γνωρίζουν,
τὴν προσκυνοῦν καὶ τὴ λατρεύουν στὰ πρόσωπα
τοῦ Πατέρα καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Σ᾿ εὐχαριστῶ, ποὺ ἔγινες ἕνα πνεῦμα μαζί μου
ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως κι ἀναλλοιώτως,
Θεὲ τοῦ παντός, κι᾿ ἔγινες γιὰ χάρη μου τὰ πάντα σὲ ὅλα:
Τροφὴ ἀνεκλάλητη ποὺ ποτὲ δὲν τελειώνει,
ποὺ ξεχύνεται ἀκατάπαυστα ἀπὸ τῆς ψυχῆς μου τὰ χείλη
καὶ πλούσια ἀναβλύζει ἀπ᾿ τὴν πηγὴ τῆς καρδιᾶς μου.
Ἔνδυμα, ποὺ ἀστράφτει καὶ καταφλέγει τοὺς δαίμονες.
κάθαρση, ποὺ μὲ πλένεις μὲ τ᾿ ἄφθαρτα κι᾿ ἅγια δάκρυα
ποὺ ἡ παρουσία σου χαρίζει σ᾿ ὅσους ἐπισκεφθεῖς.
Σ᾿ εὐχαριστῶ, γιατί γιὰ χάρη μου ἔγινες ἀνέσπερο φῶς
καὶ ἥλιος ἀβασίλευτος, ποὺ δὲν ἔχεις ποὺ νὰ κρυφτεῖς,
ἀφοῦ γεμίζεις μὲ τὴ δόξα σου τὰ σύμπαντα.
Ποτὲ δὲν κρύφτηκες ἀπὸ κανένα ἀλλ᾿ ἐμεῖς κρυβόμαστε
πάντοτε ἀπὸ σένα, μὴ θέλοντας νἀρθοῦμε κοντά σου.
Μὰ ποῦ νὰ κρυφτεῖς ἀφοῦ πουθενὰ δὲν ὑπάρχει τόπος
γιὰ τὴν κατάπαυσή σου;
Καὶ γιατί νὰ κρυφτεῖς ἐσὺ ποὺ δὲν ἀποστρέφεσαι κανέναν
οὔτε κανέναν ντρέπεσαι;
Καὶ τώρα, σὲ ἱκετεύω, Δέσποτά μου,
ἔλα νὰ στήσεις τὴ σκηνή σου στὴν καρδιά μου,
νὰ κατοικήσεις καὶ νὰ μείνεις ἐντός μου
ἀχώριστος κι ἑνωμένος μέχρι τέλους μὲ μένα τὸν δοῦλο σου,
ἀγαθέ, γιὰ νὰ βρεθῶ κι᾿ ἐγὼ στὴν ἔξοδό μου κι ἔπειτα ἀπ᾿ αὐτὴν
στοὺς αἰῶνες κοντά σου Ἀγαπημένε, καὶ νὰ βασιλέψω μαζί σου
Θεὲ τοῦ παντός!
«Κύριε, ὁ μὴ θέλων τὸν θάνατον τοῦ ἁμαρτωλοῦ ὡς τὸ ἐπιστρέψαι καὶ ζῆν αὐτόν, ὁ κατελθὼν διὰ τοῦτο ἐπὶ τῆς γῆς, ἵνα τοὺς κειμένους καὶ τεθανατωμένους ὑπὸ τῆς ἁμαρτίας ἐξαναστήσῃς καὶ Σὲ κατιδεῖν αὐτούς, τὸ Φῶς τὸ ἀληθινόν, ὡς ἰδεῖν ἀνθρώπῳ δυνατόν, καταξιώσῃς, πέμψον μοι ἄνθρωπον γινώσκοντά Σε, ἵνα ὥς Σοι δουλεύσας αὐτῷ καὶ πάσῃ δυνάμει μου ὑποταγεὶς καὶ τὸ Σὸν ἐν τῷ ἐκείνου θελήματι ποιήσας θέλημα, εὐαρεστήσω Σοι τῷ μόνῳ Θεῷ καὶ καταξιωθῶ Σου κἀγὼ τῆς Βασιλείας Σου ὁ ἁμαρτωλός».
Σχόλια: Δὲν πρέπει νὰ παραβλέψει κανεὶς ὅτι τέτοιοι ἀπαθεῖς γέροντες εἶναι λίγοι στὶς ἡμέρες μας, ἀλλὰ ὅπως γιὰ νὰ βροῦμε ἄριστο γιατρὸ γιὰ τὸ σῶμα μας δὲν δειλιάζουμε νὰ κάνουμε παραδείγματος χάριν ἑκατὸ καὶ πεντακόσια χιλιόμετρα, ὁμοίως δὲν θὰ δειλιάσουμε (καὶ οὔτε πρόκειται νὰ ἔχουμε δικαιολογία στὴν Κρίση) ἂν πρόκειται νὰ διασχίσουμε βουνὰ καὶ λαγκάδια γιὰ νὰ βροῦμε τὸν ἐν Χριστῷ ὁδηγό μας. Καὶ ὅπως δὲν διστάζουμε μέχρι καὶ τόπο διαμονῆς νὰ ἀλλάξουμε λόγῳ π.χ. κλίματος, ἔτσι δὲν θὰ διστάσουμε νὰ ἀλλάξουμε καὶ τόπο διαμονῆς λόγω τοῦ πνευματικοῦ κλίματος ἂν μᾶς δώσει εὐλογία ὁ ἅγιος γέροντάς μας.
Ἰησοῦ, Σὺ ποὺ δημιούργησες τοὺς Ἀγγέλους, καὶ εἶσαι Κύριος αὐτῶν τῶν ἀύλων ὄντων, ποὺ σὲ δοξολογοῦν ἀσίγητα, Σὲ δοξολογῶ, Ἰησοῦ, ποὺ καλλώπισες ὅλα τὰ κτίσματα, Σ᾿ εὐχαριστῶ, γιατὶ μὲ τὸ λογικὸ ποὺ μοῦ ἔδωσες τὰ βλέπω καὶ τὰ χαίρομαι.
Ἰησοῦ, ποὺ μ᾿ ἕνα Σου νεῦμα ἔφτιαξες τὸν οὐρανό, ἐξομολογοῦμαι ὅτι μὲ τὸ βάρος τῶν ἁμαρτιῶν μου δὲν μπορῶ νὰ σηκώσω τὸ βλέμμα νὰ τὸν δῶ.
Ἰησοῦ, ποὺ κατασκεύασες τὸν ἥλιο καὶ τὴ σελήνη, φώτισε τὴν ψυχή μου.
Ἰησοῦ, ποὺ διακόσμησες τὸν οὐρανὸ μὲ τ᾿ ἄστρα, κόσμησέ με, μὲ τὰ χαρίσματά Σου.
Ἰησοῦ, ποὺ ζωγράφισες τὴ γῆ μὲ τὰ πολύχρωμα κι εὐωδιαστὰ λουλούδια, κάνε νὰ βλαστάνει κι ἡ ψυχή μου ἄνθη τῶν ἀρετῶν.
Ἰησοῦ, ποὺ ἔκανες νὰ βγάζουν τὰ δέντρα διαφόρους ὡραίους καρπούς, πλούτισε μέ, μὲ τοὺς καρποὺς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Προαιώνιε Πατὴρ τῶν οἰκτιρμῶν, καὶ Θεὲ πάσης παρακλήσεως. Ἐγώ, ὁ ταλαίπωρος, θέλοντας νὰ ἐξετάσω τὴν Συνείδησίν μου ἐπάνω εἰς ταῖς ἀνομίαις μου, φοβοῦμαι κατὰ πολλὰ καὶ τρέμω· ἐπειδὴ καὶ σοῦ εἶναι τόσον φανερὴ ἡ κατάστασις τῆς ζωῆς μου, ὁποῦ κανένα ἔργον, καὶ κανένας συλλογισμός μου δὲν ἠμπορεῖ νὰ εἶναι κρυπτὸς εἰς τοὺς ὀφθαλμούς σου. Ὅθεν σοῦ ζητῶ μὲ ὅλην τὴν ταπείνωσιν διὰ τοὺς οἰκτιρμοὺς τοῦ Μονογενοῦς σοῦ Υἱοῦ, νὰ μοῦ δώσῃς τὴν χάριν νὰ γνωρίσω καλά, νὰ μισήσω, καὶ νὰ διορθώσω ὅλα μου τὰ ἁμαρτήματα. Δός μοι, ὦ Πατὴρ τῶν φώτων, τὸ Πανάγιόν σου Πνεῦμα, διὰ νὰ μοῦ φέρῃ εἰς τὴν ἐνθύμησιν ταῖς ἁμαρτίαις ὁποῦ ἐλησμόνησα, καὶ διὰ νὰ παρακινήσῃ τὴν καρδίαν μου εἰς συντριβήν, καὶ μετάνοιαν ἐπάνω εἰς αὐταῖς, διὰ νὰ ταῖς μισήσω, καὶ νὰ ἀπέχω ἀπὸ κάθε ἁμαρτίαν εἰς τὸ ἐρχόμενον. Καὶ Σύ, Παρθένε Θεοτόκε, Μῆτερ ἐλέους, καὶ καταφυγὴ τῶν ἁμαρτωλῶν, συντρόφευσόν με, σὲ παρακαλῶ, μὲ τὴν βοήθειαν σου εἰς τοῦτο τὸ Κριτήριον τῆς εὐσπλαγχνίαςκαι δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ, διὰ νὰ γνωρίσω, νὰ μισήσω ἐκ καρδίας, καὶ νὰ ἐξομολογηθῶ ὅλας μου τὰς ἁμαρτίας. Τὸ ὅμοιον καὶ σύ, ὦ Άγιε Ἄγγελε, φύλαξ τῆς ψυχῆς μου, σὲ παρακαλῶ νὰ μὲ βοηθήσῃς εἰς τοῦτο τὸ ἔργον, ὁποῦ εἶναι τόσον ἀναγκαῖον διὰ τὴν αἰώνιον σωτηρίαν μου. Ἀμήν.
Εὐχαριστῶ Σοι κατὰ πολλά, ὦ γλυκύτατε Ἰησοῦ, Λυτρωτά μου φιλανθρωπότατε, καὶ ἰατρὲ πολυέλεε τοῦ ἀνθρωπίνου Γένους, διατὶ μὲ τὸ πολυτίμητον Βάλσαμον τοῦ ζωοποιοῦ σοῦ Αἵματος ἰάτρευσες ταῖς πληγαῖς τῆς ψυχῆς μου, καὶ μὲ ἐκαθάρισες ἀπὸ τὴν λέπραν τῶν ἁμαρτιῶν μου. Γνωρίζω τὴν θείαν Σου Εὐσπλαγχνίαν, μὲ τὴν ὁποίαν ἀνέμεινες νὰ ἔλθω εἰς μετάνοιαν, ἐγὼ ὁ τρισάθλιος ἁμαρτωλός, εἰς καιρὸν ὁποὺ τόσοι ἄλλοι δοκιμάζουν τώρα τὴν ὀργὴν τῆς δικαιοσύνης Σου εἰς τὸν Ἅδην. Δέξαι, λοιπόν, σὲ παρακαλῶ, Κύριέ μου, διὰ πρεσβειῶν τῆς ἀειπαρθένου Σου Μητρός, καὶ Θεοτόκου Μαρίας, καὶ πάντων Σου τῶν Ἁγίων ταύτην μου τὴν Ἐξομολόγησιν καὶ ἂν ἐστάθη ἐλλειπης, ἢ ατελὴς εἰς κανένα τῆς περιστατικόν, ἂς ἀναπληρώσῃ εἰς τοῦτο ἡ θεία Εὐσπλαγχνία Σου καὶ φιλανθρωπία, διὰ μέσου τῆς ὁποίας κἀμέ, σὲ παρακαλῶ νὰ εἶμαι τελείως συγχωρημένος, νὰ διορθώσω τὰ ἤθη μου, κάμνωντας καρποὺς ἀξίους τῆς μετανοίας, καὶ τοιουτοτρόπως μένοντας στερεὸς εἰς τὸ καλὸν εἰς τὴν παροῦσαν ζωὴν μὲ τὴν θείαν Σου χάριν, νὰ ἀξιωθῶ εἰς τὴν ἄλλην νὰ ἀπολαύσω τὴν Οὐράνιον δόξαν Σου.
Σύ μου σκέπη εἶ καὶ ῥύστις, Σύ μου εἶ παραμυθία.
Σὺ ἀντίληψίς μου πέλεις, Σὺ ἐλπὶς καὶ προστασία.
Σὺ ἐνίσχυσόν με, Κόρη, ἐν τῇ πάλῃ, ἐν σταδίῳ.
Σύ μου εἶ, Παρθενομῆτορ, καύχημά μου ἐν τῷ βίῳ.
Σύ με δεῖξον νικηφόρον, Σύ με δεῖξον στεφανίτην...
Ὦ θεία Ἀγάπη, ἐλθὲ ἱκετεύω.
ἐξ ὅλης ψυχῆς μου καὶ μέσης καρδίας...
Καὶ ἔρωτα θεῖον, ὦ θεία Ἀγάπη,
Θερμῶς ἱκετεύω τῷ δούλῳ Σου δός μοι.
(Ἀπὸ τὸ «Κεκραγάριον» τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου).
Ὁ πανταχοῦ παρών, δὲν εἶσαι ἐντός μου διὰ τὴν ἁμαρτίαν μου, διὰ τοῦτο δὲν σὲ ἀκούω, δὲν σὲ βλέπω, δὲν σὲ κατανοῶ. Ὦ παντελεῆμον Κύριε, κατέβα, ταπεινώσου ἐντὸς τῆς καρδίας μου, τῆς ψυχῆς μου, τοῦ σώματός μου, ποὺ εἶναι ἅδης. Ἀλλὰ σὺ καὶ εἰς τὸν ᾅδην κατῆλθες καὶ πάλιν ἔμεινες Θεός, ἔλα εἰς τὴν κόλασιν, διὰ νὰ τὴν μεταβάλῃς εἰς παράδεισον. Διότι, ὅπου εἶσαι σύ, ἤδη ἐκεῖ εἶναι ὁ παράδεισος, καὶ ὁ ἄνθρωπος διὰ σοῦ ἤδη εἶναι ἄγγελος. Ὅλη ἡ πεπτωκυία φύσις προσπίπτει ἐνώπιόν σου μὲ μίαν σπαρακτικὴν κραυγήν: Κύριε ἐλέησον! Ὁ πόνος μας μαζεύει ὅλον τὸν ἀνθρώπινον λόγον εἰς μίαν προσευχητικὴν βοήν: Κύριε ἐλέησον! Ἐστραμμένοι πρὸς σέ, εὑρίσκομεν ὅλην μας τὴν ὕπαρξιν νὰ πλημμυρίζει ἀπ᾿ αὐτὸν τὸν ἀναστεναγμόν: Κύριε ἐλέησον! Τὰ δάκρυα ρέουν καὶ σοῦ καταθέτουν ὅλην μας τὴν ψυχὴν μέσα εἰς αὐτὰς τὰς δύο λέξεις: Κύριε ἐλέησον!
Τὴν ψυχήν μου Κύριε, ἐν ἁμαρτίαις παντοίαις, καὶ ἀτόποις πράξεσι, δεινῶς παραλελυμένην, ἔγειρον τῇ θεϊκῇ σου ἐπιστασίᾳ, ὥς περ καὶ τὸν Παράλυτον, ἤγειρας πάλαι, ἵνα κράζω σεσῳσμένος· Οἰκτίρμον δόξα, Χριστέ, τῷ κράτει σου.
Δέσποτα γλυκύτατε Κύριε ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστέ, ἐξαπόστειλον τὴν ἁγίαν σου χάριν καὶ λῦσόν με ἐκ τῶν δεσμῶν τῆς ἁμαρτίας. Φώτισόν μου τὸ σκότος τῆς ψυχῆς ὅπως κατανοήσω τὸ Σὸν ἄπειρον ἔλεος, καὶ ἀγαπήσω καὶ εὐχαριστήσω ἀξίως Σὲ τὸν γλυκύτατον Σωτῆρα μου, τὸν ἄξιον πάσης ἀγάπης καὶ εὐχαριστίας. Ναί, ἀγαθὲ εὐεργέτα μου καὶ πολυεύσπλαχνε Κύριε· μὴ ἀπώσῃ ἀφ᾿ ἡμῶν τὸ σὸν ἔλεος, ἀλλὰ σπλαχνίσθητι τὸ Σὸν πλάσμα. Γινώσκω, Κύριε, τὸ βάρος τῶν ἡμῶν πλημμελημάτων, ἀλλὰ εἶδον καὶ τὸν Σὸν ἀνείκαστον ἔλεος. Θεωρῶ τὸ σκότος τῆς ἀναισθήτου μου ψυχῆς, ἀλλὰ πιστεύω μὲ χρηστὰς ἐλπίδας, ἀναμένων θεῖόν Σου φωτισμὸν καὶ τὴν ἀπαλλαγὴν τῶν πονηρῶν οὐ κακῶν καὶ ὀλεθρίων παθῶν· τῇ πρεσβείᾳ τῆς γλυκυτάτης Σου Μητρὸς Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας καὶ πάντων τῶν Ἁγίων. Ἀμήν.
Ἥμαρτον, Κύριε, δὲν τὰ κατάφερα. Βοήθησέ με. Παράμεινε μαζί μου. Σὺ εἶπες: Χωρὶς ἐμοῦ, οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν. Ἀκριβῶς αὐτὸ τὸ ἔχω καταλάβει. Τὸ ἔκαμα συνείδηση. Γι᾿ αὐτὸ ἐπιμένω. Κρούω, ζητῶ, αἰτῶ, δὲν θὰ παύσω νὰ ἐνοχλῶ. Δὲν μπορῶ χωρὶς Ἐσένα. Δὲν πρόκειται νὰ φύγω. Ἐὰν δὲν βαρύνονται τὰ ὦτά Σου νὰ μὲ ἀκούουν, δὲν θὰ βαρεθεῖ καὶ τὸ στόμα μου νὰ φωνάζει. Ἐπιμένω, εἶναι ἀλάνθαστος ἡ κρίση Σου στὸ νὰ μὲ ἀνακαλέσεις σὲ μετάνοια. Τοῦτο τὸ ἔκανες Σύ, θεία Παναγαθότης, δὲν τὸ ἔκανα ἐγώ. Οὔτε ἤξερα τὸν Θεό, οὔτε ἦταν δυνατὸ νὰ τὸν ἀνακαλύψω. Σύ, Κύριε, Πανάγαθε, ἦρθες καὶ μὲ εὑρῆκες καὶ μὲ ἐφώναξες νὰ σὲ ἀκολουθήσω. Αὐτὸ τὸ ἐπῆρα, τὸ θέλω, τὸ ἐπιθυμῶ. Δὲν τὰ καταφέρνω ὅμως. Γι᾿ αὐτὸ ἐπιμένω, θέλω νὰ μὲ βοηθήσεις. Πρέπει αὐτὸ ποὺ ἐχάρισες νὰ μὴν τὸ ἀπολέσω.
IC XC
NI KA
Ἅγιε Γολγοθᾶ, θεῖε Γολγοθᾶ,
Παρακαλῶ πές μου πόσες χιλιάδες, ἑκατομμύρια ἁμαρτωλοὺς ἀνθρώπους καθάρισες καὶ
ἔστειλες καὶ γιόμισες τὸν γλυκὸ Παράδεισο. Θεμέλιο γιὰ τὸν γλυκὸ Παράδεισο εἶναι
ὁ ἅγιος Γολγοθᾶς.
Ἁμαρτωλοὶ ἐλᾶτε ἐδῶ, νὰ μὴν ἀργήσετε. Ὁ ἅγιος Γολγοθᾶς ἀνοικτός. Ἡ σταύρωσις. Ὁ
Χριστὸς Ἐλεήμων. Μᾶς περιμένει νὰ τοῦ λούσουμε τὰ πόδια.
Μακάριοι ἐμεῖς, ἂν μᾶς ἀξιώσει ὁ Χριστός, μὲ ταπείνωση, μὲ φόβο Θεοῦ, μὲ ζεστὴ καρδιά,
μὲ ζεστὰ δάκρυα νὰ πλύνουμε τὰ ἅγια πόδια τοῦ Χριστοῦ καὶ, ἂν θελήσουμε πολλὲς φορές.
Ὕστερα ὁ Χριστὸς θὰ πλύνη τὶς ἁμαρτίες μας καὶ θὰ γίνῃ καθαρὴ ἡ ψυχή μας καὶ θ᾿
ἀνοίξει τὸν γλυκὸ Παράδεισο.
Ὕστερα ἐμεῖς μετὰ χαρᾶς θὰ πᾶμε στὸν γλυκὸ Παράδεισο, γιατὶ ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Παναγία
καὶ οἱ ἅγιοι Πάντες μᾶς περιμένουν. Μαζὶ μὲ Ἀρχαγγέλους καὶ Ἀγγέλους, Χερουβεὶμ
καὶ Σεραφεὶμ θὰ δοξολογοῦμε τὴν Ἁγία Τριάδα εἰς τοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
ἁμαρτωλὸς Τύχων
(Ἡ προσευχὴ τοῦ Γολγοθᾶ, ἀπὸ χειρόγραφο τοῦ παπα-Τύχωνος)
Ἅγιοι τοῦ Θεοῦ πρεσβεύσατε ὑπὲρ ἡμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν.
Θρόνοι, Χερουβείμ, Σεραφείμ, Κυριότητες, Δυνάμεις, Ἐξουσίαι, Ἀρχαί, Ἀρχάγγελοι, Ἄγγελοι·
Προφῆται, Ἀπόστολοι, Μάρτυρες, Ὅσιοι, Δίκαιοι, Ἐρημῖται, Μοναχοί·
& πάντες Ἅγιοι,
ἐξαιρέτως δέ, Μῆτερ Παναγία, Δέσποινα τοῦ κόσμου
πρεσβεύσατε ὑπὲρ ἡμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν πρὸς τὸν φιλάνθρωπον Δεσπότην ὅπως φανῇ ἴλεως ἐν τῇ φοβερᾷ ἡμέρᾳ τῆς Κρίσεως. Ἀμήν.
Εἴθε νὰ προσευχώμεθᾳ πάντοτε μὲ θερμότητα ἀγάπης καὶ συμπαθείας δι᾿ ὅλον τὸν κόσμον καὶ νὰ λέμε:
Εὐδόκησον Θεέ μου, ὡς εὔσπλαγχνος ὁποῦ εἶσαι νὰ μετανοήσουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι· Ἰδιαιτέρως δὲ νὰ ἔλθουν εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας οἱ εἰδωλολάτραι, οἱ ἄπιστοι, οἱ ἄθεοι αἱρετικοὶ καὶ οἱ παντὸς εἴδους κακόδοξοι, οὕτως ὥστε νὰ γίνουν ἅπαντες κατὰ τὴν τοῦ ἀποστόλου σου φωνὴν πρόβατα μιᾶς ποίμνης ὑπὸ Σὲ τὸν μόνον ἀληθινὸν καὶ αἰώνιον Ποιμένα καὶ οὕτως Σὺ νὰ δοξάζεσαι σὺν τῷ Πατρὶ καὶ τῷ ἀγαθῷ καὶ ζωοποιῷ σου Πνεύματι. Ἀμήν. Γένοιτο.
Δέσποτα πολυέλεε, ἀνεξίκακε, μακρόθυμε, ἀκατάληπτε, ἀνερμήνευτε, Κύριε· ὁ κυβερνῶν καὶ προνοῶν διὰ πάντα τὰ ἔργα σου· ὁ ἐτάζων νεφροὺς καὶ καρδίας καὶ τὰ κρυπτὰ διανοήματα τῶν ψυχῶν ἡμῶν σαφῶς ἐπιστάμενος, πρόσδεξαι τὴν εὐχαριστία αὐτὴ καὶ ἐξομολόγηση τῆς συντετριμμένης ψυχῇς μου καὶ χάρισε σ᾿ αὐτὴν πάντα τὰ πρὸς σωτηρίαν αἰτήματα.
Γνωρίζεις, Πατέρα μου οὐράνιε, ἂν καὶ καθημερινῶς ἁμαρτάνω, τίποτε ἄλλο δὲ μπορῶ νὰ ἀγαπήσω περισσότερο ἀπὸ ἐσὲ καὶ πουθενὰ ἀλλοῦ δὲ μπορῶ νὰ στρέψω τὴ δύναμη τῆς ψυχῆς μου. Ἐσὺ εἶσαι γιὰ μένα τὸ φῶς, ἡ ὁδός, ἡ ζωή, εἶσαι τὸ πᾶν. Ποῦ ἀλλοῦ νὰ ἐπιρρίψω τὴν μέριμνά μου καὶ σὲ ποιὸν ἄλλο νὰ καταφύγω;
Προσπίπτω ἐνώπιόν σου κατὰ τὴν ὥρα αὐτὴ ποὺ ὁ ἥλιος δύει καὶ δέομαι θερμῶς νὰ μοῦ ἀποστείλεις τὴν τελευταία ἀκτῖνα τοῦ θείου ἐλέους σου καὶ νὰ φωτίσεις τὴν ἁμαρτωλή μου ψυχή.
Ἂν καὶ ἐλλιπὴς εἶναι ἡ ἀγάπη καὶ ἡ εὐχαριστία τῆς ψυχῆς μου, ἀναγνωρίζω ὅτι Σὺ μὲ καθοδηγεῖς καὶ σὲ Σένα ὀφείλω τὰ πάντα. Πρόλαβε βέβαια ἡ ἁμαρτία καὶ ἐναπέθεσε στὴν ψυχή μου τοὺς δικούς της τύπους καὶ τὰ ἐμπαθῆ ἐνθυμήματα καὶ ἀπομάκρυνε διὰ τοῦ ἐσωτερικοῦ πολέμου τὴν διαρκῆ ἐνθύμηση τοῦ Ἁγίου Ὀνόματός Σου.
Πλὴν ὅμως εἰς οὐδὲν ὑποχωρῶ. Ἀποστρεφόμενος κάθε τί ποὺ εἶναι δικό σου καὶ ὅσο ὁ χρόνος περνᾷ πλεονάζει ἡ ἀγάπη σου ἐντός μου. Μεγαλύτερη ἀνδρεία καὶ εὐστροφία ψυχῆς δὲν ὑπάρχει ἀπὸ τὴν διαρκῆ ἐνθύμηση τοῦ Ἁγίου Ὀνόματός Σου.
Βοήθησέ με, Δέσποτα Κύριε, νὰ κατευθύνω τὶς δυνάμεις τῆς ψυχῆς μου πρὸς δοξολογία τοῦ Ἁγίου Ὀνόματός σου, ἐνθυμούμενος καὶ φανταζόμενος τὴν ἀκατάληπτη δόξα καὶ τὴν εὐπρέπεια καὶ τὴν ὡραιότητα τῆς οὐρανίου μακαριότητος.
Συγκράτησε τὸ ρεμβόμενο καὶ περιπλανώμενο νοῦ μου στὶς συγχύσεις καὶ τὶς μέριμνες τοῦ βίου τούτου καὶ ἐμφύτευσε σ᾿ αὐτὸν τὴ μνήμη τοῦ Ἁγίου Ὀνόματός Σου καὶ τὴ μελέτη τῶν σωτηρίων σου ἐντολῶν.
Ἀνατεινόμενος πρὸς τὰ ἄνω, περιφρουρούμενος ἀπὸ τὴ χάρη Σου καὶ καταφλεγόμενος ἀπὸ τὸ διάπυρο πόθο τῆς ἀγάπης σου, νὰ κατατρυφᾷ Σέ, τὸν γλυκύτατο Νυμφίο καὶ εὐεργέτη μου, ἀπορρίπτων ὡς σκύβαλα πάντα τοῦ κόσμου τὰ τερπνά.
Ὁ ἥλιος δύει, Κύριε, καὶ τὰ πουλιὰ τοῦ δάσους ψάλλουν ἑσπερινό. Γονατίζω καὶ ἐγὼ ἐνώπιόν σου καὶ τὰ χέρια μου πρὸς Σὲ ἀνατείνω, δεόμενος νὰ μοῦ ἀποστείλεις τὸ φῶς σου τὸ ἀληθινό, γιὰ νὰ ἀνυμνῶ, δοξολογῶ καὶ γεραίρω τὸ Πανάγιο Ὄνομά Σου εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.
Ἅγιον Ὄρος 1995
Μὲ ὀνομάζετε Κύριον ἀλλὰ δὲν μὲ Ὑπακούετε. Μὲ ὀνομάζετε Φῶς, ἀλλὰ δὲν μὲ Βλέπετε. Μὲ ὀνομάζετε Ὁδὸν ἀλλὰ δὲν μὲ Ἀκολουθεῖτε. Μὲ ὀνομάζετε Ζωὴν ἀλλὰ δὲν μὲ Ἐπιθυμεῖτε. Μὲ ὀνομάζετε Σοφία, ἀλλὰ δὲν μὲ Συμβουλεύεσθε. Μὲ ὀνομάζετε Ἀλήθεια, ἀλλὰ δὲν μὲ Πιστεύετε. Μὲ ὀνομάζετε Παντοδύναμον, ἀλλὰ δὲν μὲ Ἐμπιστεύεσθε. Μὲ ὀνομάζετε Δίκαιο, ἀλλὰ δὲν μὲ Φοβεῖσθε. Μὲ ὀνομάζετε Πατέρα, ἀλλὰ δὲν γίνεσθε Παιδιά μου. Μὲ ὀνομάζετε Σωτῆρα ἀλλὰ δὲν θέλετε τὴν Σωτηρία Σας. |
Κύριε, μὴ παραβλέψεις τὴν ἁμαρτωλὴ ψυχή μου, ποὺ ζεῖ μέσα στὴν ἁμαρτία, σὲ χρειάζομαι περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄνθρωπο τῆς γῆς. Εἶμαι χειρότερος ἀπὸ κάθε λογικὸ ὄν, καὶ φέρομαι ἀνόητα ποὺ δὲν γνωρίζω τὸ καλό της ψυχῆς μου.
Τρέξε στὴ δυστυχία τῆς ψυχῆς μου, διότι εἶμαι κυριευμένος ἀπὸ πολλὰ πάθη ποὺ δὲν τὰ βλέπουν οἱ ἄνθρωποι εὔκολα, κρύβομαι ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀλλὰ ἐγὼ ὁ ταλαίπωρος δὲν μπορῶ νὰ κρυφτῶ ἀπὸ τὸ ἄγρυπνο μάτι τῆς κρίσεώς Σου.
Κύριε, βοήθησέ με καὶ σῶσόν με, τὸν ἀδιάντροπο καὶ ἐραστὴ τῶν παθῶν. Κύριε ἡ ρᾳθυμία μου μὲ καταβάλλει σὲ κάθε ἁμαρτία καὶ γίνομαι πρόθυμος σὲ κάθε πειρασμό, ποὺ μὲ χλευάζουν ἀκόμη καὶ οἱ δαίμονες γιὰ τὴν ἀθλιότητά μου.
Κύριε, ἐλέησόν με!
Κύριε, ταπείνωσέ με! γιὰ νὰ σωθῶ.
Κύριε, ταπείνωσέ με! γιὰ νὰ μετανοήσω εἰλικρινά.
Κύριε, σῶσέ με ἀπὸ κάθε ὑπερηφάνεια, θυμό, κακία, φθόνο καὶ περιέργεια.
Κύριε, σκέπασέ με μὲ τὴ φιλανθρωπία Σου καὶ καθοδήγησέ με στὸ δρόμο τῶν ἐντολῶν Σου.
Κύριε, νιώθω τόσο ἀνίσχυρος, σὰν σκουλήκι, ποὺ εὔκολα μποροῦν νὰ τὸ πατήσουν οἱ ἄνθρωποι γιὰ νὰ τὸ λιώσουν.
Κύριε, σῶσόν με.
Κύριε, δέξου τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας μου ὥστε νὰ κατανοήσεις ὅτι ζητῶ εὐσπλαγχνικὰ τὸ θεῖο ἔλεός σου.
Κύριε, ἔχω μοιάσει τοῦ φαρισαίου καὶ γεμάτος ἔπαρση νομίζω ὅτι ἔχω ἐπιτύχει κάτι στὴ ζωή μου.
Ψυχή μου, πόσο σκοτεινὴ εἶσαι, ποὺ δὲν βλέπεις οὔτε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ μέσα σου, γίνεσαι ἀχάριστη καὶ ἀναιδὴς στὶς τόσες εὐλογίες τοῦ Θεοῦ.
Ψυχή μου, πόσο τυφλωμένη εἶσαι, ἀπὸ τὰ ἀκάθαρτα πάθη καὶ δὲν ἐξετάζεις τὸν ἑαυτό σου γιὰ νὰ ἔρθεις σὲ μετάνοια.
Ψυχή μου, πόσο ἀναίσθητη γίνεσαι, ποὺ οὔτε φοβᾶσαι τὸ Θεό, κάνεις τὰ πάντα χωρὶς ντροπή.
Ψυχή μου, πόσο εὔκολα κατρακυλᾷς μέσα στὸ βάθος τῶν ἁμαρτιῶν σου καὶ δὲν σταματᾷς ν᾿ ἁμαρτάνεις.
Ψυχή μου, σὲ παρακαλῶ σταμάτα λίγο, καὶ κοίτα τὸ Σταυρὸ τοῦ Κυρίου, ποὺ γιὰ σένα σταυρώθηκε.
Ψυχή μου, σήκω καὶ μετανόησε μὲ δάκρυα ποὺ νὰ βρέχουν τὴ γῆ γιὰ τὴν ἀδικία ποὺ προσφέρεις στὸν ἑαυτό σου.
Ψυχή μου, ταπεινώσου σὰν τὸν λῃστή, τὴν πόρνη καὶ τὸν ἄσωτο υἱό, καὶ γίνε τυφλὴ στὰ πάθη.
Ἡ ἀμάθειά σου δὲν ἔχει ὅρια, διότι ὅλο σκοντάφτεις καὶ πέφτεις.
Ψυχή μου, μετανόησε, δάκρυσε, ταπεινώσου, φύγε ἀπὸ τὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας καὶ πήγαινε στὸ φῶς τῶν ἀρετῶν στὸ φῶς τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ.
Κύριε, ἄπειρη ἡ Σοφία Σου γιὰ τὸν ἁμαρτωλὸ δοῦλο Σου, ποὺ δὲν παύεις νὰ μὲ ἐλεεῖς, νὰ μὲ συγχωρεῖς, νὰ μὲ φωτίζεις καὶ νὰ μὲ θερμαίνεις μὲ τὴ Θεία Ἀγάπη Σου, γιὰ νὰ νοιώσω τὴν ἀθλιότητά μου ἐνώπιον τῆς ἄπειρης ἀγαθότητός Σου, τῆς θείας παντοδυναμίας Σου.
Κύριε, σὲ ὑμνῶ καὶ σὲ δοξάζω ποὺ μὲ δέχεσαι τόσο ἁμαρτωλὸ καὶ δείχνεις τὴ φιλευσπλαγχνία Σου χωρὶς νὰ μὲ δικάσεις μὲ τὴ δικαιοσύνη Σου.
Κύριε, παρὰ τὴ μεγάλη ἁμαρτωλότητά μου ἔχεις γίνει πλέον ἡ τροφὴ τῆς ψυχῆς μου, ποὺ εὐφραίνομαι μὲ τὴν οὐράνια χάρη Σου.
Κύριε, ἐνῷ ἐσὺ μὲ τρέφεις ἐγὼ ὁ ἄθλιος δὲν φυλάττω τὶς ἐντολές Σου καὶ τὸ νοιώθω διότι μὲ ἐλέγχει ἡ συνείδησή μου γιὰ τὶς ἁμαρτίες μου.
Ψυχή μου, ποῦ εἶναι ἡ θυσία σου στὸν εὐεργέτη σου;
ποῦ εἶναι ἡ καθαρὴ προσευχή σου;
ποῦ εἶναι ἡ ταπεινὴ νηστεία σου;
ποῦ εἶναι ἡ ἀγάπη σου γιὰ τὸ Θεό;
Ζεῖς γιὰ τὸν ἑαυτό σου χωρὶς νὰ προσφέρεις τίποτα στὸ Θεό.
Ψυχή μου, οἱ λογισμοί σου εἶναι ἀκάθαρτοι, τὰ λόγια σου ὑπερήφανα, ἐνῷ οἰκοδομεῖς ἄλλους ἐσὺ μένεις ἐρειπωμένη καὶ γκρεμισμένη, τίποτα καλὸ δὲν ἔχεις παρουσιάσει στὸ Θεό.
Ψυχή μου, πόσο ἄδεια εἶσαι ἀπὸ ἀρετές!
πόση ἀμέλεια σὲ κυβερνᾷ!
ποῦ εἶναι ἡ καθαρότητά σου;
ποῦ εἶναι ἡ ἁγνότητα τῆς σκέψεώς σου;
Ζεῖς γιὰ τὸν κόσμο.
Ζεῖς γιὰ τὸν ἑαυτό σου.
Μετανόησε καὶ κλᾶψε γιὰ τὶς ἁμαρτίες σου.
Ψυχή μου, ἐξομολογήσου εἰλικρινὰ στὸ Θεὸ τοῦ ἐλέους, χωρὶς νὰ κρύψεις τίποτα γιὰ νὰ δεχθεῖς τὴ λυτρωτικὴ θεία χάρη Του, νὰ σὲ σκεπάζει πλούσια, ὥστε κεκαθαρμένη πλέον νὰ ζεῖς, δοξάζοντας τὸ Θεό.
Κύριέ μου, ἐσὺ ποὺ δέχθηκες τόσους μετανοημένους ἁμαρτωλούς, δέξου καὶ τὴ δική μου μετάνοια, προσπίπτω στὰ εὐσπλαγχνικὰ πόδια σου, καὶ σὲ ἱκετεύω μὲ δάκρυα ἐλέησόν με, συγχώρεσόν με καὶ σῶσόν με.
Κύριε, διῶξε κάθε ἀπρεπῆ φαντασία, κάθε θυμὸ καὶ ὀργὴ καὶ ντύσε με μὲ στολὴ φωτεινὴ σὰν τῶν ἀγγέλων καὶ νὰ σὲ ὑμνῶ.
Ψυχή μου, τί ἔχεις νὰ ἀπολογηθεῖς τὴν ὥρα τῆς κρίσεώς σου, ποὺ τὰ πάντα θὰ εἶναι γνωστὰ στὸ Θεό.
Σκέψου τὴν αἰώνια ζωή.
Μετανόησε.
Λυπήσου τὸν ἑαυτό σου.
Κύριε, κράζω καὶ φωνάζω μ᾿ ὅλη τὴν ψυχή μου ἐλέησόν με, τὸν ἁμαρτωλό.
Ὅλο τὸ σῶμα μου ἀναταράζεται ἀπὸ λυγμοὺς μετανοίας καὶ ζητῶ τὸ μέγα ἔλεός σου.
Σὲ ἱκετεύω ἐλευθέρωσέ με ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μου.
Κύριε, κοίτα τὴ λύπη τῆς ψυχῆς μου, τὴν εἰλικρινῆ μετάνοιά μου καὶ ἐλέησόν με.
Κύριε, κοίτα τὴν ταπείνωση τῆς ψυχῆς μου, τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας μου, καὶ ἄκου τὴ φωνὴ τῆς καρδιᾶς μου, ποὺ φωνάζει: Ἐλέησόν με!
Κύριε, κοίτα τὸ πλανεμένο πρόβατό σου καὶ σῶσε το, ὡς καλὸς ποιμένας.
Κύριε, ἐλέησόν με, σῶσόν με.
Κύριε, θεράπευσε τὶς πληγὲς τῆς ψυχῆς μου μὲ τὸ φάρμακο τοῦ ἐλέους Σου.
Ψυχή μου, προσεύχου κατανυκτικά, νήστευε μὲ ἀρετή, ἀγρύπνα καθημερινά, ἔχοντας καρδία συντετριμμένη καὶ πνεῦμα ταπεινώσεως, λέγοντας:
Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με, τὸν ἁμαρτωλόν. Ἀμήν.
Ὦ Δημιουργέ μου καὶ Πλάστα μου, πολλὰ σοῦ ἐζήτησα, ἐγὼ ποὺ δὲν εἶναι ἄξιος οὔτε τὰ ὀλίγα νὰ λάβω.
Ὁμολογῶ, ἄχ! ὁμολογῶ ὅτι ὄχι μόνον δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ λάβω τὰς χάριτας ποὺ ζητῶ, ἀλλὰ τοὐναντίον μοῦ ἀξίζουν πολλὲς καὶ φοβερὲς κολάσεις. Ἀλλ᾿ ὅμως μὲ παρακινοῦν νὰ ἔχω θάρρος οἱ τελῶναι καὶ αἱ πόρναι καὶ οἱ λησταὶ τοὺς ὁποίους ἡ χάρις Σου ἐτράβηξε ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Σατανᾶ καὶ τοὺς ἔβαλε στὴ μάνδρα τῶν λογικῶν προβάτων τοῦ Χριστοῦ. Διότι Σὺ Θεέ μου ποὺ δημιούργησες τὰ πάντα, Σὺ ποὺ εἶσαι θαυμαστὸς εἰς ὅλα τὰ ἔργα σου, εἶσαι ἀκόμη θαυμαστότερος ὅταν δείχνῃς τὸ ἔλεός σου. Δι᾿ αὐτὸ καὶ μὲ κάποιον δοῦλόν σου εἶπες τὸ ρητὸ «οἱ οἰκτιρμοὶ αὐτοῦ ἐπὶ πάντα τὰ ἔργα αὐτοῦ». Καὶ ἡμεῖς ἔχομεν πεποίθησιν ὅτι ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον Σὺ εἶπες γιὰ τὸν ἕνα, ἰσχύει γιὰ ὅλον τὸν λαόν σου, «τὸ ἔλεός μου οὐ μὴ διασκεδάσω ἀπ᾿ αὐτοῦ» (τὸ ἔλεός μου δὲν θὰ τὸ πάρω ἀπ᾿ αὐτόν). Διότι κανέναν, Θεέ μου, δὲν παραμελεῖς, κανέναν δὲν πετᾷς, κανέναν δὲν ἀποστρέφεσαι, εἰμῆ μόνον ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος μόνος του Σὲ ἀποστρέφεται ἐν τῇ ἀνοησίᾳ του.
Λοιπόν, ὄχι μόνον δὲν πατάσσεις ἀμέσως ἐκείνους ποὺ σὲ παροργίζουν μὲ τὰς ἁμαρτίας των, ἀλλὰ ἐὰν σοῦ ζητήσουν ποτέ, καὶ δωρεὰς τοὺς δίνεις, Θεέ μου! ἡ σωτηρία μου! ἐγὼ ὁ ταλαίπωρος, ἐγὼ Σὲ παρώργισα, ἐγὼ τὸ πονηρὸν μπροστὰ στὰ μάτια Σου τὸ ἔπραξα, τὸν θυμόν Σου ἄναψα, καὶ ἔγινα ἄξιος της ὀργῆς Σου. Ἠμάρτησα καὶ μὲ ἀνέχθηκες, παρανόμησα καὶ ἀκόμη μακροθυμεῖς. Ἐὰν μετανοήσω, μὲ λυπᾶσαι, ἐὰν ἐπιστρέψω, μὲ δέχεσαι, καὶ τὸ ἀκόμη μεγαλύτερο, ἐνῷ ἀναβάλλω, μὲ περιμένεις. Ἐνῷ πλανῶμαι, μὲ προσκαλεῖς νὰ ἔλθω κοντά Σου, καὶ ἐνῷ ἀνθίσταμαι, σὺ μὲ φωνάζεις, ἐνῷ ὀκνῶ, μὲ δέχεσαι, ὅταν ἐπανέρχωμαι, μὲ περιβάλλεις μὲ ἀγάπη, ὅταν δείχνωμαι ἀσύνετος, μὲ διδάσκεις, ὅταν λυποῦμαι, μὲ γλυκαίνεις, ὅταν πέφτω, μὲ σηκώνεις, ὅταν εἶμαι πεσμένος, πάλιν μὲ παίρνεις, ὅταν σου ζητῶ κάτι, μοῦ τὸ δωρίζεις, ὅταν ζητῶ ἐσένα, ἔρχεσαι κοντά μου, ὅταν κτυπάω τὴ θύρα τοῦ ἐλέους Σου, ἀνοίγεις.
Ἰδού, Κύριε ὁ Θεὸς τῆς σωτηρίας μου, τί θὰ σοῦ ἀνταποδώσω γιὰ ὅλα αὐτὰ δὲν γνωρίζω, πῶς θὰ ἀνταποκριθῶ δὲν ἠξεύρω. Μὲ κανένα τρόπον δὲν ἠμπορῶ νὰ κρυφτῶ ἀπὸ τὰ μάτια Σου, ἀλλὰ μοῦ ἔδειξες τὸν δρόμον τῆς εὐτυχίας, μὲ ἐδίδαξες πῶς πρέπει νὰ τὸν βαδίζω. Μὲ ἐφοβέριξες μὲ τὴν κόλασι καὶ μοῦ ὑποσχέθης τὴν ἀπόλαυσιν εἰς τὸν παράδεισον.
Τώρα, λοιπόν, Θεέ μου, Σὺ ποὺ εἶσαι ὁ πατέρας τῶν οἰκτιρμῶν καὶ Θεὸς τῆς παρηγορίας, κάρφωσε τὰς σάρκας μου μὲ τὸν φόβο σου, διὰ νὰ φοβηθῶ τὰς ἀπειλές σου καὶ ξεφύγω ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν, καὶ δός μου τὴν χαρὰν τῆς σωτηρίας, ὥστε στηριγμένος στὴν ἀγάπη Σου νὰ ἀπολαύσω ὅσα μοῦ ὑποσχέθηκες. Κύριε, Σὺ ποὺ εἶσαι ἡ δύναμίς μου, τὸ στερέωμά μου, τὸ καταφύγιό μου, ἡ σωτηρία μου, φώτισέ με, σὲ παρακαλῶ, τί πρέπει νὰ σκέπτωμαι γιὰ Σένα, δίδαξέ με μὲ ποιὰ λόγια πρέπει νὰ σὲ ἐπικαλοῦμαι, μὲ ποιὲς πράξεις πρέπει νὰ σὲ εὐχαριστῶ, διότι ξεύρω ὅτι σὺ εἶσαι πολυέλεος, αὐτὸ ξέρω πρῶτον. Καὶ δεύτερον, ὅτι κανέναν δὲν περιφρονεῖς. Διότι μπροστά Σου, τὸ πνεῦμα ποὺ ἔχει κατάνυξι καὶ λύπη, εἶναι θυσία καὶ Σύ, τὴν καρδιὰ τὴν συντετριμμένην καὶ τὴν τεταπεινωμένην τὴν δέχεσαι.
Μὲ αὐτές, Θεέ μου, βοηθέ μου, μὲ αὐτὲς τὶς χάριτες πλούτισέ με, μὲ αὐτὰ τὰ ὀχυρώματα φράξε με ἐναντίον τοῦ πονηροῦ, μὲ αὐτὴν τὴ δροσιὰ δρόσισέ με ἐναντίον τῆς φωτιᾶς τῶν ἁμαρτιῶν μου, ἐναντίον τῶν ἐμπαθῶν ὀρέξεών μου. Σύ, Κύριε, ποὺ εἶσαι ἡ δύναμις τῆς σωτηρίας μου, βοήθησέ με ὥστε νὰ μὴν ἀριθμηθῶ μ᾿ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι γιὰ λίγο καιρὸ πιστεύουν καὶ ὅταν ἔλθῃ ὁ πειρασμὸς φεύγουν ἀπὸ κοντά σου. Ἐπισκίασε ἐπάνω στὴν κεφαλή μου τὴν ἡμέρα τοῦ πολέμου, γίνε ἡ ἐλπίδα μου τὴν ἡμέρα τῆς θλίψεώς μου καὶ ἡ σωτηρία μου στὴν ἡμέρα τῆς ἀνάγκης μου.
Ἰδού, Κύριε, Σὺ ποὺ εἶσαι ὁ φωτισμός μου καὶ ὁ σωτήρας μου, σοῦ ἐζήτησα, ὅσα χρειάζομαι, σοῦ εἶπα, ὅσα φοβοῦμαι, ἀλλὰ μὲ δαγκώνει ἡ συνείδησίς μου, μὲ ἐλέγχουν τὰ κρυφὰ τῆς καρδιᾶς μου, καὶ ἐκεῖνο ποὺ μὲ βάζει νὰ πῶ ὁ πόθος, μοῦ τὸ διασκορπίζει ὁ φόβος.
Ὁ μὲν ζῆλος μὲ παρορμᾷ πρὸς Ἐσέ, ἡ δὲ δειλία μὲ διώχνει. Τὰ μὲν ἔργα μου μὲ κάμνουν νὰ φοβοῦμαι, ἀλλ᾿ ἡ εὐσπλαγχνία Σου μὲ κάμνει νὰ παίρνω θάρρος.
Ἡ ἀγαθότης, ποὺ ὑπάρχει μέσα Σου, μὲ κάνει νὰ τρέχω, ἀλλ᾿ ἡ φαυλότης καὶ ἡ κακοήθεια ποὺ ὑπάρχει μέσα μου, μὲ κάνει νὰ βραδύνω. Καὶ διὰ νὰ ὁμολογήσω, ὅ,τι συμβαίνει, ἔρχονται στὴν μνήμη μου φαντάσματα μοχθηριῶν καὶ κακῶν πράξεων, μὲ τὰ ὁποῖα τὸ θάρρος τῶν προκατειλημμένων ψυχῶν χάνεται.
Κύριε, δὲν ξέρω τί νὰ ζητιανέψω ἀπὸ Ἐσένα.
Μόνον Ἐσὺ γνωρίζεις τί μοῦ χρειάζεται.
Σὺ μὲ ἀγαπᾶς περισσότερο ἀπὸ ὅσο ἐγὼ ξέρω νὰ ἀγαπῶ τὸν ἑαυτό μου.
Πατέρα, δῶσε στὸ δοῦλο Σου ἐκεῖνο ποὺ οὔτε νὰ ζητήσω δὲν μπορῶ.
Δὲν τολμῶ νὰ σοῦ ζητιανέψω οὔτε πάθη οὔτε ἀπόλαυση,
παρὰ μόνο στέκομαι μπροστά σου μὲ τὴν καρδιά μου ἀνοικτὴ ἀπέναντί Σου.
Σὺ βλέπεις τὶς ἀνάγκες ποὺ ἐγὼ δὲ βλέπω, κοίταξέ με καὶ πράξε κατὰ τὸ ἔλεός σου.
Χτύπησε καὶ θεράπευσε, ρίξε με καὶ ἀνύψωσέ με.
Πάλλομαι καὶ σιωπῶ μπροστὰ στὴν ἅγια θέλησή Σου καὶ μπροστὰ στὶς κρίσεις Σου γιὰ
μένα.
Προσφέρω τὸν ἑαυτό μου ὡς θυσία πρὸς Ἐσένα.
Δὲν ὑπάρχει μέσα μου ἄλλη ἐπιθυμία παρὰ μόνο νὰ ἐκπληρώσω τὸ θέλημά Σου.
Μάθε με νὰ προσεύχομαι. Ἔλα Ἐσὺ ὁ Ἴδιος μέσα μου νὰ προσεύχεσαι. Ἀμήν!
Κύριε,
στὸ ἔργο Σου δὲν χρειάζεσαι μονάχα πρόσωπα, ἄξια καὶ σπουδαῖα.
Χρειάζεσαι καὶ πράγματα:
Βάρκα νὰ διασχίζεις τὴ λίμνη.
Καλάθι νὰ μαζέψεις τὰ περισσεύματα ἀπὸ τοὺς πέντε ἄρτους,
ποὺ ἔθρεψες στὴν ἔρημο τὰ πλήθη.
Στάμνα γιὰ νὰ μεταφέρεις ἀπὸ τὸ φρέαρ τοῦ Ἰακὼβ
στὶς διψασμένες Σαμαρείτιδες ψυχὲς
«ὕδωρ ἀλλόμενον εἰς ζωὴν αἰώνιον».
Λέντιο γιὰ νὰ σκουπίσεις τὰ πόδια τῶν μαθητῶν Σου.
Πηλὸ γιὰ νὰ χρίσεις τὰ μάτια τοῦ τυφλοῦ.
Δὲν μπορεῖς, λοιπόν, νὰ βρεῖς κάτι καὶ γιὰ μένα;
Νὰ μὲ κάνεις ἕνα ἀπ᾿ αὐτά;
Ἀπολυτίκιον τῆς Ἰνδίκτου.
|
Ἀπόδοση νοήματος:Παντοκράτορ Κύριε, δημιουργὲ τῆς κτίσεως ὅλης. Σύ, εἰς τὴν ἰδικήν σου ἐξουσίαν κρατεῖς τοὺς καιροὺς καὶ τοὺς χρόνους. Ἑπομένως καὶ τὸν νέον χρόνον ποὺ μᾶς χαρίζει ἡ ἀγαθότης Σου. Σὺ κυβερνᾷς τὸν κόσμον ὅλον καὶ χορηγεῖς καὶ εὐκράτους καιροὺς καὶ βροχὰς καταλλήλους καὶ ἀνέμους δροσεροὺς καὶ τὸν ἥλιον τῆς ἡμέρας πρὸς ὑγείαν καὶ ζωήν, πρὸς καρποφορίαν τῆς γῆς. Δι᾿ αὐτὸ σὲ παρακαλοῦμεν ἰδιαιτέρως σήμερα ποὺ ἀρχίζει τὸ νέον ἔτος. Εὐλόγησε, Κύριε, ὅλον τὸν κύκλον τοῦ ἔτους τούτου. Ἡ χρηστότης σου μᾶς τὸ χαρίζει καὶ τοῦτο τὸ ἔτος. Ἡ ἀγαθότης Σου ἂς μᾶς τὸ εὐλογήσει, ὥστε νὰ εἶναι εἰρηνικόν, σωτήριον, χαρούμενον τὸ ἔτος. Ἰδιαιτέρως σὲ παρακαλοῦμεν, ὅπως κατὰ τὸ ἔτος τοῦτο φυλάττῃς ἐν εἰρήνῃ - ἔξω ἀπὸ πολέμους καὶ μάχας - τοὺς ἄρχοντές μας καὶ τὴν πόλιν μας. Μὲ τὰς πρεσβείας τῆς ἁγίας Θεοτόκου χάρισέ μας τὰς δωρεάς σου ταύτας καὶ σῶσε ἡμᾶς. |
Προσευχὴ τοῦ π. Εὐσεβίου ἀπὸ τὸν καιρὸ τῆς ἐξορίας του
«Ἐκολλήθη ἡ ψυχή μου ὀπίσω Σου, ἐμοῦ δὲ ἀντελάβετο ἡ δεξιά Σου» (Ψαλμ. ξβ´ 9) |
Πεφιλημένε μοι Κύριε, ἀκούων τοὺς λόγους τούτους ἐξερχομένους ἐκ τῆς καρδίας τοῦ θείου Δαβὶδ καταλαμβάνομαι ὑπὸ λύπης καὶ ἀθυμίας· διότι ὁρῶ τὴν καρδίαν μου διατεθειμένην πρὸς σὲ ὅλως ἀδιάφορον καὶ αὐχμώσαν καὶ πρὸς τὰ κάτω, τὰ γήινα καὶ φθαρτά, προσκεκολλημένην. Ἀλλὰ καὶ ἡ λύπη αὕτη, Κύριέ μου, μικρά ἐστι λίαν καὶ διαλείπουσα, ὅτι ἡ γνῶσις, ἣν περὶ σοῦ ἔχω, ἐλαχίστη τυγχάνει καὶ ἀμυδρά. Ἀλλ᾿ ἕως πότε, ἐρασμιώτατέ μοι Κύριε, ἡ κατάστασις αὕτη διαμένει ἐν ἐμοί; ἕως πότε ἔσομαι τοιοῦτος οἷός εἰμι; Πάντες οἱ πατέρες μου κατενόησαν σὲ καὶ ἠγάπησάν σε, ἐγὼ δὲ στεροῦμαι ἀμφοτέρων· πάντες οἱ ἅγιοι σοῦ ἠρνήθησαν τὰ πάντα καὶ προσεκολλήθησαν εἰς σὲ μετὰ φόβου καὶ χαρᾶς· ἐγὼ δὲ ὁ ἄθλιος οὐδὲν τοιοῦτον μέχρι τοῦ νῦν ἐδοκίμασα· ἐν πάσαις γὰρ ταῖς περιστάσεσει καθ᾿ ἃς πρέπει ἀναφαίνεσθαί με ἀφωσιωμένον καὶ πεποιθότα εἰς σέ, ὀρῷ ἐμαυτὸν ταραττόμενον καὶ σφοδρὰ ἐνδιαφερόμενον καὶ διὰ τὰ μηδαμινώτατα. Εὑρίσκομαι, Κύριέ μου, ἐν τῇ ἀθλίᾳ ταύτῃ καταστάσει, διότι ἀγνοῶ σε, τὸ ὄντως ἀγαθόν, ἀγνοῶ σε, τὴν πηγὴν τῆς ζωῆς καὶ τῆς δόξης, ἀγνοῶ σε, τὸν ἀνεκτίμητον θησαυρόν, ὅστις οὐκ ἀνταλλάσσεται δι᾿ ὅλων. Κυλίομαι κάτω ἐν τοῖς ἐφημέροις καὶ φθαρτοῖς ὡς ὁ σκώληξ ἐν τῇ κόπρῳ καὶ ὡς ὁ χοῖρος ἐν τῷ βορβόρῳ· διότι οὐ δύναμαι κατιδεῖν τὸ ἔκλαμπρον καὶ πλῆρες χαρίτων πρόσωπόν σου. Ἀνιῶμαι καὶ τήκομαι διὰ τὰ ἄξια περιφρονήσεως καὶ ἀποστροφῆς, διότι τυφλὸς τυγχάνει ὁ νοῦς μου καὶ ὁρᾷ τὰ φαινόμενα καὶ τὰ δοκοῦντα· τὰ δ᾿ ἀληθῆ καὶ πραγματικὰ οὐδόλως νοεῖ καὶ βλέπει. Ἐπεθύμουν σφόδρα, Λόγε μου, θεραπευθῆναι καὶ ἀπαλλαγῆναι ἐκ πάντων ὧν κατέχομαι κακῶν καὶ ὅλως ἀφοσιωθῆναι εἰς σὲ καὶ κολληθῆναι ὀπίσω σου, ὃν τρόπον ἐκολλήθη καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ θειοτάτου Δαβίδ. Ἀλλ᾿ αἱ ψευδεῖς δόξαι τῶν ἀνθρώπων, καὶ αἱ ἀφανεῖς παγίδες τοῦ διαβόλου κατέχουσί με αἰχμάλωτον καὶ δέσμιον. Ἐφίεμαι, Λόγε μου, κολληθήναι ὀπίσω σου ἀναποσπάστως, ὡς ἐκολλήθη ὁ κατὰ πάντα μιμητής σου θεῖος Παῦλος, καὶ ἀναφωνεῖν μετ᾿ αὐτοῦ «τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ...;», ἀλλ᾿ ἢ ἐν ἑμοὶ οἰκοῦσα ἁμαρτία φραγμός ἐστιν ἀνυπέρβλητος, κωλύων με ἐπιτυχεῖν τῆς ἐφέσεως. Ἰμειρόμην, Χριστέ μου, αἰχμαλωτισθῆναι καὶ τρωθῆναι ὑπὸ τῆς ἀγάπης σου, ὡς ἐτρώθη καὶ ἠχμαλωτίσθη ἡ τεκοῦσά σε μήτηρ, ἀλλὰ τὸ περικαλῦπτον με σκότος καὶ ἡ τῆς καρδίας μου ἀκαθαρσία ποιοῦσί με ψυχρὸν καὶ νεκρόν. Ἀποσόβησον οὖν πάντα τὰ κωλύοντά με, ὅπως προσκολληθῶ ὅλος σοί, τῷ ποιητῇ μου καὶ πλάστῃ μου. Ἀμήν.
Χριστέ μου, ποὺ καὶ φέτος φάτνη ζητᾶς, χῶρο κατάλληλο νὰ Σὲ φιλοξενήσῃ...
Χριστέ μου, Σὲ παρακαλῶ, ἄναψε φέτος στὸν θόλο τ᾿ οὐρανοῦ ἕνα ἀστέρι πιὸ λαμπρὸ ἀπὸ τ᾿ ἄλλα, γιὰ νὰ φωτίσῃ τῆς γῆς τὰ σκοτάδια.
Βράδυασε στὴν γῆ, σκοτείνιασε ἡ ζωή μας.
Μὰ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι, Χριστέ μου, ἐμεῖς ποὺ σβήσαμε τὸν Ἥλιο, ἐμεῖς δὲν ἀντέχουμε πιὰ τὴν ἀπουσία Του.
Εἶναι τόσο βαρὺ τὸ σκοτάδι. Κι ἐμεῖς, πλασμένοι γιὰ τὸ φῶς, αὐτὸ λαχταροῦμε. Αὐτὸ διψᾶ ἡ καρδιά μας.
Ναί... Στὴν ἀρχὴ γελάσαμε... Καυχηθήκαμε γιὰ τὴν νύχτα τῆς ἁμαρτίας ποὺ ἐπιβάλαμε μέσα μας καὶ γύρω μας. Μὰ τώρα, κουραστήκαμε πιὰ τὴν ὑποκρισία.
Βλέπεις τὸ σκότος μας, Κύριε.
Τὸ δείχνουν τὰ πολύχρωμα λαμπιόνια τῆς ρηχότητας, τῆς ματαιοδοξίας μας. Μὲ ψεύτικα λαμπιόνια γεμίσαμε τὴν ζωή μας, ἀφοῦ πρῶτα τὴν ἀδειάσαμε ἀπ᾿ τῆς ἀλήθειας τὸ φῶς. Μύρια φωτάκια τώρα, φωτάκια παθῶν, προσπαθοῦν νὰ ρίξουν κάποια λάμψι στὴν πορεία μας. Μάταια ὅμως. Πηχτὸ τὸ σκότος. Κι ἡ νύχτα ἀσέληνη.
Στεῖλε, Χριστέ μου, ἕνα ἀστέρι νὰ διαλύσῃ τὰ σκοτάδια. Ἕνα ἀστέρι, γιὰ νὰ δείξῃ τὴν λάμψι του καὶ νὰ ἀποδείξῃ πὼς ὑπάρχει τὸ φῶς. Ἕνα ἀστέρι ποὺ νὰ δείχνῃ τὸν δρόμο γιὰ τὸν Ἥλιο ποὺ γεννιέται...
Ἀνέσπερο κι ὁλόφωτο ἀστέρα στεῖλε, Κύριε, γιατὶ ὅσο παρατείνεται ἡ μακροθυμία Σου, τόσο βαθαίνει τὸ σκοτάδι. Καὶ πιὰ δὲν βλέπουμε μπροστά μας.
Δὲν ξεχωρίζουμε τὸν ἄνθρωπο ἀπ᾿ τὸ κτῆνος...
Δὲν διακρίνουμε τὰ ὅρια τῆς γῆς καὶ τ᾿ οὐρανοῦ...
Συγχέουμε τὸν Πλάστη μὲ τὰ πλάσματα...
Στεῖλε μας, Κύριε, ξανὰ τὸ ἀστέρι. Δῶσε μας ἄλλη μιὰ εὐκαιρία νὰ πάρουμε τὸν δρόμο γιὰ τὴν Βηθλεέμ, τὸν δρόμο γιὰ τὴν Φάτνη.
Γιὰ νὰ κλείσουμε τὴν Φάτνη στὴν καρδιά μας...
καὶ νὰ γίνῃ κι ἡ καρδιά μας Φάτνη Σου.
Ἀμήν.
Ἀπὸ τὸ Ὀρθόδοξο Χριστιανικὸ περιοδικὸ «ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ», τ.406, Δεκέμβριος 2006
Κύριε τοῦ ἐλέους καὶ τῆς ἀγαθότητος, παράσχου εἰρήνη καὶ ἀγάπη εἰς τοὺς μισοῦντας καὶ λοιδοροῦντάς με καὶ ὅσους μὲ διαβάλλουν ἀπὸ μίσος καὶ κακία. Δῶσε μετάνοια καὶ ἔλεος ὥστε νὰ κατανοήσουν τὰ πάθη τῆς ψυχῆς τους. Ἀξιωσέ τους νὰ σ᾿ ἀγαπήσουν ὅπως σ᾿ ἀγαπῶ καὶ νὰ ζήσουν στὴν αἰώνια Βασιλεία σου ὡς φῶτα γιὰ νὰ δοξάσουν αἰώνια τὸ Ἅγιον Ὄνομά Σου.
Κύριε Παντοκράτορ, Πατέρα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐλέησέ τους κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς τους. Παράσχου σ᾿ αὐτοὺς εἰρήνη καὶ γαλήνη στὴν ψυχή τους ὥστε νὰ παύσει κάθε δαιμονικὴ ἐπίθεση, ὑμνώντας τὸ Πανάγιον Ὀνομά Σου.
Κύριε, εἶμαι πολὺ κουρασμένος
βαδίζω ἀπὸ τὸ λάλημα τοῦ πετεινοῦ - τὸ ξέρεις-
κι ὁ λόφος ποὺ ὁδηγεῖ πρὸς τὸ σχολεῖο τους εἶναι πολὺ ψηλός
Κύριε, δὲν θέλω νὰ πάω ἄλλο στὸ σχολεῖο τους.
Κάνε ὅτι μπορεῖς νὰ μὴν πατήσω πιὰ ἐκεῖ
θέλω νὰ παίρνω ἀπὸ πίσω τὸν πατέρα στοὺς δροσεροὺς χειμάρρους
ὅταν ἡ νύχτα πλέει ἀκόμα μὲς στὸ μυστήριο τοῦ δάσους
ὅπου γλιστροῦν τὰ πνεύματα ἀπ᾿ τὴν αὐγὴ κυνηγημένα.
Ἄσε με Κύριε νὰ διασχίζω ξυπόλυτος τὰ κόκκινα χωράφια...
Ἄσε τὸ μεσημέρι νὰ κοιμᾶμαι στῶν καρυδόδενδρων τὶς ρίζες
καὶ νὰ ξυπνάω ὅταν στὸ βάθος πέρα
στριγκλίζει τῶν λευκῶν ἡ σειρήνα καὶ τὸ ἐργοστάσιο
καθὼς καράβι ἀραγμένο σ᾿ ὠκεανὸ ζαχαροκάλαμου
ξερνᾶ μὲς στὶς πεδιάδες τὸ νέγρικο πλήρωμά του.
Θεέ μου, δὲν θέλω πιὰ νὰ πάω στὸ σχολεῖο τους,
κᾶνε κάτι νὰ μὴν πατήσω πιὰ ἐκεῖ
Ἄστους νὰ λένε πὼς ὁ κάθε μικρὸς νέγρος θὰ πρέπει νὰ πηγαίνει
νὰ γίνεται ἴδιος μ᾿ αὐτοὺς τοὺς κύριους τῆς πόλης
μ᾿ αὐτοὺς τοὺς καθὼς πρέπει κύριους τῆς πόλης
Ἐγὼ δὲν θέλω Κύριε νὰ μοιάσω σὰν κι αὐτούς...
Θέλω ν᾿ ἀκούω αὐτὰ ποὺ λέει μέσ᾿ τὴν νύχτα
Θαμπὴ φωνὴ ἑνὸς γέρου ποὺ διηγεῖται παλιὲς ἱστορίες
γὶ τὸν φτωχούλη τὸ λαγὸ καὶ γιὰ τὸν ζάμπα
γι᾿ αὐτὰ καὶ γιὰ ἄλλα ἀκόμη ποὺ δὲν γράφουν τὰ βιβλία.
Οἱ νέγροι θεέ μου -ξέρεις- δούλεψαν πολὺ
γιὰ νὰ πρέπει τώρα νὰ μάθουν περισσότερα ἀπὸ βιβλία
ποὺ λὲν γιὰ πράγματα ἄσχετα μὲ τὴν ἐδῶ ζωή μας.
Κι εἶναι στ᾿ ἀλήθεια θέ μου τὸ σχολεῖο τους πληκτικὸ
Μιὰ σκέτη πλήξη, ὅπως
αὐτοὶ οἱ κύριοί της καθὼς πρέπει
ποὺ δὲν γνωρίζουν νὰ χορεύουν κάτω ἀπὸ τὸ ὁλόγιομο φεγγάρι
ποὺ δὲν γνωρίζουν νὰ βαδίζουν πάνω στὴν πέτσα τῶν ποδιῶν τους
ποὺ δὲν γνωρίζουν νὰ διηγοῦνται παραμύθια στὰ νυχτέρια
Κύριε, δὲν θέλω πιὰ νὰ πάω στὸ σχολεῖο τους
(Guy Tirolien, μτφ. Θ. Τασούλης)
Ἡ προσευχὴ τοῦ μικροῦ νέγρου εἶναι καὶ τοῦ μικροῦ λευκοῦ.
Ἔτσι κι ἀλλιῶς ἡ ψυχὴ δὲν ἔχει χρῶμα μήτε φύλο
καὶ τὸ σχολεῖο παροπλίζει ἐξίσου τὴν κινητικότητά τους.
Ἰησοῦ μου, ὁ γλυκὺς καὶ ὡραῖος,
ἦρθες πρὸς τὸ ἐλάχιστο πλάσμα σου!
Ἡ ζωή, ἡ χαρά, ἡ εὐωδία
τῶν ἀχράντων ἀγγέλων,
ἦρθες νὰ εὐφράνεις τὸν ἀχρεῖο σου δοῦλο.
Καλῶς ἦρθες «ὁ τὰ πάντα πληρῶν»,
ὁ ἐπέκεινα κάθε εὐφροσύνης·
εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος!
Θυμήσου με στὴ δόξα σου,
στὰ κάλλη τοῦ παραδείσου.
Θυμήσου με στὸν οὐρανό,
στοὺς ὕμνους τῶν ἀγγέλων.
Θυμήσου με,
ὁ εὐλογητὸς τῶν Χερουβὶμ καὶ τῶν Σεραφίμ,
θεῖο ἀπαύγασμα τοῦ Πατέρα.
Θυμήσου με,
τῆς ἀθάνατης φιλανθρωπίας
τὸ ἀπέραντο πέλαγος.
Ὅσο θ᾿ ἀναπνέω,
Κύριέ μου Ἰησοῦ Χριστέ, νὰ μ᾿ ἐλεεῖς.
Μεῖνε κοντά μου
καὶ δεῖχνε μου τὸ δρόμο
πρὸς τὴν αἰωνιότητα.
Κύριε, ὁ Θεὸς τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς,
δέξου τὴν προσευχὴ τοῦ δούλου σου,
ποὺ ζεῖ μέσα στὴν ἁμαρτία.
Ἐσὺ εἶσαι, Κύριε,
ποὺ κατέβηκες ἀπὸ τοὺς πατρικοὺς κόλπους,
χωρὶς ὅμως νὰ τοὺς ἀποχωρισθεῖς.
Κι ἀφήνοντας κατάπληκτες
τὶς οὐράνιες δυνάμεις
μπῆκες στὰ σπλάγχνα
τῆς δοξασμένης σου μητέρας,
τῆς ἁγίας Θεοτόκου Μαρίας.
Ὢ τί παράδοξο τὸ θεοπρεπὲς τοῦτο θαῦμα!
Τὴν «κεκλεισμένην» πύλην τῆς Παρθένου
διέρχεται ὁ Κύριος.
Γυμνὸς κατὰ τὴν εἴσοδο,
σαρκοφόρος Θεὸς κατὰ τὴν ἔξοδο.
Καὶ ἡ πύλη μένει πάντα «κεκλεισμένη».
Μπῆκες τέλειος Θεός,
βγῆκες τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος.
Μὲ δυὸ φύσεις, δυὸ οὐσίες, μίαν ὑπόσταση.
Μὲ δυὸ θελήματα, θεῖο καὶ ἀνθρώπινο,
μὰ πάντα ἕνας Κύριος Ἰησοῦς Χριστός,
Λόγος κι ἀπαύγασμα τοῦ Πατρός.
Ἔλαβες δούλου μορφή, ἂν κι ἤσουν κατὰ πάντα,
- ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀγεννησία –
ὅμοιος μὲ τὸν Πατέρα σου.
Κι ἔγινες ὅμοιος μὲ μᾶς κατὰ πάντα,
ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία.
Περπάτησες ἔτσι ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους
ἐπιτελώντας μοναδικὰ θαύματα
σὰν ἔνδειξη κι ἐπιβεβαίωση
τῆς παντοκρατορικῆς σου θεότητος...
... Μὴ μ᾿ ἀφήσεις λοιπὸν νὰ χαθῶ,
Κύριέ μου Ἰησοῦ Χριστέ,
μέσα στῶν ἀνομιῶν μου τὰ πλήθη.
Ἀλλὰ δεῖξε μου τὴν ὥρα τούτη
τὸ πρόσωπό σου σπλαγχνικὸ καὶ στοργικό.
Ἐπισκίασέ με μὲ τὸ Ἅγιό σου Πνεῦμα.
Ξέρεις ἐσύ, ἀγαθὲ καὶ φιλάνθρωπε
νὰ μοῦ παρηγορήσεις τὴν ταλαίπωρη ψυχὴ
καὶ νὰ μὲ πλουτίσεις
μὲ τῆς φιλανθρωπίας σου τὸ ἔλεος.
Δέξου, Πατέρα, τὸν νεκρὸ
ποὺ ἔχασε τὴν ψυχή του.
Δέξου τὸ καταγώγιο τῶν ἁμαρτιῶν,
τὸν βλάσφημο, τὸν πονηρό,
τὸν αἰσχρὸ κι ἀδιάντροπο,
τὸν μολυσμένο στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα.
Δέξου τὸν δοῦλο τῶν πονηρῶν δαιμόνων.
Ἐλέησέ με τὸν ἀκάθαρτο,
τὸν κλέφτη καὶ παραβάτη,
τὸ βδέλυγμα τῆς ἁμαρτίας.
Ἐλέησέ με, ἡ πλούσια πηγὴ τοῦ ἐλέους
καὶ μὴν ἀποστρέψεις τὸ ἀγαθό σου πρόσωπο
ἀπὸ τὸν δοῦλο σου.
Μὴν πεῖς, Κύριε: - Δὲν σὲ γνωρίζω!
Μὴν πεῖς: - Ποῦ ἤσουνα ὡς τώρα;
Μὴ μὲ περιφρονήσεις
τὸ χῶμα, τὴ στάχτη, τὴ φθορά,
τὸ ὄνειδος, τὸ βδέλυγμα,
τὸ ἐρείπιο τῶν δαιμόνων,
τὸ σκάνδαλο τῶν ἀνθρώπων.
Μὴ μὲ ἀποστραφεῖς, Δέσποτα,
ἀλλὰ λυπήσου με καὶ σῶσέ με.
Γιατὶ ξέρω, φιλάνθρωπε,
ὅτι δὲν θέλεις «τὸν θάνατο τοῦ ἁμαρτωλοῦ,
ὡς τὸ ἐπιστρέψει καὶ ζῆν αὐτόν».
Δὲν θὰ σ᾿ ἀφήσω, ἂν δὲν μ᾿ ἐλεήσεις!...
Κύριε Ἰησοῦ, Λυτρωτὴ τοῦ Κόσμου, Ἐλεῆμον, Ὑπεράγαθε, στὸν ὁποῖον ἐδόθη πάσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς, ἐπίβλεψον στὴν ταραγμένη γῆ μας.
Κοίταξε πρῶτα-πρῶτα τους Ἁγίους Τόπους, ὅπου ἔστησαν οἱ πόδες Σου. Δὲς τὰ παιδιὰ μὲ τὰ τρομαγμένα μάτια καὶ τὰ ματωμένα χείλη. Ἄκουσε τῶν μανάδων τὸ βογγητό. Πρόσεξε τῶν ἀνδρῶν τὴν ἀγωνία, τὴν ἀπελπισία, τὴν ὀργή.
Τόση ἀντάρα, Χριστέ μου... Τόσες ψυχὲς νὰ ἀδικοσκοτώνονται, νὰ μὴν μποροῦν νὰ δοῦν ἄσπρη μέρα, ἤρεμη ζωή.
Κύριε, φθάνει πιά. Μίλησε Σύ. «Κλῖνον οὐρανοὺς καὶ κατάβηθι, ἅψαι τῶν ὀρέων καὶ καπνισθήσονται». Μίλησε Σύ, Παντοκράτωρ. Πρόσταξε τὸ εὐεργετικὸ «σχολάσατε!». Εἰρήνευσε τὸν κόσμο Σου. Εἰρήνευσε τὴ ματωμένη γῆ τῆς Παλαιστίνης. Γκρέμισε τὰ τείχη τοῦ μίσους καὶ τῆς βίας. Κάνε νὰ ἀνατείλει καὶ πάλι ἐκεῖ τὸ φῶς Σου, ἡ «ἐπὶ γῆς εἰρήνη».
Γιὰ τὴν Κύπρο μας, Κύριε, ἀγωνιοῦμε, πονοῦμε, Σὲ ἱκετεύουμε. Δὲς τοὺς Ἄρχοντες τῶν Ἐθνῶν, ποὺ χωρὶς τὸν φόβο Σου κινοῦνται καὶ βυσοδομοῦν, δὲς πὼς «συνήχθησαν ἐπὶ τὸ αὐτό» καὶ σχεδιάζουν τὸ ἄδικο καὶ πιέζουν μὲ κάθε εὐκαιρία, μὲ κάθε πρόφαση, μὲ κάθε ἀφορμή.
Ἐμεῖς, ὁ λαός Σου, ἀνήμποροι παραγκωνισμένοι ἁπλοὶ θεατές. Κανένας δὲν μᾶς λογαριάζει. Τὸ νησί μας ἁλυσσόδετο σέρνεται στὴ σκληρή του «μοίρα», στὸ ἀτέλειωτο δράμα του. «Ἐγενήθημεν ὄνειδος τοῖς γείτοσιν ἡμῶν, μυκτηρισμὸς καὶ χλευασμὸς τοῖς κύκλῳ ἡμῶν».
Ὦ Κύριε, ὁ Θεὸς τῶν δυνάμεων «ἕως πότε ὀργίζῃ ἐπὶ τὴν προσευχὴν τῶν δούλων Σου»; Πέφτουμε στὰ γόνατα καὶ Σὲ παρακαλοῦμε, μὰ Ἐσὺ παραδόξως ... αὐξάνεις τὴ δοκιμασία μας, μοιάζεις νὰ δυναμώνεις τὴν ὀργή Σου! Μᾶς ταΐζεις συνεχῶς «ἄρτον δακρύων» καὶ μᾶς ποτίζεις «ἐν δάκρυσιν ἐν μέτρῳ».
Ναί, ἁμαρτήσαμε σὲ πολλά. Μὰ καὶ μετανοοῦμε καὶ καταφεύγουμε στὸ Ἐλεός Σου.
Ἂς ἔλθει μπροστὰ τὸ θεῖο θρόνο Σου, δεόμεθα, ἔστω «ὁ στεναγμὸς τῶν πεπεδημένων», ὁ ἀσίγητος λυγμὸς τῶν ἐκπατρισμένων, καθὼς καὶ ἡ ἐναγώνια ἱκετευτικὴ κραυγὴ «τοῦ αἵματος τῶν δούλων Σου τοῦ ἐκκεχυμένου». Πόσοι τὸ 1955-59, πόσοι τὸ 1964, πόσοι τὸ 1974 πότισαν μὲ τὸ ἄλικο αἷμα τους αὐτὸ τὸ χῶμα, ἄφησαν τὴν τελευταία τους πνοή, σὰν προσευχὴ καυτή.
Κύριε, «ἐπίστρεψον ἡμᾶς», γύρισέ μας πίσω στὴν ἀγκάλη Σου καὶ τὴν προστασία Σου, στὴ γαλήνη, τὴν εὐσέβεια, τὴν ὁμόνοια, τὴν ἀρετή, τὴν προκοπή. Γύρισε τὰ παιδιὰ τῆς Κύπρου, ποὺ ἔχουν σκορπίσει στοὺς πέντε ἀνέμους, γύρισέ τα στὸν εὐλογημένο τόπο τους. Ἕνωσέ τα, ἐλεύθερα πιά.
«Ἐπίφανον τὸ Πρόσωπόν Σου». Δεῖξε μας τὴν εὐμένεια καὶ τὴν πατρικὴ στοργή Σου, χάρισέ μας τὸ Φῶς τῆς δόξας Σου, συγχωρώντας ὅλα τὰ σφάλματά μας. «Καὶ σωθησόμεθα». Θὰ δοῦμε τὴν ποθητὴ ἡμέρα τῆς σωτηρίας. Καὶ θὰ Σὲ δοξάζουμε.
Πῶς, πῶς ἔγινε αὐτὸ νὰ κατεβεῖς στὴ γῆ μας, Κύριε τοῦ οὐρανοῦ, δοξολογούμενε
καὶ ἀνυμνούμενε παντοτεινά, καὶ νὰ γίνεις, ὁ παντοδύναμος, ἕνα ἀδύνατο παιδάκι,
στὴν ἀγκαλιὰ μιᾶς μικρῆς κοπελίτσας!; -ἄλλο τοῦτο τὸ θαῦμα μὲ σένα Παρθένε Μαρία
εὐλογημένη!
Καὶ πὼς ὕστερα, ὁ Δημιουργὸς καὶ Τεχνίτης καὶ Κυβερνήτης τοῦ σύμπαντος, πῶς ἔκανες
πόρτες καὶ παράθυρα καὶ ἐπισκευὲς μὲ ἕνα σκεπάρνι στὰ φτωχικὰ σπίτια τῆς Ναζαρὲτ
στοὺς δύστροπους;
Κι ὕστερα, τί ἦταν ἐκεῖνο σὰν μεγάλωσες; Οἱ λόγοι Σου, οἱ θεραπεῖες Σου ὅλων τῶν
ἀρρώστων, ἡ ὑποταγὴ τῆς φύσης στὰ προστάγματά Σου!; Τί δύναμη! Τί χάρη! Τί ἀγάπη!
Καὶ μετά, ἀλίμονο, πῶς δέχτηκες
νὰ Σὲ δέσουν...
νὰ Σὲ φτύσουν...
νὰ Σὲ μπατσίσουν...
νὰ Σὲ μαστιγώσουν...
νὰ Σοῦ μπίξουν στεφάνι ἀπὸ ἀγκάθια ὀδυνηρά...
νὰ Σοῦ φορέσουν ψεύτικη βασιλικὴ χλαμύδα...
νὰ Σοῦ δώσουν καλάμι ἀντὶ γιὰ σκῆπτρο κοροϊδευτικά...
νά..., Χριστέ μου, νὰ Σὲ καρφώσουν πάνω στὸ σταυρὸ ἀνάμεσα σὲ δυὸ λῃστές, Ἐσένα
τὸν Πανάγιο!;...
Νὰ τρυπήσουν τὴν πλευρά Σου μὲ τὴ λόγχη...
Πῶς τὰ δέχτηκες ὅλα αὐτά, ὅταν εἶχες μπροστά Σου, στὶς προσταγές Σου μυριάδες ἀγγέλων
καὶ ἀρχαγγέλων;!
Πῶς, Κύριέ μου;! Καὶ γιατί; Γιατί;
Δὲ τὰ χωρεῖ ὁ νοῦς μου ὅλα αὐτὰ τὰ πῶς καὶ πιὸ πολὺ δὲν χωρεῖ τὸ ὅτι τὰ δέχτηκες
ὅλα αὐτὰ γιὰ μένα τὸν μικρὸ καὶ ἁμαρτωλό!...
Πῶς, Κύριε!; Πῶς!; Γιατί, Κύριε;
Ἡ ἀγάπη Σου, ἡ μεγάλη σου ἀγάπη, ἡ ἄπειρη ἀγάπη Σου!
Σ᾿ εὐχαριστῶ κατάπληκτος. Σ᾿ εὐχαριστῶ. Σ᾿ εὐχαριστῶ.
Θὰ Σὲ εὐχαριστῶ παντοτεινά.
Τὴν πρώτη κιόλας μέρα τῆς κατασκήνωσης ἄκουσα κάτι ποὺ μὲ συγκλόνισε. Ἦταν μία φράση μικρή. «Σὲ ψάχνει ὁ Θεός!». Νά ῾ξερες, Θεέ μου, πόσο χάρηκα ποὺ τὸ ἄκουσα! Σὲ ἀναζητῶ κι ἐγὼ καὶ χαίρομαι, γιατὶ τώρα ποὺ μὲ ἀναζητᾶς κι Ἐσὺ εἶναι σίγουρο πὼς θὰ συναντηθοῦμε.
Ἐσύ, Θεέ μου, εἶσαι ὁ Πατέρας μου. Μὲ ξέρεις τόσο καλὰ σὰν Παντογνώστης ποὺ εἶσαι. Εἶμαι παιδί Σου καὶ εἶσαι ὁ Δημιουργός μου. Μὲ ξέρεις καλύτερα ἀπ᾿ ὅσο ξέρω ἐγὼ ἡ ἴδια τὸν ἑαυτό μου. Ὅμως τί περίεργο! Πατέρα μου, αἰσθάνομαι πὼς εἶσαι γιὰ μένα ἕνας μεγάλος ἄγνωστος. Μὲ συγχωρεῖς ποὺ σοῦ τὸ λέω, ἀλλὰ θέλω νὰ εἶμαι εἰλικρινὴς μαζί Σου...
Ἐσὺ μὲ δημιούργησες, Ἐσὺ μὲ προίκισες μὲ χαρίσματα, μὲ κάλεσες κοντά Σου, γέμισες τὴν ἀγκαλιά μου καὶ τὰ χέρια μου μὲ τόσα δῶρα, μ᾿ ἀγάπησες μὲ μίαν ἀγάπη ποὺ ὅμοιά της στὸν κόσμο δὲν εἶν᾿ ἄλλη καὶ μ᾿ ἔχεις πάντα κοντά Σου καὶ μὲ συντροφεύεις καὶ μ᾿ ἔχεις μὲς στὴν παλάμη Σου νὰ ζῶ. Κι ἐγώ... Σ᾿ αἰσθάνομαι σὰν ξένο. Σὲ φοβᾶμαι. Εἶμαι ἕνα μικρό, τιποτένιο, ἀνάξιο, ἀδύναμο πλάσμα, τόσο περιορισμένων δυνατοτήτων... Ἀδυνατῶ νὰ συλλάβω μὲ τὸ φτωχό, μικρό μου μυαλουδάκι τὰ μεγαλεῖα τῆς θεότητός Σου, τὴ σημασία καὶ τὴν ἀξία, τὸ νόημα καὶ τὸ μέγεθος τῆς θυσίας Σου. Συγχώρεσε μέ, Κύριε! Δὲ θέλω νὰ νομίζεις πὼς εἶναι μάταιη ἡ θυσία Σου γιὰ μένα. Μέσα ἀπ᾿ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μου. Σ᾿ εὐχαριστῶ ποὺ πόνεσες καὶ θυσιάστηκες γιὰ μένα. Ὧρες-ὧρες ὅμως εἶσαι τόσο ἀκατανόητος!
Λένε πώς, ἂν ἡ ψυχὴ Σὲ βρεῖ, δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τίποτε ἄλλο. Καὶ δὲν προσκολλᾶται στὰ γήινα. Ἀποχωρίζεται ἀπ᾿ αὐτά. Ἀλήθεια, ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποῦ ζοῦν ἔτσι; Καὶ πληροῦνται Πνεύματος Ἁγίου καὶ γίνονται θεοφόροι; Κι ἂν Σὲ πλησιάσουν καὶ Σ᾿ ἀγαπήσουν, Θεέ μου, εἶναι δυνατὸν μετὰ ἀπὸ τόσο ἰσχυρὴ ἕλξη νὰ μπορέσουν νὰ ἐπιστρέψουν ξανὰ στὰ γήινα, γιὰ νὰ συνεχίσουν τὶς τετριμμένες, καθημερινές τους ἀσχολίες. Πῶς εἶναι δυνατὸ αὐτό, ὅταν νοῦς καὶ καρδιὰ συνεπαίρνονται; Καὶ πὼς συμβιβάζεται ὁ φόβος Σου καὶ ἡ αἴσθηση τῆς ἀναξιότητας καὶ ἁμαρτωλότητάς μας μὲ τὴ λαχτάρα καὶ τὸν πόθο γιὰ τὴν ἕνωση μαζί Σου; Πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ γινόμαστε ἕνα μὲ Σένα τὸ Θεό, ποὺ φοβόμαστε καὶ συνάμα ἀγαποῦμε; Μὲ Σένα, ποὺ γνωρίζουμε καὶ συνάμα ἀγνοοῦμε; Μὲ Σένα, ποὺ εἶσαι τὸ πῦρ ποὺ κατακαίεις καὶ μαζὶ ἡ δροσιὰ τῆς ψυχῆς μας; Ἂν καταλαβαίναμε τί γίνεται στὸ μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ἂν τὸ συλλαμβάναμε σ᾿ ὅλο του τὸ μεγαλεῖο, θὰ μποροῦσε νὰ μείνει τὸ μυαλό μας στὴ θέση του; Εἶναι δυνατὸ νὰ ζοῦμε σὰν κανονικοὶ ἄνθρωποι, ὕστερα ἀπὸ τὴν ἕνωσή μας μαζί Σου;
Τοὺς γονεῖς μου, τ᾿ ἀδέλφια μου, τὶς φίλες μου, τοὺς καθοδηγούς μου, δὲ δυσκολεύομαι νὰ τοὺς ἀγαπήσω. Τοὺς βλέπω, τοὺς ἀγγίζω, τοὺς μιλῶ, τοὺς νιώθω κοντά μου. Μὲ Σένα δὲ συμβαίνει καθόλου τὸ ἴδιο καὶ λυπᾶμαι γι᾿ αὐτό... Θέ μου, ξέρω πὼς πολὺ μ᾿ ἀγαπᾶς. Καὶ πὼς θὰ πάρεις τὸ γράμμα μου καὶ θὰ μοῦ ἀπαντήσεις. Σὲ παρακαλῶ, μὴ σταματήσεις νὰ μ᾿ ἀναζητᾶς. Νὰ μὲ καταδιώκει τὸ ἔλεός σου. Ξεκίνησα κι ἐγὼ καὶ Σὲ ψάχνω. Κι ὅταν Σὲ βρῶ κι ἀνταμώσουμε, ὤ, τότε! Γιὰ τίποτε στὸν κόσμο μὴ μ᾿ ἀφήσεις ν᾿ ἀφήσω τὴ δική Σου ἀγκάλη...
Τὸ παιδί Σου
Α.
φοιτήτρια-Θεσσαλονίκη
Ὦ, Παναγιά μου, Δέσποινα, γλυκύτατη Παρθένα
εἰς τὸν ἀγώνα τῆς ζωῆς, βοήθα με καὶ ἐμένα.
Βοήθησέ με Παναγιά, γλυκιά μου Παναγία,
γιατὶ ἡ ζωὴ εἶναι θάλασσα, μεγάλη τρικυμία.
Καὶ ναυαγὸς εὑρίσκομαι μέσα στὴ βιοπάλη,
στὴ χάρη σου στηρίζομαι, Παρθένα, τὴ μεγάλη.
Καὶ σὰν μητέρα εὐσπλαχνική, ἐλπίζω νὰ μᾶς σώσεις,
κι ἀπὸ ὁρατοὺς κι ἀόρατους ἐχθροὺς νὰ μᾶς γλιτώσεις.
Στὴ σκέπη τῶν πτερύγων σου σκέπασε, Παναγιά μου,
ὅλου του κόσμου τὰ παιδιὰ καὶ ὕστερα τὰ δικά μου.
Καὶ φώτισέ τα, Παναγιά, Χριστὸ νὰ ἀκολουθήσουν
καὶ στὸν ἀγώνα τῆς ζωῆς μὲ πίστη νὰ βαδίσουν.
Τὴν πίστη, τὴν πραότητα, μὴν τὴν ἀμελήσουν,
καθὼς καὶ τὴν ἐγκράτεια μὴν τὴν καταπατήσουν.
Ναί, Παναγιά μου, Δέσποινα, λυπήσου καὶ εὐσπλαχνίσου
καὶ ἄφεση ἁμαρτιῶν ζήτησε ἀπ᾿ τὸ Παιδί Σου.
Νὰ συγχωρήσει πταίσματα καὶ τὰ ἁμαρτήματά μας,
νὰ ὁδηγήσει στὸ καλὸ καὶ ἐμᾶς καὶ τὰ παιδιά μας.
Πατέρα ἐπουράνιε, ὁμολογῶ τὸν ἅγιό σου Λόγο γιὰ τὸ ταξίδι ποὺ πρόκειται νὰ πραγματοποιήσω σύντομα καὶ πιστεύω ὅτι ὁ ἅγιος σου Λόγος δὲν ἐπιστρέφει σὲ σένα κενός, ἀλλὰ ἐκτελεῖ τὸ θέλημά σου ὅπου ἐσὺ τὸν ἀποστέλλεις.
Τώρα ποὺ ἑτοιμάζομαι νὰ ταξιδέψω χαίρομαι καὶ εὐφραίνομαι γιὰ τὶς ὑποσχέσεις μέσα στὸν ἅγιό σου Λόγο γιὰ προστασία καὶ ἀσφάλεια σ᾿ αὐτοὺς ποὺ σὲ ἀγαποῦν καὶ εἶναι ὑπάκουοι στὸ Λόγο σου. Μόνο ἐσύ, Κύριε, μὲ ἔχεις πραγματικὰ ἀσφαλισμένο. Σοῦ ἔχω ἐμπιστοσύνη καὶ εἶμαι κάτω ἀπὸ τὴ θεία σου προστασία. Ἐὰν ἔχω κάποιο πρόβλημα ἢ κάποια πρόκληση τῆς ζωῆς τρέχω πάντοτε σὲ σένα ποὺ εἶσαι τὸ φρούριό μου καὶ τὸ καταφύγιό μου σὲ ὥρα ἀνάγκης. Πιστεύοντας τὸν ἅγιό σου Λόγο, ὁμολογῶ, στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἰρήνη, ἀσφάλεια καὶ ἐπιτυχία στὸ ταξίδι ποὺ ἑτοιμάζομαι τώρα νὰ πραγματοποιήσω.
Ὡς παιδὶ τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶμαι τὸ ταξίδι μου εἶναι κάτω ἀπὸ τὴ σκέπη τοῦ Ὑψίστου καὶ ἄγγελοι τοῦ Κυρίου μὲ προστατεύουν καὶ μὲ περιτριγυρίζουν σὰν εἶμαι μέσα στὸ αὐτοκίνητο/ἀεροπλάνο/τραῖνο/πλοῖο. Θὰ συνεχίσω μὲ τὰ σχέδιά μου γιὰ τὸ ταξίδι μου χωρὶς φόβο γιὰ δυστύχημα, προβλήματα ἢ ὁποιαδήποτε ταλαιπωρία. Ἔχω τὴν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ καὶ δὲ θὰ ἐπιτρέψω σὲ ὁποιοδήποτε φόβο νὰ μὲ κυριεύσει σὰν ταξιδεύω. Ὁ Κύριος μὲ ἐλευθερώνει ἀπὸ κάθε κακὸ καὶ μὲ διατηρεῖ γιὰ τὴ βασιλεία του. Εἶμαι σίγουρος ὅτι τὸ ταξίδι μου θὰ κυλήσει ὁμαλὰ καὶ θὰ εἶναι κατὰ πάντα εὐλογημένο ἀπὸ τὸν Κύριο.
Σ᾿ εὐχαριστῶ, Πατέρα, ποὺ σὲ κάθε περίσταση εἶσαι ἐκεῖ γιὰ νὰ μὲ προστατεύεις. Ἄσχετα μὲ τὸ πῶς ταξιδεύω ἐσὺ μὲ προστατεύεις. Ὅλα πάνω στὴ γῆ εἶναι κάτω ἀπὸ τὶς ἐντολές σου. Εἶσαι ὁ ἐπουράνιός μου πατέρας καὶ μὲ φροντίζεις. Μέσῳ τῆς πίστης μου σὲ σένα πατῶ πάνω στὰ φίδια καὶ στοὺς σκορπιοὺς καὶ πάνω σε ὅλη τὴ δύναμη τοῦ ἐχθροῦ καὶ τίποτε δὲν πρόκειται νὰ μὲ βλάψει. Ἐκεῖ ποὺ πηγαίνω θὰ εἶμαι κάτω ἀπὸ τὴ σκέπη σου καὶ ὁτιδήποτε φάω ἢ πιῶ δὲ θὰ μὲ βλάψει. Τὸ ταξίδι μου εἶναι κατὰ πάντα εὐλογημένο.
Πατέρα, σοῦ δίνω τὴ δόξα γιὰ τὸ καθετί. Σ᾿ εὐχαριστῶ ποὺ εἶσαι πάντοτε μαζί μου καὶ εἶμαι σὲ ἀσφάλεια καὶ προστασία. Μὲ σκεπάζεις μὲ τὸ ἔλεός σου καὶ ὅλη ἡ οἰκογένειά μου καὶ τὰ ταξίδια μας εἶναι κάτω ἀπὸ τὴ σκέπη σου. Καμιὰ τρίχα τῆς κεφαλῆς μας δὲ θὰ χαθεῖ. Σ᾿ εὐχαριστῶ, Πατέρα, γιὰ τὴν καθοδήγησή σου καὶ τὴν ἀσφάλειά σου. Εἶσαι ἄξιος κάθε τιμῆς καὶ δοξολογίας! Ἀμήν.
Πατέρα, στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἶναι γραμμένο στὸ Λόγο Σου ὅτι ἡ ἀγάπη Σου εἶναι ἐκκεχυμένη μέσα στὶς καρδιές μας διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ μᾶς δόθηκε. Ἐπειδὴ εἶσαι μέσα μας, ἀναγνωρίζουμε ὅτι ἡ ἀγάπη Σου μᾶς κυβερνᾶ ἐντελῶς. Πιστεύουμε ὅτι ἡ ἀγάπη Σου ἐκδηλώνεται πλήρως ἑνώνοντάς μας ἐν ἀληθείᾳ, τελειοποιώντας μας γιὰ κάθε ἔργο ἀγαθὸ νὰ κάνουμε τὸ θέλημά Σου, ἐνεργώντας μέσα μας τὸ εὐάρεστο στοὺς ὀφθαλμούς Σου.
Ζοῦμε καὶ συμπεριφερόμαστε στὸ γάμο μας τίμια καὶ μὲ σεβασμὸ ὁ ἕνας πρὸς τὸν ἄλλον. Τὸν θεωροῦμε πολύτιμο, ἄξιο καὶ μεγάλης τιμῆς. Ἀποφασίζουμε νὰ ζοῦμε σὲ ἀμοιβαία ἁρμονία καὶ συμφωνία ὁ ἕνας πρὸς τὸν ἄλλον, βρίσκοντας μεγάλη εὐχαρίστηση μεταξύ μας καὶ ἔχοντας τὸ ἴδιο φρόνημα καὶ ἑνωμένοι στὸ πνεῦμα.
Πατέρα, πιστεύουμε καὶ λέμε ὅτι εἴμαστε ἁπαλοί, σπλαχνικοί, εὐγενικοί, τρυφεροὶ στὴν καρδιὰ καὶ ταπεινόφρονες. Κυνηγοῦμε τὴν εἰρήνη καὶ κρατεῖ τὶς καρδιές μας σὲ ἡσυχία καὶ ἀσφάλεια. Ἐπειδὴ ἀκολουθοῦμε τὴν ἀγάπη καὶ μένουμε στὴν εἰρήνη, οἱ προσευχές μας δὲν ἐμποδίζονται καθόλου, στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Εἴμαστε συγκληρονόμοι τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ.
Ὁ γάμος μας δυναμώνει μέρα μὲ τὴ μέρα σὲ δεσμὸ ἑνότητας διότι εἶναι θεμελιωμένος στὸ Λόγο Σου καὶ ριζωμένος στὴν ἀγάπη Σου. Πατέρα, Σ᾿ εὐχαριστοῦμε γιὰ τὴν ἐκτέλεσή Του, στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀμήν.
Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ὁ εὐλογημένος καρπὸς τῆς Παναγίας μητέρας σου, σὺ ποὺ καταδέχτηκες νὰ γίνεις ἄνθρωπος γιὰ τὴ δική μας σωτηρία καὶ μεγάλωσες καὶ ἀνατράφηκες μέσα σὲ μιὰ οἰκογένεια εὐλογημένη καὶ ἁγία, σὲ παρακαλοῦμε νὰ ἀκούσεις τὴ δέησή μας καὶ νὰ εὐλογήσεις καὶ τὴ δική μας οἰκογένεια. Ἔλα, Κύριε, νὰ κατοικήσεις καὶ νὰ μένεις μαζί μας. Ἐπιθυμοῦμε καὶ σὲ παρακαλοῦμε νὰ γίνεις ἐσὺ ὁ σύντροφός μας, ὁ καλός μας σύμβουλος καὶ δάσκαλος, ὁ παντοδύναμος προστάτης καὶ βοηθὸς καὶ ἰατρὸς τῶν ἀσθενειῶν μας. Δῶσε, Κύριε, νὰ βασιλεύει στὸ σπίτι μας τὸ ἅγιο θέλημά σου. Χάρισέ μας ὁμόνοια, εἰρήνη, ἀγάπη, ἀνοχὴ καὶ μακροθυμία, ἑνότητα, ὑπομονὴ καὶ κάθε ἄλλη ἀρετή. Χάριζέ μας τὰ πνευματικά καὶ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά σου. Καὶ ἀξίωσέ μας ἡμέρα καὶ νύκτα νὰ δοξάζουμε καὶ νὰ εὐλογοῦμε μὲ εὐγνωμοσύνη τὸ ἅγιο ὄνομά σου καὶ τοῦ ἀνάρχου σου Πατρὸς καὶ τοῦ παναγίου καὶ ἀγαθοῦ σου Πνεύματος. Ἀμήν.
Πατέρα μου, γνωρίζω ὅτι ἐνδιαφέρεσαι γιὰ τὸ πνεῦμα, τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα μου. Κύριε, Σοῦ ζητῶ, στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ νὰ τσακίσεις (νὰ σπάσεις, νὰ καταστρέψεις) τὸ πνεῦμα τοῦ χρέους ἀπὸ τὴ ζωή μου.
Ἐπίσης, Σοῦ ζητῶ θαυματουργικὰ νὰ διαγράψεις (νὰ σβήσεις, νὰ ἐξαλείψεις) τὰ χρέη μου ὅπως ἔκαμες καὶ μὲ τὴ χήρα στὴν Παλαιὰ Διαθήκη (Β´ Βασ. δ´ 1-7). Σ᾿ εὐχαριστῶ, Πατέρα μου, ποὺ μοῦ ἔδωσες ἐξουσία σ᾿ ὁλόκληρο τὸν πνευματικὸ κόσμο (Λουκ. ι´ 19).
Μὲ παῤῥησία ἐπιτιμῶ τὸ πνεῦμα τοῦ χρέους, διότι εἶναι σταλμένο ἀπὸ τὸ διάβολο. Στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, σὲ δένω καὶ σπάζω τὴ δύναμή σου ἀπὸ τὴ ζωή μου καὶ τὰ οἰκονομικά μου. Πνεῦμα χρέους δὲ θὰ λειτουργεῖς πλέον στὴ ζωή μου! Στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἶσαι δεμένο καὶ εἶμαι ἐλεύθερος ἀπὸ τὴν ἐξουσία σου!
Πατέρα Θεέ, Σ᾿ εὐχαριστῶ ποὺ μὲ κάνεις νὰ γνωρίσω μέσα στὸ πνεῦμα μου ὅτι αὐτὸ τὸ πονηρὸ πνεῦμα εἶναι δεμένο καὶ ἡττημένο στὴ ζωή μου.
Τώρα μιλῶ στὰ λειτουργικὰ πνεύματα (τοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ) ποὺ εἶναι στὴν Ἀνατολή, Δύση, Βορρᾶ καὶ Νότο νὰ ἐλευθερώσουν τὴν ἀφθονία τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή μου.
Μὲ παῤῥησία διακηρύττω ὅτι θαύματα ἀρχίζουν νὰ γίνονται στὰ οἰκονομικά μου. Στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, δέχομαι τὴν οἰκονομικὴ ἀπελευθέρωσή μου.
Κύριέ μου, Σὲ δοξάζω γιὰ τὰ οἰκονομικὰ θαύματα ποὺ ἐλευθερώνονται στὴ ζωή μου ἀπὸ σήμερα. Στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀμήν.
Ἅγιε Μεγαλομάρτυς τοῦ Θεοῦ Χριστοφόρε πολύαθλε, πρὶν κρατήσω σήμερα τὸ τιμόνι στὰ χέρια μου, σὲ ἱκετεύω· μὲ τὴ Μαρτυρική σου παρρησία πρὸς τὸν Χριστό, βοήθησέ με νὰ διέλθω ἀβλαβῶς ὅλους τους κίνδυνους τῆς ἀσφάλτου, ἔχοντάς σε δίπλα μου ἀρωγὸ καὶ προστάτη μου. Κράτησε μαζί μου στιβαρὰ τὸ τιμόνι καὶ φώτιζε με νὰ ὁδηγῶ ψύχραιμα, συνετά, πειθαρχημένα, εἰρηνικὰ εὐγενικὰ καὶ μὲ πλήρη συναίσθηση τῆς ὁδηγητικῆς εὐθύνης. Δῶσε μου μάτια προσεκτικὰ καὶ ἐπαγρύπνηση ἀνύστακτη, ὥστε καμία ἐνέργειά μου νὰ μὴν ἀπειλήσει τὴν ζωὴ ἢ τὴν ὑγεία τῶν ἄλλων. Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὶς ἀπροσεξίες τῶν ἄλλων αὐτοκινητιστῶν προστάτευσέ με, ἅγιε προστάτα τῶν ἐπικαλουμένων σε μὲ πίστη ὀδηγῶν.
Ὦ Πανάγιε Σωτῆρά μου, λογιάζω μέσα μου, τί λόγια νὰ εὕρω διὰ νὰ σὲ χαιρετίσω, καὶ ποῖον χάρισμα, νὰ σὲ κάμω διὰ νὰ σοὶ εὐχαριστήσω, καθὼς πρέπει· ἀμὴ τίποτε δὲν εὑρίσκω, ὁποῦ νὰ εἶναι ἄξιον διὰ σὲ τὸν Θεὸν καὶ Πλάστην μου· μόνον γίνομαι ἐξεστηκώς, πῶς ἐδόθη τοῦτο τὸ μέγα Μυστήριον εἰς ἐμὲ τὸν ἀνάξιον. Ὦ μεγαλοδύναμε Θεέ, καὶ Πλάστη μου, καὶ Πατέρα μου αἰώνιε, εὐχαριστῶ σοι, ὁποῦ μὲ ἠξίωσες νὰ χορτάσω πολλάκις, ὡς καὶ τὴν σήμερον τὴν Σάρκα καὶ τὸ Αἶμά Σου. Χριστέ μου πολυέλεε, παρακαλῶ σε νὰ μὴ τιμωρηθῶ ὡς ἀνάξιος, ἀλλὰ νὰ συγχωρηθῶ ὡσὰν μωρὸς καὶ ἀνόητος. Κάμε, Δέσποτά μου, νὰ μὴ λείψῃ ἡ χάρις Σου ποτὲ ἀπὸ ἐμέ· δός μοι ταύτας τὰς θεϊκὰς ἀρετὰς νὰ τὰς ἔχω, πίστιν, ἐλπίδα, ἀγάπην, φρόνησιν, ὑπομονήν, παρθενίαν, ταπείνωσιν, καθαρότητα, καὶ τὸ περισσότερον, φώτισιν, διὰ νὰ γνωρίζω τὰ θελήματά Σου, θέλησιν, διὰ νὰ τὰ κάμνω, δύναμιν, διὰ νὰ ἀντιστέκωμαι εἰς ὅλα τὰ κακά, ὁποῦ μὲ πολεμοῦσι, καὶ νὰ στερεώνομαι εἰς ὅλα τὰ καλά, ὁποῦ μοὶ πρέπουσι, καὶ σὲ ἀρέσκουσιν. Ὦ Θεέ μου, λυπήσου με, καὶ μὴ μὲ ἀφήσῃς νὰ ξεπέσω πλέον εἰς τὰ πρῶτά μου πταίσματα. Διότι ἐγὼ σὲ τάσσω, πῶς εἶναι ὅλη μου ἡ γνώμη καὶ ἡ θέλησις εἰς τὴν ἐξουσίαν Σου, καὶ δὲν θέλω εὔγῃ πλέον ποτέ, μὲ τὴν βοήθειάν Σου, ἀπὸ τὴν ὐπακοήν Σου. Ἀμήν.
(Ἐκ τοῦ περιοδικοῦ· Ἁγιορείτικη Μαρτυρία, Ἱ. Μ. Ξηροποτάμου)
Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ ἐκ τῶν πατρικῶν κόλπων κατελθὼν ἐν τῇ γαστρὶ τῆς Ἀειπαρθένου καὶ Θεοτόκου Μαρίας, καὶ σάρκα λαβὼν καὶ γενόμενος ἄνθρωπος, ἵνα σώσῃς ἐμὲ τὸν ταλαίπωρον ἄνθρωπον, καὶ σταυρωθείς, καὶ παθών, καὶ ταφείς, καὶ ἀναστὰς τριήμερος, καὶ ἀναληφθεὶς εἰς τοὺς οὐρανούς, καὶ ἐν δεξιᾷ καθήμενος τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός, καὶ μέλλων ἐλθεῖ κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς· μὴ μὲ ἐγκαταλίπῃς ἀπὸ τῆς ἀπείρου Σου ἐλεημοσύνης, φύλαξόν με ὑπὸ τὴν σκέπην τῶν πτερύγων Σου, στήριξον τὸν φόβον Σου εἰς τὴν καρδίαν μου, καθήλωσον ἐκ τοῦ φόβου Σου τὰς σάρκας μου, ἐλέησόν με κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου, ἀξίωσόν με τῆς Οὐρανίου Σου Βασιλείας, λύτρωσαί με ἀπὸ πάσης ἀδικίας, ἀπὸ πάσης συκοφαντίας, ἀπὸ πάσης πλεονεξίας, ἀπὸ πάσης ἔριδος, ἀπὸ παντὸς ἀνιέρου συμβεβηκότος, κατάπεμψόν μοι Ἄγγελον εἰρήνης, πιστὸν ὁδηγόν, φύλακα τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματός μου· ἐξελοῦ με ἀπὸ ἀνθρώπου πονηροῦ, καὶ ἀπ᾿ ἀνδρὸς ἀδίκου, καὶ δολίου, καὶ ῥῦσαί με πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν Ἁγίων τῶν ἀπ᾿ αἰῶνός σοι εὐαρεστησάντων. Ἀμήν.
Εἰς τὴν ἀρχὴν τοῦ ἔτους
Εἰς καιρὸν ἀσθενείας καὶ πόνου
Εἰς ὥρας κινδύνων
Ἐπινίκιοι εὐχαριστίαι
Ἠμπορεῖς, Θεέ μου, νὰ σταματήσῃς σήμερα τὸ ρεῦμα μιᾶς ζωῆς, ποὺ κατεσπατάλησα
καὶ νὰ μὲ καλέσῃς κοντά σου μὲ ἄδεια χέρια.
Ἀλλὰ νά, ὕστερα ἀπὸ τόσες πολύτιμες ἡμέρες, ποὺ μὲ τόσην ἀφροσύνην ἐξώδευσα, ἡ ἀγαθότης
σου θέλει ἀκόμη νὰ μοῦ προσφέρῃ τὸ μέσον διὰ νὰ ἐπανορθώσω ἕνα παρελθόν, διὰ τὸ
ὁποῖον σήμερα αἰσθάνομαι τόσην λύπην διὰ τὰς τόσας χάριτας ποὺ ἔχασα.
Ἂς εἶναι δοξασμένον τὸ ἅγιον Ὄνομά σου διὰ τὴν ἄπειρον μακροθυμίαν σου, ποὺ δείχνεις
εἰς ἐμὲ καὶ διὰ τὴν γενναιοδωρίαν σου, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἐπιθυμῶ νὰ ἐπωφεληθῶ αὐτὴν
τὴν φορὰ πραγματικῶς.
Τὸ ἔτος αὐτὸ τῆς χάριτος, ποὺ διανοίγεται σήμερα, εἶναι τὸ θεῖον κεφάλαιον, ποὺ
μοῦ ἐμπιστεύεσαι διὰ νὰ τὸ ἐκμεταλλευτῶ καὶ τὸ αὐξήσω. Καὶ ἀφοῦ, ἐν τῇ ἀπείρῳ σου
ἀγαθότητι, μοῦ χορηγεῖς τὸν πλοῦτον αὐτὸν διὰ τὴν σωτηρίαν μου, φώτισέ με Κύριε,
καὶ ἐνίσχυσέ με διὰ νὰ τὸν χρησιμοποιήσω διὰ τὴν εὐτυχίαν μου καὶ διὰ τὴν δόξαν
σου!
Ἐνίσχυσε, Κύριε, τὴν ἀδύνατη θέλησί μου· Φώτισε τὸν νοῦν μου καὶ δῶσε, ὥστε τὸ ἔτος
αὐτὸ νὰ γίνῃ δι᾿ ὅλους πράγματι νέον ἔτος, γεμᾶτο ἀπὸ κάθε ἀγαθωσύνην καὶ δικαιοσύνην
καὶ ἀλήθειαν καὶ εἰρήνην, πρὸς δόξαν τοῦ ἁγίου ὀνόματός σου. Ἀμήν.
Ὦ Θεέ μου, εἶσαι πλησίον μου! Ἀνήσυχος, ταραγμένος σὲ ἐπικαλοῦμαι καὶ λαμβάνω
ἐνίσχυσιν.
Ἀσθενής, ἐξηντλημένος, σὲ ἐπικαλοῦμαι καὶ αἰσθάνομαι ἀνακούφισιν. Ἐγκαταλελειμμένος,
σὲ ἐπικαλοῦμαι καὶ ἀκούω νὰ μοῦ ἀπαντᾷς: Εἶμαι κοντά σου!
Ὁ τίμιος Σταυρός σου εἶναι ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια μου καὶ μὲ ἐγκαρδιώνει. Ἡ εἰκόνα
σου, ἡ τόσον γλυκεῖα καὶ συγκινητική, εἶναι ἀπέναντί μου καὶ μοῦ μεταδίδει εἰρήνην.
Ἐνδέχεται νὰ ὑποφέρω· εἶμαι ὅμως ἤρεμος καὶ ὑπομονητικός. Ἐνδέχεται νὰ εἶμαι χωρὶς
δύναμιν, ποτὲ ὅμως χωρὶς ἐνίσχυσιν.
Καὶ μὲ τὴν χάριν σου, Κύριε, ἡ εἰρήνη καὶ ἡ χαρὰ μένουν εἰς τὴν ψυχήν μου.
Ἕως πότε, Κύριε, ἐπιλήσῃ μου εἰς τέλος; ἕως πότε ἀποστρέφεις τὸ πρόσωπον σου
ἀπ᾿ ἐμοῦ;
Ἕως τίνος θήσομαι βουλὰς ἐν ψυχῇ μου, ὀδύνας ἐν καρδίᾳ μου, ἡμέρας καὶ νυκτός;
Ἕως πότε ὑψωθήσεται ὁ ἐχθρός μου ἐπ᾿ ἐμέ; Ἐπίβλεψον, εἰσάκουσόν μου, Κύριε, ὁ Θεός
μου.
Φώτισον τοὺς ὀφθαλμούς μου, μήποτε ὑπνώσω εἰς θάνατον· μήποτε εἴπῃ ὁ ἐχθρός μου·
Ἴσχυσα πρὸς αὐτόν.
Οἱ θλίβοντές με ἀγαλλιάσονται, ἐὰν σαλευθῶ· ἐγὼ δέ, ἐπὶ τῷ ἐλέει σου ἤλπισα.
Ἀγαλλιάσεται ἡ καρδία μου ἐπὶ τῷ σωτηρίῳ σου· ᾄσω τῷ Κυρίῳ τῷ εὐεργετήσαντί με,
καὶ ψαλῶ τῷ ὀνόματι Κυρίου τοῦ Ὑψίστου.
Ὑψώσω σε, Κύριε, ὅτι ὑπέλαβές με, καὶ οὐκ εὔφρανας τοὺς ἐχθρούς μου ἐπ᾿ ἐμέ.
Κύριε ὁ Θεός μου, ἐκέκραξα πρὸς σέ, καὶ ἰάσω με.
Κύριε, ἀνήγαγες ἐξ ᾅδου τὴν ψυχήν μου, ἔσωσάς με ἀπὸ τῶν καταβαινόντων εἰς λάκκον.
Ψάλατε τῷ Κυρίῳ, οἱ ὅσιοι αὐτοῦ, καὶ ἐξομολογεῖσθε τῇ μνήμῃ τῆς ἁγιωσύνης αὐτοῦ.
Ὅτι ὀργὴ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ, καὶ ζωὴ ἐν τῷ θελήματι αὐτοῦ.
Τὸ ἑσπέρας αὐλισθήσεται κλαυθμός, καὶ ἐν τῷ πρωῒ ἀγαλλίασις.
Ἐγὼ δὲ εἶπα ἐν τῇ εὐθηνίᾳ μου· Οὐ μὴ σαλευθῶ εἰς τὸν αἰῶνα.
Κύριε, ἐν τῷ θελήματί σου παρέσχου τῷ κάλλει μου δύναμιν.
Ἀπέστρεψας δὲ τὸ πρόσωπόν σου, καὶ ἐγενήθην τεταραγμένος.
Πρὸς σέ, Κύριε κεκράξομαι, καὶ πρὸς τὸν Θεόν μου δεηθήσομαι.
Τίς ὠφέλεια ἐν τῷ αἵματί μου, ἐν τῷ καταβαίνειν με εἰς διαφθοράν;
Μὴ ἐξομολογήσεταί σοι χοῦς; ἢ ἀναγγελεῖ τὴν ἀλήθειαν σου;
Ἤκουσε Κύριος, καὶ ἠλέησέ με· Κύριος ἐγενήθη βοηθός μου.
Ἔστρεψας τὸν κοπετόν μου εἰς χορὸν ἐμοί· διέῤῥηξας τὸν σάκκον μου, καὶ περιέζωσάς
με εὐφροσύνην.
Ὅπως ἂν ψάλῃ σοι ἡ δόξα μου, καὶ οὐ μὴ κατανυγῶ.
Κύριε ὁ Θεός μου, εἰς τὸν αἰῶνα ἐξομολογήσομαί σοι.