Θεέ μου, Σὺ ποὺ δέχτηκες τὴν θυσία τοῦ Ἀβραάμ, ποὺ εἶδες μὲ συμπάθεια τὴν ὁλοκαύτωση τὸν Ἰεφθάε, ποὺ δὲν περιφρόνησες τὰ δῶρα τοῦ Ἄβελ, ποὺ γιὰ χάρη τοῦ Σαμουὴλ τοῦ (ἀγαπητοῦ) παιδιοῦ Σου ἀνέδειξες τὴν Ἄννα προφήτιδα. Αὐτὸς Κύριέ μου, Κύριε, γιὰ χάρη ἐμοῦ τοῦ δούλου Σου, δέξου τὴν ψυχὴ τῆς καλῆς μου μάνας.
Λάβε ὑπόψη Σου, Κύριε, τοὺς κόπους καὶ τοὺς μόχθους ποὺ κοπίασε γιὰ μένα. Θυμήσου, Κύριε, τοὺς στεναγμοὺς καὶ τὰ δάκρυα, ποὺ ἔχυσε, ὅταν ἔφυγα ἀπὸ τὰ χέρια της πρὸς Ἐσένα. Θυμήσου, Κύριε, τοὺς μαστοὺς ποὺ θήλασαν ἐμένα τὸν ταπεινό, γιὰ νὰ χαρεῖ τὴ νιότη μου καὶ δὲν ἀπήλαυσε. Δέσποτα, μὴ λησμονήσεις ὅτι οὔτε γιὰ μία ὥρα δὲν μποροῦσε νὰ μὲ ἀποχωρισθῇ καὶ μὲ ἀποχωρίστηκε γιὰ πάντα. Θυμήσου, Δέσποτα, Σύ, ποὺ τὰ ξέρεις ὅλα, ὅτι, ὅταν ἐπρόκειτο νὰ χαρεῖ ἀπὸ ἐμένα, τότε τῆς στέρησα τὸν ἑαυτό μου γιὰ τὸ ὄνομά Σου. Μὴ ξεχάσεις, δίκαιε, τοὺς σπαραγμοὺς τῆς καρδίας της τὴν ἡμέρα ποὺ κατέφυγα σὲ Σένα.
Γνωρίζεις Κύριε τὶς ἀγρυπνίες της κάθε νύχτα, ἐνθυμούμενη τὴ νεότητά μου ἀπὸ τότε ποὺ τὴν ἐγκατέλειψα. Σὺ ξέρεις Κύριε, πόσες νύχτες ἔμεινε ἄυπνη, ζητώντας τὸ πρόβατο, ποὺ κοιμόταν μαζί της. Μὴ λησμονήσεις φιλάνθρωπε τὸν πόνο ποὺ συνεῖχε τὴν καρδιά της, ὅταν βλέποντας τὰ ἐνδύματά μου ἔλιωνε, διότι δὲν ἔβλεπε πλέον τὸ μαργαριτάρι της ποὺ τὰ φοροῦσε. Θυμήσου Δέσποτα, ὅτι τῆς στέρησα τὴν παρηγοριὰ καὶ τὴ χαρὰ καὶ τὴν ἀγαλλίαση, γιὰ νὰ ὑπηρετήσω Ἐσένα, τὸ δικό μου καὶ δικό της Θεὸ καὶ Δεσπότη τῶν ὅλων.
Στεῖλε της ἀγγέλους ποὺ σῴζουν τὴν ψυχή της, ἀπὸ τὰ πονηρὰ πνεύματα καὶ τὰ σκληρὰ θηρία τοῦ ἀέρα τούτου, ποὺ ἐπιχειροῦν νὰ καταπιοῦν ὅσους περνοῦν ἀνάμεσά τους. Ἐξαπόστειλε σ᾿ αὐτὴν Κύριε, Κύριε, ἰσχυροὺς φύλακες, ποὺ θὰ πολεμήσουν κάθε ἀκάθαρτη δύναμη, ποὺ θὰ τὴ συναντήσουν καὶ χωρὶς λύπη καὶ βάσανο, Θεέ μου, δῶσε ἐντολὴ νὰ διαχωριστῇ ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὸ σῶμα.
Καὶ ἐὰν ὡς γυναῖκα, μὲ λόγια ἢ μὲ ἔργα ἁμάρτησε σ᾿ αὐτὴ τὴ ζωή, συγχώρησε τὴν ψυχή της ἔνεκα τῆς θυσίας, ποὺ μὲ γέννησε καὶ πρόσφερε σὲ Σένα ἐμένα τὸν ἀνάξιο δοῦλο Σου. Ναί, Κύριε, Κύριε ὁ Θεός, ὁ δίκαιος καὶ φιλάνθρωπος κριτής, μὴ ὁδηγήσεις αὐτὴν ἀπὸ τὴν θλίψη σὲ θλίψη, ἀπὸ πόνο σὲ πόνο καὶ ἀπὸ στεναγμοὺς σὲ στεναγμούς, ἀλλὰ ἀντὶ τῆς λύπης, ποὺ λυπήθηκε γιὰ τὸ μονάκριβό της, σὲ χαρά. Ἀντὶ δάκρυα σὲ ἀγαλλίαση ποὺ ἑτοίμασες στοὺς ἁγίους Σου ὁ Θεός, ὁ Θεός μου εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.