Ὅσιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος - Ὕμνος Λ´

Ἐπιλογὴ στίχων καὶ ἐλεύθερη ἀπόδοση στὴ νέα Ἑλληνικὴ
ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Μονὴ Ὁσίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, Καλάμου Ἀττικῆς


Ἡ ψυχὴ βλέπει καὶ νιώθει
πὼς ὁλόκληρη βρισκόταν
στὸ πιὸ φοβερὸ σκοτάδι
καὶ σὲ φυλακὴ κλεισμένη
βαθυτάτης ἀγνωσίας.
Τότε ποῦ εἶναι καθισμένη
βλέπει μὰ καὶ ποῦ στ᾿ ἀλήθεια
βρίσκεται φυλακισμένη·
ὅλος βόρβορο εἶν᾿ ὁ τόπος
κι αὐτὴ μὲ δεσμοὺς δεμένη
καὶ στὰ χέρια καὶ στὰ πόδια
ἡ ταλαίπωρη σφιγμένη.

Πράγματι, ὅποιος βλέπει τοῦτα,
θὰ στενάξει, θὰ θρηνήσει
καὶ Χριστὸ τὸν φωτοδότη
πρόθυμα θ᾿ ἀκολουθήσει.
Τότε αὐτὸς μὲ τ᾿ ἅγια χέρια
τὰ δεσμὰ καὶ τραύματά μου
μόλις ἐλαφρὰ τ᾿ ἀγγίξει,
λύνοντ᾿ ὅλα τὰ δεσμά μομυ
καὶ τὰ τραύματά μου ἐπίσης
ἐπουλώνονται τελείως,
ὥστε μήτε οὐλὴ καμμία
ν᾿ ἀπομείνει, οὔτε σημάδι.

Θαῦμα μέγα! τῆς ψυχῆς μου
καὶ τοῦ σώματος ἡ οὐσία
στὴ θεία μετέχοντας δόξα
αἴγλη ἀπαστράπτουν θεία.
Μόλις καθαρίστηκα ὅλος,
μόλις πέσαν τὰ δεσμά μου,
χέρι βοηθείας μοῦ δίνει
κι ἀπ᾿ τὸ βόρβορο μὲ βγάζει
καὶ στοὺς ὤμους μ᾿ ἀνεβάζει
-ὢ ἀγάπη, ὢ καλοσύνη!-
καὶ μὲ εἰσάγει, ποῦ, δὲν ξέρω,
σ᾿ ἄλλον κόσμο, σ᾿ ἄλλο ἀέρα.

Τοῦτο ξέρω, ὅτι φῶς εἶναι
ποὺ κρατεῖ με καὶ συνέχει
ἀπὸ φύση χοϊκὴ μὲ παίρνει
καὶ πρὸς φῶς μὲ εἰσάγει μέγα.
Κι ὅταν ἔφτασα ῾κεῖ πάνω,
ἄλλα πιὰ μοῦ φανερώνει·
τὴν ἀνάπλαση τὴν ξένη
μοὖδωσε νὰ κατανοήσω·
πὼς αὐτὸς μ᾿ ἔχει ἀναπλάσει
καὶ φθορᾶς μ᾿ ἔχει ἀπαλλάξει
κι ὅλον μ᾿ ἔχει ἐλευθερώσει
ἀπ᾿ τὸν φόβο τοῦ θανάτου.

Τώρα πιὰ μοῦ ῾χει δωρήσει
ἀθάνατη ζωὴ καὶ θεία
καὶ μὲ χώρισε ἀπ᾿ τὸν κόσμο
τὸν φθαρτὸ κι ἀπ᾿ τὰ τοῦ κόσμου,
καὶ στολὴ μ᾿ ἔχει στολίσει
φωτοειδῆ, ἄυλη κι ἁγία,
μὲ ὑποδήματα ἐπίσης
δαχτυλίδι καὶ στεφάνι
ποὖναι ἄφθαρτα κι αἰώνια
κι ἀπ᾿ τὰ γήινα ὅλα ξένα.