Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος - «Νὰ καταφεύγετε στὴν Ἐκκλησία»

Ἀπόσπασμα ἐκ τῆς ὁμιλίας:
«Ὅτε τῆς ἐκκλησίας ἔξω εὑρεθεὶς Εὐτρόπιος ἀπεσπάσθη»

Joannes Chrysostomus Scr. Eccl. : Homilia de capto Eutropio [Dub.] : Vol 52, pg 398, ln 8

Ἡ ὁμιλία «εἰς Εὐτρόπιον» τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου ἐκφωνήθηκε τὸ 399, ὅταν ὁ Εὐτρόπιος κατέφυγε ἱκέτης στὸ ναό. Ὁ Εὐτρόπιος ἦταν ἕνας παντοδύναμος πρωθυπουργὸς ποὺ χρησιμοποιοῦσε ὡς μέσο ἐπιβολῆς τὴν κατάργηση τοῦ ἀσύλου τῶν ναῶν. Ὅμως οὔτε ὁ ἴδιος ξέφυγε ἀπὸ τῆς συνέπειες αὐτῆς τῆς κατάργησης καὶ ὅταν ἀργότερα βρέθηκε ἱκέτης στὸν καθεδρικὸ ναό, χρειάστηκε ἡ παρέμβαση τοῦ Χρυσοστόμου γιὰ νὰ γλιτώσει ἀπὸ τὰ πλήθη. Ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος μὲ τὴν ὁμιλία του ἔπεισε τὸ πλῆθος νὰ δείξει συγγνώμη καὶ συμπάθεια καὶ αὐτὸ εἶχε σὰν ἀποτέλεσμα τὴν σωτηρία τοῦ Εὐτροπίου. Στὴν συνέχεια παρατίθεται ἕνα μικρὸ τμῆμα αὐτῆς τῆς ὁμιλίας. (Ε.Π.Ε. Ἰω. Χρυσοστόμου Ἔργα, τόμος 33, Πατερικαὶ ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς»)


α´. Ἡδὺς μὲν λειμὼν καὶ παράδεισος, πολὺ δὲ ἡδύτερον τῶν θείων Γραφῶν ἡ ἀνάγνωσις. Ἐκεῖ μὲν γάρ ἐστιν ἄνθη μαραινόμενα, ἐνταῦθα δὲ νοήματα ἀκμάζοντα· ἐκεῖ ζέφυρος πνέων, ἐνταῦθα δὲ Πνεύματος αὔρα· ἐκεῖ ἄκανθαι αἱ τειχίζουσαι, ἐνταῦθα δὲ πρόνοια Θεοῦ ἡ ἀσφαλιζομένη· ἐκεῖ τέττιγες ᾄδοντες, ἐνταῦθα δὲ προφῆται κελαδοῦντες· ἐκεῖ τέρψις ἀπὸ τῆς ὄψεως, ἐνταῦθα δὲ ὠφέλεια ἀπὸ τῆς ἀναγνώσεως. Ὁ παράδεισος ἐν ἑνὶ χωρίῳ, αἱ δὲ Γραφαὶ πανταχοῦ τῆς οἰκουμένης· ὁ παράδεισος δουλεύει καιρῶν ἀνάγκαις, αἱ δὲ Γραφαὶ καὶ ἐν χειμῶνι καὶ ἐν θέρει κομῶσι τοῖς φύλλοις, βρίθουσι τοῖς καρποῖς.

Προσέχωμεν τοίνυν τῇ τῶν Γραφῶν ἀναγνώσει· ἐὰν γὰρ τῇ Γραφῇ προσέχῃς, ἐκβάλλει σου τὴν ἀθυμίαν, φυτεύει σου τὴν ἡδονὴν, ἀναιρεῖ τὴν κακίαν, ῥιζοῖ τὴν ἀρετὴν, οὐκ ἀφίησιν ἐν θορύβῳ πραγμάτων τὰ τῶν κλυδωνιζομένων πάσχειν. Ἡ θάλασσα μαίνεται, σὺ δὲ μετὰ γαλήνης πλέεις· ἔχεις γὰρ κυβερνήτην τῶν Γραφῶν τὴν ἀνάγνωσιν· τοῦτο γὰρ τὸ σχοινίον οὐ διαῤῥήγνυσι τῶν πραγμάτων ὁ πειρασμός.

Καὶ ὅτι οὐ ψεύδομαι, μαρτυρεῖ τὰ πράγματα αὐτά. Ἐπολιορκήθη ἡ ἐκκλησία πρὸ ὀλίγων ἡμερῶν· ἦλθε στρατόπεδον, καὶ πῦρ ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ἠφίει, καὶ τὴν ἐλαίαν οὐκ ἐμάρανε· ξίφη γεγύμνωντο, καὶ τραύματα οὐδεὶς ἐδέξατο· αἱ βασιλικαὶ πύλαι ἐν ἀγωνίᾳ, καὶ ἡ ἐκκλησία ἐν ἀσφαλείᾳ· καίτοι γε ὁ πόλεμος ἐνταῦθα ἔῤῥευσεν. Ἐνταῦθα γὰρ ἐζητεῖτο ὁ καταφυγὼν, καὶ παριστάμεθα μὴ δεδοικότες τὸν ἐκείνων θυμόν. Τί δήποτε;

Εἴχομεν ἐνέχυρον ἀσφαλὲς τὸ, Σὺ εἶ Πέτρος, καὶ ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τὴν Ἐκκλησίαν· καὶ πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς. Ἐκκλησίαν δὲ λέγω, οὐ τόπον μόνον, ἀλλὰ καὶ τρόπον· οὐ τοίχους ἐκκλησίας, ἀλλὰ νόμους Ἐκκλησίας. Ὅταν καταφεύγῃς ἐν ἐκκλησίᾳ, μὴ τόπῳ καταφύγῃς, ἀλλὰ γνώμῃ. Ἐκκλησία γὰρ οὐ τοῖχος καὶ ὄροφος, ἀλλὰ πίστις καὶ βίος.

Μὴ λέγε, ὅτι προεδόθη ἀπὸ Ἐκκλησίας ὁ προδοθείς· εἰ μὴ ἀφῆκε τὴν ἐκκλησίαν, οὐκ ἂν προεδίδοτο. Μὴ λέγε, ὅτι καὶ κατέφυγε καὶ προεδόθη· οὐχ ἡ Ἐκκλησία αὐτὸν ἀφῆκεν, ἀλλ᾿ αὐτὸς τὴν ἐκκλησίαν ἀφῆκεν. Οὐκ ἔνδοθεν παρεδόθη, ἀλλ᾿ ἔξωθεν.

Διὰ τί κατέλιπε τὴν ἐκκλησίαν; Ἐβούλου σώζεσθαι; Ὤφειλες κατέχειν τὸ θυσιαστήριον. Οὐκ ἦσαν ἐνταῦθα τοῖχοι, ἀλλὰ Θεοῦ πρόνοια ἡ ἀσφαλιζομένη. Ἁμαρτωλὸς ἦς; Οὐκ ἀποπέμπεταί σε ὁ Θεός· οὐκ ἦλθε γὰρ καλέσαι δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν. Πόρνη ἐσώθη, ἐπειδὴ πόδας κατέσχεν.

Ἠκούσατε τοῦ σήμερον ἀνεγνωσμένου; Ταῦτα δὲ λέγω, ἵνα μηδέποτε εἰς Ἐκκλησίαν καταφεύγων ἀμφιβάλῃς. Μένε εἰς Ἐκκλησίαν, καὶ οὐ προδίδοσαι ἀπὸ τῆς Ἐκκλησίας. Ἐὰν δὲ φύγῃς ἀπὸ Ἐκκλησίας, οὐκ αἰτία ἡ Ἐκκλησία. Ἐὰν μὲν γὰρ ᾖς ἔσω, ὁ λύκος οὐκ εἰσέρχεται· ἐὰν δὲ ἐξέλθῃς ἕξω, θηριάλωτος γίνῃ· ἀλλ᾿ οὐ παρὰ τὴν μάνδραν τοῦτο, ἀλλὰ παρὰ τὴν σὴν μικροψυχίαν.

Ἐκκλησίας οὐδὲν ἴσον. Μή μοι λέγε τείχη καὶ ὅπλα· τείχη μὲν γὰρ τῷ χρόνῳ παλαιοῦνται, ἡ Ἐκκλησία δὲ οὐδέποτε γηρᾷ. Τείχη βάρβαροι καταλύουσιν, Ἐκκλησίας δὲ οὐδὲ δαίμονες περιγίνονται. Καὶ ὅτι οὐ κόμπος τὰ ῥήματα, μαρτυρεῖ τὰ πράγματα. Πόσοι ἐπολέμησαν τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ οἱ πολεμήσαντες ἀπώλοντο; αὕτη δὲ ὑπὲρ τῶν οὐρανῶν ἀναβέβηκε.

Τοιοῦτον ἔχει μέγεθος ἡ Ἐκκλησία· πολεμουμένη νικᾷ· ἐπιβουλευομένη περιγίνεται· ὑβριζομένη, λαμπροτέρα καθίσταται· δέχεται τραύματα, καὶ οὐ καταπίπτει ὑπὸ τῶν ἑλκῶν· κλυδωνίζεται, ἀλλ᾿ οὐ καταποντίζεται· χειμάζεται, ἀλλὰ ναυάγιον οὐχ ὑπομένει· παλαίει, ἀλλ᾿ οὐχ ἡττᾶται· πυκτεύει, ἀλλ᾿ οὐ νικᾶται.

Διὰ τί οὖν συνεχώρησε τὸν πόλεμον; Ἵνα δείξῃ λαμπρότερον τὸ τρόπαιον. Παρῆτε κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην, καὶ ἐβλέπετε ὅσα ἐκινεῖτο ὅπλα, καὶ θυμὸς στρατιωτικὸς πυρὸς σφοδρότερος, καὶ ἡμεῖς ἐπὶ τὰς βασιλικὰς αὐλὰς ἐπειγόμεθα. Ἀλλὰ τί; Τοῦ Θεοῦ χάριτι οὐδὲν ἡμᾶς ἐκείνων κατέπληξε.

α´. Εὐχάριστο βέβαια εἶναι τὸ λιβάδι καὶ ἕνας κῆπος, ἀλλὰ πολὺ πιὸ εὐχάριστο πράγμα εἶναι ἡ ἀνάγνωση τῶν θείων Γραφῶν. Γιατὶ ἐκεῖ ὑπάρχουν ἄνθη ποὺ μαραίνονται, ἐνῷ ἐδῶ νοήματα ποὺ εἶναι πάντα ἀκμαῖα· ἐκεῖ εἶναι ὁ ζέφυρος ποὺ φυσάει, ἐνῷ ἐδῶ ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ ποὺ ἀσφαλίζει· ἐκεῖ τὰ τζιτζίκια τραγουδοῦν, ἐνῷ ἐδῶ οἱ προφῆτες κελαηδοῦν· ἐκεῖ ἡ εὐχαρίστηση ἀπὸ τὸ θέαμα, ἐδῶ οἱ Γραφὲς σὲ ὅλα τὰ μέρη τῆς οἰκουμένης· ὁ κῆπος δουλεύει ἀνάλογα μὲ τὶς ἐποχές, ἐνῷ οἱ Γραφὲς καὶ τὸ χειμώνα καὶ τὸ θέρος ἔχουν πλούσια φύλλα καὶ εἶναι γεμάτες καρπούς.

Ἂς προσέχουμε λοιπὸν τὴν ἀνάγνωση τῶν Γραφῶν, γιατί, ἂν προσέχεις τὴν Γραφή, σοῦ ἀπομακρύνει τὴ στενοχώρια, σοῦ φυτεύει τὴν εὐχαρίστηση, ἀφανίζει τὴν κακία, ριζώνει τὴν ἀρετή, δὲν ἀφήνει στὴν ἀναταραχὴ τῶν πραγμάτων νὰ παθαίνεις αὐτὰ ποὺ παθαίνουν ὅσοι ταλαιπωροῦνται ἀπὸ τρικυμία. Ἡ θάλασσα μαίνεται, ἐσὺ ὅμως πλέεις μὲ γαλήνη, γιατὶ ἔχεις κυβερνήτη τὴν ἀνάγνωση τῶν Γραφῶν καὶ αὐτὸ τὸ σχοινὶ δὲν τὸ σπάζει ὁ πειρασμὸς τῶν περιστάσεων.

Καὶ ὅτι δὲ λέγω ψέματα, τὸ βεβαιώνουν τὰ ἴδια τὰ πράγματα. Πολιορκήθηκε ἡ Ἐκκλησία πρὶν λίγες μέρες, ἦρθε ὁ στρατὸς καὶ ἀπὸ τὰ μάτια του πετοῦσε φωτιά, ἀλλὰ δὲ μάρανε τὴν ἐλιά. Τὰ ξίφη εἶχαν γυμνωθεῖ καὶ κανεὶς δὲν πληγώθηκε. Ἡ βασιλικὴ αὐλὴ ἦταν σὲ ἀγωνία καὶ ἡ Ἐκκλησία σὲ ἀσφάλεια, παρ᾿ ὅλο βέβαια ποὺ ὁ πόλεμος μετακινήθηκε ἐδῶ. Γιατὶ ἐδῶ καταζητοῦνταν αὐτὸς ποὺ κατέφυγε στὴν Ἐκκλησία καὶ μεῖς παραστεκόμασταν χωρὶς νὰ φοβόμαστε τὸν θυμό τους. Γιατί ἄραγε;

Εἴχαμε ἐνέχυρο ἀσφαλισμένο τὸ «ἐσὺ εἶσαι ὁ Πέτρος καὶ πάνω στὴν πέτρα αὐτὴ θὰ οἰκοδομήσω τὴν Ἐκκλησία καὶ οἱ πύλες τοῦ Ἅδη δὲ θὰ τὴν καταβάλλουν». Καὶ Ἐκκλησία λέγω ὄχι μόνο τὸν τόπο, ἀλλὰ καὶ τὸν τρόπο, ὄχι μόνο του τείχους τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ τοὺς νόμους τῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν καταφεύγεις στὴν Ἐκκλησία δὲν εἶναι τοῖχος καὶ στέγη, ἀλλὰ πίστη καὶ τρόπος ζωῆς.

Νὰ μὴ λέγεις ὅτι παραδόθηκε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία αὐτὸς ποὺ παραδόθηκε· ἂν δὲν ἄφηνε ἡ Ἐκκλησία, δὲν θὰ παραδινόταν. Νὰ μὴ λέγεις ὅτι καὶ κατέφυγε καὶ παραδόθηκε· δὲν τὸν ἐγκατέλειψε ἡ Ἐκκλησία ἀλλὰ αὐτὸς ἐγκατέλειψε τὴν Ἐκκλησία. Δὲν παραδόθηκε ἀπὸ μέσα, ἀλλὰ ἀπὸ ἔξω.

Γιατί ἐγκατέλειψες τὴν Ἐκκλησία; Ἤθελες νὰ σωθεῖς; Ἔπρεπε νὰ κρατᾶς τὸ θυσιαστήριο. Δὲν ἦσαν ἐδῶ οἱ τοῖχοι, ἀλλὰ ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ ποὺ σὲ ἀσφάλιζε. Εἶσαι ἁμαρτωλός; Δὲν σὲ διώχνει ὁ Θεός, γιατὶ δὲν ἦρθε νὰ καλέσει δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλούς σε μετάνοια. Ἡ πόρνη σώθηκε γιατὶ κράτησε τὰ πόδια τοῦ Κυρίου.

Ἀκούσατε τὸ σημερινὸ ἀνάγνωσμα; Καὶ τὰ λέγω αὐτὰ γιὰ νὰ μὴν ἔχεις ποτὲ ἀμφιβολία, ὅταν καταφεύγεις στὴν Ἐκκλησία. Μένε στὴν Ἐκκλησία καὶ ἡ Ἐκκλησία δὲν σὲ παραδίνει. Ἂν ὅμως φύγεις ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, δὲν εἶναι αἰτία ἡ Ἐκκλησία. Γιατὶ, ἂν εἶσαι μέσα, ὁ λύκος δὲν μπαίνει σ᾿ αὐτήν· ἂν ὅμως βγεῖς ἔξω, τότε θὰ σὲ συλλάβουν τὰ θηρία. Καὶ αὐτὸ δὲν συμβαίνει ἐξαιτίας τῆς μάνδρας ἀλλὰ ἐξαιτίας τῆς δικῆς σου μικροψυχίας.

Τίποτε δὲν εἶναι ἴσο μὲ τὴν Ἐκκλησία. Μὴ μοῦ λέγεις τὰ τείχη καὶ τὰ ὅπλα, γιατὶ τὰ τείχη μὲ τὸ χρόνο παλαιώνουν, ἐνῷ ἡ Ἐκκλησία ποτὲ δὲν γερνᾶ. Τὰ τείχη οἱ βάρβαροι τὰ γκρεμίζουν, τὴν Ἐκκλησία ὅμως οὔτε οἱ δαίμονες δὲν τὴν νικοῦν. Καὶ ὅτι τὰ λόγια αὐτὰ δὲν εἶναι μεγάλη καύχηση τὸ μαρτυροῦν τὰ πράγματα. Πόσοι πολέμησαν τὴν Ἐκκλησία καὶ αὐτοὶ ποὺ πολέμησαν χάθηκαν; Αὐτὴ ὅμως ἀνέβηκε πάνω ἀπὸ τοὺς οὐρανούς.

Τέτοιο μεγαλεῖο ἔχει ἡ Ἐκκλησία. Ὅταν τὴν πολεμοῦν, νικάει· ὅταν τὴν ἐπιβουλεύονται, θριαμβεύει· ὅταν τὴν βρίζουν, γίνεται λαμπρότερη· δέχεται τραύματα καὶ δὲν πέφτει ἀπὸ τὶς πληγές· κλυδωνίζεται, ἀλλὰ δὲν παθαίνει ναυάγιο· παλεύει, ἀλλὰ μένει ἀήττητη· ἀγωνίζεται, ἀλλὰ δὲν νικιέται.

Γιατί λοιπὸν ἐπέτρεψε τὸν πόλεμο; Γιὰ νὰ δείξει πιὸ λαμπρὸ τὸ τρόπαιο. Ἤσαστε παρόντες τὴν ἡμέρα ἐκείνη καὶ βλέπατε πόσα ὅπλα κινοῦνται, καὶ ὁ θυμὸς τοῦ στρατοῦ ἦταν πιὸ δυνατὸς ἀπὸ τὴ φωτιά, καὶ μεῖς τρέχαμε στὴν βασιλικὴ αὐλή. Ἀλλὰ τί; Μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ τίποτε ἀπὸ ἐκεῖνα δὲν μᾶς τρόμαξε...»