ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΑΝΔΡΕΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΡΗΤΗΣ
Ἔφθασε σήμερα ἡ χαρὰ ὅλων τῶν ἀνθρώπων καὶ καταργεῖ τὴν πρώτη κατάρα. Ἔφθασε Αὐτὸς ποὺ εὑρίσκεται παντοῦ, γιὰ νὰ τὰ γεμίσῃ ὅλα μὲ χαρά. Πῶς ἦλθε ὅμως; Χωρὶς νὰ περιβάλλεται ἀπὸ δορυφόρους, χωρὶς νὰ σύρῃ πίσω του τὶς στρατιὲς τῶν ἀγγέλων, δίχως μεγαλοπρεπῆ προσέλευσι, ἀλλὰ ἥσυχα καὶ ἤρεμα. Καὶ τὸ ἔκανε αὐτό, γιὰ νὰ διαφύγῃ τὴν προσοχὴ τοῦ ἄρχοντος τοῦ σκότους, γιὰ νὰ παγιδεύσῃ μὲ τὸ σοφὸ αὐτὸ τέχνασμα τὸν ὄφι, νὰ ἐξαπατήσῃ τὸν δράκοντα, τὸν Ἀσσύριο ποὺ ἔθεσε ὑπὸ τὴν ἐξουσία του ὅλη τὴν ἀνθρώπινη εὐγένεια, καὶ ἔτσι τελικὰ νὰ ἁρπάξῃ τὸ λάφυρο. Διότι δὲν ἀνέχθηκε ἡ ἄπειρη εὐσπλαγχνία Του νὰ ὑποστῇ καταστροφὴ αὐτὸ τὸ τόσο σπουδαῖο ἔργο, ὁ ἄνθρωπος, γιὰ χάρι τοῦ ὁποίου Ἐκεῖνος ἔστησε τοὺς οὐρανοὺς σὰν καμάρα, στερέωσε τὴν γῆ, σκόρπισε τὸν ἀέρα, ἅπλωσε τὴν θάλασσα καὶ κατεσκεύασε ὁλόκληρη τὴν ὁρατὴ κτίσι. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Θεὸς κατέβηκε στὴν γῆ, βγῆκε ἔξω ἀπὸ τὸν οὐρανό, ἦλθε ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους, κυοφορήθηκε ἀπὸ Παρθένο, αὐτὸς ποὺ δὲν τὸν χωρεῖ ὁλόκληρο τὸ σύμπαν.
Λοιπὸν ἂς ἀγάλλωνται τὰ σύμπαντα σήμερα, καὶ ἡ φύσις ἂς σκιρτᾷ. Διότι ἀνοίγεται ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ ὑποδέχεται κρυφὰ τὸν Βασιλέα τοῦ παντός. Ἡ Ναζαρὲτ μιμεῖται τὴν Ἐδὲμ καὶ δέχεται στοὺς κόλπους τῆς τὸν φυτουργὸ τῆς Ἐδέμ. Ὁ Πατὴρ τῶν οἰκτιρμῶν μόνος του μνηστεύεται τὴν ἀνθρώπινη εὐτέλεια διὰ μέσου του μόνου γεννηθέντος ἀπὸ αὐτόν. Καὶ ὁ Γαβριὴλ ὑπηρετεῖ τὸ μυστήριο καὶ προσφωνεῖ ἥσυχα τὴν Παρθένο μὲ τὸ Χαῖρε, γιὰ νὰ διασῴση ἡ θυγάτηρ τοῦ Ἀδάμ, ποὺ ἀνέτειλε ἀπὸ τὸν Δαβίδ, τὴν χαρὰ ποὺ ἔχασε ἡ προμήτωρ. Σήμερα ὁ Πατὴρ τῆς δόξης εὐσπλαχνίσθηκε τὸ ἀνθρώπινο γένος καὶ κοίταξε μὲ συμπάθεια τὴν φύσι ποὺ ἐφθάρη ἀπὸ τὸν Ἀδάμ. Σήμερα ὁ χορηγὸς τῆς εὐσπλαγχνίας φανερώνει τὴν ἄβυσσο τῶν παναγάθων σπλάγχνων του καὶ διοχετεύει στὴν κτίσι τὸ ἔλεός Του, ποὺ εἶναι ἄφθονο σὰν τὸ νερὸ ποὺ καλύπτει τὶς θάλασσες.
Αὐτὸ εἶναι τὸ γεγονὸς ποὺ πανηγυρίζουμε τώρα. Καὶ αὐτὴν τὴν παραγγελία δέχεται ὁ Γαβριὴλ καὶ μεσιτεύει ἀνάμεσα στὴν θεότητα καὶ τὴν ἀνθρωπότητα, καὶ πρῶτος εὐαγγελίζεται στὴν Παρθένο τὶς ἐγγυήσεις τῆς ὁλοκληρωτικῆς συνδιαλλαγῆς. Διότι ὁ Πατὴρ τῶν οἰκτιρμῶν συμπόνεσε τὸ γένος μας ποὺ εἶχε ἤδη καταφθαρῆ ἀπὸ τὸ ὀλίσθημα τῆς ἁμαρτίας καὶ ἐνθυμήθηκε τὸ ἔργο τῶν χειρῶν του. Καὶ ἐπειδὴ δὲν ὑπέφερε νὰ μᾶς βλέπῃ νὰ χανώμαστε ἕως τέλους, κατὰ πρῶτον ἔδωσε στὰ χέρια τοῦ Μωϋσέως τὸν νόμο, ποὺ ἦταν γραμμένος σὲ λίθινες πλάκες. Καθὼς ὅμως ὁ νόμος δὲν εἶχε κανένα ἀποτέλεσμα,[1] ἀπέστειλε πνευματοφόρους ἄνδρες, ἐννοῶ τοὺς διορατικοὺς προφῆτες, οἱ ὁποῖοι ἔδειχναν ὅλες τὶς εὐθεῖες ὁδοὺς τοῦ Θεοῦ. Παρ᾿ ὅλο δὲ ποὺ ἔκλεισαν τὶς αἰσθήσεις τους αὐτοὶ πρὸς τοὺς ὁποίους ἀπεστάλησαν καὶ δὲν βελτιώθηκαν καθόλου, ὡστόσο οὔτε τότε παρέβλεψε ὁ Πλάστης τὸ πλάσμα μας, ἀλλὰ ἐξαπέστειλε σὲ μᾶς τοὺς ἀναξίους, εἰς οὓς τὰ τέλη τῶν αἰώνων κατήντησε,[2] τὸν ὁμόθρονο καὶ ἰσοσθενὴ καὶ ἰσάγαθο Υἱό του, ὁ ὁποῖος προῆλθε ἀπὸ τοὺς ὑπεραγάθους καὶ παναμώμους κόλπους του. Διότι ἔκρινε πὼς πρέπει μᾶλλον νὰ ἐργασθῇ γιὰ τὴν σωτηρία αὐτῶν ποὺ ἔχουν ναυαγήσει, παρὰ νὰ παραβλέψῃ αὐτὸ τὸ τόσο σπουδαῖο πλάσμα ποὺ ἔφτιαξε.
Ἀφοῦ λοιπὸν ὥρισε σὲ κάποιον ἀπὸ τοὺς πρώτους του ἀγγέλους νὰ διακονήσῃ στὸ μυστήριο, νομίζω ὅτι αὐτὰ τοῦ παρήγγειλε μὲ τὸ νεῦμα τῆς οἰκείας του μεγαλειότητος: «Ἐμπρὸς λοιπόν, Γαβριήλ, πήγαινε στὴ Ναζαρέτ, τὴν πόλι τῆς Γαλιλαίας, στὴν ὁποία κατοικεῖ κόρη Παρθένος μνηστευμένη μὲ ἄνδρα ποὺ ὀνομάζεται Ἰωσήφ. Τὸ ὄνομα τῆς Παρθένου εἶναι Μαρία». Λέγει, στὴ Ναζαρέτ. Γιὰ ποιὸ λόγο; Γιὰ νὰ συλλέξη ὁ Παντοκράτωρ τὸ θεοχαρίτωτο κάλλος τῆς παρθενίας, ὅπως ἀκριβῶς τὸ τριαντάφυλλο, ἀπὸ ἀκανθωτὴ χώρα· καὶ γιὰ τὴν προφητεία, ὅτι Ναζωραῖος κληθήσεται.[3] Ποιός; Αὐτὸς ποὺ ἀνακηρύσσεται κατόπιν ἀπὸ τὸν Ναθαναὴλ Υἱὸς Θεοῦ καὶ Βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ.[4] Εἶναι βέβαια συνήθεια ὁ Γαβριὴλ νὰ διακονῇ στὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ, ὅπως τὸ εἴδαμε στὴν περίπτωσι τοῦ Δανιήλ.[5] «Πήγαινε λοιπὸν στὴν πόλι τῆς Γαλιλαίας Ναζαρέτ, καὶ σὰν φθάσῃς σ᾿ αὐτήν, σπεῦσε πρῶτα νὰ ἀνακοινώσῃς στὴν Παρθένο αὐτὸ τὸ χαρμόσυνο μήνυμα τῆς χαρᾶς, τὸ ὁποῖο εἶχε χάσει προηγουμένως ἡ Εὔα. Καὶ πρόσεξε μὴν τῆς ταράξῃς τὴν ψυχή· διότι τὸ μήνυμα εἶναι χαρᾶς, ὄχι καταστροφῆς. ὁ ἀσπασμὸς εἶναι εὐφροσύνης καὶ ὄχι ἀθυμίας. Γιατί ποιὰ χαρὰ ἦταν ἢ θὰ εἶναι μεγαλύτερη γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος, ἀπὸ τὸ νὰ γίνῃ συμμέτοχος τῆς θείας φύσεως, καί, μὲ τὴν πρὸς Αὐτὸν ἄμεση ἐπαφή, νὰ ἑνωθῆ καὶ νὰ γίνῃ ἕνα μὲ Αὐτὸν καθ᾿ ὑπόστασιν; Ποιὸ πρᾶγμα εἶναι πιὸ θαυμαστό, ἀπὸ τὸ νὰ βλέπῃς τὴν συγκατάβασι τοῦ Θεοῦ, ποὺ φθάνει μέχρι καὶ τὴν κυοφορία μέσα στὴν μήτρα μιᾶς γυναίκας; Ὤ, τί παράδοξα πράγματα! Ὁ Θεὸς μέσα στὰ μόρια μιᾶς γυναίκας, ὁ τὸν οὐρανὸν θρόνον ἔχων, καὶ ὑποπόδιον τὴν γῆν.[6] Ὁ Θεὸς νὰ εὑρίσκεται μέσα στὴν κοιλιὰ μιᾶς γυναίκας, αὐτὸς ποὺ εἶναι ὑπερουράνιος καὶ συνθρόνος τῆς πατρικῆς ἀϊδιότητος. Καὶ ποιὸ πρᾶγμα εἶναι πιὸ παράδοξο ἀπὸ αὐτό, ἀπὸ τὸ νὰ παρουσιάζεται δηλαδὴ ὁ Θεὸς ἀνθρωπόμορφος, χωρὶς νὰ ἐξέρχεται ἀπὸ τὴν θεότητά του; Καὶ ἀπὸ τὸ νὰ βλέπουμε τὴν ἀνθρώπινη φύσι νὰ εἶναι ὁλόκληρη συνενωμένη μὲ τὸν Πλάστη της, γιὰ νὰ θεωθῇ ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔπεσε πρῶτος στὴν ἁμαρτία;
Τί ἔκανε λοιπὸν ὁ Γαβριήλ; Ὅταν τὰ ἄκουσε αὐτὰ καὶ κατάλαβε πὼς ἡ διαταγὴ εἶναι βέβαια ἐπικυρωμένη μὲ θεϊκὴ ἀπόφασι, ἀλλὰ ξεπερνᾷ τὴν δύναμί του, ἔμεινε μετέωρος ἀνάμεσα στὸν φόβο καὶ τὴν χαρὰ καὶ τοῦ ἦταν φανερὸ πὼς δὲν πρέπει νὰ ξεθαρρεύῃ· ἀλλὰ ἐπίσης δὲν ἔκρινε καὶ ἀσφαλὲς τὸ νὰ ἀντιλέγῃ. Ἀκολουθώντας λοιπὸν τὸ θεϊκὸ πρόσταγμα, πέταξε κάτω πρὸς τὴν Παρθένο καὶ φθάνοντας στὴ Ναζαρέτ, στάθηκε στὸ δωμάτιο. Ἔπειτα ἔμεινε σκεπτικὸς καὶ βασανιζόταν ἀπὸ διαφόρους λογισμούς, σὰν νὰ βρισκόταν σὲ ἀμηχανία. καὶ νομίζω πῶς αὐτὰ ἀναλογιζόταν: «Ἀπὸ ποῦ ν᾿ ἀρχίσω νὰ ἐκτελῶ τὴν ἀπόφασι τοῦ Θεοῦ; Νὰ εἰσέλθω βιαστικὰ στὸν θάλαμο; Ἀλλὰ τότε θὰ ταράξω τὴν ψυχὴ τῆς Παρθένου. Νὰ προχωρήσω πιὸ ἀργά; Ἀλλὰ ἡ κόρη θὰ νομίσῃ πὼς μπῆκα αὐθαίρετα. Νὰ χτυπήσω τὴν πόρτα; Ἀλλὰ πῶς; Δὲν εἶναι χαρακτηριστικὸ τῶν ἀγγέλων αὐτό, οὔτε κάτι ἀπὸ τὰ αἰσθητὰ μπορεῖ νὰ ἐμποδίσῃ τὸ ἀσώματο. Νὰ ἀνοίξω πρῶτα τὴν πύλη; Ἀλλὰ καὶ ἂν ἀκόμη αὐτὴ εἶναι κλειστή, ἐγὼ μπορῶ νὰ εἰσέλθω. Νὰ τὴν καλέσω μὲ τὸ ὄνομά της; Ἀλλὰ θὰ τρομάξω τὴν κόρη. Αὐτὸ λοιπὸν θὰ κάνω. Θὰ ἐνεργήσω ἀνάλογα μὲ τὴν ἐπιθυμία Αὐτοῦ ποὺ μ᾿ ἔστειλε. διότι ἔχει σκοπὸ νὰ σώσῃ τὸ ἀνθρώπινο γένος. Καὶ ἡ ἐπιθυμία Του βέβαια ἂν καὶ εἶναι κάπως παράδοξη, εἶναι ὅμως γεμάτη εὐσπλαγχνία καὶ σύμβολο καταλλαγῆς. Πῶς ἄραγε νὰ πλησιάσω τὴν Παρθένο; Γιὰ ποιὸ πρᾶγμα νὰ τῆς μιλήσω πρῶτα; Γιὰ τὸ χαρμόσυνο μήνυμα ἢ γιὰ τὴν ἐνοίκησι τοῦ Κυρίου μου; Γιὰ τὴν ἐπέλευσι τοῦ Πνεύματος ἢ γιὰ τὴν ἐπισκίασι τοῦ Ὑψίστου; Θὰ χαιρετήσω λοιπὸν τὴν Παρθένο, θὰ τῆς ἀνακοινώσω τὸ θαῦμα, θὰ τὴν πλησιάσω, θὰ τῆς ἀπευθύνω τὸν χαιρετισμὸ καὶ θὰ τῆς προσφωνήσω ἤρεμα τὸ Χαῖρε. Αὐτὸ θὰ μὲ βοηθήσῃ νὰ τῆς μιλήσω μὲ παρρησία. Ἂς προπορευθῇ, ὡς ἐγγύησις γιὰ τὴν συνομιλία μου μὲ αὐτήν, τὸ Χαῖρε. Διότι αὐτὸ καὶ μόνο τὸ ἄκουσμα τοῦ Χαῖρε, ἐπειδὴ δὲν θὰ προξενήσῃ κανένα φόβο στὴν κόρη, θὰ ἐξομαλύνῃ ἀπὸ πρὶν τὴν κατάστασι τῆς ψυχῆς της. Ἀπὸ τὴν χαρὰ λοιπὸν θ᾿ ἀρχίσω νὰ τῆς ἀναγγέλλω τὰ μηνύματα τῆς χαρᾶς. Διότι ἔτσι ἁρμόζει στὴν βασίλισσα, μὲ χαρμόσυνα μηνύματα νὰ τὴν χαιρετοῦμε. Διότι ὁ τρόπος εἶναι χαροποιός, ὁ καιρὸς εὐφρόσυνος, τὸ παράγγελμα χαρμόσυνο, τὸ βούλευμα σωτήριο καὶ προοίμιο ἀκατάληπτης χαρᾶς.
Αὐτὰ λοιπὸν ἀφοῦ ἀποφάσισε ὁ ἀρχάγγελος, πορεύθηκε στὴν παστάδα καὶ πλησίασε τὸν θάλαμο μέσα στὸν ὁποῖο κατοικοῦσε ἡ Παρθένος. Προσήγγισε ἥσυχα στὴν θύρα καί, ἀφοῦ εἰσῆλθε, προσεφώνησε τὴν Παρθένο μὲ ἤρεμη φωνή: Χαῖρε, κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετὰ σοῦ.[7] Αὐτὸς ποὺ ὑπάρχει πρὶν ἀπὸ σένα, σήμερα γίνεται μαζὶ μὲ σένα, καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο θὰ προέλθῃ ἀπὸ σένα· τότε ἀϊδίως, τώρα χρονικῶς. Πώ, πώ, τί ἀμέτρητη φιλανθρωπία! Πόσο μεγάλη ἀγαθοσύνη! Δὲν ἀρκέσθηκε στὸ μήνυμα τῆς χαρᾶς, ἀλλὰ ὠνόμασε καὶ τὸν αὐτουργὸ τῆς χαρᾶς μὲ τὴν κύησι τῆς Παρθένου. Διότι τὸ «ὁ Κύριος μετὰ σοῦ», δείχνει ὁλοφάνερα πὼς παρευρίσκεται ὁ ἴδιος ὁ Βασιλεὺς καὶ ὁλόκληρος σωματώνεται μέσα της, χωρὶς ὅμως νὰ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὴν οἰκεία του δόξα.
Χαῖρε, κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετὰ σοῦ. Χαῖρε, σὺ ποὺ εἶσαι τὸ ὄργανο τῆς χαρᾶς μὲ τὸ ὁποῖο ἐλύθη ἡ καταδίκη της κατάρας καὶ τὴν θέσι της κατέλαβε δίκαια ἡ χαρά. Χαῖρε, σὺ ποὺ εἶσαι ἀληθινὰ εὐλογημένη· χαῖρε, ἡ λελαμπρυσμένη· χαῖρε, τὸ καλλωπισμένο ἀνάκτορο τῆς θείας δόξης· χαῖρε, τὸ ἱερὸ παλάτι τοῦ βασιλέως. χαῖρε, νυμφών, εἰς τὸν ὁποῖο ὁ Χριστὸς ἐνυμφεύθη τὴν ἀνθρωπότητα· χαῖρε, σὺ ποὺ ἐξελέγης ἀπὸ τὸν Θεὸ πρὶν νὰ γεννηθῆς· χαῖρε, τὸ μέσο συνδιαλλαγῆς τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους· χαῖρε, θησαυρὲ τῆς ἀκηράτου ζωῆς· χαῖρε, οὐρανέ, ὑπερουράνιο οἴκημα τοῦ Ἡλίου τῆς δόξης· χαῖρε, εὐρύχωρο χωρίο τοῦ Θεοῦ ποὺ δὲν εἶναι χωρητὸς πουθενὰ ἐκτὸς μόνον ἀπὸ σένα· χαῖρε, γῆ ἁγία παρθενική, ἀπὸ τὴν ὁποία δημιουργήθηκε μὲ ἄρρητο θεοπλαστία ὁ νέος Ἀδὰμ γιὰ νὰ διασῴσῃ τὸν παλαιό· χαῖρε, ζύμη ἁγία θεόπλαστη, ἀπὸ τὴν ὁποία ζυμώθηκε ὅλο τὸ φύραμα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, καί, ἀφοῦ μετεβλήθη σὲ ἄρτο ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἀποτέλεσε ἕνα παράδοξο κρᾶμα.
Εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξίν, καὶ εὐλογημένος ὁ καρπὸς τῆς κοιλίας σου.[8] Καὶ πολὺ σωστὰ εὐλογημένη. Διότι σὲ εὐλόγησε ὁ Θεός, ἐσένα τὸ σκήνωμά Του, ποὺ ἐκυοφόρησες ἀπεριλήπτως τὸν ὑπερπλήρη της Πατρικῆς δόξης ἄνθρωπο Ἰησοῦ Χριστό, ποὺ εἶναι καὶ Θεός, τέλειος κατὰ τὶς φύσεις ἀπὸ τὶς ὁποῖες καὶ στὶς ὁποῖες συνέστη. Εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξίν, ἡ ὁποία ἐχώρησες ἀστενοχωρήτως μέσα εἰς τὸ ἀσύλητο ταμεῖο τῆς παρθενίας σου τὸν οὐράνιο θησαυρό, ἐν ᾧ πάντες εἰσὶν οἱ θησαυροὶ τῆς σοφίας καὶ τῆς γνώσεως ἀπόκρυφοι.[9] Σὺ εἶσαι ἀληθινὰ εὐλογημένη, ἧς ἡ κοιλία θημωνία ἅλωνος·[10] διότι καρποφόρησες ἀσπερμάτως καὶ ἀγεωργήτως καρπὸ εὐλογίας, τὸν στάχυ τῆς ἀφθαρσίας Χριστό, καθὼς προσέφερες στὸν γεωργό της σωτηρίας μας πλούσιο θερισμό, χιλιάδες μακαρίων ψυχῶν. Ἐσὺ εἶσαι ἀληθινὰ εὐλογημένη, ἡ ὁποία μόνη ἀπ᾿ ὅλες τὶς μητέρες προετοιμάσθηκες νὰ γίνῃς μητέρα τοῦ Κτίστου σου, καὶ ὅμως ἀπέφυγες ὅσα παθαίνουν οἱ μητέρες. Διότι δὲν διεφθάρη ἀπὸ μητρικὲς ὠδῖνες ἡ ἐξαίρετή σου παρθενία, καθὼς ὁ παρθενικός σου βλαστὸς διεφύλαξε σῷα τα σήμαντρα τῆς ἁγνείας σου. Σὺ εἶσαι πραγματικὰ εὐλογημένη, ἡ μόνη ποὺ κυοφόρησες δίχως ἄνδρα αὐτὸν ποὺ ἅπλωσε τοὺς οὐρανοὺς καὶ οὐράνωσε ξενοπρεπῶς τὴν γῆ τῆς παρθενίας σου. Εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξίν, ἡ μόνη ποὺ ἀξιώθηκε τὴν εὐλογία τὴν ὁποία ὑποσχέθηκε ὁ Θεὸς μὲ τὸν Ἀβραὰμ στὰ ἔθνη.[11] Ἐσὺ εἶσαι ἀληθινὰ εὐλογημένη, γιατί μόνο ἐσὺ ἐχρημάτισες μητέρα τοῦ εὐλογημένου παιδιοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Σωτῆρα μας, διὰ μέσου της ὁποίας κράζουν τὰ ἔθνη: Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου·[12] καί, Εὐλογητὸν τὸ ὄνομα τῆς δόξης αὐτοῦ εἰς τὸν αἰῶνα· καὶ πληρωθήσεται τῆς δόξης αὐτοῦ πᾶσα ἡ γῆ· γένοιτο, γένοιτο.[13]
Εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξίν, καὶ εὐλογημένος ὁ καρπὸς τῆς κοιλίας σου. Καρπός, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἔφαγε ὁ πρωτόπλαστος Ἀδὰμ καὶ ἐξήμεσε τὴν ἀρχαία κατάποσι, μὲ τὴν ὁποία δέχθηκε μέσα του τὸ δέλεαρ τῆς ἀπάτης. Καρπός, ἀπὸ τὸν ὁποῖο πηγάζει ὁ γλυκασμὸς τῆς πικρῆς γεύσεως τοῦ ξύλου καὶ ὁ ὁποῖος ἀποκαθαίρει τὴν ἀνθρωπότητα· ὁ ὁποῖος ἀνέβλυσε πηγὲς ποταμηφόρες γιὰ χάρι τοῦ Ἰσραὴλ ποὺ περιπλανιόταν στὴν ἔρημο, καὶ γλύκανε τὴν Μερρᾶν καὶ ἔβρεξε ψωμί, παράξενη τροφὴ καὶ ἀγεώργητη. Εὐλογημένος ὁ καρπός, ὁ ὁποῖος μετέβαλε τὰ ὕδατα ποὺ ἦσαν πικρὰ καὶ προκαλοῦσαν ἀτεκνία σὲ πόσιμα καὶ γόνιμα μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Ἐλισσαίου ποὺ ἔχυσε σ᾿ αὐτὰ ἁλάτι. Εὐλογημένος ὁ καρπὸς ὁ ὁποῖος προῆλθε ἀπὸ τὸν ἀκήρατο βλαστὸ τῆς παρθενικῆς μήτρας, ὡς βότρυς ὡριμασμένος κατὰ ὑπερφυὴ τρόπο. Εὐλογημένος ὁ καρπὸς ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἀναβλύζουν πηγὲς ὕδατος ἀλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνων.[14] Καρπός, ἀπὸ τὸν ὁποῖο προέρχεται ὁ ζωηφόρος ἄρτος, τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου, καὶ ποτήρι ἀθανασίας ποὺ παρέχει σωτήριο ποτό. Εὐλογημένος ὁ καρπός, τὸν ὁποῖο εὐλογεῖ κάθε γλῶσσα ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων,[15] μὲ τὸν τριπλασιασμὸ τῆς ἁγιαστικῆς Τριαδικῆς Θεότητος, καὶ τὸν κατατάσσει βέβαια στὴν ἴδια οὐσία, ἀλλὰ τὸν διαχωρίζει ὡς πρὸς τὴν ἰδιαίτερη ὑπόστασι. Εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξίν, καὶ εὐλογημένος ὁ καρπὸς τῆς κοιλίας σου.
Ἡ δέ, λέγει, ἐπὶ τῷ λόγῳ αὐτοῦ διεταράχθη, καὶ διελογίζετο· ποταπὸς εἴη ὁ ἀσπασμὸς οὗτος.[16] Λέγει ὅτι ταράχθηκε, ὄχι γιατί ἔπεσε σὲ ἀπιστία. ἀποκλείεται. Ἀντίθετα μᾶλλον ἀπὸ εὐλάβεια πρὸς τὴν παράξενη προσφώνησι, διότι τῆς φάνηκε σὰν μαντεῖα αὐτὸ ποὺ ἔβλεπε. Οὔτε ἔπαθε αὐτὸ ποὺ συνέβη στὸν Ζαχαρία μέσα στὰ ἄδυτα ἀπὸ τὴν ἀπιστία του, ἐξ αἰτίας τῆς ὁποίας δέχθηκε τὴν τιμωρία ἀπὸ τὰ γεννητικὰ στὰ φωνητικὰ ὄργανα καὶ ἀντάλλαξε τὴν ἀτεκνία μὲ τὴν ἀφωνία.[17] Ἀλλὰ καθὼς ἦταν καθαρὴ ἀπὸ κάθε ψόγο καὶ ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἐπιμειξία πρὸς ἄνδρα καὶ ἀπὸ κάθε ἐλευθεριάζουσα συνήθεια, καὶ εἶχε συνηθίσει νὰ προσηλώνῃ τὸ νοῦ της στὴν ἀκλινῆ θεωρία τῶν οὐρανίων, δέχθηκε μέσα στὴν ψυχή της ταραχὴ ἀπὸ τὸν ἀσπασμό, ἐπειδὴ ἦταν φυσικό, μιὰ καὶ ἦταν ἀπαρρησίαστη, νὰ διστάση ἐκείνη τὴν στιγμὴ καὶ νὰ ἀνακρίνῃ μὲ τὸ λογικὸ αὐτὸ ποὺ τῆς εἶχε λεχθῆ καὶ ὄχι ν᾿ ἀνοίξῃ τ᾿ αὐτιά της ὡς ἔτυχε καὶ ἀπερίσκεπτα σ᾿ αὐτὸν ποὺ τῆς μιλοῦσε. Γι᾿ αὐτό, πολὺ σοφὰ ὁ εὐαγγελιστὴς τὸ ἐπισήμανε καὶ εἶπε· ἡ δὲ διελογίζετο. Σὰν νὰ ἐξέταζε τοὺς διαλογισμούς της μὲ τὸ κριτήριο τῆς καθαρᾶς διανοίας, ὥστε νὰ μὴν παραδεχθῇ χωρὶς κρίσι τοὺς λόγους. Ἔλεγε: ποταπὸς εἴη ὁ ἀσπασμὸς οὗτος; Διότι ἦταν φυσικό, αὐτὴ ποὺ ἦταν εὐγενὴς καὶ θυγατέρα τοῦ Δαβὶδ νὰ μὴν εἶναι ἀνίδεος τῶν διηγήσεων ποὺ ἀναφέρονται στὶς Θεῖες Γραφές. Ἔτσι ἔστρεψε τὸ νοῦ της ἀμέσως πρὸς τὴν πτῶσι τῆς προμήτορος, ἀναλογιζόμενη τὸ ὀλίσθημα ἐξ αἰτίας τῆς ἀπάτης, καὶ ὅσα ἄλλα παρόμοια ἐξιστορήθηκαν ἀπὸ τοὺς παλαιούς. Ἑπομένως δὲν ἔκανε ἄσχημα ὁ εὐαγγελιστὴς ποὺ γράφει πὼς διαλογιζόταν. Ἐπίσης, τὸ ἔκανε αὐτὸ καὶ γιὰ νὰ δείξῃ πόση σύνεσι εἶχε, καθὼς καὶ τὴν σταθερὴ καὶ πάγια καὶ ἀρρέμβαστη γνῶσι της. Διότι δὲν πρέπει νὰ γίνῃ ἀποδοχὴ τῆς προσφωνήσεως χωρὶς προηγουμένως νὰ γίνῃ βέβαιο πὼς εἶναι καλή, ὕστερα ἀπὸ προσεκτικὴ ἐξέτασι. Πλὴν ὅμως, ἐπειδὴ προσπαθοῦσε νὰ καταστείλῃ τὴν ταραχὴ τῆς ψυχῆς, δὲν πρόφερε καμμία λέξι· μόνο, ἀφοῦ πῆρε κάποιο φοβισμένο σχῆμα, ἄφηνε νὰ φανῇ ἡ κατάστασι τῆς ψυχῆς της καὶ στήλωσε τὴν σταθερότητα τοῦ ἤθους της ἀντὶ γιὰ τὴν φωνή της. Ἔλεγε μέσα της· ποταπὸς εἴη ὁ ἀσπασμὸς οὗτος; Μήπως μόνη ἐγὼ ἀπ᾿ ὅλες τὶς γυναῖκες θὰ καινοτομήσω τὴν φύσι; Μήπως μόνο ἐγὼ μπορῶ νὰ κυοφορήσω καρπὸ χωρὶς νὰ συνέλθω μὲ ἄνδρα; Ποταπὸς εἴη ὁ ἀσπασμὸς οὗτος; Ποιὸς ἔφερε αὐτὴ τὴν ἀγγελία καὶ ἀπὸ ποῦ μπῆκε; Νὰ εἶναι ἄνθρωπος αὐτὸς ποὺ ὁμιλεῖ; Ἀλλὰ φαίνεται ὡς ἀσώματος. Νὰ εἶναι ἄγγελος; Ἀλλὰ μιλάει σὰν ἄνθρωπος. Ἀγνοῶ τί εἶναι αὐτὸ ποὺ βλέπω καὶ ἀπορῶ μ᾿ αὐτὰ ποὺ ἀκούω.
Τί ἔκανε λοιπὸν ὁ Γαβριήλ; Ἀμέσως μόλις κατάλαβε πὼς ἡ κόρη ταράχθηκε, δὲν σκέφθηκε τίποτε ἄλλο, ἀλλὰ ἀμέσως τῆς εἶπε. Μὴ φοβοῦ, Μαριάμ· εὖρες γὰρ χάριν παρὰ τῷ Θεῷ[18]. Ἀφοῦ πρῶτα της κατασίγασε τὸ φόβο, ὕστερά της ἔδωσε θάρρος λέγοντας «μὴ φοβᾶσαι, γιατί βρῆκες χάρι ἀπὸ τὸν Θεό». αὐτὴν ποὺ ἔχασε ἡ Εὔα. Μὲ τὸ νὰ πῇ χάριν, διέλυσε τὴν ἀμφιβολία τῆς γνώμης της καὶ τὸ ὅτι τῆς φάνηκε πὼς πρέπει νὰ σκεφθῆ καλὰ τὸ πρᾶγμα. Καὶ προσθέτοντας τὸ εὖρες γὰρ χάριν παρὰ τῷ Θεῷ πιθανῶς νὰ ἀντέκρουσε τὸν φόβο τῆς Παρθένου. Μὴ φοβοῦ Μαριάμ. Δὲν εἶναι ἀπατηλὸς ὁ τρόπος. δὲν ἔχω ἔλθη γιὰ νὰ σὲ ἀποπλανήσω· δὲν λαλεῖ πάλι ὁ ὄφις ποὺ συρίζει, δὲν σοῦ μιλάω ἀπὸ τὴν γῆ. Ἀπὸ τὰ ὕψη ἦλθα γιὰ νὰ σοῦ φέρω τὸ χαρμόσυνο μήνυμα· καὶ ὄχι ἁπλῶς ἕνα καλὸ μήνυμα, ἀλλὰ ἕνα μήνυμα μεγάλης χαρᾶς. Μὴ φοβοῦ, Μαριάμ· ὁ ἀσπασμὸς δὲν ἀποτελεῖ χλευασμό, οὔτε τὸ μήνυμα φέρει λύπη.
Ὁ Κύριος μετὰ σοῦ, ὁ χορηγὸς κάθε χαρᾶς καὶ Σωτήρας ὅλου του κόσμου. Μαζί σου, αὐτὸς ποὺ δὲν χωρίσθηκε ἀπὸ τοὺς πατρικοὺς κόλπους, ἀλλὰ καὶ ἔχει συλληφθῆ μέσα στὴν μήτρα σου. Σὲ ἀπεκάλεσα Κεχαριτωμένη γιὰ νὰ σοῦ φανερώσω τὴν χαρὰ τοῦ μυστηρίου σου. Σὲ ὠνόμασα Κεχαριτωμένη, διότι δέχθηκες στὴν μήτρα σου ὅλη τὴν χαρὰ καὶ χαριτώθηκες μὲ στολὴ ποὺ λάμπει ἀπὸ τὰ θεῖα χαρίσματα. Προσφώνησα ὁ Κύριος μετὰ σοῦ, γιὰ νὰ δείξω ὁλοφάνερα τὴν ἐξουσία αὐτοῦ ποὺ εἰσῆλθε προηγουμένως μέσα σου. Διότι αὐτὸς εἶναι Κύριος καὶ Θεὸς ἐξουσιαστής, ἄρχων εἰρήνης καὶ πατὴρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος,[19] υἱὸς δικός σου, τῆς Παρθένου, ἀλλὰ καὶ Σωτήρας ὅλων. Ὁ Κύριος μετὰ σοῦ· ἡ χάρις καὶ ἡ ἀλήθεια μαζί σου. Κύριος τοῦ νόμου, Πατέρας τῆς χάριτος καὶ πηγὴ τῆς ἀληθείας. Μὴ φοβοῦ, Μαριάμ· ὁ Κύριος μετὰ σοῦ. Αὐτὸς ποὺ ἐξουσιάζει κάθε κυριαρχία· ὁ Υἱὸς τοῦ Πατρὸς τῶν φώτων, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε ἀνάρχως ἀπὸ Αὐτὸν καὶ σαρκώθηκε χρονικῶς ἀπὸ ἐσένα· ὁ ὁποῖος εὑρίσκεται στὸν οὐρανὸ ὁλόκληρος μέσα στὸν κόλπο Του καὶ κάτω στὴν γῆ ὁλόκληρος μέσα στὴν κοιλιά σου. Αὐτὸς εἶναι μαζί σου καὶ μέσα σου. Διότι προφθάσε καὶ εἰσῆλθε καὶ ἐνδύθηκε τὴν μήτρα σου καὶ ἔτσι ὁ κατὰ φύσιν ἀχώρητος ἔγινε μέσα σου χωρητός. Μὴ φοβοῦ, Μαριάμ· εὗρες γὰρ χάριν παρὰ τῷ Θεῷ. Χάριν, τὴν ὁποία δὲν εἶχε δεχθῆ ἡ Σάρρα, δὲν τὴν γνώρισε ἡ Ρεββέκα καὶ δὲν τὴν βρῆκε ἡ Ραχήλ. Εὗρες χάριν, τὴν ὁποία δὲν ἀξιώθηκε ἡ ξακουστὴ Ἄννα, οὔτε ἡ Φενάννα, ἡ ἀντίπαλός της. Καθ᾿ ὅσον ἐκεῖνες ἔγιναν μητέρες ἐνῷ πρὶν ἦσαν ἄτεκνες, ἀλλὰ ἔχασαν μαζὶ μὲ τὴν στείρωσι καὶ τὴν παρθενία. Ἐσὺ ὅμως καὶ μητέρα θὰ εἶσαι καὶ θὰ ἔχῃς ἀναφαίρετη τὴν παρθενία. Μὴ φοβᾶσαι λοιπόν, διότι βρῆκες χάρι ἀπὸ τὸν Θεό. Χάρι, τὴν ὁποία δὲ βρῆκε κανεὶς ἄνθρωπος σ᾿ ὅλους τοὺς αἰῶνες σὰν καὶ σένα. Καὶ ποιὰ ἄλλη χάρις θὰ μποροῦσε νὰ ἐξομοιωθῇ μὲ αὐτήν, ποὺ ἔχει τὸ ἐξαίρετο προνόμιο πῶς προέρχεται ἄμεσα ἀπὸ τὸν Θεό;
Λοιπόν, εὗρες χάριν παρὰ τῷ Θεῷ· καὶ ἰδοὺ συλλήψῃ ἐν γαστρὶ καὶ τέξῃ υἱόν, καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν.[20] Πώ, πώ, τί θαῦμα! Πρῶτα τῆς λύνει τὴν ἀπορία ποὺ δημιουργήθηκε μέσα της καὶ ἔπειτα προσθέτει τὰ λόγια τῆς ἑρμηνείας. Καὶ πρόσεξε πόσα πετυχαίνει μὲ λίγα λόγια. Καταστέλλει τὸν φόβο, προμηνύει τὴν χάρι, ἑρμηνεύει τὴν κύησι, προφητεύει τὴν γέννησι, ὁρίζει τὸ ὄνομα αὐτοῦ ποὺ θὰ γεννηθῇ. Καὶ δὲν σταματᾷ σ᾿ αὐτὰ ὁ λόγος του· ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ φανερωθῆ καλὰ τὸ μέγεθος τῆς ἐξουσίας αὐτοῦ ποὺ θὰ γεννηθῇ, ἀμέσως πρόσθεσε: Οὗτος ἔσται μέγας καὶ υἱὸς ὑψίστου κληθήσεται, καὶ δώσει Κύριος ὁ Θεὸς τὸν θρόνον Δαβὶδ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, καὶ βασιλεύσει ἐπὶ τὸν οἶκον Ἰακὼβ εἰς τοὺς αἰῶνας, καὶ τῆς βασιλείας αὐτοῦ οὐκ ἔσται τέλος.[21] Εἶδες πῶς ἀφαίρεσε σιγὰ-σιγὰ τὸν φόβο ἀπὸ τὴν Παρθένο; Εἶδες πόσο θάρρος ἔδωσε στὴν ψυχή της; Διότι, ὅταν τὸν εἶπε Υἱὸ τοῦ Ὑψίστου, ἀλλὰ καὶ ὅτι ὁ Δαβὶδ θὰ εἶναι ὁ πατέρας του, ἔδωσε φτερὰ ἀμέσως σ᾿ ὅλο τὸ νοῦ της, ὅπως τὸ δείχνουν τὰ ἑπόμενα.
Καὶ πρόσεξε τὴν σύνεσι τῆς Παρθένου. Διότι, ὅταν τὰ πληροφορήθηκε αὐτά, καὶ κατάλαβε τὸ ἄτρεπτο τῆς ὑπεροχικῆς ἐξουσίας τοῦ Θείου θελήματος, εἶπε πρὸς τὸν ἄγγελον: πῶς ἔσται μοι τοῦτο, ἐπεὶ ἄνδρα οὐ γινώσκω;[22] Παράξενα μοῦ ὑπόσχεσαι, λέγει, μοῦ ἀναγγέλλεις πράγματα ποὺ ξεπερνοῦν τὴν φύσι. Δὲν ἔχω πεῖρα γάμου· διότι ἔχω μνηστευθῆ βέβαια, ἀλλὰ δὲν ἔχω ὑπανδρευθῆ. Τὸν Ἰωσὴφ τὸν γνωρίζω ὡς μνηστήρα καὶ ὄχι ὡς ἄνδρα. Ὁ μνηστήρας εἶναι σύνοικος καὶ ὄχι σύνευνος. Ἄσπορη ἡ γαστέρα, ἀλλὰ ὄχι ἀρόσιμη. Πῶς ἔσται μοι τοῦτο, ἐπεὶ ἄνδρα οὐ γινώσκω; Διότι μήπως μόνον ἐμένα, λέγει, ἡ φύσις θὰ μὲ ἀναδείξῃ μητέρα δίχως γάμο; Μήπως μόνη ἐγὼ ἀντίθετα ἀπὸ τοὺς νόμους τῆς φύσεως θὰ εἰσαγάγω στὴν φύσι παράξενη γέννησι; Δὲν προηγήθηκε γάμος, δὲν ἔχω πεῖρα ἀπὸ ἄνδρα. Διότι δὲν γνώρισα τὸν Ἰωσήφ· γιὰ μένα ὑπῆρξε φύλακας καὶ ὄχι ἄνδρας. Καὶ πῶς ἔσται μοι τοῦτο;
Ἀποκρίνεται ἀμέσως ὁ Γαβριήλ, καὶ ἀπολεπτύνει τὴν παχύτητα τῆς ἐρωτήσεως μὲ τὸ ὕψος τῆς ἀποκρίσεως καὶ λέγει. Τί λόγια εἶναι αὐτὰ ποὺ λές, τρισμακαρία; Γιατί προβάλλεις τέτοιους λόγους; Ἐγὼ ἦλθα ἀπὸ τὸν οὐρανὸ νὰ σοῦ ἀναγγείλω τὴν καινοπρεπῆ σύλληψι. Δὲν σοῦ μιλῶ ἀπὸ τὴν γῆ, ὅταν σοῦ λέγω ὁ Κύριος μετὰ σοῦ. καὶ σὺ ἀναρωτιέσαι πῶς ἔσται μοι τοῦτο; Ἐγὼ σοῦ εὐαγγελίζομαι αὐτὸν ποὺ πρόφθασε νὰ κατοικήσῃ μέσα στὴν κοιλία σου πρὶν ἀπὸ τὴν παρουσία μου, καὶ σὺ μοῦ μιλᾷς γιὰ ἄνδρα καὶ γιὰ τὴν γήινη γέννησι καὶ λέγεις πῶς θὰ μοῦ συμβῇ; Κατανόησε, πῶς ἐξήνθησε ἡ ράβδος· πῶς ἡ πέτρα γέννησε τὸ νερό, ἀπὸ ποῦ τὸ κυοφόρησε· πῶς ἡ φωτιὰ τῆς βάτου προχώρησε μέσα στὸν θάμνο καὶ δὲν τὴν κατέφλεξε. Ἐὰν σὲ αὐτὰ δὲν δείχνῃς ἀπιστία, οὔτε σὲ μένα νὰ δείχνῃς. Διότι αὐτὸς ποὺ ἐνεργεῖ καὶ αὐτὰ καὶ ἐκεῖνα, εἶναι ἕνας· αὐτὸς ποὺ τὸν φέρεις μέσα σου. Κατὰ ἕνα παράξενο θεσμὸ ἀντίθετο μὲ τοὺς νόμους τῆς φύσεως θὰ γίνῃς τροφὸς αὐτοῦ ποὺ θὰ κυοφορήσῃς. Ὄχι ὅπως ἡ Ἐλισάβετ, ὄχι ὅπως ἡ Ἄννα ποὺ σὲ γέννησε. Διότι ἐκεῖνες ἔγιναν μητέρες, ἀφοῦ δέχθηκαν σπέρμα, ἐνῷ ἐσὺ θὰ γεννήσῃς χωρὶς ἄνδρα αὐτὸν ποὺ κατοίκησε μέσα σου ἄσπορος. Καὶ ἂν θὰ ἤθελες νὰ μάθῃς τὸν τρόπο, θὰ σοῦ τὸν πῶ καὶ αὐτὸν μὲ σαφήνεια.
Πνεῦμα Ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπί σε καὶ δύναμις ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι.[23] Διότι αὐτὸς ποὺ γεννᾶται δὲν θὰ προέλθῃ ἀπὸ θέλημα σαρκός. οὔτε θὰ μεσιτεύση στὸν τοκετὸ τῆς μητέρας τοῦ Θεοῦ ἡ ἡδονὴ τῆς σάρκας· διότι στάθηκε πάνω ἀπὸ τοὺς ὅρους τῆς φύσεως καὶ ὅμως δὲν εἶναι τελείως ἔξω ἀπὸ τὴν φυσικὴ τάξι, ἀφοῦ ὁ ὑπερφυσικὸς λόγος ὑπερίσχυσε τοῦ φυσικοῦ. Κανένα πάθημα δὲν θὰ συμβῇ στὴν ἐπίγεια κύησι, ἀπ᾿ αὐτὰ ποὺ συνήθως τὴν ἀκολουθοῦν, ὅπως κανένα δὲν συνέβη στὴν οὐράνια γέννησι. Πνεῦμα Ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπὶ σὲ καὶ δύναμις ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι. Πρόσεξε σὲ ποιὸ σημεῖο φανερώνεται τὸ μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος. Διότι, ὅταν εἶπε Πνεῦμα Ἅγιον, δὲν ἐννόησε κανένα ἄλλον παρὰ τὸν Παράκλητο. Δύναμι τοῦ Ὑψίστου, προφανῶς ὑπονοεῖ τὸν Υἱόν. Διότι μὲ τὴν λέξι Ὕψιστος, εἰσάγεται ταυτόχρονα τὸ πρόσωπο τοῦ Πατρός. Τό, «θὰ σὲ ἐπισκιάσῃ» νομίζω ὅτι ἀναφέρεται σὲ αὐτὸ ποὺ προεῖδε ὁ Ἀββακοὺμ μὲ τὰ διορατικά του μάτια ὡς ὄρος κατάσκιο,[24] καὶ ἐννοοῦσε τὴν Παρθένο. Δι᾿ ὃ καὶ τὸ γεννώμενον ἅγιον κληθήσεται υἱὸς Θεοῦ.[25] Διότι τὸ προαιώνιο βρέφος ποὺ διαπλάσθηκε ἀπερινόητα ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα διὰ τοῦ ἁγίου Πατρός, δίκαια θὰ εἶναι ἅγιο καὶ θὰ ὀνομασθῇ Υἱὸς τοῦ Ὑψίστου, διότι ὑπάρχει συναΐδιος Λόγος τοῦ Ὑψίστου. Ἔχει φανερωθῆ λοιπὸν μὲ σαφήνεια στὴν Παρθένο, τί καὶ ἀπὸ ποῦ καὶ τί λογῆς εἶναι αὐτὸ ποὺ κυοφορήθηκε μέσα της καὶ ὅτι αὐτὸ ποὺ θὰ γεννηθῇ θὰ εἶναι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Γιὰ νὰ διασαφηνίσῃ πιὸ ἀνάγλυφα καὶ καλύτερα τὴν δύναμι τοῦ λόγου προσθέτει τὴν κυοφορία τῆς Ἐλισάβετ. Σὰν νὰ τῆς λέγει ὅτι αὐτὸς ποὺ ἦταν ἱκανὸς νὰ δείξῃ ἀνέλπιστα γόνιμη τὴν μήτρα στὰ γεράματα, εἶναι ὁλοφάνερο πὼς θὰ δείξῃ καὶ παρθένον κυοφόρο ὑπὲρ λόγον. Γι᾿ αὐτὸ προσθέτει· ὅτι οὐκ ἀδυνατήσει παρὰ τῷ Θεῷ πᾶν ῥῆμα.[26] Μᾶλλον εὔκολα καὶ μὲ πολλὴ σαφήνεια ὁ Γαβριὴλ ἔπεισε τὴν Παρθένο νὰ ἀποδεχθῇ τὸ θαῦμα, προσθέτοντας τὸ οὐκ ἀδυνατήσει παρὰ τῷ Θεῷ πᾶν ῥῆμα.
Τί λέγει λοιπὸν τὸ Εὐαγγέλιο; Εἶπε δὲ Μαριάμ· ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατὰ τὸ ῥῆμά σου.[27] Εἶδες σύνεσι; Εἶδες ὑπερβολὴ εὐγενικῆς συστολῆς; Ἀφοῦ κατάλαβε καλὰ τὴν σύλληψι τοῦ τοκετοῦ, τὴν γέννησι τοῦ τέκνου, ποιὸς καὶ τίνος θὰ εἶναι υἱὸς καὶ ποιὸς θὰ ὀνομασθῇ, καὶ ποιοῦ θρόνου εἶναι διάδοχος καὶ σὲ ποιοὺς θὰ βασιλεύσῃ, καὶ τέλος ὅτι αὐτὸς ποὺ θὰ γεννηθῇ δὲν θὰ ἐκπέσῃ ἀπὸ τὴν βασιλεία, ἄφησε καὶ αὐτὴ νὰ βγῇ ἀπ᾿ τὸ στόμα της ἀντίστοιχη χαρούμενη φωνή. ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατὰ τὸ ῥῆμά σου. Καὶ ἐννοεῖ αὐτό: Νά, εἶμαι ἕτοιμη καὶ τίποτε δὲν ὑπάρχει ποὺ θὰ μὲ ἐμποδίσῃ. Ἡ ψυχὴ πρόθυμη, ἡ κοιλία εὔκαιρη· διότι εἶναι ἀνέπαφη καὶ φυλάσσεται μόνο γιὰ τὸν Πλάστη. «Ἰδοὺ ἡ δούλη τοῦ Κυρίου», ὑπάκουη, πρόθυμη νὰ ὑπηρετήσῃ, ἕτοιμη νὰ ὑποδεχθῇ. «Ἂς γίνῃ σύμφωνα μὲ τὸν λόγο σου». Ἐπειδή, λέγει, ὅλα, ὅσο ἦταν δυνατὸν τὰ ἀνήγγειλες εὐθέως, ὅλο αὐτὸ ποὺ τελεσιουργεῖται ἔχει γεμίσει ἀπὸ χαρὰ καὶ ὑπέρτατη δόξα. Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατὰ τὸ ῥῆμά σου. Εὖγε στὴν ἄφραστη οἰκονομία! Εὖγε στὴν χάρι! Ὑπερεῦγε στὴν ἄναρχη βουλὴ καὶ πρόγνωσι! Πραγματικὰ Πνεῦμα Ἅγιο κατοίκησε μέσα στὴν Παρθένο, καὶ δύναμις τοῦ Ὑψίστου τὴν ἐπεσκίασε, σύμφωνα μὲ τὴν προωρισμένη βουλὴ καὶ πρόγνωσι τοῦ Θεοῦ.
Καὶ λέγει: καὶ ἀπῆλθεν ἀπ᾿ αὐτῆς ὁ ἄγγελος,[28] ἀφοῦ ἐκπλήρωσε τὸ λειτούργημα ποὺ τοῦ εἶχε ἀνατεθῆ. Ἔφυγε ἀπ᾿ αὐτὴν ὁ ἄγγελος, ἀλλὰ δὲν ἀπομακρύνθηκε ὁ Κύριος. Διότι ὁ ἕνας εἶναι περιγραπτός, κι ἂν ἀκόμη εἶναι ἀσώματος· ἐνῷ ὁ ἄλλος εἶναι ἀπερίγραπτος, κι ἂν ἀκόμη εἶναι χωρητὸς μέσα στὸ σῶμα καὶ τὴν κοιλία τῆς Παρθένου. Καὶ ὁ ἕνας προκατήγγειλε ὅτι ὁ ἐρχόμενος κυοφορεῖται ἀπὸ τὴν Παρθένο γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Ἐνῷ ὁ ἄλλος, ἀνέλαβε τὴν οὐσία μας καὶ τὴν ἀνεμόρφωσε στὸν ἑαυτό του, ἀποδίδοντας στὴν φύσι τὸ κατ᾿ εἰκόνα καὶ τὸ πρῶτο ἀξίωμα, τὸ ὁποῖο τὸ ἔχασε ἀπὸ τὴν ἀπροσεξία τῶν πρωτοπλάστων. Καὶ ἀφοῦ τὸ ἀνύψωσε τὸ ἔβαλε νὰ καθίσῃ ἐν τοῖς ἐπουρανίοις ὑπεράνω πάσης ἀρχῆς καὶ ἐξουσίας καὶ δυνάμεως καὶ κυριότητος καὶ παντὸς ὀνόματος ὀνομαζομένου οὐ μόνον ἐν τῷ αἰῶνι τούτω, ἀλλὰ καὶ ἐν τῷ μέλλοντι.[29] Σ᾿ αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος καὶ ἡ τιμὴ καὶ ἡ προσκύνησις, μαζὶ μὲ τὸν ἄναρχό του Πατέρα καὶ τὸ πανάγιο καὶ ζωοποιὸ Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
* Μετάφρασις κατ᾿ ἐπιλογήν, ἐκ τῆς Ἱ. Μονῆς Καρακάλλου
Περιέχεται εἰς τὸ περιοδικὸν «Ἁγιορειτικὴ Μαρτυρία», Τριμηνιαία Ἔκδοσις Ἱερᾶς Μονῆς Ξηροποτάμου, Ἔτος Γ´, Μάρτιος-Μάϊος 1991, Τεῦχος 11.
[1] οὐδὲν γὰρ ἐτελείωσεν ὁ νόμος. Ἑβρ. ζ´ 19
[2] Α´ Κορ. ι´ 11
[3] Ματθ. β´ 23
[4] βλ. Ἰωάν. α´ 50
[5] βλ. Δαν. η´ 16, θ´ 21
[6] πρβλ. Ἡσ. ξς´ 1
[7] Λουκ. α´ 28
[8] Λουκ. α´ 42
[9] Κολ. β´ 3
[10] ᾎσμ. ᾈσμ. ζ´ 3
[11] Γέν. κβ´ 18
[12] Ἰωάν. ιβ´ 13
[13] βλ. Ψαλμ. οα´ 19
[14] Ἰωάν. δ´ 14
[15] Φιλιπ. β´ 10
[16] Λουκ. α´ 29
[17] Λουκ. α´ 20
[18] Λουκ. α´ 30
[19] Ἡσ. θ´ 6
[20] Λουκ. α´ 31
[21] Λουκ. α´ 32-33
[22] Λουκ. α´ 34
[23] Λουκ. α´ 35
[24] Ἄβ. Γ´ 3
[25] Λουκ. α´ 35
[26] Λουκ. α´ 37
[27] Λουκ. α´ 38
[28] Λουκ. α´ 38
[29] Ἐφεσ. α´ 21