ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΒΑΡΝΟΥ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΕΙΚΟΝΕΣ
ὑπὸ ΦΩΤΙΟΥ Ν. ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
«ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΥ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΝΩΣΕΩΣ» (Π.Ο.Ε.)
ΑΘΗΝΑΙ 1964
ΠεριεχόμεναΠρόλογος. Ὑπὸ Φωτίου Ν. Κόντογλου ...........................
Σελ. 3 |
Ταπεινός, σεμνός, διακριτικός, μακρὰν τῆς ἐλαχίστης ἐπιδείξεως, ἀλλὰ τῷ πνεύματι ζέων, βράχος πίστεως, ὀχύρωμα κατὰ τῶν ἐχθρῶν τῆς Ὁρθοδοξίας ὁ κ. Κωνσταντῖνος Καβαρνός. Ὑπῆρξε καθηγητὴς τῆς Φιλοσοφίας διαπρεπής, συγγράψας σπουδαῖα συγγράμματα, μεταξὺ τῶν ὁποίων «Διάλογος μεταξὺ Μπέρξον, Ἀριστοτέλους καὶ Φιλολόγου», «Ἡ Διδασκαλία τοῦ Πλάτωνος περὶ τῶν Καλῶν Τεχνῶν» κ.ἄ. Ἐδίδαξεν ὡς καθηγητὴς εἰς τὸ Πανεπιστήμιον τοῦ Χάρβαρντ καὶ τῆς Βορείου Καρολίνας.
Ἡ θρησκευτικὴ ψυχή του ὅμως μετεστράφη τελικῶς πρὸς τὴν θρησκείαν, καὶ πρὸ πάντων πρὸς τὴν Ὀρθοδοξίαν, τῆς ὁποίας βαθὺς μύστης ἀνεδείχθη, πλήρης ἀσαλεύτου πίστεως, ζῶν ἐν ὁσιότητι, καὶ προσηλωμένος ὅλος εἰς τὴν παράδοσιν τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἔκαμε διαλέξεις ἐν Ἀμερικῇ καὶ Ἑλλάδι περὶ τῆς βυζαντινῆς μουσικῆς, περὶ τῆς καταστάσεως τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας ἐν Ἀμερικῇ, κ.ἄ. Ἤδη ἀγωνίζεται παρὰ τὸ πλευρὸν τῶν ἀπολογητῶν κατὰ τῆς νέας ἐπιβουλῆς τοῦ παπισμοῦ καὶ τῶν παποφίλων, γράψας καὶ σπουδαίαν σχετικὴν μελέτην ὑπὸ τὸν τίτλον «Τὸ ζήτημα τῆς ἑνώσεως τῶν δύο Ἐκκλησιῶν», ἡ ὁποία ἐκδίδεται ἤδη ἀπὸ τὴν «Πανελλήνιον Ὀρθόδοξον Ἕνωσιν» (Π.Ο.Ε.). Ἔγραψε καὶ βιβλίον περὶ τῆς Ὀρθοδόξου Εἰκονογραφίας ὑπὸ τὸν τίτλον «Ἡ Ἱερὰ Βυζαντινὴ Τέχνη», καθὼς καὶ λαμπρὸν ἕτερον πόνημα περὶ Ἁγίου Ὄρους «Ἀγκυροβολημένοι στὸν Θεό».
Ὁ νέος οὗτος Παπαδιαμάντης, τύπος ἁγνότητος, σωφροσύνης, βαθυτάτης εὐσεβείας, ταπεινοφροσύνης καὶ πάσης χριστιανικῆς ἀρετῆς, εἶναι ἀληθὲς σέμνωμα τῆς χριστιανικῆς Ἑλλάδος. Ἡ παρουσία του εἰς τὸ στρατόπεδον τῶν ἀγωνιζομένων ὑπὲρ τῆς διασώσεως τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν πίστεως ἀπὸ τοὺς ὄνυχας τοῦ παπισμοῦ, καὶ τῶν φίλων του, εἶναι ἐκτυφλωτικὴ μαρτυρία περὶ τοῦ ὁποῖοι μαχηταὶ πολεμοῦν σήμερον ὑπὸ τὴν σημαίαν τῆς Ἑλληνικῆς Ὀρθοδοξίας κατὰ τοῦ σκότους τῆς παπολατρείας καὶ τοῦ ὑλιστικοῦ πνεύματος «τοῦ κόσμου τούτου».
Φ.Κ.
Διάλεξις στὴν αἴθουσα τῆς Λέσχης Πλωμαρίου «Βενιαμὶν ὁ Λέσβιος», ἡ ὁποία ὠργανώθηκε ἀπὸ τὴν Λέσχη καὶ δόθηκε τὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, 22 Μαρτίου 1964.
Ἡ πρόσφατος συνάντησις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Ἀθηναγόρα μὲ τὸν Πάπα Παῦλο τὸν ΣΤ´ εἰς τοὺς Ἁγίους Τόπους, ὁ σάλος ποὺ ἔχει δημιουργηθῆ στήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία ἀπὸ τὴν συνάντηση αὐτή, καὶ οἱ δηλώσεις τοῦ Πατριάρχου περὶ ἐνδεχομένης ἑνώσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μὲ τὴν Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία, καθιστοῦν τὸ θέμα τῆς ὁμιλίας αὐτῆς ζωτικοῦ ἐνδιαφέροντος.
Τὸ ζήτημα τῆς ἑνώσεως τῆς Ὀρθοδόξου ἢ Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς, Δυτικῆς, Λατινικῆς, ἢ Παπικῆς Ἐκκλησίας εἶναι, πρῶτο, ζήτημα ἂν μιὰ τέτοια ἕνωσις εἶναι δυνατή, καὶ δεύτερο, ἂν εἶναι ἐπιθυμητή. Γιὰ νὰ δώσωμε μιὰ ὑπεύθυνη καὶ ἀντικειμενικὴ ἀπάντηση στὰ δύο αὐτὰ ἐρωτήματα, πρέπει νὰ ἐξετάσωμε ποιὲς εἶναι οἱ διαφορὲς ποὺ χωρίζουν τὶς δύο Ἐκκλησίες, καὶ πόσο σοβαρὲς εἶναι. Ἂν διαπιστώσωμε, ὅτι οἱ διαφορὲς εἶναι πολλὲς καὶ σοβαρές, τότε πρέπει νὰ ποῦμε πὼς ἡ ἕνωσις τῶν δύο Ἐκκλησιῶν δὲν εἶναι οὔτε δυνατή, οὔτε, γιὰ ἐμᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους, ἐπιθυμητή.
Θὰ ἐκθέσω λοιπὸν τὶς κυριώτερες διαφορὲς ποὺ χωρίζουν τὴν Ἀνατολική ἀπὸ τὴν Δυτικὴ Ἐκκλησία, καὶ στὸ τέλος τῆς ὁμιλίας μου θὰ βγάλω μερικὰ γενικὰ συμπεράσματα. Ὡς βάσεις μου θὰ ἔχω κυρίως τὰ συγγρὰμματα τριῶν διαπρεπῶν θεολόγων, στύλων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας: τοῦ Νεκταρίου Κεφαλᾶ, Μητροπολίτου Πενταπόλεως, τοῦ Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, καὶ τοῦ Ἀθανασίου τοῦ Παρίου. Οἱ πρῶτοι δύο ἔχουν ἀναγνωρισθῆ ἐπισήμως ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ὡς Ἅγιοι: ὁ Νικόδημος τὸ 1955 καὶ ὁ Νεκτάριος τὸ 1961. Ὁ Πάριος συναριθμεῖται μεταξὺ τῶν Μεγάλων διδασκάλων τοῦ Γένους. Ἱδιαιτέρως θὰ ἀντλήσω ἀπὸ τὸ περισπούδαστο δίτομο ἔργο τοῦ ἁγίου Νεκταρίου, «Μελέτη Ἱστορικὴ Περὶ τῶν Αἰτίων τοῦ Σχίσματος, Περὶ τῶν Λόγων τῆς Διαιωνίσεως Αὐτοῦ, καὶ Περὶ τοῦ Δυνατοῦ ἢ Ἀδυνάτου τῆς Ἑνώσεως τῶν Δύο Ἐκκλησιῶν, τῆς Ἀνατολικῆς καὶ Δυτικῆς». Τὸ ἔργο αὐτό, ποὺ ἐκδόθηκε στὴν Ἀθήνα το 1911 καὶ τὶ 1912, εἶναι τὸ πιὸ ἐμπεριστατωμένο ἔργο γιὰ τὸ σχίσμα ἀπὸ νεοέλληνα συγγραφέα, καὶ γραμμένο μὲ ἱστορικὴ ἀκρίβεια καὶ ἀμεροληψία.
Ἀρχίζω μὲ τὶς δογματικὲς διαφορές, ποὺ χωρίζουν τὶς δύο Ἐκκλησίες. Ἡ σπουδαιτότερη δογματικὴ διαφορὰ εἶναι τὸ δόγμα τοῦ πρωτείου τοῦ Πάπα. Στὸ δόγμα τοῦτο, παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Νεκτάριος, «κεῖται ὁ λόγος τοῦ σχίσματος, ὅστις ἀληθῶς εἶναι μέγιστος, διότι ἀνατρέπει τὸ πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου, καὶ ὁ σπουδαιότερος δογματικὸς λόγος, διότι εἶναι ἄρνησις τῶν ἀρχῶν τοῦ Εὐαγγελίου. Οἱ λοιποί δογματικοὶ λόγοι, καίτοι σπουδαιότατοι, δύνανται νὰ θεωρηθῶσιν ὡς δευτερεύοντες καὶ ἀπόρροια τοῦ πρώτου τούτου λόγου» (Μελέτη Ἱστορικὴ Περὶ τῶν Αἰτίων τοῦ Σχίσματος, τόμ. Α´, σ. 69). Ἐπάνω στὸ δόγμα αὐτὸ εἶναι θεμελιωμένη ἡ Παπικὴ Ἐκκλησία.
Σύμφωνα μὲ τὸ δόγμα τοῦ πρωτείου τοῦ Πάπα, καθὼς παρατηρεῖ ὁ ἴδιος Ἅγιος, «ὁ Πάπας εἶναι διάδοχος τοῦ Κορυφαίου τῶν Ἀποστόλων Πέτρου καὶ ὁ μόνος ἀντιπρόσωπος τοῦ Χριστοῦ ἐπὶ τῆς γῆς· ὁ Πάπας εἶναι ἡ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ὁ μόνος τοποτηρητὴς αὐτοῦ, ὁ τὰς κλεῖς ἔχων τῆς βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, ὁ μόνος συνδετικὸς κρῖκος τῶν Ἐκκλησιῶν τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἑνῶν αὐτὰς μετὰ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ἥτις ἐστὶν ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης» (Ἔνθ. ἀνωτ., τόμ. Β´, σ. 6).
Ἡ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία ὥρισε ἱδρυτήν της τὸν Ἀπόστολο Πέτρο, ὄχι διότι ὁ Πέτρος πράγματι ἵδρυσε τὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης, ἀλλὰ διότι αὐτὴ θέλησε νὰ ἐκμεταλλευθῇ ὡρισμένα χωρία τῶν Εὐαγγελίων, ὅπου ἀναφέρεται ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, καὶ νὰ στηρίξῃ ἐπάνω σ᾿ αὐτὰ τὸ δόγμα τοῦ πρωτείου τοῦ Πάπα. Τὸ κυριώτερο χωρίο εἶναι τὸ ἑξῆς, ὅπου ὁ Ἰησοῦς μιλάει στὸν Πέτρο: «Σὺ εἶ Πέτρος, καὶ ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ πύλαι ἅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς καὶ δώσω σοι τὰς κλεῖς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν· καὶ ὃ ἐὰν δήσῃς ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς· καὶ ὃ ἐὰν λύσῃς ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται λελυμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Ματθ. ιστ´ 18-19). Τὸ χωρίο αὐτὸ ἑρμηνεύθηκε ἀπὸ τοὺς Παπικούς, ὅτι δίδονται τὰ πρωτεῖα στὸν Πέτρο καὶ τοὺς τάχα διαδόχους του, τοὺς ἐπισκόπους Ρώμης, τοὺς Πάπας. Ὑπεστήριξαν δηλαδὴ καὶ ἐξακολουθοῦν νὰ ὑποστηρίζουν οἱ Ρωμαιοκαθολικοί, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶπε πὼς ὁ Πέτρος εἶπε πὼς ὁ Πέτρος εἶναι ἡ πέτρα, τὸ θεμέλιο, ἐπάνω στὴν ὁποία πέτρα θὰ οἰκοδομήσῃ τὴν Ἐκκλησία του. Ὁ Χριστὸς ὅμως δὲν λέγει καὶ δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ πῆ αὐτό. Ἡ πέτρα ἐπάνω στὴν ὁποία λέγει ὁ Ἰησοῦς, ὅτι θὰ οἰκοδομήσῃ τὴν Ἐκκλησία του εἶναι ἡ ὁμολογία τῆς πίστεως, αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς, ὁ ὁποῖος στὴν Α´ πρὸς Κορινθίους Ἐπιστολή, κεφ. ι´ 4, ὀνομάζεται πνευματικὴ πέτρα: «Ἔπινον γὰρ ἐκ πνευματικῆς ἀκολουθούσης πέτρας· ἡ δὲ πέτρα ἦν ὁ Χριστός». (Δὲς Νεκταρίου Κεφαλᾶ, Μάθημα Ποιμαντικῆς, Ἀθῆναι, 1898, σ. 40). Φανερὸ εἶναι ἀπὸ τὴν ἑρμηνεία ποὺ δίνουν στὸ χωρίο αὐτὸ οἱ Παπικοί, ὅτι ἐγκαταλείπουν τὸν ἀκρογωνιαῖο λίθο, τὸν Χριστό, καὶ οἰκοδομοῦν τὴν Ἐκκλησία τους ἐπάνω σὲ θεμέλια ἀνθρώπινα.
Ἀλλὰ καὶ ἂν ἀκόμη ὑποθέσωμε, ὅτι οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ ἑρμηνεύνουν σωστὰ τὸ χωρίο τοῦ Εὐαγγελίου ποὺ ἀναφέραμε, πὼς δηλαδὴ ὁ Χριστὸς εἶπε, ὅτι ἐπάνω στὸν Πέτρο θὰ οἰκοδομήσῃ τὴν Ἐκκλησία του, ἀπ᾿ αὐτὸ δὲν βγαίνει καὶ δόγμα τοῦ πρωτείου τοῦ Πάπα· διότι ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης, ὑπάρχουν καὶ ἄλλες Ἐκκλησίες ποὺ ἀνάγουν τὴν ἵδρυσή τους στὸν Ἀπόστολο Πέτρο: ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀντιοχείας, τῆς Ἀλεξανδρείας, τῆς Καισαρείας τῆς Παλαιστίνης, τῆς Τριπόλεως, τῆς Λαοδικείας καὶ τῆς Κορίνθου. Σύμφωνα μὲ τὸν συλλογισμὸ τῶν Παπικῶν, θὰ ἔπρεπε ὁ ἐπίσκοπος κάθε μιᾶς τῶν Ἐκκλησιῶν αὐτῶν νὰ διεκδικῇ πρωτεῖα γιὰ τὸν ἑαυτό του, ὡς διαδόχου τοῦ «Κορυφαίου» Ἀποστόλου. Καὶ τότε τὸ δόγμα τοῦ πρωτείου θὰ καταντοῦσε καταγέλαστο. Ἀλλ᾿ αὐτοὶ δὲν ἔπεσαν στὴν πλάνη, στὴν ὁποία ἔπεσε ἡ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία. Οἱ Ἐκκλησίες αὐτές, καθὼς παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Νεκτάριος, ἂν καὶ «ἐκαυχῶντο, ὅτι ὑπὸ τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου ἐθεμελιώθησαν, ἐν τούτοις ὅμως οὐδ᾿ ἐφαντάσθησαν νὰ διεκδηκήσωσι πρωτεῖα καὶ ἡγεμονίας, ὀρθῶς κατανοοῦσαι τὰ ἐν τοῖς Ἱεροῖς Εὐαγγελίοις ἀναφερόμενα ὑπὲρ τῆς Ἡγεμονίας τοῦ Πέτρου ῥητά· οὐδέ λόγον ποτὲ περὶ ἀξιώσεων ἐποιήσαντο, ἀλλὰ διὰ τὴν τιμὴν μόνον τῆς ἱδρύσεως. Τῆς φιλοτιμίας ταύτης δὲν καθυστέρησε καὶ ἡ μήτηρ τῶν Ἐκκλησιῶν, ἡ τῶν Ἱεροσολύμων Ἑκκλησία· διότι καὶ αὐτή, καίτοι ὑπὲρ πᾶσαν ἄλλην ἦν τετιμημένη, οὐχ ἧττον ἤθελε τὸν Πέτρον ὡς ἱδρυτὴν ἑαυτῆς» (Ἔνθ. ἀνωτ., Α´, σ. 13).
Ὅσον ἀφορᾶ εἰς τὴν συσχέτιση τοῦ πρωτείου τοῦ Πάπα μὲ τὸν Ἀπόστολο Πέτρο, ὁ Νεκτάριος προβαίνει καὶ στὶς ἑξῆς σημαντικὲς παρατηρήσεις: «Ἐν ταῖς Πράξεσι (τῶν Ἀποστόλων) οὐδαμοῦ φαίνεται ἢ ὑποδηλοῦται τὸ πρωτεῖον τοῦ Πέτρου. Οὐδεὶς τῶν Ἀποστόλων ἀποδίδωσιν αὐτῷ πρωτεῖα, ἢ ἕτερόν τι μαρτυροῦν ὑπεροχὴν ἢ ἀρχήν... Ἐν ταῖς Ἐπιστολαῖς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου οὐδὲν ἴχνος τοῦ πρωτείου τοῦ Πέτρου ἐμφαίνεται... Ἐν ταῖς καθολικαῖς Ἐπιστολαῖς τοῦ Πέτρου, Ἰακώβου, Ἰούδα καὶ Ἰωάννου οὐδαμοῦ φαίνεται νὰ συνιστᾶται τὸ πρωτεῖον τοῦ Πέτρου ἢ ἡ ἡγεμονία αὐτοῦ ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, ὡς ὁ ἑνωτικὸς δεσμὸς τῶν Ἑκκλησιῶν· τοὐναντίον ὡς ἑνωτικὸν δεσμὸν θεωροῦσι τὴν ἀγάπην καὶ τὴν ἀλήθειαν, αἵτινες στηρίζουσι τὴν κοινωνίαν τῶν Ἐκκλησιῶν μετὰ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ. Ἐπίσης ἐν τοῖς συγγράμμασι τῶν Ἀποστολικῶν Πατέρων οὐδὲν ἀπαντᾶ περὶ τοῦ πρωτείου καὶ τῆς Ἡγεμονίας τοῦ Πέτρου ὡς ἑνωτικοῦ δεσμοῦ τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ ἐν αὐτοῖς διαπνέον πνεῦμα περὶ τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τὸ αὐτὸ τῷ Πνεύματι τῆς Καινῆς Διαθήκης... Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας οὐχὶ ἐν τῷ ἑνιαίῳ προσώπῳ ἑνὸς τῶν Ἀποστόλων θεμελιοῦται καὶ ἑδράζεται, ἀλλ᾿ ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅς πίστει, ἐλπίδι, ἀγάπῃ καὶ λατρείᾳ». (Ἔνθ. ἀνωτ., σ. 72 ἑξ.).
Τὸ δόγμα τοῦ πρωτείου τοῦ Πάπα ἀποδεικνύεται χωρὶς βάση στὴν πραγματικότητα καὶ ἀπὸ τὸ γεγονός, ὅτι δὲν ὑπάρχει καμμιὰ μαρτυρία, πὼς ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ἵδρυσε τὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης, ἢ ὅτι πῆγε ποτὲ στὴ Ρώμη. Ὁ ἅγιος Νεκτάριος, ποὺ ἐξετάζει τὸ θέμα τῆς ἱδρύσεως τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Πέτρο διεξοδικὰ, καταλήγει στὸ συμπέρασμα, ὅτι «οὐδαμόθεν μαρτυρεῖται ὅτι ὁ Ἀπόστολος Πέτρος μετέβη εἰς Ρώμην, ἢ ὅτι ἐκήρυξεν ἐν Ρώμῃ, ἢ ὅτι ἀπέθανεν ἐν Ρώμῃ· τοὐναντίον μάλιστα ὅλως τἀναντία μαρτυροῦνται ὑπό τε τῆς Ἱερᾶς Γραφῆς καὶ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας» (Ἔνθ. ἀνωτ., τόμ. Α´, σ. 40).
Τέλος, μιλώντας γιὰ τὸ πρωτεῖο τοῦ Πάπα ἀπὸ μιὰ γενικὴ ἱστορικὴ σκοπιά, ὁ Νεκτάριος παρατηρεῖ: «Ἡ Μία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, συγκροτουμένη ἐκ τῶν κατὰ τόπους Ἐκκλησιῶν, ἡνωμένη τῇ πίστει, τῇ ἐλπίδι, τῇ ἀγάπῃ καὶ τῇ λατρείᾳ ὑπῆρξεν ἀείποτε ἐλευθέρα καὶ ἀνεξάρτητος, οὐδὲ ὑπετάγη ποτὲ τῷ Πάπα Ρώμης, οὐδὲ ἀνεγνώρισε ποτὲ αὐτῷ μείζονα ἱεράρχην καὶ πνευματικὰ χαρίσματα καὶ ὑπεροχήν, ἀλλ᾿ ἐθεώρησεν αὐτὸν ἐπίσκοπον, ὡς πάντας τοὺς ἐπισκόπους, ἀφοῦ καὶ αὐτὸς τὴν αὐτὴν ἔλαβε χειροτονίαν, οἵαν καὶ οἱ λοιποὶ ἐπίσκοποι παρὰ τῶν ἀποστόλων» (Ἔνθ. ἀνωτ., τόμ. Α´, σ. 67).
Αὐτὰ γιὰ τὸ δόγμα τοῦ πρωτείου τοῦ Πάπα. Στενὰ συνδεδεμένο μὲ αὐτὸ εἶναι τὸ δόγμα, τοῦ «ἀλαθήτου τοῦ Πάπα», τὸ δόγμα, ὅτι ὁ Πάπας εἶναι ἀλάθευτος καὶ ἀναμάρτητος.
Γιὰ τὸ δόγμα τοῦ ἀλαθήτου τοῦ Πάπα, ὁ ἅγιος Νεκτάριος παρατηρεῖ: «Μεγάλως ἥμαρτεν ὁ Μακαριώτατος Πάπας, κηρύξας ἑαυτὸν ἀλάθητον καὶ ἀναμάρτητον… Τὸ ἀλάθητον καταργεῖ τὰς Συνόδους, ἀφαιρεῖ ἀπ᾿ αὐτῶν τὴν σημασίαν, τὴν σπουδαιότητα, καὶ τὸ κῦρος, καὶ κηρύττει αὐτὰς ἀναρμοδίους, διασαλεῦον τὴν πρὸς αὐτὰς πεποίθησιν τῶν πιστῶν. Ἡ ἀνακήρυξις τοῦ ἀλαθήτου τοῦ Πάπα διεσάλευσε τὰ θεμέλια τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας· διότι παρέσχε χώραν εἰς ὑπονοίας περὶ τῆς αὐθεντίας τῶν Συνόδων, καὶ δεύτερον ἐξήρτησε αὐτὴν ἐκ τῆς νοητικῆς καὶ πνευματικῆς ἀναπτύξεως ἑνὸς προσώπου, τοῦ Πάπα… Ἀφοῦ δὲ πᾶς Πάπας κρίνει περὶ τοῦ ὁρθοῦ κατὰ τὸ δοκοῦν αὐτῷ, καὶ ἑρμηνεύει τὴν Γραφήν ὡς βούλεται, καὶ ἀποφθεγματίζεται, ὡς θεωρεῖ ὁρθόν, κατὰ τί διαφέρει οὗτος τῶν παντοίων δογματιστῶν τῆς Προτεσταντικῆς Ἐκκλησίας;… Ἴσως ἐν μὲν τῇ τῶν Προτεσταντῶν ἕκαστον ἄτομον ἀποτελεῖ μίαν Ἐκκλησίαν, ἐν δὲ τῇ Δυτικῇ ὅλην τὴν Ἐκκλησίαν ἀποτελεῖ ἓν ἄτομον, οὐχὶ πάντοτε τὸ αὐτό, ἀλλ᾿ ἀείποτε ἕτερον» (Αἱ Ἑπτὰ Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι, Ἀθῆναι, 1892, σ. 22-23, 27).
«Ἐκ τῆς συγκροτήσεως τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων διαδασκόμεθα -γράφει παρακάτω ὁ ἅγιος Νεκτάριος- ὅτι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία οὐδένα ἕτερον ἀνεγνώριζεν ἀναμάρτητον καὶ ἀλάθητον ἢ μόνην ἑαυτὴν ἐν τῷ συνόλῳ τῶν ἑαυτῆς ἐπισκόπων. Μάτην ἄρα ἀγωνίζονται οἱ περὶ τὸν Πάπαν Ρώμης νὰ ἀναδείξωσιν αὐτὸν ἀλάθητον ἢ μὴ σφαλλόμενον, δογματίζοντα ἀπὸ καθέδρας, διότι αἱ Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι ἵστανται στεντορείᾳ τῇ φωνῇ διαμαρτυρόμεναι κατὰ τοῦ τοιούτου ἀνοσίου σφετερισμοῦ τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης. Ἐκεῖνο δὲ, ὅπερ ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία ἐπὶ δεκαεννέα ὅλους αἰῶνας ἐπίστευε καὶ ἐπρέσβευεν, εἶναι ἀδύνατον νὰ ἀθετήσῃ καὶ ἀπαρνηθῇ, ὅπως δεχθῇ καὶ πρεσβεύσῃ τὸ νέον περὶ ἀλαθήτου δόγμα τῆς Ρωμαϊκῆς Ἐκκλησίας. Ἐὰν ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης ἦτο ἀδιάπταιστος δογματίζων ἀπὸ καθέδρας, τοῦτο ἔπρεπε νὰ ὁμολογῆται παρὰ τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τῶν πρώτων αἰώνων, ἀλλ᾿ οὐ μόνον δὲν ὁμολογεῖται ἀλλὰ καὶ διαψεύδεται· διότι αἱ τοπικαὶ, αἱ ἐπαρχιακαὶ καὶ αἱ Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι πᾶν τοὐναντίον ὁμολογοῦσι. Ἑὰν ἡ Ἐκκλησία ἀνεγνώριζε τῷ Πάπα τοιοῦτον προσόν, θὰ ὡμολόγει τοῦτο διὰ τῶν ἔργων, ἐπιζητοῦσα παρ᾿ αὐτοῦ τὴν λύσιν τῶν παρουσιαζομένων ζητημάτων, οὐδὲ θὰ προσέτρεχεν εἰς Συνόδους, καὶ δὴ Οἰκουμενικάς, πρὸς λύσιν δογματικῶν ζητημάτων. Ἡ συγκρότησις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἀρνεῖται τῷ Πάπᾳ τοιοῦτον θεῖον χάρισμα. Αἱ Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι οὐ μόνον δὲν ἀνεγνώρισαν τῷ Πάπᾳ τοιοῦτον προνόμιον, ἀλλὰ καὶ κατεπολέμησαν τὴν τοιαύτην διάθεσιν καὶ διεκδίκησιν τοιούτου προσόντος, καὶ διὰ κανόνων τὸν μέγα Ποντίφηκα ἐξίσωσαν πρὸς τοὺς λοιποὺς ἐπισκόπους» (Μελέτη Ἱστορικὴ Περὶ τῶν Αἰτίων τοῦ Σχίσματος, τόμ. Α´, σ. 94).
Ἂν τὸ δόγμα τοῦ ἀλαθήτου τοῦ Πάπα ἦταν ὀρθό, θὰ ἔπρεπε ἡ ἱστορία νὰ βεβαιώνῃ ὅτι οἱ διάφοροι Πάπες ὑπῆρξαν πράγματι ἀλάθητοι. Ὅμως ἡ ἱστορία ἀποδεικνύει ἐντελῶς τὸ ἀντίθετο. Στὸν πρῶτο τόμο τοῦ ἔργου του γιὰ τὸ Σχίσμα, ὁ ἅγιος Νεκτάριος ἀναφέρει δέκα Πάπας ποὺ στάθηκαν «αἱρετικοὶ καὶ πεπλανημένοι», καὶ προσθέτει ὅτι ὑπῆρξαν καὶ ἄλλοι Πάπες ποὺ ἔπεσαν σὲ αἱρέσεις καὶ πλάνες (σ. 159-160). Στὸν δεύτερο τόμο τοῦ ἰδίου ἔργου, μιλώντας γιὰ τὸν Πάπα Ἰννοκέντιο τὸν Γ´, ποὺ ἦταν ὑπεύθυνος γιὰ τὴν Δ´ Σταυροφορία, ἡ ὁποία εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ τὴν λεηλασία καὶ αὐτῶν τῶν ναῶν της ἀπὸ τοὺς Φράγκους τὸ 1204, παρατηρεῖ: «Ἄνδρες μεγάλων ἀρετῶν ἐπείσθησαν ὅτι ὁ Ἰννοκέντιος ὁ Γ´ ὑπέπεσεν εἰς μεγάλα λάθη. Ὥστε οἱ Πάπαι καὶ ἁμαρτάνουσι καὶ κολάζονται· ἴσως καὶ αἰωνίως διὰ τὰ πρὸς τὴν Ἑλληνικὴν Ἑκκλησίαν κακά, καὶ τὰς ψευδενώσεις, καὶ τὰς ἀσεβεῖς καὶ ἀντιχριστιανικὰς διατάξεις»(σ. 103).
Χωρὶς βάση, λοιπόν, στὰ πράγματα εἶναι τὸ δόγμα τοῦ ἀλαθήτου τοῦ Πάπα, ὅπως εἶναι καὶ τὸ δόγμα τοῦ πρωτείου τοῦ Πάπα. Καὶ ἀποτελεῖ ἕνα ἀπὸ τὰ σπουδαιότερα αἴτια τοῦ χωρισμοῦ τῶν δύο Ἐκκλησιῶν.
Ἄλλη σημαντικὴ δογματικὴ καινοτομία τῆς Παπικῆς Ἐκκλησίας εἶναι τὸ λεγόμενο filioque, ἡ προσθήκη στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως τῆς φράσεως: «καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ». Σύμφωνα μὲ τὴν καινοτομία αὐτή, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα πορεύεται ὄχι μόνον ἀπὸ τὸ πρῶτο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, τὸν Πατέρα, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸ δεύτερο, τὸν Υἱό, τὸν Χριστό. Ἡ προσθήκη αὐτή, καθὼς γράφει ὁ Ἅγιος Νεκτάριος, «ἐγένετο εἰς τὸ Σύμβολον τῆς Πίστεως ἐν τῇ Δύσει κατὰ πρῶτον ἐν τῇ τρίτῃ τοπικῇ Συνόδῳ, τῇ συγκροτισθείσῃ ἐν Τολέδῳ τῆς Ἱσπανίας κατὰ τὸ ἔτος 589. Τὴν προσθήκην ἔπειτα ἐπεκύρωσαν καὶ ἄλλαι ὕστερον συγκροτηθεῖσαι τοπικαὶ Σύνοδοι, καὶ ἰδίως ἡ συγκροτηθεῖσα ἐν Ἀκυϊσγράνῳ, ἥτις ἐκήρυξε τὴν προσθήκην δόγμα πίστεως. Ἀλλὰ μεθ᾿ ὅλα ταῦτα ἡ προσθήκη δὲν ἦτο γενικῶς διαδεδομένη ἀνὰ πάσας τὰς Ἐκκλησίας τῆς Δύσεως... Ἡ προσθήκη ῾῾καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ᾿᾿ εἰς τὸ Σύμβολον τῆς Πίστεως μόλις κατὰ τὸ 1014 ἐπὶ τοῦ Πάπα Βενεδίκτου τοῦ Η´... ἐγένετο καὶ ἐν Ρώμῃ δεκτή» (Ἔνθ. ἀνωτ., τόμ. Β´, σ. 14).
Σχετικὰ μὲ τὴν καινοτομία αὐτή, πρέπει νὰ σημειώσωμε ὅτι εἶναι παράνομη, διότι στὸν Ζ´ Κανόνα της ἡ Γ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἀναθεματίζει ἐκείνους ποὺ συνθέτουν ἄλλο Σύμβολο τῆς Πίστεως ἔξω ἀπ᾿ αὐτὸ ποὺ ὥρισαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Νικαίας. Σχολιάζοντας τὸν κανόνα αὐτόν, ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης λέγει, ὅτι ὁ Κύριλλος, ποὺ ἦταν ἔξαρχος τῆς Γ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ κατεῖχε πλήρως τὸ νόημα τῶν κανόνων τῆς Συνόδου αὐτῆς, ἔγραψε πρὸς τὸν Ἀντιοχείας Ἰωάννη, ὅτι δὲν ἐπιτρέπεται σὲ κανένα νὰ ἀλλάξη οὔτε μία συλλαβὴ τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως. Καὶ παρατηρεῖ ὁ Νικόδημος: «Εἰ δὲ οὐδεμίαν συλλαβὴν νὰ ἀλλάξῃ τινὰς δὲν εἶναι συγκεχωρημένον, πολλῷ μᾶλλον οὐδὲ νὰ προσθέσῃ τι ἐν αὐτῷ ἢ νὰ ἀφαιρέσῃ» (Πηδάλιον, Ἀθῆναι, 1957, σ. 174). Ἡ Παπικὴ Ἐκκλησία, παραγνωρίζοντας τὸν κανόνα αὐτόν, καὶ ἀψηφώντας τὸ ἀνάθεμα τῆς Γ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, προσέθεσε τὴ φράση: «καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ» στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως. Αὐτὴ ἡ παράνομη προσθήκη, λέγει ὁ Νικόδημος, «ἤρκεσε νὰ σχίσῃ τοὺς Δυτικοὺς ἀπὸ τοὺς Ἀνατολικούς» (Ἔνθ. ἀνωτ.).
Ὁ Ἀθανάσιος ὁ Πάριος κάνει τὶς ἑξῆς παρατηρήσεις: «Τὸ τῶν Λατίνων ἀγέρωχον γένος, τὴν τῶν θείων Διδασκάλων εὐλάβειαν παρὰ φαῦλον ἡγούμενοι, πρῶτον μὲν διὰ στόματος λέγειν, ὅτι καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐκπορεύεται ἐτόλμησαν, ὃ δὴ πηγὴν εἶναι φρικτῶν ἀτοπημάτων καὶ βλασφήμων συμπερασμάτων, πολλοὶ τῶν ἡμετέρων Διδασκάλων σαφέστατα ἀπέδειξαν. Εἶτα καὶ προσθεῖναι αὐτὴν ταύτην τὴν τῆς πίστεως καινοτομίαν τῷ ἁγίῳ συμβόλῳ ἀπεθρασύνθησαν, νεῖκος μέγα καὶ ἄφατον εἰς τὴν τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν ἐγείραντες, ὥστε ταύτην καὶ διαιρεθῆναι τὴν μίαν εἰς δύο ἀντιπάλους, φεῦ, καὶ πολεμίας πρὸς ἀλλήλας μέχρι σήμερον... Ἡ κακίστη αὕτη αἵρεσις ζῶσα καθ᾿ ἡμᾶς ἐστι, καὶ οὐδὲ παύεται λυποῦσα καὶ ταράττουσα τὴν καθ᾿ ἡμᾶς ἁγίαν Ἐκκλησίαν, εἰ καὶ νῦν μετριώτερον ἢ ἐν τοῖς πρόσθεν χρόνοις, διὰ τὴν νῦν ὑπὸ τῶν ἀθέων ἐπεισκωμάσασαν ἀδιαφορίαν» (Ἐπιτομὴ εἴτε Συλλογὴ τῶν Θείων τῆς Πίστεως Δογμάτων, σ. 163-164, 172-176).
Τετάρτη δογματικὴ καινοτομία τῆς Παπικῆς Ἐκκλησίας εἶναι τὸ δόγμα τοῦ Καθαρτηρίου Πυρός, ἢ Πουργατορίου. Σύμφωνα μὲ τὴν διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, μετὰ τὸν θάνατο οἱ ψυχὲς πηγαίνουν εἴτε στὸν Ἅδη εἴτε στὸν Παράδεισο -τρίτος τόπος ἢ κατάστασις δὲν ὑπάρχει. Ἡ Ρωμαιοκαθολικὴ ὅμως Ἐκκλησία διδάσκει, ὅτι ὑπάρχει καὶ τρίτος, διάμεσος τόπος ἢ κατάστασις, ὅπου πηγαίνουν οἱ ψυχές ἐκείνων ποὺ μετανόησαν μὲν, ἀλλὰ πέθαναν πρὶν ὑποστοῦν ἐδῶ στὴν γῆ τὶς πρόσκαιρες ποινὲς γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους, πρὸς ἱκανοποίηση τῆς θείας δικαιοσύνης. Ὁ τόπος αὐτὸς ἢ κατάστασις εἶναι τὸ Καθαρτήριο Πῦρ. Ἐδῶ οἱ ψυχές αὐτὲς ὑφίστανται βάσανα πρὸς ἱκανοποίηση τῆς θείας δικαιοσύνης, μέχρις ὁτου καθαρισθοῦν διὰ τοῦ πυρὸς καὶ γίνουν ἄξιες τῆς αἰωνίου μακαριότητος.
Ἡ Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία οὐδέποτε ἀναγνώρισε τὸ δόγμα τοῦ Καθαρτηρίου Πυρός. Παραδέχεται, ὅτι εἶναι δυνατὸ νὰ ἐλευθερωθοῦν ψυχὲς ἀπὸ τὸν Ἅδη ὄχι ὅμως ὡς ἀποτέλεσμα τῶν βασάνων ποὺ ὑφίστανται στὸ ὑποθετικὸ Πουργατόριο, ἀλλὰ χάρις εἰς τὰ μνημόσυνα, τὶς λειτουργίες, τὶς προσευχές, τίς ἐλεημοσύνες κ.λ.π., ποὺ προσφέρουμε γιὰ τοὺς κεκοιμημένους.
Ὁ ἅγιος Νεκτάριος λέγει μεταξὺ ἄλλων τὰ ἑξῆς γιὰ τὸ Καθαρτήριο Πῦρ: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποκρούει ζωηρῶς τὸ Καθαρτήριον Πῦρ, ἓν πῦρ ἐν τῇ ἐννοίᾳ τῇ καθαρτικῇ, ὅπερ καθαρίζει τὰς ψυχάς... Κατὰ τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, μετὰ θάνατον οὐδεμία ὑπάρχει μεσάζουσα τάξις μεταξὺ τῶν μεταβαινόντων εἰς Οὐρανοὺς καὶ τῶν καταβαινόντων εἰς Ἅδην. Δὲν ὑπάρχει τόπος εἰδικὸς μεσάζων, ἔνθα εὑρίσκονται αἱ ψυχαὶ τῶν μετανοησάντων πρὸ τοῦ θανάτου καὶ μὴ ἐνεγκόντων καρποὺς μετανοίας... Πᾶσαι αὗται αἱ ψυχαὶ μεταβαίνουσιν εἰς Ἅδην, ὁπόθεν αὗται δὲν δύνανται νὰ ἐξέλθωσιν ἢ διὰ τῶν εὐχῶν τῆς Ἐκκλησίας» (μελέτη Περὶ τῆς Ἀθανασίας τῆς Ψυχῆς, Ἀθῆναι, 1901, σ. 169, 168).
Ὁ δὲ μεγάλος Διδάσκαλος τοῦ Γένους καὶ σπουδαῖος θεολόγος Νικηφόρος Θεοτόκης παρατηρεῖ: «Περὶ μὲν τοῦ πυρὸς τῆς αἰωνίου κολάσεως ἐλάλησεν ὁ Θεὸς φανερὰ ἐν ταῖς θείαις Γραφαῖς, ὀνομάσας αὐτὸ πῦρ ἄσβεστον, πῦρ καμινιαῖον, πῦρ αἰώνιον, πῦρ γεέννης, πῦρ φλογερόν, πῦρ λιμναῖον· πῦρ δὲ καθαρτήριον οὐδὲ ἀκούεται εἰς τὰς θείας Γραφάς, οὐδὲ εἰς τὰς τῶν ἁγίων Συνόδων διατάξεις, οὐδὲ ἀκούεται εἰς τὰς θείας Γραφάς, οὐδὲ εἰς τὰς τῶν ἀρχαίας ἐκκλησιαστικὰς ἱστορίας, οὐδὲ εἰς τὰ συγγράμματα τῶν θεοφόρων Πατέρων» (Κυριακοδρόμιον Ἀποστόλων, Ἀθῆναι, 1930, σ. 205). Καὶ μετὰ ἀπὸ ἄλλες παρατηρήσεις σχετικὲς μὲ τὸ Καθαρτήριον Πῦρ, καταλήγει στὸ ἑξῆς συμπέρασμα: «Πάντες οὖν ἡμεῖς, οἱ τὸν λόγον τῆς ἀληθείας ὀρθοτομοῦντες,... τὸ σύστημα τοῦ πλαστοῦ πυρός, τοῦ λεγομένου καθαρτηρίου καὶ τὰ ὅμοια τούτου καινοτομήματα, τὰ ἐκ τῆς κοιλίας τῶν πονηρῶν ἀνθρώπων ἐξερευχθέντα καὶ πλασθέντα, ἀποστρεφόμεθα καὶ περιφρονοῦμεν, συντάττοντες αὐτὰ εἰς τοὺς ῾῾βεβήλους καὶ γραώδεις μύθους᾿᾿ καὶ εἰς τὰς ῾῾μωρὰς ζητήσεις᾿᾿ περὶ ὧν ὁ Παῦλος ἔγραψε πρὸς τὸν Τιμόθεον καὶ τὸν Τίτον» (σ. 206-207).
Πέμπτη καινοτομία τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας στὸν τομέα τῶν δογμάτων εἶναι τὸ δόγμα τῆς Ἀσπίλου Συλλήψεως τῆς Παρθένου Μαρίας. Τὸ δόγμα αὐτὸ ἔκανε τὴν πρώτη του ἐμφάνιση στὴν Λυὼν τῆς Γαλλίας τὸ 1140. Διαδόθηκε σιγὰ - σιγὰ μεταξὺ τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν, καὶ τὸ 1854 ἀνακηρύχθηκε δόγμα τῆς Παπικῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὸν Πάπα Πῖο τὸν Θ´, μὲ τὴν συγκατάθεση τῶν περισσοτέρων ἐπισκόπων του. Σύμφωνα μὲ τὸ δόγμα αὐτό, ἡ Παναγία δὲν συνελήφθη ὅπως οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, ἀλλὰ ἀσπίλως, καὶ συνεπῶς γεννήθηκε ἐλεύθερη ἀπὸ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα.
Τὴν καινοτομία αὐτὴ ποτὲ δὲν τὴν παραδέχτηκε ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία. Ὁ Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης λέγει τὸ ἑξῆς σχετικὸ στὸ Πηδάλιο: «Τὸ φρόνημα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι, ὅτι ἡ προπατορικὴ ἁμαρτία... μεταδίδοται εἰς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ἕως καὶ εἰς αὐτοὺς τοὺς ἐκ κοιλίας μητρὸς ἁγιασμένους, ἕως καὶ εἰς αὐτὴν τὴν Κυρίαν ἡμῶν Θεοτόκον» (σ. 523). Ἀλλοῦ πάλι λέγει: Ἡ Θεοτόκος «ἦτον ὑποκειμένη εἰς τὸ προπατορικὸν ἁμάρτημα μέχρι τοῦ Εὐαγγελισμοῦ· τότε γὰρ ἐκαθαρίσθη διὰ τῆς ἐπελεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὡς εἶπεν ὁ Ἄγγελος: ῾῾Πνεῦμα ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπὶ σέ᾿᾿» (Κῆπος Χαρίτων, Βόλος, 1958, σ. 200).
Ἐκτὸς ἀπὸ τὶς σοβαρές δογματικὲς καινοτομίες ποὺ ἀνέφερα, οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ εἰσήγαγαν καὶ σημαντικὲς καινοτομίες στὰ Θεῖα Μυστήρια, ποὺ καθιστοῦν τὸ χάσμα μεταξὺ τῶν δύο Ἐκκλησιῶν ἀκόμη μεγαλύτερο.
Τὸ βάπτισμα στὴν Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία, σύμφωνα μὲ τὴν Παράδοση τῶν Ἀποστόλων, ἐκτελεῖται μὲ τρεῖς καταδύσεις καὶ ἀναδύσεις τοῦ βαπτιζομένου, ἐνῷ στὴν Δυτικὴ Ἐκκλησία δὲν γίνεται κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἀλλὰ διὰ ραντίσματος. Ὁ Νικόδημος ὁ Ἁγειορίτης ὑποστηρίζει, «ὅτι τὸ βάπτισμα τῶν Λατίνων ψεύδεται τὸ ὄνομα αὐτοῦ. Καὶ οὐχ ὅλως ἐστὶ βάπτισμα, ἀλλὰ ράντισμα, μόνον ψιλόν» (Πηδάλιον, σ. 58). Τὸ ράντισμα αὐτό, «τῶν καταδύσεων καὶ ἀναδύσεων ὂν ἔρημον, ἔρημον πάσης χάριτός ἐστι καὶ ἁγιασμοῦ, καὶ ἀφέσεως ἁμαρτιῶν» (σ. 65). Συνεπῶς, «οἱ Λατῖνοι εἶναι ἀβάπτιστοι» (σ. 55). Παρόμοια ὁ Ἀθανάσιος ὁ Πάριος λέγει: «Φεῦ κατὰ ἀλήθειαν τοῖς φιλοκαινοτόμοις Παπισταῖς· εἰς οἵαν ἐξώκειλαν κατάστασιν, τὸ μὲν θεῖον ὄντως καὶ ἅγιον καὶ Ἀποστολικὸν ἀθετήσαντες βάπτισμα, ἐπιχύσεις δὲ τινας ἤτοι βραχυτάτας κατὰ κορυφὴν μόνον, καὶ ραντισμοὺς κατὰ μέτωπον διὰ τριχῶν χοιρείων ἐπινοήσαντες, ὥστε καὶ εἶναι καὶ ὁμολογεῖται πάντῃ ἀβαπτίστους, καὶ χείρους τῶν Εὐνομιακῶν. Εἴγε ἐκεῖνοι εἰς τρεῖς μὲν οὐκ ἐβάπτιζον καταδύσεις, κατὰ τὴν Ἀποστολικὴν διάταξιν, ἐβάπτιζον γέμην τοὐλάχιστον εἰς μίαν. Ἀλλ᾿ οὗτοι ἀπὸ μιᾶς ὅλως οὐ βαπτίζουσιν, οὔτε γοῦν εἰς μίαν»(Ἐπιτομή, σ. 350).
Ἡ Παπικὴ Ἐκκλησία ἔχει καινοτομήσει καὶ στὸ μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, τὸ ὁποῖο ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θεωρεῖ ὡς τὸ ἀνώτερο ὅλων τῶν μυστηρίων. Σχολιάζοντας τὸν Ο´ Ἀποστολικὸ κανόνα, ὁ ὁποῖος ἀπαγορεύει τοὺς χριστιανοὺς νὰ δέχωνται ἄζυμα, ὁ Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης λέγει: «Ἐντεῦθεν γίνεται φανερόν, πόσον ἀξιοκατάκριτοι εἰσὶν οἱ Λατῖνοι, οἱ καινοτομήσαντες τὸ μυστήριον τῆς θείας Εὐχαριστίας, καὶ εἰσάξαντες ἐν αὐτῷ τὰ Ἰουδαϊκὰ ἄζυμα. Ὅτι δὲ καινοτομία ἐστὶ τὰ ἄζυμα, πρόδηλον. Ἀπὸ γὰρ Χριστοῦ, ἕως τοῦ ͵ανγ´ (1053) ἔτους, δι᾿ ἐνζύμου ἄρτου ἐλειτούργει ἡ τῶν Δυτικῶν Ἐκκλησία. Κατὰ τὸ ἔτος γὰρ τοῦτο Λέων ὁ ἔννατος πρῶτος ἐφευρέτης τῶν ἀζύμων ἐγένετο» (Πηδάλιον, σ. 96). Ὁ Ἀθανάσιος ὁ Πάριος φέρνει στὴν προσοχή μας στὴν «Ἐπιτομή» του, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν καινοτομία τῶν ἀζύμων, καὶ δύο ἄλλες καινοτομίες τῶν Παπικῶν στὸ μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας: «Πολλαχῶς παρανομοῦσι παῖδες Λατίνων», λέγει, «ἐν τῷ δε τῷ θειοτάτῳ Μυστηρίῳ, ἐξαιρέτως δὲ τὰ τρία ταῦτα: Α´ ὅτι ἄζυμα εἰσάγουσιν, ἀντὶ τῶν ἐνζύμων. Β´ ὅτι καὶ τὸν ἁγιασμὸν τῶν προκειμένων, οὐ διὰ τῆς ἐπικλήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὑπὸ τῶν ἱερέων, ἀλλὰ διὰ τῶν κυριακῶν λογίων, τοῦ λάβετε φάγετε, κ.λ.π. γίνεσθαι δοξάσουζιν, ἃ διηγηματικῶς παρὰ τοῦ ἱερέως λέγεται. Γ´ ὅτι καὶ τοῦ ἱεροῦ ποτηρίου τοῖς λαϊκοῖς οὐ μεταδιδόασιν» (σ. 360-1).
Σχετικὰ μὲ τὴν τρίτη καινοτομία τῶν Λατίνων στὸ Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ὁ Πενταπόλεως Νεκτάριος λέγει μεταξύ ἄλλων τὰ ἀκόλουθα: Στὴν 14η συνεδρία της, ἡ Λατινικὴ Σύνοδος ποὺ συγκροτήθηκε στὴν Κωνσταντία τῆς Ἐλβετίας (1414-1418) προέβη εἰς τὴν ἀπαγόρευσιν τῆς ὑπ᾿ ἀμφότερα τὰ εἴδη μεταδόσεως τῆς Θείας Εὐχαριστίας πρὸς τοὺς λαϊκούς. Ὁ ὅρος τῆς Συνόδου ταύτης ἔχει ὡς ἑξῆς:
«Ἔν τισι τόποις τοῦ κόσμου, τινὲς ὑποστηρίζουσι θρασέως, ὅτι ὁ χριστιανικὸς λαὸς ὀφείλει νὰ κοινωνῇ τῆς Θείας Εὐχαριστίας ὑπ᾿ ἀμφότερα τὰ εἴδη, τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου, καὶ κοινωνοῦσιν ὄντως τοὺς λαϊκοὺς οὕτως... Ἡ παροῦσα Σύνοδος τῆς Κωνσταντίας δηλοῖ καὶ ἀποφασίζει, καίτοι ὁ Ἱησοῦς Χριστὸς διέταξεν αὐτοὺς ὑπ᾿ ἀμφότερα τὰ εἴδη νὰ κοινωνῶσιν..., καίτοι κατὰ τὴν ἀρχαίαν Ἐκκλησίαν ἅπαντες οἱ πιστοὶ μετελάμβανον ὑπ᾿ ἀμφότερα τὰ εἴδη οὐχ᾿ ἧττον ὅπως ἀποφύγωμέν τινας κινδύνους καὶ τινα σκάνδαλα, ἡ συνήθεια ἔχει φρονίμως καθιερώσει ὅπως μόνον οἱ ἱερουργοῦντες κοινωνῶσιν ὑπ᾿ ἀμφότερα τὰ εἴδη, οἱ δὲ λαϊκοὶ ὑπὸ μόνον τὸ εἶδος τοῦ ἄρτου... Ἀφοῦ ἡ συνήθεια αὕτη ὀρθῶς καθιερώθη ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ἐπὶ μακρὸν χρόνον διετηρήθη, δέον νὰ καθιερωθῇ ὡς νόμος... Ἐκεῖνοι, λοιπόν, οἵτινες πεισμόνως ὑποστηρίζουσι τὸ ἐνάντιον, ἀνάγκη νὰ κολασθῶσιν ὡς αἱρετικοὶ καὶ αὐστηρῶς τιμωρηθῶσιν ὑπὸ τῶν ἐπισκόπων τῆς ἐπαρχίας, καὶ ὑπὸ τῶν ἱεροεξεταστῶν».
»Τὸ συμπέρασμα τὸ ἐκ τοῦ ὅρου τούτου ἐξαγόμενον εἶναι ὅτι ἡ Σύνοδος διορθοῖ! Τὸν δόντα τὴν ἐντολὴν Σωτῆρα Ἰησοῦν Χριστόν, ὡς καὶ ἅπασαν τὴν ἀρχαίαν Ἐκκλησίαν, ἣν κηρύσσει αἱρετικὴν καὶ ἀξίαν τῶν ποινῶν τῆς ἱερᾶς ἐξετάσεως. Τοιαῦταί εἰσι αἱ ἀποφάσεις τῶν Δυτικῶν Συνόδων, τῶν μὴ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ συγκροτουμένων, ἀλλ᾿ ἐν πνεύματι ἀνθρωπίνῳ καὶ δὴ ἰδιοτελεῖ καὶ ὑστεροβούλῳ» (Μελέτη Ἱστορικὴ Περὶ τῶν Αἰτίων τοῦ Σχίσματος, τόμ. Β´, σ. 179-180).
Καὶ στὸ μυστήριο τοῦ Εὐχελαίου ὑπάρχει διαφορὰ μεταξὺ τῆς Ὀρθοδόξου καὶ τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τελεῖ τὸ Εὐχέλαιο «εἰς ἴασιν ψυχῆς τε καὶ σώματος», καθὼς παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Νεκτάριος· ἐνῷ «ἡ Δυτικὴ Ἐκκλησία περὶ τοῦ Μυστηρίου τοῦ Εὐχελαίου φρονεῖ, ὅτι τοῦτο δέον ἐστι νὰ τελῆται μόνον χάριν τῶν σωματικῶς πασχόντων καὶ ἐπὶ κλίνης κατακειμένων» (Μελέται Περὶ τῶν Θείων Μυστηρίων, Ἀθῆναι, 1915, σ. 131). Ἡ στάσις ὅμως αὐτὴ τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι ὀρθή, διότι παραγνωρίζει τὰ ψυχολογικὰ αἴτια πολλῶν ἀσθενειῶν. Καθὼς παρατηρεῖ ὁ ἴδιος Ἅγιος, «πολλάκις ἀσθενοῦσι τὰ σώματα, διότι ἀσθενοῦσιν αἱ ψυχαί· τὸ δὲ Εὐχέλαιον, ὡς Μυστήριον, θεραπεύει τὰς ψυχὰς καὶ ἰᾶται τὰ σώματα» (σ. 131).
Ὑπάρχουν διαφορὲς καὶ στὰ μέσα ποὺ χρησιμοποιοῦνται στὴν λατρεία. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία χρησιμοποιοῦσε μέχρι τὸν περασμένο αἰῶνα εἰκόνες φτιαγμένες σύμφωνα μὲ τὴν ἱερά καὶ σεβάσμια παράδοση τῆς βυζαντινῆς τέχνης, οἱ ὁποῖες διὰ τῆς πνευματικῆς τους ἐκφράσεως μᾶς ἀνάγουν ἀπὸ τὸν κόσμο τῆς ὕλης στὸν κόσμο τοῦ πνεύματος, τοῦ θείου. Κατὰ τὰ τελευταῖα δὲ χρόνια, μὲ γοργὰ βήματα ἐπιστρέφει στὴν τέχνη αὐτή. Ἡ Παπικὴ Ἐκκλησία ὅμως, ἀπὸ τὸν δέκατο τέταρτο κιόλας αἰῶνα ἀρχίζει νὰ ἐγκαταλείπῃ τὴν σεβάσμια καὶ ἱερατικὴ τέχνη τῆς παλαιᾶς καὶ χριστιανικῆς περιόδου, καὶ νὰ χρησιμοποιῇ εἰκόνες ὑλοκρατικές, σαρκικές, ποῦ κρατοῦν τὸν ἄνθρωπο δέσμιο τοῦ κόσμου τῆς ὕλης καὶ τῆς σαρκός. Τώρα δὲ τελευταῖα, παρὰ τὴν φιλοφροσύνη ποὺ ἔχουν δείξει ὡρισμένοι Ῥωμαιοκαθολικοὶ γιὰ τὴν Βυζαντινὴ τέχνη, ἡ Παπικὴ Ἐκκλησία δὲν ἔπαυσε νὰ χρησιμοποιῇ ὑλοκρατικὲς εἰκόνες. Ἐκτὸς δὲ τούτου, χρησιμοποιεῖ καὶ τὰ τερατουργήματα τῆς συγχρόνου «ἀφηρημένης τέχνης», ποὺ ἀποτελοῦν ἐμπαιγμὸ πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τοὺς Ἁγίους Του.
Εἶναι δὲ γνωστό, ὅτι ἡ Παπικὴ Ἐκκλησία χρησιμοποιεῖ καὶ ἀγάλματα στὴν λατρεία, καὶ μάλιστα περισσότερο ἀπὸ τὶς εἰκόνες. Λέγοντας ἀγάλματα, ἐννοοῦμε ὁμοιώματα, ποὺ εἶναι ψηλαφητὰ ἀπ᾿ ὅλες τὶς πλευρὲς, καὶ ὄχι ἐκεῖνα, ποὺ μόνο ἐξέχουν ἀπὸ τὴν ὁμαλότητα καὶ τὴν ἐπίπεδη ἐπιφάνεια, δηλαδὴ τὰ ἀνάγλυφα ποὺ ἔχουν τὸν χαρακτῆρα εἰκόνων. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποφεύγει τὴν χρήση ἀγαλμάτων. Σχολιάζοντας τὸν ὅρο τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁ Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης λέγει: «Τὰ ἀγάλματα, ὄχι μόνον δὲν προσκυνεῖ, ἀλλ᾿ οὐδὲ ὅλως κατασκευάζει ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία διὰ πολλᾶ αἴτια. α´. Διὰ τὶ ἐν τῷ παρόντι ὅρῳ αὐτῆς ἡ Σύνοδος αὕτη λέγει νὰ κατασκευάζωνται εἰκόνες ἀπὸ χρώματα, ἀπὸ ψηφί, καὶ ἀπὸ ἄλλην ὕλην ἐπιτηδείαν... Δὲν ἀνέφερε δὲ ὁλότελα περὶ κατασκευῆς ἀγάλματος, ἢ ἀνδριάντος, μᾶλλον δὲ ὁ ὅρος αὐτῆς οὗτος ἀναιρετικὸς τῶν ἀγαλμάτων ἐστί. β´. Ὅτι οὔτε αἱ ἐπιστολαὶ ὁποὺ ἔγραψαν οἱ Πατριάρχαι ἀναμεταξύ τους, καὶ εἰς τοὺς βασιλεῖς, οὔτε αἱ ἐπιστολαὶ τῶν Παπῶν Γρηγορίου πρὸς Γερμανόν, καὶ Ἀδριανοῦ πρὸς τὴν παροῦσαν Σύνοδον, οὔτε αἱ διαλαλιαὶ καὶ διαλέξεις ὁποὺ εἶπον οἱ Ἐπίσκοποι καὶ Μοναχοὶ εἰς ὅλας τὰς ὀκτὼ πράξεις τῆς παρούσης συνόδου, περὶ ἀγαλμάτων καὶ ἀδριάντων ὅλως ἀναφέρουσιν... Ἀλλὰ καὶ αἱ παρὰ τῶν εἰκονομάχων γενόμεναι Σύνοδοι... χρωματουργίας ἀναφέρουσι καὶ ζωγραφίας, οὐδέποτε δὲ ἀγάλματα, ἢ ἀνδριάντας, τὰ ὁποῖα ἂν ἦσαν δὲν ἤθελαν τὰ σιωπήσουν οἱ εἰκονομάχοι, ἀλλ᾿ ἤθελαν γράψει κατ᾿ αὐτῶν πρὸς μείζονα τῶν ὀρθοδόξων κατηγορίαν... Τινὲς δὲ λέγουν, ὅτι διὰ τοῦτου ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἀπέβαλε τὰ ἀγάλματα, διὰ νὰ φύγῃ παντελῶς τὴν ὁμοιότητα τῶν εἰδώλων. Τὰ γὰρ εἴδωλα ὁλόγλυπτα ἀγάλματα ἦσαν, πανταχόθεν ψηλαφώμενα... Ὥστε ἐκ πάντων τῶν εἰρημένων ἀποδεικνύεται ὅτι παρὰ τὴν Παράδοσιν τῆς Ἐκκλησίας ποιοῦσιν οἱ Δυτικοί, οἱ τὰ ἀγάλματα καὶ τοὺς ἀνδριάντας ποιοῦντες, καὶ ἐν ταῖς ἐκκλησίαις ἀναστηλοῦντες αὐτῶν» (Πηδάλιον, σ. 315-316).
Διαφορὲς στὴν λατρεία ὑπάρχουν καὶ ἄλλες. Ἁπλῶς ἀνέφερα τὰ δύο παραδείγματα, τὰ πιὸ γνωστά.
Ἐκτὸς ἀπὸ τὶς διαφορὲς εἰς τὰ δόγματα, τὰ Θεῖα Μυστήρια, καὶ τὴν λατρεία, ὑπάρχει καὶ τεράστια διαφορὰ πνεύματος. Στὴν Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία ὑπάρχει μιὰ ριζικὴ κοσμιότης, ἐντελῶς ἀσυμβίβαστη μὲ τὴν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. Τὸ κοσμικὸ πνεῦμα τὸ βλέπομε ὄχι μόνο στὴν λατρεία, ἀλλὰ καὶ στὸ δόγμα τοῦ πρωτείου τοῦ Πάπα, καὶ ἀκόμη πιὸ κτυπητὰ στὴν συνένωση τῆς πνευματικῆς καὶ τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας στὸ πρόσωπο τοῦ Πάπα, καὶ στὰ ἐπακόλουθα τῆς συνενώσεως αὐτῆς. Μιλώντας γιὰ τὶς δύο ἐξουσίες, τὴν πνευματικὴ καὶ τὴν κοσμικὴ, ὁ μεγάλος Διδάσκαλος τοῦ Γένους καὶ διαπρεπὴς θεολόγος Εὐγένιος Βούλγαρις παρατηρεῖ: «Τὶς δὲν ἠξεύρει, ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνα σύστημα θεῖον, καὶ ἔχει σκοπὸν ὅλον οὐράνιον; καθὼς ἡ Βασιλεία καὶ ἡ ἐξωτερικὴ Δυναστεία, εἶναι ἕνα σύστημα ἀνθρώπινον, καὶ ἔχει ἕνα σκοπὸν ὅλον κοσμικόν. Αὐταὶ αἱ δύο ἐξουσίαι, ἡ γήϊνος καὶ ἡ οὐράνιος, εἶναι ἀσυμβίβαστοι, καὶ ἀπέχουσι ἀλλήλων, ῾῾ὅσον οὐρανὸς ἄπεστι γῆς᾿᾿. Ἔδωκεν ὁ Θεὸς τὴν ἐπὶ τῆς γῆς ἐξουσίαν εἰς τοὺς ἀνθρώπους, τὴν δὲ ἐν οὐρανοῖς τοῖς Ἀποστόλοις καὶ τοῖς ἐκείνων διαδόχοις, οἱ ὁποῖοι κατὰ τὸν ἑαυτὸν χαρακτῆρα δὲν εἶναι ἐγκόσμιοι, ἀλλ᾿ ὑπερκόσμιοι: ῾῾ὑμεῖς ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ ἐστὲ᾿᾿» (Σχεδίασμα Ἀνεξιθρησκίας, Ἀλεξάνδρεια, 1890, σ. 28). Εἶναι φανερὸ λοιπόν, συνεχίζει ὁ Βούλγαρις, ὅτι «αἱ δύο ἐξουσίαι εἰς ἓν καὶ τὸ αὐτὸ ὑποκείμενον, ἡ Πνευματικὴ τουτέστι δύναμις, καὶ ἡ Κοσμικὴ δεσποτεία εἰς τὸν Ἐπίσκοπον Ρώμης εἶναι ἕνας τραγέλαφος τόσον τερατώδης, ὅπου οἱ σωφρονέστεροι ἀνάμεσα εἰς ἐκείνους ὁποὺ τὸν τιμοῦν, δὲν ἠμποροῦν οὐδ᾿ αὐτοὶ νὰ τὸν χωνεύσουν. Παρεπόμενον τοῦ πλάσματος τούτου εἶναι ἡ χρῆσις ἅμα τῆς κλειδὸς καὶ τοῦ ξίφους» (σ. 27-28).
Καὶ ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης λέγει: «Εἰς δύο διαιρεῖται ἡ ἐξουσία καὶ ἀρχή. Ἄλλη μὲν εἶναι κοσμική, τὴν ὁποίαν ἐνεπίστευσεν ὁ Θεὸς εἰς τοὺς βασιλεῖς καὶ τοὺς ἄρχοντας, ἄλλη δὲ εἶναι πνευματική, τὴν ὁποίαν ἐνεχείρησεν ὁ Θεὸς εἰς τοὺς Ἀρχιερεῖς καὶ τῶν ψυχῶν οἰκονόμους. Ἐναντία ἡ μία εἰς τὴν ἄλλην ὑπάρχει· ἡ μὲν γὰρ εἶναι ἐπίγειος, ἡ δὲ Οὐράνιος. Ἡ μὲν φορεῖ μάχαιραν καὶ θανατοῖ, ἡ δὲ πράξεως συγχωρεῖ καὶ ζωοποιεῖ... Ὁ βασιλεὺς σώματα ἐμπιστεύεται, ὁ δὲ ἱερεὺς ψυχήν... Ἐκεῖνος ἀναγκάζει, οὗτος παρακαλεῖ. Ἐκεῖνος ὅπλα ἔχει αἰσθητά, οὗτος ὅπλα Πνευματικά. Τὸ αὐτὸ δὲ ἄτοπον ἀκολουθεῖ ἀνίσως, ἢ βασιλεὺς τολμήσῃ νὰ ἐπιβαίνῃ τοῦ βήματος, ἢ ὁ Ἀρχιερεὺς νὰ βασιλειᾷ καὶ νὰ ζώννυται μάχαιραν, καθὼς ἔπαθε τοῦτο ὁ Δίκερως Γίγας τῆς Ρώμης, ὁ Πάπας φημί, ὁ ὁποῖος κοντὰ ὁποὺ εἶναι ἐσωτερικὸς καὶ κατὰ πνεῦμα Ἀρχιερεύς, θέλει νὰ εἶναι καὶ ἐξωτερικός, καὶ κατὰ σῶμα βασιλεύς· νὰ εὐλογῇ καὶ νὰ θανατοῖ, νὰ κρατῇ τὴν ποιμαντικὴν βακτηρίαν καὶ μάχαιραν τὴν φονεύτριαν. Μίξις ἄμικτος, καὶ τέρας ἀλλόκοτον!» (Πηδάλιον, σ. 109).
Ὁ Νικόδημος τὰ λέγει αὐτὰ σὲ μιὰ ὑποσημείωσή του στὸν ΠΓ´ Ἀποστολικὸν κανόνα, ὁ ὁποῖος λέγει: «Ἐπίσκοπος, ἢ Πρεσβύτερος, ἢ Διάκονος... βουλόμενος ἀμφότερα κατέχειν, Ρωμαϊκὴν καὶ ἱερατικὴν διοίκησιν, καθαιρείσθω. Τὰ γὰρ Καίσαρος, Καίσαρι, καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ, τῷ Θεῷ» (Πηδάλιον, σ. 109).
Τὰ ἀποτελέσματα τῆς συνενώσεως τῶν δύο ἐξουσιῶν εἶναι πολὺ γνωστά: οἱ Σταυροφορίες, ἡ λεγομένη Ἱερὰ Ἐξέτασις ἢ Ἰγκυϊζιτιώνα, αἱματηροὶ θρησκευτικοὶ πόλεμοι. Δὲν μοῦ ἐπιτρέπει ὁ χρόνος νὰ σᾶς πῶ πολλὰ πράγματα γιὰ τὰ θέματα αὐτά. Θὰ ἀναφέρω μόνο μερικὲς παρατηρήσεις τοῦ ἁγίου Νεκταρίου γιὰ τὴν Τετάρτη Σταυροφορία (1204), καθὼς καὶ μερικὲς τοῦ Βουλγάρεως γιὰ τὴν Ἱερὰ Ἐξέταση. Γράφοντας γιὰ τὴν Τετάρτη Σταυροφορία, ποὺ εἶχε στόχο τὴν Κωνσταντινούπολη, ὁ Νεκτάριος παρατηρεῖ, ὅτι ἡ ἐκστρατεία αὐτὴ ἠμπορεῖ νὰ θεωρηθῇ ἔργο τοῦ Ἰννοκεντίου του Γ´, διότι αὐτὸς «ἐνόμισε καθῆκον αὐτοῦ νὰ διατάξῃ ἡγεμόνας νὰ ἐκστρατεύσωσι κατὰ τῶν αἰρετικῶν (δηλαδὴ τῶν Ὀρθοδόξων), διότι, ἔλεγεν, αἱ σπάθαι ἐνεπιστεύθησαν παρὰ τοῦ Ὑψίστου τοῖς ἡγεμόσι πρὸς ὑπεράσπισιν τῶν εὐσεβῶν καὶ πρὸς ἐκδίκησιν τῶν κακοποιῶν... Ἡ ἅλωσις τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὑπὸ τῶν Σταυροφόρων ἀγρίων τῆς Δύσεως Βανδάλων ἐπέθηκε τὴν σφραγῖδα ἐπὶ τὸ σχίσμα. Οἱ Σταυροφόροι ἔργῳ καὶ λόγῳ ἐπέδειξαν, ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς τῆς Δύσεως ἦτο τερατούργημα, ὁ δὲ Πάπας Ἰννοκέντιος ὁ Γ´ ἐμαρτύρησεν ὅτι ἦν ὁ ἀληθὴς αὐτῶν ποιμὴν καὶ ποδηγέτης» (Μελέτη Ἱστορικὴ Περὶ τῶν Αἰτίων τοῦ Σχίσματος, τόμ. Β´, σ. 99, 96). Οἱ Σταυροφόροι αὐτοὶ διέπραξαν κάθε εἶδος ἐγκλήματος στὴν Κωνσταντινούπολη, διήρπασαν ἀκόμη καὶ τὰ ἱερὰ σκεύη ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους ναούς, βεβήλωσαν τὰ θυσιαστήρια, ἀφήρεσαν τοὺς σταυρούς, τὶς εἰκόνες, τὰ ἅγια λείψανα, κ.λ.π. Ὁ ἴδιος ὁ Πάπας, χρησιμοποιώντας τὴν κοσμική του ἐξουσία, «ἔγραφε», λέγει ὁ Πενταπόλεως Νεκτάριος, «οὐ μόνον πρὸς τοὺς μεγιστάνας Λατίνους τοὺς δεσπόζοντας τῆς Ἀνατολῆς, ῾῾ἵνα παντὶ τρόπῳ ἀναγκάζωσι τοὺς Γραικοὺς πρὸς ἕνωσιν᾿᾿, ἀλλὰ καὶ πλῆθος ἔστελλεν ἐπισκόπων καὶ ἱερέων καὶ μοναχῶν ἀνὰ τὴν Ἀνατολὴν πρὸς ἐξαναγκασμὸν τῶν Γραικῶν, ὅπως δεχθῶσιν τὴν ἕνωσιν» (σ. 100). Αὐτοὶ δὲ, «καταλαβόντες τὰς Ἀνατολικὰς χώρας, τοὺς μὲν Ὀρθοδόξους ἀρχιερεῖς ἐξώθουν τῶν ἑαυτῶν θρόνων, ἐδίωκον δὲ τοὺς κληρικοὺς τοὺς μὴ ὑποτασσομένους αὐτοῖς καὶ τῷ Πάπα, καὶ ἥρπαζον τοὺς θρόνους καὶ τοὺς τόπους αὐτῶν. Τὰ ὑπὸ τῶν Λατίνων κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον διαπραχθέντα ἐν Θεσσαλονίκῃ ἔργα εἰσὶ τοσοῦτον ἀπάνθρωπα καὶ ἄσπλαγχνα καὶ αἰσχρά, ὥστε καὶ μόνον τὸ ἄκουσμα αὐτῶν προξενεῖ φρίκην» (σ.100).
Αὐτὰ καὶ ἄλλα παρόμοια λέγει ὁ Νεκτάριος, καὶ καταλήγει στὸ ἑξῆς σχόλιο: «Ἰδού τίνα εἰσὶ τὰ ἀληθῶς ἀπομακρύνοντα τοὺς Ἕλληνας τῶν Λατίνων. Ἡ Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία μετὰ βδελυγμίας ἀποστρέφεται τοιαύτας ἀρχάς, τοιαῦτα φρονήματα, τοιαύτας ἰδέας. Αὗται, ὡς προσβάλλουσαι αὐτὸ τὸ Εὐαγγελικὸν πνεῦμα, αὐτὰς τὰς εὐαγγελικὰς ἀρχάς, εἰσὶν ἀληθῶς ἀρχαὶ κακόδοξοι καὶ αἱρετικαὶ καὶ ἀποκρούονται ὑπὸ τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας» (σ. 101-102).
Ἀναφερόμενος στὴν Ἱερὰ Ἐξέταση, ὁ Εὐγένιος Βούλγαρις λέγει ὅτι αὐτὴ «καὶ εἰς τὴν Εὐρώπην, καὶ ἔξω τῆς Εὐρώπης, ἐτόλμησεν, ὅ,τι ποτὲ ἐδυνήθη νὰ ἐπινοήσῃ ἡ τυραννὶς ἡ πλέον θηριώδης καὶ βίαιος» (Σχεδίασμα, σ. 83). «Τὸ φρικτὸν αὐτὸ Δικαστήριον, σημειώνει, τὸ ὁποῖον ἐξ ἀφορμῆς τῶν Αἱρετικῶν Βαλδενσίων κατὰ τὸν ΙΓ´ αἰῶνα συνέστη, ἁπλώθη κατὰ μικρὸν ὅπου ἡ Παπικὴ Δυναστεία κατίσχυσεν. Ἁπλώθη δὲ οὕτως:
»Ἐν ἔτει 1198, ἀπέστειλεν ὁ Πάπας Ἰννοκέντιος ὁ Γ´ εἰς τὰς μεσημβρινὰς ἐπαρχίας τῶν Γαλλιῶν δύο φράτορας, Ρανιέρην καὶ Γυΐδην, δοὺς αὐτοῖς κατὰ τῶν αἱρετικῶν ἐξουσίαν ἀπόλυτον νά ἀνακρίνωσι καὶ νὰ κατακρίνωσι τοὺς ὑπευθύνους· ἐπιτάξας δι᾿ ἰσχυρῶν γραμμάτων τοὺς ἡγεμόνας καὶ ἄρχοντας, νὰ ὑπακούωσιν ἀπαραιτήτως εἰς τὴν ψῆφον τῶν ἀπεσταλμένων φρατόρων, γυμνώνοντες τῶν ὑπαρχόντων, ἐξορίζοντες, δεσμεύοντες, παιδεύοντες, μὲ πολλοειδεῖς βασάνους, καὶ ἂν τύχῃ μὲ θάνατον τοὺς ὑπ᾿ ἐκείνων κατακριθέντας. Αὐτὰ εἶναι τῆς Ἰγκυϊζιτιῶνος τὰ πρῶτα θεμέλια».
Ἐν συνεχείᾳ ὁ Βούλγαρις ἐξηγεῖ πῶς ἐπὶ αἰῶνες μετὰ οἱ Πάπες ἐφρόντισαν νὰ ἐξαπλώσουν τὴν Ἱερὰ Ἐξέταση σ᾿ ὅλη τὴν Γαλλία, σ᾿ ὅλη τὴν Ἱσπανία «καὶ εἰς ὅσους ἄλλους τόπους ἡ μοναρχία τῆς Ἱσπανίας ἁπλώνετο», στὴν Πορτογαλία, καὶ στὴν Ἰταλία. Δίνει καὶ μιὰ σύντομη περιγραφὴ «τῆς ἐλεεινῆς τραγωδίας», ποὺ ὑφίσταντο τὰ θὺματα τῆς Ἱερᾶς Ἐξετάσεως. Καὶ κλείνει τὸ ὑπόμνημά του μὲ τοῦτο τὸ σχόλιο:
«...Συνάπτομεν, ὅτι τόσα αἵματα ἀνθρώπινα ἔχυσε τὸ Κριτήριον αὐτὸ ἐπάνω εἰς τὴν γῆν, καὶ τόσα σώματα κατέκαυσεν αὐτὸ τὸ ἱερὸν πῦρ, ὅσα οὐδέποτε ὅλοι οἱ διωγμοὶ τῶν τυράννων ὁποὺ ἐπολέμησαν τὴν Ἐκκλησίαν. Εἰς ἕνα μόνον χρόνον εἰς τὴν Βαλέντζαν, πόλιν τῆς Ἱσπανίας, καὶ τὰ πέριξ, ἔκαυσαν οἱ Ἰγκυϊζίτωρες (Ἱεροεξετασταὶ) ἐπέκεινα τῶν δύο χιλιάδων ἀνθρώπων. Μόνος ὁ Δομινικάνος Τορκουεμάδας, μέγας ὢν Ἰγκυϊζίτωρ ἐπὶ τῆς βασιλείας τῆς Ἰσαβέλλας, εἰς διάστημα χρόνων δεκατεσσάρων κατέκρινεν εἰς ποινὰς διαφόρους ὀγδοήκοντα χιλιάδας ψυχῶν καὶ ἐπαράδωκεν εἰς τὰς φλόγας χιλιάδας ἓξ (6) σωμάτων» (Σχεδίασμα Περὶ Ἀνεξιθρησκείας, σ. 91-92, 96-97).
Σχετικὰ μὲ τὸ κοσμικὸ πνεῦμα τῆς Παπικῆς Ἐκκλησίας, σημαντικὸ εἶναι καὶ τὸ ἀκόλουθο χωρίο τοῦ ἁγίου Νεκταρίου, ὅπου τονίζει τὸ πρόγραμμα τῶν Παπῶν ὅπως ἀναδειχθοῦν ἡγεμόνες τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας καὶ τύραννοι ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος.
«Ἡ ἱστορικὴ ἀνάπτυξις τοῦ σχίσματος», λέγει, «ἐφανέρωσε καὶ ἐγνώρισεν ἡμῖν τὰ παντοῖα μέσα καὶ τὰς ποικίλας ἐνεργείας τῶν Παπῶν τῆς Ρωμαϊκῆς Ἐπισκοπικῆς ἕδρας πρὸς ὑποδούλωσιν αὐτοῖς καὶ καταδυναστείαν τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἀκάθεκτος φιλαρχία καὶ φιλοδοξία τὰ πάντα ἐμηχανεύσαντο, τὰ πάντα ἐσοφίσθησαν, τὰ πάντα ἔδρασαν, ὅπως ἀναδείξωσι τοὺς Πάπας ἡγεμόνας τῆς Ἐκκλησίας καὶ τυράννους τῆς οἰκουμένης. Ἡ φιλαρχία αὐτῶν ὑπερπήδησε πᾶν ὅριον· τὸ πρόγραμμα κατεστρώθη καὶ ἡ ἐφαρμογὴ αὐτοῦ ἐπεζητεῖτο πάσῃ δυνάμει. Πᾶν τὸ ἀντικείμενον ἔδει νὰ αἴρηται, καὶ πᾶν τὸ ἀντιπῖπτον νὰ καθαιρῆται. Πᾶν τὸ κωλύον τὴν τοῦ προγράμματος ἀνάπτυξιν κατεδικάσθη ὡς ἁμαρτία θανάσιμος. Καὶ αἱ ἠθικαὶ ἀρχαὶ περὶ ἁμαρτίας καὶ δικαιοσύνης ἀνετράπησαν. Αἱ ἁμαρτίαι ἐχαρακτηρίζοντο οὐχὶ ἐκ τῶν ἠθικῶν ἀρχῶν τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου, ἀλλ᾿ ἐκ τῶν ἠθικῶν ἀρχῶν τοῦ παπικοῦ προγράμματος. Αἱ εὐαγγελικαὶ ἀρεταὶ ἠδύναντον νὰ χαρακτηρισθῶσιν ὡς θανάσιμα ἁμαρτήματα προσκρούουσαι τῷ προγράμματι, αἱ δὲ θανάσιμοι κατὰ τὸ Εὐαγγέλιον ἁμαρτίαι ὡς μέγισται ἀρεταὶ ὑπηρετοῦσαι τῷ προγράμματι» (Μελέτη Ἱστορικὴ Περὶ τῶν Αἰτίων τοῦ Σχίσματος, τόμ. Α´, σ. 207-209).
Ὑπάρχουν καὶ ἄλλες σημαντικὲς διαφορὲς ποὺ χωρίζουν τὴν Ὀρθόδοξο ἀπὸ τὴν Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία, ἀλλὰ ὁ χρόνος δὲν μοῦ ἐπιτρέπει νὰ σᾶς μιλήσω καὶ γι᾿ αὐτὲς. Ἤδη ὅμως ἔχομε ἀρκετὰ δεδομένα ὥστε νὰ εἴμαστε σὲ θέση νὰ ἀπαντήσωμε ἀντικειμενικὰ στὰ δύο ἐρωτήματα ποὺ ἔθεσα στὴν ἀρχὴ τῆς ὁμιλίας μου: (α) ἂν εἶναι δυνατὴ ἡ ἕνωσις τῶν Ἐκκλησιῶν, καὶ (β) ἂν ἡ ἕνωσις αὐτὴ μπορεῖ νὰ εἶναι ποθητὴ στοὺς Ὀρθοδόξους χριστιανούς. Δυνατότης ἑνώσεως δὲν ὑπάρχει, ἐφ᾿ ὅσον οἱ διαφορὲς ποὺ χωρίζουν τὶς δὺο Ἐκκλησίες εἶναι, καθὼς εἴδαμε, πολλὲς καὶ σοβαρὲς. Μόνον διὰ πραξικοπήματος ἐκ μέρους ὡρισμένων ἀρχηγῶν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας θὰ μποροῦσε νὰ πραγματοποιηθῇ ἡ ἕνωσις. Ἀλλὰ μιὰ τέτοια ἕνωσις θὰ ἦταν κάτι τὸ ἐντελῶς ἐξωτερικὸ καὶ πρόσκαιρο, καὶ θὰ προκαλοῦσε σχίσμα καὶ γενικὴ ἀναστάτωση μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων. Διότι ἀσφαλῶς δὲν θὰ ἦταν ἐπιθυμητὴ σὲ κανένα πραγματικὸ καὶ συνετὸ Ὀρθόδοξο, προκειμένου νὰ παραδεχθῇ ὡς ὀρθά, δόγματα αἱρετικὰ καὶ θεσμοὺς ποὺ ἀποκρούει ἡ συνείδησίς του.
Ἡ ἀληθινὴ καὶ ἐπιθυμητὴ ἕνωσις τῶν δύο Ἐκκλησιῶν θὰ μποροῦσε νὰ ἐπέλθῃ μόνον ὅταν ἡ Παπικὴ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἔχει δημιουργήσει τὸ μεγάλο χάσμα μεταξὺ τῶν δύο Ἐκκλησιῶν, παραδεχθῇ τὴν ἐνοχή της γιὰ τὸ χάσμα αὐτό, καὶ ἐν συνεχείᾳ ἀποβάλῃ τὰ αἱρετικά της δόγματα καὶ τὶς ἄλλες παράνομες καινοτομίες ποὺ ἀνέφερα, καὶ ἀπαρνηθῇ τὸ κοσμικό της πνεῦμα.
Ἕως τώρα ὅμως δὲν ὑπάρχει καμμιὰ ἔνδειξις, ὅτι ἔχει κάνει αὐτὸ ἢ ὅτι σκοπεύει νὰ τὸ κάνῃ. Στὶς δηλώσεις μάλιστα ποὺ ἔκαμε ὁ νέος Πάπας στοὺς Ἁγίους Τόπους ἐτόνισε, ὅτι δὲν πρόκειται ἡ Ἐκκλησία του νὰ θυσιάσῃ καμιὰ ἀπὸ τὶς «ἀλήθειες» της, δηλαδὴ τὰ αἱρετικά της δόγματα καὶ τὶς ἄλλες ἀντικανονικὲς καὶ παράνομες καινοτομίες της χάριν τῆς ἑνώσεως.
Πρέπει νὰ τονίσω ἐδῶ, ὅτι ματαιοπονοῦν τόσον ἐκεῖνοι μεταξὺ τῶν Ὀρθόδοξων ὅσον καὶ ἐκεῖνοι τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν, ποὺ ἐπιδιώκουν τὴν ἕνωση τῶν δύο Ἐκκλησιῶν, καὶ συνάμα παραγνωρίζουν τὶς οὐσιώδεις δογματικὲς καὶἄλλες διαφορὲς ποὺ χωρίζουν τὶς δύο Ἐκκλησίες. Εἰς τί θὰ ὠφελήσῃ ἡ ἐξωτερικὴ ἕνωσις ἢ ἑνότης, τὴν στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία χάσμα μέγα χωρίζει ἐσωτερικῶς τὰ μέλη τῶν δύο Ἐκκλησιῶν; Ἡ πραγματικὴ ἕνωσις τῶν δύο Ἐκκλησιῶν δὲν μπορεῖ νὰ ἐπέλθῃ διὰ τῆς παραγνωρίσεως τῶν σπουδαίων διαφορῶν ποὺ χωρίζουν τὶς δύο Ἐκκλησίες, καὶ τῆς ἀνακηρύξεως ἑνὸς ἀνθρώπου, τοῦ Πάπα, ὡς τοῦ συνδετικοῦ κρίκου τῶν Ἐκκλησιῶν· ἀλλὰ διὰ τῆς αὐτῆς πίστεως, τῆς αὐτῆς ἐλπίδος, τῆς αὐτῆς ἀγάπης, καὶ τῆς αὐτῆς λατρείας.
Ὁ ἅγιος Νεκτάριος γράφει: «Ἡ ἑνότης εἶναι ἐσωτερική, μυστική, ἄμεσος... καὶ οὐδενὸς δεῖται ἐξωτερικοῦ συνδέσμου».
Στὴν ἀρχὴ τῆς ὁμιλίας μου ἀνέφερα τὴν συνάντηση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου μὲ τὸν Πάπα στοὺς Ἁγίους Τόπους, καὶ τὶς δηλώσεις τοῦ Πατριάρχου περὶ ἐνδεχομένης ἑνώσεως τῶν δύο Ἐκκλησιῶν. Σχετικὰ μὲ τὸ ζήτημα τῆς ἑνώσεως, τὸ ἰταλικὸ Πρακτορεῖο Εἰδήσεων «Ἄνσα» ἀποδίδει στὸν Πατριάρχη τὴν ἑξῆς δήλωση: «Ἡμεῖς», εἶπε ὁ Πατριάρχης, «οὐδὲν βλέπομεν πρόσκομμα εἰς τὴν ὁδὸν τῆς ἑνώσεως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης μὲ τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ἀνατολῆς... Δὲν βλέπομεν πρόσκομμα, διὰ τὸν ἁπλούστατον λόγον ὅτι τοιαῦτα προσκόμματα δὲν ὑφίστανται» (ΤΥΠΟΣ Ἑλληνικὸς - Ὀρθόδοξος, Ἰαν. 1964, σ. 4). Ἡ δήλωσις ὅμως αὐτὴ ἔρχεται σὲ σύγκρουση μὲ αὐτὰ ποὺ λέγουν γιὰ τὴν Παπικὴ Ἐκκλησία ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὁ ἅγιος Νεκτάριος, οἱ μεγάλοι Διδάσκαλοι τοῦ Γένους καὶ διαπρεπεῖς θεολόγοι ὡς οἱ Εὐγένιος Βούλγαρις, Νικηφόρος Θεοτόκης καὶ Ἀθανάσιος ὁ Πάριος, ὅπως εἴχαμε τὴν εὐκαιρία νὰ δοῦμε.
Ἰδιαίτερη σημασία ἀναφορικῶς μὲ τὴν δήλωση τοῦ Πατριάρχου ἔχουν ὅσα λέγουν ἐπὶ τοῦ θέματός μας ὁ Νικόδημος καὶ ὁ Νεκτάριος, διότι ὁ ἴδιος ὁ Πατριάρχης μαζὶ μὲ τὴν Σύνοδό του ἔχει ἀνακηρύξει τὸν Νικόδημο καὶ τὸν Νεκτάριο Ἁγίους. Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης βρίσκεται μπροστὰ σ᾿ ἕνα σοβαρώτατο δίλημμα: Ἂν ἔχει δίκαιο στὶς δηλώσεις του, ὅτι δὲν ὑφίστανται προσκόμματα στὴν ὁδὸ τῆς ἑνώσεως τῶν δύο Ἐκκλησιῶν, τότε ψεύδονται οἱ δύο αὐτοὶ Ἅγιοι, ὅταν ὑποστηρίζουν, ὅτι ὑπάρχουν πολλὰ καὶ πολὺ σοβαρὰ προσκόμματα. Ἂν ὅμως ψεύδωνται οἱ Ἅγιοι, τότε δὲν εἶναι πραγματικοὶ Ἅγιοι, καὶ ὁ Πατριάρχης ἔσφαλε ὅταν τοὺς ἀνεκήρυξε Ἁγίους. Ἂν ὅμως ὁ Νικόδημος καὶ ὁ Νεκτάριος εἶναι πραγματικοὶ Ἅγιοι καὶ στῦλοι τῆς Ὀρθοδοξίας -καθὼς πιστεύουν ὅλοι οἱ εὐσεβεῖς Ὀρθόδοξοι χριστιανοί- τότε οἱ δηλώσεις τοῦ Πατριάρχου δὲν μποροῦν νὰ εἶναι ὀρθές.
Κλείνω τὴν ὁμιλία μου μὲ τὴν ἑξῆς παρατήρηση: Μία καινοτομία, τὸ filioque, «ἤρκεσε νὰ σχίσῃ τοὺς Δυτικοὺς ἀπὸ τοὺς Ἀνατολικούς». Σήμερα, ὅπου μὲ τὸ πέρασμα τῶν αἰώνων ἔχουν προστεθῆ στὴν μία αὐτὴ αἱρετικὴ καινοτομία τόσες ἄλλες, δημιουργήματα κι αὐτὲς τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας, βλέπομε ἕναν Ὀρθόδοξο Πατριάρχη νὰ ἐπιδιώκῃ τὴν ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν. Φαινόμενο παραδοξότατο καὶ ἀκατανόητο, ἂν τὸ κρίνωμε μὲ κριτήρια πνευματικά, Ὀρθόδοξα.
Σημ. Π.Ο.Ε.: Ἡ πάντοτε φλέγουσα ἐπικαιρότης τοῦ θέματος καὶ τὸ περισπούδαστον τῆς δημοσιευθείσης εἰς τὴν ἐφημερίδα ἡμῶν («ΤΥΠΟΣ Ἑλληνικὸς - Ὀρθόδοξος», Μάϊος καὶ Ἰούνιος 1964) διαλέξεως, τοῦ εὐλαβοῦς καὶ διακεκριμένου καθηγητοῦ κ. Κ. Καβαρνοῦ, ἐπέβαλε τὴν ἀναδημοσίευσιν αὐτῆς εἰς τὸ παρὸν τεῦχος. Ἐπὶ τῇ εὐκαιρίᾳ ἐκφράζομεν πρὸς αὐτὸν καὶ πάλιν τὰς θερμὰς εὐχαριστίας μας.