Στὴ Δυτικὴ ὄχθη τοῦ ποταμοῦ Κερυνίτη 12 χλμ. βορειοδυτικὰ τῶν Καλαβρύτων καὶ στὸ κάτω ἄκρο τοῦ χωριοῦ Πλατανιώτισσα, βρίσκονται τὸ ἕνα κοντὰ στὸ ἄλλο τρία τεράστια πλατάνια. Ἀνάμεσα τοὺς φαίνεται ἕνα ἀκόμη πλατάνι, ποὺ πιεζόμενο ἀπὸ τὰ ἄλλα τρία δὲν ἔχει ἀναπτυχθεῖ. Ὁ πρῶτος μεγάλος πλάτανος κλείνει πρὸς τὰ νοτιοανατολικά, πάνω ἀπὸ τὸν παλιὸ ἀλευρόμυλο τῆς ἐκκλησίας καὶ τὸ ἐπίσης παλιὸ ὑδροηλεκτρικὸ ἐργοστάσιο τοῦ χωριοῦ.
Στὴ βάση τοῦ πρώτου πλατάνου ἑνώνονται οἱ ρίζες ἑνὸς ἄλλου πελώριου πλατανιοῦ ποὺ κυριαρχεῖ μὲ τὸ μέγεθός του πάνω ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα καὶ βρίσκεται στὸ βορειοδυτικὸ μέρος τοῦ συμπλέγματος τῶν τεσσάρων. Εἶναι ἴσως, τὸ μοναδικὸ στὸν κόσμο γιατί ὑπολογίζεται ὅτι φύεται ἐδῶ καὶ περισσότερο ἀπὸ χίλια ἔτη.
Στὴν κοιλότητα τῆς βάσεως του συμπλέγματος σχηματίζεται ὁ χῶρος τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τοῦ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου ποὺ γιορτάζει στὶς 8 Σεπτεμβρίου.
Στὴν βάση τοῦ πρώτου πλατάνου ὑπάρχει ἐπίσης κουφάλα, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ συνέχεια τῆς κουφάλας τοῦ Ἱεροῦ Πλατάνου, ὁ ὁποῖος ὑψώνεται κατακόρυφα. Ἀντιθέτως, ὁ κορμὸς τοῦ πρώτου πλατάνου κλείνει πρὸς τὰ νοτιοδυτικά.
Ἡ περίμετρος καὶ τῶν δυὸ πλατανιῶν εἶναι περίπου 23 μέτρα, ἐνῷ ἡ περίμετρος τοῦ κορμοῦ τοῦ Ἱεροῦ Πλατάνου εἶναι στὴ βάση 17 μέτρα καὶ τὸ ὕψος φτάνει τὰ 25 μ. περίπου.
Ὁ Ἱερὸς Ναὸς ποὺ σχηματίζεται μέσα στὴν κουφάλα φωτίζεται ἀπὸ ἕνα μικρὸ παράθυρο στὰ νοτιοανατολικὰ τοῦ δένδρου καὶ ἀπὸ τὴ μικρὴ πόρτα ποὺ βρίσκεται βορειοδυτικά. Ὁ ἐσωτερικὸς χῶρος τοῦ πλατάνου δὲν εἶναι ὁμαλὸς καὶ σὲ μερικὰ μέρη σχηματίζει ἡμικυκλικὰ κοιλώματα.
Τὸ ἐσωτερικὸ τοῦ Ἱεροῦ Πλατάνου διαιρεῖται σὲ δυὸ ἄνισα μέρη: Τὸ Ἅγιο Βῆμα, ὅπου ὁ Ἱερέας μαζὶ μὲ τὸ βοηθό του τελεῖ τὴ Θεία Λειτουργία καὶ τὸν Κυρίως Ναό, ὅπου χωροῦν ἄνετα 15 προσκυνητές. Τὸ μῆκος τῆς κοιλότητας τοῦ Ἱεροῦ Πλατάνου καὶ συνεχόμενης κουφάλας τοῦ πρώτου πλατανιοῦ εἶναι 8 μ.
Τὸ πλάτος ἐγγίζει ἕως καὶ τὰ 3 μέτρα. Ἔτσι ἂν χρησιμοποιηθεῖ ὁλόκληρος ὁ χῶρος, 20 περίπου προσκυνητὲς χωροῦν στὸν Ἱερὸ Ναό. Ὅπως μπορεῖ κανεὶς νὰ δεῖ ἀπ᾿ ἔξω, τὸ Μεγάλο Ἱερὸ Πλατάνι ἀποτελεῖται ἀπὸ τρία δένδρα.
Τὸ πρῶτο βρίσκεται δεξιὰ ἀπὸ τὴν εἴσοδο, τὸ δεύτερο κοντὰ σ᾿ αὐτὴ καὶ τὸ τρίτο ἀριστερά της (τὸ τελευταῖο ἔχει ξεραθεῖ στὸν κορμό του). Τὰ τρία αὐτὰ πλατάνια ἑνώνονται πάνω ἀπὸ τὸ Ναὸ καὶ ὑψώνονται σὲ ἕνα στέλεχος στὸ ἴδιο πλατάνι.
Ἀπὸ τὴν ὀροφή, ὅπου ἔχουν τοποθετηθεῖ ξύλινες σανίδες, κρέμεται ἕνα ἄσβεστο καντήλι. Ὁλόκληρο τὸ Ἱερὸ Πλατάνι καλύπτει ἔκταση μισοῦ περίπου στρέμματος, ἐνῷ μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα τέσσερα ἡ ἔκτασή τους φθάνει περίπου στὰ τέσσερα στρέμματα.
Ἔτσι τὰ πανύψηλα κλωνάρια καὶ τῶν 5 τεράστιων δένδρων δημιουργοῦν ἕνα πανύψηλο φυσικὸ τροῦλο ποὺ σχεδὸν δὲν ἐπιτρέπει νὰ περάσουν οἱ ἀκτίνες τοῦ ἡλίου.
Καθὼς ὁ προσκυνητὴς μπαίνει στὸν Ἱερὸ Ναό, δεξιὰ καὶ τρία μέτρα πάνω ἀπὸ τὸ ἔδαφος παρατηρεῖ μιὰ ἰδιαίτερη κοιλότητα βάθους 30 ἐκ. καὶ ὕψους 70 ἐκ.
Στὴν κοίλη καὶ λεία ἐπιφάνειά της, εἶναι τυπωμένη ἀνάγλυφη, ἀμετάβλητη στοὺς αἰῶνες καὶ ἀχειροποίητη ἡ Εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, ποὺ κρατᾶ στὰ χέρια της τὸ Θεῖο Βρέφος.
Τὸ κεφάλι τῆς Παναγίας βλέπει πρὸς τὰ δεξιά, ὅπου καὶ τὸ χέρι της ποὺ βαστάζει τὸ βρέφος. Ἡ Εἰκόνα εἶναι πανομοιότυπη μὲ τὴν ὀνομαστὴ ἀνάγλυφη Εἰκόνα τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου.
Οἱ διαστάσεις της εἶναι ἀκριβῶς ἴδιες καὶ οἱ ἐξοχὲς εἶναι ἀντιστοίχως ἐσοχὲς στὴν Εἰκόνα τοῦ Ἱεροῦ Πλατάνου.
Ἡ Ἁγία Εἰκόνα τοῦ Σπηλαίου εἶναι ἔτσι ἀποτυπωμένη στὴν ἐσοχὴ τοῦ Πλατανιοῦ, ὅπως ἀποτυπώνεται σὲ κερί, δακτυλίδι ποὺ φέρει ἐξοχές. Στὸ σημεῖο τοῦ Ἱεροῦ Ἀποτυπώματος τῆς Θεοτόκου, ὁ φλοιὸς τοῦ Πλατάνου εἶναι νεκρὸς καὶ ἀμετάβλητος ἀρκετοὺς αἰῶνες, μὲ πάχος πάρα πολὺ μικρό. Γύρω ὅμως ἀπὸ αὐτὸ τὸ σημεῖο τὸ πλατάνι βλασταίνει καὶ ἀναπτύσσεται κανονικὰ καὶ μέσα ἀκόμα στὴν κουφάλα τοῦ δέντρου.
Ἂν ὅπως μερικοὶ ἐσφαλμένα ὑπέθεσαν, τὸ ἀποτύπωμα ἦταν ἄτεχνα φτιαγμένο ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν πρώτων χριστιανῶν, θὰ ἦταν ἀδύνατο ἡ Εἰκόνα καὶ τὸ τοπικὸ νέκρωμα τοῦ ξύλου νὰ διατηροῦνται ἀμετάβλητα χωρὶς τὴν βοήθεια τῆς Θείας Δυνάμεως, ἐφ᾿ ὅσον τὸ ἴδιο τὸ δέντρο ἀναπτύσσεται καὶ βλασταίνει ἀδιάκοπα.
Σύμφωνα μὲ τὶς θρησκευτικὲς παραδόσεις ἡ ἱστορία τοῦ Ἱεροῦ Προσκυνήματος ἔχει ὡς ἑξῆς:
Στὶς ἀρχὲς τοῦ 4ου μ.Χ. αἰῶνος γεννήθηκαν στὴ Θεσσαλονίκη τὰ ἀδέλφια Συμεὼν καὶ Θεόδωρος, παιδιὰ εὐσεβοῦς καὶ ἁγίας οἰκογενείας. Σπούδασαν ρητορική, φιλοσοφία καὶ ποίηση. Κατόρθωσαν κυρίως, ὅμως νὰ ἐνσαρκώσουν στὸν ἑαυτό τους, τὸν τύπο τοῦ ἰδεώδους χριστιανοῦ.
Ἄφησαν λοιπὸν τὸν κόσμο καὶ τὰ ὄνειρα τῆς ματαιότητας, ντύθηκαν τὸ σχῆμα τῆς μοναχικῆς πολιτείας καὶ ἀναχώρησαν γιὰ τὴν ἔρημο. Ζοῦσαν ζωὴ θρησκευτική. Ἀνέβηκαν στὸν Ὄλυμπο καὶ σ᾿ ἄλλα βουνὰ καὶ τέλος πῆγαν στὰ Ἱεροσόλυμα νὰ προσκυνήσουν στοὺς Ἁγίους Τόπους. Ἐκεῖ ὁ Ἐπίσκοπος Μάξιμος τοὺς χειροτόνησε Ἱερεῖς γύρω στὸ 340 μ.Χ.
Ἐνῷ διέμεναν στὰ Ἱεροσόλυμα ἀξιώθηκαν νὰ δοῦν στὸ ὄνειρό τους τὴν Θεοτόκο μαζὶ μὲ τοὺς Ἀποστόλους Παῦλο, Ἀνδρέα καὶ Λουκᾶ. Τοὺς παραγγέλνει νὰ μεταβοῦν στὴ χώρα τῆς Ἀχαΐας, ὅπου ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ μὲ τὸ Θέλημα τῆς Παρθένου θὰ τοὺς ὁδηγήσει νὰ βροῦν τὴν ἀνάγλυφη Εἰκόνα ποὺ ἐξιστορεῖ ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς καὶ εἶναι φτιαγμένη ἀπὸ κερί, μαστίχα καὶ ἄλλες ὕλες (Μεγαλοσπηλιώτισσα Θεοτόκος) καὶ σ᾿ αὐτὸ τὸ σημεῖο νὰ κτίσουν Μονή.
Τὰ δυὸ ἀδέλφια ἀκολούθησαν τὴ Θεία ἐντολὴ καὶ ἀναχώρησαν ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ τὴν Ἀχαϊκὴ γῆ. Μετὰ ἀπὸ κουραστικὴ πορεία καὶ ἀφοῦ πέρασαν τὴν κοίτη τοῦ Κερυνίτη καὶ ἔφτασαν στὴν Πλατανιώτισσα, κοιμήθηκαν ἀνάμεσα στὰ 3 πλατάνια. Ἐκεῖ προσεύχονταν γιὰ τὴν εὕρεση τῆς Εἰκόνας, ὅταν ἐμφανίστηκαν καὶ πάλι στὸ ὄνειρό τους ὁ Πρωτόκλητος Ἀνδρέας καὶ ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, ποὺ τοὺς εἶπαν νὰ περπατήσουν ἀνατολικὰ στὶς ὄχθες τοῦ Βουραϊκοῦ ποταμοῦ, ποὺ ἀπεῖχε δυὸ ὧρες ἀπὸ ἐκεῖ.
Σύμφωνα μὲ τὶς ἀποστολικὲς ὁδηγίες ἐκεῖ θὰ συναντοῦσαν μίαν ἁγνὴ καὶ ἅγια βοσκοπούλα, τὴν Εὐφροσύνη, ἡ ὁποία θὰ τοὺς ὁδηγήσει νὰ βροῦν τὴν Θεομητορικὴ Εἰκόνα.
Γιὰ τὴ συνέχεια ὑπάρχουν δυὸ ἐκδοχές: Κατὰ τὴν πρώτη ποὺ φαίνεται νὰ εἶναι καὶ ἡ πιθανότερη, οἱ Ἅγιοι Πατέρες κατευθύνθηκαν πρὸς τὴν Ζαχλωροῦ καὶ μὲ τὴν ὑπόδειξη τῆς βοσκοπούλας Εὐφροσύνης βρῆκαν στὶς 23 Αὐγούστου τοῦ 362 μ.Χ. μέσα σὲ σπήλαιο τὴν Εἰκόνα τῆς Κεχαριτωμένης. Κρατᾶ στὴ δεξιά της μεριὰ τὸ Νήπιο, τὸν Μέγα Ἐλευθερωτῆ τῶν Πνευμάτων, τὸ νικητὴ τοῦ θανάτου καὶ τῆς φθορᾶς, τὸ Σωτήρα Χριστό. Τὸ 840 μ.Χ. ὅταν μαινόταν ἡ αἵρεση τῶν Εἰκονομάχων, ἡ Μονὴ τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου πυρπολήθηκε. Εὐτυχῶς ὅμως ἡ Θαυματουργὴ Εἰκόνα διασώθηκε καὶ οἱ πιστοὶ τὴν περιέφεραν σὲ ὅλες τὶς πόλεις καὶ τὰ χωριὰ γιὰ νὰ στερεωθεῖ ἡ πίστη τῶν χριστιανῶν.
Σὲ μιὰ τέτοια περιφορὰ τῆς Εἰκόνας τῆς Παναγίας τῆς Σπηλαιώτισσας, οἱ Ἱερομόναχοι τῆς Μονῆς διανυκτέρευσαν στὸν ἴδιο τόπο ποὺ εἶχαν διανυκτερεύσει στὸ παρελθὸν οἱ Ἅγιοι Πατέρες Συμεὼν καὶ Θεόδωρος. Στὴν κουφάλα τῆς ρίζας τῶν τριῶν Πλατανιῶν, ὅπου κρέμασαν καὶ τὴν Εἰκόνα, στὸ κοῖλο ἐσωτερικὸ τοῦ Ἱεροῦ Πλατάνου, μὲ θαυμαστὸ τρόπο καὶ πραγματικὰ χωρὶς νὰ τὸ χωράει ἀνθρώπινος νοῦς, ἀπέναντι ἀκριβῶς ἀπὸ τὴ θέση ποὺ ἦταν κρεμασμένη ἡ Ἱερὴ Εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, χαράκτηκε πανομοιότυπο ὁμοίωμα Αὐτῆς.
Κατὰ μία δεύτερη ἐκδοχή, τὴν ὥρα ποὺ οἱ Ἅγιοι Πατέρες Συμεὼν καὶ Θεόδωρος ἔβλεπαν στὸ ὄνειρο τοὺς τὸν Πρωτόκλητο Ἀνδρέα καὶ τὸν Εὐαγγελιστὴ Λουκᾶ νὰ τοὺς παρακινοῦν νὰ πᾶνε στὶς ὄχθες τοῦ Βουραϊκοῦ γιὰ νὰ βροῦν τὴν Εἰκόνα, εἶδαν τὸν Εὐαγγελιστὴ Λουκᾶ νὰ δείχνει μὲ τὰ δάκτυλά του πρὸς τὰ Δυτικά. Νὰ δείχνει δηλαδὴ ἕνα ἀπὸ τὰ τρία πλατάνια, ὅπου κοιμήθηκαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες. Συγχρόνως τοὺς παρακινοῦσε νὰ δοῦν τὴν στιγμὴ ἐκείνη ποὺ ἡ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου μὲ τὴ Βοήθεια τῆς Θείας Δύναμης ἀποτυπωνόταν στὴν κουφάλα τοῦ δέντρου. Τοὺς παρακινοῦσε μάλιστα νὰ ἐξετάσουν τὴ μορφή, τὸ εἶδος, τὸ σχῆμα καὶ τὶς διαστάσεις οἱ ὁποῖες εἶναι ἀκριβῶς ἴδιες μὲ τὴν πρωτότυπη εἰκόνα τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου.
Οἱ Ἅγιοι Πατέρες ξύπνησαν τρομαγμένοι καὶ κοιτώντας ἀνατολικὰ εἶδαν ἕνα ἀστραποπυροειδές, ἀστραπόμορφο μεγάλο φῶς, ποὺ βγαίνοντας ἀπὸ τὴν Ἀνατολή, κινήθηκε σὲ εὐθεία γραμμὴ καὶ χτύπησε στὸν κορμὸ τοῦ Πλατάνου. Μετὰ ἀπὸ λίγο οἱ ἅγιοι Πατέρες κοίταξαν ἐκεῖ ὅπου εἶχε χτυπήσει τὸ Θεῖο Φῶς, καὶ εἶδαν μπροστὰ τοὺς τὸ Ἱερὸ ἀντίτυπο τῆς Ἁγίας καὶ Πανσέπτου Εἰκόνας. Κατόπιν κατευθύνθηκαν πρὸς τὴ Ζαχλωροῦ, ὅπου καὶ βρῆκαν τὴν εἰκόνα στὶς 23 Αὐγούστου τοῦ 362 μ.Χ.
Κατ᾿ αὐτὴ τὴν ἐκδοχὴ λοιπόν, τὸ θαῦμα τῆς ἀποτύπωσης ἔγινε τὸ 362 μ.Χ. Δὲν ἦταν ὅμως τὸ μοναδικὸ ποὺ συνέβη. Ἕνα ἄλλο θαῦμα, παράδοξο καὶ ἐξαίσιο ἔλαβε χώρα τὴν ἴδια στιγμή. Τὰ τρία ἐκεῖνα πλατάνια, συνενώθηκαν παραδόξως σὲ ἕνα Πλάτανο μὲ τρεῖς κορμούς, διατηρώντας ὅμως τὸ καθένα τὴν ὑπόστασή του καὶ συμβολίζοντας ἔτσι τὸ τρισυπόστατό της μιᾶς Θεότητας. Τὰ τέσσερα πλατάνια γύρω ἀπὸ τὸν Ἱερὸ Πλάτανο συμβολίζουν τοὺς τέσσερις Εὐαγγελιστές. Σὲ ὅλες τὶς παραδόσεις, ἡ ἱστορία τοῦ Ἱεροῦ Προσκυνήματος τῆς Πλατανιώτισσας, σχετίζεται ἀναπόσπαστα μὲ τὴν ἱστορία τῆς Μεγαλοσπηλαιώτισσας Θεοτόκου.
Θαύματα ἔγιναν σὲ διάφορες περιοχὲς καὶ γίνονται μέχρι καὶ σήμερα μὲ τὴ Χάρη τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου εἰς δόξαν τοῦ Παντοδύναμου Θεοῦ εἰς τοὺς αἰῶνες.
Ἡ Παναγία ἡ Πλατανιώτισσα πανηγυρίζει στὶς 8 Σεπτεμβρίου, ἑορτὴ τῆς γεννήσεως τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.
Πολλοὶ προσκυνητὲς ἀπ᾿ ὅλη τὴν Ἑλλάδα συρρέουν στὸ Ἱερὸ Προσκύνημα γιὰ νὰ προσευχηθοῦν καὶ νὰ τιμήσουν τὴν Παναγία μας, μὲ κατάνυξη καὶ σεβασμὸ καὶ νὰ πάρουν ἀπὸ τὴν Χάρη τῆς Θεοτόκου, δύναμη, ἐλπίδα καὶ πνευματικὴ εὐφροσύνη.
Κοντάκιον τῆς Πλατανιωτίσσης.
|
Ἡ Πλατανιώτισσα εἶναι ἕνα χωριὸ στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Κερυνίτη μέσα σ᾿ ἕνα καταπράσινο τοπίο καὶ σὲ ὑψόμετρο 850 μ., πνιγμένο ἀπὸ μεγάλα πανύψηλα πλατάνια ποὺ δροσίζουν καὶ ὀμορφαίνουντην περιοχή.
Ἀνήκει διοικητικὰ στὸ Δῆμο Καλαβρύτων καὶ ἀπέχει 30 χιλιόμετρα ἀπὸ τὸ Αἴγιο. Γειτονεύει μὲ τὰ χωριὰ Βάλτα, Βιλιβίνα καὶ Κερπινή. Τὸ χειμώνα στὸ χωριὸ παραμένουν λιγοστοὶ κάτοικοι. Τὸ καλοκαίρι ὅμως σφύζει ἀπὸ ζωὴ καθὼς τὸ ἐξαιρετικὸ κλίμα, ἡ φυσικὴ ὀμορφιὰ καὶ ἡ δροσιὰ ποὺ προσφέρει ὁ τόπος ἀποζημιώνει ὅσους παραθεριστὲς τὸν ἐπιλέγουν γιὰ τὶς διακοπές τους.
Τὰ νεόφυτα ἀμπέλια στὶς ἥπιες πλαγιὲς ποὺ περιτρυγυρίζουν τὸ χωριό, τὰ σκιερὰ ἀπὸ καρυδιὲς ἀγροτικὰ δρομάκια ποὺ διασχίζουν περιβόλια ὅπου καλλιεργοῦνται πολὺ καλῆς ποιότητας φασόλια καὶ τομάτες, ξεκουράζουν τὸν διαβάτη ποὺ θὰ τὰ διασχίσει.
Τὸ ὄνομα τοῦ χωριοῦ ὀφείλεται στὴν Παναγία, ποὺ τὸ ἀποτύπωμα τῆς Εἰκόνας της, ποὺ βρίσκεται στὸ Μέγα Σπήλαιο, μπορεῖ ὁ ἐπισκέπτης νὰ δεῖ μέσα στὴν κουφάλα τοῦ μεγάλου χιλιοχρονίτη Πλατάνου στὸ κάτω μέρος τοῦ χωριοῦ.
Παραπλεύρως καὶ μέσα σ᾿ ἕνα καταπράσινο τοπίο βρίσκεται ἐπίσης ἡ ἱστορικὴ ἐκκλησία τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, γιὰ τὴν ὁποία δὲν ἔχει ἐξακριβωθεῖ ἡ ἀκριβὴς χρονολογία δομήσεως.
Στὴν πλατεία τοῦ χωριοῦ εἶναι χτισμένος ὁ Ἱερὸς Ναὸς τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, ὅπου στὶς 6 Αὐγούστου γίνεται πανηγύρι καὶ συρρέει πλῆθος κόσμου. Στὴν εἴσοδο τοῦ χωριοῦ δίπλα στὸ Ἱερὸ Προσκύνημα στὴν ὄχθη τοῦ ποταμοῦ Κερυνίτη ὁ ἐπισκέπτης μπορεῖ νὰ δεῖ τὸ παλιὸ γραφικὸ πέτρινο γεφύρι καὶ τὸν ἄριστα διατηρημένο νερόμυλο τῆς ἐκκλησίας, ὅπου σήμερα λειτουργεῖ παραδοσιακὸ ἀναψυκτήριο καὶ ἑστιατόριο. Στοὺς λόφους γύρω ἀπὸ τὸ χωριὸ ὑπάρχουν διάσπαρτα μικρὰ κάτασπρα ἐξωκκλήσια.