π. Νικόλαος Ἰωαννίδης - Ἡ συμβολὴ τῆς Ἐκκλησίας στὴν παλιγγενεσία τοῦ 1821

ὁ π. Νικόλαος Ἰωαννίδης εἶναι Καθηγητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν


Σὲ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς Ὀθωμανικῆς δουλείας, ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὑπῆρξε ἡ κιβωτὸς τῆς σωτηρίας τοῦ ἑλληνικοῦ Γένους καὶ ἡ δύναμη ἐκείνη πού, μὲ τὸ ποιμαντικὸ καὶ ἐθνικὸ ἔργο της, προετοίμασε τὸν ὑπόδουλο ἑλληνισμὸ νὰ ἀγωνισθεῖ καὶ νὰ κερδίσει τὴν ἐλευθερία του.

Ἀμέσως μετὰ τὴν ὑποταγὴ τοῦ Βυζαντίου στοὺς Ὀθωμανούς, ἡ Ἐκκλησία διαισθάνθηκε τὸν κίνδυνο τοῦ ἐξαφανισμοῦ τοῦ ἑλληνικοῦ Γένους καὶ γι᾿ αὐτὸ ἀναζήτησε μὲ αἴσθημα εὐθύνης ἀποτελεσματικοὺς τρόπους ἀντιστάσεως. Ἀντιλήφθηκε ὅτι μόνο ἡ διατήρηση τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς πίστης θὰ ἐνίσχυε τὴν ὑπομονή, τὴ συνοχὴ καὶ τὴν καρτερία τοῦ Γένους στὰ δεινὰ τῆς μακρᾶς δουλείας· ἡ ἐμμονὴ δηλαδὴ στὴν πίστη τῶν πατέρων θὰ διατηροῦσε τὴν ἱστορικὴ συνέχεια καὶ τὴν αὐτοσυνειδησία τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους.

Ἔτσι μὲ ὅλες τὶς περιορισμένες, λόγω τῆς σκλαβιᾶς, δυνάμεις της, ἡ Ἐκκλησία καλλιέργησε τὸ χριστιανικὸ ἦθος καὶ τὸν ὀρθόδοξο λειτουργικὸ τρόπο ζωῆς. Διατήρησε τὴ γλώσσα καὶ τὴν ἱστορία μαζὶ μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς ἐλευθερίας. Ἡ ἑλληνορθόδοξη πίστη καὶ παράδοση συνιστοῦν πλέον τὴν ταυτότητα τοῦ ὑπόδουλου ἑλληνισμοῦ καὶ τὴν εἰδοποιὸ διαφορὰ ἔναντι τῶν μουσουλμάνων Ὀθωμανῶν. Ἂν ἡ Ἐκκλησία δὲν ἀναλάμβανε τότε νὰ διαπαιδαγωγήσει ἐκκλησιαστικῶς καὶ ἐθνικῶς τὰ ὑπόδουλα τέκνα της, ὅλα αὐτὰ θὰ ἦταν ἀδύνατον νὰ ἐπιτευχθοῦν μέσα στὸ σκοτάδι τῆς ἀμάθειας ποὺ ἐπέφερε ἡ ὀθωμανικὴ δουλεία.

Μὲ τὰ «κρυφὰ σχολειά» κατ᾿ ἀρχάς, ἀλλὰ καὶ μὲ ἄλλα μεγαλύτερα σχολεῖα, ὅταν τὸ ἐπέτρεψαν οἱ περιστάσεις, προσέφερε τὶς δυνατότητες μαθήσεως τῆς Παλαιᾶς ἑλληνικῆς παιδείας, ἐκαλλιέργησε καὶ διατήρησε τὴν ἐθνικὴ συνείδηση καὶ σφυρηλάτησε τὸ ἐθνικὸ καὶ θρησκευτικὸ φρόνημα τῶν ὑποδούλων Ἑλλήνων. Ἔτσι ἡ σχέση ἑλληνικῆς παιδείας καὶ Ἐκκλησίας κατέστη ἀδιάρρηκτη, ἡ δὲ «πάτριος πίστις» ἀποτέλεσε «τὸ μόνον προτιμώτατον καὶ ἀναγκαιότατον» ἀγαθὸ ἐθνικῆς σωτηρίας.

Γιὰ τὰ ἰδανικὰ αὐτὰ θυσιάσθηκε πλῆθος νεομαρτύρων καὶ ἐθνομαρτύρων, δεκάδες χιλιάδες κληρικοὶ μαρτύρησαν «ὑπὲρ πίστεως καὶ πατρίδος» καὶ ὁ μαρτυρικός τους θάνατος συνετέλεσε τὰ μέγιστα στὴν προετοιμασία τοῦ Γένους γιὰ τὴν παλιγγενεσία τοῦ 1821 ἀλλὰ καὶ στὴ τροφοδότηση τῆς ἀγωνιστικότητας καὶ τῆς ἐλπίδας.

Ἡ Ἐκκλησία, λοιπόν, ἔγινε ὁ διαπορθμευτὴς τῆς Θείας Πρόνοιας, ἡ ὁποία τέλεσε τὸ θαῦμα τῆς διασώσεως τοῦ Γένους μας ἀπὸ τὴν ὀθωμανικὴ σκλαβιὰ τῶν τετρακοσίων χρόνων καὶ ὁδήγησε τὸν ὑπόδουλο ἑλληνικὸ λαὸ στὴν ἐλευθερία. Γι᾿ αὐτὸ ἡ ἐπανάσταση τοῦ 1821 δὲν στηρίχθηκε σὲ δημαγωγικὲς ἢ ταξικὲς ἢ ἄλλες ἰδιοτελεῖς ἀρχές, ἀλλὰ σὲ βάσεις θρησκευτικὲς καὶ ἐθνικές, στὴν ὀρθοδοξία καὶ τὸν ἑλληνισμό, ὅπως διακήρυξαν οἱ ἁγνοὶ ἀγωνιστὲς τοῦ ῾21 καὶ ἡ Α´ Ἐθνοσυνέλευση τῆς Ἐπιδαύρου: «πόλεμος ἐθνικός, πόλεμος, ἱερός, πόλεμος, τοῦ ὁποίου μόνη αἰτία εἶναι ἡ ἀνάκτησις τοῦ δικαίου τῆς προσωπικῆς ἡμῶν ἐλευθερίας... καὶ τῆς τιμῆς».