Ἐκδίδεται δαπάνῃ τῶν κτιτόρων
τοῦ ἱεροῦ ναοῦ εἰς μνήμην τῶν γονέων αὐτῶν·
ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΚΑΙ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΚΑΡΑΜΟΛΕΓΚΟΥ
ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΚΑΙ ΙΟΥΛΙΤΤΑΣ ΜΗΝΔΡΙΝΟΥ
Ἐκδοσις: Ἀποστολικὴ Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Ἐπιμέλεια ἐκδόσεως· Εὐάγγελος Π. Λέκκος
ΣΑΝΤΟΡΙΝΗ 1998
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΘΗΡΑΣ, ΑΜΟΡΓΟΥ ΚΑΙ ΝΗΣΩΝ
84700 ΘΗΡΑ
Ἐν Θήρᾳ τῇ 3ῃ Ἰουνίου 1997
Πρὸς
τὸν Κύριον Ματθαῖον Μηνδρινόν, πτ. Θ.
τ. Γυμνασιάρχην
Ἄνδρον
Ἐντιμότατε καὶ ἀγαπητέ μου κ. Μηνδρινέ,
Ἡ σκέψη σας νὰ ἀσχοληθῆτε «μετ᾿ ἐπιστήμης» μὲ τὸ θέμα τῆς Εὑρέσεως τῆς Τιμίας Ζώνης τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου στὴ Σαντορίνη, τὸ ἔτος 1830, καὶ νὰ ἐκθέσετε τὰ κατ᾿ αὐτό, μὲ τρόπο γλαφυρό, σᾶς τιμᾶ ἰδιαίτερα. Ἡ ἔκδοση τῆς μελέτης σας, προϊὸν μόχθου πνευματικοῦ, ἐνδελεχοῦς ἐρεύνης καὶ εὐλαβείας πρὸς τὴν Θεοτόκον, πρόκειται ἀσφαλῶς νὰ ἀναδείξει μιὰ ἄγνωστη, ἐν πολλοῖς, πτυχὴ τῆς τοπικῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας μας, ἐνῶ ταυτόχρονα θὰ ἀποτελέσει τὸ ἐντρύφημα τῶν χριστιανῶν μας ποὺ ἐνδιαφέρονται γιὰ ψυχωφελῆ ἀναγνώσματα. Ἡ παράθεση, ἐξ ἄλλου, τῶν Παρακλητικῶν Κανόνων θὰ ἀποτελεῖ ἔμμεση προτροπὴ πρὸς τοὺς φιλακόλουθους πιστοὺς νὰ ψελλίζουν τοὺς ἁγιασμένους ὕμνους πρὸς τὴν Πάναγνον Μητέρα τοῦ Κυρίου μας.
Συγχαίροντες γιὰ τὴν ἀπόφασή σας καὶ τὴν ὑλοποίησή της, εὐχόμεθα ἡ χαριτόβρυτος Τιμία Ζώνη τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου νὰ ἀνταμείψει τὸν ἱερὸ μόχθο σας, νὰ σκέπει δὲ καὶ νὰ εὐλογεῖ τοὺς χορηγοὺς τῆς ἐκδόσεως, καὶ τὸν χριστώνυμο λαὸ τῆς Θήρας καὶ τῶν λοιπῶν νήσων τῆς μητροπολιτικῆς μας περιφερείας.
Μὲ τιμή, εὐχὲς καὶ ἀγάπη Χριστοῦ
Ὁ Μητροπολίτης
+ Ὁ Θήρας Παντελεήμων
Τρία σημαντικὰ γεγονότα περιλαμβάνει ἡ περίοδος τῆς δεκαετίας 1830-1840 τῆς νεότερης ἱστορίας τῆς Σαντορίνης. Εἶναι δὲ αὐτὰ κατὰ χρονολογικὴ σειρὰ τὰ ἑξῆς·
α. Ἡ ἀνέγερση καὶ λειτουργία τοῦ Λοιμοκαθαρτηρίου (Λαζαρέτου) 1829-1830.
β. Ἡ εὕρεση τῆς Τιμίας Ζώνης τῆς Θεοτόκου 1830, καὶ
γ. Ἡ ἀνοικοδόμηση τοῦ Ναοῦ τοῦ Τιμίου Σταυροῦ Περίσσας 1835-1840.
Στὸ κείμενο ποὺ ἀκολουθεῖ παρουσιάζουμε, χωρὶς τὶς ἐνδιαφέρουσες λεπτομέρειες, τὸ δεύτερο γεγονός, δηλαδὴ τὴν εὕρεση τῶν θείων λειψάνων τῆς Τιμίας Ζώνης τῆς Θεοτόκου, τοῦ Τιμίου Σταυροῦ μετὰ τμήματος Τιμίου Ξύλου καὶ τῆς κάρας τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου, ἐπισκόπου Κρήτης, κατὰ τὴν 10ην Ὀκτωβρίου 1830 στὴν συνοικία τῶν Καθολικῶν στὰ Φηρά.
Προηγουμένως, ὅμως, προσφέρουμε στὸν ἀναγνώστη τὴν εὐκαιρία νὰ γνωρίση μὲ πολλὴ συντομία, τὴν ἱστορικὴ παράδοση περὶ τῆς Τιμίας Ζώνης, ὅπως αὐτὴ προέρχεται μέσα ἀπὸ τὰ ἱστορικὰ δεδομένα ποὺ εἴχαμε στὴν διάθεσή μας, ἡ ἐπιλογὴ καὶ κριτικὴ τῶν ὁποίων μᾶς ἀπεῤῥόφησε ἱκανὸ χρόνο, λόγω τῆς ἀσυμφωνίας ποὺ ὑπάρχει ἀνάμεσά τους.
Πρὸς τοῦτο καταβλήθηκε προσπάθεια, ὥστε ἡ συγκριτικὴ καὶ ἀξιολογικὴ αὐτὴ συσχέτιση νὰ βασίζεται σὲ μιά, ἔστω, ἐνδεικτικὴ βιβλιογράφηση.
Περὶ τοῦ ἱεροῦ, λοιπόν, ἐκείνου γεγονότος τῆς εὑρέσεως τῶν σεπτῶν λειψάνων στὴ Σαντορίνη ποὺ ἐκτυλίσσεται στὸ διάστημα τῆς δεκαετίας 1820-1830, ἡ ἔρευνα τοῦ γράφοντος ἔχει ἀποδώσει μέχρι σήμερα τρεῖς γραπτὲς μαρτυρίες· ἐξ αὐτῶν, οἱ δύο προέρχονται ἀπὸ τὴν Μονὴ Βατοπαιδίου Ἁγίου Ὄρους καὶ ἡ τρίτη ἀπὸ ἀνέκδοτο ἔγγραφο ἰδιωτικοῦ Θηραϊκοῦ ἀρχείου.
Τὰ περιγραφικὰ στοιχεῖα τοῦ τελευταίου εἶναι ἐκτενέστερα καὶ σὲ πολλὰ σημεῖα ἀκριβέστερα, ἐπειδὴ ὁ συντάκτης του εἶχε προσωπικὴ ἐμπειρία τοῦ θέματος, ὅπως διαπιστώνεται ἀπὸ τὴν αὐτούσια καταχώριση τοῦ κειμένου αὐτοῦ στὸ τέλος τοῦ Α´ μέρους τοῦ παρόντος.
Τὴν εὕρεση τῆς Ὑπερτίμου Ζώνης τῆς Θεοτόκου στὴ Σαντορίνη, μόνον ὡς ἀπόδειξη τῆς Θείας Χάριτος πρέπει νὰ τὴν χαρακτηρίσουμε. Καθώς, μάλιστα, ἀναφέρεται στὸ πρῶτο ἁγιορειτικὸ ἔγγραφο, τὸ θρησκευτικὸ ἐκεῖνο γεγονὸς ὁ Θηραϊκὸς λαὸς ἐπανηγύρισε μὲ «ἀνεκδιήγητον λαμπρότητα»!
Κατὰ τὰ πρῶτα δὲ ἔτη τῆς παρουσιάσεώς του ἀναζωογόνησε τὴν πίστη τῶν χριστιανῶν καὶ συνδέθηκε στενὰ μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ καὶ παράδοση τοῦ τόπου. Μὲ τὴν πάροδο, ὅμως, τοῦ χρόνου ἡ σιωπὴ καὶ ἀδιαφορία τῶν τοπικῶν φορέων ἐλησμόνησαν καὶ σιγὰ σιγὰ ἔσβησαν τὴν εἰκόνα τοῦ γεγονότος ἐκείνου, ἐνῶ ἀντίθετα, τὸ ἐνδιαφέρον ὅλων ἐπικεντρώθηκε στὸ ναὸ τῆς Περίσσας, φαινόμενο ποὺ συνεχίζεται μέχρι τῶν ἡμερῶν μας.
Παρὰ ταῦτα, ἀπὸ τὴν ἱερὴ ἐκείνη νύκτα τῆς εὑρέσεως τῶν θείων λειψάνων, ἔχουν περάσει ἑκατὸν ἑξήντα ὀκτὼ χρόνια. Καὶ ὁ Ὕψιστος θέλοντας νὰ μὴ παραμείνει καὶ ἄλλο χρόνο ἀπολιθωμένη ἡ φανέρωση τῶν ἁγιασμάτων, ἐφώτισε νὰ ἀνεγερθῆ ὁ φερώνυμος σημερινὸς ναὸς στὴν περιοχὴ τῆς Μέσα Γωνιᾶς, κάτω ἀπὸ τὴν βυζαντινὴ Ἐπισκοπή, ὥστε ὡς ἄλλη «Σκηνὴ τοῦ Μαρτυρίου» νὰ μαρτυρῆ στὶς ἐπερχόμενες γενεὲς τὴν εὕρεση, ποὺ ἀναδεικνύεται, ὡς ἡ σφραγίδα ὅλων τῶν ἁγιασμάτων τῆς Σαντορίνης!
Μὲ τὰ θυρανοίξια δὲ αὐτοῦ τοῦ ναοῦ (31 Αὐγούστου 1996), οἱ Θηραῖοι συνδέθηκαν, ξανά, μὲ τὴν ζωντανὴ πίστη τῶν προγόνων τους. Καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ παρασιωπήσουμε τὴν ἠθικὴ συμβολὴ τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη μας κ.κ. Παντελεήμονος πρὸς τὴν ἁρμοδία Ὑπηρεσία τῆς Ναοδομίας, γιὰ τὴν σύντομη προώθηση τοῦ νέου αὐτοῦ Θεομητορικοῦ σκηνώματος.
Ὀφείλω θερμὲς εὐχαριστίες στὸν συνάδελφο κ. Ἰωάννη Ταρνανίδη, καθηγητὴ τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, γιὰ τὴν βιβλιογραφικὴ βοήθειά του καὶ τὶς σημαντικὲς παρατηρήσεις του.
Εὐχαριστῶ, ἐπίσης, τὴν Ἱερὰ Μονὴ Βατοπαιδίου, διότι παρεχώρησε τὴν ἄδεια νὰ συνεκδοθοῦν μὲ τὴν παρούσα ἐργασία ὁ Παρακλητικὸς Κανόνας καὶ οἱ Χαιρετισμοὶ πρὸς τὴν Τιμία Ζώνη -ποὺ ἀποτελοῦν πνευματικό της κεφάλαιο- μὲ σκοπὸ τὴν βοήθεια τῶν ἀτομικῶν καὶ κοινῶν λατρευτικῶν ἀναγκῶν τῶν χριστιανῶν τῆς νήσου, ὥστε ἐκτὸς ἀπὸ τὴν γραφικότητὰ της, νὰ ἀποπνέη καὶ «ὀσμὴ εὐωδίας» πνευματικῆς.
Ἐλπίζω ὅτι οἱ ἀναγνῶστες θὰ συγχωρήσουν τὶς τυχὸν ἀτέλειες τοῦ παρόντος καὶ ὅτι θὰ ἔχουν τὰ πνευματικά του μηνύματα, ἰδιαιτέρως οἱ Θηραῖοι, ὡς ἐντρύφημα πιστῶν.
Σεβόμενοι δὲ τοὺς προγόνους τους θεωρῶ ὅτι ἔχουν χρέος νὰ συνδέσουν τὴν ἡμέρα τῆς Εὑρέσεως μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ τοῦ τόπου καὶ συγχρόνως νὰ τὴν ἀνυψώσουν, ὡς σύμβολο, μέσα στὸ ἑορτοδρόμιο τῆς Θηραϊκῆς Ἐκκλησίας. Εὔχομαι ἡ ἀῤῥαγὴς δύναμη τῆς Τιμίας Ζώνης νὰ περιζώνη τοὺς φιλευσεβεῖς προσκυνητὲς τῆς ἁγίας Εἰκόνος Της, ἀπὸ κάθε κίνδυνο καὶ λοιμώδη θάνατο καὶ νὰ διαφυλάττη ἄσειστη τὴν Σαντορίνη, τὴν ἐσχατιὰ αὐτὴ τῶν Κυκλάδων, στὴν ὁποία ἔλαχεν ὁ κλῆρος νὰ τὴν περισώση «ὡς θησαύρισμα σεπτόν».
Σαντορίνη, Αὔγουστος 1997
ΜΑΤΘΑΙΟΣ Ε. ΜΗΝΔΡΙΝΟΣ
1. Μετὰ τὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, ποὺ κατὰ τὶς ὑπάρχουσες μαρτυρίες συνέβη τὸ ἔτος 47 μ.Χ. σὲ ἡλικία 59 ἐτῶν1 στὴν Γεθσημανή, στὴν οἰκία τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου 2 -στὸν ὁποῖον ὁ Ἰησοῦς τὴν εἶχε ἐμπιστευθεῖ ἀπὸ τὸν Σταυρό Του- 3 διασώθηκαν, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ σπάργανα τοῦ τάφου Της, δύο ἀπὸ τὰ θεομητορικὰ Της ἄμφια· ἡ Ἐσθήτα καὶ ἡ Ζώνη 4.
Ἡ Ἐσθήτα, ὡς εἶδος ἐνδύματος τῶν γυναικῶν τῆς Παλαιστίνης, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἔφθανε μέχρι τοὺς ἀστραγάλους (καρποὺς) καὶ διὰ τοῦτο ἐλέγετο «καρπωτὸς χιτώνας». Κυρίως τὴν φοροῦσαν οἱ παρθένες γυναῖκες γιὰ λόγους σεμνότητας. Οἱ βυζαντινοὶ τὴν ὀνόμαζαν μανοφόριο καὶ κατὰ συγκοπὴ μαφόριο, δηλ. φόρεμα μὲ μανίκια, ἢ ὠμοφόριο, ἐπειδὴ ἐκάλυπτε τοὺς ὤμους 5. Ὡρισμένοι ἄλλοι ἐρευνητὲς ἀναφέρουν ὅτι ἐκάλυπτε καὶ τὴν κεφαλή. Χωρὶς ἀμφιβολία τέτοια ὑπῆρξε καὶ ἡ Ἐσθήτα τῆς Θεοτόκου, τὴν ὁποία ὄχι μόνο ἡ ἴδια ἐφόρεσε, ἀλλὰ καὶ τὸν Υἱὸν Της ἐτύλιξε καὶ ὡς βρέφος ἐθήλασε. Ἡ Ζώνη ἢ ζωστήρας ἦταν ἀρχαιότατο ἔνδυμα τῶν ἱερέων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ μέρος τῆς ἐνδυμασίας τῶν Ἑβραίων ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν τῆς ἐποχῆς τῆς Καινῆς Διαθήκης. Συνήθως ἦταν δερματίνη, ἀπὸ λευκὴ βύσσο, κυανὴ ἢ ἐρυθρή, μὲ τὰ δύο ἄκρα ἐμπρός. Ἔτσι, ὁ προφήτης Ἠλίας ἦτο «ἀνὴρ δασὺς καὶ ζώνην δερματίνην περιεζωσμένος τὴν ὀσφὺν αὐτοῦ» 6. Ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος ἔφερε «ζώνην δερματίνην» 7, οἱ δὲ Ἀπόστολοι, ὅπως ὁ Πέτρος καὶ Παῦλος, ἔφεραν τὴν ἁπλὴ ζώνη 8.
Μέχρι σήμερα ἀκόμη, ἡ ζώνη ἀποτελεῖ ἕνα ἀπὸ τὰ ἄμφια τοῦ ἐπισκόπου καὶ τοῦ ἱερέως 9. Κατὰ τὴν παράδοση ἡ Παναγία κατασκεύασε ἡ ἴδια, μὲ τρίχες καμήλου, τὴν Ζώνη Της, τὴν ὁποία, πρὶν ἀπὸ τὴν μετάστασὴ Της στοὺς οὐρανούς, παρέδωσε στὸν Ἀπόστολο Θωμᾶ 10. Σύμφωνα μὲ ἄλλη παράδοση, τρεῖς ἡμέρες μετὰ τὴν Κοίμησὴ Της, νεφέλη μετέωρος μετέφερε μυστηριωδῶς στὰ Ἱεροσόλυμα τὸν Θωμᾶ, ὅπου στὸ χωριὸ Γεθσημανῆ τὴν συνάντησε καὶ τὴν εἶδε νὰ ἀνεβαίνει στοὺς οὐρανούς. Ἔκπληκτος, βλέποντας τὸ ὅραμα τῆς ἐφώναξε· «Παναγία, ποῦ ὑπάγεις;» Τότε Ἐκείνη ἀπεζώθη τὴν Ζώνη της καὶ τὴν ἔριξε, ὡς εὐλογία, πρὸς διαπίστωση τῆς μεταβάσεὼς Της σ᾿ αὐτούς.
Στὴ συνέχεια ἔτρεξε ἔντρομος πρὸς τὸν τάφο Της, ὅπου συνάντησε τοὺς ἄλλους Μαθητὲς νὰ προσεύχονται καὶ λυπημένος, διότι δὲν ἀξιώθηκε νὰ παρευθεῖ στὴν θανὴ Της, τοὺς παρεκάλεσε νὰ ἀνοίξουν τὸν τάφο γιὰ νὰ προσκυνήση τὸ θεοδόχο σῶμα της. Ἐπειδή, ὅμως, ἠρνοῦντο νὰ τὸ πράξουν, ὁ Θωμᾶς «βιασάμενος τὸν ἱερὸν ἐκεῖνον χορὸν ἀνοίγειν τὴν σορὸν ἐπειρᾶτο...». Κατόπιν αὐτοῦ οἱ Μαθητὲς ἄνοιξαν τὸν τάφο καὶ μὴ εὑρόντες τὸ σῶμα τῆς Θεοτόκου, παρὰ μόνο τὰ ἐντάφια σπάργανα, τὸν ἀσφάλισαν καὶ πάλι, ἀφοῦ προηγουμένως τοὺς περιέλουσε ὑπέροχη εὐωδία 11!
Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Θωμᾶ, τὰ δύο θεομητορικὰ ἄμφια, ἡ Ἐσθήτα καὶ ἡ Ζώνη ἐφυλάσσοντο στὰ Ἱεροσόλυμα ἀπὸ Ἑβραία, εὐλαβεστάτη, παρθένο γυναίκα, ἄγνωστο γιὰ πόσο χρονικὸ διάστημα 12. Μὲ τὴν καταστροφή, ὅμως, τῶν Ἱεροσολύμων ἀπὸ τὶς ῥωμαϊκὲς λεγεῶνες τοῦ αὐτοκράτορος Τίτου (10 Αὐγούστου 70 μ.Χ.), ἡ ἁγία Πόλη μετεβλήθη «εἰς ἄμορφον ἐρείπιον», τὸ αἷμα ἔτρεξε σὰν χείμαῤῥος, ἡ τοπογεωγραφία της ἀλλοιώθηκε καὶ ὅλα τὰ ἱερὰ προσκυνήματα ὑπέστησαν μεγάλες καταστροφές. Ὑπὸ τὰ ἐρείπια τοῦ ναοῦ τοῦ Σολομῶντος καταπλακώθηκαν 6000 γυναῖκες καὶ παιδιά, ἐνῶ ἀρκετὲς χιλιάδες ἄλλοι Ἰουδαῖοι βρῆκαν τὸν θάνατο 13.
Σὲ μιὰ τέτοια ταραγμένη κατάσταση, ὅπου κυριαρχοῦσαν σ᾿ ὅλη τὴν ἔκταση τῆς αὐτοκρατορίας καὶ οἱ διωγμοὶ κατὰ τῶν χριστιανῶν, ἡ διαφύλαξη ἱερῶν κειμηλίων μέσα στὰ Ἱεροσόλυμα ἦταν, ὁμολογουμένως, δύσκολο ἔργο.
Ἡ παράδοση ἀναφέρει, ὅτι τὴν περίοδο αὐτὴ τὰ δύο θεομητορικὰ ἄμφια, ἡ Ζώνη καὶ ἡ Ἐσθήτα, μεταφέρθηκαν στὴν ἐπισκοπὴ Ζήλα τῆς Καππαδοκίας, ἀνατολικὰ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, γιὰ μεγαλύτερη ἀσφάλεια. Περὶ τῆς μετέπειτα πορείας τους ὑπάρχουν ἱκανὲς γραπτὲς μαρτυρίες καὶ διηγήσεις. Ἐδῶ ἀναφέρουμε τρεῖς καὶ μάλιστα ἐκεῖνες ποὺ ἀφοροῦν στὴν Τιμία Ζώνη 14·
Κατὰ τὴν πρώτη, ὁ αὐτοκράτορας Ἀρκάδιος (395-408), υἱὸς τοῦ Μ. Θεοδοσίου, κινούμενος ἀπὸ ἰδιαίτερο σεβασμό, ἔφερε στὴν ΚΠολη, ἀπὸ τὴν Ζήλα τῆς Καππαδοκίας, τὴν Τιμία Ζώνη, τὴν ὁποία «κατέθετο ἐν λαμπρᾷ θήκῃ ἣν ἐκάλεσεν ἁγίαν Σορόν». Ἐξωτερικῶς ἡ θήκη ἐστολίζετο μὲ πολυτίμους λίθους καὶ σμάλτο, ἔφερε κωδίκελλο, δηλ. σύντομο ὑπόμνημα, χρονολογία, τὴν ἰνδικτιώνα (= ἐκκλησιαστικὸ ἔτος) καὶ τὴν ἡμέρα ποὺ τὴν μετέφερε στὴν Βασιλεύουσα. Ἦταν δὲ σφραγισμένη μὲ τὴν χρυσὴ βούλα τοῦ αὐτοκράτορα, ἐνῶ κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς μεταφορᾶς (31 Αὐγούστου) ἔγινε καὶ ἡ κατάθεσή της στὸ ναό. Ἀπὸ τότε ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ «τὰ καταθέσια τῆς Τιμίας Ζώνης τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου» μὲ ἰδιαίτερη ᾈσματικὴ Ἀκολουθία μέχρι σήμερα 15.
Κατὰ τὴν δεύτερη περιγραφή, τὴν Τιμία Ζώνη μετέφερε στὴν ΚΠολη ὁ αὐτοκράτορας Μαρκιανὸς (450-457), ὕστερα ἀπὸ τὰ ὅσα συνεζήτησαν μὲ τὸν Πατριάρχη Ἱεροσολύμων Ἰουβενάλιο (451-453), στὴν διάρκεια τῶν ἐργασιῶν τῆς Δ´ Οἰκουμ. Συνόδου (451), στὴν Χαλκηδόνα. Ὁ Μαρκιανός, μὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν Πατριάρχη, ἐζήτησε τὴν μεταφορὰ τῶν ἱερῶν τούτων λειψάνων τῆς Θεοτόκου ἀπὸ τὴν Γεθσημανή, στὴν ΚΠολη, μὲ σκοπὸ τὴν προστασία τῆς Βασιλίδος τῶν πόλεων ἀπὸ τοὺς βαρβάρους ἐπιδρομεῖς, μὲ τὸν ἑξῆς ἀκριβὴ λόγον· «βουλόμεθα, τοίνυν, τοῦτο τὸ λείψανον ἀγαγεῖν ἐνταῦθα εἰς φυλακτήριον τῆς βασιλευούσης πόλεως» 16.
Τέλος, σύμφωνα μὲ τὴν τρίτη παράδοση, ἡ Ἁγία Ζώνη μεταφέρθηκε ἀπὸ τὴν Καππαδοκία στὴν ΚΠολη, ἐπὶ τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἰουστινιανοῦ (527-565).
Ἀπὸ τὶς παραπάνω τρεῖς διηγήσεις πιθανότερη εἶναι ἡ πρώτη. Ἡ δὲ μεταξύ τους ὑπάρχουσα ἀσυμφωνία συμβιβάζεται μὲ τὸ γεγονός, ὅτι ἡ μὲν μεταφορά της ἔγινε ὑπὸ τοῦ Ἀρκαδίου, ἡ δὲ κατάθεση ἀπὸ τὴν κόρη του Πουλχερία καὶ τὸν συνάρχοντά της Μαρκιανό, οἱ ὁποῖοι «ἐξ εὐλαβείας κινούμενοι κατέθησαν αὐτὴν ἐν τῷ ἐν Βλαχέρναις ναῷ», ὅπου ἦσαν καὶ τὰ περίφημα ἀνάκτορα τῶν Βυζαντινῶν αὐτοκρατόρων, κέντρο μεγάλων παγκοσμίων γεγονότων, κατὰ τοὺς τελευταίους αἰῶνες τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας. Ὁ Μαρκιανός, σὲ ἀνταπόδοση τῆς προσφορᾶς τοῦ Πατριάρχου, ἔκτισε τὸν πρῶτο ναὸ τῆς «Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου» ἐπὶ τοῦ τάφου Της, στὴ Γεθσημανὴ 17, ὅπου κατὰ τὴν παράδοση, ὑπῆρχαν καὶ οἱ τάφοι τῶν προγόνων της, ἀπὸ τοῦ Δαυΐδ, μέχρι τῶν γονέων της καὶ τοῦ μνήστορος Ἰωσὴφ 18. Ὁ ναὸς δὲ τῶν Βλαχερνῶν, τιμώμενος στὸ ὄνομα τῆς Παναγίας, ἦτο τὸ μεγαλοπρεπέστερο κτίριο ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα ποὺ ἡ Πουλχερία ἔκτισε στὰ μέσα τοῦ Ε´ αἰῶνος, στὴν εὐρύτερη περιοχὴ τῆς ΚΠόλεως.
Παρὰ τὸ γεγονός, ὅτι εὑρίσκετο στὰ Χαλκοπρατεῖα -ἐμπορικὴ συνοικία πλησίον τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας καὶ τῆς Βασιλικῆς Βιβλιοθήκης- ὅπου ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ Μ. Κων/νου ὑπῆρχε ἡ ἀγορὰ τῶν χαλκοπωλῶν Ἰουδαίων, ἐν τούτοις, τὸν διεκόσμησε «παντὶ κόσμῳ» 19, μὲ πολυτελὴ διακόσμηση καὶ ἰδιαίτερη ἀγάπη. Στὸ ἀριστερὸ παρεκκλήσιο τοῦ ναοῦ εἶχαν κατατεθεῖ ἀρκετὰ ἱερὰ λείψανα, ὅπως τοῦ ἱερέως καὶ προφήτου Ζαχαρίου καὶ τοῦ υἱοῦ του Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, τῶν Νηπίων ποὺ κατέσφαξε ὁ Ἡρώδης, ἐνῶ στὸ δεξιὸ μέρος αὐτοῦ τὰ λείψανα τῶν Μυροφόρων γυναικῶν 20. Ὅλως ἰδιατέρως ἡ Πουλχερία, στὴ νότια πλευρὰ τοῦ ἰδίου ναοῦ, ἵδρυσε τὸ κυκλοτερὲς παρεκκλήσιο τῆς ἁγίας Σοροῦ, ὑπὸ ὄνομα «Παναγία ἡ Ἁγιοσορίτισσα», ἐπειδὴ σ᾿ αὐτὸ εἶχε καταθέσει τὴν Ἁγία Σορό, δηλ. τὴν πολύτιμη θήκη του πατέρα της Ἀρκαδίου, ὅπου ἐφυλάσσετο ἡ Ἁγία Ζώνη τῆς Θεοτόκου, πρὸς τὴν ὁποία ὁ ναὸς τῶν Βλαχερνῶν ὤφειλε τὴν φήμη καὶ τὴν δημοτικότητά του.
Κινουμένη δὲ ἡ θεοσεβὴς Πουλχερία ἀπὸ ἰδιαίτερη τιμὴ καὶ εὐλάβεια πρὸς τὴν πανέντιμο Ζώνη τῆς Θεοτόκου, διαπέρασε ἐπ᾿ αὐτῆς πρὸς διακόσμηση, ἰδιοχείρως, σειρὲς ἀπὸ χρυσὲς κλωστές, ποὺ διατηρήθηκαν μέχρι τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἰουστινιανοῦ 21. Συνάμα, ἐθέσπισε νὰ τελῆται, στὸ ἐν λόγῳ παρεκκλήσιο, σειρὰ ἀπὸ πανηγύρεις καὶ παννυχίδες μὲ σκοπὸ τὴν ἀπόδοση ἰδιαίτερης τιμῆς πρὸς τὸ Θεομητορικὸ ἄμφιο. Ἔτσι, κάθε Τετάρτη τῆς ἑβδομάδας ἐτελεῖτο Λιτή, δηλ. ἀκολουθία μεγάλης Δεήσεως καὶ κάθε Παρασκευὴ ἑσπέρας «Πρεσβεία», ἤτοι ἑσπερινὸς καὶ ὁλονυκτία.
Ἡ τελευταία αὐτὴ ἀκολουθία, ἀργότερα, προσέλαβε τὴν ὀνομασία «Παννυχὶς τῶν Βλαχερνῶν» 22. Σημειώνεται ἀκόμη, ὅτι ἡ Πουλχερία μετέβαινε πεζῇ τέσσερις φορὲς τὸ ἔτος στὴν Παναγία τὴν Ἁγιοσορίτισσα γιὰ νὰ ἐκκλησιασθῆ. Ἡ καθ᾿ ἑκάστη δὲ Παρασκευὴ τελουμένη ὁλονυκτία, οὐδέποτε διακόπηκε ἀπὸ τῆς ἐποχῆς της, καθότι ἀποτελοῦσε τὸ κατανυκτικότερο προσκύνημα τῶν αὐτοκρατόρων καὶ τῶν κατοίκων τῆς ΚΠόλεως. Ἀναφέρεται, μάλιστα, ὅτι στὸν ἴδιο ναό, στὴ διάρκεια τελουμένης ἀγρυπνίας, ὁ διάκονος Ῥωμανὸς -μετέπειτα μεγάλος μελῳδὸς τῆς Ἐκκλησίας μας- ἐνεπνεύσθη τὸν περίφημο ὕμνο του «Ἡ Παρθένος σήμερον τὸν ὑπερούσιον τίκτει» 23.
Ἀργότερα ὁ Ἰουστινιανὸς (6ος αἰὼν), καθὼς ἀναφέρει ὁ ἱστορικός του Προκόπιος, ἐπεξέτεινε τὸν ἐπιθαλάσσιο ναὸ τῶν Βλαχερνῶν μὲ θαυμαστὴ διακόσμηση σὲ μεγαλοπρεπὲς μέγεθος καὶ χωρὶς νὰ φεισθῇ τοῦ ὄγκου τῶν χρημάτων, μετέφερε μάρμαρο ἀπὸ τὴν Πάρο τῶν Κυκλάδων ἀπὸ τὸ ὁποῖο κατασκευάσθηκαν οἱ κίονές του 24. Ἐντὸς τοῦ Ναοῦ αὐτοῦ ἐφυλάσσοντο· α) ἡ περίφημος εἰκόνα τῆς Ὑπερμάχου Στρατηγοῦ «Παναγία ἡ Βλαχερνιώτισσα» τύπου «Δεομένης» 25, ἡ ὁποία ἐπροστάτευε, κατὰ τοὺς Βυζαντινούς, τὴν ΚΠολη ἀπὸ τὶς προσβολὲς τῶν βαρβάρων καὶ β) τὰ ἅγια Λείψανα· ὁ ἀκάνθινος Στέφανος τοῦ Χριστοῦ, ἡ Σινδόνα, τὸ πορφυροῦν Ἱμάτιον, τὸ Λέντιον, ὁ Σπόγγος, ἡ Λόγχη, ὁ Κάλαμος καὶ μεγάλο τμῆμα τοῦ Τιμίου Σταυροῦ 26. Ἐπιπλέον στὸν ἴδιο ναὸ ἐφυλάσσοντο, μέχρι τὰ μέσα τοῦ 10ου αἰῶνος, καὶ ἄλλα δύο Θεομητορικὰ ἄμφια· ὁ Πέπλος καὶ ἡ Ἐσθήτα. Τὴν τελευταία ἔφεραν στὴν ΚΠολη οἱ πατρίκιοι ἀδελφοὶ Γάλβιος καὶ Κάνδιδος, ἀφοῦ τὴν ἀνεζήτησαν στὴν Καπερναούμ, στὴν οἰκία Ἑβραίας χριστιανῆς γερόντισσας γυναίκας. Ὁ αὐτοκράτορας Λέων Α´ (457-474), τὴν κατέθεσε στὸν ναὸ τῶν Βλαχερνῶν (2 Ἰουλίου), ἀφοῦ προηγουμένως κατασκεύασε, γιὰ προστασία της, κατάλληλο κιβώτιο ἀπὸ χρυσὸ καὶ ἄργυρο 27. Σύμφωνα μὲ τὴν Βυζαντινὴ παράδοση, ἀπὸ τὰ διασωζόμενα Θεομητορικὰ ἄμφια, ἡ Ζώνη καὶ ἡ Ἐσθήτα ἐθεωροῦντο τὰ ἱερότερα καὶ πολυτιμότερα θησαυρίσματα, ποὺ ἐπροστάτευαν τὴν ΚΠολη, ὡς «Θεοφύλακτη πόλη», ἀπὸ τὸν 6ον ἕως τὸν 10ον αἰῶνα.
2. Διὰ τοὺς Βυζαντινοὺς ἡ ἔννοια αὐτὴ «Θεοφύλακτη πόλη» δὲν ἦταν ἕνας κενὸς λόγος, ἀλλὰ μιὰ ἐνσυνείδητη πραγματικότητα, συνδεδεμένη μὲ τὴν ζωντανὴ πίστη τους, ἡ ὁποία προσέδιδε ἀληθινὸ περιεχόμενο στὴν καθημερινὴ ζωή τους. Ἀποτελεῖ δὲ ἀπόδειξη ἐκείνης τῆς θρησκευτικότητος τὸ γεγονός, ὅτι στὴ Βασιλεύουσα οἱ αὐτοκράτορες ἔφερον, κατὰ καιρούς, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς θαυματουργὲς εἰκόνες καὶ διάφορα ἅγια λείψανα, ὥστε μὲ τὴν ἁγιαστική τους χάρη νὰ φρουρῆται ἡ ΚΠολη. Μὲ τὰ ἀκόλουθα περιληπτικὰ στοιχεῖα θεωρῶ, ὅτι ἐπιβεβαιώνεται ἐκείνη ἡ πεποίθηση·
Πρῶτοι, λοιπόν, ἡ Ἁγία Ἑλένη καὶ ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος (324-337) ἔφεραν ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα στὴν ΚΠολη τὸν Τίμιο Σταυρό, ἐνῶ ὁ διάδοχός τους Κωνστάντιος (337-361) ἔφερε τὰ λείψανα τῶν ἁγίων Ἀποστόλων Λουκᾶ (ἀπὸ τὴν Θήβα), Ἀνδρέου (ἀπὸ τὴν Πάτρα), μὲ τὴν βοήθεια τοῦ μεγαλομάρτυρος Ἀρτεμίου, καθὼς καὶ τὰ ὀστὰ τῶν Ἀποστόλων Τιμοθέου καὶ Ματθία, τὰ ὁποῖα καὶ ἐτοποθέτησε κάτω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα τοῦ ναοῦ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, ποὺ ἦταν τὸ δεύτερο, μετὰ τὴν Ἁγία Σοφία, σεβάσμιο μνημεῖο τῆς ΚΠόλεως.
Στὸν ἴδιο ναὸ καὶ δεξιὰ τῆς Ὡραίας Πύλης εὑρίσκετο ἡ «κολώνα τῆς φραγγελώσεως», ἐπὶ τῆς ὁποίας οἱ Ῥωμαῖοι στρατιῶτες προσέδεσαν καὶ ἐμαστίγωσαν τὸν Ἰησοῦ καὶ ἡ ὁποία μέχρι σήμερα διασώζεται στὸν Πατριαρχικὸ ναὸ τοῦ ἁγίου Γεωργίου, στὸ Φαναρι 28.
Ὁ Θεοδόσιος ὁ Μέγας (379-55) ἔφερε τὴν κάρα καὶ τὸ χέρι τοῦ τιμίου Προδρόμου, τὰ ὁποῖα κατέθεσε στὸν ὁμώνυμο ναὸ 29, ἡ δὲ αὐτοκράτειρα Πουλχερία λείψανα τοῦ Προδρόμου καὶ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ Ζαχαρίου, τῶν Νηπίων καὶ τῶν Μυροφόρων, ὅπως σημειώθηκε ἀνωτέρω.
Ὁ Ἰουστινιανὸς ἔφερε τὰ ὀστὰ τῆς ἁγίας Ἄννης, μητρὸς τῆς Θεοτόκου, τὸ πέτρινο χεῖλος ἀπὸ τὴν πηγὴ τοῦ πατριάρχου Ἰακὼβ (1750 π.Χ.) καὶ τὸ πέτρινο στόμιο, ὅπου ἐκάθισεν ὁ Χριστὸς καὶ συνομίλησε μὲ τὴν Σαμαρείτιδα. Σημειώνεται, ὅτι τὰ δύο τελευταῖα ὁ αὐτοκράτορας ἐτοποθέτησε στὸ νέο φρέαρ ποὺ ἄνοιξε, ὡς ἁγίασμα, στὸ ἀριστερὸ μέρος τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας 30. Ὁ Ἡράκλειος (610-641) ἔφερε πρῶτα τὸν Τίμιο Σταυρό, ἀφοῦ τὸν διέσωσεν ἀπὸ τοὺς Πέρσες καὶ τὸν ὁποῖον ὁ Πατριάρχης Σέργιος ἔστησεν ὄρθιο ἐντὸς τοῦ σκευοφυλακίου τῆς Ἁγίας Σοφίας καί, ἔπειτα, τὰ καρφιὰ τῆς Σταυρώσεως, τὰ Ὑποδήματα καὶ τὸ ἅγιο Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, τὴν μαρμάρινη λεκάνη ὅπου ἔνιψε τὰ πόδια τῶν μαθητῶν Του καὶ τὰ ἄλλα λείψανα, ὅπως αὐτὰ ἀναφέρονται προηγουμένως. Ὅλα αὐτὰ τὰ ἱερὰ λείψανα ποὺ εὑρίσκοντο μέσα στὸ «Ἱερὸν Παλάτιον» τὰ μετέφερε, ἀργότερα, στὸ ναὸ τῆς Παναγίας τῶν Βλαχερνῶν 31.
Ὁ Πατριάρχης δὲ τῶν Ἱεροσολύμων Δοσίθεος Β´ (1669-1707) μαρτυρεῖ ὅτι ἐπὶ τῶν ἡμερῶν του ὑπῆρχαν ὅλα τὰ παραπάνω ἀναφερόμενα, στὴν ΚΠολη, δηλ. μέχρι τὰ τέλη τοῦ 17ου αἰῶνος 32.
Ὁ Λέων ΣΤ´ ὁ Σοφὸς (886-912) ἔφερε τὰ ὀστὰ τοῦ ἁγίου Λαζάρου καὶ τῆς Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς 33, ἐνῶ τὸ 943 ὁ ἔνδοξος Βυζαντινὸς στρατηλάτης Ἰωάννης Κουρκούας ἔφερε ἀπὸ τὴν Ὀσροηνὴ τῆς Ἔδεσσας (Μεσοποταμία) στὴν ΚΠολη μὲ θριαμβευτικὴ εἴσοδο, τὸ ἅγιο Μανδήλιο, δηλ. τὴν Ἀχειροποίητο εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ κατέθεσε μὲ ἐπίσημη πομπὴ στὴν Ἁγία Σοφία, δεδομένου, ὅτι ὁ τότε αὐτοκράτορας Ῥωμανὸς Α´ ὁ Λεκαπηνὸς (920-944) εὑρίσκετο στὸ κρεββάτι ἄῤῥωστος καὶ ἀδύναμος 34.
Ὁ Ἰωάννης ὁ Τσιμισκῆς (969-976) ἔφερε τὰ σανδάλια τοῦ Ἰησοῦ 35. Ὅταν δὲ τὸ 1200, τέσσερα χρόνια πρὶν τὴν ἅλωση τῆς Βασιλεύουσας ἀπὸ τοὺς Σταυροφόρους, ὁ Ῥῶσος ἀρχιεπίσκοπος τοῦ Νοβγκορὸντ Ἀντώνιος ἐπεσκέφθη τὴν ΚΠολη, μέσα στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας προσκύνησε, ὅπως σημειώνει στὸ χρονικό του, τὴν τράπεζα, ὅπου ὁ Χριστὸς ἐδείπνησε μὲ τοὺς Μαθητές του, τὶς πλάκες τοῦ Μωϋσέως μὲ τὸν Δεκάλογο, τὴν χάλκινη σάλπιγγα τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ, ὑπὸ τὸν ἦχο τῆς ὁποίας ἔπεσαν τὰ διπλὰ τείχη τῆς Ἰεριχοῦς (Ἰησ. Ναυῆ ΣΤ´ 20), τὰ χρυσὰ ἀγγεῖα μὲ τὰ δῶρα τῶν Μάγων, τὸ Αἷμα ποὺ ἔτρεξε ἀπὸ τὴν κεφαλὴ τοῦ Χριστοῦ, τὶς ἁλυσίδες τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου καὶ τὶς ἀμπάρες τῆς φυλακῆς του, ἐνῶ στὴ Μονὴ Παντοκράτορος εἶδε τὴν σανίδα, ὅπου ἀπέθεσαν τὸ Σῶμα τοῦ Ἰησοῦ μετὰ τὴν ἀποκαθήλωση καὶ ἐπ᾿ αὐτῆς νὰ διακρίνονται τὰ δάκρυα τῆς Παναγίας, ὡς σταγόνες κεριοῦ 36.
Κατὰ τὴν μαρτυρία, τέλος, τοῦ Ἰωσὴφ Βρυεννίου (1450-1432), τελευταίου πρὸ τῆς ἁλώσεως διδασκάλου τῆς Ἐκκλησίας, στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας διεσώζοντο μέχρι τὸ 1415 τὰ ἀκόλουθα ἱερὰ λείψανα· «ἡ Ζώνη καὶ ἡ Ἐσθὴς τῆς Θεοτόκου, τὰ Ἱμάτια καὶ ὁ Χιτὼν τοῦ Χριστοῦ, τὸ ἐκ πλευρᾶς ῥεῦσαν Αἷμα, ὁ Στέφανος, ἡ Λόγχη, οἱ Ἧλοι, ὁ Σπόγγος, ὁ Κάλαμος... καὶ τῶν πανταχοῦ τῆς γῆς τελειωθέντων ἁγίων μερίδες λειψάνων, σωτηρίας ἐχέγγυα» 37.
Στὴν πορεία τοῦ χρόνου τὰ παραπάνω ἱερὰ λείψανα, ἰδιαιτέρως δὲ ἡ Τιμία Ζώνη καὶ ἡ Ἐσθήτα, στάθηκαν γιὰ τοὺς Βυζαντινοὺς προστασία ἀκαταμάχητος. Διεφύλαξαν τὴν Βασιλεύουσα σὲ ἐπικίνδυνους καιρούς, ἀποκορύφωμα τῶν ὁποίων ἀποτελεῖ ἡ σωτηρία της ἀπὸ τὴν ἐπιδρομὴ τῶν Ἀβάρων, κατὰ τὸ ἔτος 626, ὅταν ὁ Πατριάρχης Σέργιος «περιήρχετο διὰ τῶν τειχῶν τὴν Τιμίαν Ἐσθήτα τῆς Θεομήτορος ἐπιφερόμενος», ἡ Θεοτόκος, ἡ Ὑπέρμαχος Στρατηγός, ἔκανε τότε τὸ θαῦμα της 38. Τὸ ἴδιο συνέβη τὸ 860 κατὰ τὴν ἐπιδρομὴ τῶν Ῥώσων 39.
Στὴν ἴδια περίοδο ἀνήκει καὶ τὸ ὅραμα τοῦ ἱερέως τῆς Παναγίας τῶν Βλαχερνῶν Ἀνδρέα, ἐπιλεγομένου «διὰ Χριστὸν Σαλοῦ» 40, ὁ ὁποῖος στὴ διάρκεια τελουμένης ἀγρυπνίας εἶδε στὸ μέσο τοῦ ναοῦ τὴν Παναγία νὰ προσεύχεται, νὰ ῥαίνη μὲ δάκρυα τὸ θεοειδὲς πρόσωπὸ Της καὶ νὰ ἁπλώνη, ὡς σκέπη, ἐπάνω στὸν λαό, τὸ ἱερὸ Της Μαφόριο, ποὺ ἀστραποβολοῦσε, ὅπως τὸ ἤλεκτρο, ἐνῶ ἄγγελοι προπορευόμενοι ἔψαλλον ἄσματα ἀκουόμενα μόνο ἀπὸ τὸν ταπεινὸ ἐκεῖνον ἱερέα 41...
Μέχρι δὲ τῆς ἐποχῆς τοῦ Ῥωμανοῦ Α´ τοῦ Λεκαπηνοῦ οἱ αὐτοκράτορες, ἐκστρατεύοντες κατὰ τῶν διαφόρων ἐπιδρομέων, κρατοῦσαν, ἐν εἴδει σημαίας, τὴν Ἐσθήτα τῆς Θεομήτορος. Ἡ τελευταία, ἕως τὰ μέσα τοῦ ΙΔ´ αἰῶνος (1335) ἦταν «ἀσινὴς διατηρουμένη, ἀκαταγώνιστον φυλακτήριον τῇ πόλει...», δηλ. ἀβλαβὴς καὶ ἀδιάλυτος, κατὰ τὴν μαρτυρία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἱστορικοῦ καὶ ἱερέως τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας Νικηφόρου Καλλίστου τοῦ Ξανθοπούλου 42.
Ὅμως, ὅλα ἐκεῖνα τὰ ἅγια λείψανα καὶ τὰ ἄλλα ἱερὰ κειμήλια ποὺ εἶχαν συγκεντρωθεῖ στὴν ΚΠολη ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ Μ. Κων/νου, διασκορπίσθηκαν, καταπατήθηκαν ἢ καταστράφηκαν κατὰ τὴν Ἅλωση (1453) ἀπὸ τοὺς Τούρκους, τοὺς «προδρόμους τοῦ Ἀντιχρίστου», καθὼς τοὺς ὀνομάζει ὁ ἱστορικὸς τῆς Ἁλώσεως Γεώργιος Σφραντζῆς 43.
3. Ἡ θήκη, λοιπόν, τῆς Ἁγίας Σοροῦ ποὺ περιεῖχε τὴν Τιμία Ζώνη παρέμεινε κλειστὴ στὴ Παναγία τῶν Βλαχερνῶν ἐπὶ 410 χρόνια ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἀρκαδίου.
Τὸν 9ο αἰῶνα, κατὰ προσταγὴ τοῦ αὐτοκράτορα Λέοντος ΣΤ´ τοῦ Σοφοῦ, ἀνοίχθηκε, ἐπειδὴ ἡ γυναίκα του Ζωὴ ὑπέφερε ἀπὸ σοβαρὲς δαιμονικὲς ἐνοχλήσεις. Κάποτε, μάλιστα, εἶδε ὀπτασία κατὰ τὴν ὁποία θὰ ἐλευθερώνετο ἀπὸ τὸ δαιμόνιο, ἂν τοποθετοῦσε στὸ σῶμα της τὴν Ζώνη τῆς Θεοτόκου 44. Παρόντος, λοιπόν, τοῦ πατριάρχου Νικολάου Α´ τοῦ Μυστικοῦ, ὁ Λέων ἄνοιξε τὴν χρυσὴ θήκη τῆς Ἁγίας Σοροῦ, καὶ εἶδαν τὴν ὑπέρτιμο Ζώνη νὰ ἀκτινοβολῆ, ὡσὰν νὰ ἦτο νεοΰφαντη· «εὑρέθη δὲ ἡ Τιμία Ζώνη ὡς νεοΰφαντος ἀποστίλβουσα»! Στὸ ἐσωτερικὸ δὲ τῆς θήκης εἶδαν ὅλα τὰ μαρτυρικὰ στοιχεῖα ποὺ εἶχε πρωτογράψει ὁ αὐτοκράτορας Ἀρκάδιος, δηλ. τὴν χρυσὴ βούλα, τὸν χρόνο καὶ τὴν ἡμέρα ποὺ τὴν ἔφερε στὴν ΚΠολη.
Ὅταν, λοιπόν, τὴν προσκύνησε ὁ Λέων μὲ περισσὴν εὐλάβεια, στὴ συνέχεια τὴν ἔλαβε ὁ πατριάρχης καὶ τὴν ἅπλωσε ἐπάνω στὴν πάσχουσα αὐτοκράτειρα καί, ὢ τοῦ θαύματος! ἐλευθερώθηκε ἀμέσως ἀπὸ τὸ δαιμόνιο. Δοξάσαντες δὲ ὅλοι τὴν Θεοτόκο μὲ εὐχαριστηρίους ὕμνους, κατέθεσαν καὶ πάλι τὴν Ἁγία Ζώνη «ἐν τῇ Τιμίᾳ Σορῷ ἐν ᾗ προϋπῆρχε», ἐνῶ ἡ θεραπευθεῖσα αὐτοκράτειρα, ἐκδηλώνουσα τὴν εὐγνωμοσύνη της, ἐκέντησε τὴν Ζώνη μὲ χρυσὴ κλωστή, ποὺ διασώζεται μέχρι σήμερα, χωρισμένη σὲ τρία τεμάχια 45.
Περὶ τὰ τέλη τοῦ 9ου αἰῶνος, ἡ θήκη τῆς Ἁγίας Σοροῦ μὲ τὴν Τιμία Ζώνη μεταφέρθηκε, πρὸς ἀσφαλέστερη φύλαξη, στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας, ἐπειδὴ τότε εἶχαν ἀρχίσει νὰ διαταράσσουν τὸ ἐσωτερικὸ τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους διάφορες πολεμικὲς ἐπιβουλές.
Μάλιστα, οἱ αἱρετικοὶ Βογόμιλοι καὶ Πετσενέγοι, κατὰ τὴν ἐποχὴ τῶν Κομνηνῶν (11ος - 12ος αἰώνας), μαζὶ μὲ τὶς ἐπιδρομὲς τῶν Βουλγάρων, ἔβλαψαν πολὺ ὄχι μόνο τὴν ἐξωτερικὴ καὶ ἐσωτερικὴ ἑνότητα τοῦ κράτους, ἀλλὰ καὶ τῆς Ἐκκλησίας 46.
Σημειώνεται, ὅτι ἐπὶ Ἰσαακίου Β´ Κομνηνοῦ (1185-1195) οἱ Βούλγαροι ἀδελφοί, Πέτρος καὶ Ἀσάν, ἐτέθησαν ἐπικεφαλῆς τῆς ἐπαναστάσεως τῶν Βουλγάρων καὶ Βλάχων (1180) κατὰ τῆς ΚΠόλεως. Ὁ αὐτοκράτορας, προκειμένου νὰ καταστείλη τὶς ἐχθροπραξίες ἐκράτησε ὅμηρο τὸν μικρότερο ἀδελφό τους Ἰωαννίτζη ἢ Καλοϊωάννη, ὁ ὁποῖος, λέγεται, ὅτι στὸ διάστημα τῆς ὁμηρίας του στὴν ΚΠολη, ἔκλεψε ἀπὸ τὴν Ἁγία Σοφία τὴν θήκη τῆς Ἁγίας Σοροῦ μὲ τὴν Τιμία Ζώνη καὶ τὸν Σταυρὸ ποὺ περιεῖχε τμῆμα τοῦ Τιμίου Ξύλου» 47. Γιὰ τὴν ἀνίερη ἐκείνη πράξη του οἱ Βυζαντινοὶ τὸν ὀνόμασαν «Σκυλογιάννη» καὶ ἐπὶ πλέον, ἐπειδὴ ἀργότερα, γενόμενος ἡγεμόνας τῶν Βουλγάρων (1196-1241), ἐπολιόρκησε (1207) τὴν Θεσ/νίκη, τὴν ὁποία ὁ ἅγιος Δημήτριος βλέποντας νὰ διατρέχη τὸν κίνδυνο τῆς ἁλώσεως παρουσιάσθηκε ἔφιππος στὰ τείχη της καὶ ἀφοῦ ἐσκότωσε τὸν ἐπιδρομέα, τὴν διέσωσε διὰ τῆς θαυμαστῆς παρουσίας τους 48. Ἔκτοτε, τὰ κλαπέντα ἱερὰ κειμήλια παρέμειναν στὴν κατοχὴ τῶν Βουλγάρων, περίπου διακόσια χρόνια.
Ὅμως, παρὰ τὸ γεγονὸς αὐτό, οἱ ἱστορικοὶ καὶ Βυζαντινολόγοι βεβαιώνουν ὅτι οἱ λατινόφρονες σταυροφόροι εἶναι ἐκεῖνοι, ποὺ κατὰ τὴν Α´ ἅλωση τῆς ΚΠόλεως τὸ 1204 (Δ´ Σταυροφορία), ἀφήρεσαν ἀπὸ τὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας τὰ πολύτιμα κειμήλια, τὸ Μαφόριο, τὴν Τιμία Ζώνη, τὸ Ἅγιο Μανδήλιο καὶ μεταξὺ αὐτῶν πλῆθος ἀπὸ ἀνεκτίμητες θαυματουργὲς εἰκόνες καὶ λειψανοθῆκες 49, ὅταν ἐπὶ τρεῖς ὁλόκληρες μέρες, ἡ μανία τους κατέστρεφε καὶ λεηλατοῦσε τὰ πάντα· ἐκκλησίες, μονές, ἱερὰ προσκυνήματα καὶ τόσα ἄλλα σεβάσματα. Ἀκόμη καὶ ὁτιδήποτε πολύτιμο ὑπῆρχε, ὡς κειμήλιο, στὸ ναὸ τῶν Βλαχερνῶν, τὸ πῆραν καὶ τὸ κράτησαν κατὰ τὴν πολεμική τους ἔφοδο· «καὶ αὐτῶν τῶν ἐν Βλαχέρναις ἀρχείων ἐξ ἐφόδου κεκρατηκότες» 50. Τυγχάνουν δὲ χαρακτηριστικὰ τὰ ἀκόλουθα, σὲ μετάφραση, στοιχεῖα ἀπὸ τὸν ἱστορικὸ καὶ αὐτόπτη μάρτυρα τῶν γεγονότων τῆς καταστροφῆς Νικήτα Χωνιάτη (1205), διὰ τῶν ὁποίων ἀπὸ τὸ μέγεθος τῆς ἀνοσιουργίας τῶν σταυροφόρων μέσα στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας «τὸ θεῖον αὐτῆς ἐμολύνθη δάπεδον». Γράφει, λοιπόν, ὁ Χωνιάτης· «τὸ δὲ φρικτὸ καὶ νὰ τὸ ἀκοῦς ἀκόμη, ἦτο νὰ βλέπεις τὸ Θεῖον Αἷμα καὶ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ νὰ χύνεται κατὰ γῆς καὶ νὰ ῥίπτεται ἐδῶ καὶ ἐκεῖ· ἄλλοι νὰ ἁρπάζουν τὰ τιμαλφῆ ἀπὸ τὰ ὁποῖα, ἀφοῦ ἀφαιροῦσαν τὰ πολύτιμα κοσμήματα τὰ ἔσπαζαν, ἐνῶ ἄλλοι τοποθετοῦσαν στὰ κάνιστρα ἄρτον καὶ Ἅγια Ποτήρια διὰ νὰ τὰ χρησιμοποιήσουν στὰ δικά τους τραπέζια.
»Οἱ πρόδρομοι τοῦ Ἀντιχρίστου, προάγγελοι τῆς πρωτεργασίας τῶν πλέον ἀσεβῶν πράξεων, τὰ ὅσα μέγιστα ἀσεβήματα διέπραξαν μέσα στὴν Ἁγία Σοφία, οὔτε τὰ αὐτιά μας μποροῦν νὰ ἀκούσουν... Ἡ μὲν φιλόξενος Ἁγία Τράπεζα κατατεμαχίσθηκε καὶ διασκορπίσθηκε ἀπὸ τοὺς λαφυραγωγούς, ὅπως ἀκριβῶς καὶ ὅλως ὁ ἱερὸς πλοῦτος μὲ τὴν ἀπέραντη ὡραιότητα. Παρέστη δὲ ἀνάγκη νὰ μεταφερθοῦν μερικὰ ἀπὸ τὰ λάφυρα καὶ τὰ πανάγια σκεύη καὶ ἔπιπλα τοῦ ναοῦ, ποὺ ἦσαν σπάνια ὡς πρὸς τὴν τέχνη καὶ τὴν ὕλη, ἀκόμη καὶ τὸ καθαρὸ ἀσήμι ποὺ εὑρίσκετο μέσα στὸ περίφραγμα τοῦ ἁγίου Βήματος καὶ καθιστοῦσε ἐκπληκτικὸ τὸν ἄμβωνα ποὺ τὸν ἐστόλιζε ὁ χρυσός. Πρὸς τὸν σκοπὸν αὐτὸν εἰσήγοντο σαμαρωμένα ὑποζύγια μέσα στὸ ναό, ἐκ τῶν ὁποίων μερικά, ἐπειδὴ εἶχαν γλιστρήσει ἀπὸ τὴν στιλπνότητα τοῦ δαπέδου, καὶ δὲν μποροῦσαν νὰ σταθοῦν ὄρθια, τὰ ἐξεκέντησαν μὲ μαχαίρια καὶ ἀπὸ τὴν κόπρο των ἐντέρων τους καὶ τὸ αἷμα ποὺ χύθηκε μολύνθηκε τὸ θεῖο δάπεδο τοῦ ναοῦ. Συγχρόνως ἕνα πορνικὸ γυναικάριο ἀνῆλθε στὸν πατριαρχικὸ θρόνο, ἀφῆκεν ἐπ᾿ αὐτοῦ ἄσεμνον μέλος τοῦ σώματός του καὶ ἐχόρευσε μέσα στὸν ναό, ὑβρίζοντας τὶς ἱερὲς τελετὲς τῆς θρησκείας μας... Ἀκόμη, ἤκουες μέσα στοὺς στενωποὺς δρόμους θρήνους, κλαυθμοὺς καὶ ὀδυρμούς, καὶ μάλιστα μέσα στὶς ἐκκλησίες ἐκτὸς ἀπὸ ὁλοφυρμούς, γοερὲς φωνὲς γυναικῶν ἔβλεπες καὶ ἀνδραποδισμούς, διασπασμοὺς καὶ τὸ συναφώτερο βιασμοὺς σωμάτων...» 51.
Παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ λεηλασία τῶν Λατίνων ἐβεβήλωσε κάθε ἱερὸ καὶ ὅσιο μέσα στὴν Ἁγία Σοφία καὶ δὲν ἐδίστασαν νὰ πάρουν τὰ περισσότερα ἀπὸ τὰ πολύτιμα κειμήλια τοῦ ναοῦ, ἐν τούτοις ἡ θερμὴ πίστη τῶν Βυζαντινῶν μὲ τὴν βοήθεια τῆς Παναγίας τῶν Βλαχερνῶν, προστάτιδος τῆς «Πόλεως», διέσωσε ἐκ τῶν κινδύνων ἐκείνων ἄφθαρτη τὴ Σεπτὴ Ζώνη τῆς Θεομήτορος, ὡς ἁγίασμα τῶν πιστῶν. Παραμένει δέ, ἀκόμη, ἄγνωστο ποῦ καὶ πῶς ἡ πίστη ἐκείνη τὴν διαφύλαξε 150 ἀκόμη χρόνια στὴν ΚΠολη, μέχρι δηλ. τῆς ἐποχῆς τοῦ αὐτοκράτορα Ἰωάννου ΣΤ´ Καντακουζηνοῦ (1347-1355), ὁ ὁποῖος καὶ ἔμελλε μετὰ τὴν ἐνθέωσή του σὲ μοναχὸ νὰ τὴν δωρίσει στὴ βασιλικὴ καὶ αὐτοκρατορικὴ μονὴ τοῦ Βατοπαιδίου, στὸ Ἅγιον Ὄρος 52. Γιὰ τὶς ἁρπαγὲς καὶ καταστροφὲς ἐκεῖνες, ποὺ ἀποτελοῦν «τὸ μεγαλύτερο ἔγκλημα τῆς ἱστορίας», κατὰ τὸν διαπρεπὴ Ἄγγλο Βυζαντινολόγο Στῆμεν Ῥάνσιμαν, βέβαιον παραμένει ὅτι οἱ Βυζαντινοὶ δὲν συγχώρησαν ποτὲ τοὺς Λατίνους 53.
Τέλος, ὡς πρὸς τὸ τμῆμα τοῦ Σταυροῦ ποὺ περιεῖχε Τίμιο Ξύλο καὶ ποὺ οἱ Βούλγαροι εἶχαν κλέψει ἀπὸ τὴν Ἁγία Σοφία, στὴ διάρκεια τῆς ἐπιδρομῆς των κατὰ τῆς ΚΠόλεως, τὸ ἔτος 1180, αὐτὸ περιῆλθε στὴν κατοχὴ τῶν Σέρβων, μετὰ ἀπὸ τοὺς νικηφόρους πολέμους κατὰ τῶν Βουλγάρων. Ἐπὶ τῆς ἐποχῆς δὲ τοῦ μεγάλου Σέρβου ἡγεμόνος Στεφάνου Δουσάν, τότε ποὺ ἡ Σερβία ἀνεδείχθη τὸ ἰσχυρότερο κράτος στὴν περιοχὴ τῶν Βαλκανίων, οἱ Σέρβοι τὸ ἐδώρισαν στὴ Μονὴ Βατοπαιδίου, λόγω τῶν ἐκκλησιαστικῶν δεσμῶν ποὺ προϋπῆρχαν μεταξὺ Σερβίας καὶ Ἁγίου Ὄρους ἀπὸ τὸν 12ο αἰῶνα, ὅταν Ἁγιορεῖτες μετέδωσαν σ᾿ αὐτὴν τὸν Μοναχικὸ βίο.
1. Τὸ ἔτος 47 μ.Χ. θεωρεῖται τὸ πιθανότερο τοῦ θανάτου τῆς Θεοτόκου ποὺ τὴν φέρει γεννηθεῖσα τὸ 12 π.Χ. (59-47=12). Κατ᾿ ἄλλην ἄποψη ἡ Θεοτόκος ἀπέθανε σὲ ἡλικία 70 ἐτῶν, ἀφοῦ ἔζησε 24 ἔτη μετὰ τὴν Ἀνάληψη, ὁπότε φέρεται γεννηθεῖσα τὸ 13 π.Χ. (70-57=13). Πρβλ. Χρήστ. Παπαγεωργίου, Βιογραφικὰ καὶ χρονολογικὰ στὴ ζωὴ τῆς Θεοτόκου. Πρακτικὰ Θεολογικοῦ Συνεδρίου εἰς τιμὴν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου (15-17 Νοεμβρίου). Θεσ/νίκη 1991, σελ. 297-311, ἔνθα καὶ σχετικὴ βιβλιογραφία.
2. Μάρκ. Σιώτου, Ἡ Γεθσημανῆ, ἰδιοκτησία τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου. Ἀθήνα 1989, σελ. 63, 66, 71. Θεοδ. Μέντζου, Ὁ τάφος τῆς Παναγίας, ἐν Ἀθήναις 1955 (ἐκδ. Ἀποστ. Διακονίας), ὅπου μεταξὺ τῶν ἄλλων ἀντικρούει τὶς ἀπόψεις τῶν Δυτικῶν περὶ τοῦ τάφου της στὴν Ἔφεσο (σελ. 44). Νικ. Παπαδοπούλου, Ποῦ ὁ τάφος τῆς Παναγίας; Ἀνάτυπον ἀπὸ τὸ «Ἐκκλησιαστικὸν Βῆμα» 1952. Πρβλ. καὶ τὸ Ἐξαποστειλάριον τῆς ἑορτῆς, «Ἀπόστολοι ἐκ περάτων συναθροισθέντες ἐνθάδε, Γεθσημανῆ τὸ χωρίον, κη δεύσατέ μου τὸ σῶμα...».
3. Πρβλ. «Γύναι, ἴδε ὁ υἱός σου· εἶτα λέγει τῷ μαθητῇ, ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου· καὶ ἀπ᾿ ἐκείνης τῆς ὥρας ἔλαβεν ὁ μαθητὴς αὐτὴν εἰς τὰ ἴδια» (Ἰω. 19, 27).
4. Σύμφωνα μὲ τὴν περιγραφὴ τῶν χαρακτηριστικῶν τῆς Παναγίας ποὺ διασώζει ὁ Κεδρηνὸς (ἐκδ. Βόννης 1566, σελ. 154), ἡ Θεοτόκος ἀγαποῦσε τὰ «αὐτόχροα ἱμάτια», δηλ. ἐκεῖνα ποὺ εἶχαν τὸ χρῶμα τοῦ σιταριοῦ, ἐπειδὴ ἦτο «σιτόχρους». Τυγχάνει δὲ ἄξιο προσοχῆς τὸ ἀκόλουθο ἀπόσπασμα· «ἦν δὲ τῇ ἡλικίᾳ (= ἀνάστημα) μέση, σιτὸ χρους, ξανθόθριξ, ξανθόμαλλος, διόφθαλμος, μεγαλόφρυς, μεσόῤῥιν, μακρόχειρ, μακροδάκτυλος, ἱμάτια αὐτόχροα ἀγαποῦσα. Ἡνίκα δὲ γέγονεν ἐτῶν 12 ἐν μεσονυκτίῳ προσευχομένη, ἤκουσε φωνῆς λεγούσης «Τέξῃ υἱόν μου» καὶ οὐδενὶ ταύτην ἀνήγγειλεν, ἕως οὗ ὁ Χριστὸς ἐν οὐρανοῖς ἀνελήφθη...».
5. Ἡ Θάμαρ, θυγατέρα τοῦ Δαυΐδ, ἔφερεν ἐπανωφόριον μέχρι τοὺς ἀστραγάλους· «καὶ ἐπ᾿ αὐτῆς ἦν χιτὼν καρπωτός, ὅτι οὕτως ἐνεδιδύσκοντο αἱ θυγατέρες τοῦ βασιλέως». Πρβλ. Βασιλειῶν Β´, 13,18. Σκαρλ. Βυζαντίου, Ἡ ΚΠολις, περιγραφὴ τοπογραφική, ἀρχαιολογικὴ καὶ ἱστορική. Ἀθήνησιν 1890, τόμ. Α´, σελ. 13, 18. Βασ. Βέλλα, Ἑβραϊκὴ Ἀρχαιολογία, Ἀθήναι α.ε. σελ. 167 (ἔκδοσις Ἀποστ. Διακονίας». Ἡ λέξη μαφόριον προέρχεται ἐκ τῆς λατινικῆς manus (= χεὶρ) + φορῶ. Andre Chouragui, Ἡ καθημερινὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων τῆς Βίβλου. Ἔκδ. Δ. Παπαδήμα, Ἀθήνα 1992, σελ. 127. Μηναῖον Ἰουλίου, Ἐκδ. 7η Βενετίας 1876, σελ. 6, σημ. 1. Σημειώνεται, ἀκόμη, ὅτι στὴν Ἀκολουθία τῆς καταθέσεως τῆς Τιμίας Ἐσθῆτος (2 Ἰουλίου) ἀναφέρεται, σὲ πολλὰ τροπάρια, ἡ λέξη μαφόριον ὅπως· «ὁ οἶκός σου Δέσποινα, τὸ σὸν ἱερὸν μαφόριον» (Στιχηρὸν Ἑσπερινοῦ), «φαιδρὸν περιβόλαιον τὸ σὸν μαφόριον ἐδωρήσω» (Θ´ ὠδὴ).
6. Πρβλ. Βασιλειῶν Δ, 1,8 καὶ Λευτ. 8,7, ὅπου ὁ Μωϋσῆς «ἔζωσεν αὐτὸν (Ἀαρὼν) τὴν ζώνην, καὶ ἐνέδυσεν αὐτὸν τὸν χιτῶνα». Β. Βέλλα, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 167. Andre Chouragui, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 127.
7. Ματθ. 3,4. Μαρκ. 1,6.
8. Πράξ. 21,11. Ματθ. 10,19. Ἰωάννου 21,18.
9. Κατὰ τὸν Συμεὼν Θεσσαλονίκης ἡ Ζώνη ἔχει διὰ τὸν ἱερέα καὶ ἠθικὴ σημασία, ὥστε νὰ εἶναι διεζωσμένος σὲ πνευματικὴ διαγωγὴ καὶ νὰ περισφίγγεται τὸ λογικό του, σύμφωνα μὲ τὸ Λουκ. 12,35-36· «ἔστωσαν οἱ ὀσφύες ὑμῶν περιεζωσμέναι καὶ οἱ λύχνοι καιόμενοι». Διὰ τοῦτο ὁ ἱερεὺς περιζωννύμενος λέγει· «εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ὁ περιζωννύων με δύναμιν καὶ ἔθετο ἄμωμον τὴν ὁδόν μου».
10. Γ. Σωτηρίου, Τὸ Ἅγιον Ὄρος - Ἀθῆναι 1915 (ἐκδ. Γ´) σελ. 141 - Ν. Πρωτοπαπᾶ, Οἱ ἐμφανίσεις τῆς Παναγίας, ἔνθ᾿ ἀνωτ., Πρακτικὰ Θεολογικοῦ Συνεδρίου εἰς τιμὴν τῆς Παναγίας, σελ. 334.
11. Τυγχάνει χαρακτηριστικὸ τὸ σχετικὸ ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν Ε.Π. (Migne τόμ. 147, 44Α-44Ι. «Βιασάμενος τὸν ἱερὸν ἐκεῖνον χορὸν ἀνοίγειν τὴν σορὸν ἐπειρᾶτο ... ἐκεῖ δὲ καὶ τῆς σφραγῖδος διαλυθείσης ἠνοίγετο, τὸ μὲν θετὸν ἐκείνης σῶμα παντάπα σιν ἀνεύρατον, ἦν, τὰ γε μὴν ἐντάφια σπάργανα μένοντα κατὰ χώραν ἀθιγῆ καὶ ἀπρόσψαυστα ... ἀῤῥήτῳ τινὶ εὐωδία ἀπαστράπτοντα, ἧς εἰς μᾶλλον ἐμφορηθέντες σφραγῖδι αὖθις τὴν σορὸν ἐπισημηνάμενοι ἀπηλλάττοντο, ἐκπεπληγμένοι τῷ παραδόξῳ τοῦ θαύματος». Πρβλ. καὶ Migne Ε.Π. 96, 748 Β.
12. Migne Ε.Π. τόμος 117, 613 Α. Σκαρλ. Βυζαντίου, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 587.
13. Χρυσ. Παπαδοπούλου, Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων, ἐν Ἱεροσολύμοις 1910, σελ. 39-41. Τὶς συνέπειες τῆς καταστροφῆς διέσωσεν καὶ ὁ ἱστορικὸς τῆς Παλαιστίνης Ἰώσηπος (37-100 μ.Χ.) στὸ ἔργο του «Περὶ τοῦ Ἰουδαϊκοῦ πολέμου». Ὅταν δὲ ὁ αὐτοκράτορας Ἀδριανὸς ἐπεσκέφθη τὰ Ἱεροσόλυμα, μετὰ ἀπὸ 55 χρόνια, βρῆκε τὴν πόλη «ἠδαφισμένην». Πρβλ. καὶ Migne Ε.Π. 43, 260Α-261 Β.
14. Migne Ε.Π. 117, 613 A. J. Ebersoet, Sanctuaires de Byzance. Παρίσι 1921, σελ. 54 κ.ε. Γ. Σωτηρίου, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 141. Ἰ. Ῥάμφου, Ἁγιολογικὰ Μελετήματα, τόμ. Γ´, σελ. 12.
15. Κατ᾿ ἄλλην μαρτυρίαν ἡ ἑορτὴ τῆς 31ης Αὐγούστου καθιερώθηκε τὸν ΙΒ´ αἰὼ να ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Μανουὴλ Α´ Κομνηνὸ (1143-1180). Βλέπ. Γ. Σμυρνάκη, Τὸ Ἅγιον Ὄρος, Καρυὲς Ἁγίου Ὄρους 1988 (φωτομηχανικὴ ἀνατύπωση ἀπὸ τὴν ἔκδοση 1903), σελ. 438. Ἡ ᾀσματικὴ Ἀκολουθία παρατίθεται στὸ Μηνιαῖο (ἔκδοση Βενετίας 1795) σελ. 164, μὲ ἀνάλογο Κανόνα, ἐνῶ ὑπάρχει καὶ ἄλλη, ἔκδοση Καλύβης Τιμίου Προδρόμου - Ἅγιον Ὄρος 1981.
16. Τὸ κείμενο τῆς ἐπιστολῆς διασώθηκε σὲ ὁμιλία τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ καὶ ἔχει ὡς ἑξῆς· «Ἀκούομεν εἶναι ἐν Ἱεροσολύμοις τὴν πρώτην καὶ ἐξαίρετον τῆς Πανα γίας Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας ἐκκλησία ἐν χωρίῳ Γεθσημανῆ καλουμένῳ, ἔνθα τὸ Ζωηφόρον αὐτῆς σῶμα κατετέθη ἐν σορῷ. Βουλόμεθα τοίνυν τοῦτο τὸ λείψα νον ἀγαγεῖν ἐνταῦθα εἰς φυλακτήριον τῆς Βασιλευούσης πόλεως.
»Ὑπολαβὼν δὲ Γιουβενάλιος ἀπεκρίθη· ἐξ ἀρχαίας καὶ ἀληθεστάτης παραδόσεως παρελήφαμεν ὅτι τὸ Θεοδόχον αὐτῆς σῶμα, μετ᾿ ἀγγελικῆς καὶ ἀποστολικῆς ὑμνωδίας ἐκκοσμιθὲν καὶ κηδευθέν, ἐν τῇ σορῷ τῇ ἐν Γεθσημανῆ κατετέθη· ἐν ᾧ τόπῳ ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας ἡ τῶν ἀγγέλων χοροστασία καὶ ὑμνωδία διέμεινεν ἄπαυστος.
»Μετὰ δὲ τὴν τρίτην ἡμέραν, τῆς ἀγγελικῆς ὑμνωδίας παυσαμένης, παρόντες οἱ ἀπόστολοι, ἑνὸς αὐτῆς ἀπαλειφθέντος Θωμᾶ καὶ ἐλθόντος μετὰ τὴν τρίτην ἡμέραν καὶ τὸ Θεοδόχον σῶμα προσκυνῆσαι βουληθέντος, ἤνοιξαν τὴν σορόν. Καὶ τὸ μὲν σῶμα αὐτῆς τὸ πανύμνητον οὐδαμῶς εὑρεῖν ἠδυνήθησαν, μόνα δὲ αὐτῆς τὰ ἐντάφια σπάργα να εὑρόντες καὶ τῷ ἐξ αὐτῶν ἀφάτου εὐωδίας ἐμφυρηθέντες, ἠσφαλίσαντο τὴν σορόν». Πρβλ. Ἰ. Δαμασκηνοῦ, «Λόγος νεώτερος εἰς τὴν ἔνδοξον Κοίμησιν τῆς Θεοτόκου...», ἐν Migne Ε.Π. 96, 748Β.
17. Κατ᾿ ἄλλους τὸν ναὸν ἔκτισεν ὁ Μ. Θεοδόσιος (379-390 μ.Χ.).
18. Μάρκ. Σιώτου, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 2, 78.
19. Κατὰ τὴν σχετικὴν μαρτυρίαν, Migne Ε.Π. 96,748, «ἡ ἐν ἁγίοις Πουλχερία πολλὰς ἐν ΚΠόλει ἀνήγειρε τῷ Χριστῷ ἐκκλησίας. Μία δὲ τούτων καὶ ἡ ἐν Βλαχέρναις οἰκοδομηθεῖσα ... καὶ παντὶ κόσμῳ κοσμήσαντες τὸ ταύτης πανάγιον καὶ Θεοδόχον ἀνεζήτουν σῶμα».
20. Ὁ ναὸς τῶν Βλαχερνῶν κάηκε τὸ 1070, τὸ δὲ 1204 τὸν κατέλαβαν οἱ Σταυροφόροι. Τὸ 1434 (29 Ἰουνίου ὥρα 3 μ.μ.) πυρπολήθηκε ἀπὸ νεαρὰ ἀρχοντόπουλα, ποὺ ἐπεδίωκαν νὰ συλλάβουν, ἐντὸς αὐτοῦ, νεοσσοὺς περιστερῶν. Μετὰ τὴν ἅλωση τῆς ΚΠόλεως (1453) τὰ γύρω τείχη κατεδαφίσθηκαν καὶ ὁ ναὸς περιῆλθε στὴν κατοχὴ Τούρκου ἐμπόρου, στὴ συνέχεια στὴ συντεχνία τῶν Γουναράδων καὶ τέλος (1864) στὴν κυριότητα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ποὺ λειτουργεῖται σήμερα ὡς ἐνοριακὸς ναὸς τῆς περιοχῆς τοῦ Φαναρίου. Πρβλ. Σκαρλ. Βυζαντίου, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 459-460 καὶ 590. Θ.Η.Ε. τόμ. 3ος (1963) στ. 935. Δίπτυχα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος 1996, σελ. 834.
21. Ὁ Σταυρὸς τῆς Πουλχερίας στολισμένος μὲ μαργαρίτες καὶ σμαράγδια φυλάσσεται στὴν Ἱ. Μονὴ Ἐσφιγμένου Ἁγίου Ὄρους καὶ ἀποτελεῖ ἕνα ἀπὸ τὰ ἀξιόλογα αὐτῆς κειμήλια. Πρβλ. Παν. Χρήστου, Ὁδοιπορικὸ στὸ Ἅγιον Ὄρος, Θεσσαλονίκη 1989, σελ. 73.
22. «Παννυχίδα καὶ Λιτὴν κατὰ πᾶσαν Τετράδα γίγνεσθαι». Πρβλ. Migne Ε.Π. 147,41 κεφ. 14. Ἡ παννυχίδα, ὡς Βυζαντινὸς τύπος ὁλονύκτιας Ἀκολουθίας, συνεχίζεται μέχρι σήμερον, κυρίως, στὶς Μονές. Βλέπ. καὶ Σκαρλ. Βυζαντίου, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 589. Ἰ. Καραγιαννοπούλου, Ἱστορία Βυζαντινοῦ Κράτους, τόμ. Α´ Θεσσαλονίκη 1987, σελ. 240-281. Θ.Η.Ε. τόμ. 3ος (1963), στ. 936.
Ἡ Ἐκκλησία μας τὴν 17η Φεβρουαρίου τιμᾶ τὴν μνήμη «Μαρκιανοῦ ὁσίου καὶ Πουλχερίας τῶν εὐσεβῶν βασιλέων», ὄχι μόνο γιὰ τὸ μεγάλο κοινωνικὸ καὶ φιλανθρω πικὸ ἔργο τους, ἀλλὰ καὶ τὸ ἐκκλησιαστικὸ καὶ μάλιστα γιὰ τὸ γεγονός, ὅτι ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ Μαρκιανοῦ ἡ συνελθούσα Δ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος (451) τῆς Χαλκηδὸ νος κατεδίκασε τὸ Νεστοριανισμὸ καὶ Μονοφυσιτισμὸ καὶ διετύπωσε τὸ Χριστολογικὸ δόγμα.
23. Π. Δρανδάκη, Μ.Ε.Ε. τόμ. Z´, σελ. 414.
24. «ἐπιθαλάσσιος δὲ ὁ νεώς ἐστιν, ἱερώτατός τε καὶ σεμνὸς ἄγαν... τά τε ἄνω καὶ κάτω οὐδενὶ ἀνεχόμενος ὅτι μὴ τμήμασι λίθου Παρίου ἐν κιόνων λόγῳ ἐνταῦθα ἑστῶ σι». Πρβλ. Procopius of Caesarea, τόμ. VII, σελ. 38, ἔκδ. Heimemand, London 1961.
25. Ὁ τύπος τῆς «Δεομένης» εἶναι ἡ συνέχεια τοῦ τύπου Οἶὰὃὦὰ ποὺ εὑρίσκεται στὴν κατακόμβη τοῦ ἁγίου Καλλίστου Ῥώμης, κατὰ τὸν ὁποῖο ἡ Παναγία προσεύχεται εὑρισκομένη σὲ ὀρθία στάση, ἔχουσα ὑψωμένα τὰ χέρια της. Πρβλ. Μιχ. Γκητάκου, Μαθήματα Χριστιανικῆς Ἀρχαιολογίας, ἐν Ἀθήναις 1875, σελ. 111.
26. Δοσιθέου Ἱεροσολύμων, Δωδεκάβιβλος, σελ. 1152. Βίκ. Ματθαίου, Συναξαρι στής, τόμ. Z´, Ἀθῆναι 1962, σελ. 27 (ἔκδ. β´).
27. Ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τὴν κατάθεση τῆς Ἐσθῆτος, ὡς Θεομητορικὴ ἑορτή, τὴν 2α Ἰουλίου μὲ ἰδιαίτερη ᾀσματικὴν Ἀκολουθία, κατὰ τὸ Συναξάριο· «Τῇ β´ τοῦ αὐτοῦ μηνὸς (Ἰουλίου) ποιούμεθα μνήμην τῆς ἐν ἁγίᾳ Σορῷ καταθέσεως τῆς Τιμίας Ἐσθῆτος τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν Βλαχέρναις ἐπὶ Λέοντος τοῦ Μεγάλου καὶ Βηρίνης τῆς αὑτοῦ γυναικός». Πρβλ. Μηναῖον Ἰουλίου, ἔκδ. Βενετίας 1876, σελ. 6.
28. Γεωργίου Κωδινοῦ, Γιὰ τὸ κτίσιμο τῆς Ἁγίας Σοφίας, ἔκδ. «Ἀκρίτας» ἄ.ἔ., σελ. 74. Θ.Η.Ε. τόμ. 3ος (1963), στ. 260. Steven Runsiman, Βυζαντινὸς πολιτισμός. Μετάφρ. Δ. Δερτζώρτζη, Ἀθήνα 1969, σελ. 242. Ἔκδ. «Γαλαξία». Ἀλέξ. Καριώτογλου, Οἱ πάνσεπτοι Πατριαρικοὶ Ναοί, Ἀθήνα 1996, σελ. 27, 53.
29. Steven Runsiman, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 350.
30. Γεωργ. Κωδινοῦ, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 71. Βασ. Βέλλα, Ἑβραϊκὴ Ἀρχαιολογία, ἔκδ. Ἀποστ. Διακονίας, ἄ.ἔ., σελ. 98. Τοῦ ἰδίου, Χρονολογικοὶ Πίνακες... Ἀθῆναι 1956, σελ. 8. Πεντηκοστάριον, ἔκδ. Ἀποστ. Διακονίας (1959), σελ. 112. Steven Runsiman, ἔνθ᾿ ἀνωτ., 242.
31. Ἀλεξ. Καριώτογλου, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 21. Steven Runsiman, ἔνθ᾿ ἀνωτ., 242.
32. Δοσιθέου, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 1152.
33. Steven Runsiman, ἔνθ᾿ ἀνωτ., 242.
34. Πρβλ. Ἀλεξ. Σαββίδη, Ὁ βυζαντινὸς - ἀρμενικὸς οἶκος Κουρκούα (9ος- 12ος αἰῶνες μ.Χ.) ἐν «Μελετήματα Βυζαντινῆς Προσωπογραφίας καὶ Τοπικῆς Ἱστορίας», Ἀθήνα 1992, σελ. 18-28. Ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τὴν ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου Μανδηλίου τὴν 16η Αὐγούστου. Γιὰ τοὺς Βυζαντινοὺς τὸ Ἅγιο Μανδήλιο ἐθεωρεῖτο κειμήλιο μὲ τὴν μεγαλύτερη ἀξία ἀπὸ τὶς ἄλλες θαυματουργικὲς εἰκόνες. Κατὰ τὴν παράδοση, πρὶν ἀπὸ τὸ ἔτος 50 μ.Χ., κάποιος μαθητὴς τοῦ Ἰησοῦ τὸ παρέδωσε, ὡς δῶρο, στὸν τοπάρχη τῆς Ἐδέσσης Μεσοποταμίας Ἄβγαρο Ε´ (18-50 μ.Χ.). Ἀναφέρεται ἀκόμη, ὅτι κατὰ τὴν ἐπιδρομὴ τῶν Ἀβάρων, ἐναντίον τῆς ΚΠόλεως (626 μ.Χ.), ὁ Πατριάρχης Σέργιος ἐπέφερε διὰ τῶν τειχῶν, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ τίμια καὶ ζωοποιὰ ξύλα, καὶ τὸ Ἅγιο Μανδήλιο γιὰ τὴν προστασία τῆς Πόλεως. Πρβλ. Tamara Talbot Rice, Ὁ δημόσιος καὶ ἰδιωτικὸς βίος τῶν Βυζαντινῶν, Ἀθήνα 1986, σελ. 83 (ἔκδ. Δ. Παπαδήμα). Jam Wilson, Τὸ Σάβανον τοῦ Ἰησοῦ, Ἀθήνα ἄ.ἔ. Ἡ Ἁγία Σινδόνα, ἐφημ. «Ἐλεύθερος Κόσμος» (13.12.1981).
35. Steven Runsiman, ἔνθ᾿ ἀνωτ., 242.
36. Γεωργ. Κωδινοῦ, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 242. Κυρ. Σιμοπούλου, Ξένοι ταξιδιῶτες στὴν Ἑλλάδα, τόμ. Α´ (333-1700), Ἀθήνα 1981, σελ. 232-234 ἔνθα καὶ σχετικὴ βιβλιογρα φία. Ἀλεξ. Καριώτογλου, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 21.
37. Ἰωσὴφ Βρυεννίου, Δημηγορία περὶ τοῦ τῆς Πόλεως ἀνακτίσματος 1415 μ.Χ., ἐπ. Ν. Τωμαδάκη, Περὶ τῆς ἁλώσεως τῆς ΚΠόλεως, Θεσ/νίκη 1993, σελ. 245.
38. Τὴν πληροφορίαν μᾶς δίδει ὁ Γ. Πισίδης. Πρβλ. Migne Ε.Π. 92,1349.
39. Ὁ ἱστορικὸς ὀρθολογισμὸς δὲν παρέλειψε καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ νὰ ὑποστηρίξη, ὅτι θεωρεῖ τὸ σύνολο ὅλων αὐτῶν τῶν λειψάνων ὡς δεισιδαιμονία! Πρβλ. Ζαρὰρ Βαλτέρ, Ἡ καθημερινὴ ζωὴ στὸ Βυζάντιο. Μετάφρ. Κ. Παναγιώτου, Ἀθήνα 1996, σελ. 201.
40. Migne Ε.Π. 91,1342. Cyril Mango, Τὸ Βυζάντιο, Ἀθήνα 1988, σελ. 187. Ἔκδ. Μ.Ι.Ε.Τ.
41. Cyril Mango, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 186 καὶ 245. Β. Ματθαίου,
Συναξαριστὴς τόμ. Ε´, Ἀθήνα 1967, σελ. 651. Ὁ ὅσιος Ἀνδρέας ὁ διὰ Χριστὸν σαλός,
ἔκδ. Ε´ τῆς Ἱ. Μονῆς Παρακλήτου, Ὠρωπὸς Ἀττικῆς (1989).
Μὲ ἀφρομὴ τὸ ὅραμα αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τὴν 1η Ὀκτωβρίου τὴν ἑορτὴ τῆς Ἁγίας
Σκέπης, ἡ ὁποία μὲ ἀπόφαση τῆς Ἱ. Συνόδου μετατέθηκε τὴν 28η Ὀκτωβρίου, σὲ ἀνάμνηση
τῆς διασώσεως τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους ἀπὸ τὴν ἐπιδρομὴ τῶν Ἰταλῶν (1940). Ἡ μνήμη δὲ
τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου ἑορτάζεται τὴν 28η Μαΐου μὲ ἰδιαίτερη ᾀσματικὴ Ἀκολουθία, συντεθεῖσα
τὸ 1846.
42. «Ἔνθα νῦν ἡ τιμία ἐσθής ἐστιν ἀσινὴς διατηρουμένη ἀκαταγώνιστον φυλακτὴ ῥιον τῇ πόλει ἐσαεὶ διαμένουσα, νόσων παντοίων ἐλάτειρα νικῶσα τὴν τοῦ χρόνου φύσιν τῇ καινοτομίᾳ τῶν ἐπ᾿ αὐτῆς πραττομένων». Migne 147, Κ.Δ´ σελ. 69. Σκαρλ. Βυζαντίου, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 587. Θ.Η.Ε. τόμ. 9 (1966), στ. 650.
43. «...καὶ τὰς ἁγίας εἰκόνας μετὰ χρυσοῦ καὶ ἀργύρου καὶ λίθων πολυτίμων κατε πάτουν καὶ τοὺς πολυτίμους μαργάρους τῶν ἁγίων κειμηλίων ἀναρπάστους ἐποίουν, τὰ ἅγια λείψανα καταπατοῦντες καὶ ἕτερα ἀνοσιουργήματα πλεῖστα ἐποίουν ἄξια θρήνου, οἱ τοῦ Ἀντιχρίστου πρόδρομοι...». Πρβλ. Γεωργ. Σφραντζῆ, Chronicon Maius, ἐν Νικ. Τωμαδάκη, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 195. Βλέπε καὶ Migne Ε.Π. 156,737.
44. «ἐνοχλουμένην ὑπὸ πνεύματος ἀκαθάρτου ἠξιώθη θείας ὀπτασίας ὡς εἰ ἐπιτεθῇ ἐπ᾿ αὐτῆς ἡ Τιμία Ζώνη τεύξεται ἰάσεως». Migne Ε.Π. 117,613Α.
45. Migne Ε.Π. 117,613Α. Π. Χρήστου, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 69. Ἱερὰ Μεγίστη Μονὴ Βατοπαιδίου, Ἅγιον Ὄρος 1996, σελ. 128.
46. Ἄννης Κομνηνῆς, «Ἀλεξιάς», ἤτοι ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους κατὰ τὴν βασιλεία Ἀλεξίου Α´ (1081-1198), ἔκδ. B. Leib, Paris 1937. Χρυσ. Παπαδοπούλου, Ἡ ἐκκλησία ΚΠόλεως ἐπὶ Κομνηνῶν (1081-1185). Ἀθῆναι 1948.
47. Ἀ. Βασίλιεφ, Ἱστορία τῆς Βυζ. αὐτοκρατορίας 324-1453. Μετάφρ. Δ. Σαβράμη, σελ. 631. Γ. Σμυρνάκη, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 438. Π. Χρήστου, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 64.
48. Α. Βασίλιεφ, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 631. Ἰ. Μαϊτοῦ, Ὁ ναὸς τοῦ Ἁγίου Δημητρίου Θεσ/νίκης, Θεσ/νίκη ἄ.ἔ., σελ. 104-107.
49. Tamara Talbot Rice, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 83.
50. Migne Ε.Π. 139,756 (σελ. 953).
51. Θεωροῦμε σκόπιμο νὰ καταχωρήσωμε ἐδῶ τὸ ἀντίστοιχο πρωτότυπο κείμενο, ποὺ δὲν εἶναι τόσο προσιτὸ στοὺς περισσότερους ἀναγνῶστες· «Τὸ δὲ φρικῶδες καὶ ἀκουόμενον ἦν ὁρᾶν τὸ θεῖον αἷμα καὶ σῶμα Χριστοῦ κατὰ γῆς χεόμενον καὶ ῥιπτόμε νον· οἱ δὲ τὰ τιμαλφῆ δοχεῖα τούτων διαρπάζοντες, τὰ μὲν διέθρανον καὶ τοὺς ἐγκειμένους κόσμους δ᾿ ἐνεκολπίζοντο, τὰ δὲ εἰς σίτων κανὰ καὶ οἴνων κεράσματα ταῖς ἑαυ τῶν τραπέζαις παρέφερον· οἱ τοῦ Ἀντιχρίστου πρόδρομοι καὶ τῶν προσδοκωμένων πανασεβῶν πράξεων ἐκείνου πρωτουργοὶ καὶ προάγγελοι... τὰ δ᾿ ἐπὶ νεῷ τοῦ μεγίστου ἠσεβημένα, οὐδὲ ἀκοαῖς εἰσιν εὐπαράδεκτα. Ἡ μὲν θυωρὸς τράπεζα... ἐξ αἰσίου τῷ ὄντι καὶ ἀξιαγάπου παρ᾿ ἅπασιν ἔθνεσι, κατετεμαχίσθη καὶ διεμελίσθη τοῖς σκυλευταῖς, ὥσπερ καὶ ὁ πλοῦτος ἅπας ὁ ἱερός, ὁ τοσοῦτος καὶ τὸ πλῆθος, καὶ τὴν ἀγλαΐαν ἀπὲ ῥαντος. Δεῆσαν δ᾿ ἐκκομισθῆναι καθάτινα σκύλα καὶ τὰ παναγῆ σκεύη καὶ ἔπιπλα τὰ μὴν χάριν καὶ τὴν τέχνην ἄμαχα καὶ τὴν ὕλην σπάνια, ἀλλὰ δὴ καὶ τὸ δόκιμον ἀργὺ ῥιον, ὃ τὴν θριγγὸν τοῦ βήματος καὶ τὸν οἷον ἐκπλῆξαι ἄμβωνα... χρυσῷ περιτραχόμε νος ἅπας, ἡμίονοί τε καὶ ὑποζύγια σεσαγμένα μέχρι τῶν ἀδύτων εἰσήγοντο τοῦ νεώ, ὧν ἔνια διωλισθηκότα μηδ᾿ ἐπίποδον στῆναι δυνάμενα, διὰ τὴν τῶν ἐπιπέδων λίθων στιλ πνότητα, μαχαίρας ἐξεκεντήθησαν, ὡς ἐκ τῆς χολάδων κόπρου καὶ τοῦ προχυθέντος αἵματος τὸ θεῖον ἐμολύνθη δάπεδον. Ἀλλὰ καὶ γυναικάριον συσσωρευμένον ἁμαρτίαις Ἐριννύων Ζάκορον, δαιμόνων πρόσπολον... ἐπὶ τοῦ συνθρόνου ἰζῆσαν κεκλασμένον ἀφῆκεν μέλος καὶ πολλάκις περιδινηθὲν εἰς ὄρχησιν τῷ πόδε παρενεσάλευε. Ὅθεν, ἐν στενωποῖς θρῆνοι καὶ οὐαὶ καὶ κλαυθμοὶ ἐν τριόδοις ὀδυρμοί, ἐν ναοῖς ὀλοφυρμοί, ἀνδρῶν οἰμωγαί, γυναικῶν ὀλολυγαί, ἑλκυσμοί, ἀνδραποδισμοί, διασπασμοὶ καὶ βια σμοὶ σωμάτων συναφωνώτερον...». Πρβλ. Migne Ε.Π. 139, 757β-759β (σελ. 956-971). Κ. Παπαῤῥηγοπούλου, Ἱστορία Ἑλλην. Ἔθνους, τόμ. Δ´, σελ. 672, ἔκδ. «Ἑλληνικὰ Γρὰμ ματα». Α. Καριώτογλου, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 23.
52. Νικ. Οἰκονομίδου, Βυζαντινὸ Βατοπαίδι, μιὰ Μονὴ τῆς ὑψηλῆς ἀριστοκρατίας, ἔνθ᾿ ἀνωτ., Ἱερὰ Μεγίστη Μονὴ Βατοπαιδίου, σελ. 44-53.
53. Tamara Talbot Rice, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 83.
1. Ἕως τὸ ἔτος 1987, ἐπιστεύετο ὅτι ἡ μεταφορὰ καὶ δωρεὰ τῆς Ἁγίας Ζώνης στὸ Ἅγιον Ὄρος ἔγινε ἀπὸ τὸν Σέρβο ἡγεμόνα Λάζαρο Α´ Χρεμπελιάνοβιτς (Hrebelianovic), υἱὸ τοῦ Λογοθέτη τοῦ Στεφάνου Πρίντζου. Τὴν ἄποψη ὅμως αὐτὴ ἔχουν ἀποῤῥίψει νεότεροι καὶ καταξιωμένοι ἐρευνητὲς 1. Τώρα, ὅμως, καὶ Ἕλληνες ἐρευνητὲς μὲ ἀποδεικτικὸ τρόπο μᾶς βεβαιώνουν, ὅτι ἐκεῖνος ποὺ ἐδώρισε τὴν Τιμία Ζώνη στὴ Μονὴ Βατοπαιδίου, ἐντὸς ἀσημένιας θήκης, εἶναι ὁ αὐτοκράτορας Ἰωάννης ΣΤ´ Καντακουζηνός, ὅπως τὴν διεφύλαξαν οἱ Βυζαντινοὶ κατὰ τὴν πρώτη ἅλωση τῆς ΚΠόλεως (1204) ἀπὸ τὴν λεηλασία τῶν Σταυροφόρων. Ἡ θήκη, μάλιστα, φέρει στὴν προσωπογραφία του καὶ τὴν ἐπιγραφὴ τῆς δωρεᾶς του πρὸς τὴ Μονή, στὸ Ἱερὸ Βῆμα τοῦ καθολικοῦ τῆς ὁποίας καὶ φυλάσσεται μέχρι σήμερα 2.
Προσθέτουμε ἐδῶ, ὅτι ὁ εὐρυμαθέστατος καὶ συμπαθέστατος ἐκεῖνος αὐτοκράτορας, μετὰ τὴν πτώση του ἀπὸ τὴν ἐξουσία (1355), ὕστερα ἀπὸ μιὰ συνωμοσία καὶ ἐπειδὴ τὰ ἐνδοοικογενειακὰ καὶ πολιτικὰ πράγματα ἐνστάλαξαν στὴν ψυχή του τὴν ἀπογοήτευση, θέλοντας νὰ ἠρεμήσει, κατέφυγε στὴ Μονὴ Μαγγάνων, παρὰ τὴν ΚΠολη, ὅπου ἔγινε μοναχός, ὑπὸ τὸ ὄνομα Ἰωάσαφ. Ὅταν, λοιπόν, μετὰ τὸ 1356 ἐπεσκέφθη τὸ Ἅγιον Ὄρος, ἔφερεν ὁ ἴδιος στὴ Μονὴ Βατοπαιδίου τὴν θήκη ποὺ περιεῖχε ἄφθαρτη τὴν Τιμία Ζώνη τῆς Παναχράντου 3.
Ἀντιθέτως, ἐκεῖνο ποὺ κατὰ τὴν «παράδοση» «ἐδώρισε στὴν ἴδια Μονὴ ὁ Σέρβος ἡγεμόνας Λάζαρος Α´ ἦταν ἕνας Σταυρός, ποὺ περιεῖχε τμῆμα Τιμίου Ξύλου, μήκους 7 καὶ πλάτους 2 δακτύλων, ἐντὸς λειψανοθήκης, μὲ ἀποτυπωμένες ἱερὲς μορφὲς καὶ ἀφιερωτικὴ ἐπιγραφὴ στὴ σερβικὴ γλώσσα 4.
Σήμερα ἡ λειψανοθήκη ἐκείνη φυλλάσσεται ἀνάμεσα στὰ πολύτιμα κειμήλια καὶ θησαυρίσματα τῆς Μονῆς. Ἑπομένως, ἡ ἄλλη ἀφιερωτικὴ ἐπιγραφὴ ποὺ τὸν ἔφερε δωρητὴ τῆς Τιμίας Ζώνης καὶ τὴν ἔχουν μεταγράψει πεπλανημένως στὴν ἑλληνική, ἀκόμη καὶ ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, εἶναι ἀνακριβὴς 5. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ἡ ἀνακρίβεια αὐτὴ πέρασε καὶ στὴν παράδοση τῆς ἱστορίας τῆς ἀναφερομένης Μονῆς 6. Ἔγκειται δὲ τὸ ἀνακριβὲς περιεχόμενό της στὸ γεγονὸς ὅτι κατὰ τὸ ἐπιγραφόμενο ἔτος ͵αρα´ (= 1101) δὲν ζοῦσε ὁ ἐν λόγῳ Σέρβος κνέζης (= πρίγκηπας) Λάζαρος Α´ Χρεμπελιάνοβιτς. Οἱ ἱστορικὲς πηγὲς μᾶς πληροφοροῦν ὅτι ἐκυβέρνησε τὴν Σερβία τὴν περίοδο 1371-1389 καὶ στὴ μάχη τοῦ Κοσυφοπεδίου (5 Ἰουνίου 1389) οἱ Μουσουλμάνοι τὸν ἐθανάτωσαν 7. Οἱ δὲ λόγοι ποὺ τὸν ὤθησαν στὴν δωρεὰ τοῦ ἀναφερομένου Σταυροῦ μὲ τὸ Τίμιο Ξύλο πρὸς τὴν Μονὴ Βατοπαιδίου ἦσαν· α) προφανῶς οἱ προϋπάρχοντες ἀπὸ τὸν 10ον αἰῶνα ἐκκλησιαστικοὶ δεσμοὶ μεταξὺ Σερβίας καὶ Ἁγίου Ὄρους ποὺ χρονολογοῦνται ἀπὸ τὴν ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ Σέρβος Γεώργιος Χελανδάριος ἵδρυσε τὴν μικρὴ Μονὴ τοῦ Χελανδαρίου, ὡς ἐξάρτημα τῆς Βατοπαιδίου. β) ἡ ἀπὸ τὸν 12ον αἰῶνα διάδοση τοῦ μοναχικοῦ βίου στὴ Σερβία ἀπὸ Ἕλληνες μοναχούς, ποὺ συνώδευσαν τὴν πριγκίπισσα Εὐδοκία -θυγατέρα τοῦ αὐτοκράτορος Ἀλεξίου Γ´ Κομνηνοῦ (1193-1203)- λόγῳ τοῦ γάμου της μὲ τὸν Σέρβο πρίγκιπα Στέφανο, πρωτότοκο υἱὸ τοῦ μεγάλου ζουπάνου τῆς Σερβίας, Στεφάνου Νεμάνια, καὶ γ) τὸ πέρασμα ἀπὸ τὴν Μονὴ Βατοπαιδίου τῶν δύο μεγάλων Σέρβων μοναχῶν πρώην εὐγενῶν καὶ μετέπειτα ἁγίων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας· τοῦ Συμεὼν (†1196) καὶ τοῦ υἱοῦ του Σάββα (†1235) ποὺ τιμῶνται τὴν 13η Φεβρουαρίου καὶ τὴν 14η Ἰανουαρίου, ἀντιστοίχως 8. Στὴ μεσολάβηση αὐτῶν ὀφείλεται καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ συμπέθερός τους Ἀλέξιος Γ´ Κομνηνὸς παρεχώρησε μὲ αὐτοκρατορικὸ χρυσόβουλο τὴν μικρὴ Μονὴ τοῦ Χελανδαρίου «ὅπως εἶναι τοῖς Σέρβοις δῶρον αἰώνιον» 9. Σημειώνεται ὅτι τὰ παραπάνω διαπιστώνονται ἀπὸ τὰ παντὸς εἴδους δῶρα τῶν Σέρβων ἡγεμόνων πρὸς τὸ Ἅγιον Ὄρος, τὰ χρυσόβουλα καὶ τὰ ἄλλα σερβικὰ ἔγγραφα ποὺ φυλάσσονται στὸ Σλαβικὸ Ἀρχεῖο τῆς Μονῆς Βατοπαιδίου 10.
2. Σήμερα στὴ Μονὴ Βατοπαιδίου διαφυλάσσονται τρία ἄνισα τμήματα τῆς Ἁγίας Ζώνης, σὲ τρεῖς ἀργυρόχρυσες θῆκες, χωρὶς ὅμως καὶ τὰ τρία νὰ ἀπαρτίζουν τὴν ἀρχική τους ἔκταση. Τὸ πρῶτο καὶ μεγαλύτερο κομμάτι παραμένει πάντοτε στὴ Μονὴ πρὸς ἁγιασμό. Προέκυψε δὲ αὐτὸ κατὰ τὴν μεταφορά της πρὸς τὴν Μονὴ Ἰβήρων, ὅταν οἱ μοναχοί της ἐμαστίζοντο ἀπὸ χολέρα. Τὸ δεύτερο, μικρό, περιέρχεται ἐκτὸς τῆς Μονῆς, γιὰ λόγους ἐξαγνιστικοὺς τῶν χριστιανῶν ἀπὸ λοιμικὰ νοσήματα, πάντοτε, ὅμως, μὲ συνοδεία ὁμάδος Πατέρων τῆς Μονῆς. Τὸ τρίτο, τὸ μικρότερο, εἶχε χαθεῖ ὅταν κάποτε ἀπεστάλη μέσα σὲ ἀσημένια θήκη πρὸς ἁγιασμό, στὴ Χαλκιδική. Τὸν ἱερομόναχο ποὺ τὸ συνόδευε συνέλαβαν στὸ δρόμο ληστές, οἱ ὁποῖοι, ἀφοῦ πῆραν τὴ θήκη, ἄφησαν τὸ περιεχόμενό της στὸ δάσος, χωρὶς νὰ τοῦ ἀποδώσουν σημασία. Λέγεται, ὅτι ἕνας βοσκὸς ποὺ εἶχε ἀκούσει τὸ περιστατικό, βλέποντας λάμψη σ᾿ ἐκείνη τὴ θέση ἐπῆγε, τὸ παράλαβε καί, στὴ συνέχεια, τὸ ἀπέδωσε πάλι στὴ Μονὴ 11. Σύμφωνα δὲ μὲ ἄλλες πληροφορίες, δύο ἀκόμη τεμάχια τῆς Ἁγίας Ζώνης ὑπάρχουν στὸ ἐξωτερικό. Τὸ ἕνα στὸ Βατικανὸ καὶ τὸ ἄλλο στὴν πόλη Τρέβηρα (Trier) τῆς Γερμανίας 12.
Δὲν εἶναι λίγοι οἱ κώδικες τῆς Μονῆς ποὺ περιέχουν ἱκανὲς μαρτυρίες περὶ τῆς Ἁγίας Ζώνης (ἱστορικές, ὑμνογραφικές, θεραπεῖες λοιμικῶν νόσων κ.ἄ.), ἐνῶ σὲ ἰδιαίτερο κώδικα εἶναι καταχωρημένα πολλὰ θαύματα ποὺ ἔχει ἐπιτελέσει ἡ θεία Της δύναμη, ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ τὴν ἀφιέρωσε, ὅπως διατυπώθηκε παραπάνω, ὁ αὐτοκράτορας Ἰωάννης ΣΤ´ ὁ Καντακουζηνός. Πρὸς ἐπιβεβαίωση ἀναφέρουμε, ἐνδεικτικά, τὰ ἀκόλουθα τέσσερα 13·
α. Κάποτε τὸ μικρὸ τμῆμα τῆς Τιμίας Ζώνης μεταφέρθηκε στὴν πόλη Αἶνο τῆς Θράκης ποὺ εὑρίσκεται στὶς ἐκβολὲς τοῦ Ἕβρου, πρὸς ἁγιασμὸν τῶν χριστιανῶν. Οἱ συνοδεύοντες αὐτὸ Βατοπαιδινοὶ πατέρες τὸ ἐμπιστεύθηκαν στὸν ἱερέα τῆς πόλεως, ἡ πρεσβυτέρα τοῦ ὁποίου, μὲ ἐπιτήδειο τρόπο, ἀπέκοψε τμῆμα γιὰ νὰ τὸ ἔχει ὡς φυλακτήριο. Ὅταν, ὅμως, οἱ πατέρες ἔλαβαν τὸ πλοῖο νὰ ἐπιστρέψουν στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἐκεῖνο προέβαλε ἀντίσταση καὶ δὲν ἐκινεῖτο ἀπὸ τὴν θέση του. Βλέπουσα τὸ γεγονὸς ἡ πρεσβυτέρα ἀπὸ τὴν ξηρά, ὡμολόγησε στὸν ἱερέα τὴν κρυφὴ πράξη της. Τότε ἐκεῖνος ἔσπευσε καὶ ἔφερε τὸ κλεμμένο κομμάτι καὶ μόλις τὸ ἐπέδωσε στοὺς Βατοπαιδινοὺς πατέρες, τὸ πλοῖο ἀπέπλευσε πρὸς τὴ Μονὴ τῆς μετανοίας των 14. Μὲ ἀφορμὴ δὲ τὸ περιστατικὸ ἐκεῖνο ἡ Μονὴ κατεσκεύασε δεύτερη ἐπίχρυση λειψανοθήκη, ἐντὸς τῆς ὁποίας φυλάσσεται τὸ κλεμμένο ἐκεῖνο τεμάχιο.
β. Τὸ 1864 φοβερὴ χολέρα ἐμάστιζε τοὺς κατοίκους τῆς ΚΠολης. Ζητήθηκε, λοιπόν, νὰ μεταφερθεῖ ἐκεῖ ἡ Τιμία Ζώνη. Ὅταν τὸ πλοῖο ἐπλησίασε στὸ λιμάνι τοῦ Γαλατᾶ, ἡ χολέρα σταμάτησε καὶ ὅσοι εἶχαν προσβληθεῖ διασώθηκαν. Τὸ θαῦμα συνεκίνησε ἀκόμη καὶ τὸ σουλτάνο Ἀβδοὺλ Ἀζὶζ (1861-1876) ποὺ ἐζήτησε νὰ τὴν ἀσπασθεῖ στὰ ἀνάκτορὰ του.
γ. Ὅταν τὸ 1894 ἐπιδημία ἀκρίδας κατέστρεφε τὰ δέντρα καὶ τὰ χωράφια στὴ Μάδυτο τῆς Μ. Ἀσίας, ζητήθηκε ἡ Ἁγία Ζώνη γιὰ νὰ διασωθοῦν. Μόλις τὸ πλοῖο ἔφθασε στὸ λιμάνι, σύννεφα ἀκρίδων ἐσκέπασαν τὸν οὐρανὸ καὶ ἄρχισαν νὰ πέφτουν στὴ θάλασσα, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ δυσχεραίνεται ἡ ἀγκυροβόλησή του. Ἔκπληκτοι οἱ κάτοικοι παρακολούθησαν τὸ θαυμαστὸ γεγονὸς καθὼς ἔβλεπαν νὰ ἀπομακρύνονται οἱ ἀκρίδες ἀπὸ τὰ δέντρα καὶ τὰ χωράφια τους καὶ νὰ ἐλευθερώνεται ἡ περιοχή τους. Ψάλλοντες δὲ τὸ «Κύριε, ἐλέησον», τὴν συνόδευσαν ἀπὸ τὴν παραλία μέχρι τὸν ναό, ὅπου ἐτελέσθη εὐχαριστήρια Δοξολογία 15.
δ. Σύμφωνα μὲ θρησκευτικὴ παράδοση στὸ χωριὸ Στενιὲς τῆς Ἄνδρου οἱ κάτοικοι παρακολουθοῦσαν ἀποβραδὶς τὸ Μηνολόγιο ποὺ ἔχει ἡ «Σύνοψη» καὶ ἂν ξημέρωνε ἑορτὴ μὲ ἀργία, τότε σταματοῦσαν ὅλες τὶς βαριὲς ἐργασίες, ἀπὸ τὸ τέλος τοῦ Ἑσπερινοῦ μέχρι τὸ βράδυ τῆς ἑπομένης ἡμέρας. Τὸ ἔτος, λοιπόν, 1920 καὶ στὶς 31 Αὐγούστου, ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῆς Τιμίας Ζώνης τῆς Θεοτόκου, μιὰ ὁμάδα ἀπὸ νεαρὲς κοπέλες αὐτοῦ τοῦ χωριοῦ ξεκίνησε νὰ πάη νὰ συνάξη ξύλα καὶ κλαδιά, γιὰ τὶς ἀνάγκες τοῦ σπιτιοῦ, χωρὶς νὰ προσέξουν ἀποβραδίς, ἂν ἡ ἑπομένη ἡμέρα ἦτο ἀργία. Καθὼς περνοῦσαν μέσα στὸ χωριό, μὲ τὰ σχοινιὰ καὶ τὰ πριόνια, μεγαλύτερες στὴν ἡλικία γειτόνισσες τὶς εἶδαν καὶ ἀπόρησαν, πῶς αὐτὴ τὴν ἡμέρα οἱ κοπέλες πηγαίνουν γιὰ μιὰ τέτοια βαριὰ ἐργασία καί, καθὼς ἦταν φυσικό, τὶς παρετήρησαν μὲ τὰ ἑξῆς λόγια·
-Σήμερα ποὺ γιορτάζει ἡ Παναγία μας, ἐσεῖς πηγαίνετε νὰ μαζέψετε ξύλα; Τότε μιὰ ἀπὸ τὴν ὁμάδα, ἀφοῦ σταμάτησε γιὰ λίγο εἶπε·
-Ἄν, ὅπως λέτε, γιορτάζει σήμερα ἡ Παναγία καὶ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ πᾶμε γιὰ ξύλα, ἂς μᾶς τὸ ἀντιδείξη, δηλ. ἂς μᾶς στείλη ἕνα σημάδι, καὶ συνέχισε ἀμέριμνη τὸ δρόμο της.
Ὅταν ἔφτασε ἡ ὁμάδα στὴν τοποθεσία Πλάτανος -περιοχὴ ἀνάμεσα σὲ ῥεματιὰ- οἱ κοπέλες ἄρχισαν νὰ κόβουν καὶ δένουν δεμάτια ἀπὸ ξύλα καὶ κλαδιά. Σὲ κάποια στιγμή, ἐκείνη ποὺ εἶχε ζητήσει νὰ στείλη σημάδι ἡ Παναγία, ἐνῶ ἦταν σκυμμένη, ἄκουσε ἔντονο θόρυβο δίπλα της καὶ καθὼς σήκωσε τὸ κεφάλι της νὰ δῆ τί ἀκριβῶς συμβαίνει, βλέπει μέσα στὰ κλαδιὰ τῆς πικροδάφνης μιὰ ὁλόσωμη, ὡραιότατη, μελαχροινὴ γυναίκα νὰ τὴν παρατηρῆ σιωπηλὴ καὶ μὲ σοβαρά, μεγάλα, ὄμορφα καὶ λαμπερὰ μάτια, φέρουσα στὴ μέση της μιὰ φαρδιὰ χρυσοποίκιλτη Ζώνη.
Ἔκθαμβη, ἄφησε ἀμέσως ὅλα της τὰ σύνεργα καὶ ἔφυγε μόνη πρὸς τὸ χωριό, ὅπου διηγήθηκε συγκλονισμένη, καθὼς ἦταν, τὸ ὅραμά της. Στὶς ἐπίμονες δὲ ἀπορίες πολλῶν συγχωριανῶν της, ἀπαντοῦσε·
-Παρακαλῶ, ἀφῆστε με, μὴ μ᾿ ἐρωτᾶτε ἄλλο, ἀδυνατῶ ἐντελῶς νὰ σᾶς πῶ περισσότερα ἀπ᾿ ὅσα εἶδαν τὰ μάτια μου...
Τὸ γεγονὸς αὐτὸ διατηρεῖται μέχρι σήμερα στὴ μνήμη πολλῶν ἀπὸ τοὺς κατοίκους τοῦ χωριοῦ αὐτοῦ, ποὺ συνεχίζουν μὲ ἰδιαίτερη εὐλάβεια νὰ τηροῦν τὴν ἀργία τῆς ἑορτῆς τῆς Ἁγίας Ζώνης, κάθε χρόνο στὶς 31 Αὐγούστου.
Καὶ στὴν περίπτωση τῆς Σαντορίνης ἡ παρουσία τῆς Τιμίας Ζώνης ἐπετέλεσε θαυμαστὰ ἔργα, ὅπως αὐτὰ ἀναφέρονται στὸ «ΘΗΡΑΪΚΟ» ἔγγραφο.
Τέλος, ἡ διακεκριμένη τιμὴ ποὺ ἀποδίδει ἡ Ἱ. Μονὴ Βατοπαιδίου στὸ ἱερὸ καὶ θαυματουργικὸ ἄμφιο, ἐκφράζεται καὶ ἀπὸ τὸ μεταβυζαντινὸ παρεκκλήσιο τῆς ΑΓΙΑΣ ΖΩΝΗΣ ποὺ ἵδρυσε στὸν περίβολό της 16, τὸ ἔτος 1794. Σ᾿ αὐτὸ τελεῖται σειρὰ ἱερῶν ἀκολουθιῶν καὶ μάλιστα ἡ ἑορτὴ τῆς Εὑρέσεως κατὰ τὴν 10η Ὀκτωβρίου 1830 στὴ Σαντορίνη καὶ τῆς ἐπανόδου αὐτῆς στὴ Μονή, ὅπου καὶ φυλάσσεται ἐπὶ 642 καὶ πλέον ἀδιάλειπτα χρόνια, ἀπὸ τότε ποὺ τὴν ἀφιέρωσε ὁ αὐτοκράτορας Ἰωάννης ΣΤ´ Καντακουζηνός.
1. Βλ. S. K. Kissas, Predstava sv. Save Szpskoz Kao Ktitord Manastira Vatopeda, ἐν Zbornikza Licovne Umetonosti 19 (N. Sad 1988), σελ. 190-193.
2. Γ. Μαντζαρίδη, Θαυματουργὲς εἰκόνες καὶ Ἅγια Λείψανα, Βλέπ. Ἱερὰ Μεγίστη Μονὴ Βατοπαιδίου - Ἅγιον Ὄρος 1996, τόμ. Α´, σελ. 128, ἔνθα καὶ σχετικὴ βιβλιογραφία.
3. Περισσότερα περὶ τοῦ Ἰωάννου Στ. Κατακουζηνοῦ, βλέπε Migne 153-154. Περὶ τῆς Μονῆς τῶν Μαγγάνων, βλέπε Θ.Η.Ε. τόμ. 8ος (1966), στ. 439, ἔνθα καὶ σχετικὴ βιβλιογραφία. Steven Runciman, Ἡ τελευταία Βυζαντινὴ ἀναγέννηση (Μετάφρ. Λ. Καμπερίδη), ἔκδ. «ΔΟΜΟΣ» 1986, σελ. 30, 80.
4. Γ. Μαντζαρίδη, ἔνθ᾿ ἀνωτ.
5. Γιὰ λόγους ἁπλῶς ἐνημερωτικοὺς καταχωρίζομε καὶ ἐδῶ τὸ κείμενο τῆς ἀνελέγκτου ἐπιγραφῆς· «ΛΑΖΑΡΟΣ ΕΝ ΧΡΙΣΤῼ Τῼ ΘΕῼ. ΚΝΕΖΗΣ ΣΕΡΒΙΑΣ ΚΑΙ ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΓΡΑΙΚΙΑΣ ΑΝΑΤΙΘΗΜΙ ΤΟ ΚΡΑΤΑΙΟΝ ΟΠΛΟΝ ΣΥΝ Τῌ ΑΧΡΑΝΤῼ, ΖΩΝῌ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΜΟΥ Τῌ ΜΟΝῌ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΟΥ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΜΟΥ ᾼΡΑ». Ἀναφορὰ στὴν παραπάνω ἐπιγραφὴ ἔχει γίνει ἀπὸ τοὺς συγγραφεῖς· Νικόδημο Ἁγιορείτη, Συναξαριστὴς Δώδεκα μηνῶν, τόμ. β´, Βενετία 1819, σελ. 299, ὑποσημ. 1. Σκαρλ. Βυζάντιο, Ἡ ΚΠολις, Ἀθήνησιν 1890, τόμ. Α´, σελ. 588. Γ. Σωτη ῥίου, Τὸ Ἅγιον Ὄρος, Ἀθῆναι 1915 (ἔκδ. Γ´), σελ. 157. Γ. Σμυρνάκη, Τὸ Ἅγιον Ὄρος, Καρυὲς Ἁγίου Ὄρους 1988, σελ. 438. Δ. Πασχάλη, Βυζαντιναὶ καὶ Μεταβυζαν τιναὶ ἐκκλησίαι τῆς Ἄνδρου, «Θεολογία» Κ Z´ (1956), σελ. 452, ὅπου περιγράφει καὶ τὸ μονύδριο τῆς Ἁγίας Ζώνης παρὰ τὸν Ἀμόλοχο. Ἰ. Ῥάμφο, Ἁγιολογικὰ Μελετήματα Γ´, σελ. 15. Π. Χρήστου, Ὁδοιπορικὸ στὸ Ἅγιον Ὄρος, Θεσ/νίκη 1989, σελ. 64. Ἰ. Παναγιώτου, Ἡ Πλατυτέρα τῶν Οὐρανῶν, Ἀθῆναι 1971, σελ. 82. Σωτ. Καδᾶ, Τὸ Ἅγιον Ὄρος, Ἀθήνα 1995, σελ. 47, «Ἐκδοτικὴ Ἀθηνῶν».
6. Προσκυνητάριο Ἱερᾶς Μεγίστης Μονῆς Βατοπαιδίου - Ἅγιον Ὄρος 1993, σελ. 54.
7. Πρβλ. Corovic, Lazar Hrebelianovic, ἐν Narodna Enciklopedija Srpsko Hrvatsko. Slovenancta τόμ. 2, Zagreb, σελ. 520 καὶ Istorigia Szpskog narodo, Beograd 1981, σελ. 592. Πρβλ. καὶ Ἱστορία Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, τόμ. Θ´, σελ. 192, «Ἐκδοτικὴ Ἀθηνῶν».
8. Γ. Κουρνούτου, Τὸ Ἅγιον Ὄρος, Ἱστορία καὶ Θρύλοι, Νέα Ἑστία (Ἀφιέρωμα), Ἀθήνα 1953, σελ. 20-22. Π. Χρήστου, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 58, 75.
9. Ὁ μὲν Συμεὼν ἑορτάζει τὴν 13η Φεβρουαρίου, ὁ δὲ Σάββας τὴν 14η Ἰανουαρίου. Πρβλ. Σωφρ. Εὐστρατιάδου, Ἁγιολόγιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλη σίας, ἐκδ. Ἀποστ. Διακονίας, ἄ.ἔ., σελ. 413 καὶ 439 - Γ. Μαρτζέλου, Οἱ Ἅγιοι τῆς Μονῆς, ἐν Ἱερᾷ Μεγίστῃ Μονῇ Βατοπαιδίου, ἔνθ᾿ ἀνωτ., τόμ. Α´, σελ. 98. Πρὸς τὸν ἅγιον Σάββαν «κτήτορα τῆς Μονῆς Χελανδαρίου» ὑπάρχει καὶ ἰδιαίτερος Παρακλητικὸς Κανόνας. Βλέπ. Στυλ. Ῥηγοπούλου, Θησαυρὸς Ἁγίων, Θεσ/νίκη 1938, σελ. 305.
10. Κων/νου Νεχωρίτου, Τὸ Σλαβικὸ Ἀρχεῖο, ἐν Ἱερᾷ Μεγίστῃ Μονῇ Βατοπαιδίου, ἔνθ᾿ ἀνωτ., τόμ. Β´, σελ. 632. Π. Χρήστου, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 59.
11. Γ. Σμυρνάκη, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 438.
12. Ἰ. Ῥάμφου, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 15.
13. Πρβλ. καὶ Ἀναστ. Ἀσημακοπούλου, Ἡ ἁγία καὶ θαυματουργὸς Τιμία Ζώνη τῆς Θεοτόκου, ὅλη ἡ ἀκριβὴς ἱστορία της, Ἐν ΚΠόλει 1911, σχῆμα 8ον. Γ. Γοργίου, Ὕμνος εἰς τὴν Ἁγίαν Ζώνην πρὸς ἀπαλλαγὴν ἀπὸ τῆς χολέρας, ΚΠολις 1911, σχῆμα 8ον.
14. Γ. Σμυρνάκη, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 437. Προσκυνητάριο, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 54.
15. Προσκυνητάριο, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 58.
16. Μιλτ. Πολυβίου, Τὰ ἐντὸς τοῦ περιβόλου Μεταβυζανινὰ παρεκκλήσια, ἐν Ἱερὰ Μεγίστη Μονὴ Βατοπαιδίου, ἔνθ᾿ ἀνωτ., τόμ. Α´, σελ. 184-187.
Τρεῖς εἶναι οἱ μέχρι σήμερα ὑπάρχουσες γραπτὲς μαρτυρίες μὲ τὶς ὁποῖες τεκμαίρεται ἡ ἄφιξη, ἀπόκρυψη καὶ εὕρεση τῆς Τιμίας Ζώνης τῆς Θεοτόκου στὴ Σαντορίνη1. Ἐξ αὐτῶν οἱ δύο προέρχονται ἀπὸ τὴν Μονὴ Βατοπαιδίου καὶ ἡ τρίτη ἀπὸ ἀνέκδοτο ἔγγραφο ἰδιωτικοῦ Θηραϊκοῦ Ἀρχείου.
Ἡ πρώτη (Α) ἁγιορειτικὴ γραπτὴ πηγὴ ἀποτελεῖται ἀπὸ δέκα ἕξι (16) χειρόγραφα φύλλα, γραμμένα ἀπὸ τὸν μοναχὸ Ἀρσένιο τῆς Μονῆς Παντοκράτορος Ἁγίου Ὄρους. Ἂν καὶ ἡ χρονολογία τοῦ κειμένου τυγχάνει νὰ εἶναι ἐξίτηλη, ὅμως, ἀπὸ τὸν τύπο τῆς γραφῆς τοποθετεῖται πρὶν τὸ 1850. Σύμφωνα μὲ τὴν ἔνδειξη τοῦ α´ φύλλου, τὸ ὅλο κείμενο «Ἀφιαιροῦται (sic) τῇ Ἱερᾶ καὶ Σεβασμίᾳ Μεγίστῃ Μονῇ Βατοπαιδίου» καὶ φέρει, ἄνω δεξιά, ἐλλειψοειδὴ σφραγίδα τῆς Μονῆς «Σφραγὶς τῆς Βατοπαιδινῆς». Ὁ τίτλος τοῦ κειμένου ποὺ περιέχεται στὴ β´ σελίδα ἔχει ὡς ἑξῆς·
«Διήγησις περὶ τῆς ζητήσεως τῆς Τιμίας Ζώνης ἀπὸ τοῦ Μεγάλου Κάστρου τῆς Κρήτης καὶ τῶν φονευθέντων ἀδελφῶν ἡμῶν καὶ περὶ ὅσων μετέπειτα ἠκολούθησαν μέχρι τῆς ἐπανόδου αὐτῆς εἰς τὸν Ἱερὸν Μοναστήριον τοῦ Βατοπεδίου» 2.
Ἡ δεύτερη (Β) γραπτὴ μαρτυρία, χειρόγραφη, πηγάζει ἀπ᾿ τὸν ὑπ᾿ ἀριθμὸν 5 Κώδικα τῆς ἰδίας Μονῆς. Περιλαμβάνει δέ, μεταξὺ τῶν ἄλλων, καὶ τὴν «ἱκανὴν βοήθειαν ποὺ ἐσύναξε ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς τῆς Σαντορίνης ὁ προηγούμενος τῆς Μονῆς Βατοπαιδίου κύριος Διονύσιος». Ἀποτελεῖται ἀπὸ τέσσερα (4) φύλλα, ποὺ οἱ ἐπίτροποι τῆς ἐν λόγῳ Μονῆς ἀπέστειλαν τὸ 1953 στὸν Θηραῖο Ἀνδρέα Νομικὸ 3. Στὸ τέλος τοῦ ἐγγράφου γίνεται λόγος καὶ γιὰ τὴν πεντάφωτο λυχνία, ὀνομαζομένη «ΘΗΡΑ». Ἡ λυχνία αὐτὴ εὑρίσκεται μέσα στὸ καθολικὸ τῆς Μονῆς, ὅπου καίει ἀκατάπαυστα, μετὰ τὴν ἐπαναφορὰ (1831) τῆς Τιμίας Ζώνης ἀπὸ τὴν Σαντορίνη.
Ἡ τρίτη (Γ) μαρτυρία περιέχεται σὲ ἀνέκδοτο ἔγγραφο τοῦ 1830 (διαστ. 0,29Χ0,20), ἀποτελούμενο ἀπὸ ἑπτὰ (7) ἰδιόγραφες, ἐπὶ τῶν δύο ὄψεων, σελίδες. Συντάκτης τοῦ ἐγγράφου εἶναι ὁ Ἀντώνιος Ν. Σιγάλας, ἀστυνόμος τοῦ Δήμου Καλλίστης καὶ διακεκριμένος διδάσκαλος τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ιθ´ αἰῶνος 4. Τὸ ἐν λόγω «ΘΗΡΑΪΚΟ» ἔγγραφο ποὺ παρατίθεται στὴ σελ. 57 κι ἑξ., παρεχώρησε τὸ 1970 στὸν γράφοντα 5, πρὸς μελέτη, ὁ Ἀνδρέας Νομικός, ἀπὸ τὸν Πύργο, ποὺ ὡς συγγενὴς τοῦ Ἀντ. Σιγάλα ἐκληρονόμησε ὅλα τὰ ἔγγραφα καὶ βιβλία του. Μεταξὺ τῶν τριῶν προαναφερομένων γραπτῶν μαρτυριῶν, ἂν καὶ ὑπάρχουν ὡρισμένες διαφορές, ἐν τούτοις δὲν μειώνουν τὴν ἱστορικότητα καὶ τὴν ἀξία τοῦ γεγονότος τῆς εὑρέσεως. Ἀντιθέτως, ἐνισχύουν καὶ ἑρμηνεύουν τὴν τοπικὴ του προέλευση. Μάλιστα τὸ ἔγγραφο τοῦ Σιγάλα εἶναι ἀκριβέστερο, ἐπειδὴ ὁ συντάκτης του ἀποτυπώνει ἰδίοις ὄμμασι τὴν πραγματικότητα καὶ ὅπως αὐτὴ ἐμφανίζεται σ᾿ ὅλη τὴν ἔκτασή της. Τὸ ἀκόλουθο ἀπόσπασμα, ἀναφερόμενο στὴν περιγραφὴ τῶν κειμηλίων, θεωρῶ, ὅτι ἀρκεῖ ὡς μία ἁπλὴ ἔνδειξη·
«Τὸ κιβώτιον τὸ περιέχον τὴν Τιμίαν Ζώνην εἶναι ὅλον χρυσοῦν, ἔχον μέγεθος καὶ σχῆμα ὡς τὸ ἐπισυνημμένον δεῖγμα. Ἐπ᾿ αὐτοῦ διεκρίνοντο τρία ἴσα μέρη δι᾿ ὧν ἐδηλοῦτο τὸ μέγεθος τοῦ τμήματος τούτου τῆς Τιμίας Ζώνης τῆς Θεοτόκου (διότι δὲν ἦτο ὁλόκληρος ἡ Τιμία Ζώνη Της, ἀλλὰ τμῆμα ἐκείνης) καὶ τὰ μὲν δύο ἄκρα τοῦ τμήματος τούτου ἦσαν κεκαλυμμένα διὰ τῆς αὐτῆς χρυσῆς πλακὸς δι᾿ ἧς καὶ τὸ κιβώτιον, τὸ δὲ μεσαῖον ἦτο ἀνοικτὸν καὶ διεκρίνετο καθαρῶς τὸ ὕφασμα ἐκ τριχὸς καστανοῦ μὲ χρυσὰς κλωστὰς συνυφασμένον, ἃς (ὡς λέγουν) προσέθεσε ἡ Βασιλὶς Πουλχερία, χάριν εὐλαβείας. Ὁ δὲ Σταυρὸς περιέχων Τίμιον Ξύλον ἦτο τετραμερής, μέγεθος ἔχων ὅσον ὁλόκληρα τὰ φύλλα τοῦ παρόντος ἀνοικτὰ (Σ.Σ. περίπου 40 ἑκατοστὰ), κεκοσμημένος μὲ διαφόρους ὑαλίνους λίθους, ἐξ ὧν ἦσαν πολλοὶ ἀφῃρημένοι (ὡς λέγουν) ἀπὸ τὴν σύζυγον τοῦ Δομηνίκου, τοὺς ὁποίους, ἄλλους μὲν ἐδώρησεν εἰς φίλας της Δυτικὰς κυρίας, ἄλλους δὲ ἐξεποίησε πρὸς χρῆσιν της. Τὸ δὲ Τίμιον Ξύλον εἶχε μέγεθος ἑπτὰ δακτύλων, ὡς ἔγγιστα, κατὰ τὸ μῆκος, κατὰ τὸ πλάτος ἑνὸς καὶ ἡμίσεος δακτύλου 6. Ἡ Τιμία κάρα Ἀνδρέα τοῦ Ἱεροσολυμίτου ἦτο ἀσκεπής, ἧς τὸ κιβώτιον μεῖναν ἐν Κρήτῃ μὲ διάφορα ἄλλα ἀφιερώματα ἐστάλη ἀδελφὸς τῆς Μονῆς ἐπὶ τούτῳ διὰ νὰ μεταφέρῃ ταῦτα ἐν Θήρᾳ».
Τὸ συμπέρασμα ποὺ προκύπτει ἀπὸ τὰ ὅσα διατυπώθηκαν προηγουμένως εἶναι τοῦτο· τυγχάνει ἐξόχως συγκινητικὴ ἡ ἱεροπρεπὴς πρωτοβουλία τῶν Θηραίων νὰ διασώσουν αὐτὰ τὰ ἅγια λείψανα, τὴν ἁγιαστικὴ χάρη τῶν ὁποίων ἔχει παντοτε ἀνάγκη ὁ ἄνθρωπος καὶ ἰδιαιτέρως ἡ σεισμοπαθὴς Σαντορίνη 7.
Ἔχοντας ὑπόψη τὰ δεδομένα καθὼς αὐτὰ περιέχονται στὶς προηγούμενες γραπτὲς μαρτυρίες, διατυπώνομε τὰ ἀκόλουθα ποὺ ἀφοροῦν στὴν ἀποκάλυψη τῶν ἱερῶν κειμηλίων στὴν συνοικία τῶν Καθολικῶν στὰ Φηρά, τὸ ἔτος 1830.
Ἀπὸ τοὺς πρώτους μῆνες τοῦ 1820 ἡ μεγαλόνησος Κρήτη καὶ μάλιστα τὸ Ἡράκλειο ἐμαστίζετο ἀπὸ φοβερὴ πανώλη, ἐξ αἰτίας τῆς ὁποίας πολλοὶ κάτοικοι εἶχαν βρεῖ τὸν θάνατο. Προκειμένου, λοιπόν, νὰ φύγῃ ἡ λοιμικὴ ἐκείνη ἀσθένεια, ἱερωμένοι προεστῶτες καὶ λαϊκοὶ Κρῆτες, ἐλθόντες στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἐζήτησαν ἀπὸ τὴν Μονὴ Βατοπαιδίου νὰ τοὺς ἀποστείλει τὴν Τιμία Ζώνη τῆς Θεοτόκου. Ἡ Μονή, μὲ συνοδεία πέντε μοναχῶν, ἀπέστειλε τὸν Ἰούνιο τοῦ 1820, μὲ ἰδιαίτερο καράβι, στὸ Μεγάλο Κάστρο τῆς Κρήτης, τὸ λεγόμενο «Castello di Mare» δηλ. στὸ Ἡράκλειο 8, τὰ παρακάτω ἱερὰ λείψανα, μὲ σκοπὸ ἡ ἐπενέργειά τους νὰ ἀποδιώξη τὸ θανατικὸ ἀπὸ τὴν μεγαλόνησο·
α. Τμῆμα τῆς Τιμίας Ζώνης τῆς Θεοτόκου.
β. Ἕνα Σταυρὸ μὲ τμῆμα Τιμίου Ξύλου, καὶ
γ. Τὴν Κάρα τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου, ἐπισκόπου Κρήτης, τοῦ Ἱεροσολυμίτου.
Μετὰ ἀπὸ ταξίδι δεκαπέντε ἡμερῶν, τὸ καράβι ἔφτασε στὴν Κρήτη. Οἱ πατέρες ἄρχισαν νὰ τελοῦν ἁγιασμούς, ὥστε νὰ φύγῃ ἡ ἀσθένεια μὲ τὸ θανατικὸ ποὺ σκόρπιζε στὸ λαό. Ὅμως, συνέβαινε, τὴν ἴδια περίοδο, οἱ ἐντόπιοι Τοῦρκοι ποὺ κυριαρχοῦσαν σ᾿ ὁλόκληρη τὴν Κρήτη, νὰ προξενοῦν λεηλασίες, σφαγὲς καὶ γενικῶς νὰ ἐπιδιώκουν τὴν ἐξόντωση τῶν χριστιανῶν 9. Οἱ τρεῖς Τοῦρκοι πασάδες (Ἡρακλείου, Ῥεθύμνου καὶ Χανίων) δὲν εἶχαν τὴν ἀνάλογη στρατιωτικὴ δύναμη νὰ καταστείλουν τὰ γεγονότα, ὁπότε οἱ χριστιανοὶ ἄρχισαν ἔνοπλον ἀγώνα γιὰ τὴν ἀποτίναξη τοῦ τουρκικοῦ ζυγοῦ.
Μὲ τὴν ἔναρξη τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821 οἱ διωγμοὶ τῶν Τούρκων ἔγιναν φοβερώτεροι σ᾿ ὅλη τὴν μεγαλόνησο, μὲ ἀποτέλεσμα τρεῖς ἀπὸ τοὺς πατέρες τῆς Μονῆς, οἱ ἱερομόναχοι Νεόφυτος καὶ Ἀμβρόσιος καὶ ὁ μοναχὸς Μακάριος, μετὰ ἀπὸ βασανιστήρια, νὰ θανατωθοῦν. Τὴν ἴδια τύχη εἶχε ὁ μητροπολίτης Κρήτης καὶ πολλοὶ ἄλλοι χριστιανοί. Οἱ ἐναπομείναντες δύο Βατοπαιδινοὶ μοναχοὶ Διονύσιος καὶ Δωρόθεος καὶ ὁ ἱεροδιάκονος Παρθένιος, ἐν μέσῳ πολλαπλῶν κινδύνων, κρατοῦντες τὸ σεντούκι μὲ τὴν Τιμία Ζώνη καὶ τὸν Τίμιο Σταυρό, πηδήσαντες ἀπὸ τὸ τεῖχος τῆς Μητροπόλεως Κρήτης «κατέφυγον εἰς ἓν ὀσπίτιον τούρκικον, ἀπὸ τὰ λεγόμενα τῶν Κουρμούληδων», κατὰ τὸ ἔγγραφο, ποὺ ἦσαν κρυπτοχριστιανοί. Ὅταν, ὅμως, οἱ Τοῦρκοι τοὺς ἀντελήφθησαν, τοὺς κατεδίωξαν, τοὺς πῆραν τὸ κιβώτιο μὲ τὰ ἅγια κειμήλια καὶ τὰ ἔφεραν στὸν βεζύρη τοῦ Ἡρακλείου. Μετὰ τρεῖς μῆνες ἔπαυσαν οἱ διωγμοί. Οἱ ἁγιορεῖτες ἔσπευσαν καὶ τὰ ἐζήτησαν, ἀλλ᾿ «ἐκεῖνος τὰ παρέδωκεν εἰς τὸν Ἀγγλικὸν κόνσολαν κύριον Δομένικον, λαβὼν ἀπὸ αὐτὸν ἰδιόχειρον ἐνσφράγιστον μαρτυρικὸν Γράμμα τῆς περιλαβῆς των, διὰ ἰδικήν του ἀσφάλειαν» 10.
Οἱ πατέρες, τότε, παρεκάλεσαν τὸν Ἄγγλον πρόξενον Κρήτης Δομήνικον Σανταντώνιον νὰ τοὺς προσφέρει προστασίαν. Ἐπειδή, ὅμως καὶ στὸ Ἀγγλικὸ Προξενεῖο ἐκινδύνευαν ἀπὸ βίαιο θάνατο, ὁ πρόξενος, ὁ ἀδεφός του καὶ ἡ σύζυγός του Στεφανία, τοὺς ἐφυγάδευσαν μὲ σκάλες ἀπὸ τὰ παράθυρα τοῦ Προξενείου καὶ τοὺς ἐμπαρκάρησαν σὲ καράβι μὲ γαλλικὴ σημαία, ἀφοῦ πρῶτα ἐπλήρωσαν στὸν πρόξενο 10.000 γρόσια, μὲ σκοπὸ νὰ πάρει πίσω ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα τὸ σεντούκι μὲ τὰ δύο ἱερὰ λείψανα, ποὺ μὲ κίνδυνο τῆς ζωῆς τους εἶχαν διασώσει ἀπὸ τὴν μανία τῶν Τούρκων.
Πράγματι, εὐθύς, ὡς ἀνεχώρησαν οἱ μοναχοί, ὁ πρόξενος ἔσπευσε καὶ παρέλαβε ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα τῆς Κρήτης τὸ σεντούκι μὲ τὰ κειμήλια. Ἐν τῷ μεταξύ, ἐπειδὴ τὸ καράβι συνάντησε στὸ ταξίδι του πολλὰ ἐμπόδια, ἀναγκάστηκε νὰ ἐπιστρέψει καὶ πάλι στὸ Κάστρο τῆς Κρήτης, ὅπου, καθὼς τὸ εἶδαν οἱ ἐπαναστατημένοι Τοῦρκοι «ἐπῆραν τοὺς δύο καλογήρους καὶ τοὺς ἔδεσαν... καὶ τοὺς ἐπῆγαν δέρνοντες εἰς τὸν πασᾶν...». Ἐκεῖνος, τὸν μὲν Δωρόθεον ἐχάρισε ὡς δοῦλον σ᾿ ἕναν Τοῦρκο, τὸν δὲ Διονύσιον οἱ Τοῦρκοι ἐξεβίαζαν νὰ γίνει μωαμεθανός. Μπροστὰ στὴ γενναία ἄρνησή του, οἱ Τοῦρκοι ἐτρύπησαν μὲ πυρωμένη σούβλα τὰ μηνίγγια του. Μέχρι τέλους ὁ ὁσιομάρτυρας μοναχὸς παρέμεινε ἀνυποχώρητος... Τὸ πρωῒ τῆς Καθαρᾶς Δευτέρας τὸν ἐκρέμασαν 11.
Βλέποντας ὁ πρόξενος, ὅτι οἱ τουρκικὲς ταραχὲς καὶ οἱ διωγμοὶ συνεχίζοντο, ἀναγκάσθηκε καὶ ἐκεῖνος νὰ ἐγκαταλείψη τὴν Κρήτη, παίρνοντας μαζὶ τὸ σεντούκι μὲ τὰ ἱερὰ κειμήλια καὶ ἐπιπλέον τὴν κάρα τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα, χωρὶς τὴ θήκη της, ποὺ εἶχε παραμείνει πρὸς φύλαξη στὴ Μητρόπολη μὲ τὰ ἄλλα ἀφιερώματα τῶν χριστιανῶν.
Ὅταν, λοιπόν, ὁ πρόξενος ἔφθασε στὸ λιμάνι τῆς Δίας, βορείως τοῦ Ἡρακλείου γιὰ νὰ ἀποπλεύσει, τὸ γράμμα τῆς παραλαβῆς τῶν «Ἁγίων» ὑπέγραψαν, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἴδιο καὶ τέσσερις ὀρθόδοξοι καπετάνιοι ἀπὸ τὴν Σκλαβουνία, δηλ. τὴν Ἀνατολικὴ Μακεδονία, ἐκ τῶν ὁποίων ὁ ἕνας, ὅταν ἐπεσκέφθη τὸ Ἅγιον Ὄρος, ἐγνώρισε στοὺς μοναχοὺς τῆς Μονῆς Βατοπαιδίου τὰ συμβάντα. Προορισμὸς τοῦ προξένου ἦτο νὰ φθάσει στὴ Μάλτα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὴ Σικελία. Ὅμως, στὴ διάρκεια τοῦ ταξιδίου ἔπνευσαν ἰσχυροὶ ἄνεμοι, τὸ πλοῖο ἄλλαξε πορεία καὶ λόγῳ τῆς καιρικῆς ἀνάγκης ἐλλιμενίσθηκε στὴ Σαντορίνη. Μᾶς εἶναι ἀκόμη ἄγνωστο ἂν ὁ ἐλλιμενισμὸς ἔγινε στὸν ὅρμο τῶν Φηρῶν ἢ τοῦ Ἀθηνιοῦ. Πιθανότερο εἶναι ὅτι ἔγινε στὸν Ἀθηνιό, ἐπειδὴ τὴν περίοδο ἐκείνη ἐξυπηρετοῦσε τὴν οἰνεμπορικὴ κίνηση τῆς νήσου, ὕστερα ἀπὸ τὰ βασικὰ λιμενικά του ἔργα 12. Φέρνοντας μαζί του ὁ πρόξενος καὶ τὰ τρία ἅγια λείψανα, ἀνέβηκε στὰ Φηρά, ὅπου ἐνημέρωσε τὸ Ἀγγλικὸ Θηραϊκὸ προξενεῖο περὶ τοῦ σκοποῦ τῆς ἀφίξεώς του. Ἀρχικῶς προσφέρθηκαν νὰ τὸν φιλοξενήσουν οἱ Καθολικοὶ τῶν Φηρῶν. Στὴ συνέχεια, ὅμως, γνωρίσθηκε, ὡς ἄριστος ἰατρός, μὲ ἄλλα σημαίνοντα πρόσωπα τῆς πόλεως, καθὼς καὶ μὲ Κρητικοὺς ποὺ ἦταν γνωστοὶ στὴν οἰκογένειά του κατὰ τὴν διαμονή του στὴν Κρήτη 13. Ἐν τῷ μεταξὺ τὰ πολεμικὰ γεγονότα τῆς Ἐπαναστάσεως εἶχαν ἁπλωθεῖ καὶ στὶς Κυκλάδες, ὅπου ἐδημιούργησαν κατάσταση ἀναρχίας, ἔξαψη πνευμάτων καὶ ἐμφάνιση φατριῶν. Οἱ μὲν ὑπεστήριζαν τὸν ἀγώνα, οἱ δέ, κυρίως οἱ Καθολικοί, ἀντιδροῦσαν. Ἡ κήρυξη τῆς Ἐπαναστάσεως στὴ Σαντορίνη, στὶς 5 Μαΐου 1821, ἔδωσε στὸν Σανταντώνιο τὴν εὐκαιρία νὰ κρίνει, ὅτι εἶχε συμφέρον νὰ παραμείνει ἐκεῖ, ἀφ᾿ ἑνὸς ἐπειδὴ διέθετε τὸν κατάλληλο χῶρο νὰ κρύψει, μὲ περισσὴ φροντίδα, τὰ κειμήλια ποὺ ἱεροκρυφίως εἶχε μεταφέρει ἀπὸ τὴν Κρήτη -ὥστε λησμονημένα ἀπὸ τόπο καὶ χρόνο νὰ σταθεῖ ἀδύνατο νὰ ἐπανέλθουν στὰ χέρια τῶν Ὀρθοδόξων- καὶ ἀφ᾿ ἑτέρου, ἐπειδή, ὡς ἰατρὸς θὰ ἀσκοῦσε τὸ ἰατρικὸ ἐπάγγελμα, σὲ μιὰ περίοδο ποὺ σ᾿ ὁλόκληρη τὴν ἐπαρχία Σαντορίνης, μὲ πληθυσμὸ 17.000 χριστιανοὺς 14, ἡ ἐπιστημονικὴ ἰατρικὴ περίθαλψη ἦταν ἀνύπαρκτη. Μόλις μετὰ τὸ 1833 παρουσιάζονται ἐπ᾿ αὐτῆς οἱ πρῶτοι ἐπιστήμονες ἰατροί, ὁ Γεώργιος Πίντος, χειρουργός, καὶ ὁ Ἰωσὴφ Δεκιγάλας, διδάκτωρ τῆς Ἰατρικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Σιέννας (Ἰταλία) 15.
Τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Σανταντώνιος περιέθαλψε καὶ ἐπροστάτευσε τοὺς ἐνδεεῖς τῆς νήσου σὲ μιά, ὄντως, κρίσιμη περίοδο, ἦταν γνωστὸ ὄχι μόνο στὸ εὐρύτερο κοινὸ τοῦ τόπου, ἀλλὰ καὶ στὴν τότε προσωρινὴ Διοίκηση τῆς Ἑλλάδος, στὸ Ναύπλιο, ἡ ὁποία διὰ τοῦ ὑπουργοῦ τῶν Ἐσωτερικῶν Γρηγορίου Δικαίου (Παπαφλέσσα), τοῦ ἀπέστειλε ἔγγραφο τὸ ἔτος 1824, μὲ τὸ ὁποῖο τὸν ἐπαινοῦσε διὰ «τὰ φιλελληνικὰ φρονήματα καὶ τὰ φιλάνθρωπα ἔργα του» 16.
Μὲ τὸ τελευταῖο δεδομένο δηλ. τὴν προσφορὰ ἰατρικῶν ὑπηρεσιῶν πρὸς τοὺς κατοίκους τῆς Σαντορίνης, ὁ Σανταντώνιος ἐθεωρεῖτο ὑπεράνω κάθε ὑποψίας, «τιμώμενος καὶ ἀγαπώμενος παρὰ πάντων μέχρι τὸ 1829, ὅταν παρουσιάσθηκε τὸ ζήτημα τῶν ἱερῶν κειμηλίων», ὅπως ἀναφέρει τὸ «Θηραϊκὸ» ἔγγραφο. Καθώς, ὅμως, πέρασαν τὰ πρῶτα χρόνια ἀπὸ τὴν κήρυξη τῆς Ἐπαναστάσεως καὶ ὑποχωροῦσε ἡ κοινωνικὴ ἀναταραχή, ἄρχισε νὰ μεταδίδεται ὁ πρῶτος ψίθυρος γύρω ἀπὸ τὸ θέμα τῶν κειμηλίων, προερχόμενος ἀπὸ ἀκριτομύθιες τῆς συζύγου του Στεφανίας, ἀνάμεσα στὶς καθολικὲς οἰκογένειες τῶν Φηρῶν.
Γνώση τῶν πληροφοριῶν ἔλαβε καὶ ἡ Μονὴ Βατοπαιδίου, ἡ ὁποία σὲ συνδυασμὸ μὲ τὰ συμβάντα στὸ λιμάνι τοῦ Ἡρακλείου, ἀπέστειλε γράμματα στὸν Σανταντώνιο 17, ζητοῦσα νὰ τῆς ἐπιστρέψη τὰ ἱερὰ κειμήλια. Παραλλήλως, παρεκάλεσε τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη Ἀγαθάγγελο (1826-1830), νὰ παρέμβη ἐπὶ τοῦ θέματος, καθὼς καὶ τὸν Θηραῖο Ῥῶσο πρόξενο Βασίλειο Σ. Μαρκεζίνη 18. Παρὰ ταῦτα ὁ Σανταντώνιος περιφρονοῦσε τοὺς πάντες. Αἰσθανόταν δὲ ἀσφαλής, ἐπειδή, λόγῳ τῶν ἐπαναστατικῶν γεγονότων στὴν περιοχὴ τῆς Μακεδονίας, ἦταν ἀδύνατο νὰ κατέλθουν ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος μοναχοί, μὲ σκοπὸ νὰ τὸν συναντήσουν καὶ διεκδικήσουν νὰ παραλάβουν τὰ «Ἅγια». Πράγματι, ἡ Ἐπανάσταση στὸ Ἅγιον Ὄρος ἐπέφερε μεγάλην ἀναστάτωση καὶ σύγχυση μεταξὺ τῶν μοναχῶν, οἱ πλεῖστοι ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἐπιζητοῦσαν τὴν ὑποταγὴ στοὺς Τούρκους. Μάλιστα, ἀπεσταλμένοι τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος ἔφθασαν στὸ τουρκικὸ στρατόπεδο τῆς Κασσάνδρας καὶ προσκύνησαν τὸν Μεχμὲτ Ἐμίν, πασᾶ τῆς Θεσ/νίκης, ὁ ὁποῖος, μόλις ὑπέταξε (Δεκέμβριος 1821) τὴ Σιθωνία καὶ τὸ Ἅγιον Ὄρος, ἐπέβαλε στὴν Ἱερὰ Κοινότητα πρόστιμο (τζερεμὲ) 3.300 πουγγιά, δηλ. 1.650.000 γρόσια καὶ χωριστὰ 500 γρόσια, ὡς λύτρα, στὸν καθένα ἀπὸ τοὺς 3.000, τότε, μοναχούς. Ἡ ἀποκατάσταση τῆς κανονικῆς ἠρεμίας ἐπῆλθε, τελικά, μὲ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Ἑλλάδος (1829), μετὰ ἀπὸ τὶς πάσης φύσεως καταστροφές, αὐθαιρεσίες, βεβηλώσεις ναῶν, θανάτους μοναχῶν καὶ κοσμικῶν ποὺ προξένησαν οἱ Τοῦρκοι 19.
Ἀμέσως, τότε, ἡ Μονὴ Βατοπαιδίου ἀπέστειλε στὴ Σαντορίνη τὸν ἱερομόναχο - προηγούμενο Διονύσιο καὶ τὸν μοναχὸ Στέφανο, ἐφοδιασμένους μὲ νέα Γράμματα, προκειμένου νὰ ζητήσουν ἀπὸ τὸν Σανταντώνιο τὰ «Ἅγια». Οἱ μοναχοὶ ἀναχωρήσαντες ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος «ἐπῆγαν εἰς τὴν Σκόπελον, τὴν Σύρον καὶ ἐκεῖθεν εἰς τὴν Σαντορίνην», στὴν ὁποία ἔφθασαν τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Παρουσιασθέντες στὸν ἐπίσκοπο Θήρας Ζαχαρία, ποὺ εἶχε τὸ κονάκι του στὸν Ἅγιο Νικόλαο τοῦ Κίσσηρα, στὸν Πύργο 20, κάτω ἀπὸ τὴν Ἑλληνικὴ Σχολὴ τῆς Μαρτινοῦς ποὺ ἀνῆκε στὸν Προφήτη Ἠλία, τοῦ ἐπέδωσαν τὰ Γράμματα καὶ τοῦ ἐξέθεσαν τὸ πῶς διαμορφώθηκε τὸ ὅλο ζήτημα τῶν Ἱερῶν Λειψάνων.
Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ ἀρχικὸς ψίθυρος περὶ τῶν κειμηλίων εἶχε πλέον ἐπεκταθεῖ στὸν λαὸ καὶ εἶχε βεβαιωθεῖ καὶ ἀπὸ τοὺς Κρητικοὺς πρόσφυγες, ποὺ κατὰ τὴν περίοδο τῆς Ἐπαναστάσεως εἶχαν μετοικήσει στὴ Σαντορίνη. Ἐγνώριζαν δὲ ἀπὸ συναντήσεις των, ὅτι κάθε ἑορτὴ τῆς Παναγίας, ὁ πρόξενος Σαναντώνιος ἐπανηγύριζε καὶ ὅτι στὸ δωμάτιό του ἄναβε ἀκοίμητο καντήλι, χωρὶς νὰ γνωρίζουν τὴν ἀκριβὴ αἰτιολογία αὐτῆς τῆς συμπεριφορᾶς του.
Οἱ Βατοπαιδινοὶ μοναχοί, ὄντες βέβαιοι, ὅτι ὁ Θεὸς τοὺς ἐπιβλέπει ἐξ οὐρανοῦ, ἐζήτησαν καὶ ἀντάμωσαν τὸν ἴδιο τὸν πρόξενο στὰ Φηρά, στὸν ὁποῖο καὶ ἐπέδωσαν τὰ Γράμματα τῆς Μονῆς Βατοπαιδίου. Καθὼς τὰ εἶδεν, ἄρχισε νὰ φωνάζη, νὰ καταρᾶται καὶ νὰ τοὺς διώχνη μὲ τὴν πειρακτικὴ πρόκληση· «Ἐγώ, δὲν ἔχω τίποτε· τὰ 'Ἅγια' τὰ ἐπῆρεν ὁ πασὰς τῆς Κρήτης»! Μετὰ ἀπὸ τὰ λόγια αὐτά, περίλυποι καὶ διωγμένοι «ἕνεκεν δικαιοσύνης» οἱ μοναχοί, ἀπεχώρησαν, σκεπτόμενοι τί νὰ πράξουν. Τότε ὁ ἱερομόναχος Διονύσιος «ἐπικαλούμενος τὴν Κυρίαν Θεοτόκον καὶ ἐλπίζων εἰς τὴν βοήθειὰν Της», ὅπως ἀναφέρει τὸ Α´ Ἁγιορειτικὸ ἔγγραφο, τὸ ἴδιο βράδυ, συνοδευόμενος καὶ ἀπὸ τὸν μοναχὸ Στέφανο, πῆγε καὶ ἀντάμωσε καὶ πάλι τὸν πρόξενο, στὸν ὁποῖο μὲ παλμὸ καὶ ζωντανὸ φρόνημα εἶπε· «Ἡ ὑπόθεση διὰ τὰ 'Ἅγια' πρέπει νὰ λάβῃ τέλος.
Ἂν ἡ ἐξοχότης σου τὰ ἔχει ἢ ἂν τὰ ἔδωσε, πρέπει νὰ ὑπάρχουν ἀποδείξεις, διότι τὸ θέμα εἶναι πολὺ σοβαρό...».
Ὁ πρόξενος καὶ πάλι ἔμεινεν ἀσυγκίνητος. Ἡ καρδιά του σκληρή, σὰν τὸ γρανίτη, ἔδειξε ἀλύγιστη μπροστὰ στὴν αὐθεντικότητα καὶ τὴν ὁσιότητα τῆς μορφῆς τῶν δύο ἁγιορειτῶν, ποὺ ἔφυγαν γεμάτοι ἀπὸ θλίψη γιὰ νὰ ἐπιστρέψουν στὸν Πύργο, ὥστε νὰ ἐνημερώσουν μὲ τὰ νεότερα τὸν ἐπίσκοπο Ζαχαρία.
Μόλις, ὅμως, ἀπομακρύνθηκαν, ἦλθεν ἀοράτως ἡ χάρη τῆς Τιμίας Ζώνης τῆς Θεοτόκου καί, ὡς ἄλλη «ἀλλοίωσις τῆς δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου» ἐμώρανε κάθε χαράκωμα καὶ κραταίωμα, ποὺ εἶχε στήσει μὲ δολιότητα στὴν ψυχή του ὁ πρόξενος Σαναντώνιος, μὲ ἀπώτερο σκοπὸ νὰ οἰκειοποιηθῆ, προφανῶς, τὰ πάνσεπτα καὶ πρωτοχριστιανικὰ λείψανα τῆς πίστεως μας.
Ἔτσι ἐπὶ τέσσερις μῆνες, ἀπὸ τὸν Ἰούνιο ἕως τὸν Σεπτέμβριο, δὲν ἡσύχασε οὔτε ἡμέρα, οὔτε νύκτα. Τὸ πρόσωπό του ἔλαβε μυστηριώδη ἔκφραση. Ἔδειχνε ἄνθρωπο εὑρισκόμενο σὲ ψυχικὸ κλύδωνα, «πάντοθεν πολεμούμενον», ἀνυπεράσπιστο στὸ ἀδιέξοδο ποὺ τοῦ ἔστησε ὁ πονηρός.
Συνάμα ἄρχισε νὰ ὑποπτεύεται ὅλους γύρω του. Περισσότερο, ὅμως, ἐφοβεῖτο τὸν λαόν, μήπως ἔλθη καὶ τοῦ πάρη διὰ τῆς βίας τὰ κειμήλια. Προκειμένου, λοιπόν, νὰ τὰ διασφαλίση καλύτερα, τὰ μετέφερε στὴ Μονὴ τῶν Δομηνικανίδων 21, ποὺ δὲν ἀπεῖχε πολὺ ἀπὸ τὴν κατοικία του. Θέλοντας δὲ νὰ διασκεδάση τὴν ψυχική του κατάσταση καὶ συνάμα νὰ διαλύση κάθε πρὸς τὸ πρόσωπὸ του ἀμφιβολία, ἐκάλεσε σὲ γεῦμα τὸν ἐπίσκοπο Ζαχαρία. Ὁ πανιερώτατος, ἂν καὶ λόγῳ θέσεως ἐγνώριζε τὸν Σανταντώνιο, ἐθεώρησε τὴν πρόσκληση ὡς τὴν κατάλληλη εὐκαιρία νὰ συζητήσῃ μαζί του τὸ φλέγον θέμα τῶν κειμηλίων, ποὺ κρατοῦσε σὲ μεγάλη ἀνησυχία τὴν τοπικὴ Ἐκκλησία καὶ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Παρέλαβε, λοιπόν, μαζί του, ὡς μάρτυρες τῆς ἀληθείας, τὸν ἀρχιδιάκονό του Σεραφεὶμ Καΐρη καὶ τὸν ἀστυνόμο τοῦ Δήμου Καλλίστης Ἀντώνιο Ν. Σιγάλα, ποὺ ἦταν καὶ οἱ δύο εὐνοούμενοι τοῦ προξένου.
Στὴ διάρκεια τοῦ γεύματος ὁ ἐπίσκοπος, μὲ σθεναρότητα, ἀπεκύλισε τὸν λίθο τοῦ θέματος τῶν ἁγίων σεβασμάτων καὶ παρεκάλεσε τὸν πρόξενο νὰ τὰ παραδώση. Ἐκεῖνος, τότε, στὶς ἐκκλήσεις τοῦ ἐπισκόπου ὡμολόγησε, ὅτι ὄντως τὰ κειμήλια ὑπάρχουν, ἀλλὰ «δὲν μπορεῖ νὰ τὰ παραδώση, κωλυόμενος ὑπὸ τοῦ δαίμονος τῆς συζύγου του»(!) ἀναφέρει τὸ Θηραϊκὸ ἔγγραφο.
Μετὰ τὴν ἀποκάλυψη αὐτὴ ὁ Ἀντώνιος Σιγάλας σηκώθηκε ἀπὸ τὸ τραπέζι, ἐπέστρεψε στὸν Πύργο καὶ μὲ τὴν ἰδιότητά του, ὡς ἀστυνόμου, ἐκάλεσε τοὺς Δημογέροντες, τοὺς ἱερεῖς καὶ τοὺς κατοίκους τῶν χωρίων τοῦ Δήμου, τὴν ἑπομένη μετὰ τὴν Θ. Λειτουργία, ἀφοῦ λάβουν τὶς σημαῖες καὶ τὰ φανάρια τῶν ἐκκλησιῶν νὰ συναχθοῦν ἔξω ἀπὸ τὸ Καστέλλι τοῦ Πύργου, διότι ἔχει νὰ τοὺς ἀνακοινώσει κάτι σημαντικό. Ὅταν, λοιπόν, ἡ μεγάλη ἐκείνη σύναξη τοῦ πιστοῦ λαοῦ, ἄκουσε μέσα στὸ περιτείχισμα τοῦ Καστελιοῦ τὴν εἴδηση, ὅτι ἡ Τιμία Ζώνη, ὁ Σταυρὸς μὲ τὸ Τίμιο Ξύλο καὶ ἡ κάρα τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέα, χωρὶς τὴν θήκη της, εὑρίσκονται στὸ σπίτι τοῦ Σανταντωνίου, στὰ Φηρά, ξέσπασε ἀπὸ ἔκδηλη χαρὰ καὶ εὐφρόσυνη ἱκανοποίηση. Ἀμέσως, σχηματίσθηκε μεγάλη πομπὴ καὶ μὲ ἐπικεφαλὴς τοὺς Ἁγιορεῖτες Πατέρες, τοὺς ἱερεῖς, τοὺς Δημογέροντες καὶ τὸν λαὸ ξεκίνησε πρὸς τὸν Ἅγιο Ἀνδρέα, καὶ διὰ τοῦ εὐθυγράμμου δρόμου τοῦ Λοιμοκαθαρτηρίου, δυτικὰ τῆς Μεσαριᾶς, ἐβάδισε γεμάτη ἀπὸ χριστιανικὸ ζηλωτικὸ φρόνημα πρὸς τὴν πόλη τῶν Φηρῶν, ἐνῶ οἱ καμπάνες τῶν ἐκκλησιῶν κτυποῦσαν χαρμόσυνα τὸ ἄγγελμα τῆς ἀποκάλυψης, τοῦ ἐπὶ δέκα χρόνια κρυμμένου μυστηρίου.
Ὅταν ἡ πομπὴ ἔφθασε στὴν ὁρισμένη θέση ὁ Σιγάλας ἀνέβηκε στὸ σπίτι τοῦ προξένου καὶ ἐνημέρωσε τὸν ἐπίσκοπο Ζαχαρία ὅτι ὁ λαὸς εὑρίσκεται συγκεντρωμένος κάτω στὴν πόλη, μὲ σκοπὸ νὰ παραλάβη τὰ ἅγια λείψανα. Ἀκούοντας ὁ πρόξενος τὴν εἴδηση αὐτή, ἦλθε σὲ ἀπόγνωση. Ἔδειχνε ἀναποφάσιστος νὰ καταπνίξη τὴν νοσηρὴ πάλη τῶν ἀντιθέτων δυνάμεων ποὺ κυριαρχοῦσαν στὴ ψυχή του· Νὰ ἀποκαλύψη τὰ κειμήλια ἢ ὄχι!
Ἐβράδυασε καὶ ἡ νύκτα τῆς 9ης Ὀκτωβρίου 1830 βρῆκε τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ ἀμετακίνητο στὴ σθεναρὴ ἀπαίτησή του. Ἡ ἀγωνία ὅλων εἶχε κορυφωθεῖ σὲ ἔντονη προσδοκία. Ἡ ὥρα εἶχε φθάσει 10 τὸ βράδυ καὶ ἡ συζήτηση τῶν συνδαιτημόνων προχωροῦσε μὲ ἀθυμία, ἀνάμεσα στοὺς συνομιλητές. Ξαφνικά, ὁ πρόξενος σηκώθηκε καὶ προχώρησε στὸ ἐσωτερικὸ τοῦ σπιτιοῦ του. Σὲ λίγη ὥρα ἐπανῆλθε, ἐνῶ ἡ μυστικὴ ἔκφραση τοῦ προσώπου του ἐφανέρωνε τὴ χαρὰ τῆς ψυχῆς του. Χωρὶς νὰ χάνη χρόνο προετοίμασε κατάλληλο χῶρο στὸ μεσαῖο δωμάτιο, μεταφέροντας σ᾿ αὐτὸ καὶ ἕνα τραπέζι. Στὴ συνέχεια, μαζὶ μὲ τὴν γυναίκα του Στεφανία ἔφυγε, ἀφήνοντας τοὺς τρεῖς συνομιλητές του σὲ ἀπορία. Περὶ ὥρα 2 μετὰ τὰ μεσάνυκτα, ἐπέστρεψε, λέγοντας, ὅτι «ἐπῆγε εἰς τὸ μοναστήριον τῶν Φράγκων, ἐπῆρε τὸ κιβώτιο μὲ τὰ Ἅγια καὶ τὰ ἔφερε εἰς τὸ σπίτι του»! Ἀφοῦ τὸ ἄνοιξε ἔλαβε, μὲ ἀνεπιτήδευτη λιτότητα, ἕνα χρυσοκέντητο κάλυμμα, τὸ ἅπλωσε στὸ τραπέζι, καθὼς καὶ εἴκοσι κηροπήγια μὲ ἰσάριθμα κεριά. Ἐνῶ τὰ βλέμματα ὅλων ἦταν προσηλωμένα ἐπάνω του, ἐκεῖνος μὲ ἤρεμη ἀπόφαση ἄναψε τὰ κεριά, ἐθυμιάτισε ὅλο τὸ δωμάτιο, καθὼς δὲν μποροῦσε νὰ κρύψει τὰ δάκρυα ποὺ κυλοῦσαν στὸ πρόσωπό του, ἔλαβε ἀπὸ τὸ κιβώτιο τὴ θήκη μὲ τὰ «Ἅγια». Μὲ ἱεροπρεπὴ κίνηση τὴν ἀνύψωσε καὶ ἀφοῦ προχώρησε μὲ ἀσταθὲς βῆμα, «ἔδωσεν εἰς χεῖρας τοῦ Ἁγίου Δεσπότου Σαντορίνης τὴν Τιμίαν Ζώνην καὶ τὸ Τίμιον Ξύλον... κλαίων καὶ ὀδυρόμενος», ὅπως ἀναγράφει τὸ Α´ Ἁγιορειτικὸ ἔγγραφο (φύλ. 14) 22.
Βλέποντας μὲ ἔκσταση ὁ γέροντας ἐπίσκοπος τὸ πρόσωπο τοῦ προξένου καθὼς τοῦ προσέφερε τὴν θεόσδοτη χάρη, προχώρησε μὲ βηματισμὸ ὁσίου καὶ κλίνας γόνυ ψυχῆς καὶ σώματος, παρέλαβε τὴν θήκη καὶ τὴν κατεφίλησε, ἐνῶ λόγια δοξολογίας ἄφηναν τὰ χείλη του στὸν ἀέρα... Ἐν τῷ μεταξὺ μὲ τὸν ἀρχιδιάκονό του Σεραφεὶμ εἰδοποίησε τοὺς δύο Βατοπαιδινοὺς μοναχούς, ποὺ ἐνίσχυαν τὴν ψυχὴ τοῦ συγκεντρωμένου πλήθους κάτω στὴν πόλη, νὰ προσέλθουν στὸ σπίτι τοῦ προξένου. Σὲ λίγη ὥρα ἔφτασαν οἱ πατέρες, γεμάτοι ἀπὸ ἱερὴ συγκίνηση καὶ ἀνυπόκριτη χαρά. Ὁ ἐπίσκοπος Ζαχαρίας τοὺς ἐκάλεσε νὰ παραλάβουν τὰ «Ἅγια» καὶ ἐκεῖνοι «ποιήσαντες μετανοίας», καὶ ψελλίζοντες ὕμνους εὐχαριστίας πρὸς τὴν Κυρίαν Θεοτόκον, ἀφοῦ τὰ ἀσπάσθηκαν, τὰ ἐπανατοποθέτησαν στὸ ὁλόφωτο τραπέζι.
Ἱερὲς οἱ στιγμές, γεμάτες ἀπὸ εὐχαριστήρια προσευχὴ ποὺ ἐπεσφράγιζε τὸν ἀγώνα τεσσάρων μηνῶν. Ἡ Παναγία, ποὺ ἐπὶ μῆνες τὴν παρακαλοῦσαν οἱ πατέρες μὲ ὁλονύκτιες δεήσεις, ποτισμένες μὲ ῥοὲς δακρύων, ἔκανε τὸ θαῦμα Της στὴ Σαντορίνη!
Συντετριμμένος ὁ ἐπίσκοπος ἀπὸ τὸ θαυμαστὸ «σημεῖο», ἐτέλεσε Ἁγιασμὸ βοηθούμενος ἀπὸ τὸν ἱερομόναχο Νεόφυτο Μπελλώνια -ἐφημέριο τοῦ μητροπολιτικοῦ ναοῦ τῶν Φηρῶν- καὶ ἁγίασε τὸ σπίτι τοῦ προξένου, ὅπου ἐπὶ μῆνες στὸ πρόσωπο τῆς γυναικός του κυριαρχοῦσε ἡ ἐπήρεια δαιμονικοῦ πνεύματος.
Ἤδη, ἡ ἱερὴ νύκτα τῆς 9ης Ὀκτωβρίου 1830 ἔφευγε πρὸς τὴν αἰωνιότητα καὶ ξημέρωνε ἡ Κυριακὴ 10 Ὀκτωβρίου 23, μία ἡμέρα ποὺ μὲ θαυμαστὸ τρόπο ἐφανέρωνε τὴ Χάρη τῆς Θεοτόκου στὴ Σαντορίνη, ὡς σφραγίδα ὅλων τῶν ἁγιασμάτων της.
Τὸ πρωϊνὸ τῆς 10ης Ὀκτωβρίου 1830 βρῆκε τὴν πόλη τῶν Φηρῶν μὲ ἑορταστικὸ πρόσωπο. Οἱ σημαῖες κυμάτιζαν παντοῦ. Ὅλα τὰ «κονσολάτα» 24 (προξενεῖα), ὕψωσαν τὶς σημαῖες τους. Τὰ πλοῖα στὸν Ἀθηνιὸ καὶ τὸν Ὅρμο τῶν Φηρῶν ἔριχναν βολὲς πυροβόλου, «τόπια», ἐνῶ οἱ ἐλεύθερες τουφεκιὲς ἐγέμισαν τὸν ἀέρα.
Ἐν τῷ μεταξύ, ἡ προετοιμασία στὸ σπίτι τοῦ προξένου γιὰ τὴν μεταφορὰ τῶν κειμηλίων εἶχε ὁλοκληρωθεῖ καὶ μόλις ἔφθασε ὁ ἐπαρχεύων Νικ. Χρυσοβελώνης σχηματίσθηκε ἡ λιτανευτικὴ πομπὴ μὲ ἐπικεφαλῆς τὰ λάβαρα, τοὺς ψάλτες, καὶ τὸν λαμπροφορεμένο ἱερὸ κλῆρο τῆς νήσου.
Ὁ ἐπίσκοπος Ζαχαρίας καταφιλώντας τὰ «Ἅγια» κάτω ἀπὸ τὰ δακρυσμένα μάτια τῶν παρευρισκομένων, τὰ ὕψωσε στὰ γεροντικά του χέρια καὶ ἄρχισε τὴν λιτανευτικὴ ἔξοδο ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ Σανταντωνίου, ἐνῶ τὸν συνώδευαν οἱ δύο ταπεινοὶ Ἁγιορεῖτες μοναχοί, ὁ ἀρχιδιάκονός του Σεραφείμ, ὁ ἱερομόναχος Νεόφυτος Μπελλώνιας καὶ τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ 25, ποὺ εἶχε διανυκτερεύσει καὶ αὐξηθεῖ, σὲ μιὰ ἐνθουσιαστικὴ ἀτμόσφαιρα, καθὼς ξημέρωνε ἡ ἡμέρα τῆς Κυριακῆς. Ἡ χαρμόσυνη κωδωνοκρουσία ὅλων τῶν ἐκκλησιῶν τῆς πόλεως καὶ τῶν γύρω χωριῶν, μαζὶ μὲ τὰ ἐκκλησιαστικὰ ἄσματα ποὺ συνόδευαν τὴν ἱεροπρεπὴ πομπή, ἐγέμισαν τὸν ἀέρα μὲ τὸ θριαμβευτικὸ μήνυμα τῆς εὑρέσεως τῆς Τιμίας Ζώνης.
Ὅταν ἡ ἱερὴ πομπὴ ἔφθασε στὸν Μητροπολιτικὸ ναὸ τῶν Φηρῶν 26 -ποὺ μόλις πρὸ τριετίας (1827) εἶχε θεμελιωθεῖ- ἐτελέσθη ἐπίσημη Δοξολογία, κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ ἀδελφὸς τοῦ Ἐπάρχου ἐξεφώνησε ἁρμόδιο λόγο, εὐχαριστώντας τὸν Θεό, διότι μὲ τὴν Χάρη Του εὑρέθηκαν τὰ ἱερὰ κειμήλια καὶ παραδόθηκαν σ᾿ ἐκείνους ποὺ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἀνῆκαν.
Μὲ τὸ τέλος τῆς Δοξολογίας ὁ λαὸς ἄρχισε νὰ ἀσπάζεται, χωρὶς ἐπίπλαστη εὐσέβεια, τὰ θεοφόρα λείψανα, εὐφραινόμενος ἀπὸ οὐράνια γαλήνη. Ἀκόμη καὶ οἱ Καθολικοί, μαζὶ μὲ τὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά, ἔτρεξαν νὰ ἐκζητήσουν τὴν ἁγιαστικὴ χάρη Τους. Ἀποτελοῦσε δὲ αὐτὸ μιὰ ἀπόδειξη τῶν θαυμαστῶν ἐπενεργειῶν, ποὺ κατὰ τὸ παρελθὸν εἶχεν ἀναφέρει σ᾿ αὐτοὺς ὁ Σανταντώνιος. Μάλιστα, στὴ διάρκεια τῆς προσκυνήσεως ἡ δύναμη τῆς Τιμίας Ζώνης ἐπεσκίασε τὸ λαὸ καὶ πολλοὶ ἀσθενεῖς θεραπεύθηκαν, ἐνῶ πολλοὶ δαιμονισμένοι ἐκραύγαζαν ἄναρθρες κραυγές, καθὼς τὰ δαιμόνια ἔφευγαν ἀπὸ πάνω τους, σημειώνει τὸ πρῶτο (Α´) Ἁγιορειτικὸ ἔγγραφο 27. Ἔτσι, γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ ἡ Παναγία ἔγινε ὄχι μόνο «τὸ τῶν δαιμόνων πολυθρήνητον τραῦμα», ἀλλὰ καὶ «Θεοῦ πρὸς θνητοὺς εὐδοκία» 28.
Ὅταν ἐτελείωσε ἡ προσκύνηση, σχηματίσθηκε καὶ πάλι σεμνὴ λιτανευτικὴ πομπή, κατὰ τὴν ὁποία οἱ δύο Βατοπαιδινοὶ μοναχοὶ κρατοῦντες τὰ «Ἅγια» καὶ συνοδευόμενοι ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Ζαχαρία, τὸ ἱερατεῖο καὶ τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ τῶν κάτω χωρίων, ἔφθασαν, διὰ μέσου τοῦ δρόμου τῆς προηγουμένης ἡμέρας, στὸ Καστέλι τοῦ Πύργου. Οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες, ἀφοῦ ἐναπέθεσαν στὸ κατάλυμά τους τὰ σεπτὰ λείψανα, ἀμέσως νέα πλήθη λαοῦ ἀπὸ τὰ γύρω τοῦ Δήμου Καλλίστης χωρία ἦλθαν νὰ τὰ προσκυνήσουν μὲ τὴν πτωχεία τῆς ταπεινοφροσύνης καὶ τὴν φλόγα τῆς ἀληθινῆς πίστεως.
Ὅπως δὲ σημειώνει τὸ «Θηραϊκὸ» ἔγγραφο, «τοιαύτη συγκίνησις τῶν κατοίκων τῆς Θήρας καὶ σέβας πρὸς τὰ Θεῖα οὐδέποτε, ἄλλοτε, ἐφάνησαν ἐπὶ τῶν ἡμερῶν μας. Ὁ λαός, ὡς σμῆνος μελισσῶν συνήρχετο εἰς τὸ κατάλυμμα τῶν πατέρων εἰς προσκύνησιν τῶν Ἁγίων».
Παρὰ τὸ γεγονός, ὅτι οἱ Ἁγιορεῖτες πατέρες δὲν ἐπιθυμοῦσαν νὰ μεταφερθοῦν καὶ σὲ ἄλλα χωρία τῆς νήσου τὰ «Ἅγια» γιὰ εὐλογία καὶ ἁγιασμό, ἐν τούτοις, στὴν ἐπιμονὴ καὶ ἀπαίτηση τῶν χωρικῶν, ὑπεχώρησαν. Σημειώνεται ὅτι τὴν μεταφορὰ στοὺς ἐνοριακοὺς ναοὺς τῶν χωρίων οἱ κάτοικοι τὴν συνώδευον μὲ πυροβολισμούς, κωδωνοκρουσίες καὶ Ἀγρυπνία κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς παραμονῆς τῶν κειμηλίων.
Τυγχάνει δὲ χαρακτηριστικὴ ἡ μαρτυρία τοῦ Ἀντωνίου Σιγάλα, μὲ τὴν ὁποία κλείνει καὶ τὸ ἔγραφό του, γιὰ τὴν ἐντύπωση ποὺ προκαλοῦσαν στὸ λαὸ τὰ σεπτὰ λείψανα· «καὶ τὰ τρία ἱερὰ κειμήλια εὐωδίαζον ἄῤῥητον εὐωδίαν, πολλάκις ἠσθάνοντο τὴν εὐωδίαν ἄνθρωποι διαβαίνοντες ἀπὸ τὴν οἰκίαν ὅπου ἦσαν ταῦτα τεθειμένα ἢ ὁσάκις ἤθελον μεταφέρει αὐτὰ εἲς τινα χωρία, εὐωδίαζον αἱ ὁδοὶ τοῦ χωρίου ἐκείνου. Τοῦτο εἶναι ἀληθέστατον καὶ ὁμολογούμενον παρὰ πάντων».
Εἶχαν συμπληρωθεῖ ὀκτὼ μῆνες (Ἰούνιος 1830 - Ἰανουάριος 1831) παραμονῆς στὴ Σαντορίνη τῶν δύο Ἁγιορειτῶν πατέρων, ἀπὸ τότε ποὺ ἦλθαν νὰ παραλάβουν τὰ «Ἅγια». Ἐνῶ δὲ ἡ ψυχή τους εἶχε πλημμυρίσει ἀπὸ χαρά, διότι ἡ Κυρία Θεοτόκος τοὺς ἀξίωσε νὰ ἐπανεύρουν τὴν Τιμία Ζώνη Της καὶ νὰ ἁγιάσουν δι᾿ αὐτῆς τὸν λαὸ τῆς νήσου, ξαφνικά, τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1831, Διοικητὴς Σαντορίνης καὶ Ἀνάφης ἀνέλαβεν ὁ Ἰ. Λάτρης, πού, καθὼς ἀναφέρει τὸ «Θηραϊκὸ» ἔγγραφο, ἦτο «πολέμιος τῶν ἀνθρωπίνων ψυχῶν, κατατηκόμενος ὑπὸ φθόνου διὰ τὴν ἀφοσίωσιν τῶν χριστιανῶν περὶ τὰ Θεῖα».
Προκειμένου, λοιπόν, ὁ νέος Διοικητὴς νὰ διαταράξη τὴν ψυχικὴ γαλήνη τοῦ λαοῦ τῆς νήσου, ὁ ὁποῖος τὴν ἐκέρδισε ὕστερα ἀπὸ πολύμηνο ἀγώνα διενέξεώς του μὲ τὸν Ἄγγλο πρόξενο, ἐξέδωκε διαταγή, κατὰ τὴν ὁποίαν οἱ Ἁγιορεῖτες πατέρες ὤφειλαν νὰ ἀναχωρήσουν ἀμέσως ἀπὸ τὴ Σαντορίνη. Ἔφερε δὲ ὡς δικαιολογητικὸ τὸ γεγονός, ὅτι μὲ τὴν ἐπὶ πλέον παραμονή τους, συνεχίζουν νὰ ἐξεγείρουν τὸν λαὸ σὲ συναισθηματικὲς θρησκευτικὲς καταστάσεις, στὶς ὁποῖες ἐκεῖνος δὲν ἐπιθυμοῦσε νὰ λαμβάνει μέρος. Μὲ θάῤῥος, ὅμως, ὁ λαὸς ἀντιστάθηκε στὴ διαταγὴ καὶ τοῦ ἀπήντησε· «Οἱ πατέρες θὰ ἀναχωρήσουν ἀφοῦ πρῶτα ἁγιασθῆ ὅλος ὁ λαὸς τῆς νήσου».
Ὁ Διοικητὴς ὑπεχώρησε μπροστὰ στὴ σθεναρὴ ἐκείνη ἀπόφαση. Δὲν ἔπαυσε, ὅμως, νὰ ζητῆ ἀφορμὴ νὰ ἐκτελέση τὸ πονηρό του σχέδιο, παρὰ τὸ γεγονός, ὅτι τόσο ὁ ἐπίσκοπος Ζαχαρίας, ὅσο καὶ οἱ Δημογέροντες τῆς Σαντορίνης τὸν παρακάλεσαν νὰ μὴν ἐπιμένη, δεδομένου, ὅτι ὑπάρχει κίνδυνος νὰ προκληθῆ ἀναταραχὴ στὸ χῶρο τῆς Διοικήσεως τῆς Ἐπαρχίας Θήρας. Παρὰ ταῦτα ἐκεῖνος ἦταν ἀμετάθετος στὴν ἀπόφασή του. Ὑπὸ τὴν ἔπαρση καὶ τὴν ἀπειλὴ τῆς διοικητικῆς ἐξουσίας ζητοῦσε νὰ κάμψη τὸ θρησκευτικὸ φρόνημα τοῦ Θηραϊκοῦ λαοῦ.
Οἱ Ἁγιορεῖτες πατέρες ἀπέναντι σ᾿ ἐκείνη τὴν μικροψυχία του ἄρχισαν νὰ ἑτοιμάζουν τὴν ἀναχώρησή τους. Ξαφνικά, τὴν ἡμέρα τῆς Κυριακῆς τῆς Τυρινῆς τοὺς εἰδοποίησε νὰ παρουσιασθοῦν στὸ Διοικητήριο, γιὰ νὰ ἁγιασθῆ καὶ ἐκεῖνος ἀπὸ τὰ φανερωθέντα «ἔργα» τους. Οἱ πατέρες, ὅμως, γνωρίζοντες τὶς μεθοδεῖες τοῦ διαβόλου ἀπὸ τὴν πολυχρόνιο μαθητεία τους στὴν ἄσκηση τῆς προσευχῆς, ἐθεώρησαν, ὅτι ἡ ἐνέργεια ἐκείνη ἔκρυβε ψεῦδος καὶ ἔπρεπε, πρὸς τοῦτο, νὰ προσέξουν.
Ἔφθασαν, λοιπόν, στὰ Φηρὰ καὶ ἀφοῦ ἄφησαν σὲ φιλικό τους σπίτι τὰ «Ἅγια», παρουσιάσθηκαν στὸ Διοικητήριο καὶ ἠρώτησαν, ἂν ὄντως ὁ Διοικητὴς «εὐηρεστεῖτο νὰ εἰσέλθουν εἰς τὸ Διοικητήριον πρὸς ἁγιασμόν». Μὲ κατάπληξη πληροφορήθηκαν, ὅτι ὁ Διοικητὴς ἀπουσίαζε, ὁπότε ἀποφάσισαν ἀγογγύστως νὰ τὸν περιμένουν. Ἐπειδή, ὅμως, ἡ νύκτα ἐπλησίαζε, ἠρώτησαν τὸν γραμματέα, ἂν ὄντως θὰ ἐπιστρέψη. Ἐκεῖνος μὲ ἀποδοκιμασία ἀπάντησε· «Ὁ Διοικητὴς θὰ καθυστερήση...».
Τότε οἱ πατέρες ἐπέστρεψαν στὸ φιλικό τους σπίτι καὶ παρὰ τὴν κόπωση ὅλης τῆς ἡμέρας, ἔκριναν καλὸ νὰ τὸν περιμένουν καὶ πάλι. Μετὰ τὴν δύση τοῦ ἡλίου ὁ Διοικητὴς ἐπέστρεψε. Χωρὶς χρονοτριβὴ ἀπέστειλε τὸν πολιτάρχη καὶ ἐκάλεσε τοὺς μοναχοὺς νὰ προσέλθουν ἀμέσως στὸ Διοικητήριο.
Ὅταν ἔφθασαν οἱ πατέρες ἐνώπιόν του, ἐζήτησε, μὲ πολύτροπη ἐπιμονή, νὰ τοῦ ἀφήσουν τὰ «Ἅγια» καὶ νὰ φύγουν. Ἐκεῖνοι τότε μὲ παῤῥησία τοῦ ἀπάντησαν· «Τὰ Ἅγια αὐτά, οὔτε τὰ ἔχομε κλέψει, οὔτε διὰ τῆς βίας τὰ κατέχομε. Ὑπάρχουν γράμματα ποὺ ἀναφέρουν, ὅτι ἀνήκουν ἀσφαλῶς στὴ Μονὴ Βατοπαιδίου, τῆς ὁποίας εἴμεθα ἀπεσταλμένοι νὰ τὰ παραλάβωμε καὶ νὰ τὰ ἐπαναφέρωμε σ᾿ αὐτή».
Παρὰ ταῦτα, ὁ Διοικητὴς ἐπέμεινε στὴν ἀπόφασή του καὶ διέταξε τὸν πολιτάρχη, τὸν ἀστυνόμο καὶ τὸν γραμματέα, ὅταν οἱ μοναχοὶ φέρουν τὰ «Ἅγια» νὰ τὰ κλείσουν σὲ κιβώτιο καὶ ἀφοῦ τὸ σφραγίσουν νὰ τὸ φυλάξουν στὸ Πολιταρχεῖο. Μόλις ὁ ἐπίσκοπος Σαντορίνης Ζαχαρίας πληροφορήθηκε τὴν αὐθαίρετη ἐνέργεια τοῦ νέου Διοικητοῦ, ἀπέστειλε νύκτα τὸν ἀρχιδιάκονό του Σεραφεὶμ στὸ Διοικητήριο, διαμηνύοντας ὅτι τὰ ἀντικείμενα αὐτά, ὡς θεῖα καὶ ἱερά, ἀνήκουν στὴν Ἐκκλησία καὶ τὸν ἀρχιερέα της καὶ ὡς ἐκ τούτου πρέπει νὰ διαφυλαχθοῦν στὸν Μητροπολιτικὸ ναὸ καὶ ὄχι στὸ Πολιταρχεῖο. Παρὰ τὴν διαμαρτυρία τοῦ ἐπισκόπου, ὁ Διοικητὴς τὴν ἑπομένη ἀντέδρασε, ἀποστέλλοντας πρὸς αὐτὸν ἐπίσημο Γράμμα μὲ τὸ ὁποῖο ζητοῦσε οἱ Ἁγιορεῖτες νὰ ἀναχωρήσουν ἀνυπερθέτως, ἀφοῦ πρῶτα τοὺς ἐπιπλήξη, γιὰ ὅσα ἀνάρμοστα λόγια ἐκφώνησαν κατὰ τῆς Διοικήσεως! Ὁ ἐπίσκοπος Ζαχαρίας, βλέποντας, ὅτι ὁ Διοικητὴς ἐπιμένει στὴ παράτολμη ἀπόφασὴ του, ὅτι δηλαδὴ «φάσκει καὶ ἀντιφάσκει», κατὰ τὸ «Θηραϊκὸ» ἔγγραφο καὶ θέλοντας νὰ προλάβη τὴν δίκαιη ἀγανάκτηση τοῦ λαοῦ, ὄχι μόνο ἐνάντια στὸ πρόσωπο τοῦ Διοικητοῦ, ἀλλὰ καὶ τῆς Βασιλικῆς Κυβερνήσεως, ἀφοῦ συμβουλεύθηκε ἀρκετοὺς ἀπὸ τοὺς προκρίτους τῶν χωριῶν, μετέβη στὸ Διοικητήριο καὶ ἐζήτησε νὰ συναντήσει τὸν ἴδιο. Ἀντ᾿ αὐτοῦ, ὅμως, παρουσιάσθηκε ὁ ἀστυνόμος ποὺ μὲ εὐτέλεια ἠρώτησε τὸν σεβασμιώτατο γέροντα· «Τί ζητεῖς Δέσποτα; ἔρχομαι ἐκ μέρους τοῦ Διοικητοῦ νὰ σοῦ πῶ, ὅτι ἂν θέλης νὰ τὸν δῆς διὰ τὴν ὑπόθεση τῶν Ἁγιορειτῶν, πήγαινε πίσω, διότι αὐτὸ εἶναι ἀδύνατο. Δὲν ἔχει καθόλου εὐκαιρία. Ἄν, ὅμως, ἔχῃς ἀνάγκη κάτι ἄλλο νὰ τὸ ἀναφέρης γραπτῶς ἀπὸ τὸ σπίτι σου!».
Στὰ ἐρεθιστικὰ ἐκεῖνα λόγια ὁ ἐπίσκοπος δὲν ἀπήντησε. Ἐπέστρεψε στὸν Πύργο γεμάτος περίσκεψη καὶ ἐνημέρωσε τοὺς Δημογέροντες καὶ τοὺς προκρίτους τῶν χωριῶν περὶ ὅσων συνέβησαν. Τότε ἡ ἀγανάκτηση καὶ ἡ ὀργὴ ὅλων κορυφώθηκε. Ἀπεφάσισαν, λοιπόν, νὰ παρέμβουν δυναμικὰ μαζὶ μὲ τὸ λαὸ μὲ πρώτη ἐνέργεια νὰ πυρπολήσουν τὸ Διοικητήριο, εὐθύς, ὡς δοθῆ νέα ἀφορμή. Οἱ συμβουλές, ὅμως, τῶν προκρίτων καὶ τῶν ἄλλων μεγαλυτέρων, μαζὶ μὲ τὴν ἐπιείκεια τοῦ ἐπισκόπου Ζαχαρία συγκράτησαν, πρὸς καιρόν, τὴν ἀπόφασὴ τους.
Τότε οἱ Ἁγιορεῖτες πατέρες, κρίνοντες ὅτι ἡ νέα κατάσταση, καθὼς ἐξελίσσεται, μπορεῖ νὰ ἔχει δυσάρεστες ἐπιπτώσεις στὴ Θηραϊκὴ κοινωνία, μετέβησαν στὸ Διοικητήριο καὶ ἐζήτησαν τὴν ἄδεια νὰ ἀποχωρήσουν. Ὁ Διοικητὴς ἀπαξίωσε καὶ πάλι νὰ τοὺς συναντήση. Τοὺς ἀνήγγειλε μὲ τὸν ἀστυνόμο, ὅτι εἶναι ἐλεύθεροι, χωρὶς διαβατήριο νὰ φύγουν ἀπὸ τὴ Σαντορίνη καὶ ὅτι τὸ πλοῖο ποὺ θὰ τοὺς μεταφέρη στὴ Σύρο θὰ τὸ φροντίση ἡ Διοίκηση.
Πράγματι, μετὰ ἀπὸ δέκα περίπου μῆνες παραμονῆς (Ἰούνιος 1830) οἱ πατέρες ἀνεχώρησαν ἀρχὲς Μαρτίου 1831, ὕστερα ἀπὸ προφορικὴ ἄδεια τοῦ Θηραίου Ῥώσου προξένου Βασιλείου Σ. Μαρκεζίνη, γιὰ Σύρο, Σκόπελο, Ἅγιον Ὄρος, ἐπαναφέροντες, «ἐν ἀγαλλιάσει», ὕστερα ἀπὸ δέκα χρόνια φυγῆς καὶ ὀδυνηρῆς ἐμπειρίας, τὰ ἱερὰ κειμήλια στὴ Μονὴ Βατοπαιδίου Ἁγίου Ὄρους. Εἰσερχόμενοι στὴ Μονὴ «ἐνεπλήσθημεν ἅπαντες (οἱ μοναχοὶ) πνευματικῆς χαρᾶς, ὑπαντήσαντες τοὺς ἁγίους θησαυροὺς τοῦ ἱεροῦ Μοναστηρίου... τοὺς ὁποίους διέσωσεν ὁ Κύριος τῶν δυνάμεων εἰς δόξαν τῆς Πανάγνου αὐτοῦ Μητρός», ἀναφέρει τὸ Α´ Ἁγιορειτικὸ Βατοπαιδινὸ ἔγγραφο. Μετὰ ἀπὸ ὁλονύκτιο Ἀγρυπνία, ἡ ἀδελφότητα τῆς Μονῆς ἔκρινε εὔλογο ἡ ἑορτὴ τῆς Εὑρέσεως καὶ φανερώσεως τῆς Τιμίας Ζώνης νὰ «ἐπιτελῆται» κατὰ τὴν 10ην Ὀκτωβρίου, πρὸς τιμὴ καὶ μνήμη τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ὄντως ἡ ἑορτὴ αὐτὴ συνεχίζεται μέχρι σήμερα μὲ ἰδιαίτερη ᾀσματικὴ Ἀκολουθία, τὸ χειρόγραφο τῆς ὁποίας ἀνήκει στὴ δεκαετία τοῦ 1840, εὑρίσκεται στὴ Δημοτικὴ Βιβλιοθήκη Σάμου καὶ φέρει τὸν τίτλο·
«Μηνὶ Ὀκτωβρίου δεκάτη· Μνήμην ἐπιτελοῦμεν τῆς εὑρέσεως τῆς Παναγίας Ζώνης τῆς Μητρὸς τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, γενομένης ἐν τῇ νήσῳ τῆς Ἁγίας Εἰρήνης (= Σαντορίνης) καὶ τῆς ἐπανόδου αὐτῆς ἐν τῇ σεβασμίᾳ καὶ αὐτοκρατορικῇ ἡμῶν Μονῇ τοῦ Βατοπαιδίου ἐν ἔτει σωτηρίῳ ͵αψλω´» 29.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ πρέπει νὰ προσθέσωμε, ὅτι ὅπως ἀναφέρει καὶ πάλι τὸ «Θηραϊκὸ» ἔγγραφο, πρὶν ὁ πρόξενος Σαναντώνιος παραδώση τὴν Τιμία Ζώνη, ἡ γυναίκα του Στεφανία εἶχεν ἀποκόψει, μὲ κρυφὸ τρόπο, τεμάχιο ποὺ τὸ ἐφύλαττε ἐπὶ πολλὰ χρόνια μετὰ ἀπὸ τὸν θάνατό του. Ὅταν, ὅμως, ἡ μητέρα καὶ ἀδελφή της ἀσθένησαν βαριὰ περὶ τὸ 1839, τότε ἀπέστειλε ἐπιστολὴ πρὸς τὸν ἡγούμενο τῆς Μονῆς Βατοπαιδίου, μὲ τὴν ὁποία τὸν παρακαλοῦσε νὰ στείλη ἀντιπροσώπους νὰ τὸ παραλάβουν. Ὄντως, ἀδελφὸς τῆς Μονῆς ἔφθασε στὴ Σαντορίνη καὶ παρέλαβε, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ἱερὸ τεμάχιο τῆς Ἁγίας Ζώνης καὶ μίαν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, ῥωσικῆς προελεύσεως, ἀνήκουσα στὴν ἴδια Μονὴ 30.
Α. Μιὰ ἀψευδὴς μαρτυρία στὴ Μονὴ Βατοπαιδίου Ἁγίου Ὄρους. Σύμφωνα μὲ τὰ δεδομένα ποὺ περιέχονται στὶς γραπτὲς μαρτυρίες, περὶ τῶν ὁποίων ἔγινε λόγος, κατὰ τὸ χρονικὸ διάστημα τῆς παραμονῆς τῶν δύο Βατοπαιδινῶν μοναχῶν στὴ Σαντορίνη, συγκεντρώθηκε ἀπὸ τοὺς κατοίκους ἱκανὴ οἰκονομικὴ βοήθεια, ὄχι μόνο γιὰ νὰ ἐπανακτήσουν τὰ «Ἅγια», ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ βοηθήσουν στὶς ἄλλες ἀνάγκες τῆς Μονῆς Βατοπαιδίου.
Τὰ διάφορα οἰκονομικὰ στοιχεῖα ποὺ περιέχονται στὰ προαναφερόμενα τρία ἔγγραφα ἔχουν ὡς ἑξῆς·
Τὸ Α´ ἔγγραφο ἀναφέρει· «ἐκάθησαν οἱ ἀδελφοὶ ἡμῶν ἕως τὸ Πάσχα, τοὺς ἐπροσκάλεσαν εἰς ὅλα τὰ χωρία καὶ ἔκαμαν ἁγιασμοὺς εἰς τὰ ὀσπίτια τῶν χριστιανῶν καὶ τοὺς ὑπεδέχοντο μετὰ μεγάλης εὐλαβείας καὶ τοὺς ἐφιλοδωροῦσαν πλουσιοπαρόχως καὶ ἀπὸ τὴν ἐλεημοσύνην τῶν χριστιανῶν ὁποὺ ἐσύναξαν, ἔδωκαν δεκαπέντε χιλιάδες γρόσια εἰς τὸν Δομήνικον· ἔφερον καὶ εἰς τὸ Ἱερὸν Μοναστήριον πολλὰ ἱερὰ σκεύη καὶ ἱερὰ ἄμφια καὶ παράδες ἀρκετοὺς εἰς μνημόσυνον τῶν εὐσεβῶν χριστιανῶν».
Τὸ Β´ ἔγραφον καταχωρίζει ἀναλυτικότερα στοιχεῖα. Κατ᾿ αὐτό, τὸ σύνολο τῶν χρημάτων ποὺ συγκεντρώθηκαν ἀπὸ τοὺς Θηραίους ἦταν 35.000 γρόσια ποὺ δαπανήθηκαν σὲ διαφόρους σκοπούς, ὅπως ῥητῶς ἀναγράφονται στὸ ἀκόλουθο ἀπόσπασμα· «καὶ περιελθὼν ὁ προηγούμενος Κύριος Διονύσιος πᾶσαν τὴν νῆσον τῆς Σαντορίνης ἐσύναξεν ἱκανὴν βοήθειαν ἀπὸ τοὺς Χριστιανούς... ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἄλλα μετρητὰ ἔδωκεν εἰς τὸν Δομήνικον Σανταντώνιον διὰ τὴν ἐπαναφορὰ τῆς Ἁγίας Ζώνης καὶ τοῦ Τιμίου Ξύλου, τὰ δὲ λοιπὰ ἔφερε εἰς τὴν Ἱερὰν Μονὴν τοῦ Βατοπαιδίου, ὡς φαίνονται ὀνομαστί·
Τὸ Γ´ ἔγγραφο («Θηραϊκὸ») μᾶς πληροφορεῖ, ὅτι ἐπὶ πλέον τῶν χρημάτων οἱ συνεισφορὲς τῶν Χριστιανῶν περιελάμβανον «κοσμήματα, χρυσοΰφαντα ἐνδύματα καὶ κηρία».
Ἄξια ἰδιαιτέρας προσοχῆς τυγχάνει καὶ ἡ ἀκόλουθη πληροφορία ποὺ ἀναφέρει τὸ ἴδιο ἔγγραφο·
Ὁ ἀρχιδιάκονος Σεραφεὶμ Καΐρης καὶ ὁ Ἀντώνιος Σιγάλας, ὑπὸ τὴν ἰδιότητα τοῦ ἀστυνόμου τοῦ Δήμου Καλλίστης, ἐπραγματοποίησαν ἔρευνα στὸ σπίτι τοῦ Σανταντωνίου στὰ Φηρὰ -μετὰ τὸ θάνατό του- καὶ βρῆκαν μίαν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, ῥωσικῆς προελεύσεως, ποὺ ἀνῆκε στὴ Μονὴ Βατοπαιδίου καὶ μέρος τῆς Τιμίας Ζώνης, τὸ ὁποῖο, μὲ μυστικὸ τρόπο, εἶχεν ἀφαιρέσει ἡ γυναίκα του Στεφανία, «πληρώσαντες δι᾿ αὐτὰ γρόσια πέντε χιλιάδες καταβληθέντα ὑπὸ τῶν Θηραίων».
Β´ Τὰ ἀφιερώματα τῶν Θηραίων. 1. Ἐμπρὸς ἀπὸ τὴν ἐφέστιο εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Βηματαρίσσης 31 ποὺ εὑρίσκεται στὸ καθολικὸ τῆς Μονῆς Βατοπαιδίου, ὁ προσκυνητὴς θὰ παρατηρήση μία πεντάφωτο κανδήλα γενομένη ἀπὸ καθαρὸ χρυσό. Ἡ κανδήλα αὐτὴ φέρει τὸ ὄνομα «ΘΗΡΑ», διότι κατὰ τὸ Θηραϊκὸ ἔγγραφο κατασκευάσθηκε ἀπὸ χρήματα τῶν Θηραίων καὶ ἀποτελεῖ τὴν ἀψευδῆ μαρτυρία εὑρέσεως τῆς Τιμίας Ζώνης στὴ Σαντορίνη, ἐνώπιον τῆς σοροῦ τῆς ὁποίας καίει μέχρι σήμερα. Φέρει δὲ τὴν ἐπιγραφή·
«1835 Δ.Χ.Ι.Ω. - ΛΚ». Ἀπὸ αὐτὴν κρέμεται ἕνα φλουρί, στὴ α´ πλευρὰ τοῦ ὁποίου ὑπάρχει χαραγμένη ἡ ἑξῆς ἀφιερωτικὴ ἐπιγραφή·
«Μνήσθητι Δέσποινα Βηματάρισσα Διονυσίου Προηγουμένου Βατοπαιδινοῦ καὶ Στεφάνου μοναχοῦ τῆς συνοδείας αὐτοῦ.
Παράσχου δὲ αὐτοῖς καὶ πᾶσι τοῖς ἐν Σαντορίνῃ ὀρθοδόξοις χριστιανοῖς πάντα τὰ πρὸς σωτηρίαν αἰτήματα καὶ τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν τὴν ἀπόλαυσιν».
Ἐπὶ τῆς β´ πλευρᾶς, ἡ ἱστορικὴ ἔνδειξη·
«Ἐγένετο ἡ κανδήλα αὕτη ἀπὸ χρυσίον τῶν τῆς Σαντορίνης ὀρθοδόξων γυναικῶν, συναχθέντος ἐν τῇ ἀναζητήσει καὶ εὑρέσει τῆς Ἁγίας Ζώνης ἐπὶ τῆς κυβερνήσεως τοῦ ἀειμνήστου Ἰωάννου Α. Καποδίστρια ἐν ἔτει σωτηρίῳ 1831».
2. Στὶς δύο κόγχες - ἁψίδες τοῦ καθολικοῦ τῆς Μονῆς καὶ πάνω ἀπὸ τὰ ἀναλόγια τῶν ψαλτῶν, ποὺ λέγονται «χοροί», τόσο στὴ Μοναστηριακὴ ἀρχιτεκτονικὴ τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅσο καὶ στὴ Λειτουργική, ὑπάρχουν δύο πολυέλαιοι ἀφιερωμένοι ἀπὸ δύο Θηραϊκὲς οἰκογένειες, ποὺ κατασκευάσθηκαν στὴ Μόσχα τὸ 1832 καὶ διατηροῦνται μέχρι σήμερα. Ἡ τοῦ καθενὸς ἀφιερωτικὴ ἐπιγραφὴ εἶναι σὲ μεγαλογράμματη βυζαντινὴ καὶ ῥωσικὴ γραφή. Τῆς τελευταίας ἔγινε ἡ σχετικὴ μετάφραση διὰ τὴν πληρότητα τοῦ κειμένου 32.
Ὁ μὲν δεξιὸς πολυέλαιος φέρει κυκλοτερῶς τὴν ἀκόλουθη ταινιοειδῆ ἐπιγραφή·
«ΑΦΙΕΡΩΘΗ ΑΠΟ ΣΑΝΤΟΡΗΝΗΣ ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΔΟΥΛΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΥ ΖΥΓΟΥ ΤΟΥ ΚΑΛΟΜΟΙΡΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΤΕΚΝΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΟΙΜΗΘΕΙΣΗΣ ΜΗΤΡΟΣ ΑΥΤΟΥ ΚΑΛΗΣ ΟΥΣ ΠΑΝΤΑΣ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΣΟΥ ΑΞΙΩΣΟΝ ΚΥΡΙΕ! ΕΤΟΣ 1832 ΗΜΕΡΑ 15 ΜΑΪΟΥ ΜΟΣΧΑ ΜΑΪΣΤΩΡ ΜΟΣΧΟΒΙΤΗΣ ΣΥΝΕΧΙΣΤΗΣ ΧΑΛΑΛΑΜΠΟΣ ΚΑ ΖΜΙΝ - ΥΙΟΣ ΖΤΣΩΒ».
Ὁ δὲ ἀριστερός, τὴν ἑξῆς, ὁμοιότροπη μὲ τὴν προηγουμένη·
«ΑΦΙΕΡΩΘΗ ΑΠΟ ΣΑΝΤΟΡΗΝΗΣ ΠΑΡΑ ΤΩΝ ΔΟΥΛΩΝ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΤΕΚΝΩΝ ΑΥΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ, ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΛΟΙΠΩΝ ΕΚ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΑΥΤΩΝ ΚΕΚΟΙΜΗΜΕΝΩΝ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΩΝ ΑΠΑΝΤΩΝ ΜΝΗΣΘΗΤΙ ΚΥΡΙΕ ΕΝ ΤΗ ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΣΟΥ. ΕΤΟΣ 1832 ΗΜΕΡΑ 15 ΜΑΪΟΥ ΜΑΪΣΤΩΡ ΧΑΛΑΛΑΜΠΟΣ ΖΤΣΩΒ».
1. Σύντομη ἀναφορὰ στὸ γεγονὸς τῆς εὑρέσεως τῆς Τιμίας Ζώνης στὴ Σαντορίνη βλέπε· α) Γ. Σμυρνάκη, Τὸ Ἅγιον Ὄρος. β) Γ. Παπαδοπούλου, Συμβολαὶ εἰς τὴν Ἱστο ῥίαν τῆς παρ᾿ ἡμῖν Ἐκκλ. Μουσικῆς, ἐν Ἀθήναις 1890, σελ. 437. Γ. Παπαδοπούλου, Ἱστορικὴ Ἐπισκόπησις τῆς Ἐκκλησ. Βυζαντινῆς Μουσικῆς, Ἀθῆναι 1909, σελ. 225. γ) Δαν. Δεναξᾶ, Ἐκκλησιαστικὸς Ὁδηγὸς κ.λπ., ἐν Ἀθήναις 1927, σελ. 90-94. δ) Ἰ. Παναγιώτου, Ἡ πλατυτέρα τῶν οὐρανῶν, Ἀθῆναι 1971, σελ. 82. ε) Προσκυνητάριο Ἱ. Μεγίστης Μονῆς Βατοπαιδίου, Ἅγιον Ὄρος 1993, σελ. 54.
2. Φωτοστατικὸ ἀντίγραφο αὐτοῦ κατέχει καὶ ὁ γράφων.
3. Τὸ ἐν λόγῳ κείμενον ἡ Μονὴ ἀπέστειλε διὰ τοῦ ἀριθ. 256/24.9.1953 ἐγγράφου της, ὑπογραφομένου ὑπὸ τριῶν ἐπιτρόπων «Γερόντων».
4. Ματθ. Ε. Μηνδρινοῦ, Ὁ Θηραῖος μουσικὸς τοῦ ΙΘ´ αἰῶνος Ἀντώνιος Ν. Σιγάλας. Ἐπετηρὶς Ἑταιρείας Κυκλαδικῶν Μελετῶν, τόμ. ΙΕ´ (1996), σελ. 211.
5. Ματθ. Ε. Μηνδρινοῦ, Θηραϊκὰ Ἀρχεῖα, Ἐπετηρὶς Ἑταιρείας Κυκλαδικῶν Με λετῶν, τόμ. ΙΒ´ (1995), σελ. 236.
6. Ἡ περιγραφὴ τῶν διαστάσεων τοῦ Τιμίου Ξύλου ὑπὸ τοῦ Σιγάλα, ταυτίζεται μὲ τὴν ἀναφερομένη ὑπὸ τοῦ καθηγητοῦ Γεωργίου Μαντζαρίδη (πρβλ. ἀνωτ. σελ 27, ὑποσημ. 2 ἀριθ. 3), καθὼς καὶ ὑπὸ τοῦ Σκαρλ. Βυζαντίου (πρβλ. ἀνωτ. σελ. 12 ὑποσημ. 5).
7. Ματθ. Ε. Μηνδρινοῦ, Ἐκρήξεις καὶ σεισμοὶ τοῦ ἡφαιστείου Θήρας ἀπὸ ἀρχαιο τάτων χρόνων μέχρι σήμερον (1975), Ἐφημ. «Κυκλαδικὸν Φῶς», Φεβρουάριος - Μάϊος 1975, σελ. 7.
8. Πρόκειται γιὰ τὸ μεγαλύτερο τεχνικὸ ἔργο τῆς Βενετοκρατίας στὴν Κρήτη, περὶ τοῦ ὁποίου ἀναλυτικώτερα βλέπε· «Τὸ Μεγάλο Κάστρο» (Ἡράκλειο), ἀφιέρωμα «Ἑπταήμερο» Ἐφημ. «Καθημερινῆς» 22.9.1996 σελ. 12, ὅπου καὶ σχετικὴ βιβλιο γραφία.
9. Ἀποστ. Βακαλοπούλου, Ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως 1821, Ἀθῆναι 1971, σελ. 122.
10. Ζαχαρία Πρακτικίδη, Συνοπτικὴ ἱστορία τοῦ κατὰ τὴν νῆσον Κρήτης... συμβὰν τος πολέμου κατὰ τὸ 1821, Περιοδ. Χρυσαλλίς, τόμ. Δ´ (1866) σελ. 158.
11. Γ. Μαρτζέλου, Οἱ ἅγιοι τῆς Μονῆς Βατοπαιδίου, Ἱερὰ Μονὴ Βατοπαιδίου, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 112.
12. Ματθ. Ε. Μηνδρινοῦ, Ὁ ταρσανᾶς τοῦ Ἀθηνιοῦ, ἐφημ. «Θηραϊκὰ Νέα», Ὀκτώβριος 1994, σελ. 1.
13. Βασ. Σφυρόερα, Κρητικὰ ἐπώνυμα στὶς Κυκλάδες. Ἀνάτυπο ἀπὸ τὰ πρακτικὰ Β´ Κρητολογικοῦ Συνεδρίου (1969), σελ. 465.
Οἱ σχέσεις Κρήτης καὶ Θήρας χρονολογοῦνται ἀπὸ τὴν π.Χ. ἐποχή, καθὼς ἔχει ἀποδείξει ἡ πληθώρα τῶν ἀρχαιολογικῶν ἀνασκαφικῶν εὑρημάτων καὶ λοιπῶν μαρτυ ῥιῶν. Πρβλ. καὶ Χρήστ. Ντούμα, Προϊστορικοὶ Κυκλαδίτες στὴν Κρήτη - Ἀρχαιολογι κὰ Ἀνάλεκτα 12 (1979), σελ. 104-109. Ἐπίσης κατὰ τὸν 16ο καὶ 17ο αἰῶνα εὑρίσκομε στὴ Σαντορίνη, σὲ πολλοὺς ναούς, ἔργα Κρητῶν ἁγιογράφων, ὅπως τοῦ «ἱερέως» Ἐμμ. Σκορδίλλη, τοῦ Βίκτωρος τοῦ Κρητός, ἐνῶ στὸν Ἀπογραφικὸ Κατάλογο τοῦ 1844 τοῦ Μεγαλοχωρίου εὑρίσκομε κρητικὰ ἐπώνυμα, π.χ. Βαλσαμάκης, Παρισάκης, Φωτάκης κ.ἄ. Στὸ δὲ Ἀρχεῖο τοῦ τ. Ἐπαρχείου Θήρας ὑπάρχουν αἰτήσεις Κρητῶν ποὺ ζητοῦν μετεγγραφὴ στὸ Δῆμο Καλλίστης. Πρβλ. Κιμωλιακά, τόμ. Γ´ (1977), σελ. 342. Μιχ. Δανέζη, Σαντορίνη, Ἀθῆναι 1971, σελ. 170.
14. Μιχ. Χουλιαράκη, Γεωγραφική, διοικητικὴ καὶ πληθυσμιακὴ ἐξέλιξη τῆς Ἑλλὰ δος (1821-1971), τόμ. Α´ (Μέρος Α´), Ἀθῆναι 1977, σελ. 27, 32.
15. Βασ. Σφυρόερα, Ἰωσὴφ Δεκιγάλας, Ἀθῆναι 1960, σελ. 5. Ματθαίου Ε. Μηνδρινοῦ, Οἱ ἰατροὶ τῆς Θήρας, ἐφημ. «Κυκλαδικὸν Φῶς», φύλ. 383-384/1986 σελ. 3. Πρ βλ. καὶ ἔγγραφο Δήμου Καλλίστης ἀριθ. 532/10 Νοεμβρίου 1836. Σημειώνεται, ἀκόμη, ὅτι λίγα χρόνια ἀργότερα ὁ υἱός του Ἰωάννης Σανταντώνιος ἐλειτούργησε τὸ πρῶτο φαρμακεῖο στὰ Φηρά. Πρβλ. ἔγγραφο Ἐπαρχείου Θήρας (23 Φεβρουαρίου 1843), ὅπου ὑπογράφει γιὰ ποσὸν 600 δρχ. ὡς ἀντιμισθία του, ἔνεκα χορηγήσεως «φαρμάκων πρὸς τοὺς ἐνδεεῖς» (Φάκελ. Λεπροκομείου).
16. Ἰ. Δελένδα, Οἱ Καθολικοὶ τῆς Σαντορίνης, Ἀθῆναι 1949, σελ. 221.
17. Τὰ Γράμματα αὐτὰ δὲν ἔχουν ἀνευρεθεῖ ἀκόμη.
18. Πρβλ. Ματθ. Ε. Μηνδρινοῦ, Θηραϊκὰ Ἀνάλεκτα, ἔκδοση Ἱδρύματος Μπελλὼ νια, Ἀθήνα 1995, σελ. 52.
19. Ἀποστ. Βακαλοπούλου, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 118. Ἀπὸ τὸ 1822 εἶχαν ἀποσταλεῖ στὸ Ἅγιον Ὄρος 3.000 Τοῦρκοι στρατιῶτες τρεφόμενοι ἀπὸ τὰ Μοναστήρια, οἱ ὁποῖοι προέβησαν σὲ ἀνήκουστες βαρβαρότητες παντὸς εἴδους· ἐφόνευσαν μοναχούς, ἐσύλη σαν ὅσους βρῆκαν θησαυροὺς καὶ ἐχρησιμοποίησαν γιὰ φυσίγγια καὶ φωτιὰ πολύτιμα χειρόγραφα. Πρβλ. καὶ Π. Χρήστου, Ὁδοιπορικὸ στὸ Ἅγιον Ὄρος, σελ. 200.
20. Δαν. Δεναξᾶ, Ἡ Ἱερὰ Μητρόπολις Θήρας, Πειραιεὺς 1933, σελ. 15. Τὰ Φηρὰ ἔγιναν ἕδρα τοῦ Καθολικοῦ Ἐπισκόπου ἀπὸ τὸ 1804, ἐνῶ τοῦ Ὀρθοδόξου ἀπὸ τὸ 1860. Περὶ τοῦ ἐπισκόπου Ζαχαρία (Κυριακοῦ) ἐξ Ἄνδρου, βλέπ. Ματθ. Ε. Μηνδρινοῦ, Ὁ Μητροπολίτης Θήρας Ζαχαρίας Κυριακός, ἐφημ. «Κυκλαδικὸν Φῶς», Ἰούνιος 1972, σελ. 10 καὶ L. Ross, Reisen des Kunigs, τόμ. Α´, σελ. 59.
21. Νικ. Κοκολάκη, Ἡ ἐν Θήρᾳ Ἱερὰ Μονὴ τῶν Δομηνικανίδων, ἐν Μιχ. Δανέζη, Σαντορίνη 1971, σελ. 167-168.
22. Διευκρινίζεται ἐδῶ, ὅτι κατὰ τὸ «Θηραϊκὸ» ἔγγραφο ὁ Σανταντώνιος παρεκὰ λεσε τὸν ἐπίσκοπο Ζαχαρία νὰ παραλάβη ὁ ἴδιος τὰ «Ἅγια» ἀπὸ τὸ τραπέζι, ἐνῶ κατὰ τὸ Α´ ἁγιορειτικὸ ἔγγραφο, τὴν ὥρα τῆς παραλαβῆς μετρήθηκαν στὸν πρόξενο 15.000 γρόσια, ἐπειδὴ ὑπεστήριζε, ὅτι καὶ ἐκεῖνος τὰ ἀγόρασε ἀπὸ τὸν πασὰ τῆς Κρήτης, μὲ 2.000 βενετικὰ φλουριά.
23. Τὸ «Θηραϊκὸ» ἔγγραφο ἀναγράφει ὡς ἡμέρα τῆς εὑρέσεως τὴν 26η Ὀκτωβρίου 1830 -ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου- ποὺ καθὼς προκύπτει ἀπὸ τὴν μαθηματικὴ ἀνάλυση ἦταν ἡμέρα Τρίτη. Ἀπεναντίας, τὸ Α´ ἁγιορειτικὸ ἔγγραφο τὴν 10η Ὀκτω βρίου, ποὺ ἦταν ἡμέρα Κυριακή. Πρβλ. Ὁδηγίες, «Διαρκὲς ἡμερολόγιο ἀπὸ τὸ 1801 ἕως τὸ 2000» στὸ Ἡμερολόγιο, Δίπτυχα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος 1996, σελ. με´.
24. Ἡ Σαντορίνη εἶχε τότε 4 προξενεῖα (Γαλλικό, Ἀγγλικό, Ῥωσικὸ καὶ Ὁλλανδικὸ). Πρβλ. Ματθ. Ε. Μηνδρινοῦ, Θηραϊκὰ Ἀνάλεκτα, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 43.
25. Κατὰ τὴν ἀπογραφὴ τοῦ 1832 ὁ πληθυσμὸς τῆς Σαντορίνης ἀνήρχετο σὲ 15.428 κατοίκους ἢ 3.375 οἰκογένειες, ἐνῶ ἡ Ἄνδρος εἶχε μόλις 10.000. Πρβλ. Μιχ. Χουλιαρὰ κη, ἔνθ᾿ ἀνωτ.,
26. Τὸ ναὸν ἔκτισεν ὁ ἱερομόναχος Νεόφυτος Μάρκου Μπελλώνιας, ἐνῶ τὰ πρῶτα δωμάτια τοῦ Μητροπολιτικοῦ μεγάρου (Κονάκι) ὁ ἐπίσκοπος Μαθᾶς (1860), ἐξ Ἂν δρου. Πρβλ. Δαν. Δεναξᾶ, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 23-26, 57. Ματθ. Ε. Μηνδρινοῦ, Ὁ Μητροπολιτικὸς Ναὸς τῆς Σαντορίνης, ἐφημ. «Κυκλαδικὸν Φῶς», Αὔγουστος 1985, Ἰανουὰ ῥιος 1986, σελ. 17.
27. Πρέπει νὰ σημειώσωμε ἐδῶ ὅτι καὶ στὴν περίπτωση τῆς Σαντορίνης παρατηροῦμε τὴν συνέχεια τῆς θαυματουργικῆς παρουσίας τῆς Θείας Χάριτος, ὅπως συνέβαινε ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τῶν Ἀποστόλων· «διὰ δὲ τῶν χειρῶν τῶν Ἀποστόλων ἐγίνετο σημεῖα καὶ τέρατα ἐν τῷ λαῷ πολλά... ὥστε... ἐκφέρειν τοὺς ἀσθενεῖς ἐπὶ κλινῶν καὶ κραβάττων... καὶ ὀχλουμένους ὑπὸ πνευμάτων ἀκαθάρτων, οἵτινες ἐθεραπεύοντο ἅπαντες» (Πράξ. Ε, 12-16).
28. Βλέπε Α´ Στάση Ἀκαθίστου Ὕμνου.
29. Ἡ ἐν λόγῳ ᾈσματικὴ Ἀκολουθία ὑπάρχει στὸ ἀριθ. 1 χφ. τῆς Δημοτικῆς Βιβλιοθήκης Σάμου. Πρβλ. Δελτίο Ἱστορικοῦ Παλαιογραφικοῦ Ἀρχείου (1980), τεῦχ. Α´, σελ. 149. Μορφωτικὸ Ἵδρυμα Ἐθνικῆς Τραπέζης.
30. Πρβλ. Προσκυνητάριον Ἱ. Μεγίστης Μονῆς Βατοπαιδίου, Ἅγιον Ὄρος 1993, σελ. 55.
31. Ἡ ἐν λόγῳ εἰκόνα εἶναι μία ἀπὸ τὶς 7 θαυματουργὲς εἰκόνες τῆς Μονῆς, ὀφείλουσα τὴν ἐπωνυμία της στὸ γεγονός, ὅτι, καθὼς ἀναφέρει ἡ Παράδοση, ὅταν οἱ Ἄραβες ἐπέδραμαν κατὰ τῆς Μονῆς τὸν 10ον αἰώνα, ἕνας μοναχὸς τὴν ἔκρυψε μαζὶ μὲ τὸν Σταυρὸ τοῦ Μ. Κων/νου στὸ πηγάδι τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, ὅπου καὶ παρέμεινε ἐπὶ 70 χρόνια... Πρβλ. Γ. Μαντζαρίδη, Θαυματουργὲς εἰκόνες καὶ Ἅγια Λείψανα, Μεγίστη Μονὴ Βατοπαιδίου, Ἅγιον Ὄρος 1996, σελ. 118.
32. Ἡ μετάφραση ἀπὸ τὰ ῥωσικὰ ἔγινε ἀπὸ τὸν πρεσβύτερο π. Γεώργιο Σκουτέλη, ἐφημέριο τοῦ ναοῦ Ἁγίας Τριάδος Ῥωσικῆς παροικίας Ἀθηνῶν (ὁδοῦ Φιλελλήνων), τὸν ὁποῖο εὐχαριστῶ καὶ ἀπὸ τῆς θέσεως αὐτῆς.
«ΑΝΕΥΡΕΣΙΣ ΤΗΣ ΤΙΜΙΑΣ ΚΑΙ ΙΕΡΑΣ ΖΩΝΗΣ
ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΚΑΙ ΑΕΙΠΑΡΘΕΝΟΥ ΜΑΡΙΑΣ
ΕΝ ΜΗΝΙ ΟΚΤΩΒΡΙῼ 26 ΤΟΥ 1830 ΕΝ ΘΗΡᾼ»
Τὰ τῆς Κρήτης ἀλλεπάλληλα καὶ πολύστονα δεινὰ πολλὰς καὶ διαφόρους δυστυχίας προλαβόντως ἐπέφερον, πολὺ δὲ περισσότερον κατὰ τὴν Ἐπανάστασιν τοῦ 1821 καθ᾿ ἣν ἅπασα ἡ Ἑλληνικὴ φυλὴ ἀπεστάτησε κατὰ τοῦ Σουλτάνου ὑπὲρ τῆς ἀπελευθερώσεως καὶ ἀνεξαρτησίας τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους. Οἱ φόνοι, αἱ ἁρπαγαί, αἱ λεηλασίαι, αἱ πυρπολήσεις καὶ λοιπὰ συμβάντα ἐξιστοροῦνται ἐν τῇ Γενικῇ Ἱστορίᾳ τοῦ Ἔθνους. Ἡμεῖς δὲ θὰ περιορισθῶμεν εἰς τὴν ἀνεύρεσιν τινῶν ἱερῶν κειμηλίων τῆς εὐαγοῦς Ἱερᾶς αὐτοκρατορικῆς Μονῆς τοῦ Βατοπεδίου ἐν Ἄθωνι, παρακατατεθειμένων ἐν Κρήτῃ ὑπὸ τῶν ἁγίων πατέρων τῆς Μονῆς καὶ ἀφανῶν ὄντων ἐπὶ δέκα ἔτεσι, θείως πως ἀνακαλυφθέντων διεσώθησαν ἐν Θήρᾳ· α) Μέρος τῆς Τιμίας Ζώνης τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, β) οὐκ ὀλίγου Τιμίου Ξύλου τοῦ Ζωοποιοῦ Σταυροῦ τοῦ Σωτῆρος καὶ γ) ἡ Τιμία Κάρα τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα ἐπισκόπου Κρήτης, τοῦ Ἱεροσολυμίτου.
Μόλις ἡ ἀνεύρεσις τῶν ἁγίων ψιθυρίζεται καὶ ὁ ἀρχιερεὺς Ζαχαρίας Κυριακὸς σπεύδει πρὸς ἐκεῖνον, δι᾿ οὗ τὰ ἱερὰ ταῦτα διεφυλάττοντο καὶ ἐξαιτεῖται αὐτά, ἀλλ᾿ ἡ σύζυγος αὐτοῦ ἠρνεῖτο αὐτά, σκοποῦσα νὰ μεταφέρῃ αὐτὰ εἰς Εὐρώπην καὶ ἐκεῖ νὰ τὰ ἐκποιήσῃ ἢ νὰ τὰ καταθέσῃ ἐπ᾿ ἀμοιβῇ χρημάτων πολλῶν. Ἡ συζήτησις αὕτη ἐξακολούθει τρία ὁλόκληρα ἔτη, ὅτε αἴφνης ἐπαρουσιάσθησαν οἱ Πατέρες, ὁ Προηγούμενος Διονύσιος Βατοπεδινὸς καὶ Στέφανος Ἐφέσιος μοναχὸς τῆς ἐν Ἄθῳ Ἱερᾶς Βασιλικῆς Μονῆς τοῦ Βατοπεδίου καὶ ἀπέδειξαν καὶ ἐπεβεβαίωσαν τὴν πραγματικότητα τῶν ἱερῶν καὶ τὴν πρὸς τοὺς κατόχους κατάθεσίν των ἀπὸ τοὺς Πατέρας τοῦ Μοναστηρίου, εἰς Κρήτην.
Κατὰ τὸ 1821, ὅτε σφοδροτάτη ὑπῆρχεν ἡ καταδίωξις καὶ γενικὸς ὁ ἐξολοθρεμὸς τῶν χριστιανῶν τῆς Κρήτης, οἱ Πατέρες εὑρέθησαν ἐκεῖ μετὰ τῶν ἱερῶν κειμηλίων, κεκλημένοι ὄντες παρὰ τῶν χριστιανῶν πρὸς ἀποδίωξιν τῆς μαστιζούσης τὸν τόπον νόσου πανώλους, ὄντες καταδιωκόμενοι ὑπὸ τῶν ἀγρίων Ὀθωμανῶν, κατέφυγον εἰς τὸ ἐν Ἡρακλείῳ Ἀγγλικὸν Προξενεῖον πρὸς διάσωσίν των. Ὁ Πρόξενος Δομήνικος Σανταντώνιος καὶ ἡ σύζυγος αὐτοῦ Στεφανία Γιαμαλακενοπούλα, διὰ νὰ γλυτώσουσιν αὐτοὺς ἀπὸ τὸν βίαιον θάνατον αὐτῶν ὑπὸ τῶν Ὀθωμανῶν, κατεβίβασαν αὐτοὺς διὰ σχοινίου ἀπὸ τὰ παράθυρα τοῦ Προξενείου διὰ νυκτὸς ἐν τῷ λιμένι, ὅπου πλοῖον ἕτοιμον πρὸς ἀπόπλουν περιμένον αὐτούς, ἀπέπλευσεν. Τὰ δὲ ἱερὰ κειμήλια καὶ πάντα τὰ ἀφιερώματα ποὺ εἶχον συνάξει ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς ἔμειναν εἰς τὴν κατοχὴν τοῦ Προξενείου πρὸς διαφύλαξιν.
Ἀπειλουμένων δὲ καὶ τῶν Προξένων ὑπὸ τῶν ἀγρίων Ὀθωμανῶν, ἤρξαντο ὁ εἷς κατόπιν τοῦ ἄλλου καὶ ἀνεχώρουν ἐκ τοῦ Προξενείου κατ᾿ εὐθεῖαν διὰ τὴν Εὐρώπην. Εὐτυχῶς δὲ τὸ πλοῖον ἐφ᾿ οὗ εἶχε ἐπιβιβασθῇ καὶ ὁ Ἄγγλος Πρόξενος μετὰ τῆς οἰκογενείας του, φέρων μεθ᾿ ἑαυτοῦ καὶ τὰ ἱερὰ κειμήλια, ὑπὸ ἐναντίου ἀνέμου διωκόμενον καὶ ὑπὸ τοῦ διαπλέοντος τὰ ὕδατα τῆς Κρήτης στόλου ἐπαπειλούμενον, προσήγγισεν εἰς Θήραν καὶ ἐλλιμενίσθη ἐκεῖ.
Ὁ Πρόξενος μετὰ τῆς οἰκογενείας του ἐξελθὼν τοῦ πλοίου εἰς Θήραν, ἀπήντησε Δυτικοὺς πολλοὺς ὁμοθρήσκους καὶ Κρήτας πολλοὺς φυγάδας, γνωστοὺς τῇ οἰκογενείᾳ του. Εὑρὼν τὴν νῆσον εὐάερον, τὸ κλῖμα αὐτῆς ὑγιέστατον, τοὺς κατοίκους ὁπωσοῦν μορφωμένους καὶ ἀγαθούς, ἀπεφάσισε τὴν εἰς Θήραν διαμονήν του, ὅπου εὗρε πράγματι φιλοξενίαν ἀρίστην. Καθ᾿ ὃ δὲ ἰατρὸς ἄριστος καὶ χειρουργὸς εὗρε τὴν τύχην του, τιμώμενος καὶ ἀγαπώμενος παρὰ πάντων μέχρι τοῦ 1829, ὅτε ἐπαρουσιάσθη τὸ τῶν ἱερῶν κειμηλίων ζήτημα.
Μετὰ τὴν ἔλευσιν ὅθεν τῶν ὡς εἴρηται Μοναστηριακῶν Πατέρων, δὲν ἔλειψεν ὁ Ἀρχιερεὺς νὰ παρουσιάσῃ αὐτοὺς εἰς τὸν Πρόξενον καὶ νὰ διπλασιάση τὰς περὶ παραδόσεως τῶν ἱερῶν ἀπαιτήσεις των. Ἐπὶ τέλους, ἐν μιᾷ τῶν ἡμερῶν Ὀκτωβρίου, ἔχων γεῦμα τοῦ Ἀρχιερέως ὁ Πρόξενος ἐν τῇ οἰκίᾳ του, ὅπερ συχνάκις ἐσυνήθιζε διὰ τὴν ἐν τῷ μεταξύ των μεγάλην σχέσιν, παρευρέθη ἐν αὐτῷ ὁ ἀρχιδιάκονος Σεραφεὶμ Καΐρης καὶ ὁ Ἀντώνιος Σιγάλας, ἀμφότεροι εὐνοούμενοι καὶ ἀγαπώμενοι ἀπὸ τὸν Πρόξενον καὶ τὸν Ἀρχιερέα.
Μετὰ τὸ γεῦμα ἐπανέφερε πάλιν, κατὰ τὴν συνήθειάν του, ὁ Ἀρχιερεὺς τὸ περὶ τῶν κειμηλίων ζήτημα, προτρέπων αὐτὸν (τὸν Πρόξενον) καὶ δεόμενος αὐτῷ τὴν παράδοσιν τῶν ἁγίων. Ὁ Πρόξενος ἐνθουσιασθεὶς καὶ κατανυγεὶς ὑπὸ τῶν αἰτήσεων τοῦ Ἀρχιερέως, ὡμολόγησε τὴν ὕπαρξιν τῶν ἱερῶν κειμηλίων, ἀλλὰ δὲν δύναται νὰ παραδώσῃ αὐτὰ κωλυόμενος ὑπὸ τοῦ δαίμονος τῆς συζύγου του (ὡς εἶπε).
Βεβαιωθέντος, ὅθεν, τοῦ πράγματος, ὁ μὲν Ἀρχιερεὺς μετὰ τοῦ ἀρχιδιακόνου ἔμειναν ἐν τῇ οἰκίᾳ, ὅπως χειροθετήσωσι καὶ φέρωσιν εἰς οἶκτον καὶ τὴν σύζυγόν του, ὁ δὲ Σιγάλας ἐπιστρέψας εἰς τὸ χωρίον του ἔκαμε ταῦτα γνωστὰ τοῖς Πατράσι καὶ αὐθωρεὶ συνεκάλεσε τοὺς Δημογέροντας καὶ τοὺς ἱερεῖς αὐτῶν νὰ παραλάβωσιν αὔριον, μετὰ τὴν θείαν ἱερουργίαν τὰς σημαίας καὶ φανάρια τῶν ἐκκλησιῶν καὶ νὰ παρευρεθῶσιν εἰς τὸ χωρίον Πύργος, ὅπου ἔχει λόγον σπουδαῖον νὰ τοὺς ἀνακοινώσῃ. Ἡ ὑπεροχὴ καὶ ἐπιῤῥοὴ τοῦ Σιγάλα ἐν τῇ Ἐπαρχίᾳ ἐκείνῃ ἦτον ἀναμφισβήτητος. Ἅπαντες, λοιπόν, ἐπὶ τῇ εἰδοποιήσει τοῦ Σιγάλα, μηδενὸς ἐξαιρουμένου, ἔφθασαν τὴν ἐπιοῦσαν 26 Ὀκτωβρίου 1830, ἡμέρα ἐπέτειος τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, εἰς τὸν Πύργον καὶ ἀνεκοίνωσεν αὐτοῖς τὴν εὕρεσιν τῆς Τιμίας Ζώνης εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ Σανταντώνιου καὶ ὅτι ὀφείλομεν νὰ συνοδεύσωμεν αὐτὴν ἐνδόξως. Τότε παραλαβόντες καὶ τοὺς Πατέρας ὅδευσαν κατ᾿ εὐθεῖαν εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ Σαταντώνιου. Πρὶν δὲ ὁ λαὸς φθάση εἰς τὴν οἰκίαν, ὁ Σιγάλας εἰδοποίησε περὶ πάντων τούτων τὸν Ἀρχιερέα, ἡ δὲ πανιερότης του τὸν Πρόξενον, ὅστις ἀκροαζόμενος τὴν συνεχῆ κωδωνοκρουσίαν τῶν χωρίων, τὸν λαὸν συναθροιζόμενον (διότι ἅμα οἱ Πατέρες καὶ ὁ λαὸς ἀνεχώρησαν ἀπὸ τὸν Πύργον, ἐν ἀκαρεὶ διεδόθη εἰς τὰ χωρία ἡ εἴδησις περὶ τῆς εὑρέσεως τῆς Τιμίας Ζώνης καὶ πρὶν οὗτοι φθάσωσιν εἰς τὸν τόπον, λαὸς πολὺς ἦτο συναθροισμένος), ἔσπευσεν ἀμέσως ἐνθουσιῶν ν᾿ ἀνοίξῃ ἕνα κιβώτιον ἐξ οὗ ἐξήγαγεν ἓν κάλυμμα χρυσοκέντητον καὶ ἥπλωσεν ἰδίαις χερσὶν ἐπί τινος τραπέζης, ἐν τῷ μέσῳ τῆς αἰθούσης κειμένης. Ἐξάγει ἐκ τοῦ κιβωτίου εἴκοσι κηρία λευκὰ καὶ τοποθετεῖ τὰ κηροπήγια ἐπὶ τῆς τραπέζης καὶ μετὰ ταῦτα παρακαλεῖ τὸν Ἀρχιερέα νὰ παραλάβῃ τὸ κιβώτιον τῆς Τιμίας Ζώνης.
Τούτου γενομένου ἔφθασαν οἱ Πατέρες, ὥστε ἀπὸ τὰς χεῖρας τοῦ Ἀρχιερέως ἔλαβον αὐτὸ καὶ ἀπέθεσαν ἐπὶ τῆς προητοιμασμένης τραπέζης. Παρὰ χρῆμα δὲ ἤρξαντο τὴν ἀκολουθίαν τοῦ Ἁγιασμοῦ καὶ ἀφοῦ ἡγίασαν τὴν οἰκίαν καὶ τοὺς ἐν αὐτῇ εὑρισκομένους ἤραντο τὰ Ἅγια συνοδευόμενοι ὑπὸ τοῦ Ἀρχιερέως, τοῦ ἐπαρχεύοντος κ. Χρυσοβελώνη καὶ τοῦ ῥήτορος αὐταδέλφου του, προσκληθέντων ὑπὸ τοῦ Ἀρχιερέως, ὅπως παρευρεθῶσιν εἰς τὴν προπομπὴν τῶν Ἁγίων καὶ πλῆθος λαοῦ μετέφερον αὐτό, ἒν τινι κεντρικῷ τῆς πρωτευούσης τῶν Φηρῶν τόπῳ καὶ κατέθεσαν αὐτά. Ἐκφωνήσας ὁ Χρυσοβελώνης τὸν ἁρμόδιον τῇ περιστάσει λόγον, εὐχαριστήσας τὸν Πανάγαθον Θεὸν ἐκ μέρους τοῦ παρευρεθέντος λαοῦ, δι᾿ ἧς τὸν ἠξίωσε τῆς χάριτος νὰ προσκυνήσῃ τὰ τοιαῦτα θεῖα ὄντα καὶ τὸν συνεργήσαντα εἰς τὴν ἀνακάλυψιν καὶ παράδοσιν αὐτῶν τῶν ἱερῶν κειμηλίων, πρὸς οὓς ἀνήκουσιν, Ἀρχιερέα.
Μετὰ ταῦτα προσκυνήσαντες καὶ ἁγιασθέντες οἱ ἐν τοῖς μεμακρυμένοις χωρίοις συναθροισθέντες πολῖται, ἤραντο αὖθις τὰ ἅγια οἱ Πατέρες συνοδευόμενοι ὑπὸ τοῦ Ἀρχιερέως καὶ πλήθους λαοῦ τῶν κάτω χωρίων τῆς νήσου καὶ μετέφερον ταῦτα ἐν τῷ ἐν Πύργῳ καταλύματί των καὶ κατέθεσαν ἐπὶ ὁλοκλήρους ὥρας εἰς προσκύνησιν τοῦ συναθροισθέντος πλήθους.
Τοιαύτη συγκίνησις τῶν κατοίκων τῆς Θήρας καὶ σέβας πρὸς τὰ Θεῖα, οὐδέποτε ἄλλοτε ἐφάνησαν ἐπὶ τῶν ἡμερῶν μας.
Ἔκτοτε, ἅπας ὁ λαὸς ὡς σμῆνος μελισσῶν συνήρχετο εἰς τὸ κατάλυμα τῶν Πατέρων εἰς προσκύνησιν τῶν ἁγίων.
Ἐν μιᾷ δὲ τῶν ἡμερῶν πρόσκλησις τοῦ κ. Χρυσοβελώνη καταφθάνει εἰς τοὺς Πατέρας προσκαλοῦσα αὐτοὺς μετὰ τῶν Ἁγίων εἰς τὸ Διοικητήριον.
Κατὰ συνέπειαν δὲ τὴν ἐπιοῦσαν ἐπαρουσιάσθησαν εἰς τὴν εὐγένειάν του, ὅστις ὑπεδέχθη αὐτοὺς εὐγενέστατα, αἰτήσει τοῦ ὁποίου ἡγίασαν τὸ Διοικητήριον καὶ πολλὰς ἄλλας πέριξ οἰκίας καὶ διήνυσαν τὸ ὑπόλοιπον τῆς ἡμέρας μέρος εἰς τὸ Διοικητήριον. Τὴν δ᾿ ἐπαύριον προσκαλέσας αὐτοὺς τοῖς παρήγγειλεν ὅτι δὲν τοῖς ἐπιτρέπεται νὰ περιφέρωνται εἰς τὰς ὁδοὺς μὲ τὰ Ἅγια, ὡς ἀποτρόπαιον καὶ πρὸς τὸ ἱερατεῖον ἀχαρακτήριστον, ἀλλὰ καὶ οἱ Πατέρες δὲν ἦσαν πρὸς τοῦτο διατεθειμένοι, ἀλλ᾿ ἐξίσου ἀπρεπὲς καὶ εἰς τὸν ἱερατικὸν χαρακτῆρα ἀνάρμοστον, ὃ ἐστοχάζοντο τὴν τοιαύτην εἰς τοὺς δρόμους μετὰ τῶν Ἁγίων περίοδον. Οὕτω, λοιπόν, ἀρκετὰ συνδιαλεχθέντες ἐπέστρεψαν εἰς τὰ ἴδια.
Μ᾿ ὅλας δὲ τὰς ἀπαγορεύσεις τῆς Διοικητικῆς Ἀρχῆς καὶ τὰς ἀποποιήσεις τῶν Πατέρων, ἐπὶ τῆς αἰτήσεως τοῦ λαοῦ, ὁ λαὸς ἐνθουσιῶν ὑπὸ θρησκευτικοῦ ζήλου, ἁμιλλώμενοι πρὸς ἀλλήλους οἱ κάτοικοι ἑκάστου χωρίου, προσεκάλουν τοὺς Πατέρας μὲ τὰ τόσον ἀξιοσέβαστα ἅγια πρὸς ἁγιασμόν των.
Τὰ ὁποῖα πάντοτε μεγαλοπρεπῶς, εὐλαβοῦς κατανύξεως καὶ συνεχῶν πυροβολισμῶν συνώδευον μέχρι τοῦ χωρίου των, ὅπου δι᾿ ὁλονυκτίου ἀγρυπνίας ἑώρταζον τὴν ἡμέραν ἐκείνην.
Οὕτω παρήρχοντο αἱ ἡμέραι τοῦ λαοῦ πρὸς τὰ ἱερὰ διατεθειμένου καὶ εἰς τοιοῦτον τοῦ θρησκευτικοῦ προβεβηκότος μέχρι τῆς ἐλεύσεως τοῦ νέου Διοικητοῦ Θήρας κ. Λάτρη, ὅτε ὁ μισόκαλος διάβολος καὶ τῶν ἀνθρωπίνων ψυχῶν πολέμιος, κατατηκόμενος ὑπὸ τοῦ φθόνου διὰ τὴν περὶ τὰ θεῖα καὶ τὰ ἱερὰ κειμήλια ἀφοσίωσιν τῶν χριστιανῶν, ἐνέπνευσεν εἰς τὸν νέον διοικητὴν τὴν σατανικὴν ἰδέαν ν᾿ ἀποσύρῃ τοὺς χριστιανοὺς ἀπὸ τὴν προσκύνησιν τῶν Θείων, ἀποσπῶν αὐτὰ ἀπ᾿ αὐτούς. Ἅμα, λοιπόν, τῇ ἐνταῦθα ἐλεύσει του καὶ τὰ ἡνία τῆς Διοικήσεως ἀναλαβών, πρώτη πρᾶξις αὐτοῦ ὑπῆρχεν ἔντονος διαταγὴ πρὸς τοὺς Ἁγιορείτας Πατέρας ν᾿ ἀναχωρήσωσιν ἀμέσως ἀπὸ τὴν νῆσον. Ἀλλ᾿ ὁ λαὸς ἅπαξ διατεθειμένος ὡς εἴρηται, ἀντέστη κατὰ τῆς διαταγῆς του, ἐπιμένων ν᾿ ἁγιασθῆ πρῶτον ἅπας ὁ τῆς νήσου λαὸς καὶ τότε ν᾿ ἀναχωρήσωσι.
Ὅθεν καὶ καιροῦ διάστημα οὐ πολὺ διετέλει ἁγιαζόμενος, ἐφ᾿ ᾧ καὶ ἐφιλοδώρει τοὺς φέροντας πατέρας κατὰ τὴν αὐθόρμητόν του ἕκαστος προαίρεσιν. Ὁ δὲ Διοικητὴς ἐν ὅλῳ τούτῳ τῷ διαστήματι δὲν διέταττεν ἄλλο, εἰ μὴ τὰ κατὰ τῶν ἁγίων καὶ δὲν ἀπέβλεπεν εἰς ἄλλο, εἰ μὴ νὰ δράξῃ εὐκαιρίας καὶ εὐπροφασίστου ἀφορμῆς πρὸς ἐκτέλεσιν τοῦ σκοποῦ του. Καὶ μολονότι ταῦτα προβλέποντες, ὅ τε Ἀρχιερεὺς καὶ οἱ Πρόκριτοι τῶν χωρίων δὲν ἔπαυον καθ᾿ ἑκάστην νὰ παρακινῶσιν αὐτὸν ν᾿ ἀναβάλῃ τὸν σκοπόν του, μέχρι τῆς τελείας τοῦ λαοῦ ἐξαγιάσεως, μὴ ἐκ τῆς ἐπιμονῆς του ταύτης ἐπέλθῃ ταραχὴ τις εἰς τὸ Δημόσιον.
Τελευταῖον δὲ ὅτε καὶ τὸ ἀμετάθετον τῆς διαθέσεώς του πλέον βλέποντες οἱ Πατέρες, ἤρξαντο παρασκευάζεσθαι τὰ τῆς ἀναχωρήσεώς των εἰς χωρίον ὅπου διέμενον, οὐκ ὀλίγον ἀπέχον τῆς κεντρικῆς τῆς νήσου πόλεως καὶ τοῦ Διοικητηρίου. Αἴφνης περὶ τὴν λῆξιν τῆς Τυρινῆς ἑβδομάδος, ἤτοι τῇ Κυριακῇ τῆς Τυρινῆς, διατάττει αὐτοὺς νὰ παρευρεθῶσιν αὐθημερὸν ἐν τῷ Διοικητηρίῳ μετὰ τῶν Ἁγίων, ὡς δῆθεν ἁγιασθησόμενος. Οὔτε τὸ πρὸς τὰ τοιαῦτα ἀνάρμοστον τῆς ἡμέρας, οὔτε αἱ τῶν ἐπισήμων ἀνδρῶν πρὸς τὸ τοιοῦτον κίνημα ἀντιστάσεις, οὔτ᾿ ἄλλο τι ἠδυνήθη νὰ ἐμποδίσῃ τοὺς Ἁγιορείτας, καίτοι μακρὰν ἀπέχοντας τοῦ χωρίου, ἀπὸ τοῦ νὰ ὑπάγωσιν εἰς ἐκτέλεσιν τῆς Διοικητῆς διαταγῆς του. Ἀλλὰ λαβόντες τὰ Ἅγια μετέβησαν εἰς τὴν πρωτεύουσα Φηρῶν, εἲς τινα φιλικὴν οἰκίαν πλησιάζουσαν εἰς τὸ Διοικητήριον. Ἔπεμψαν δὲ πάραυτα ἐξετάσαντες, ἂν κατ᾿ αὐτὴν τὴν ὥραν εὐηρεστεῖτο νὰ εἰσέλθωσιν εἰς τὸ Διοικητήριον χάριν ἁγιασμοῦ (τοῦτο δὲ ἐθεώρησεν ὡς ἔγκλημα, διέτριβεν δὲ τὴν ὥραν ταύτην καὶ ἐτρύφα εἰς μακρινὴν οἰκίαν). Ὅθεν καὶ τὴν ἀπουσίαν αὐτοῦ μαθόντες περιέμενον ἀγογγύστως. Πλησιαζούσης δὲ τῆς ἑσπέρας, πέμπουσιν πάλιν ἐρευνῶντες ἂν ἐπέστρεψεν εἰς τὸ Διοικητήριον. Ὅτε εἷς τῶν Γραμματέων του, ἐλθὼν πρὸς αὐτοὺς τοὺς εἶπεν, ὅτι δὲν ἐπέστρεψεν ἀκόμη καὶ μετ᾿ οὐ πολὺ θὰ ἐπιστρέψῃ.
Οἱ Ἁγιορεῖται, καίτοι κεκμηκότες ἐκ τῆς ὁδοπορίας, ἐκ τῆς πείνης, ἐκ τῆς στενοχωρίας νὰ μένωσι καθ᾿ ὅλην τὴν ἡμέραν εἰς ξένην οἰκίαν, τὸν περιέμενον μεθ᾿ ὑπομονῆς. Περὶ τὰς δυσμὰς τοῦ ἡλίου, ἐπιστρέψας καλεῖ αὐτοὺς διὰ τοῦ πολιτάρχου εἰς τὸ Διοικητήριον καὶ ἐπιμένει νὰ τοὺς ἀφαιρέσῃ τὰ Ἅγια. Εἰς μάτην δέονται αὐτῷ οἱ Πατέρες, εἰς μάτην δικαιολογοῦνται ὅτι δὲν κατέχουσι τὰ Ἅγια ληστρικῶς, οὐδὲ διὰ τῆς βίας, εἰς μάτην ἐπεβεβαίωσαν αὐτὸν περὶ τῆς ὅσον ἔνεστι ταχείας ἐκ τοῦ τόπου ἀναχωρήσεώς των, εἰς μάτην ἐδεήθησαν αὐτῷ λέγοντες, ἂν οὕτως ἐπιμένῃ ν᾿ ἀποκλείσῃ τὰ Ἅγια νὰ συμπεριορίσῃ ὁμοῦ καὶ αὐτούς, ἀλλ᾿ οὐδεμίαν ἀκρόασιν δοὺς αὐτοῖς, ἀπῆλθε τοῦ Διοικητηρίου, ἐπιτάξας τοὺς αὐτὸν Πολιτάρχην, Ἀστυνόμον καὶ τοὺς Γραμματεῖς ν᾿ ἀποκλείσωσιν ἐν κιβωτίῳ τὰ Ἅγια, νὰ σφραγίσωσι καὶ διατηρήσωσι τὸ κιβώτιον εἰς τὸ Πολιταρχεῖον, ὅπερ καὶ ἔπραξαν.
Ταῦτα πληροφορηθεὶς ὁ Ἀρχιερεὺς ἀπέστειλε διὰ νυκτὸς τὸν Ἀρχιδιάκονόν του εἰς τὸν Διοικητὴν διαμαρτυρόμενος κατὰ τῆς αὐθαιρεσίας του. Ἀποδεικνύων αὐτῷ ὡς πρᾶγμα ἀνάρμοστον ὁ παρὰ τῷ Πολιταρχείῳ ἀποκλεισμός, αἰτούμενος νὰ μείνωσι ταῦτα ἐν τῷ Μητροπολιτικῷ ναῷ, μέχρι τῆς ἀναχωρήσεως τῶν Πατέρων, ὡς πράγματα θεῖα καὶ ἱερά, ἀνήκοντα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν καὶ τὸν Ἀρχιερέα αὐτῆς, οὐχὶ δὲ εἰς τὸ Πολιταρχεῖον.
Ὡς πρὸς τὸ τελευταῖον τοῦτο ζήτημα ἐνέδωσε κατ᾿ ἐκείνην τὴν ὥραν καὶ προσεκάλεσε τὸν Ἀρχιδιάκονον νὰ ἐπανέλθῃ αὔριον καὶ νὰ συνομιλήσωσι περὶ τοῦ πρακτέου. Πρὶν δὲ ἐπανέλθῃ ὁ Ἀρχιδιάκονος εἰς τὸ Διοικητήριον, ἀποστέλλεται ὁ Διοικητικὸς Γραμματεύς, λίαν πρωῒ μὲ ἔντονον ἐπίσημον πρὸς τὸν Ἀρχιερέα Γράμμα ν᾿ ἀναχωρήσωσι ἀνυπερθέτως οἱ Ἁγιορεῖται. Νὰ καλέσῃ δ᾿ αὐτοὺς καὶ ἐπιπλήξῃ διὰ τοὺς ἀπρεπεῖς καὶ ἀτάκτους κατὰ τῆς Διοικήσεως ἐκφωνηθέντας λόγους αὐτῶν, καίτοι προσκληθέντες ἐβεβαίωσαν, ὅτι οὐδέποτε τοιοῦτοι λόγοι ἐλέχθησαν εἰς τὸ Διοικητήριον ἐκ τοῦ στόματος αὐτῶν.
Ἰδὼν ὁ Ἀρχιερεὺς ὅτι ὁ Διοικητὴς φάσκει καὶ ἀντιφάσκει καὶ οὐδεμίαν ἐν ταῖς ὑποσχέσεσιν αὐτοῦ στηριζόμενος καὶ ὅτι ἐπιμένει εἰς τὸν παράτολμον σκοπόν του, ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ βλέπων τὴν δικαίαν τοῦ λαοῦ ἀγανάκτησιν, δυναμένην νὰ ἐπιφέρῃ ἀπαίσιὸν τι κατὰ τῆς Διοικήσεως, ἀπευκταῖον δὲ καὶ κατ᾿ αὐτῆς τῆς ἰδίας Κυβερνήσεως, λαβὼν καὶ τὴν γνώμην τῶν προκριτοτέρων τῶν χωρίων ἀνδρῶν καὶ θρησκευτικῷ ζήλῳ ὁρμώμενος, ἔσπευσε κατ᾿ εὐθεῖαν εἰς τὸ Διοικητήριον καὶ ἐζήτησε νὰ συνομιλήσῃ μετὰ τοῦ Διοικητοῦ. Ἀντὶ τοῦ ὁποίου ἐπαρουσιάσθη ὁ Ἀστυνόμος καὶ ὡς ἄλλος Γενίτσαρος ἢ δήμιος ἐρωτᾷ τὸν Ἀρχιερέα· «Τί ζητεῖς Δέσποτα; Ἔρχομαι ἐκ μέρους τοῦ Διοικητοῦ νὰ σ᾿ εἴπω, ἐὰν διὰ τὴν τῶν Ἁγιορειτῶν ὑπόθεσιν τὸν θέλεις δὲν εἶναι δυνατὸν καὶ ἄπελθε εἰς τὰ ἴδια. Διότι ὑστερεῖται τῆς τοιαύτης εὐκαιρίας. Ἂν δὲ ἄλλο τι χρήζεις δύνασαι ἀπὸ τὴν οἰκίαν σου νὰ τῷ παραστήσῃ ἐγγράφως τὴν ἀνάγκην σου». Οὕτω ὁ Ἀρχιερεύς, οὔτε τῆς προσωπικῆς ἐντεύξεως τοῦ Διοικητοῦ ἀξιωθείς, ἀπῆλθεν ἄπρακτος εἰς τὰ ἴδια.
Μετὰ δὲ τὴν ἀναχώρησιν τοῦ Ἀρχιερέως ἀπὸ τὸ Διοικητήριον, ἄνευ ἀποτελέσματος, ἡ ἀγανάκτησις τοῦ λαοῦ ἐκορυφώθη ὑπὲρ τὸ δέον, δυσανασχετοῦντες καὶ ὀργιζόμενοι κατὰ τοῦ Διοικητοῦ, διὰ τὴν πρὸς τὸν Ἀρχιερέα ἐπιδειχθεῖσαν ἀσέβειαν καὶ περιφρόνησιν. Ἀλλὰ αἱ συμβουλαὶ τῶν ἀγαθῶν ἀνθρώπων, τὸ ἐπιεικὲς τοῦ Ἀρχιερέως, τὰ ἀπὸ ἀγαθῆς τινος πηγῆς καὶ τῶν προκρίτων ἐκχεόμενα συμβουλευτικὰ νάματα, κατεπράϋνον μὲν πρὸς καιρὸν τὴν ὀργὴν ταύτην τὴν ἤδη προϊοῦσαν καὶ ἐξογκουμένην.
Ἀλλ᾿ ὁ λαὸς τὸν θρησκευτικὸν πάντοτε εἰς τὴν ψυχήν του ἐνεφύλαττε ζῆλον ὡς ὑπόκαυμα νὰ πυρπολήσῃ πᾶν τὸ προστυχόν, ἅμα ἤθελε τῷ δοθῇ πρὸς τοῦτο μικρὰ ἀφορμή. Οὕτω, λοιπόν, οἱ Ἁγορεῖται τὰ πράγματα βλέποντες καὶ τὴν ὑπὸ τοῦ λαοῦ κορυφουμένην ἀγανάκτησιν θεωροῦντες καὶ ὑποπτευόμενοι ἀπαίσια ἀποτελέσματα, ἀπεφάσισαν τὴν ἀναχώρησίν των, ὡς μέσον θεραπευτικὸν τῶν κακῶς ἐχόντων. Διὸ μετέβησαν εἰς τὸ Διοικητήριον τὴν ἄδειαν τῆς ἀναχωρήσεώς των αἰτησάμενοι. Ἀπαξιώσας δ᾿ αὐτοῖς τῆς πρὸς ἑαυτὸν (τὸν Διοικητὴν) παρουσίας τῶν πατέρων, ἀνήγγελεν αὐτοῖς ὅτι ἔχουσι τὴν ἀναχώρησίν των ἐλευθέραν. Διὰ δὲ τοῦ Ἀστυνόμου ἀνήγγειλεν αὐτοῖς ὅτι ἡ Διοίκησις θέλει φροντίσει πλοῖον διὰ νὰ μεταφέρῃ αὐτοὺς εἰς Σῦρον. Αὐθημερὸν δὲ ἡ Διοίκησις διὰ προκηρύξεως ἀπηγόρευσε πάντα ἕκαστον ἀπὸ τοῦ νὰ γράψῃ ἢ δώσῃ ὑπογραφὴν εἰς τοὺς Ἁγιορείτας περὶ τῆς προκειμένης ὑποθέσεως. Ἀπέπλευσεν δ᾿ ἐντεῦθεν περὶ τὰς ἀρχὰς τοῦ Μαρτίου 1831.
Ἐν ὅλῳ δὲ τῷ διαστήματι τῆς ἐνταῦθα διαμονῆς των συνήθροισαν ἀπὸ ἀφιερώματα καὶ αὐτοπροαιρέτους συνεισφορὰς τῶν χριστιανῶν χρήματα ἱκανά, κοσμήματα, χρυσοΰφαντα ἐνδύματα καὶ κηρία. Ἐξ ὧν ἐδόθησαν εἰς ἀμοιβὴν καὶ ἀποζημίωσιν πρὸς τὴν κ. Στεφανίαν Γιαμαλακενοπούλα, σύζυγον τοῦ Δομήνικου Σανταντώνιου γρόσια 15 χιλιάδες.
Μεταβάντων δὲ τῶν Ἁγιορειτῶν ἐν τῇ οἰκείᾳ αὐτῶν Μονῇ ἐκατεσκεύασαν μὲ Θηραϊκὰ χρήματα μίαν πεντάφωτον λυχνίαν χρυσῆν, καιομένην ἐνώπιον τῆς σοροῦ τῆς Τιμίας Ζώνης, ὀνομάσαντες αὐτὴν «Θήραν» (Σαντορίνη) καὶ ἐποίησαν ἰδιαιτέραν ἀκολουθίαν περὶ τῆς τελευταίας εὑρέσεως αὐτῆς τῆς Τιμίας Ζώνης. Ἀντιπροσώπους των οἱ Ἁγιορεῖται ἀφῆκαν εἰς Θήραν τὸν Ἀρχιδιάκονον Σεραφεὶμ Καΐρην καὶ τὸν κ. Ἀντώνιον Ν. Σιγάλαν, μὲ τοὺς ὁποίους εἶχον στενὴν κατὰ τὰ δύο ἔτη εἰς τὴν Μονὴν διαμονήν των σχετικὴν ἀλληλογραφίαν, ἀπελθόντων δὲ εἰς Ἰάσιον τῆς Μολδαβίας ἀπεβίωσαν ἀμφότεροι.
Μετὰ τὸν θάνατον τοῦ Δομηνίκου Σαταντώνιου ἀνεκαλύφθη μέσῳ τοῦ Σιγάλα καὶ τοῦ Ἀρχιδιακόνου Καΐρη, μία εἰκὼν τῆς Θεοτόκου, δῶρον Ῥωσικόν, ἀνήκουσα εἰς τὴν ἱερὰν Μονὴν τοῦ Βατοπεδίου, περὶ ἧς εἰδοποιηθέντες οἱ Πατέρες ἀπέστειλαν εἰς Θήραν ἀντιπρόσωπὸν των καὶ παρέλαβε τὴν εἰκόνα καὶ μέρος τῆς Τιμίας Ζώνης, ὅπερ εἶχεν ἀφαιρέσει, μυστικῷ τῷ τρόπῳ, ἡ κ. Στεφανία Σαταντώνιου, πληρώσαντες δι᾿ αὐτὰ γρόσια πέντε χιλιάδες, καταβληθέντα ὑπὸ τῶν Θηραίων.
Τὸ κιβώτιον τὸ περιέχον τὴν Τιμίαν Ζώνην εἶναι ὅλον χρυσοῦν ἔχον μέγεθος καὶ σχῆμα ὡς τὸ ἐπισυνημμένον δεῖγμα. Ἐπ᾿ αὐτοῦ δὲ διεκρίνοντο τρία ἴσα μέρη, δι᾿ ὧν ἐδηλοῦτο τὸ μέγεθος τοῦ τμήματος τούτου τῆς Τιμίας Ζώνης (διότι δὲν ἦτο ὁλόκληρος ἡ Τιμία Ζώνη τῆς Θεοτόκου, ἀλλὰ τμῆμα ἐκείνης) καὶ τὰ μὲν δύο ἄκρα τοῦ τμήματος τούτου ἦσαν κεκαλυμμένα διὰ τῆς αὐτῆς χρυσῆς πλακὸς δι᾿ ἧς καὶ τὸ κιβώτιον, τὸ δὲ μεσαῖον ἦτον ἀνοικτὸν καὶ διεκρίνετο καθαρῶς τὸ ὕφασμα ἐκ τριχὸς καστανοῦ χρώματος μὲ χρυσᾶς κλωστὰς συνυφασμένον, ἃς (ὡς λέγουν) προσέθεσεν ἡ Βασιλὶς Πουλχερία χάριν εὐλαβείας. Ὁ δὲ Σταυρὸς περιέχων Τίμιον Ξύλον ἦτο τετραμερής, μέγεθος ἔχων ὅσον ὁλόκληρα τὰ φύλλα τοῦ παρόντος ἀνοικτὰ (Σ.Σ. περίπου 40 ἑκατοστὰ), κεκοσμημένος μὲ διαφόρους ὑαλίνους λίθους, ἐξ ὧν ἦσαν πολλοὶ ἀφηρημένοι (ὡς λέγουν) ἀπὸ τὴν σύζυγον τοῦ Δομηνίκου, τοὺς ὁποίους ἄλλους μὲν ἐδώρησεν εἰς φίλας της Δυτικὰς κυρίας, ἄλλους δὲ ἐξεποίησε πρὸς χρῆσιν της. Τὸ δὲ Τίμιον Ξύλον εἶχε μέγεθος ἑπτὰ δακτύλων, ὡς ἔγγιστα, κατὰ τὸ μῆκος, κατὰ δὲ τὸ πλάτος ἑνὸς καὶ ἡμίσεος δακτύλου.
Ἡ δὲ Τιμία Κάρα Ἀνδρέα τοῦ Ἱεροσολυμίτου ἦτον ἀσκεπής, ἧς τὸ κιβώτιον μεῖναν ἐν Κρήτῃ μὲ διάφορα ἄλλα ἀφιερώματα ἐστάλη ἀδελφὸς τῆς Μονῆς ἐπὶ τούτῳ διὰ νὰ μεταφέρῃ ταῦτα ἐν Θήρᾳ, ἀλλὰ πληροφορηθεὶς τὴν ἐντεῦθεν ἀναχώρησιν τῶν Πατέρων μετέφερεν αὐτὰ εἰς Σῦρον, ὅπου ἦσαν καὶ οἱ Πατέρες.
Καὶ τὰ τρία ταῦτα καὶ ἱερὰ κειμήλια εὐωδίαζον ἄῤῥητον εὐωδίαν, πολλάκις ἠσθάνοντο τὴν εὐωδίαν ἄνθρωποι διαβαίνοντες ἀπὸ τὴν οἰκίαν ὅπου ἦσαν ταῦτα τεθειμένα ἢ ὁσάκις ἤθελον μεταφέρει αὐτὰ εἲς τινα χωρία εὐωδίαζον αἱ ὁδοὶ τοῦ χωρίου ἐκείνου. Τοῦτο εἶναι ἀληθέστατον καὶ ὁμολογούμενον παρὰ πάντων.
Ἀντώνιος Ν. Σιγάλας»
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Η ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ
ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
ΙΩΑΝΝΟΥ ΓΕΝΝΑΔΙΟΥ 14 - 115 21 ΑΘΗΝΑΙ
ΑΡΙΘ. ΠΡΩΤ. 447
ΔΙΕΚΠ. 417
ΑΘΗΝῌΣΙ τῇ 9η Ἀπριλίου 1997
Πρὸς τὸν Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην
Θήρας, Ἀμοργοῦ καὶ Νήσων κ. Παντελεήμονα
Εἰς Θήραν
Σεβασμιώτατε ἐν Χριστῷ ἀδελφέ,
Συνοδικῇ ἀποφάσει, ληφθείσῃ ἐν τῇ Συνεδρίᾳ τῆς 2ας ὁδεύοντος μηνὸς Ἀπριλίου ἐ.ἔ., καὶ εἰς ἀπάντησιν τοῦ ὑπ᾿ ἀριθμ. πρωτ. 36/12.2.1997 ὑμετέρου ἐγγράφου, περὶ ἐγκρίσεως ὑπὸ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου δύο Ἀπολυτικίων ἐπὶ τῇ εὑρέσει τῆς Τιμίας Ζώνης τῆς Θεοτόκου ἐπισυμβάσει ἐν Σαντορίνῃ τῇ 10ῃ Ὀκτωβρίου 1830, ποιηθέντων ὑπὸ τοῦ Μουσικολογιωτάτου κ. Ματθαίου Μηνδρινοῦ, γνωρίζομεν ὑμῖν ὅτι, κατόπιν εἰσηγήσεως τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς Θείας Λατρείας καὶ Ποιμαντικοῦ Ἔργου, ἐγκρίνονται τὰ ὡς ἄνω Ἀπολυτίκια πρὸς τοπικὴν χρῆσιν ἐν τοῖς ὁρίοις τῆς καθ᾿ ὑμᾶς Θεοσώστου ἐπαρχίας.
Ἐπὶ δὲ τούτοις, κατασπαζόμενοι τὴν ὑμετέραν Σεβασμιότητα ἐν Κυρίῳ, διατελοῦμεν μετ᾿ ἀγάπης.
+ Ὁ Ἀθηνῶν ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Πρόεδρος
Ὁ Ἀρχιγραμματεὺς
+ Ὁ Διαυλείας Δαμασκηνὸς
Κοινοποίησις·
Συνοδικὴν Ἐπιτροπὴν Θείας Λατρείας καὶ Ποιμαντικοῦ Ἔργου.
Παρ᾿ ἡμῖν.
Ἡ προμετωπίδα τοῦ χειρογράφου τῆς ᾈσματικῆς Ἀκολουθίας περὶ τῆς εὑρέσεως καὶ ἐπανόδου τῆς Τιμίας Ζώνης στὴν ἱερὰ Μονὴ Βατοπαιδίου. Φυλάσσεται στὴ Δημοτικὴ Βιβλιοθήκη Σάμου.
Σαντορίνη ἡ νῆσος χαίρει ἅπασα σήμερον, ὅτι ἐν αὐτῇ ἀνευρέθη θεία Ζώνη σου Ἄχραντε· καὶ ταύτην ὡς θησαύρισμα σεπτόν, λαός σου εὐσεβὴς διέσωσεν· ἐμπλησθεὶς δὲ σῶν δωρεῶν Βατοπαιδίου Μονῇ ἐπανήγαγε· Δόξα τῇ θείᾳ Ζώνῃ σου Ἁγνή· Δόξα τοῖς θαυμασίοις Σου· Δόξα τῇ πρὸς τὴν νῆσον ἀρωγῇ σου Δέσποινα.
Τῆς Τιμίας σου Ζώνης Θεοχαρίτωτε, ἧς τὴν ἀνεύρεσιν πιστῶς ἐν Θήρᾳ σήμερον, κατηξίωσας ἡμᾶς τιμᾶσθαι ἐν τῷ ναῷ σου· ὃν διὰ χάριτος τῆς σῆς, ἰατρεῖον ἀσθενῶν ἀνάδειξον τῷ λαῷ σου· καὶ σοῦ δεόμεθα Παναγία, περίζωνε ἡμᾶς τῇ δυνάμει σου.
Χαῖρε Θεία Ζώνη πανευκλεής, ἡ τῆς Θεοτόκου περιζώσασα τὴν ὀσφύν, χαῖρε ἰατρεῖον Θηραίων τῶν νοσούντων καὶ τῆς Βατοπαιδίου Μονῆς ἀγλάϊσμα.
Νόσων καὶ κινδύνων καὶ πειρασμῶν, λύτρωνε τὴν νῆσον τῇ σῇ χάριτι πανσθενῶς Ζώνης σου Τιμίας, Θεόνυμφε Παρθένε, καὶ τοὺς ἀεὶ τιμῶντας τὴν θείαν εὕρεσιν.
Ψάλλουσι Θηραῖοι πανευλαβῶς, ὑμνωδίαν, Μῆτερ, τῆς Τιμίας σου καὶ σεπτῆς Ζώνης Θεοδόχου σήμερον τῇ εὑρέσει, ἣν θαυμαστῇ δυνάμει σου διεφύλαξαν.
Μνήσθητι Παρθένε καὶ τῶν ψυχῶν, ἐπισκόπου Θήρας Ζαχαρίου καὶ μοναχῶν, ἐν ὁσιωτάτοις Μονῆς Βατοπαιδίου, Διονυσίου μάκαρος, σὺν Στεφάνῳ τε.