Τὴν Μεγάλη Παρασκευὴ στὴν ἐκπομπὴ «Ὦ γλυκύ μου ἔαρ» τοῦ Κρατικοῦ Ραδιοφώνου ἐλέχθη μεταξὺ ἄλλων καὶ τὸ ἑξῆς σχόλιο, τὸ ὁποῖο ἀποδίδουμε ὅσο γίνεται πιὸ πιστά: «Ὁ ἑλληνικὸς λαὸς ἔπλεξε ἐγκώμια καὶ ψάλλει μὲ ἀπαράμιλλο λυρισμὸ τὸν θάνατο τοῦ Ἰησοῦ προσμένοντας τὴν ἀνάστασί του, γιατὶ διαθέτει πείρα αἰώνων μὲ τραγούδια καὶ ὕμνους γιὰ τὸ θάνατο καὶ τὴν ἀνάστασι προγενέστερων θεῶν: τοῦ Ζαγρέα Διόνυσου ἢ τοῦ Ἄδωνι. Ὅπως κάποτε ἡ Ἀφροδίτη τραγουδοῦσε τὸ νεκρὸ Ἄδωνι, ἔτσι καὶ ἡ Θεοτόκος τραγουδάει στὸν Ἰησοῦ τὸν ὕμνο “ὦ γλυκύ μου ἔαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον, ποῦ ἔδυ σου τὸ κάλλος”».
Μόνο ἀπορία καὶ λύπη μποροῦσε νὰ προκαλέσῃ ἡ συγκρητιστικὴ αὐτὴ ἑρμηνεία τῆς Χριστιανικῆς λατρείας τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, ἑρμηνεία ἐπηρεασμένη ἀπὸ νεοπαγανιστικὲς ἀντιλήψεις.
Ἔχουμε παραλάβει ἀπὸ τοὺς εὐσεβεῖς γονεῖς καὶ πάππους μας νὰ ἑορτάζουμε μὲ ἰδιαίτερη κατάνυξι καὶ εὐλάβεια τὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου καὶ νὰ συνδέουμε τὶς εὐσεβεῖς παραδόσεις τῶν ἁγίων ἡμερῶν μὲ τὴν λατρεία στὸν Χριστό, τὸν Θεό μας ποὺ ἀπὸ ἀγάπη γιὰ μᾶς καὶ γιὰ νὰ οἰκονομήση τὴν σωτηρία μας ἔγινε ἄνθρωπος, σταυρώθηκε, πέθανε καὶ τὴν τρίτη ἡμέρα ἀναστήθηκε.
Ἡ θεολογία καὶ ἡ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας μας δὲν ἐξαντλεῖται στὶς παραδόσεις αὐτές, ἀλλὰ ὁπωσδήποτε τὶς φορτίζει μὲ Χριστολογικὸ περιεχόμενο. Ἡ ἑλληνικὴ ψυχὴ ἐκδιπλώνεται αὐθόρμητα τὶς ὧρες αὐτές, ἀναμφίβολα, ἀλλὰ δὲν κινεῖται μακρυὰ ἀπὸ τὴν θεολογία τῶν ἑορτῶν. Μιὰ θεολογία ποὺ δὲν κατανοεῖται πάντοτε καὶ ἀπὸ ὅλους διανοητικά, ἀλλὰ βιώνεται μέσα ἀπὸ τὶς ἐκδηλώσεις λατρείας πρὸς τὸν σταυρούμενο, θνήσκοντα καὶ ἀνιστάμενο Χριστό.
Κρατοῦν οἱ Ὀρθόδοξοι τὸ κερί τους στὰ Ἅγια Πάθη καὶ στὸν Ἐπιτάφιο. Προσφέρουν λουλούδια στὸν Ἐσταυρωμένο καὶ στολίζουν τὸν Ἐπιτάφιο. Κάποιοι ξενυχτοῦν κοντὰ στὸν Ἐσταυρωμένο μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ὅσοι δὲν μπόρεσαν νὰ μεταβοῦν στὸν ναό, προσφέρουν τὸ θυμίαμά τους καθὼς ὁ Ἐπιτάφιος περνάει ἀπὸ τὴν πόρτα τους. Ὅλοι κρατοῦν τὴν λαμπάδα στὴν Ἀνάστασι, ὅλοι ἀποδίδουν τὸν πασχαλινὸ ἀσπασμὸ τῆς ἀγάπης. Συμμετέχουν στὸ κοινὸ πασχαλινὸ τραπέζι καὶ στὴν κοινὴ χαρά. «Συγχωρήσωμεν πάντα τῇ Ἀναστάσει». Αὐτὰ καὶ ἄλλα πολλὰ στὴ λατρεία εἶναι χριστιανικὰ σύμβολα, ἐλευθερωμένα ἀπὸ τυχὸν ἐξωχριστιανικὴ φόρτισι καὶ γεμάτα ἀπὸ χριστοκεντρικὸ νόημα.
Ἡ συμμετοχὴ στὸν ἑορτασμὸ τῶν θείων Παθῶν καὶ τῆς Ἀναστάσεως δὲν συνεπάγεται μόνο συναισθηματικὴ ἔξαρσι, τέτοια ποὺ μποροῦν νὰ προκαλέσουν ὁποιαδήποτε σύμβολα καὶ ἐξωχριστιανικῆς λατρείας, ἀλλὰ κυρίως συνιστᾶ ὀντολογικὴ μετοχὴ στὰ γεγονότα. Δὲν ἑορτάζουμε ἁπλῶς ἱστορικὰ γεγονότα, ἀλλὰ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι συμπάσχουμε μὲ τὸν Χριστό, ὅπως εὔστοχα ψάλλει ἡ Ἐκκλησία: «Χθὲς συνεθαπτόμην σοί, Χριστέ, συνεγείρομαι σήμερον ἀναστάντι σοι». Συσταυρούμεθα καὶ συνθαπτόμεθα μὲ τὸν Χριστό. Συνανιστάμεθα μαζί Του. Γι᾿ αὐτὸ δὲν μένουμε μόνο στὶς ἐξωτερικὲς παραδοσιακὲς ἐκδηλώσεις, ἀλλὰ κυρίως συμμετέχουμε στὴ νηστεία τῶν ἡμερῶν, τὴν ἐξομολόγησι, τὴν μετάληψι τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Τὰ Πάθη καὶ ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ γίνονται ἡ ἀπαρχὴ τῆς δικῆς μας ἀναστάσεως ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὸ θάνατο. Ἡ παραδοσιακὴ λαϊκὴ εὐσέβεια ἀκολουθεῖ τὴν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν νοεῖται ἔξω ἀπὸ αὐτὴν οὔτε πολὺ περισσότερο ἀντίθετα πρὸς αὐτήν.
Μὲ τὴν ἔννοια αὐτὴ ἡ λαογραφία δὲν εἶναι ἀπὸ μόνη της ἱκανὴ νὰ ἑρμηνεύση τὰ ἔθιμα τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς. Πρέπει νὰ δίδεται καὶ ἡ θεολογική τους διάστασις. Χωρὶς αὐτὴ τὴ διάστασι οἱ συγκρητιστικὲς νεοπαγανιστικὲς ἑρμηνεῖες τους εἶναι ἀναπόφευκτες. Χωρὶς τὴ θεολογική τους ἑρμηνεία δὲν μπορεῖ νὰ γίνῃ ἀντιληπτὴ ἡ διαφορὰ ἀνάμεσα στὸν τρόπο ποὺ ἡ χαριτωμένη χριστιανικὴ ψυχὴ λατρεύει τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ στὸν τρόπο ποὺ ἡ προχριστιανικὴ ψυχὴ ἐλάτρευε τοὺς ψευδεῖς θεούς, ὅπως οὔτε καὶ ἡ διαφορὰ ἀνάμεσα στὸν ἀληθινὸ καὶ στοὺς ψευδωνύμους θεούς. Χωρὶς τὴν θεολογικὴ ἑρμηνεία τῆς λατρείας τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, ὁ Χριστὸς καὶ ὁ Ἄδωνις μποροῦν νὰ εἶναι ἐξίσου θεοί. Χωρὶς τὴν θεολογικὴ ἐμβάθυνσι φθάνει κανεὶς νὰ εἰπῆ ὅτι «Ὅταν πηγαίνω στὴν ἀκολουθία τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, μοῦ εἶναι δύσκολο νὰ ἀποφασίσω ἂν ὁ Θεὸς ποὺ κηδεύεται εἶναι ὁ Χριστὸς ἢ ὁ Ἄδωνις» (βλ. Γ. Σιέττου, Ἀρχαῖες ἐπιβιώσεις στὸν Χριστιανισμό, Ἀθήνα 1994, σελ. 58).
Ἡ νηπτικὴ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας μᾶς πληροφορεῖ ἔγκυρα καὶ ἐπιβεβαιώνει τὴν πίστι μας γιὰ τὴν οὐσιαστικὴ διαφοροποίησι μεταξὺ τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ψευδῶν θεῶν καί, παρὰ τὰ ἐπιφαινόμενα, μεταξὺ τῆς ἀληθινῆς λατρείας καὶ τῆς ψευδοῦς λατρείας. «Ὅπου ἐγὼ ὑπάγω οἴδατε καὶ τὴν ὁδὸν οἴδατε... ἐγὼ εἰμὶ ἡ ὁδός» (Ἰω. ιγ´ 4, 6).
Γιὰ νὰ δοθῆ ἡ ὀρθὴ εἰκόνα τῶν πραγμάτων ἔπρεπε στὴν ἐν λόγῳ ἐκπομπὴ νὰ εἶχε λεχθῆ ὅτι ὁ λαός μας ἐπὶ αἰῶνες εἶχε πλάσει μυθολογικὲς διηγήσεις θανάτων καὶ ἀναστάσεων θεῶν στὴν προσπάθειά του νὰ ἐκφράση τὴν πανανθρώπινη προσδοκία τῆς ὑπερβάσεως τοῦ θανάτου. Ὅτι ὀντολογικὴ ὑπέρβασις τοῦ θανάτου δὲν εἶχε ἐπιτευχθῆ μέχρι τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ ἀληθινὸς Θεός, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ἔγινε ἀληθινὸς ἄνθρωπος καὶ ἀποδέχθηκε τὸν θάνατο, γιὰ νὰ τὸν ξεπεράσῃ καὶ νικήσῃ μὲ τὴν Ἀνάστασί του. Ὅτι ὁ καθένας μας σήμερα μπορεῖ νὰ οἰκειοῦται τὴν ἀθανασία συμμετέχοντας στὴ ζωὴ καὶ τὴν ἀνάστασι ποὺ μᾶς προσπορίζει ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ.
Δὲν ἐλέχθησαν, δυστυχῶς, αὐτὰ καὶ πέρασε τὸ μήνυμα ὅτι ὁ λαός μας ἐλάτρευσε μὲ τὴν ἴδια ψυχικὴ διάθεσι καὶ τραγούδησε μὲ τὸν ἴδιο λυρισμὸ τὸν νεκρὸ Ἄδωνι καὶ τὸν νεκρὸ Χριστό. Ἐμεῖς ὅμως θὰ διευκρινήσουμε παρακάτω ποιὸς εἶναι ὁ Ἄδωνις καὶ ποιὸς εἶναι ὁ Διόνυσος, ὅτι τὰ ἀνύπαρκτα μυθολογικὰ αὐτὰ πρόσωπα δὲν μποροῦν νὰ προσφέρουν ὀντολογικῶν διαστάσεων σωτηρία καὶ ἑπομένως δὲν εἶναι ἀληθινοὶ θεοὶ καὶ ὅτι ἡ λατρεία ποὺ προσφέρεται σὲ ἀνύπαρκτους θεοὺς δὲν συνιστᾶ αὐθεντικὴ λατρευτικὴ λειτουργία τῆς ψυχῆς.
Οἱ ἀρχαῖοι μυθογράφοι καὶ ποιηταὶ ἀναφέρουν ὅτι ὁ Ἄδωνις κατὰ μίαν ἀπὸ τὶς τρεῖς ἐκδοχές, εἶναι υἱὸς τοῦ Θείαντος καὶ τῆς θυγατρός του Σμύρνας. Τὸν καρπὸ τῆς παρανόμου μίξεως κυοφόρησε καὶ ἐγέννησε ἡ Σμύρνα μεταμορφωμένη ἀπὸ τοὺς θεοὺς στὸ ὁμώνυμο δένδρο. Τὸ νεογέννητο τὸ περισυνέλεξε ἡ Ἀφροδίτη σὲ κιβώτιο καὶ τὸ ἔδειξε στὴν Περσεφόνη. Αὐτή, ὅταν τὸ εἶδε, δὲν ἤθελε νὰ τὸ ἐπιστρέψη στὴν Ἀφροδίτη. Τὸ θέμα ἐκδικάστηκε ἐνώπιον τοῦ Διός. Ἡ ἀπόφασις ἦταν νὰ παραμένη τὸ παιδὶ τοὺς τέσσερις μῆνες τοῦ ἔτους μὲ τὴν Περσεφόνη, τοὺς ἄλλους τέσσερις μὲ τὴν Ἀφροδίτη καὶ τὸ ὑπόλοιπο στὸν Ὄλυμπο. Ὁ νεαρὸς Ἀδωνις πέθανε ἀργότερα ἀπὸ πλῆγμα ἀγριοχοίρου (Ἀπολλοδώρου, Βιβλιοθήκη 3, 182-185).
Ἡ λατρεία τοῦ Ἀδώνιδος περιελάμβανε γοεροὺς θρήνους τῶν γυναικῶν κατὰ τὴν πρώτη ἡμέρα τῶν ἑορτῶν τῶν Ἀδωνίων γιὰ τὸν θάνατό του, οἱ ὁποῖοι μεταλλάσσοντο σὲ χαρμόσυνες κραυγὲς τὴν ἑπομένη ἡμέρα γιὰ τὴν ἐπάνοδό του στὴ ζωὴ (Λουκιανοῦ, Περὶ Συρίης Θεοῦ, 6b βλ. καὶ Ρ. Decharme, Ἑλληνικὴ Μυθολογία, Ἀθῆναι 1959, σελ. 205).
Κατὰ τοὺς ἀρχαίους ἑρμηνευτὰς τοῦ μύθου (Πορφυρίου, Περὶ ἀγαλμάτων, 7) εἶναι προφανὲς ὅτι ὁ Ἄδωνις εἶναι ἡ προσωποποίησι τῆς ἀνοίξεως, τῆς ἐαρινῆς ἀνθοφορίας καὶ καρποφορίας. Ἡ λαμπρότης τῆς ἀνοίξεως μαραίνεται καὶ χάνεται μὲ τὸν καυστικὸ θερινὸ ἥλιο καὶ πεθαίνει τρόπον τινὰ καὶ πάλιν ἀνασταίνεται τὴν ἑπομένη ἄνοιξι (βλ. Ρ. Decharme, ἔνθ᾿ ἀνωτ.). Ὁ σχετικὸς ὀρφικὸς ὕμνος πρὸς τὸν Ἄδωνι καταλήγει στὴν ἐπίκλησι: «ἔλα, μακάριε, καὶ φέρε τοὺς καρποὺς τῆς γῆς». (Ὕμνος 56).
Ἡ κριτικὴ Μυθολογία τὸν ταυτίζει ἐν πολλοῖς μὲ τὸν Διόνυσο, τὸν Ἄττι καὶ τὸν Ὄσιρι (Πλουτάρχου, Συμποσιακὰ 671Β, Λουκιανοῦ, ἔνθ᾿ ἀνωτ. 7, Πορφυρίου, ἔνθ᾿ ἀνωτ. 7)
Ὁ Διόνυσος πάλι μυθολογεῖται ἄλλοτε ὡς προσωποποίησις τοῦ οἴνου, ἄλλοτε ὡς υἱὸς τοῦ Διὸς ἀπὸ τὴν Σεμέλη τοῦ Κάδμου ἢ τὴν Περσεφόνη ἢ τὴν Δήμητρα· καὶ ἄλλοτε ὡς ἀρχαιότατος ἥρωας ποὺ ἀνεκάλυψε καὶ δίδαξε τὴν καλλιέργεια τῆς ἀμπέλου καὶ τὴν παραγωγὴ καὶ χρῆσι τοῦ οἴνου (Διοδώρου Σικελιώτου, Βιβλιοθήκη Ἱστορική, 3, 62-65).
Οἱ μυθολογικὲς διηγήσεις γιὰ σπαραγμὸ τῶν μελῶν του ἀναφέρονται στὶς μεταβολὲς ποὺ ὑφίσταται ἡ ἄμπελος μέχρις ὅτου ἀποδώσῃ τὸν νέο καρπό της. Κλαδεύεται, ἀλλὰ πάλι ζωντανεύει. Συνθλίβεται ὁ καρπός της, ἀλλὰ ἀποδίδει τὸν νέο οἶνο. Ὁ μυθολογούμενος θάνατος καὶ ἡ ἀναβίωσις τοῦ Διονύσου ἔχουν φυσιοκρατικὸ περιεχόμενο (βλ. Ρ. Decharme, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 438-439).
Καὶ ὁ Πλούταρχος τοὺς μυθευομένους θανάτους καὶ τὶς ἀναβιώσεις τοῦ Διονύσου ἑρμηνεύει ἐπίσης φυσιοκρατικά: «τῆς δ᾿ εἰς πνεύματα καὶ ὕδωρ καὶ γῆν καὶ ἄστρα καὶ φυτῶν ζώων τε γενέσεις τροπῆς αὐτοῦ [τοῦ θεοῦ]... τὴν μεταβολὴν διασπασμὸν τινὰ καὶ διαμελισμὸν αἰνίττονται, Διόνυσον δὲ καὶ Ζαγρέα καὶ Νυκτέλιον καὶ Ἰσοδαίτην αὐτὸν ὀνομάζουσι καὶ φθορᾶς τινας καὶ ἀφανισμοὺς εἶτα δ᾿ ἀναβιώσεις καὶ παλλιγγενεσίας οἰκεία ταῖς εἰρημέναις μεταβολαῖς αἰνίγματα καὶ μυθεύματα περαίνουσι» (Πλουτάρχου, Περὶ τοῦ ΕΙ τοῦ ἐν Δελφοῖς, 388-389).
Ἔρχεται λοιπὸν βάσει τῶν ἀνωτέρω ἡ ἀναγκαία ἐπὶ τοῦ θέματος ἀπάντησις: Ἐφ᾿ ὅσον πίσω ἀπὸ τὶς μυθολογικὲς διηγήσεις περὶ θανάτων καὶ ἀναστάσεων θεῶν οἱ ἀρχαῖοι κριτικοί της μυθολογίας βλέπουν τὴν ἐτήσια ἀνακύκλησι τῆς θαλερῆς ἐαρινῆς βλαστήσεως καὶ τῆς χειμερινῆς της νεκρώσεως, δὲν δικαιολογεῖται νὰ παραβάλλεται ὁ θάνατος καὶ ἡ Ἀνάστασις τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ μας Ἰησοῦ Χριστοῦ μὲ τὸν «θάνατο» καὶ τὴν «ἀνάστασι» τῆς φύσεως. «Οὐκ ἐλάτρευσαν τὴν κτίσιν οἱ θεόφρονες παρὰ τὸν Κτίσαντα».
Καὶ γιὰ ἄλλον λόγο εἶναι ἀδύνατη ἡ παραβολή. Οἱ προφανῶς φυσιοκρατικὲς ἀντιλήψεις τῆς ἀρχαίας μυθολογίας περὶ τῶν ἐν λόγῳ θεῶν περιεγράφησαν ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους ποιητὰς μὲ ἔντονες σαρκικὲς εἰκόνες καὶ ἔλαβαν σὲ λατρευτικὸ ἐπίπεδο χαρακτήρα εἰδωδολατρικὸ καὶ ἀπερίγραπτα σαρκικό-ὀργιαστικό, τέτοιο ποὺ ἔκανε τοὺς πρώτους Χριστανοὺς Ἕλληνας νὰ ἀποστρέφωνται τὴν λατρεία αὐτή. Σεβόμενοι τοὺς ἀναγνώστας δὲν περιγράφουμε τὴν σαρκικότητα τῶν μυθολογικῶν διηγήσεων, πληροφοροῦμε ὅμως ἐπιγραμματικῶς γι᾿ αὐτήν. Ἡ Σμύρνα συνέλαβε τὸν υἱό της Ἄδωνι ἀφοῦ συνευρέθη μὲ τὸν πατέρα της Θείαντα δώδεκα συνεχεῖς νύχτες «κατὰ μῆνιν τῆς Ἀφροδίτης». Στὴν ἀλεξανδρινὴ λατρεία τοῦ Ἀδώνιδος δίπλα στὸ εἴδωλο τοῦ δεκαοκταετοὺς νεκροῦ τοποθετεῖται τὸ ἄγαλμα τῆς Ἀφροδίτης, τῆς «οὐρανίας» ἐρωμένης του. Στὸν σχετικὸ μύθο τοῦ Ἄττυος, τοῦ Διονύσου καὶ τοῦ Ὀσίριδος βασίζεται ἡ ὀργιαστικὴ λατρεία τοῦ φαλλοῦ κατὰ τὰ διονυσιακὰ καὶ ἐλευσίνια μυστήρια.
Εἶναι δυνατὸν αὐτὰ νὰ συσχετισθοῦν μὲ τὰ σεπτὰ καὶ ἄχραντα Πάθη τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ γεννήθηκε ἀσπόρως καὶ παρθενικῶς ἀπὸ τὴν Παναγία Μητέρα Του καὶ ὑπέμεινε ἀληθινὰ πάθη στὸ πανάγιο σῶμα Του; Καὶ εἶναι δυνατὸν νὰ συγκριθῆ αὐτὴ ἡ διονυσιακὴ λατρεία μὲ τὴν ἁγνὴ καὶ ἄμωμη λατρεία μας πρὸς τὸν Χριστό;
Ὁ τρίτος λόγος ποὺ δὲν ἐπιτρέπει τὴν παρομοίωσι εἶναι ἡ δισχιλιετὴς χριστιανική μας παράδοσις. Οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας προσδοκοῦσαν, ἀλλὰ ἀγνοοῦσαν τὸν πραγματικὸ νικητὴ τοῦ θανάτου, καὶ γι᾿ αὐτὸ ὅταν γνώρισαν τὸν Χριστό, τὸν δέχθηκαν. Ἐμεῖς ὅμως γιατί ἐπιστρέφουμε σὲ ἐκεῖνα ποὺ μὲ ἐπίγνωσι καλῶς ἀπαρνηθήκαμε τόσους αἰῶνες, ἀποδεικνύοντας ἀληθινὸ τὸ λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «Ἀλλὰ τότε μὲν οὐκ εἰδότες Θεὸν ἐδουλεύσατε τοῖς φύσει μὴ οὔσι θεοῖς; νῦν δὲ γνόντες Θεόν, μᾶλλον δὲ γνωσθέντες ὑπὸ Θεοῦ, πῶς ἐπιστρέφετε πάλιν ἐπὶ τὰ ἀσθενῆ καὶ πτωχὰ στοιχεῖα, οἷς πάλιν ἄνωθεν δουλεύειν θέλετε;» (Γαλ. δ´ 8-9).
ΠΗΓΗ: «Παρακαταθήκη», τεῦχος 23, Μάρτιος-Ἀπρίλιος 2002