Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ


ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΤΙΝΑ

«Θεοτόκε ἡ ἐλπὶς πάντων τῶν Χριστιανῶν, σκέπε, φρούρει, φύλαττε τοὺς ἐλπίζοντας εἰς Σέ».

Εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ βράχου τῆς Πέτρας ὕψους τεσσαράκοντα περίπου μέτρων, τὴν ὁποίαν στολίζει σήμερον ἕνα ἀπὸ τὰ σπουδαιότερα προσκυνήματα τῆς Λέσβου, ὁ Ναὸς τῆς Παναγίας τῆς Γλυκοφιλούσης, θέσιν φύσει ὀχυρὰν καὶ ἀπόρθητον μὲ τὰ μέσα τῆς ἐποχῆς τῶν μέσων χρόνων, ὑπῆρχε κατὰ τοὺς χρόνους τῆς ἡγεμονίας τῶν Γατελούζων ἐν Λέσβῳ ἂν ὄχι καὶ προηγουμένως, μικρὸν φρούριον.

Τὸ φρούριον ἦτο ἀπρόσιτον ἀπὸ τὰς τρεῖς πλευρὰς λόγῳ τοῦ ἀποκρήμνου βράχου καὶ μόνο ἀπὸ τὴν ἀνατολικὴν ἠδυνατό τις νὰ ἀναρριχηθῆ μέχρι τῶν τειχῶν τοῦ ὀχυροῦ, ἀλλὰ καὶ εὐκόλως νὰ ἀποκρουσθῆ ἀπὸ τοὺς ἀμυνομένους.

Ἔχομεν ἀρκετὰς μαρτυρίας περὶ τῆς ὑπάρξεως τοῦ φρουρίου κατὰ τοὺς χρόνους ἐκείνους. Ὁ Φλωρεντινὸς Ἀββᾶς Χρ. Μπουοντελμόντε ὅστις εἶχεν ἐπισκευθῆ τὴν Λέσβον εἰς τὰς ἀρχὰς τοῦ ΙΕ´ αἰῶνος, εἰς τὸ βιβλίον του περὶ τῶν Νήσων τοῦ Ἀρχιπελάγους ἐκδοθέντος τὸ 1420 ἀναφέρει μεταξὺ ἄλλων καὶ τὸ φρούριον τῆς Πέτρας. Ἐπίσης ὁ Βαρθ. Ζαμπέρτι εἰς σονέτον του περιεχόμενον εἰς τὸ βιβλίον του περὶ τῶν Νήσων τοῦ Αἰγαίου ἐκδοθέντος τὸ 1845 ἀναφέρει καὶ τὸ φρούριον τῆς Πέτρας. Καὶ Μεσαιωνικοὶ Χάρται σημειώνουν τὸ φρούριον ἀκριβῶς ἐπὶ τοῦ βράχου. Ἀλλὰ καὶ σήμερον ἀπόκειται εἰς τὸν περίβολον τοῦ Ναοῦ τεμάχιον φολιδωτοῦ οἰκοσήμου τῶν Γατελούζων, ἐνδεικτικὸν τοῦ ἐνδιαφέροντος τῶν τότε ἡγεμόνων τῆς Λέσβου διὰ τὴν θέσιν, ὡς καὶ δικέφαλος ἀετὸς ἐντοιχισμένος εἰς τὴν δυτικὴν πλευρὰν τοῦ αὐλοτοίχου.

Ἐντὸς τοῦ φρουρίου ὑπῆρχε ναΐδριον τῆς Παναγίας διότι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ φαντασθῶμεν ὅτι οἱ Τοῦρκοι, μετὰ τὴν κατὰ τὸ ἔτος 1462 κατάκτησιν τῆς Λέσβου, θὰ ἐπέτρεπον τὴν ἀνέγερσιν νέου ἐκ θεμελίων Χριστιανικοῦ Ναοῦ εἰς θέσιν τόσο περίβλεπτον καὶ ὀχυρᾶν, ἔστω καὶ ἂν δὲν ἐκράτησαν τὸ ὀχυρόν, ἢ τὸ ἐγκατέλειψαν καὶ τὸ κατέστρεψαν ὀλίγον μετὰ τὴν κατάκτησιν. Εἰς τὸ Ναΐδριον αὐτὸ ἀναφέρεται πιθανὸν ὁ πρῶτος θρῦλος περὶ οὗ κατωτέρω.

Ἐν ἔτει 1609 εἰς τὴν θέσιν τοῦ Ναϊδρίου ἀνηγέρθη μεγαλυτέρα ἐκκλησία μετά τινων κελλίων καὶ εἰς τὸ κτίσιμο αὐτῆς ἀναφέρεται ἴσως ὁ δεύτερος θρῦλος. Ἐκ τῶν ἱερῶν σκευῶν τῆς Ἐκκλησίας τοῦ 1609 διατηροῦνται εἰσέτι, ἐκτὸς ἄλλων, ἀργυροῦν θυμιατήριον τοῦ 1667 καὶ ἀργυροῦν ἐπίσης Ἅγιον Ποτήριον τοῦ 1742 καλῆς τέχνης.

Κατὰ τὸ ἔτος 1840 δυνάμει Σουλτανικοῦ φιρμανίου σωζομένου εἰσέτι, ἀνακαινίσθη ἐκ θεμελίων ὁ Ναὸς εἰς τὴν σημερινὴν μορφήν του, Τρίκλιτος Βασιλικὴ μετὰ ξυλογλύπτου Δεσποτικοῦ θρόνου καὶ μὲ ξύλινον ἐζωγραφισμένον Τέμπλον.

Εἰς τὸν Ναόν, ἀνέρχταί τις δι᾿ ἑκατὸν δέκα τεσσάρων (114) βαθμίδων ἐσκαλισμένων ἐπὶ τοῦ βράχου. Προτοῦ ἀνέλθωμεν εἰς τὸ ὕψος τοῦ Ναοῦ ὑπάρχει μέγας τετράγωνος ἐξώστης εἰς τὸν ὁποῖον γίνεται ἡ τελετὴ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου. Δι᾿ ὀλίγων ἀκόμη βαθμίδων ἀνέρχεταί τις εἰς ἕτερον μικρότερον ἐξώστην, μέρος τοῦ ὁποίου καλύπτεται ἀπὸ τὸ κωδωνοστάσιον, στηριζόμενον ἐπὶ δύο κιόνων, εἰς τὸ ἀνατολικὸν ἄκρον τοῦ ἐξώστου καὶ διὰ δύο ψευδοκιόνων ἐντετοιχισμένων ἐντὸς τοῦ αὐλοτοίχου, ἐκατέρωθεν τῆς θύρας, δι᾿ ἧς εἰσερχόμεθα εἰς τὴν αὐλὴν τῆς Ἐκκλησίας. Εἰς τὸ ὑπέρθυρον τῆς ὁποίας ὑπάρχει κεχαραγμένον τὸ ἔτος τῆς τελευταίας ἀνακαινίσεως τοῦ Ναοῦ 1840.

Ὁ Ναὸς εἶναι ἐκτισμένος πρὸς τὴν νοτιοανατολικὴν πλευρὰν ὀλίγον ἔσω τοῦ αὐλοτοίχου. Εἰς τὴν βορειοδυτικὴν πλευρὰν τῆς αὐλῆς ὑπάρχει εὐρὺς χῶρος ἐντὸς τοῦ ὁποίου, ἀμέσως δεξιᾷ τῷ εἰσερχομένῳ εὑρίσκεται κελλίον, ἐνῶ ἕτερα τρία εἶναι ἐκτισμένα εἰς τὴν βορειοδυτικὴν γωνίαν. Μεταξὺ αὐτῶν ὑπάρχει βρῦσις καὶ ἀποχωρητήριον. Εἰς τὴν δυτικὴν πλευρὰν μεταξὺ Νάρθηκος καὶ αὐλοτοίχου ὑπάρχουν τρεῖς τάφοι μὲ μαρμαρίνας ἐνεπιγράφους πλάκας τοῦ παρελθόντος αἰῶνος. Κάτωθεν τοῦ Ναοῦ ὑπάρχει φυσικὴ δεξαμενὴ ἐντὸς τῆς ὁποίας συλλέγονται ἐκ τῆς στέγης τῆς Ἐκκλησίας τὰ ὕδατα τῆς βροχῆς.

Ἄφθονα καὶ πλούσια ἦσαν τὰ ἀφιερώματα τῶν πιστῶν καὶ ἔλαμπεν ὁ Ναὸς ἀπὸ χρυσὸν καὶ ἀργυρὸν καὶ πολυτίμους λίθους. Μὲ ἀσῆμι καὶ χρυσὸν ἦσαν ἐπενδεδυμέναι αἱ μεγάλαι Εἰκόνες τοῦ Τέμπλου καὶ πολλαὶ ἀπὸ τὰς μικράς. Ἀσημένια καὶ χρυσὰ τὰ περισσότερα κανδήλια, τὰ δισκοπότηρα, τὰ Εὐαγγέλια, τὰ θυμιατήρια, τὰ ἑξαπτέρυγα, ὁ πλοῦτος ὅμως αὐτὸς ἐπροκάλεσε καὶ τὴν δίωξιν τοῦ Ναοῦ.

Εἰκοσιπέντε ἔτη μετὰ τὴν τελευταίαν ἀνακαίνισιν, τὸ μεσονύκτιον τῆς Καθαρᾶς Δευτέρας πρὸς τὴν Τρίτην τοῦ 1865, Τουρκαλβανοὶ λησταὶ εἰσορμοῦν εἰς τὸν περίβολον τοῦ Ναοῦ, παίρνουν διὰ τῆς βίας ἀπὸ τὴν μοναχὴν Μελάνη, τὴν μόνην κατοικοῦσαν τότε ἐν κελλίῳ τοῦ Ναοῦ, τὸ κλειδὶ τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐντὸς ἐλαχίστου χρονικοῦ διαστήματος ἁρπάζουν ὅ,τι πολύτιμον εὗρον εἰς χρυσὸν καὶ ἄργυρον καὶ μετάξι καὶ μόνον ὅταν εἷς τῶν ληστῶν ἐπεχείρησε νὰ ἀφαιρέσῃ τὴν ἀργυρὰν ἐπένδυσιν τῆς μεγάλης Εἰκόνος τῆς Θεοτόκου τοῦ Τέμπλου ἡ Μεγαλόχαρη ἔκαμε τὸ θαῦμα της καὶ ὁ ληστὴς ἐσωριάσθη κατὰ γῆς παράλυτος. Ἐφοβήθησαν τότε τὴν θείαν ὀργὴν καὶ οἱ ἄλλοι λησταί, παρέλαβον τὸν παράλυτον σύντροφόν των καὶ ὅ,τι εἶχον συσσωρεύσει μέχρι τῆς στιγμῆς ἐκείνης, ἐτοποθέτησαν τὰ κλοπιμαῖα ἐντὸς σάκκων καὶ ἀνεχώρησαν. Ἐλάχιστα ἀπὸ τὰ πολύτιμα ἱερὰ σκεύη διεσώθηκαν τότε, ὡς ἡ ἀργυρὰ ἐπένδυσις τῆς Εἰκόνος τῆς Θεοτόκου, τὸ ἀργυροῦν Θυμιατήριον τοῦ 1667 καὶ τὸ Ἅγιον Ποτήριον τοῦ 1742.

Κατὰ τὴν ἐπιδρομὴν τῆς 12ης Μαρτίου 1676 τοῦ Γάλλου κουρσάρου Κρεβελλιέ, διεσώθη ὁ Ναὸς τῆς Παναγίας ὡς καὶ αἱ λοιπαὶ Ἐκκλησίαι τῆς Πέτρας, ἴσως διότι ἦσαν Χριστιανοὶ οἱ κουρσάροι. Περιωρίσθησαν μόνον εἰς τὴν λήστευσιν τῶν οἰκιῶν καὶ τὴν ἀπαγωγὴν 500 αἰχμαλώτων νέων καὶ νεανίδων ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον. Τότε ἠρημώθη ἡ Πέτρα διὰ νὰ ἐπανέλθῃ εἰς ἀκμὴν μόλις κατὰ τὸ τέλος τοῦ ΙΗ´ αἰῶνος.

Ἄγνωστον πότε καθηγιάσθη καὶ ἐτελέσθησαν τὰ ἐγκαίνια τοῦ Ναοῦ.

ΘΡΥΛΟΙ

1) Στὰ παλιὰ χρόνια, καράβι Γαλαξειδιώτικο ἦταν ἀγκυροβολημένο στὸ λιμάνι τῆς Πέτρας ἀνάμεσα στὸ μικρὸ Νησὶ καὶ τὴ στεριά. Ἕνα Σαββατόβραδο ὁ καπετάνιος κατέβηκε στὴν καμαρούλα του νὰ προσκυνήσῃ τὸ Εἰκόνισμα τῆς Παναγίας καὶ νὰ ἀνάψῃ τὸ καντήλι της, ξαφνιάστηκε ὅμως ὅταν εἶδε ἄδεια τὴ θέση τοῦ Εἰκονίσματος. Κανεὶς ἀπὸ τοὺς ναύτες του δὲν ἦταν σὲ θέση νὰ τὸν πληροφορήσῃ τί ἀπέγινε τὸ Εἰκόνισμα. Ἀνεβαίνοντας ὅμως στὴν κουβέρτα παρετήρησεν ἕνα ὑπέργειο φῶς νὰ περιφέρεται σὰν ἀστέρι λαμπερὸ στὴν κορυφὴ τοῦ βράχου τῆς Πέτρας. Βγαίνει ὁ καπετάνιος στὴ στεριά, σκαρφαλώνει στὸ βράχο, βρίσκει ἐκεῖ τὸ εἰκόνισμα, τὸ παίρνει καὶ τὸ ξαναφέρνει στὸ καράβι. Τὸ ἴδιο ὅμως συνέβη καὶ τὶς ἐπόμενες δυὸ βραδιές. Κατάλαβε τότε πὼς ἡ Παναγία ἤθελε νὰ μείνῃ παντοτινὰ στὸ βράχο τῆς Πέτρας. Συνεννοήθηκε μὲ τοὺς προεστοὺς τοῦ χωριοῦ, χτίσανε ἐκεῖ ἕνα μικρὸ Ἐκκλησάκι καὶ ἐτοποθέτησαν μέσα τὸ θαυματουργὸ εἰκόνισμα τῆς Μεγαλόχαρης.

2) Ὅταν ἤθελαν νὰ χτίσουν τὴν Ἐκκλησία, ἕνα περιστέρι κρατώντας μεταξωτὴ κλωστὴ χάραξε τὰ θεμέλια τοῦ Ναοῦ καὶ τοῦ αὐλόγυρου, ξετυλίγοντας καταγῆς τὴ μεταξωτὴ κλωστή. Μὲ φόβο καὶ τρόμο οἱ μάστοροι ἔκτιζαν τὸν αὐλότοιχο στὴν ἄκρη τοῦ ἀπότομου βράχου πατώντας σὲ κρεμασμένες σκαλωσιὲς καὶ ἡ δουλειὰ δὲν προχωροῦσε γρήγορα. Ἡ Μεγαλόχαρη, ὅμως, ἔκαμε καὶ ἐδῶ τὸ θαῦμα της, γιὰ νὰ τοὺς δώσῃ θάρρος. Τὸ πρῶτο Σαββατόβραδο ὁ ἐπιστάτης κρατώντας στὸ ἕνα χέρι τὸ καραφάκι μὲ τὸ ρακὶ καὶ στὸ ἄλλο τὸ δίσκο μὲ τὰ ποτήρια, γύριζε τὶς σκαλωσιὲς κερνώντας τοὺς μαστόρους. Γιὰ μιὰ στιγμὴ ὅμως παραπάτησε καὶ γκρεμίσθηκε. Τρομαγμένοι ὅλοι, τεχνίτες καὶ ἐργάτες, κοίταξαν κάτω περιμένοντας νὰ τὸν δοῦνε ξαπλωμένο καὶ νεκρὸ ἑβδομήντα πῆχες κάτωθέ τους. Ἔτριβαν τὰ μάτια των ὅταν τὸν εἶδαν ὄρθιο μὲ τὸ καραφάκι στὸ δίσκο στὰ χέρια του νὰ τοὺς φωνάζει: «Μὴ φοβᾶσθε παλληκάρια ἡ χάρη της μᾶς βοηθεῖ», καὶ ἀμέσως ξανανέβηκε στὸ βράχο καὶ συνέχισε τὸ κέρασμα.

ΑΓΙΑ ΛΕΙΨΑΝΑ

Τὸ Ἱερὸν Προσκύνημα εἶναι εὐτυχές, διότι πλὴν τῆς Θαυματουργοῦ Εἰκόνος τῆς Παναγίας, ἔχουν ἀποθησαυρισθῆ ἐν αὐτῷ καὶ Ἅγια Λείψανα: 1) Τοῦ Ἁγίου Τρύφωνος 2) τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης 3) τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους. Ταῦτα φυλάσσονται ἐπιμελῶς ἐντὸς καλλιτεχνικῆς λειψανοθήκης.

ΣΟΥΛΤΑΝΙΚΟΝ ΦΙΡΜΑΝΙΟΝ (1877, μεταφρασμένον)

Σὺ Ἰσμαὴλ Βέη, ὁ τῆς ὑψηλῆς μου Αὐλῆς ἀξιωματοῦχος (Καπουτζῆ Μπασῆ κ.λπ. Ἀρχιθυρωρός), καύχημα τῶν ἐνδοξοτάτων καὶ εὐγενεστάτων, ὁ κάτοχος τῶν ἀρετῶν καὶ χαρίτων, ὁ εἰς ὃν ἰδιάζει ἡ μεγάλη εὐσπλαγχνία τοῦ αἰωνίου Βασιλέως, Ἐπόπτης, Ναζὴρ τῆς Μυτιλήνης, εἴη διαρκὴς ἡ Δόξα αὐτοῦ καὶ σὺ ὁ ὑπογραμμὸς τῶν Νομομαθῶν Ἱεροδικαστῶν, Ἱεροδικαστὴς τῆς Μυτιλήνης, ὁ Ὕψιστος Θεὸς αὐξήσει τὴν σοφίαν αὐτοῦ καὶ οἱ πρόκριτοι τῆς χώρας, σεμνύματα τῶν ὁμοβαθμίων καὶ ὁμηλίκων καὶ ἅπαντες οἱ ἔμποροι καὶ προύχοντες τοῦ λαοῦ, αὐξηθείη ἡ δύναμις αὐτῶν.

Ἅμα φθάση τὸ ὑψηλὸν Αὐτοκρατορικὸν Μονόγραμμα (διάταγμα) γνωστὸν ἔστω ὅτι, ἐπειδὴ ἡ Ῥωμαϊκὴ Ἐκκλησία ἡ γνωστὴ ὑπὸ τὸ ὄνομα Ἐκκλησία τῆς Παναγίας κειμένη ἐν τῷ χωρίῳ Πέτρα, ὑπαγόμενον εἰς τὴν Ὑποδιοίκησιν τοῦ Μολύβου τῆς Νήσοου Μυτιλήνης, καταστᾶσα ἑτοιμόρροπος διὰ τῆς παρόδου τοῦ χρόνου, παρεκλήθη ὑπὸ τῶν Ῥαγιάδων τοῦ ἐν λόγῳ χωρίου ἡ ἐπισκευὴ αὐτῆς καὶ ἐπειδὴ διενεργηθείσης τῆς ἐξετάσεως καὶ καταμετρήσεως τῆς εἰρημένης ἐκκλησίας παρὰ τοῦ Ἱεροδικαστηρίου, βεβαιώσαντος τὴν ἀνάγκην τῆς ἐπισκευῆς, ἐζητήθη διὰ ἱλαμίου (ἱεροδικαστικῆς ἀποφάσεως) ἵνα ἐκδοθῆ τὸ ἱερόν μου Μονόγραμμα περιέχον τὴν ἄδειαν τῆς ἐπισκευῆς καὶ ἐπιδιορθώσεως ἐπὶ τῆς ἀρχικῆς καταστάσεως τῆς βάσεως αὐτῆς, ἐχούσης μῆκος 20 πλάτος 14 καὶ ὕψος 12 πήχεις καὶ πρὸς ἀνατολὰς μὲν 9 καὶ πρὸς Δυσμὰς 8 παράθυρα, τέσσαρας θύρας καὶ πέντε δωμάτια διὰ τοὺς κληρικοὺς καὶ περιτοιχισμένης ὑπὸ τοίχων ἐκ τεσσάρων μερῶν καὶ ἐπειδὴ ὁ Σεϊχουλισμάνης καὶ Μουφτῆς τοῦ κόσμου ὁ Μεκκιζαδὲς ὁ σοφότατος τῶν σοφῶν καὶ πολυμαθῶν καὶ ἐναρετώτατος τῶν ἐναρέτων καὶ εὐλαβῶν, ἐρωτηθεὶς ἂν παλαιά τις ἐκκλησία ἔν τινι χωρίῳ καταστραφῇ, οἱ ἁρμόδιοι δύνανται νὰ ἐπισκευάσωσι αὐτῇ ἐπὶ τοῦ ἀρχικοῦ της σχεδίου χωρὶς νὰ προσθέσωσι τι εἰς τὴν ἀρχικὴν αὐτῆς κατάστασιν, ἐξέδωκεν εἰς ἀπάντησιν Φετβὰν (ῥήτραν ἱερὰν) ὅτι δύνανται, ἐπιδαψιλευθῆ ἡ ὑψηλὴ Αὐτοκρατορική μου ἄδεια πρὸς ἐπισκευὴν αὐτῆς, ἐπὶ τῆς ἀρχικῆς αὐτῆς καταστάσεως συνεπείᾳ τῆς ἱερᾶς ρήτρας καὶ συνετάχθη τὸ εὐσπλαγχνικώτατο Αὐτοκρατορικὸν διάταγμα καὶ συμφώνως τῇ ὑψηλῇ αὐτοῦ ἐννοίᾳ καὶ τῇ ἱερᾷ ρήτρᾳ ἐξεδόθη καὶ ἀπεστάλη ἡ παροῦσα ἱερά μου διαταγὴ περιέχουσα ἄδειαν.

Καὶ κατὰ συνέπειαν, ἐπεδαψιλεύθη ἡ ὑψηλή μου ἄδεια ἐπὶ τῇ βάσει τῆς ἱερᾶς ῥήτρας πρὸς ἐπισκευὴν τῆς ἐν λόγῳ ἐκκλησίας ὑπὸ τὸν ὅρον τῆς μὴ ὑπερβάσεως οὔτε μιᾶς σπιθαμῆς καὶ οὔτε τὸν ὅρον ἑνὸς δακτύλου ἐπὶ τοῦ ἀρχικοῦ σχεδίου καὶ τῆς ἀρχικῆς καταστάσεως κατὰ μῆκος, πλάτος, ὕψος καὶ εὕρος. Καὶ ἂν ἐπὶ τῇ ἀφορμῇ ταύτῃ παραστῆ ἀνάγκη ἵνα δώσωσι ἄδειαν πρὸς ἀνέγερσιν πλείονος τῆς ἀρχικῆς καταστάσεως μέρους τῆς ἐν λόγῳ ἐκκλησίας ἢ ἵνα ἐπὶ τούτῳ λάβωσι χρήματα ἀπὸ τοὺς ραγιάδες, ἐξεδόθη τὸ ἔνδοξόν μου φιρμάνιον ἵνα διενεργηθῶσι τὰ δέοντα κατὰ τὰ ἄνωθι γεγραμμένα, ὅταν πληροφορηθῶσιν ὅτι διαπράττονται πράγματα προκαλοῦντα εὐθύνας καὶ ἵνα ἀπέχητε καὶ ἀποφεύγητε ἀπὸ πράξεις ἐναντίας, ὑμεῖς ὁ ἐπόπτης ἱεροδικαστὴς καὶ οἱ ἄνωθι εἰρημένοι.

Καὶ ἅμα τῇ ἀφίξει τοῦ ἐνδόξου μου φιρμανίου ἐκδοθέντος κατὰ τὰ ἄνωθι μνημονεύοντα, ἐνεργήσητε κατὰ τὸ περιεχόμενον αὐτοῦ ᾧτινι δέον νὰ συμμορφοῦται καὶ ὑπακούσῃ τις καὶ οὕτω γιγνώσκεται καὶ πιστεύσατε εἰς τὸ ἱερόν μου σύμβολον.

Συνετάχθη κατὰ τὰς ἀρχὰς τοῦ εὐλογημένου μηνὸς Ραμαζανίου 1255.


ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ

Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ
Ἀ. Πρωτοπάτση
«Πολιτεία», Αὔγουστος 1927

Λιγάκι νοτιώτερ᾿ ἀπὸ τὸ Μόλυβο εἶναι ἡ Πέτρα. Ἕνας μικρὸς κάμπος κλεισμένος ἀπὸ βουνὰ ποὺ ἀπλώνονται ἀμφιθεατρικὰ ἕνα γύρω. Στὰ δυτικὰ ὁ κάμπος φτάνει ὡς στὴ θάλασσα. Εἶναι μιὰ ὡραία ἀμμουδιά, καμωμένη γιὰ τὸ κολύμπι. Ὁ ἥλιος κάθε βράδυ βουτᾶ στὸ κῦμα, παίρνει ἐκεῖνο ποὺ ὀνομάζει ὁ Ὅμηρος «λοετρὸν ὠκεανοῖο». Μὲ τί βασιλικὴ πομπή! Τί σπατάλη χρωμάτων! Τὰ πορτοκαλιά, τὰ χρυσά, τὰ τριανταφυλλιά, τὰ ἰώδη. Καὶ ὅταν ἡ ἀτμόσφαιρα εἶναι ἐξαιρετικὰ καθαρή, μακρυὰ-μακρυὰ στὰ βάθη τοῦ ὁρίζοντος, ξεμυτίζει ἕνας μικρούτσικος κῦκνος μ᾿ ἕνα ἀέρινο γαλανὸ χρῶμα. Εἶναι ἡ κορυφὴ τοῦ Ἄθω.

Τὸ χωριό, παραθαλάσσιο, εἶναι μαζεμένο ὁλόγυρα σ᾿ ἕνα μεγάλο βράχο ποὺ ὑψώνεται ἀπότομα λίγο πιὸ μέσ᾿ ἀπὸ τὴ θάλασσα. Βέβαια τ᾿ ὄνομα τοῦ χωριοῦ ὀφείλεται σ᾿ αὐτὸ τὸ βράχο. Μιὰ ἐκκλησία περιτειχισμένη καταλαμβάνει σήμερα ὅλη τὴν κορυφὴ τοῦ βράχου καὶ δίνει μὲ μιὰ πρόχειρη ματιὰ τὴν ἐντύπωση φρουρίου. Βράχος κι᾿ ἐκκλησία μαζὶ εἶναι γιὰ ὅλους ἡ «Παναγία τῆς Πέτρας».

Ὅταν βλέπετε τὸ χωριὸ συμμαζωμένο στὰ πόδια τοῦ ἱεροῦ βράχου, σὰν νὰ τοῦ ζητᾶ προστασία, ἄθελά σας συλλογίζεστε τὰ μαῦρα ἐκεῖνα χρόνια ὅπου ἡ πειρατία εἶχε ἀναγκάσει κάθε παραθαλάσσιο χωριὸ ποὺ δὲν εἶχε κάστρο νὰ μετοικήσει ὁμαδικὰ καὶ νὰ κρυφτεῖ σὲ τοποθεσίες ὅπου δὲν μποροῦσε νὰ φτάσει τὸ μάτι τοῦ καραβιοῦ ποὺ περιέπλεε τὸ νησί. Νἆταν ἀλήθεια ὁ Βράχος τῆς Παναγιᾶς ὀχυρὴ ἀκρόπολις; Ἢ μήπως τὸ χωριὸ δὲν χτίστηκε παρὰ ἀφοῦ ἔλειψε αὐτὴ ἡ τρομάρα; Ὦ βέβαια ἡ βιαστική μου ἐπίσκεψις, ἀφιερωμένη σὲ ζωγραφικὲς ἀσχολίες, δὲν ἦταν ἀρκετὴ νὰ λύσει αὐτὲς τὶς ἀπορίες. Μὰ γιατί ἄραγε κανένας ἀπὸ τοὺς νέους τῆς Πέτρας ποὺ σπουδάζουν τοῦτο κ᾿ ἐκεῖνο, δὲν φαίνεται νὰ τὶς ἔχει ἀκούσει; Γιατί δὲν στήνουν τ᾿ ἀφτί τους στὶς ἄπειρες φωνὲς ποὺ βγαίνουν ἀπὸ τὰ σπλάγχνα τῆς γῆς ποὺ μᾶς ἔθρεψε;

Ἂν ἡ ἱστορία μένει βουβή, ἡ παράδοσις βασιλεύει χωρὶς ἀντίζηλο. Ρωτῆστε κάθε γρηὰ ποὺ ἀψηφᾶ τὴν εἰρωνία τῆς κοινωνιολογούσης νεολαίας, καὶ θὰ μάθετε ὡραῖα πράματα.

Πρέπει νὰ ὁμολογήσω πὼς ἔχω μίαν ἀδυναμία πρὸς τὴν παράδοση. Ἂν ἐπρόκειτο νὰ διαλέξω ἀπὸ τὴν παράδοση καὶ τὴν ἱστορία, δὲν θὰ δίσταζα. Θά᾿ παιρνα τὸ δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ στὰ βάθη τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς.

Φαίνεται λοιπὸν πὼς τὰ παληὰ τὰ χρόνια ἕνα καράβι ἔχασε τὴν Παναγιὰ ποὺ ἦταν κρεμασμένη στὸ κατάρτι. Μιὰ λάμψη ἀπὸ πάνω ἀπὸ τὸ βράχο ὡδήγησε τὸν καπετάνιο νὰ ξανάβρει τὸ εἰκόνισμα ποὺ εἶχε πάει μονάχο του ὡς ἐκεῖ. Πῆρε ὁ καπετάνιος τὴν εἰκόνα καὶ τὴν ξανάφερε στὸ καράβι. Μὰ ἐκείνη ξανάφυγε στὸ βράχο, καὶ τὴν Τρίτη φορὰ ὁ καπετάνιος, φωτισμένος κι᾿ ἀπ᾿ ἕνα ὄνειρο, ἀποφάσισε νὰ χτίσει τὴν ἐκκλησία της στὸν τόπο ποὺ διάλεξε μονάχη της ἡ μεγαλόχαρη.

Ἕνα πουλί, ἕνα περιστέρι, πῆρε στὴν μύτη του τὸ ράμμα καὶ σημάδεψε τὸν τόπο, ὅπου θἄνοιγαν τὰ θεμέλια.

Σὰν ἀπόχτισαν κι᾿ ὁ μοῦτσος τοῦ καραβιοῦ κερνοῦσε τοὺς ἐργάτες, γλύστρησε λέει, κι᾿ ἔπεσε ἀπὸ τὴν πιὸ ἀπότομη πλευρὰ τοῦ βράχου, 30 μέτρα ὕψος. Ὅμως ἐστάθηκε στὰ πόδια του μὲ τὸ δίσκο στὰ χέρια, καὶ οὔτ᾿ ἕνα ποτήρι δὲν ἔσπασε, κι οὔτε χύθηκε μιὰ σταλαματιὰ νερό!

Ἡ ἐκκλησία ἔτσι ποὺ εἶναι σήμερα, ἔχει ξαναχτιστεῖ στὰ 1840.

ΕΝΑΣ ΥΜΝΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΕΤΡΑ
Ἀπὸ διήγημα τοῦ Ἀργύρη Ἑφταλιώτη γιὰ τὴν Πέτρα καὶ τὴν ἐκκλησία της.

... Βγήκανε δὲ βγήκανε ἀπὸ τὸ λαξευτὸ τὸ δρόμο, καὶ ξεφυτρώνει μπροστά τους μιὰ πεντάμορφη θέα: κάμπος βαθὺς καὶ δεντροσκέπαστος, βουνὰ παρακεῖθε ἀραδιασμένα, σὰν κύματα γιγαντένια, ἀπὸ τὰ δεξιὰ γάλα ἡ θάλασσα, μὲ δύο ρημονήσια παράπλευρα στὴ στεριά, δίπλα στ᾿ ἀκρογυάλι τὄμορφο τὸ χωριό, ποὺ φέγγανε τὰ σπίτια του σὰν γλάστρες μὲ τὰ λουλούδια, καὶ τέλος, καταμεσὶς στὰ σπίτια ἐκεῖνα, -παράξενο θᾶμα!- βράχος ποὺ στεκότανε σὰν κολοσσὸς δίχως ταῖρι –οὐρανόγγιχτος κολοσσός, μήτε τέχνη, μήτε συμμετρία, κι᾿ ὡς τόσο μεγαλεῖο ποὺ σ᾿ ἔκανε καὶ τόνε σεβόσουνα. Κι᾿ ἀπάνω στοῦ Κολοσσοῦ τὴν κορφή, μεγάλη κατάλευκη Ἐκκλησιά, τὸ Καμπαναριό, κάτασπρο κι᾿ αὐτὸ λαφρόστεκο καὶ χαριτωμένο.

Διάβηκαν πλάγι τοῦ βράχου καὶ τὸ καλοξετάσανε τὸ πέτρινο τὸ θεριό, τ᾿ ἀμέτρητα τὰ λιθάρια ποὺ κρεμιοῦνται ἀπὸ τὶς ράχες του, ἄλλα σὰ χτισμένα ἀπ᾿ ἀνθρώπινο χέρι, ἄλλα σὰ νὰ τἄθελε ξεπίτηδες ὁ Θεὸς γιὰ νὰ φοβερίζῃ τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἀπὸ κάτω. Εἴδανε καὶ τὴ λιθόχτιστη τὴ σκάλα μὲ τὰ σιδερένια τὰ κάγκελα, ποὺ ἀνέβαιναν οἱ Χριστιανοὶ στοὺς Ἑσπερινοὺς καὶ στὶς Λειτουργίες, τὰ καμάρωσαν ὅλα ἀπὸ κοντὰ καὶ τὰ θάμασαν.