Μετάφραση ἀπὸ τὰ ῥωσικά
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
Στοὺς «ἀθλήσει καὶ ὁμολογίᾳ διαλάμψαντας» ὀρθοδόξους κληρικοὺς ὅλων τῶν αἰώνων
Σημ: Τὸ βιβλίο μοῦ τὸ χάρισε πρὸ ἐτῶν ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Καλαβρύτων καὶ Αἰγιαλείας Ἀμβρόσιος, εἰς μνημόσυνον τοῦ πατρός του Γεωργίου Λενῆ (†22.9.1995) |
Τὰ κείμενα ποὺ ἀκολουθοῦν εἶναι γραμμένα ἀπὸ τὸ ῥῶσο λόγιο Βασίλειο Ἰωαχείμοβιτς Νιχηφόρωφ (1901-1941), γόνο φτωχῆς οἰκογένειας τῆς Τβέρ, πού, μετὰ τὴν ἐπανάσταση τοῦ 1917, κατέφυγε στὴν Ἐσθονία.
Ἀπὸ τὸ 1921 ὁ νεαρὸς ἐμιγκρὲς ἄρχισε νὰ δημοσιεύει ἄρθρα καὶ δοκίμια σὲ περιοδικὰ καὶ ἐφημερίδες μὲ τὸ ψευδώνυμο Βόλγιν (ἐπειδὴ ὁ μεγάλος ρωσικὸς ποταμὸς Βόλγας σχετιζόταν μὲ τὶς παιδικές του ἀναμνήσεις).
Τὸ 1937 κυκλοφόρησε τὸ βιβλίο του «Τὰ ὀνομαστήρια τῆς γῆς» καὶ τὸ 1938 «Τὸ ὁδοιπορικὸ ραβδί».
Ἡ ἐπιβολὴ κομμουνιστικοῦ καθεστῶτος καὶ στὴν Ἐσθονία, μετὰ τὴν κατάληψή της ἀπὸ τὰ σοβιετικὰ στρατεύματα (1940), τὸν ἀναγκάζει νὰ σταματήσει τὴ δημοσιογραφικὴ-συγγραφικὴ δραστηριότητά του. Ἕνα τρίτο βιβλίο του μὲ τὸν τίτλο «Ἀρχαία πόλη», ποὺ ἀπὸ τὸ 1939 ἑτοιμαζόταν νὰ ἐκδοθεῖ, δὲν θὰ δεῖ τελικὰ τὸ φῶς τῆς δημοσιότητας.
Τὸ Μάιο τοῦ 1941, ἐνῷ δουλεύει σὲ ναυπηγεῖο, συλλαμβάνεται ἀπὸ τὴ μυστικὴ ἀστυνομία καὶ φυλακίζεται μὲ τὴν κατηγορία τῆς ἀντισοβιετικῆς προπαγάνδας. Λίγο ἀργότερα μεταφέρεται στὸ Κύρωφ (Βιάτκα), ὅπου δικάζεται καὶ καταδικάζεται σὲ θάνατο.
Ἐκτελέστηκε μὲ τουφεκισμὸ στὶς 14 Δεκεμβρίου τοῦ 1941 σὰν ἐχθρὸς τοῦ λαοῦ. Ἀποκαταστάθηκε τὸ 1991.
Τὸ 1971 ἐκδόθηκε στὴ Νέα Ὑόρκη μιὰ ἐπίτομη συλλογὴ δημοσιευμάτων τοῦ Β. Νικηφόρωφ-Βόλγιν, στὴ ρωσικὴ γλώσσα, μὲ γενικὸ τίτλο «Τὸ ὁδοιπορικὸ ραβδί». Ὁ συγγραφέας ἀναπλάθει λογοτεχνικά, μὲ ἀπαράμιλλη ἐνάργεια καὶ περιγραφικὴ δύναμη, αὐθεντικὲς μαρτυρίες καὶ πραγματικὰ περιστατικὰ τῆς ἐποχῆς του — ἐποχῆς συνταρακτικῆς, «ἀποκαλυπτικῆς» γιὰ τὴν πατρίδα του καὶ τὴν Ἐκκλησία της.
Ἀπὸ τὴ συλλογὴ αὐτὴ δημοσιεύουμε ἐδῶ σὲ ἑλληνικὴ ἀπόδοση ἕνα μεγάλο τμῆμα χωρισμένο σὲ δυὸ μέρη.
Τὸ πρῶτο μέρος περιλαμβάνει τὸ αὐτοτελὲς ἔργο τοῦ συγγραφέα «Τὸ ὁδοιπορικὸ ραβδί». Πρόκειται γιὰ ἄτακτες ἡμερολογιακὲς σημειώσεις ἑνὸς ἀγνώστου ρώσου ἱερέα, ποὺ ἔζησε στὸ πρῶτο μισὸ τοῦ 20οῦ αἰῶνα, καὶ ποὺ ἀποτύπωσε στὸ χαρτὶ βιώματα καὶ γεγονότα τῆς ζωῆς του λίγο πρὶν καὶ μετὰ τὴν ὀκτωβριανὴ ἐπανάσταση.
Τὸ δεύτερο μέρος περιέχει τέσσερα κείμενα -μαρτυρίες, ὅπου ὁ συγγραφέας περιγράφει εἴτε προσωπικὲς μετεπαναστατικὲς ἐμπειρίες του εἴτε ἄλλα περιστατικά, ποὺ πληροφορήθηκε ἀπὸ τοὺς πρωταγωνιστές τους ἢ ἀπὸ αὐτόπτες μάρτυρες — τὸ τελευταῖο μάλιστα, ἔχει γίνει πλατιὰ γνωστὸ ἐδῶ καὶ δεκαετίες, ὄχι μόνο μέσα στὴ Ῥωσία ἀλλὰ κι ἔξω ἀπὸ τὰ σύνορά της.
Τὸ μικρὸ τοῦτο βιβλίο προσφέρεται στὸν εὐσεβῆ ἑλληνικὸ κλῆρο καὶ λαό, γιὰ νὰ «ἐπιχορηγήση... ἐν τῇ ἀρετῇ τὴν γνῶσιν» (Β´ Πέτρ. 1,5). Καὶ νὰ προβληματιστεῖ...
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
Κάθε νέο χρόνο τὸν ὑποδέχομαι μὲ ἀνησυχία. Κάτι τὸ ἀπειλητικὸ ἁπλώνεται πάνω ἀπ᾿ τὴ χώρα μας. Τί εἶν᾿ αὐτό, δὲν μπορῶ νὰ τὸ προσδιορίσω — μόνο ποὺ ἡ ψυχή μου θλίβεται θανάσιμα!
...Παρατηρῶ ὅτι πότε-πότε σκοτεινιάζουν οἱ εἰκόνες. Ὁ Ἐσταυρωμένος, πίσω ἀπὸ τὴν ἁγία Τράπεζα, ἔγινε μαῦρος. Τὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου πῆρε ἔκφραση βλοσυρή, ὀργισμένη... οἱ γεροντότεροι λένε, πὼς οἱ εἰκόνες σκοτεινιάζουν πάντα πρὶν ἀπὸ τὶς μεγάλες συμφορές.
Μὰ καὶ στὴ φύση κάτι τὸ ἀνήσυχο ὑπάρχει... Βγαίνεις στὸ δάσος ἢ στὸν κάμπο, καὶ στ᾿ αὐτιά σου φτάνουν ἀπὸ παντοῦ θόρυβοι ἀνησυχητικοί, ποὺ ποτὲ ἄλλοτε δὲν ἄκουγες.
Τὰ ὄνειρα ἔγιναν βαριά. Ὅλο πυρκαγιὲς καὶ καταστροφὲς βλέπω. Εἶδα καὶ τὸν ἑαυτό μου πολλὲς φορὲς ντυμένο μὲ τ᾿ ἄμφια, νὰ τρέχει γεμάτος φόβο στὰ χωράφια, μέσα στ᾿ ἄγριο σκοτάδι τῆς νύκτας, μὲ τὰ τίμια Δῶρα στὰ χέρια... Ἔτρεχα, ἔτρεχα... καὶ μὲ κυνηγοῦσαν, σφυρίζοντας ἀπειλητικά, ἀναμαλλιασμένοι χωρικοί, ποὺ φοροῦσαν ἀρχαϊκοὺς Εἰδωλολατρικοὺς χιτῶνες.
Τὸν τελευταῖο καιρὸ νιώθω τόση πίκρα, τόση θλίψη γιὰ τοὺς ἀνθρώπους — γιὰ ὅλους μας! Ἔχω τὴ μόνιμη αἴσθηση, ὅτι βρισκόμαστε ὅλοι σ᾿ ἕνα σταυροδρόμι, καὶ ὅτι πολὺ σύντομα δὲν θὰ βλέπουμε πιὰ ὁ ἕνας τὸν ἄλλο.
Λές, πάλι, ὅλη αὐτὴ ἡ ἀνησυχία μου νὰ μὴν εἶναι παρὰ μία ἀρρωστημένη ὑποψία;...
Μακάρι νά ᾿ναι ἔτσι. Κύριε!...
Παραμονὴ Θεοφανίων. Χιονίζει. Τὸ χωριό μας σκεπάζεται ἀργὰ καὶ ἀθόρυβα ἀπὸ ἕνα παχὺ ὁλόλευκο στρῶμα.
Μόλις τελείωσα τὴν ἀκολουθία τοῦ μεγάλου ἁγιασμοῦ. Κάθε φορὰ ποὺ βλέπω τὸ νερό, συλλογίζομαι τὴν καθαρότητα. Ὤ! Νὰ βοηθοῦσε ὁ Κύριος, ὥστε τὰ Ἰορδάνεια νάματα νὰ ξέπλεναν τὸ σκοτεινιασμένο πρόσωπο τῆς γῆς μας! Πολλὴ βρωμιὰ ἔχει ἡ ζωή μας, θόλωσαν ἀπ᾿ αὐτὴν καὶ τὰ ποτάμια τοῦ Θεοῦ…
Αὔριο θ᾿ ἀρχίσω τὸ κήρυγμα μὲ τοῦτα τὰ λόγια: Ὁ κόσμος σὰν ν᾿ ἀποτελεῖται ἀπὸ ἕνα βιβλίο μὲ δυὸ μονάχα φύλλα. Τὸ ἕνα φύλλο εἶν᾿ ὁ οὐρανός. Τὸ ἄλλο, ἡ γῆ. Καὶ γράμματα, ὅλα τὰ πράγματα τοῦ κόσμου.
Ἐμεῖς μολύναμε τὸ μεγάλο βιβλίο τοῦ Θεοῦ...»
Σύμφωνα μὲ μία λαϊκὴ παράδοση, σήμερα τὴ νύκτα θὰ κατέβει ἀπ᾿ τὸν οὐρανὸ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ γιὰ ν᾿ ἁγιάσει τὰ νερά, ποὺ θὰ σκιρτήσουν κάτω ἀπ᾿ τὶς παγωμένες ἐπιφάνειες τῶν ποταμῶν καὶ τῶν λιμνῶν. Τὰ μεσάνυκτα οἱ γέροντες θὰ πᾶνε μὲ κουβάδες νὰ πάρουν νερό, θὰ ραντιστοῦν ὅλοι μ᾿ αὐτό... Ἀλλ᾿ αὔριο, μετὰ τὴ θεία λειτουργία, τὸ δυνατὸ τὸ κρασὶ θὰ παλέψει σκληρὰ μὲ τ᾿ ἁγιασμένο νερό... Πολλὲς καὶ διάφορες ἁμαρτίες θὰ γίνουν...
Κύριε, ἀπάλλαξε τὴ γῆ Σου ἀπ᾿ τὴ βαθιὰ νύκτα!.»
«Φωνὴ Κυρίου ἐπὶ τῶν ὑδάτων...»
Ψάλλοντας, φτάσαμε λιτανευτικὰ στὸ ποτάμι, στὸ σημεῖο ποὺ θὰ τελούσαμε τὸν ἁγιασμό.
Ἡ μέρα ἦταν σκοτεινὴ ἀπ᾿ τὰ βαριά, μολυβένια σύννεφα. Κάτω ἀπ᾿ τὰ πόδια μας ἔτριζε
ὁ πάγος.
Τί ὑπέροχα ποὺ εἶναι, ὅταν ὁ ρωσικὸς λαὸς λιτανεύει καὶ ψάλλει! Τὰ πρόσωπά τους εἶναι φωτεινά—λαμποκοποῦν ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ Κυρίου.
Ἁγιάσαμε τὰ νερά, ἀνοίγοντας μία τρύπα στὴν παγωμένη ἐπιφάνεια καὶ καταδύοντας τρεῖς φορὲς τὸν τίμιο Σταυρό. Μὲ τί φλογερὴ πίστη ὁ κάθε χριστιανὸς ἔπινε τὸ ἁγιασμένο νερό, ραντιζόταν μ᾿ αὐτὸ καὶ τό ᾿βαζε σὲ δοχεῖα, γιὰ νὰ τό ᾿χει τὴν ὥρα τοῦ θανάτου του, γιὰ νὰ τὸ πιεῖ μ᾿ εὐλαβικὸ πόθο, σὰν θεία κοινωνία!
Στὴν ἐπιστροφὴ ξέσπασε χιονοθύελλα. Ἡ πομπή μας μέσα στὴ θύελλα ἐκείνη εἶχε κάτι τὸ παλαιορωσικό. Ὁ δυνατὸς βοριᾶς ἀνέμιζε τὰ λάβαρα. Τὸ χιόνι ἔπεφτε πάνω στὶς εἰκόνες. Ὅλοι μας εἴχαμε ἀσπρίσει. Ἡ θύελλα ἀπὸ τὴ μιὰ — τὸ ἀρχαῖο ἐκκλησιαστικὸ μέλος ἀπὸ τὴν ἄλλη... Τί ὡραῖα!... Κι ἐκείνη ἡ κίτρινη φλογίτσα τοῦ φαναριοῦ, ποὺ πήγαινε μπροστά, πῶς τρεμόσβηνε, χωρὶς ὅμως ποτὲ νὰ σβήνει...
Μέχρι ἀργὰ τὸ βράδυ γύριζα στὶς καλύβες τῶν χωρικῶν καὶ ἁγίαζα τὸ ποίμνιό μου μὲ τὸν μεγάλο ἁγιασμὸ τῶν Θεοφανίων. Ὅλο τὸ χωριὸ ἦταν μεθυσμένο!... Πάλι καυγάδες;
Πάλι σκοτωμοί; Εἶναι δυνατόν;».
Τὴ νύκτα μ᾿ ἔπιασε πονοκέφαλος. Βγῆκα στὸν ἐξώστη. Ἡ θύελλα μαινόταν. Ἀνατρίχιαζες ἀκούγοντας τὴ φοβερὴ βοή της.
— Μὴν ἐπιτρέψεις, Κύριε, νὰ βρεθεῖ κανένας μ᾿ αὐτὸ τὸν καιρὸ στὸν κάμπο ἢ στὰ μονοπάτια τοῦ δάσους!..-
Ἄ, οἱ καμπανάρηδες τὸ παραγλέντησαν ἀπόψε! Ἀναγκάστηκα ν᾿ ἀνέβω ὁ ἴδιος στὸ καμπαναριό, νὰ κτυπήσω τὶς καμπάνες γι᾿ αὐτοὺς ποὺ βρίσκονταν στὸ δρόμο...
Κτυποῦσα ὥρα πολλή. Πάγωσα. Σταμάτησα. Μὰ δὲν κατέβηκα ἀμέσως κάτω. Ἔμεινα ἐκεῖ ἀρκετὴ ὥρα ἀκόμα, σὰν μαγνητισμένος, κοιτάζοντας τὴ θύελλα... Μήπως ἦταν κι αὐτὴ μιὰ προτύπωση ἐκείνης τῆς ἀπειλῆς, ποὺ ἔχει ἁπλωθεῖ πάνω στὴ ρωσικὴ γῆ;
Ὁ γιατρὸς κουνοῦσε τὸ κεφάλι του ἀποδοκιμαστικά.
— Μὰ εἶναι λογικό, π. Ἀθανάσιε, νὰ βγαίνεις ἔξω, στὴν παγωνιὰ καὶ τὴ θύελλα, ἀφοῦ ξέρεις πὼς ἔχεις τόσο ἀδύνατους πνεύμονες;
Ὅλοι ἀνησυχοῦσαν γιὰ μένα. Ἔλεγαν πὼς ὁ θάνατος κρεμόταν πάνω ἀπ᾿ τὸ κεφάλι μου, μὰ ὁ Χριστὸς τὸν ἔδιωξε καὶ μοῦ χαμογέλασε...
Ὅταν ὁ παπὰς εἶναι καλὰ καὶ δὲν ἀντιμετωπίζει δοκιμασίες καὶ θλίψεις, οἱ ἄνθρωποι τοῦ χωριοῦ ὄχι μόνο δὲν τὸν πολυσέβονται, μὰ καὶ τὸν εἰρωνεύονται, τοῦ πετᾶνε ἄπρεπες κουβέντες, τραγουδᾶνε μπροστά του ἄσεμνα τραγούδια... Ὅταν ὅμως ἀρρωστήσει — τί ἀντίθεση! — εἶναι ἕτοιμοι καὶ τὴν ψυχή τους νὰ δώσουν γιὰ νὰ τὸν βοηθήσουν... Κακὰ τὰ ψέματα, ὁ ρῶσος νιώθει ἀπ᾿ ὅλους ἐγκαταλειμμένος, καὶ μόνο τὸν Ἱερέα θεωρεῖ ἀκόμα σὰν «πατέρα του»... πατέρα συχνὰ ἀνάξιο, ὅμως οἰκεῖο καὶ ἀχώριστο... Τὸ ἴδιο ἔγινε καὶ μὲ μένα: Ὅταν ἤμουνα καλά, ὑπέμενα συχνὰ τὶς εἰρωνεῖες καὶ τὶς ἀπρέπειές τους. Μόλις ἀρρώστησα βαριά, ἄρχισαν νὰ κλαῖνε, νὰ προσεύχονται γιὰ μένα, νὰ μοῦ φιλᾶνε τὰ χέρια!
Τώρα γιὰ μένα ὅλος ὁ κόσμος ἔγινε ναὸς τοῦ Θεοῦ. Νὰ τί σημαίνει ἀρρώστια!
Πάνω στὸ τραπέζι ἔπεσαν οἱ ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου. Ἀκούμπησα ἐκεῖ τὰ χέρια μου κι ἔνιωσα πολλὴ χαρὰ — ἡ ζωὴ συνεχίζεται!
Βγῆκα ἔξω, στὸν καθαρὸ ἀέρα, γιὰ πρώτη φορά. Ὁ Μάρτης περπατάει πάνω στὸ χιόνι καὶ πίσω του χοροπηδᾶνε καὶ φτερουγίζουν τὰ σπουργίτια. Ἄχ, αὐτὰ τὰ σπουργίτια! Τί χαριτωμένα ποὺ εἶναι! Σὲ γεμίζουν εὐθυμία καὶ εὐφροσύνη μὲ τὴ ζωηράδα τους, τὰ καμώματά τους, τὴν ἱκανοποίησή τους... «Καλὴ λίαν» εἶναι ἡ γῆ τοῦ Θεοῦ! Σὲ λίγο θά ᾿ρθει ἡ ἄνοιξη, καί, ὅπως λέει ὁ λαός μας, θ᾿ ἀρχίσει νὰ κεντάει τὴν καινούργια νυφιάτικη φορεσιὰ τῆς γῆς μὲ τὰ πολύχρωμα λουλούδια, τὰ χορτάρια καὶ τὰ ποικιλόσχημα φύλλα.
Ὁ διακο-Ζαχαρίας μὲ βοήθησε νὰ σηκωθῶ ἀπὸ τὸ κρεβάτι. Ἡ ἔκφρασή του, τὸ χαμόγελό του— μαρτυροῦν πὼς εἶναι πολὺ εὐχαριστημένος γιὰ τὴ βελτίωσή μου. Παρατηρῶ τὸ πλατύ, φωτεινό του πρόσωπο καὶ συλλογίζομαι: «Τί καλὰ ποὺ θά ᾿ταν, ἂν ἔτσι πάντα πορεύονταν οἱ ἄνθρωποι πάνω στὴ γῆ τοῦ Θεοῦ, βοηθώντας ὁ ἕνας τὸν ἄλλον καὶ χαμογελώντας τόσο γλυκά... μὲ τόση εὐχαρίστηση... ποὺ ξεπηδάει ἀπ᾿ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς...»
Δὲν εἶναι καλὸ γιὰ ἕναν ἱερέα νὰ σκέφτεται τὰ γήινα... Μὰ σήμερα ἦρθαν στὸ νοῦ μου γήινες ἀναμνήσεις, ποὺ μ᾿ ἔκαναν νὰ μελαγχολήσω: θυμήθηκα τὴ μακαρίτισσα τὴν πρεσβυτέρα μου—πόσο θὰ χαιρόταν τώρα γιὰ τὴν ἀνάρρωσή μου!... θὰ μὲ στήριζε γιὰ νὰ περπατήσω... Ἦταν κι ἐκείνη ψυχὴ στοχαστική... Ἂν ζοῦσε, θ᾿ ἀναπολούσαμε τοὺς νεανικούς μας περιπάτους στὴ Μόσχα..., τὶς ἀναβάσεις στὶς βουνοπλαγιὲς τοῦ Βορομπίεβι..., τὸ θεῖο πόθο ποὺ γεννοῦσε στὶς καρδιές μας τὸ ἄκουσμα τῆς σαρακοστιανῆς καμπάνας... Κάθε ἄνοιξη μᾶς θύμιζε τὴν ἁγνὴ νιότη—το «χαῖρε νύμφη ἀνύμφευτε».
Μὰ δὲν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ ἔχει μέσα του ἀπόλυτη, ἀθόλωτη χαρά!
Μεγάλη Σαρακοστή. Μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως. Μὲ βαρειὲς ἁμαρτίες εἶναι φορτωμένος ὁ ἄνθρωπος. Ἀλίμονο, κάθε χρόνο τὰ ἁμαρτήματά του εἶναι πιὸ μεγάλα καὶ πιὸ μαῦρα... Ἀσήκωτος ὁ ζυγὸς στοὺς ὤμους τοῦ Ἱερέα: Νὰ λύνει τοὺς ἀνθρώπους ἀπ᾿ τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας! Σὲ πολλοὺς πρέπει νὰ βάλω ἐπιτίμια, σύμφωνα μὲ τοὺς κανόνες τῆς ἐκκλησίας, ἀλλὰ δὲν τὸ ἀντέχω... Δὲν μπόρεσα ποτὲ νὰ γίνω αὐστηρός! Ἀπὸ τὴν ἄλλη πάλι, πόση συμπάθεια νιώθω, ὅταν βλέπω τὴν εἰλικρινῆ μετάνοιά τους! Αὐτὴ ἡ μετάνοια εἶναι ἡ μόνη ἐλπίδα τοῦ ρωσικοῦ λάου, τὸ μοναδικό του ὅπλο μπροστὰ στὸ κακό, ποὺ ὅλο καὶ πλησιάζει... Ἁμαρτάνει μὰ εἶναι ἱκανὸς νὰ κλάψει πικρά, ἐπαναλαμβάνοντας τὰ λόγια του ἁγίου Ἀνδρέου Κρήτης στὸν Μεγάλο Κανόνα: «Ἀπώλεσα τὸ πρωτόκτιστον κάλλος καὶ τὴν εὐπρεπειάν μου· καὶ ἄρτι κεῖμαι γυμνὸς καὶ καταισχύνομαι».
Τ᾿ ἀνοιξιάτικα νερὰ κυλᾶνε στὴ γῆ, σχηματίζοντας ρυάκια.
Μετὰ τὸ Μέγα Ἀπόδειπνο πῆγα ἕναν περίπατο στὸ δάσος κι ἔκοψα μερικὰ κλαδιὰ ἀπὸ τὶς λυγαριές, τὶς στολισμένες μὲ τὰ κόκκινα λουλούδια τους. Θαρρῶ πώς, ὅταν θὰ πεθαίνω, δὲν θὰ ὀνειρεύομαι ἀπ᾿ τὰ γήινα τίποτ᾿ ἄλλο, παρὰ μονάχα τοῦτες τὶς ἀνθισμένες κόκκινες λυγαριές!
... Τὰ δάση μας τὰ κόβουν! Καὶ τὰ κόβουν ἀσυλλόγιστα, μὲ καταστροφικὴ μανία. Ὁλόγυρα στὸ χωριό μας ὑπῆρχαν τόσα πυκνά, παρθένα δάση... Καὶ ζοῦσαν ἐκεῖ μέσα τόσα πουλιά, τόσα ἀγρίμια... Μὰ τώρα, ἐρημιά...
Παρατηρῶ, πὼς ὅσο περισσότερο καταστρέφεται ἡ φύση, τόσο χειροτερεύει ἡ ζωὴ πάνω στὴ γῆ, τόσο σκοτεινιάζουν τὰ πρόσωπα τῶν ἀνθρώπων…θελήσαμε νὰ δείξουμε τὴν ψευτοπαλληκαριά μας πάνω στὴ φύση! Βαλθήκαμε νὰ τὴν κατακτήσουμε, νὰ τὴν ὑποτάξουμε, νὰ τὴν ἐξουσιάσουμε, νὰ τὴν «ἀξιοποιήσουμε»...
Πόσες φορές, ἀπὸ ἀλαζονικὴ ἐπιδεκτικότητα καὶ μόνο, δὲν κάψαμε τεράστια δάση, δὲν σκοτώσαμε τόσα ζῷα καὶ πουλιά... Μὲ τρόμο ἀντιμετωπίζει πιὰ ἡ φύση τὸν ἄνθρωπο, σὰν τὸν χειρότερο ἐχθρό της. Μήπως ἀπ᾿ αὐτὸ θὰ ἔρθει ἡ μεγάλη θλίψη;
Πρὶν ἀπὸ τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα ἐπισκέφθηκα μία-μία ὅλες τὶς καλύβες τοῦ χωριοῦ καὶ εἶχα στενὴ προσωπικὴ ἐπαφὴ μὲ ὅλους τοὺς χωρικοὺς τοῦ ποιμνίου μου. Ποτὲ πρὶν δὲν εἶχα κάνει κάτι τέτοιο. Μὰ τώρα ἔχω ἀρχίσει ν᾿ ἀνησυχῶ πιὸ πολὺ γιὰ τὶς ἀνθρώπινες ψυχές, θέλω νὰ τὶς προετοιμάσω γιὰ τὴν ἐπερχόμενη θύελλα, νὰ τὶς στερεώσω. Δὲν ἀπαλλάσσομαι ποτὲ ἀπὸ τὸ προαίσθημα, πὼς θὰ ὑποστοῦν σὲ λίγο μεγάλες δοκιμασίες...
Καθὼς μπαίνω μέσα σὲ κάθε καλύβα, τοὺς λέω:
— Ἦρθα κοντά σας γιὰ νὰ ζεσταθῶ!
Ὅλοι χαίρονταν μὲ τὴν ἐπίσκεψή μου.
Μοῦ σέρβιραν τσάι ἀπ᾿ τὸ σαμοβάρι, κι ἔπειτα κάθονταν κοντά μου κι ἔπιαναν τὴ συζήτηση μαζί μου... Ἄ, μὲ πόση συγκίνηση ἀντίκριζα τὰ βασανισμένα πρόσωπα τῶν χωρικῶν, ποὺ μόλις φωτίζονταν ἀπ᾿ τὴν ἀδύνατη φλόγα τῆς λάμπας τοῦ πετρελαίου, νὰ μὲ κοιτᾶνε κατάματα καὶ ν᾿ ἀκοῦνε ἀχόρταγα τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ!
Μόνος, πολὺ μόνος κι ἀβοήθητος εἶναι ὁ ἄνθρωπος σήμερα! Δὲν ἔχει στήριγμα. Τοῦ χρειάζεται παρηγορητής. Ἡ Ρωσία χρειάζεται πάντα τὰ μοναστήρια καὶ τοὺς γεροντάδες, τοὺς στάρετς, τοὺς παρηγορητές... Ἂν ὄχι σ᾿ αὐτούς, ποῦ ἀλλοῦ νὰ καταφύγουν οἱ ἀνήσυχες καὶ πονεμένες ψυχές μας; Ἀπ᾿ τὴ ζοφερή μας μοναξιὰ καὶ τὴν ἐγκατάλειψη δὲν προέρχονται τάχα ὅλες οἱ θλίψεις, ὅλος ὁ ψυχικός μας κόπος, ἀκόμα καὶ ἡ ἁμαρτία;
Τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα τὸ χωριὸ μοιάζει μὲ μοναστήρι. Ὅλοι εἶναι σοβαροί, φιλάδελφοι καὶ συγκαταβατικοί. Καὶ οἱ πιὸ καβγατζῆδες ἔχουν συμμαζευτεῖ. Καὶ οἱ πιὸ ἄσωτοι νηστεύουν αὐστηρά!... Τοὺς παρατηρῶ, καὶ τὸ ξαναλέω: Δὲν θ᾿ ἀρνηθεῖ τὸ Χριστὸ ὁ ρωσικὸς λαός! Θὰ ἐπιστρέψει κοντά Του, θὰ Τοῦ ὁμολογήσει τὰ σφάλματά του, θὰ μετανοήσει, θὰ καθίσει στὰ πόδια Του...
Βγῆκα ἔξω. Ἥσυχο ἀνοιξιάτικο σούρουπο. Σούρουπο πασχαλινό. Φυσοῦσε ὁ γνωστὸς ἀπριλιάτικος ἀέρας, θυμήθηκα τὰ λόγια τοῦ Τσέχωφ: «Ὁ ἴδιος ἀκριβῶς ἀέρας φυσοῦσε καὶ στὰ χρόνια τοῦ Ρούριχ καὶ στὰ χρόνια τοῦ Ἰβᾶν τοῦ Τρομεροῦ καὶ στὰ χρόνια τοῦ Μεγάλου Πέτρου». Ἡ πιὸ χαρακτηριστικὴ περίοδος τῆς ρωσικῆς γῆς εἶναι τότε ποὺ λιώνουν τὰ χιόνια, καὶ μάλιστα στὸ σούρουπο, μὲ τὸν ἀέρα. Τότε τὴ νιώθω πιὸ οἰκεία, πιὸ ἀγαπητή... κι αὐτὸ μοῦ συμβαίνει περισσότερο τὸν τελευταῖο καιρό, ποὺ σὰ νὰ φεύγει κάτω ἀπ᾿ τὰ πόδια μου...
Ἔμεινα μόνος στὸ πασχαλινὸ τραπέζι. Γιατί μὲ πλακώνει τόση θλίψη αὐτὴ τὴν ὁλόλαμπρη καὶ σωτήρια νύχτα; Γιατί πάλι τριγυρνάει στὸ νοῦ μου ἡ σκέψη, ὅτι βρισκόμαστε ὅλοι μπροστὰ σ᾿ ἕνα σταυροδρόμι, καὶ πολὺ σύντομα θὰ χωρίσουμε, δὲν θὰ βλέπουμε πιὰ ὁ ἕνας τὸν ἄλλον;
Καθὼς ἄλλαζα μὲ τοὺς ἐνορῖτες μου τὸν τριπλὸ ἀναστάσιμο ἀσπασμό, ἤθελα νὰ ξεσπάσω σὲ κλάματα. Τοὺς ἔβλεπα μὲ λύπη ἀβάσταχτη νὰ περπατοῦν στοὺς ξεπλυμένους ἀπ᾿ τὴν ἀνοιξιάτικη βροχὴ δρόμους, κρατώντας στὰ χέρια τους τὰ μπογαλάκια μὲ τὰ εὐλογημένα πασχαλινὰ φαγητά, γελώντας χαρούμενα δίνοντας εὐχές... Νά, σκέφτομαι, σὲ λίγο θὰ τοὺς χάσω ἀπ᾿ τὰ μάτια μου. Ποτὲ πιὰ δὲν θὰ ξανάρθουν ἐδῶ, στὸ πασχαλινὸ δεῖπνο τοῦ Χριστοῦ!
Λὲς πάλι νὰ ἔχει σφηνωθεῖ μέσα μου μιὰ ἔμμονη ἰδέα; Μακάρι νά ᾿ναι ἔτσι. Κύριε!
Ὁ ἥλιος λούζει τὴ γῆ μὲ τὸ φῶς του. Οἱ μηλιὲς εἶναι ὁλάνθιστες. Τὸ μάτι δὲν χορταίνει τὴν ἔξοχη ἀνοιξιάτικη μεγαλοπρέπεια. Πολὺ εὔστοχα ἀντιστοίχισε κάποιος τοὺς δώδεκα μῆνες τοῦ χρόνου μὲ τοὺς δώδεκα μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ. Μῆνας Μάιος — Ἰωάννης ὁ Θεολόγος ὁ εὐαγγελιστὴς τῆς ἀγάπης, ὁ «ἠγαπημένος» τοῦ Κυρίου.
Μὲς στὴ λιακάδα κάθομαι καὶ ξεφυλλίζω τὸ Ψαλτήρι, ἐνῷ τὰ ἄνθη ἀπ᾿ τὶς μηλιὲς πέφτουν πάνω στοὺς ὤμους μου καὶ στὶς σελίδες τοῦ βιβλίου.
«Οἱ οὐρανοὶ διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ, ποίησιν δὲ χειρῶν αὐτοῦ ἀναγγέλλει τὸ στερέωμα... Ἐν τῷ ἡλίῳ ἔθετο τὸ σκήνωμα αὐτοῦ ...ἀπ᾿ ἄκρου τοῦ οὐρανοῦ ἡ ἔξοδος αὐτοῦ, καὶ τὸ κατάντημα αὐτοῦ ἕως ἄκρου τοῦ οὐρανοῦ, καὶ οὐκ ἔστιν ὃς ἀποκρυβήσεται τῆς θέρμης αὐτοῦ». (Ψαλμ. 18,1-7)
Θὲς ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ ψαλμῳδοῦ, θὲς ἀπὸ τὴν ὀμορφιὰ τοῦ τοπίου ποὺ μὲ τριγύριζε, δὲν μπόρεσα νὰ μὴ σταυροκοπηθῶ καὶ νὰ μὴν ἀναφωνήσω αὐθόρμητα:
— Κύριε! Ἐλθέτω ἡ βασιλεία Σου!
Τί καλὰ ποὺ θά ᾿ταν νὰ νικούσαμε τὴ θλίψη αὐτῆς τῆς ζωῆς! Νὰ φυτεύαμε στὴ γῆ τὴ χαρὰ τῆς Βασιλείας! Ν᾿ ἀξιωνόμασταν τὴν ἀληθινὴ Ζωή!
Πολὺ θερμὸ εἶναι τοῦτο τὸ καλοκαῖρι. Πολλὰ δάση καίγονται. Ὁ ἥλιος σκοτίζεται ἀπ᾿ τοὺς καπνούς. Τὸ φῶς εἶναι παράξενο, ἀνησυχητικό, «ἀποκαλυπτικό».
Οἱ νύκτες φωτίζονται ἀπὸ ἀλλεπάλληλες ὀργισμένες ἀστραπές. Μὰ βροχὴ δὲν πέφτει.
Κάτω ἀπ᾿ τὴ γῆ ἕρπουν ὑπόκωφοι, φοβεροὶ ἦχοι... Ὁ γερο-Κήρυκος μοῦ εἶπε πὼς κόλλησε τ᾿ αὐτί του στὸ χῶμα καὶ ἄκουσε τρομακτικὰ βουητά.
— Παπούλη, συμφορὰ προμηνάει τοῦτο!
Ὁ Σέμας, ὁ σαλός, τρέχει πάνω-κάτω σ᾿ ὅλο τὸ χωριὸ καὶ ξελαρυγγιάζεται, τραγουδώντας ἀνατριχιαστικά:
— Μαῦρο κοράκι! Μαῦρο κοράκι!
Γιατί πετᾷς ἀπὸ πάνω μου;
Μπὰς καὶ μυρίζεσαι τὴν καταστροφή μου;
Ναί... ἔ- ἔεχ!...
Οἱ γυναῖκες τὸν διώχνουν μὲ φωνές, αὐτὸς ὅμως συνεχίζει νὰ ξεσκίζει τὶς ψυχὲς μὲ τὴν κραυγὴ τῆς στέπας:
— Ἔ-ἔεχ!...
Δὲν συγκρατήθηκα. Βγῆκα ἀπόψε στὸ δάσος κι ἀκούμπησα τ᾿ αὐτί μου στὴ γῆ — βουίζει στ᾿ ἀλήθεια;...
Ναί!
...Μήπως ὅμως εἶν᾿ ἡ καρδιά μου ποὺ βουίζει;
Ξύπνησα μὲ τρόμο, φωνάζοντας δυνατά. Στὸν ὕπνο μου ἔβλεπα τὸν Κύριο νὰ ἐγκαταλείπει τὴ γῆ!. Πετάχτηκα ἀπ᾿ τὸ κρεβάτι. Δὲν μποροῦσα νὰ ἡσυχάσω.
Οἱ ἀστραπὲς φώτιζαν κάθε τόσο τὸ Εἰκονοστάσι. Πλησίασα στὸ παράθυρο. Γιὰ πολλὴ ὥρα εἶχα στυλωμένο τὸ βλέμμα στὴ μαυρισμένη γῆ. Ἄρχισε νὰ μὲ κυριεύει ἕνας βαθὺς φόβος. Ἔπεσα στὰ γόνατα, μπροστὰ στὶς εἰκόνες. Μὰ ἡ προσευχὴ δὲν μ᾿ ἔκανε νὰ γαληνέψω, ὅπως πρῶτα.
— Ἄραγε, Ἐκεῖνος δὲν μ᾿ ἀκούει πιά;
Τὰ μεσάνυκτα ἔτρεξα στὴν ἐκκλησία. Ἄναψα τὴν ἑπτάφωτη λυχνία τοῦ ἱεροῦ. Στάθηκα μπροστὰ στὴν ἅγια Τράπεζα ὡς τὸ πρωί. Ἔνιωθα καλύτερα.
Κηρύχθηκε πόλεμος*!
* Ἐννοεῖ τὸν πρῶτο παγκόσμιο πόλεμο (1914-18).
Μνημόσυνα ἀπ᾿ ἄκρη σ᾿ ἄκρη τῆς Ῥωσίας.
Τὰ δίπτυχα γεμίζουν μὲ τὰ ὀνόματα νεκρῶν στρατιωτῶν...
Τώρα περισσότερο ἡ ψυχὴ ζητάει τὴ στέρηση καὶ τὴν προσφορά. Ὅ,τι εἶχα καὶ δὲν εἶχα τὸ μοίρασα στὰ ὀρφανά. Κοιτάζω τώρα τ᾿ ἄδεια δωμάτια τοῦ σπιτιοῦ μου καὶ σκέφτομαι: «Δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερο ἀγαθὸ ἀπ᾿ τὴν ἀπάρνηση τῶν ἐπίγειων πραγμάτων».
Καλὰ τὸ εἴπανε, πὼς ὅποιος ἀπέκτησε μία πορσελάνινη τσάσκα, αὐτὸς δὲν εἶναι πιὰ ἐλεύθερος!
Δὲν θέλω νὰ κρατήσω οὔτε τὸ ἄδειο σπίτι μου. Αὔριο φτάνουν πρόσφυγες ἀπ᾿ τὴν πολεμικὴ ζώνη. Θὰ ἐγκαταστήσω ἐδῶ ὅσους χωρᾶνε. Ἐμένα μοῦ φτάνει τὸ λουτρό* θὰ βολευτῶ ὅπως-ὅπως...
Ἔνιωσα πολὺ ἱκανοποιημένος μὲ τὸν ἑαυτό μου — τὸ συνειδητοποίησα τὴν ἴδια στιγμὴ καὶ ντράπηκα: Τί φίλαυτα ὄντα ποὺ εἴμαστε, λοιπόν! Δὲν μποροῦμε νὰ κάνουμε τὸ παραμικρὸ καλό, χωρὶς νὰ φουσκώσουμε ἀπὸ αὐτοδικαίωση. Πόσο μακριὰ εἴμαστε ἀπὸ τὴ γνήσια, ἀνόθευτη, τέλεια ἀγάπη!
Διαπίστωνα γιὰ πρώτη φορά, πὼς τὸ λουτρὸ ἦταν πολὺ ἄνετο. Ἀνεξάρτητο ἀπὸ τὸ ὑπόλοιπο οἴκημα, φτιαγμένο ἀπὸ κορμοὺς δέντρων, χαριτωμένο καὶ χαμηλοτάβανο, μοῦ δημιουργοῦσε ἕνα αἴσθημα ψυχικῆς ζεστασιᾶς.
Ἄναψα τὸ καντῆλι, κι ἔνιωσα πὼς ἦρθε ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς καὶ κάθισε κοντά μου, στὸν χωριάτικο ξύλινο πάγκο.
Ἕραβα ἕνα κουμπὶ στὸ ράσο μου καὶ συλλογιζόμουν: «Τί ὡραῖα νὰ ζεῖς σ᾿ ἕνα σπιτάκι μὲ χαμηλὸ ταβάνι! Φέρνει στὴν καρδιά σου τόση γαλήνη, τόση ἡσυχία!...»
Μὰ πάλι μὲ πλησιάζει ὕπουλα ἡ αὐτοϊκανοποίηση, πάλι πλανιέμαι... Πρέπει νὰ δουλέψω περισσότερο πάνω στὸν ἑαυτό μου...
* Στὰ ρώσικα χωριατόσπιτα τὸ λουτρὸ (ποὺ δὲν ἔχει καμιὰ σχέση μὲ τὸ ἀποχωρητήριο) εἶναι συνήθως ἕνα ἀνεξάρτητο ξύλινο σπιτάκι στὸν κῆπο. Ἀποτελεῖται ἀπὸ τὸν προθάλαμο καὶ τὸν κυρίως χῶρο γιὰ λουτρό, ποὺ θερμαίνεται μ᾿ ἕνα μεγάλο χτιστὸ καζάνι.
Ἡ γῆ ταράζεται.
Ὁ λαὸς ἀνησυχεῖ.
Παντοῦ συμφορές...
Οἱ ἄνθρωποι μαζεύονται γύρω μου. Ζητᾶνε παρηγοριά. Κάθομαι ὡς ἀργὰ τὴ νύκτα κι ἀκούω τὸν καημό τους, τὴν ἀγωνία τους, τὴ θλίψη τους... Πολὺς ὁ πόνος... Ὅλοι τους σηκώνουν σταυρό. Τοὺς κοιτάζεις, κάτι θέλεις νὰ πεῖς γιὰ νὰ τοὺς παρηγορήσεις, μά... τελικὰ κατεβάζεις τὸ κεφάλι καὶ σωπαίνεις...
Μεγάλο κακὸ μᾶς βρῆκε μὲ τοῦτον τὸν πόλεμο. Ὡστόσο ἡ καρδιὰ προειδοποιεῖ γιὰ κάτι πολὺ χειρότερο, πολὺ φοβερότερο.
— Σὲ ποιὰ ἀκόμα δοκιμασία ὁδηγεῖς, Κύριε, τὸ λαό μας;
Ἡ κομμοῦνα τοῦ χωριοῦ μας ἄρχισε τὴ δραστηριότητά της ὀργανώνοντας γλέντια στὸ κοιμητήριο.
Οἱ παλικαράδες γκρεμίσανε ἀπ᾿ τὸ καμπαναριὸ τὴ μεγάλη καμπάνα. Τὰ τζάμια τοῦ λουτροῦ, ποὺ μένω, τὰ σπάσανε ὅλα. Ὁ Ἀλέξιος Μπακβόλωφ ἔκαψε τὸ ξύλινο προσκυνητάρι, ποὺ ἦταν πάνω στὸ δρόμο. Ὁ Κούζμα ἔσκισε μὲ τὸ τσεκοῦρι τὴν εἰκόνα τῆς Δέσποινάς μας, τῆς Κυρίας Θεοτόκου, καὶ τὴν ἔριξε στὴ φωτιά.
Κάθε νύκτα ἀκούγονται πυροβολισμοί. Πηγαίνω ἀπὸ καλύβα σὲ καλύβα. Παρηγορῶ, νουθετῶ, προσεύχομαι...
Μοῦ ἔστησαν καρτέρι ἀργὰ τὸ βράδυ καὶ μὲ κτύπησαν ἀνελέητα. Τρεῖς μέρες δὲν μπόρεσα νὰ βγῶ ἔξω. Τὸ κορμί μου ὅλο ἦταν τυλιγμένο μ᾿ ἐπιδέσμους.
Πεῖνα... Μὲ πολλὴ δυσκολία βρίσκουμε μία χοῦφτα ἀλεῦρι γιὰ τὰ πρόσφορα. Ὁ λειτουργικὸς ἄρτος γίνεται τώρα ἀπὸ σίκαλη — μαύρισε τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ! ...
Σήμερα λειτούργησα. Ἡ ἐκκλησία ἦταν γεμάτη ἀπὸ πεινασμένους. Οἱ μανάδες φέρανε τὰ ἐξαντλημένα παιδάκια τους, μὰ δὲν μποροῦσαν νὰ τὰ κρατήσουνε στὰ χέρια ἀπὸ ἀδυναμία. Τὰ ἄφηναν στὸ πάτωμα, μπροστὰ στὶς εἰκόνες. Ὅλοι κλαίγαμε — πιὸ πολὺ γι᾿ αὐτὰ τὰ παιδιά. Ἐκεῖ, μέσα στὸ ναό, μπροστὰ στὰ μάτια μας, ἄφησε τὴν τελευταία του πνοὴ τὸ τετράχρονο ἀγοράκι τοῦ σιδερᾶ Ματθαίου. Πολλοὶ ξάπλωναν κατάχαμα — ἡ πεῖνα τοὺς εἶχε κόψει τὰ πόδια.
Κοινωνοῦσα τὰ παιδιά, καὶ μὲ δυσκολία κρατοῦσα στὰ χέρια μου τὸ ἅγιο Ποτήριο...Εἶναι φοβερὸ τὸ θέαμα ἑνὸς βρέφους, ποὺ σβήνει ἀπὸ ἔλλειψη τροφῆς...
Ὁ ψάλτης δὲν ἄντεξε ὡς τὸ τέλος. Σωριάστηκε καταγῆς. Κι ὁ διάκος κοίταζε μὲ βουλιμία τὰ σικαλένια πρόσφορα.
Στὰ παιδιὰ δίναμε ἀπὸ ἕνα πολὺ μικρὸ κομμάτι πρόσφορο. Τὸ κατάπιναν μονομιᾶς, καὶ τέντωναν τὰ χεράκια τους νὰ πάρουν κι ἄλλο.
- Δῶσε μας ψωμάκι, παππούλη! Δῶσε μας, γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ!
Στὸ τέλος τῆς λειτουργίας βγῆκα νὰ κηρύξω.
Ἡ ματιά μου ἔπεσε διαδοχικὰ στὰ κοκαλιάρικα, κιτρινισμένα πρόσωπα..., στὰ νήπια, ποὺ οἱ μανάδες τους εἶχαν ἀποθέσει μπροστὰ στὶς εἰκόνες τῶν οὐράνιων προστατῶν μας..., στὸ νεκρὸ ἀγοράκι, ποὺ ἦταν ξαπλωμένο σ᾿ἕνα σκαμνί!..
Δὲν ἄντεξα. Ξέσπασα σὲ λυγμούς. Ἔπεσα στὰ γόνατα, μπροστὰ στοὺς ἀνέκφραστους ἀνθρώπους — τὰ ζωντανὰ λείψανα. Δὲν μπόρεσα νὰ πῶ λέξη!
Πιάσαμε ὅλοι νὰ κλαῖμε καὶ νὰ φωνάζουμε μ᾿ ὅση δύναμη μᾶς εἶχε ἀπομείνει:
— Κύριε, σῶσε μας! Ὑπεραγία Θεοτόκε, προστάτεψέ μας!
Νύχτα, 20 Νοεμβρίου: Οἱ θολωμένες ψυχὲς ἔβαλαν φωτιὰ στὸ ναό μας.
Μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Κυρίου, πέρασα ἀκίνδυνα μέσ᾿ ἀπὸ τὶς φλόγες κι ἔφτασα ὡς τὸ ἱερό. Κατόρθωσα νὰ σώσω τὸ ἱερὸ ἀντιμήνσιο, τὸ ἅγιο Ἀρτοφόριο μὲ τὰ τίμια Δῶρα, καθὼς καὶ μερικὰ λειτουργικὰ βιβλία. Δυστυχῶς, τὸ ἅγιο Ποτήριο χάθηκε μέσα στὶς φλόγες.
Οἱ φίλοι μὲ προειδοποιοῦν καὶ μὲ παρακινοῦν:
— Φύγε, παππούλη, μακριὰ ἀπὸ τὸν πειρασμό! Θέλουν νὰ σὲ σκοτώσουν!
Δὲν πάω πουθενά! «Κύριος ὑπερασπιστὴς τῆς ζωῆς μου· ἀπὸ τίνος δειλιάσω;» (Ψαλμ. 26.1).
Ποῦ θ᾿ ἁπλώσω τώρα τὸ ἀντιμήνσιο; Ποῦ θὰ τελῶ τὰ ἅγια μυστήρια τοῦ Χριστοῦ;.»
Στὸ κοντινὸ δάσος ὑπῆρχε ἕνα ἄνετο κυνηγετικὸ καταφύγιο. Τὸ μετατρέψαμε σὲ οἶκο τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἐνορῖτες μου ἀνασκουμπώθηκαν. Φέρανε εἰκόνες, κρεμάσανε καντήλια…
Ἀπὸ φρεσκοκομμένα δέντρα φτιάξανε εἰκονοστάσι, ἁγία Τράπεζα, ἁγία Πρόθεση. Μοῦ ράψανε καὶ ἄμφια ἀπὸ χοντρό, γερὸ ὕφασμα — ἀπ᾿ αὐτὸ ποὺ κάνουν τὰ σακιά. Ὁ Ἐγόρουσκα, καλλιτέχνης ξυλουργός, ἔφτιαξε ἕνα ξύλινο ἅγιο Ποτήριο, καὶ σκάλισε πάνω του τὴ φράση: «Ποτήριον σωτηρίου λήψομαι καὶ τὸ ὄνομα Κυρίου ἐπικαλέσομαι».
Ἔρχονται οἱ πιστοί. Ἔρχονται ἀπὸ πολὺ μακριά, περπατώντας συχνὰ δεκάδες βέρστια*. Ἔρχονται στὸν οἶκο τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ παρηγορηθοῦν. Ὁ χῶρος δὲν εἶναι ἀρκετός. Στέκονται κάτω ἀπ᾿ τὸν ἀνοικτὸ οὐρανό.
Τοὺς ἐξομολογῶ ὡς ἀργὰ τὴ νύκτα. Τοὺς ἀκούω. Τοὺς καθησυχάζω... Σκοτεινή, παγωμένη ἡ νύκτα...
Οἱ νεολαῖοι γυροφέρνουν τὸ χωριὸ μὲ τραγούδια καὶ βλαστήμιες. Νά τους... πλησίασαν στὸ κατάλυμά μου. Σταμάτησαν. Ἕνας σβῶλος χιόνι ἔσκασε πάνω στὸ παράθυρό μου… Οἱ χριστιανοὶ ἀνησυχοῦν ὅλο καὶ περισσότερο γιὰ τὴ ζωή μου.
* Ἕνα βέρστι εἶναι ἴσο με 1067 μέτρα.
— Φύγε, παππούλη, νὰ σωθεῖς! Φύγε, ὅσο εἶναι καιρός! Σὲ χαρακτήρισαν, λέει, ἐχθρὸ τοῦ λαοῦ!
«Τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου γινέσθω» (Πράξ. 21,14).
Ἔμαθα πὼς ὑπογράφθηκε στὴν πόλη ἔνταλμα συλλήψεώς μου. Ἡ κατηγορία: ὑποκίνηση τῶν λαϊκῶν μαζῶν σὲ στάση.
Ἦρθαν μίαν ἄγρια νύχτα, καθὼς ἡ χιονοθύελλα λυσσομανοῦσε.
— Ντύσου γρήγορα, παπά! Φεύγουμε!
— Δὲν πάω πουθενά, φίλοι μου! Ἡ ποιμαντική μου συνείδηση μὲ κρατάει ἐδῶ!
Μὲ ὑποχρέωσαν βίαια νὰ ντυθῶ. Πέταξαν μέσα σ᾿ ἕνα σάκο τὰ ροῦχα, τὰ βιβλία καὶ μερικὰ ἄλλα πράγματά μου. Οἱ ἱκεσίες μου ἦταν ἀνώφελες. Δὲν ἄκουγαν. Μόνο μοῦ φώναζαν νὰ βιαστῶ.
Δὲν μποροῦσα νὰ κάνω τίποτα. Πῆρα τὸ ἀντιμήνσιο, τὸ Ἀρτοφόριο καὶ τὸ Εὐαγγέλιο.
Μ᾿ ἔβαλαν σ᾿ ἕνα ἁμάξι. Καὶ φύγαμε...
Μ᾿ ἔφεραν στὴ μικρὴ παραποτάμια πόλη, στὸ σπίτι ἑνὸς τσαγκάρη, τοῦ Σάββα Γρηγόριεβιτς Κοβίλιν. Ἄρχισα νὰ μαθαίνω τὴν τέχνη τοῦ παπουτσῆ.
Ὁ Σάββας Γρηγόριεβιτς ἦταν πιστὸς ἄνθρωπος. Καθόμασταν τὰ βράδια κάτω ἀπὸ μία φλαμουριὰ καὶ μελετούσαμε τὴν Ἁγία Γραφή, συζητούσαμε πνευματικά, προσευχόμασταν... Ἦταν ἕνας λεβεντόκορμος γέροντας μὲ φωτεινή, καθαρὴ ψυχή. Κρατοῦσε ἀπὸ σόι παραδοσιακό, ὀρθόδοξο. Μὲ τὴ ζωή του λὲς καὶ ζωγράφιζε τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ!
Τὰ Σάββατα καὶ τὶς Κυριακὲς ἔρχονται οἱ συγγενεῖς του καὶ ἄλλοι εὐσεβεῖς ἄνθρωποι. Τελοῦμε τὴ θεία Λειτουργία στὸ πίσω δωμάτιο...
Οἱ χριστιανοὶ ἔμαθαν γιὰ μένα. Μοῦ φέρνουν κρυφὰ τὰ νήπια γιὰ νὰ τὰ βαφτίσω. Μοῦ ζητᾶνε νὰ τοὺς ἐξομολογήσω, νὰ τοὺς κοινωνήσω, νὰ τοὺς παντρέψω ἐκκλησιαστικά... Ἡ πόλη δὲν εἶχε ἱερεῖς. Πρὶν ἔρθω, τοὺς εἶχαν ἐξαφανίσει ὅλους. Ἄλλους εἶχαν ἐξορίσει στὸ Σολόφκ, καὶ ἄλλους τοὺς θανάτωσαν μετὰ ἀπὸ φρικτὰ βασανιστήρια.
Ἄκουσα πὼς ὅρμησαν σ᾿ ἕναν ἱερέα τὴν ὥρα ποὺ κρατοῦσε τὸ ἅγιο Ποτήριο. Ἔχυσαν στὸ πάτωμα τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Καὶ τὸν λειτουργό, ἀφοῦ τὸν ἔβγαλαν μὲ τ᾿ ἄμφια ἔξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία, τὸν κρέμασαν στὴν πλατεία, σ᾿ ἕναν ἡλεκτρικὸ στῦλο.
Στὸ χωριὸ Ντούμπναχ, τὸν π. Δημήτριο, συμμαθητή μου στὴν Ἱερατικὴ Σχολή, τὸν τύφλωσαν μὲ τὶς λόγχες.
Τέλεσα σήμερα μίαν ἀσυνήθιστη νεκρώσιμη ἀκολουθία. Ἔρχεται καὶ μὲ βρίσκει μία γερόντισσα. Τὰ μάτια της εἶναι γεμάτα δάκρυα.
— Παππούλη μου, διάβασε, σὲ παρακαλῶ, τὸν ἀντίχριστο τὸ γιό μου! Τὸν σκότωσαν!...
— Ποῦ τὸν ἔχουν τώρα;
— Ἐκεῖ, πάτερ μου, σὲ δαύτους... Στό, πῶς τὸ λένε; — «Σπίτι τοῦ Λαοῦ»!... Ἐκεῖ βρίσκεται τὸ λείψανό του. Ἐσένα, βέβαια, δὲν θὰ σ᾿ ἀφήσουνε νὰ μπεῖς ἐκεῖ. Κοσμικὰ τὸν κηδεύουνε, μὲ μουσικὲς καὶ τραγούδια... Ἦταν κομισάριος...
— Πῶς θὰ τὸν ψάλω τότε;
— Ἀπὸ μακριά, καλέ μου!... Δῶσε στὴν ἀρνησίθεη ψυχή του τουλάχιστον αὐτὴ τὴν τελευταία εὐλογία...
Κλαίει ἡ γριὰ μάνα. Παρακαλεῖ στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ... Ἄρχισα νὰ ψάλλω τὴ νεκρώσιμη ἀκολουθία.
...Ἔξω ἀπ᾿ τὸ παράθυρο μεταφέρουν τὸ νεκρὸ κομισάριο στὸν τάφο, μὲ μουσική... Καὶ μέσ᾿ ἀπ᾿ τὸ παράθυρο ἐγὼ διαβάζω γιὰ χάρη του ὅ,τι μισοῦσε ν᾿ ἀκούει ζωντανός: «Ἀνάπαυσον, ὁ Θεός, τὸν δοῦλόν σου, καὶ κατάταξον αὐτὸν ἐν Παραδείσῳ..., παρορῶν αὐτοῦ πάντα τὰ ἐγκλήματα».
Ἔγινα καλὸς τσαγκάρης! Κάναμε καλὲς δουλειὲς μὲ τὸ Σάββα Γρηγόριεβιτς: Τὸ «νυχτερινὸ ποίμνιο» μεγάλωσε τόσο, ποὺ δὲν χωράει πιὰ στὸ σπίτι.
Στὴν πόλη δὲν σταματᾶνε καθόλου οἱ πυροβολισμοί...
Μιὰ νύχτα χτυπᾶνε τὴν πόρτα μας. Ἀνοίγουμε. Εἶναι ὁ κομισάριος Ἀχτίρωφ.
— Παπά, ἔλα μαζί μου!
Ἑτοιμάστηκα γιὰ τὸ θάνατο.
Ὁ Σάββας Γρηγόριεβιτς ἄσπρισε σὰν τὸ χιόνι.
Ὁ κομισάριος μαλάκωσε τὴ φωνή του καὶ μᾶς καθησύχασε:
— Μὴ φοβᾶστε, ἀδελφοί! Ἦρθα νὰ πάρω τὸν παππούλη γιὰ νὰ βαφτίσει τὸ γιό μου... κρυφά... γιατὶ ἂν δὲν τὸ κάνει, δὲν θὰ ζήσει τὸ παιδί!
Σήμερα κάναμε σύσκεψη. Ἀποφασίσαμε νὰ σταματήσουμε τὶς λατρευτικές μας συνάξεις στὸ σπίτι, καὶ νὰ μεταφερθοῦμε στὸ δάσος. Ἔχουμε μεγάλα, πυκνά, ἀσφαλῆ δάση. Καὶ δὲν εἶναι πολὺς καιρός, ποὺ ἕνας ἀδελφὸς βρῆκε τυχαῖα μίαν ἀπόμακρη, εὐρύχωρη σπηλιά.
Πήγαμε νύχτα ἐκεῖ. Ὡς τὸ ξημέρωμα τὴ μετατρέψαμε σ᾿ ἕναν ὑπέροχο πρωτοχριστιανικὸ ναό! Σκουροπράσινα αἰωνόβια ἔλατα ἔκρυβαν τὴν εἴσοδό της. Καλύτερο μέρος δὲν μπορούσαμε νὰ βροῦμε!
Μεταφέραμε τὶς Εἰκόνες κρυφά. Συμφωνήσαμε νὰ πηγαίνουμε κάθε φορὰ μόνοι κι ἀπὸ διαφορετικοὺς δρόμους, θυμόμασταν τὰ λόγια τοῦ ἀποστόλου: «Βλέπετε πῶς ἀκριβῶς περιπατεῖτε» (Ἐφεσ. 5,15).
Ἡ πρώτη μας σύναξη στὴ σπηλιώτικη ἐκκλησία, μέσα στὸ δάσος!... Κεριὰ δὲν εἴχαμε. Μονάχα ἕνα δαδὶ ἄναβε.
Μετὰ τὸ «Αἰνεῖτε», ἔψαλα πρῶτος τὸ μεγαλυνάριο τοῦ ὁσίου Σεργίου τοῦ Ραντονὲζ - αὐτὸ μόνο θυμήθηκα μπροστὰ στὴν ἀναμμένη δᾴδα! Ὕστερα ψάλαμε ὅλοι μαζί: «Μακαρίζομέν σε, ὅσιε πατὴρ ἡμῶν Σέργιε, καὶ τὴν ἁγίαν μνήμην σου τιμῶμεν, τῶν μοναζόντων διδάσκαλε καὶ τῶν ἀγγέλων συνόμιλε».
Ὅλη τη νύχτα ἐξομολογοῦσα.
Διέκοψα κάποια στιγμή, γιὰ νὰ ξεκουραστῶ, καὶ κίνησα γιὰ ἕνα περίπατο μέσα στὸ δάσος.
Ξάφνου, ἀκούω ἀπὸ μακριὰ ἕνα σπαραχτικό, θανάσιμο ξεφωνητό... κι ἔπειτα μερικοὺς πυροβολισμούς...
Κάθησα στὸν κορμὸ ἑνὸς πεσμένου δέντρου. Σὰν μικρὸ παιδὶ ἀναρωτιόμουν καὶ ἀποροῦσα: Γιατί νά᾿ ναι τόσο φοβερὸς ὁ ἄνθρωπος; Δὲν μποροῦμε, ἀλήθεια, νὰ ζήσουμε χωρὶς αὐτὲς τὶς νυχτερινὲς κραυγές, χωρὶς αὐτοὺς τοὺς φονικοὺς πυροβολισμούς;...
Τώρα ἁπλώθηκε ἡσυχία. Σιγὴ νεκρική.
Σημεῖα τῶν καιρῶν: παλιὲς Εἰκόνες, σὲ σπίτια καὶ ναούς, ἀστράφτουν κι ἀκτινοβολοῦν! Οἱ τροῦλοι πολλῶν ἐκκλησιῶν, μαυρισμένοι ἀπὸ τὸ χρόνο, ξαφνικὰ ἀνακαινίζονται, καὶ λαμποκοποῦν! Τί θέλει νὰ μᾶς δείξει ὁ Θεὸς μὲ τοῦτα τὰ θαύματα;
Παραμονὴ Χριστουγέννων. Πέφτει πυκνὸ χιόνι. Ἐπικρατεῖ φαινομενικὴ ἡσυχία. Στέκομαι στὸ παράθυρό μου καὶ φαντάζομαι πὼς τίποτα κακὸ δὲν συμβαίνει πιὰ στὴ Ρωσία.
Ὄνειρο ἦταν, ἐφιάλτης, καὶ πέρασε... Ὅλοι μας σήμερα τὸ βράδυ, ὅπως τὸν παλιὸ καλὸ καιρό, θὰ ψάλουμε, «Ἡ γέννησίς σου, Χριστέ, ὁ Θεὸς ἡμῶν...». Σ᾿ ὅλα τὰ σπίτια θά ᾿ναι τὰ καντήλια ἀναμμένα...
Μὰ δὲν πρόλαβα νὰ ὀνειροπολήσω γιὰ πολύ.
Ἔξω, στὸ δρόμο, περνᾶνε κάτι «παλικάρια». Δὲν εἶναι μόνα τους. Ὁδηγοῦν — δὲν ξέρω ποῦ, καταλαβαίνω ὅμως μὲ τί σκοπὸ —τὸν πρώην δήμαρχο, τὸ διευθυντὴ τοῦ γυμνασίου, μερικοὺς στρατιωτικούς, ἕναν ἔφηβο καὶ μία κοπέλα ἀχτένιστη. Ὁ ψαρομάλλης γυμνασιάρχης προχωράει σκυφτός, μὲ πολλὴ δυσκολία... καὶ τὸν σπρώχνουν μὲ τὸν ὑποκόπανο τοῦ ὅπλου. Δὲν εἶχε προλάβει νὰ βάλει, καθὼς φαίνεται, οὔτε ἕνα πανωφόρι. Μὰ κι ὁ δήμαρχος εἶναι μὲ τὶς παντόφλες...
Ἡ καρδιά μου σφίχτηκε. Ἕνα ἐπιφώνημα πόνου σάλεψε στὰ χείλη μου, καὶ λιποθύμησα…
Συνῆλθα τὸ βράδυ πιά, μετὰ ἀπὸ ἐναγώνιες προσπάθειες τοῦ Σάββα Γρηγόριεβιτς.
— Πῶς θὰ κάνεις, πάτερ, ἀπόψε τὴν ἀκολουθία; Κοίταξε τὸ πρόσωπό σου στὸν καθρέφτη. Μοιάζεις μὲ νεκρό! Τί ἔπαθες;
Δὲν τοῦ εἶπα τίποτα. Προσευχήθηκα, πῆρα ἀντίδωρο, ἤπια ἁγιασμό, κι ἔνιωσα καλύτερα.
Στὶς 3 Ἰανουαρίου, ἀργὰ τὴ νύχτα, χτύπησαν τὴν πόρτα μας.
— Παππούλη, συμφορά! Ἔχουνε σκοπὸ νὰ πετάξουν αὔριο ὅλες τὶς εἰκόνες ἀπ᾿ τὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς πόλης... νὰ γκρεμίσουνε τὸ τέμπλο... καὶ νὰ κάνουνε τὴν ἐκκλησία κινηματογράφο! Μὰ τὸ πιὸ φοβερὸ εἶναι, πὼς θὰ στήσουνε, λέει, τὴ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας στὴ μέση της πλατείας, καὶ θὰ τὴ χρησιμοποιήσουν γιὰ ἀσκήσεις σκοποβολῆς!
Μοῦ τὰ λένε καὶ κλαῖνε.
Ἄναψα.
— Πόσοι ἄνθρωποι εἶστε ἐδῶ; ρώτησα.
— Πέντε!
— Φοβᾶστε τίποτα;
— Εἴμαστε ἕτοιμοι καὶ γιὰ βασανιστήρια καὶ γιὰ θάνατο! ἀπαντοῦν μ᾿ ἕνα στόμα.
— Ἀκοῦστε τότε, παιδιά μου! Τὴ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας μας πρέπει νὰ τὴ σώσουμε! Δὲν θὰ ἀφήσουμε νὰ τὴ χλευάσουν!
Τοὺς ἐξήγησα τί εἶχα στὸ νοῦ μου. Ὁ Σάββας Γρηγόριεβιτς πῆγε στὴν ἀποθήκη, καὶ γύρισε μ᾿ ἕνα τσεκοῦρι, ἕνα σκαρπέλο κι ἕνα σφυρί.
Κάναμε τὸ σταυρό μας καὶ ξεκινήσαμε...
Ἡ Δέσποινα τ᾿ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς συμμάχησε μαζί μας: Ὅλος ὁ τόπος σκεπασμένος μὲ χιόνι. Κανένα φῶς, καμιὰ φωνή, κανένας σκύλος... Ἀπόλυτη ἡσυχία — λὲς κι ἡ γῆ εἶχε παραδώσει τὴν ψυχή της στὸ Θεό.
Πηγαίνουμε στὸ ναὸ χωριστά, ἀπὸ διαφορετικὲς κατευθύνσεις.
Ἐγὼ προχωράω ἀκολουθώντας τὸ φράχτη. Οἱ ἄλλοι βρίσκονται κιόλας μέσα στὸ προαύλιο.
Τὸ ἄλογο εἶν᾿ ἕτοιμο, ζευγμένο στὸ ἕλκηθρο, καὶ περιμένει.
Μᾶς προστατεύουν τὰ γέρικα δέντρα, φορτωμένα χιόνι.
Κοιτάξαμε ὁλόγυρα μὲ προσοχὴ — μὰ τί νὰ δοῦμε μέσα σ᾿ ἐκεῖνο τὸ πηχτὸ σκοτάδι;
Κάναμε τὸ σταυρό μας ἄλλη μιὰ φορά. Ἕνας μας χτύπησε δυνατὰ μὲ τὸ σφυρὶ τὴ βαριὰ κλειδαριά· διαλύθηκε μὲ τὴν πρώτη! Ἀφουγκραστήκαμε: Μόνο τὸ χιόνι κι ἡ ἀνάσα μας. Μπήκαμε στὸν κρύο ναό. Βγάλαμε τὴν ἀρχαία εἰκόνα τῆς Θεομήτορος ἀπ᾿ τὴ μεγάλη κορνίζα της. Τὴ μεταφέραμε στὸ ἕλκηθρο, τὴ σκεπάσαμε μὲ μπόλικο σανὸ καὶ κινήσαμε γιὰ τὸ δάσος — γιὰ τὴ σπηλιά μας.
Ναί, ἡ Ἴδια ἡ Παντάνασσα ὁδηγοῦσε τὸ ἄλογο! Ἡσυχία. Σκοτάδι. Ἐρημιά. Καὶ τὸ χιόνι νὰ πέφτει συνέχεια, ἐξαφανίζοντας τὰ ἴχνη μας...
Ὅταν πλησιάσαμε στὴ σπηλιά, κατεβάσαμε τὴν εἰκόνα ἀπὸ τὸ ἕλκηθρο καὶ τὴ σηκώσαμε στὰ χέρια, βουλιάζοντας μέσα στὸ χιόνι.
Μήπως κι οἱ πρόγονοί μας κάπως ἔτσι δὲν ἔκρυβαν στὰ δάση τὰ ἱερὰ κειμήλια, τὸν καιρὸ τῆς ταταρικῆς εἰσβολῆς στὴ Ρωσία;
Στὴν πόλη ἁπλώθηκε ἡ φήμη γιὰ θαῦμα —ἡ Δέσποινα ἐγκατέλειψε τὸ ναό!
Καὶ δὲν ἦταν, ἀλήθεια, θαῦμα ἡ σωτηρία τῆς εἰκόνας; Μόνο χάρη στὴ θεία δύναμη κατορθώσαμε νὰ τὴ φυγαδεύσουμε τόσο εὔκολα.
Λαὸς πολὺς καταφτάνει στὴν ἐκκλησία.
Θέλουν νὰ κλάψουν μπροστὰ στὴν ἄδεια κορνίζα... Τοὺς διώχνουν μὲ τὴν ἀπειλὴ τῶν ὅπλων. Ἐκεῖνοι κάνουν πίσω, μὰ δὲν φεύγουν.
Ὅταν σὲ λίγο οἱ Ἱερόσυλοι βγάζουν τὶς εἰκόνες καὶ τὶς πετᾶνε στὸ καλντερίμι, ἡ λαϊκὴ ὀργὴ ξεσπάει. Ὁρμᾶνε πάνω στοὺς βέβηλους, πιάνονται στὰ χέρια, τοὺς παίρνουν τὶς εἰκόνες... Αὐτοὶ τότε ὑψώνουν ἀπειλητικὰ τὶς χειροβομβίδες καὶ οὐρλιάζουν:
— Σκορπιστεῖτεεεεε!... Τώρα θὰ τὶς βροντήξουμε!...
Ἄδειασαν τὸ ναό. Ὕστερα τὸ ρίξανε στὸ γλέντι καὶ τὸ μεθύσι.
Τὸ ἅγιο Ποτήριο, γεμάτο κρασί, ἔφερνε γύρω τὴν «παρέα» — Θεέ μου!
Οἱ νεαροὶ ἐπαναστάτες κλωτσούσανε στοὺς δρόμους τὶς εἰκόνες καὶ τραγουδοῦσαν:
«Ἄχ, παῖξε., ὀργανάκι μου!
Χτύπα τὸ Θεὸ καὶ τοὺς παπάδες!»
Σ᾿ ἕνα ἀπόμερο σημεῖο ὁ Σάββας Γρηγόριεβιτς βρῆκε τὴν εἰκόνα τοῦ ἁγίου Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ διάτρητη ἀπὸ σφαῖρες.
Μετὰ ἀπὸ καιρό, κατορθώνω νὰ καταπιαστὼ καὶ πάλι μὲ τὶς σημειώσεις μου.
Πολλὲς οἱ πίκρες ποὺ δοκιμάσαμε... Δὲν μπορέσαμε νὰ κρατήσουμε γιὰ πάντα μυστική τη σπηλιά μας. Τὴν Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως, τὴν ὥρα ποὺ βγάζαμε τὸν τίμιο Σταυρό... νά τους ξαφνικὰ μπροστά μας! Μᾶς εἶχαν παρακολουθήσει...
Μὲ πλησίασαν μὲ βαριὰ βήματα δυὸ πανύψηλοι στρατιῶτες, ποὺ βρωμοῦσαν ἀπαίσια.
Μὲ δέσανε σφιχτά. Δὲν μ᾿ ἄφησαν νὰ βγάλω τ᾿ ἄμφια μου — ἔτσι μὲ πῆραν, ντυμένο μ᾿ ὁλόκληρη τὴν ἱερατικὴ στολή.
Δοξάζω τὸ Θεό, γιατὶ δὲν πείραξαν τουλάχιστον κανέναν ἀπὸ τοὺς πιστούς, ποὺ μᾶς ἀκολούθησαν μὲ δάκρυα καὶ στεναγμούς. Προσπάθησαν νὰ μὲ ὑπερασπίσουν, ἀλλὰ τοὺς φοβέρισαν μὲ τὶς χειροβομβίδες. Ἕνας λογισμὸς μὲ βασάνιζε: θὰ σκεφτοῦν ἄραγε οἱ ἀδελφοὶ νὰ σώσουν τὴ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας; Ὁ Σάββας Γρηγόριεβιτς φαίνεται πὼς κατάλαβε τί εἶχα στὸ νοῦ μου. Κι ἀπὸ μακριά, μέσα στὸ σκοτάδι, μοῦ φώναξε:
-Μὴν ἀνησυχεῖς!...
Ἔνιωσα ἀνακούφιση — λὲς καὶ μοῦ φώναξε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἀπὸ τὸ πυκνὸ δάσος.
Κάποια στιγμὴ γλίστρησα στὸν πάγο κι ἔπεσα. Οἱ στρατιῶτες ἔβαλαν τὰ γέλια. Ἔπιασαν τὴν ἄκρη τοῦ σκοινιοῦ κι ἄρχισαν νὰ μὲ σέρνουν καταγῆς, τραγουδώντας:
- Ἔϊ, κουτσουράκι, προχώρα, προχώρα!
Ὅταν εἶδαν πὼς μωλωπίστηκα καὶ καταματώθηκα, σὰ νὰ μὲ λυπήθηκαν. Μὲ σήκωσαν.
Ἀργὰ τὸ βράδυ μὲ ὁδήγησαν στὸν ἀνακριτή. Στάθηκα μπροστὰ στὸ γραφεῖο του. Ἦταν σκυμμένος καὶ κάτι ἔγραφε, χωρὶς νὰ μοῦ δίνει σημασία. Πρόσεξα πὼς εἶχε κατάλευκα, περιποιημένα χέρια· πρόσωπο νεανικὸ καὶ ροδοκόκκινο· χαρακτηριστικὰ κανονικά... Μόνο τ᾿ αὐτιά του ἦταν τόσο ἀλλόκοτα: τεράστια, μαυριδερά, κρέμονταν σὰν πανιά, σκεπάζοντας τοὺς ἀκουστικοὺς πόρους.
Πέρασαν ἔτσι κάπου εἴκοσι λεπτά, καὶ δὲν σήκωσε κἂν τὰ μάτια του νὰ μὲ κοιτάξει. Μέσα στὸ γραφεῖο, ποὺ φωτιζόταν ἀπὸ τὸ καταθλιπτικό, γκρίζο φῶς μιᾶς γυμνῆς λάμπας, τὴν ἡσυχία δὲν τάραζαν παρὰ δυὸ σιγανοὶ ἦχοι: τῆς πέννας, ποὺ σερνόταν πάνω στὸ χαρτί· καὶ τοῦ αἵματος, ποὺ ἔσταζε ρυθμικὰ πάνω στὸ ξύλινο πάτωμα ἀπὸ τὶς πληγὲς τῶν χεριῶν μου...
Ὁ ἀνακριτὴς ἔβαλε ἤρεμα τὴν πέννα του στὴ θήκη της καὶ σήκωσε ἀργὰ τὸ κεφάλι του. Μὲ κοίταξε.
«Τί ὡραῖα γαλάζια μάτια!», σκέφτηκα γιὰ μία στιγμὴ — ἀλλὰ τὸ βλέμμα του μ᾿ ἔκανε ν᾿ ἀνατριχιάσω. Γιὰ πέντε λεπτὰ εἶχε στυλώσει πάνω μου ἐκεῖνο τὸ παγερό, ἀνελέητο, ἀπειλητικὸ βλέμμα. Ὕστερα τὰ μάτια του πέσανε στὰ ματωμένα χέρια μου. Χαμογέλασε...
Κάθε τόσο ἔφερνε τὸ λεπτό, φίνο χέρι του στὸ πρόσωπό του κι ἔκανε μία κίνηση δυσφορίας — σὰν νὰ τὸν σκέπαζε ἕνας ἱστὸς ἀράχνης καὶ προσπαθοῦσε νὰ τὸν ἀπομακρύνει. Μοῦ ζήτησε νὰ ὁμολογήσω, πὼς ἤμουν ἀνακατεμένος σὲ συνωμοσία κατὰ τῆς ἐξουσίας. Ἡ ἄρνησή μου ἦταν σταθερή.
— Ἐγὼ προσεύχομαι γιὰ τὴν ἐξουσία — νὰ μὴ χύνει αἷμα! ἔλεγα.
Δὲν μὲ πίστευε. Μοῦ ἔκανε ἀπανωτὲς ἐρωτήσεις, γιὰ πολλὴ ὥρα, μὲ τὴν ψυχρή, μεταλλική, διαπεραστικὴ φωνή του. Δὲν ἔβγαζε τίποτα. Ξαφνικά, χωρὶς νὰ τὸ περιμένω, πετάχτηκε ἀπ᾿ τὴ ρὸζ βελούδινη πολυθρόνα του. Μ᾿ ἕνα σβέλτο, γατίσιο πήδημα βρέθηκε μπροστά μου. Τὸ πρόσωπό του εἶχε γίνει βυσσινί. Τὰ γαλάζια μάτια του ἦταν ἕτοιμα, λές, νὰ πεταχτοῦν ἔξω ἀπ᾿ τὶς κόγχες τους. Ἅρπαξε τὸ λαιμό μου μὲ τ᾿ ἄσπρα, παγωμένα χέρια του καὶ οὔρλιαξε μανιασμένα:
— Ὁμολόγησε!... Ψοφίμι!... Θὰ σὲ σκοτώσω!...
Ἀκούμπησε στὸν κρόταφό μου τὴν κάνη ἑνὸς πιστολιοῦ. Τὸ κεφάλι μου καιγόταν ἀπὸ μίαν ἀφόρητη ἔξαψη — ἡ ἐπαφὴ μὲ τὸ ψυχρὸ μέταλλο τοῦ ὅπλου μ᾿ ἔκανε νὰ νιώσω ἀνακούφιση!
Ἤμουνα συγκλονισμένος. Ὄχι, δὲν μὲ φόβιζε ὁ θάνατος. Μὲ τρόμαξε ὅμως, εἶν᾿ ἀλήθεια, ἡ ἀναπάντεχη τούτη ἐμπειρία: Γιὰ πρώτη φορὰ τόσο ἄμεσα, ἀντίκριζα τὸ ἀληθινό, θηριῶδες πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου...
Μ᾿ ἔκλεισαν στὴ φυλακή, μαζὶ μὲ κοινοὺς ἐγκληματίες. Μὲ ὑποδέχθηκαν βίαια: Ξέσκισαν τὰ ἱερατικά μου ἄμφια. Μὲ βρίζανε. Μὲ φτύνανε… Βαρέθηκαν καὶ σταμάτησαν.
Μοῦ ἔδωσαν λίγο χῶρο στὸ πέτρινο, βρώμικο δάπεδο— στὸ πιὸ σκοτεινὸ σημεῖο, δίπλα στὸ ἀποχωρητήριο.
Σβήσανε τὸ φῶς καὶ πέσανε γιὰ ὕπνο. Τότε ἐγὼ ἄρχισα νὰ προσεύχομαι...
Εἶχα μόλις σταματήσει τὴν προσευχή μου, ὅταν, μέσα στὸ σκοτάδι, μὲ πλησίασε κάποιος ἄγνωστος καὶ μοῦ ψιθύρισε:
— Ξάπλωσε στὸ στρατιωτικὸ κρεβάτι μου. Εἶναι πιὸ ζεστὰ ἐκεῖ... Ἐγὼ θὰ μείνω στὴ θέση σου!..
Ἀνακουφίστηκα: Κι ἐδῶ ὁ Χριστός!...
Ἡ πρώτη μου νύχτα στὴ φυλακή... Πῶς νὰ κοιμηθῶ; Σκεφτόμουνα τὶς δοκιμασίες ποὺ μὲ περίμεναν, καί, δὲν τὸ κρύβω, κάπου-κάπου λιποψυχοῦσα. Θυμόμουνα τί εἶχαν πάθει γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ κάποιοι ἄλλοι πρὶν ἀπὸ μένα: Στὸ Ἀστραχάν, τὸν ἀρχιεπίσκοπο Μητροφάνη καὶ τὸν ἐπίσκοπο Λεόντιο τοὺς ἔθαψαν στὴ γῆ ζωντανούς.
Στὸ Σβιάζσκυ, τὸν ἐπίσκοπο Ἀμβρόσιο τὸν ἔδεσαν στὴν οὐρὰ ἑνὸς ἀφηνιασμένου ἀλόγου.
Στὸ Μπελγκράντ-Κοῦρσκομ, τὸν ἐπίσκοπο Νικόδημο τὸν σκότωσαν μὲ σιδερόβεργες, κι ἔπειτα πέταξαν τὸ σῶμα του στὸ σκουπιδόλακκο.
Στὴν Πέρμ, βγάλανε τὰ μάτια καὶ κόψανε τὰ μάγουλα τοῦ ἀρχιεπισκόπου Ἀνδρονίκου, πρὶν τὸν πομπέψουνε στοὺς δρόμους καὶ τὸν θάψουνε ζωντανό...
Ἔσφιγγα στὸ χέρι μου τὸν ἐπιστήθιο βαφτιστικὸ σταυρό μου, καὶ παρακαλοῦσα νοερά, μὲ γεθσημανικὴ ἀγωνία:
— Κύριε! Δίδαξόν με τὰ διακαιώματά σου!...
Ἡ καθημερινὴ τροφή μας ἦταν ἑκατὸ γραμμάρια ψωμὶ καὶ λίγη ρεγγόσουπα. Δυὸ φορὲς τὴ μέρα μᾶς ἔδιναν ἀπὸ δυὸ κύπελλα νερό. Τὸ ψωμί μου, πάντως δὲν τὸ ἔτρωγα δωρεάν. Μ᾿ ἔβαζαν νὰ καθαρίζω τ᾿ ἀποχωρητήρια, νὰ σφουγγαρίζω τὸ πάτωμα, νὰ πλένω τὰ ροῦχα τῶν φρουρῶν... Καλὰ τὰ πήγαινα σὲ ὅλα αὐτά.
Σιγὰ-σιγὰ ἔπιασα φιλίες μὲ τοὺς τροφίμους τῆς φυλακῆς — δολοφόνους, κλέφτες. Μὲ ἀγάπησαν, γιατὶ τοὺς ἔδειχνα στοργή, κατανόηση... Καθόμουνα καὶ συζητοῦσα μαζί τους πολύ, ἤρεμα καὶ συγκαταβατικά. Καὶ συμπέρανα: Ὅσο πιὸ βαθιὰ ἔχεις χαραγμένη μέσα σου τὴ μορφὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ ὅσο πιὸ πολὺ ὁπλίζεσαι μὲ τὴν ταπεινοφροσύνη, τόσο εὐκολότερα φέρνεις τὸ φῶς στὴ σκοτεινὴ καρδιὰ ἑνὸς ἀνθρώπου, ὅσο ἀποθηριωμένος κι ἂν εἶναι. Φτάνει νὰ εἶσαι συνέχεια δίπλα του, ὥστε ὁ Χριστός, ποὺ ζεῖ καὶ λάμπει μέσα σου, νὰ φωτίσει καὶ τὸ συνάνθρωπό σου …
Τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα οἱ συγκρατούμενοί μου ζήτησαν νὰ ἐξομολογηθοῦν! Μέσα σε μία νύχτα, ἄδειασαν τὴ μαυρίλα καὶ τὸ βοῦρκο τῶν ψυχῶν τους μπροστὰ στὰ πόδια μου.
Τί μετάνοια, τί συντριβή!... Στὸ τέλος ἀσπάζονταν μὲ δάκρυα τὸν ἐπιστήθιο σταυρό μου.
Τὴ νύχτα τοῦ Πάσχα φόρεσα τὰ ξεσκισμένα μου ἄμφια κι ἔψαλα ὅλο τὸν ἀναστάσιμο ὄρθρο. Ἀνταλλάξαμε τὸν ἀσπασμὸ τῆς ἀγάπης ... Πέντε μῆνες ἔμεινα ἐκεῖ μέσα. Τὴν ἡμέρα τῶν γενεθλίων μου (ἔκλεινα τὰ πενηνταδύο) μὲ πῆραν. Μὲ ὁδήγησαν μὲ τὸ τραῖνο στὴ νομαρχιακὴ φυλακή.
Μ᾿ ἔσπρωξαν γιὰ νὰ μπῶ σ᾿ ἐκεῖνο τὸ ὑπόγειο. Σκοτάδι καὶ ὑγρασία. Μετὰ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου, ποὺ μ᾿ ἔλουζε σ᾿ ὅλη τὴ διαδρομή, τὰ μάτια μου δὲν μποροῦσαν νὰ δοῦν τίποτα. Στεκόμουν γιὰ πολλὴ ὥρα ἀκίνητος, σὰν τυφλός. Κάποιος μὲ πλησίασε, πρόφερε τ᾿ ὄνομά μου καὶ μ᾿ ἀγκάλιασε. Ποιὸς ἦταν;...
Ἄρχισα νὰ βλέπω λίγο: ὁ ἀρχιεπίσκοπος Πλάτων!
Τὸν ἀναγνώρισα πολὺ δύσκολα — μόνο ἀπ᾿ τὰ ἐκφραστικά του μάτια. Ὁ μεγαλόπρεπος ρῶσος δεσπότης δὲν ἦταν τώρα παρὰ ἕνα κυρτωμένο καὶ σκελετωμένο γεροντάκι. Τὸ ράσο του ἦταν γεμάτο τρῦπες. Στὰ πόδια του φοροῦσε λιωμένες μπότες. Τὰ ψαρά, βρώμικα μαλλιά του θύμιζαν τὴ «σποδό» τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.
Τοῦ ἔβαλα βαθιὰ μετάνοια. Ἀπ᾿ ὅλα τὰ σημεῖα τοῦ ὑπογείου ξεφύτρωσαν ψυχὲς γνωστὲς καὶ ἄγνωστες, φιγοῦρες τραγικές, καὶ μὲ περικύκλωσαν. Ψηλός, ἀδύνατος, κίτρινος καὶ ἀναμαλλιασμένος ἦρθε νὰ μὲ ἀσπασθεῖ ὁ ρωμαιοκαθολικὸς ἱερέας Στανισλὰβ Λαμπούνσκυ! Ἕνας κουστουμαρισμένος κύριος, μικρόσωμος καὶ ξερακιανὸς - πῶς ἔμοιαζε μὲ τὸ φιλόσοφο Κάντ! — ἔπιασε τὰ χέρια μου καὶ τὰ ἔσφιξε δυνατὰ μέσα στὰ δικά του.
— Πάστορας Κέλλερ! συστήθηκε.
Μὲ ἀργά, γεροντικὰ βήματα ἦρθε κοντά μου κι ὁ παλιὸς πνευματικός μου, ἡγούμενος Ἀμβρόσιος. Σιωπηλὰ μ᾿ ἀγκάλιασε, σιωπηλὰ μὲ σταύρωσε... Ἐκεῖ μέσα ἦταν κι ὁ συμμαθητής μου στὴν Ἱερατικὴ Σχολὴ π. Μιχαὴλ Ἀσκόλντωφ. Στὰ μαθητικά μας χρόνια τὸν ἔλεγα «ἀντιοχειανὸ ἐρημίτη». Ἦταν τότε ρωμαλέος, ἐπιβλητικός, χρυσόμαλλος... Μὰ τώρα εἶχα μπροστά μου ἕνα γέρο μὲ τρεμάμενο, βασανισμένο σῶμα.
Τί τραβήξαμε …
Ἀργὰ τὸ βράδυ, γύρω στὰ μεσάνυχτα, ἀκούστηκε τὸ κλειδὶ στὴν κλειδαριά. Ἡ σιδερένια πόρτα ἄνοιξε, καὶ στὸ κάτωφλι φάνηκαν οἱ «σύντροφοι». Μπροστὰ ὁ Μπρόντζα — ψηλός, μυώδης, μαλλιαρός, μὲ δερμάτινη πάντα στολή... Τὸ πρόσωπο καὶ τὰ κοντὰ βαριὰ χέρια του εἶχαν λὲς κάτι τὸ μπρούτζινο... Δίπλα του δυὸ γεροδεμένοι κινέζοι μὲ θολὰ μάτια, ἱδρωμένοι καὶ βρώμικοι, τυλιγμένοι σὲ λιγδιασμένες ζακέτες.
— Ντυθεῖτε! ἀκούστηκε ἡ χηνίσια φωνὴ τοῦ συντρόφου Μπρόντζα.
Μᾶς βγάζουν ἀπ᾿ τοὺς θαλάμους. Περνᾶμε τοὺς σκοτεινοὺς διαδρόμους καὶ βγαίνουμε στὴ μεγάλη, ἀσφαλτοστρωμένη αὐλή.
— Σταθεῖτε στὸν τοῖχο!
Ἡ διαταγὴ μᾶς κάνει νὰ νιώθουμε σὰν φαντάροι, καὶ προσπαθοῦμε αὐθόρμητα νὰ στοιχισθοῦμε στρατιωτικά. Βγάζουν τὰ πιστόλια τους ἀπὸ τὶς θῆκες. Τὰ κρατᾶνε στὰ χέρια, τὰ παίζουν, τὰ περιεργάζονται... καὶ μετὰ ἀρχίζουν νὰ μᾶς σημαδεύουν. Γιὰ τρία λεπτὰ ἔχουν στραμμένες ἐπάνω μας τὶς κάννες. Χλωμιάζουμε. Σταυροκοπιόμαστε. Ἀφοῦ τὸ γλέντησαν, βλέποντας τὴν ἀγωνία τῶν μελλοθανάτων, κούνησαν ἀδιάφορα τὰ ὅπλα.
— Ἡ ἄσκηση τελείωσε! σκορπιστεῖτε!
Δυὸ - τρεῖς φορὲς τὸ μήνα σκαρώνανε τέτοιες «ἀσκήσεις». Μίαν ἄλλη φορά, ἀργὰ τὸ βράδυ, ἀνοίγει πάλι ἡ πόρτα. Εἴχαμε μόλις τελειώσει τὸ ἀπόδειπνο, καὶ συζητούσαμε χαμηλόφωνα, καθισμένοι στὸ ξερὸ χορτάρι τῶν κρεβατιῶν μας.
— Ντυθεῖτε!...
Μᾶς δώσανε ἀπὸ μία σιδερένια τσάπα. Μᾶς ἔβγαλαν ἔξω ἀπ᾿ τὴ φυλακή. Πῶς μύριζε τὸ φρέσκο χορτάρι! Καιρὸ εἶχε νὰ φτάσει στὰ ρουθούνια μου αὐτὴ ἡ θεσπέσια εὐωδιά.
— Ἡ γῆ τοῦ Θεοῦ!... Ἡ γῆ τοῦ Θεοῦ!... μουρμούρισα κάμποσες φορές.
Μᾶς ὁδήγησαν ἔξω ἀπ᾿ τὴν πόλη, στὰ χωράφια. Θυμήθηκα τὰ παιδικά μου χρόνια... τὶς νύχτες, ποὺ ἀνάβαμε φωτιὲς στοὺς ἀγρούς... τὸ πλατάγιασμα ποὺ ἔκανε κανένα μεγάλο ψάρι στὸ ποτάμι... τὸ χαριτωμένο χλιμίντρισμα τοῦ πουλαριοῦ...
—Ἀνοίξτε ἕνα λάκκο!… πρόσταξε ὁ Μπρόντζα. …Ἔτσι... γιὰ ἑφτά!...
Νὰ ποὺ ἦρθε καὶ τὸ τέλος... Ὁ ἡγούμενος Ἀμβρόσιος μόλις ποὺ μπορεῖ νὰ σηκώσει τὸ τσαπί. Ὁ κινέζος τοῦ δίνει μία δυνατὴ σπρωξιὰ στὴν πλάτη. Πέφτει. Μιὰ κοφτερὴ πέτρα τοῦ σκίζει τὸ σαγόνι. Ἡ λευκὴ γενειάδα του βάφεται στὸ αἷμα, ἀλλ᾿ ἀπὸ τὸ στόμα του δὲν βγαίνει οὐτ᾿ ἕνα βογγητό. Μόνο χαμογελάει...
Ὁ λάκκος ἀνοίχθηκε. Ἤμασταν κατάκοποι.
— Ἔ... πᾶρτε μίαν ἀνάσα!... εἶπε ὁ Μπρόντζα, ἀνάβοντας τὸ τσιγάρο του. Μετὰ σταθεῖτε στὴ σειρά, μὲ τὶς πλάτες πρὸς τὸ λάκκο!..
Ἑτοιμαστήκαμε γιὰ τὸ θάνατο. Ἀγκαλιαζόμασταν, ἀσπαζόμασταν καὶ εὐλογούσαμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο γιὰ τὸ μακρινὸ ταξίδι... Ἐκείνη τὴν ὥρα ἀκούστηκε ἕνα μεταλλικὸ ξεφωνητό, καὶ γέλια... γέλια... τρανταχτὰ γέλια... Ὁ πάστορας Κέλλερ ξεκαρδιζόταν!... Πέσαμε πάνω του. Δὲν καταλάβαινε τίποτα. Εἶχε χάσει τὰ λογικά του... Τὸν ἀγκαλιάζαμε, τὸν παρηγορούσαμε, τοῦ γλυκομιλούσαμε... Τίποτα. Γρατσούνιζε τὸ πρόσωπό του μὲ τὰ μακριά, βρώμικα νύχια του, καὶ φώναζε — πότε γελώντας, πότε κλαίγοντας:
— Ἱερουσαλήμ! Ἱερουσαλήμ!...
Λιποθύμησε καὶ σωριάστηκε καταγῆς. Τότε ἔφτασε ἕνα φορτηγὸ βαρυφορτωμένο, σκεπασμένο μὲ νωτισμένο καραβόπανο — ὑποψιάστηκα ποιὸ ἦταν τὸ μακάβριο φορτίο του...
— Νὰ τὸ ξεφορτώσετε! μᾶς προστάξανε. Βγάλαμε τὸ καραβόπανο. Νεκρὰ κορμιά!... Τὸ φορτηγὸ ἦταν γεμάτο πτώματα! Ἀνάμεσά τους πρόσεξα κι ἕνα ἀγοράκι, δέκα χρονῶν πάνω-κάτω, μὲ ναυτικὸ κοστοῦμι. Τὸ κρανίο του ἦταν τσακισμένο καὶ τὰ μυαλά του εἶχαν χυθεῖ ἔξω … Μᾶς διέταξαν νὰ τοὺς θάψουμε. Τὸ κάναμε.
— Καὶ τώρα στὰ κελιά σας! Σὲ παράταξη!
Τον πάστορα τὸν ἀνεβάσαμε στὸ φορτηγό.
Πέθανε σύντομα. Λίγα λεπτὰ πρὶν ξεψυχήσει, συνῆλθε. Τὰ τελευταῖα του λόγια ἦταν:
— Δόξα τῷ Θεῷ γιὰ ὅλα!...
Τὸ σῶμα του ἔμεινε ἄταφο μία βδομάδα…
Τραβάει πολὺ ἡ φυλάκισή μας. Μιὰ μέρα διαπιστώσαμε πὼς οἱ φρουροί μας ἦταν πολὺ ἀνήσυχοι. Μακρινοὶ κανονιοβολισμοὶ ἀκούγονταν πότε-πότε. Τολμήσαμε νὰ ρωτήσουμε ἕνα ἁπλοϊκὸ καὶ καλοκάγαθο παλληκάρι, ποὺ μᾶς ἔφερνε τὸ καθημερινὸ φαγητό.
— Τί γίνεται ἔξω;
— Οἱ λευκοὶ* προελαύνουν! εἶπε σιγανά.
Οἱ κανονιὲς γίνονταν πιὸ δυνατές — μᾶς πλησίαζαν. Πίσω ἀπ᾿ τὴν κλειδωμένη πόρτα τοῦ θαλάμου μας ὅλο καὶ συχνότερα ἠχοῦσαν βήματα νευρικά, φωνὲς καὶ τρεξίματα. Ἀνατριχιάζαμε. Σφιγγόμασταν ὁ ἕνας δίπλα στὸν ἄλλον. Ἀπὸ τὰ χείλη μας δὲν ἔλειπε ἡ προσευχή.
* «Λευκοί» ἢ «λευκὸς στρατός» (σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς «κόκκινους» «κόκκινο στρατό») ὀνομάζονταν οἱ ἀντιμπολσεβικικὲς δυνάμεις, ποὺ ἀγωνίστηκαν γιὰ τὴν ἀνατροπὴ τοῦ σοβιετικοῦ καθεστῶτος (1918-1920) χωρὶς ἐπιτυχία. Μέχρι τὸ τέλος τοῦ 1919, οἱ λευκοί, μὲ ἀρχηγὸ τὸ στρατηγὸ Ντενίκιν, εἶχαν ἀλλεπάλληλες νῖκες. Ἀλλ᾿ ἀπὸ τὸ 1920 ὁ κόκκινος στρατός, ἀφοῦ ἀνασυντάχθηκε, τοὺς ἀνάγκασε νὰ ὑποχωρήσουν καί, τελικά, νὰ διαλυθοῦν. Τὰ ὑπολείμματα τοῦ λευκοῦ στρατοῦ (145.000 ἄνδρες) ἐγκατέλειψαν μὲ πλοῖα τὴ Ρωσία στὶς 31 Ὀκτωβρίου 1920 καὶ διασκορπίστηκαν στὴν Τουρκία καὶ τὴν Εὐρώπη.
— Ἑτοιμαστεῖτε... Σήμερα θὰ πεθάνετε!...
Τὸ καλοκάγαθο παλικάρι μᾶς τὸ ψιθύρισε μὲ σπασμένη τὴ φωνή, κι ἔφυγε βιαστικά.
Χωρὶς καθυστέρηση ὁ ἀρχιεπίσκοπος Πλάτων ἀρχίζει:
— «Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων».
Τί θὰ κάνουμε; Ἑσπερινό; Ὄρθρο; Παράκληση;... Δὲν συνεννοηθήκαμε. Ἀλλὰ δὲν χρειάζεται. Ὅλοι νιώθουμε τὴν ἀνάγκη νὰ ψάλουμε τὴ νεκρώσιμη ἀκολουθία. Γιὰ τοὺς ἑαυτούς μας.
— «Μακάριοι οἱ ἄμωμοι, ἐν ὁδῷ, οἱ πορευόμενοι ἐν νόμῳ Κυρίου. Ἀλληλούϊα».
Ὁ ἀρχιεπίσκοπος μνημονεύει τὰ ὀνόματά μας καὶ ἱκετεύει τὸν Κύριο γιὰ τὴν αἰώνια ἀνάπαυσή μας.
— «Ἔτι δεόμεθα ὑπὲρ ἀναπαύσεως τῶν ψυχῶν τῶν κεκοιμημένων δούλων τοῦ Θεοῦ, καὶ ὑπὲρ τοῦ συγχωρηθῆναι ἡμῖν πᾶν πλημμέλημα ἑκούσιόν τε καὶ ἀκούσιον».
Ψάλλοντας τὸ ἀποχαιρετιστήριο δοξαστικὸ «Ὁρῶντές με ἄφωνον...», ἀσπαζόμαστε καὶ σταυρώνουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον...
Εἶναι βράδυ. Ἡ γῆ τραντάζεται ἀπ᾿ τὸ κανονίδι. Ἀκούγεται τὸ κλειδί. Μπαίνει ὁ Μπρόντζα. Πίσω του οἱ κινέζοι. Δὲν περιμένουμε διαταγὴ - ἑτοιμαζόμαστε μόνοι μας...
... Τουφέκιζαν μὲ τὴ σειρά.
Πρῶτος ἔπεσε ὁ ἀρχιεπίσκοπος Πλάτων. Δεύτερος ὁ Λατῖνος παπάς. Τρίτος ὁ π. Μιχαὴλ — πρόλαβε νὰ φωνάξει:
— Κύριε, στὰ χέρια Σου παραδίνω τὸ πνεῦμα μου!..
Στέκομαι δίπλα στὸ γέροντα Ἀμβρόσιο. Τὸν ἀκούω νὰ μουρμουρίζει τὸ ἐξόδιο Θεοτοκίο:
— «Ἀδιόδευτε πύλη, μυστικῶς ἐσφραγισμένη, εὐλογημένη Θεοτόκε Παρθένε, δέξου τὰς δεήσεις ἡμῶν, καὶ προσάγαγε τῷ σῷ Υἱῷ καὶ Θεῷ, ἵνα σώσῃ διὰ σοῦ τὰς ψυχὰς ἡμῶν».
Θαρρῶ πὼς βρίσκομαι τώρα στὴν ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ μας. Κυριακὴ τῶν Βαΐων. Τὸ εἰκονοστάσι εἶναι στολισμένο μὲ κόκκινες λυγαριές. Εἶμαι μόλις ἐννιὰ χρονῶν. Στέκομαι στὴ σειρὰ γιὰ νὰ κοινωνήσω, μὲ καθαρὸ ἄσπρο πουκάμισο καὶ καινούργιες μπότες. Ἀργὰ-ἀργὰ προχωροῦν οἱ πιστοὶ πρὸς τὸ ἅγιο Ποτήριο. Οἱ ψάλτες ἐπαναλαμβάνουν:
«Σῶμα Χριστοῦ μεταλάβετε, πηγῆς ἀθανάτου γεύσασθε»...
Ὁ Μπρόντζα φτάνει στὸν ἡγούμενο Ἀμβρόσιο. Σηκώνει τὸ πιστόλι.
Νά, μόλις κοινωνήσει ὁ γέροντας, εἶναι ἡ σειρά μου... πλησιάζω στὸ Ποτήριο τῆς Ζωῆς...
Τὸ κεφάλι μου γεμίζει σκοτάδι.
— «Πιστεύω, Κύριε, καὶ ὁμολογῶ...».
Ὅλη ἡ γῆ μεταβάλλεται σὲ γαλάζιο σύννεφο. Δὲν ὑπάρχει πιὰ μνήμη γιὰ τὰ προηγούμενα, δὲν ὑπάρχει πιὰ σκέψη γιὰ τὰ τωρινὰ … Τὸ σῶμα μου λὲς καὶ πέφτει... Καὶ νά, σὰν νὰ μὴ φοράω πιὰ σάρκα... Μοῦ φαίνεται πὼς στέκομαι δίπλα στὸ πεσμένο κορμί μου, καὶ τὸ κοιτάζω σὰν παλιό, βγαλμένο ροῦχο... Μὲ συνεφέρνουν ἄγρια ποδοβολητὰ — στρατιῶτες ποὺ τρέχουν — καὶ μία τρομαγμένη κραυγή:
— Οἱ λευκοὶ μπῆκαν στὴν πόλη!
Δὲν πρόλαβαν νὰ μᾶς ἐκτελέσουν.
Βαδίζω στὴν ἄκρη τοῦ μεγάλου δρόμου.
Φοράω κοντὸ παλτό, στρατιωτικὲς μπότες μὲ σιδερένια πέταλα, σκοῦφο ἀπὸ προβιά. Στὸν ὦμο μου τὸ δισάκι: ἀπὸ τὴ μιά, τὰ τίμια Δῶρα, τὸ Εὐαγγέλιο, τὸ ξύλινο ἅγιο Ποτήριο, τὸ Ἱερατικὸ καὶ τὸ Εὐχολόγιο· κι ἀπὸ τὴν ἄλλη, τὰ ἐργαλεῖα τοῦ τσαγκάρη. Στὸ στῆθος, σὲ ἰδιαίτερη θήκη, τὸ ἀντιμήνσιο. Καὶ στὸ χέρι ἕνα ραβδὶ ἀπὸ σημύδα.
Ἔγινα πλανόδιος ἱερέας. Πρὶν ὑποχωρήσουν οἱ λευκοί, προσπάθησαν νὰ μὲ πείσουν νὰ διαφύγω στὸ ἐξωτερικό. Τὸ ἀρνήθηκα. Τὰ πόδια μου ἀποδείχθηκαν ἀνάλαφρα καὶ ἱκανὰ γιὰ πεζοπορίες.
Μέρες τοῦ Σεπτεμβρίου, ζεστές, καλοκαιριάτικες.
...Σταμάτησα σ᾿ ἕνα ὕψωμα μέσα στὸ δάσος. Κάτω τὸ ποτάμι, ὁ ἀπέραντος κάμπος καὶ οἱ δρόμοι. Πανίσχυρη ἡ ἐξουσία τῶν ρωσικῶν δρόμων! Ἂν τοὺς κοιτάζεις γιὰ πολλὴ ὥρα, λὲς καὶ φεύγεις ἀπὸ τὴ γῆ τὰ ἐπίγεια δὲν σὲ ἱκανοποιοῦν, ἡ ψυχή σου ζητάει ν᾿ ἀνέβει κάπου ψηλά... Μήπως ἀπ᾿ τοὺς δρόμους τούτους γεννήθηκε στὸ ρῶσο ἡ διάθεση τῆς φυγῆς;
... Καὶ ποῦ νὰ πᾶς; Στὰ δάση Μπρίνσυ, στὰ λημέρια τῶν λῃστῶν; Ἢ ἐκεῖ ποὺ εἶναι οἱ γαλάζιοι τροῦλοι τῶν μοναστηριῶν;...
Ὁπουδήποτε. Φτάνει νὰ προχωρᾷς, χτυπώντας τὴ γῆ μὲ τ᾿ ὁδοιπορικὸ ραβδί... Νὰ γιατὶ μᾶς ἀρέσει νὰ τραγουδᾶμε: «Ἄχ, δὲν εἶν᾿ ἕνα δρομάκι μόνο μὲς στὸν κάμπο...».
Σουρουπώνει. Πρέπει νὰ ἀναζητήσω ἕνα καταφύγιο γιὰ τὴ νύχτα. Ποῦ θὰ μ᾿ ὁδηγήσει ὁ Κύριος;... Καθὼς περιπλανιέμαι μέσα σὲ φιδένια μονοπάτια, ἀντικρύζω ἕνα σπίτι καμωμένο ἀπὸ κορμοὺς δέντρων. Θὰ μὲ δεχθοῦν, ἄραγε;
Χτυπάω μὲ τὸ ραβδί μου τὸ παράθυρο.
Καμιὰ ἀπόκριση. Κάθομαι στὸν ἐξώστη. Ἕνας γάτος ξεπετάγεται ἀπὸ κάπου κι ἔρχεται κοντά μου. Τὸν χαϊδεύω. Τρίβεται πάνω μου καὶ νιαουρίζει λυπητερά. Ξαναχτυπάω στὸ παράθυρο. Σιγὴ νεκρική... Ἀνοίγω τὴν πόρτα. Μπαίνω μέσα. Ρίχνω μία ματιὰ ὁλόγυρα, καὶ τί νὰ δῶ!...
Ἕνας ἄνθρωπος εἶναι πεσμένος στὸ πάτωμα. Δίπλα του, ἕνα ξύλινο κηροπήγιο, μὲ πεσμένο τὸ κερί, καὶ μία σιδερένια βέργα. Φοράει λινὸ πουκάμισο καὶ στρατιωτικὸ παντελόνι... Εἶναι ξυπόλητος... Στὸ λαιμό του μαυρίζει ἕνας χάλκινος σταυρός... Τὸ πρόσωπό του εἶναι πρασινισμένο καὶ τὸ μαλλιαρό του κεφάλι γεμάτο πηγμένο αἷμα... Νεκρός!
Τὸν σταύρωσα. Πῆγα στὸ κοντινὸ πηγάδι κι ἔφερα νερό. Τὸν ἔπλυνα καὶ τοῦ διάβασα τὴ νεκρώσιμη ἀκολουθία. Ἔσκαψα ἕνα λάκκο στὸ ἀμμουδερὸ ἔδαφος. Τύλιξα τὸ λείψανο μ᾿ ἕνα κομμάτι ὕφασμα καὶ τὸ ἔβγαλα σέρνοντας ἀπὸ τὸ σπίτι (τί βαρὺ ποὺ εἶναι τὸ ἀνθρώπινο σῶμα — ὑγρὴ γῆ!). Τὸν ἔθαψα καὶ γύρισα στὸ σπίτι. Πέρασα τὴ νύχτα στὸν προθάλαμο, πάνω σ᾿ ἕνα σωρὸ σανό. Στὰ ποδιά μου ἦταν ξαπλωμένος ὁ γάτος …
Τὴν αὐγὴ συνέχισα τὸ δρόμο μου.
Ἀνάμεσα στὰ φυτὰ τοῦ κάμπου οἱ ἀράχνες ἔχουν ἁπλώσει τὸν ἱστό τους — «τὸ νῆμα τῆς Θεοτόκου», λέει ὁ λαός. Ἀλήθεια, πόσο αἰσθαντικός, πόσο πνευματώδης εἶν᾿ ὁ λαός μας! Ἡ Θεοτόκος, λέει, κλώθει τὸ νῆμα!
Αὐτὴ εἶναι ἡ ποιητική του ἀντίληψη — οὐράνια, πνευματική! Δὲν τὸ δείχνουν καὶ οἱ τόσες ὀνομασίες τῶν θεομητορικῶν εἰκόνων, ποὺ τόσο τιμάει;
Ρόδον τὸ Ἀμάραντον,
Ἡ Ἄφλεκτος Βάτος,
Τῶν Ἀπηλπισμένων ἡ Ἐλπίς,
Τῶν θλιβομένων ἡ Παράκλησις,
Ἡ Πάντων Χαρά...
Καὶ τί ὕμνοι...! Τί διηγήσεις!... Μόνο μία καρδιὰ πλατειά, «πλατυτέρα νεφέλης», ὅπως θὰ ἔλεγε ὁ ποιητὴς τοῦ Ἀκαθίστου, μόνο μία ψυχὴ ἀπέραντα κι αὐθόρμητα δημιουργικὴ - ἡ λαϊκὴ ψυχὴ — μπορεῖ νὰ ἐκφραστεῖ μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο… Κατηφορίζω τὴ βουνοπλαγιά. Μὲ λούζει ὁ ἥλιος μὲ τὶς ἀκτῖνες του. Σιγοψέλνω τὸν θεομητορικὸ κανόνα:
— «Ἀνοίξω τὸ στόμα μου, καὶ πληρωθήσεται πνεύματος...».
Τί βλέπω!...
Κάτω, στὸ λιβάδι, σώματα ξαπλωμένα σὲ σειρές. Σώματα ὁλόγυμνα. Κι ἀπὸ πάνω τους κοράκια!... Τριγύρω κανένας δὲν ὑπῆρχε — ἄδεντροι λόφοι καὶ βουναλάκια, χωρὶς ζωντανὴ ἀνθρώπινη παρουσία...Διάβασα στοὺς σκοτωμένους τὴ νεκρώσιμη ἀκολουθία. Τοὺς ἔρανα μὲ χῶμα: «Τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς...». Κάθισα στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου καὶ περίμενα. Θὰ παρακαλοῦσα τοὺς πρώτους διαβάτες νὰ θάψουμε τοὺς νεκρούς. Ἀλλὰ δὲν πέρασε κανένας.
Βαδίζω χωρὶς νὰ συναντῶ κάποιο κατάλυμα γιὰ τὴ νύχτα, ποὺ ἤδη ἔφτασε, σκοτεινὴ καὶ παγωμένη. Σηκώθηκε δυνατὸς ἄνεμος, ὁ κρύος ἄνεμος τῆς ρωσικῆς στέπας. Ποτὲ ἡ γῆ μας δὲν δείχνει τόσο τὸ ἀρχαῖο πρόσωπό της, ὅσο τώρα, μέσα στὴ νυχτερινὴ ἀνεμοθύελλα, στὴ μέση της ἀπέραντης πεδιάδας.
Ἐπιτέλους, βρίσκω μίαν ἀχυραποθήκη.
Ὁ ἀέρας κάνει τόση φασαρία, ποὺ δὲν μπορῶ ν᾿ ἀποκοιμηθῶ. Τὸν ἀκούω καὶ συλλογίζομαι γιὰ τὸ μέλλον τῆς πατρίδας μου. Μαῦρες σκέψεις μὲ βασανίζουν. Μὲ παρηγορεῖ μόνο ἡ ἀκατάπαυστη ἐπανάληψη τῆς εὐχῆς: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν».
Γύρω στὰ μεσάνυχτα, κάποιος κουνήθηκε βαριὰ δίπλα μου.
— Ποιὸς εἶν᾿ ἐδῶ; φώναξα. Καμιὰ ἀπάντηση.
Μόλις ἔφεξε, ἔψαξα κάθε γωνιὰ τῆς ἀποθήκης. Δὲν βρῆκα κανένα σημάδι. Καὶ μέχρι σήμερα ἀναρωτιέμαι: Μὲ ποιὸν κοιμήθηκα τότε κάτω ἀπὸ τὴν ἴδια στέγη; Ἦταν θηρίο; Ἢ ἄνθρωπος, ποὺ κρυβόταν σὰν θηρίο;...
Σχεδὸν σὲ κάθε χωριὸ βάπτιζα, στεφάνωνα, κήδευα... Μὲ δέχονταν παντοῦ μὲ χαρὰ καὶ ἀγάπη. Τράβηξα, βέβαια, καὶ χλευασμοὺς καὶ διωγμοὺς ἀρκετούς... ἀλλὰ κι αὐτοὶ πολλὲς φορὲς ἔβγαιναν σὲ καλὸ — ἔκαναν θαύματα! Νά, λ.χ., τί ἔγινε στὸ χωριὸ Γορέλοβο:
Ἐκεῖ εἶχα ὀργανώσει πνευματικὲς συναντήσεις καὶ συζητήσεις μέσα στὸ δάσος. Δὲν ἦταν δύσκολο νὰ τὸ μυριστοῦν. Μ᾿ ἔπιασαν καὶ μ᾿ ἔκλεισαν στὴ φυλακή. Ἀργὰ τὴ νύχτα ἔρχεται ὁ κομισάριος. Γεροδεμένος ἄντρας, γίγαντας! Ἦταν στουπὶ στὸ μεθύσι. Μόλις ποὺ κρατιόταν στὰ πόδια του. Τραυλίζοντας μὲ πρόσταξε:
— Βῆμα ...ἐμπρός, μάρς! Πίσω μου!...
Μ᾿ ἔφερε σὲ μία μεγάλη παράγκα. Ἦταν γεμάτη ἀπὸ «συντρόφους». Ὅλοι μεθυσμένοι.
Σ᾿ ἕνα σκαμνὶ καθόταν κάποιος ἀκορντεονίστας. Μόλις μὲ εἶδε — ἦταν, φαίνεται, εἰδοποιημένος — ἄρχισε νὰ παίζει ἕνα χορευτικὸ σκοπό.
Ὁ κομισάριος μ᾿ ἅρπαξε ἀπ᾿ τὰ μαλλιά, μ᾿ ἔστησε στὴ μέση καὶ φώναξε προστακτικά:
— Χόρευε!
(Μεθυσμένοι: ἢ παιδιὰ ἢ θεριά...). Δὲν ἔφερα καμία ἀντίρρηση. Χόρεψα. Κι ὅταν σταμάτησα, κάθησα σ᾿ ἕνα πάγκο καὶ γέλασα. Γέλασα ξερά, μεταλλικά... Ὕστερα ξέσπασα σ᾿ ἕνα αὐθόρμητο, ἀσυγκράτητο κλάμα, ἀνακατεμένο κι αὐτὸ πάλι μ᾿ ἕνα γέλιο ἀλλόκοτο καὶ μ᾿ ἐπιφωνήματα ψυχικοῦ πόνου. Εἶχα χάσει κάθε αὐτοέλεγχο...
Ὅταν ἠρέμησα λίγο, ἔριξα τὴ ματιά μου ὁλόγυρα. Καὶ τοὺς βλέπω ὅλους σιωπηλούς, μὲ κατεβασμένα τὰ κεφάλια …
Στὴ σιωπὴ τοῦ ρώσου ὑπάρχει πάντα κάτι τὸ ἱερό…Ὁ πρῶτος ποὺ ἔσπασε τὴ σιγή, ἦταν ὁ κομισάριος. Ἀναστέναξε. Ἕνα βογγητὸ τοῦ ξέφυγε... Τὸν βλέπω... νὰ πέφτει στὰ πόδια μου!
— Συγχώρεσέ με, ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ!
Τὸν σήκωσα. Καθίσαμε στὸ τραπέζι. Σέρβιραν τσάι. Μὲ φίλεψαν ὅ,τι εἶχαν. Ἕνας μοῦ λέει:
— Πές μας κάτι πνευματικό, ὠφέλιμο, μόνο νὰ μὴν εἶναι γιὰ τὴ δική μας ζωὴ καὶ γιὰ τὴ δική μας χώρα... Ἂν δὲν εἴμαστε ἄξιοι γιὰ λόγο Θεοῦ, τότε διηγήσου μας ἕνα παραμύθι!...
Μέχρι ποὺ λάλησαν τὰ κοκόρια, συζητοῦσα μαζί τους. Ἄκουγαν τὸν κάθε μου λόγο μὲ κατεβασμένα τὰ κεφάλια καὶ μ᾿ ἀναστεναγμούς...
Τὴν ὥρα τοῦ ἀποχαιρετισμοῦ, μοῦ εἶπαν:
— Τράβα στὸ δρόμο σου, παππούλη! Μή μας κρατήσεις κακία... Ἐμεῖς αὐτό... ἔ... μὲ λίγα λόγια... Καλά! Τί νὰ ποῦμε πιά!...
Βαρὺς ὁ σταυρὸς τῆς ἁμαρτίας, ποὺ ἔχει φορτωθεῖ ὁ ρῶσος... Κάποια νύχτα, σ᾿ ἕνα καλύβι, ἔγινα μάρτυρας μιᾶς ἄγριας ρώσικης κραιπάλης.
Πέντε ἄνδρες τοῦ κόκκινου στρατοῦ, μαζὶ μὲ τὸ σπιτονοικοκύρη, τὸν ψαρὰ Συμεών, καὶ τὸν καμπούρη γιό του Πέτρο, ἔφτιαχναν παράνομο πιοτό. Τὸ ξέρω πὼς ἔπρεπε νὰ εἶχα φύγει ἀπὸ κεῖ, ἀλλὰ ἔμεινα σκόπιμα: Γιατὶ ἀπ᾿ τὸ μεθύσι καὶ τὴν ἁμαρτία τοῦ ρώσου, ποὺ ἔχει πάντα κάτι τὸ μελαγχολικό, μπορεῖ νὰ βγάλει κανεὶς πολλὰ χρήσιμα συμπεράσματα. Τότε ἡ ψυχὴ ἀποκαλύπτεται!... Καὶ σ᾿ αὐτὲς τὶς «θανάσιμες ὧρες», τῆς χρειάζεται ἕνας παρηγορητής...
Οἱ στρατιῶτες ἦταν γεροδεμένοι, στρογγυλοπρόσωποι, μὲ πλακουτσωτὲς μύτες. Ὅσο τοὺς ἔβλεπα ξεμέθυστους καὶ νηφάλιους, τοὺς καμάρωνα. Συλλογιζόμουν:
«Τί καλὰ ποὺ θά ᾿ταν, ἂν δούλευαν παραγωγικὰ γιὰ τὴν πατρίδα μας καὶ τὸ λαό μας... ἂν καλλιεργοῦσαν τὰ χωράφια, ἂν θέριζαν τὸ σιτάρι...».
Τὰ λόγια τους εἶναι σκληρά. Φτύνουν καὶ βλαστημᾶνε.
Μὲ πῆρε τὸ μάτι τους — ἤμουνα μαζεμένος σε μία γωνιά.
— Ποιὸς εἶν᾿ αὐτός; ρωτάει ἕνας τους φτύνοντας ἀηδιαστικά.
— Περιπλανώμενος τσαγκάρης! ἀποκρίνεται ὁ Συμεών.
— Ἔ, τότε φτιάξε μου τὶς μπότες! πετάχτηκε ἕνας ἄλλος.
Ἔβγαλε ἀμέσως τὶς μίσοδιαλυμενες μπότες του καὶ μοῦ τὶς πέταξε.
— Θὰ σὲ πληρώσω! Μὴ φοβᾶσαι! πρόσθεσε.
Καταπιάστηκα μὲ τὴ δουλειά.
Ἐκεῖνοι κάθισαν στὸ τραπέζι καὶ ἄρχισαν νὰ πίνουν, θέλησαν νὰ μὲ κεράσουν. Ἤπια ἕνα ποτήρι, ἀλλὰ μοῦ πρόσφεραν καὶ δεύτερο. Γιὰ νὰ τ᾿ ἀποφύγω, δικαιολογήθηκα:
— Ὄχι ἄλλο, παιδιά. Ἡ καρδιά μου εἶναι ἀδύνατη...
Παραήπιανε. Τὸ λαθραῖο οἰνόπνευμα τοὺς μέθυσε γιὰ τὰ καλά. Ἄρχισαν νὰ παινεύονται σὰν μικρὰ παιδιὰ καὶ νὰ περιγράφουν τοὺς ἡρωισμούς τους. Πολλὲς καὶ φοβερὲς ἱστορίες διηγήθηκαν, ἀλλὰ μία ἀπ᾿ ὅλες μὲ συνετάραξε «ἕως θανάτου».
— Ἔ, καὶ τί᾿ ν᾿ αὐτὰ ποὺ εἴπαμε ὡς τώρα; τίποτα! Ἐμεῖς κάναμε πιὸ παστρικὲς δουλειές, ποὺ οὔτε στὸν ὕπνο σας δὲν τὶς ἔχετε δεῖ!
Μιλοῦσε ἕνας μικρόσωμος νεαρός με κόκκινα, στρογγυλὰ φρύδια. Ἡ φωνή του ἦταν τσιριχτή, διαπεραστική. Μὲ τὰ μάτια ἔκανε νόημα στὸν ἀντικρινό του — ἕνα παλληκάρι μὲ πλατύ, μαλλιαρὸ μέτωπο καὶ λιπαρές, βρώμικες ρυτίδες.
— Θυμᾶσαι πῶς κοινωνήσαμε μὲ σαμογόν*;
* Βότκα οἰκιακῆς κατασκευῆς, πολὺ δυνατὴ καὶ μὲ βαρειὰ μυρωδιά.
— Σώπα, καλύτερα..., κατσούφιασε ὁ ἄλλος.
— Δὲν μπορῶ!... Πὼ πώ, τί νταβαντοῦρι ἔγινε!...
— Σκάσε!... φώναξε βραχνὰ ὁ μαλλιαρός. Αὐτὸς ὅμως εἶχε πάρει φόρα.
— Δὲν εἶναι πολὺς καιρὸς ποὺ ἔγινε... Εἴχαμε φτάσει σ᾿ ἕνα κεφαλοχῶρι. Ἡ ἐκκλησία ἦταν ἤδη κλειστὴ καὶ σφραγισμένη. Τὸν παπὰ τὸν καψαλίσανε, λέει, σὰ γουρουνόπουλο πάνω στὴ φωτιά... κι ἔπειτα τοῦ χώσανε στὸ λαρύγγι ἕναν ἀναμμένο δαυλό... Ναί... Λοιπόν, ἀκουστὲ παρακάτω... Εἴμαστε ἀκόμα στὸν πρόλογο... Ἀρχηγός μας ἦταν ὁ Παῦλος Νικοντήμοβιτς Βοζνεσένσκυ... Κεφάλας καὶ φαφλατὰς — τέλος πάντων!... Σπούδαζε κάποτε σὲ ἱερατικὴ σχολή... Ἀκοῦς ἐκεῖ, παπὰς ἤθελε νὰ γίνει!... Χά!... Σὲ μιὰ στιγμὴ λοιπόν, ἐκεῖ ποὺ τὸ γλεντούσαμε, σηκώνεται ὁ Βοζνεσένσκυ καὶ λέει μὲ τὴ βροντερή του φωνή:
«Σύντροφοι! θέλετε νὰ κάνω μία φάρσα στοὺς βλάκες χωρικούς;».
Ἔδειχνε τὰ δόντια του σὰν πεινασμένος λύκος... καὶ τὰ φλογισμένα μάτια του, ὤ, πόσο φοβερὰ ἦταν...
— Μὰ γιατί τὰ λὲς τώρα; τὸν ἔκοψε πάλι μὲ ὀργὴ ὁ μαλλιαρός.
- Πάψε!... Λοιπόν... «θέλετε», λέει, «νὰ κάνω τὴ φάρσα;». Ἐμεῖς φυσικὰ ρωτήσαμε, τί εἴδους φάρσα ἐννοοῦσε. «Ναί», βρόντηξε ὁ Βοζνεσένσκυ τὴ γροθιά του στὸ τραπέζι. «Αὔριο θὰ λειτουργήσω στὴν ἐκκλησία καὶ θὰ κοινωνήσω τὸ λαό... μὲ σαμογόν!...». Ἐμεῖς χλωμιάσαμε ἀπ᾿ τὴν ταραχὴ καὶ τὸ φόβο... Ἀλλὰ μετὰ τὸ γλέντι, ἀφοῦ σκορπίσαμε, τὸ εἴχαμε ξεχάσει — ἢ μᾶλλον ἀδιαφορήσαμε.
Ἀφοῦ «ἡ θρησκεία εἶναι τὸ ὄπιο», κ.λπ., κ.λπ.
Τὴν ἄλλη μέρα, γύρω στὶς δέκα, ἕνας δικός μας χτύπησε τὴν καμπάνα. Ὅλο τὸ χωριὸ σηκώθηκε στὸ πόδι. Καμπάνα;... ἀποροῦν. Τί συμβαίνει; Τοὺς ἀνακοινώνουμε ὅτι ἡ κρατικὴ ἐξουσία, δείχνοντας κατανόηση στὰ λαϊκὰ αἰτήματα, ἀποφάσισε νὰ ἐπιτρέψει τὴν ἐλεύθερη τέλεση τῆς δημόσιας λατρείας. Γι᾿ αὐτὸ ἔστειλε ἀκόμα καὶ Ἱερέα... Οἱ χωρικοὶ ἄρχισαν νὰ πανηγυρίζουν. Κίνησαν ὁμαδικὰ γιὰ τὴν ἐκκλησία... Ἦταν δακρυσμένοι ἀπὸ χαρά... Πέσανε πάνω στὶς εἰκόνες καὶ τὶς φιλούσανε μὲ μία λαχτάρα... τὶς στολίζανε μὲ λουλούδια, τὶς ξεσκονίζανε... Ὁ Παῦλος Νικοντήμοβιτς φόρεσε τ᾿ ἄμφια, ὅλα ὅπως πρέπει... Ἔγινε μία αὐτοσχέδια χορωδία... Βρέθηκε κι ἕνας γέρος νεωκόρος... Τέτοια λειτουργία ἔγινε, ποὺ ὅλοι μέσα στὴν ἐκκλησία κλαίγανε μὲ λυγμούς...
Ὅσο διηγιόταν ὁ νεαρός, τὸ μαλλιαρὸ παλικάρι τοῦ ἔριχνε ὀργισμένες ματιές. Τελικὰ δὲν ἄντεξε.
— Πάψε, κάθαρμα! Οὔρλιαξε.
Καὶ μ᾿ αὐτὰ τὰ λόγια, ἔχασε τὴν ἰσορροπία του, ἔπεσε ἀπ᾿ τὸ σκαμνὶ καὶ σωριάστηκε κατάχαμα. Ὅπως ἦταν μεθυσμένος, ἀποκοιμήθηκε ἀμέσως. Ἄρχισε νὰ ροχαλίζει δυνατά. Πότε-πότε ταραζόταν ἀπὸ ἀκούσια ἀναφιλητά..-
Μεσολάβησε μικρὴ σιωπή.
— Καὶ λοιπόν; τί ἔγινε; Κοινώνησε τοὺς χωριάτες; ρώτησε ψιθυριστὰ ὁ καμπούρης γιὸς τοῦ Συμεών, ρίχνοντας μία κλεφτὴ ματιὰ στὸν κοιμισμένο.
— Ναί, τοὺς κοινώνησε... εἶπε, καὶ συνέχισε πιὸ χαμηλόφωνα, μὲ φανερὴ ψυχικὴ ταραχή, ποὺ ἦταν ζωγραφισμένη στὸ φοβισμένο του βλέμμα. Τοὺς κοινώνησε... κι ὕστερα βγῆκε νὰ κάνει κήρυγμα!... Τί ἔγινε τότε!... Ἄρχισε νὰ βλαστημάει καὶ νὰ βρίζει τὸ Χριστό, τὴν Παναγία, τοὺς ἁγίους... Ἐγὼ ἀπ᾿ τὴν τρομάρα μου εἶχα κολλήσει στὸ πάτωμα, εἶχα κοκαλώσει... Κι ὁ λαός... Τί ἔγινε μὲ τὸ λαό!...
Στὸ σημεῖο αὐτὸ ὁ νεαρὸς ἀφηγητὴς ἔκλεισε τὰ μάτια, ζάρωσε τὸ μέτωπο καὶ σκούπισε τὸν ἱδρῶτα του μὲ τὸ μανίκι τῆς χλαίνας του.
Τὸ πρόσωπό του συσπάστηκε. Τὰ δόντια του χτυποῦσαν. Καὶ τὰ χέρια του δὲν ἤξερε ποῦ νὰ τὰ βάλει... Ἦταν σὰν χαμένος.
— Ἂν δὲν μπορεῖς, μὴ συνεχίσεις..., τοῦ εἶπε ὁ ψαράς, τρέμοντας κι αὐτὸς ἀπ᾿ τὴν ταραχή.
—Ὄχι, πρέπει νὰ τελειώσω! Πείσμωσε ἐκεῖνος. Δὲν μπορῶ νὰ μὴν τὰ πῶ ὅλα!... Λοιπόν, ποῦ σταμάτησα;... Ναί, ὁ λαός... Ἔχετε δεῖ πῶς ἡ θύελλα σηκώνει τὶς σκεπές, πῶς ξεριζώνει τὰ βράχια καὶ τὰ συντρίβει; Ἔ, ἔτσι ἔκαναν κι αὐτοὶ μὲ τὸν Βοζνεσένσκυ! Τὸν σήκωσαν, τὸν πέταξαν κάτω, κι ἄρχισαν νὰ τὸν χτυπᾶνε κραυγάζοντας ἀγανακτισμένα... νὰ τὸν χτυπᾶνε μὲ τὶς μπότες, μὲ τὶς γροθιές, μὲ τὰ κηροπήγια... νὰ τὸν χτυπᾶνε στὸ κεφάλι, στὸ στῆθος, στ᾿ ἀχαμνά... Χύθηκαν τὰ μυαλά του... τὰ σωθικά του... τὰ ἔντερά του!!!... Οἱ εἰκόνες ὁλόγυρα πιτσιλίστηκαν μὲ τὸ αἷμα του!».
Τὸ παλικάρι ἀναστέναξε μ᾿ ἕνα βογγητό, ταλαντεύτηκε καὶ ζήτησε νερό.
— Λοιπόν, μετὰ τί ἔγινε; ρώτησε μὲ ἄκαμπτη σκληρότητα ὁ Πέτρος, ἀλλοιωμένος ἀπ᾿ τὸ φόβο καὶ τὴν περιέργεια.
— Δὲ σοῦ φτάνουν ὅσα ἄκουσες, διάβολε καμπούρη; ξέσπασαν οἱ ὑπόλοιποι νεαροί, ποὺ ὡς ἐκείνη τὴ στιγμὴ κάθονταν ἀκίνητοι καὶ σιωπηλοὶ σὰν πεθαμένοι.
— Ρωτᾷς τί ἔγινε μετά;... εἶπε ὁ ἄλλος, ξαναβρίσκοντας τὴν αὐτοκυριαρχία του. Κάλεσαν ἕνα ἀπόσπασμα... μὲ πολυβόλα... Ἔπεσαν πάνω στὸ λαό... Ρά-τά-τά-τά!... Ξεκάνανε καμιὰ πενηνταριά... χωρὶς νὰ λογαριάζουμε τοὺς τραυματίες... Ὕστερα μιλήσανε γιὰ στάση καὶ ἐξέγερση ἐνάντια στὴ νόμιμη ἐξουσία!...
Δὲν ἤθελε πιὰ κανένας νὰ πιεῖ. Κάθισαν ὥρα πολλὴ ἀμίλητοι καὶ σκυθρωποί. Ὕστερα ἄρχισαν νὰ φεύγουν ἕνας-ἕνας. Τὶς μπότες δὲν κατόρθωσα νὰ τὶς διορθώσω. Ἀπὸ ἕνα λεπτότατο νῆμα ἀράχνης κρατιόταν τὸ μυαλό μου. Λίγο ἀκόμα καὶ θὰ τὸ ἔχανα...
Βαδίζω στὴν ὄχθη τοῦ Βόλγα, στὸν ἀρχαῖο δρόμο Τβέρσκυ. Τὸ φθινόπωρο φεύγει, ὄχι ὅμως ἥσυχα — μὲ ἀνεμοθύελλες καὶ ἀσταμάτητες βροχές. Τὰ πόδια μου βυθίζονται στὴ λάσπη. Τὰ χέρια καὶ τὸ πρόσωπό μου τὰ τρυπάει σὰν μὲ ἀγκάθια ἡ παγωνιὰ — προμήνυμα τοῦ χειμῶνα. Ἡ γῆ μαύρισε. Προχωράω δύσκολα. Οἱ δυνάμεις μου μ᾿ ἐγκαταλείπουν, καὶ δὲν βλέπω ποῦ θὰ μποροῦσα νὰ περάσω τὴ νύχτα, νὰ ξαποστάσω... Τὸ κεφάλι μου πονάει καὶ τὰ πόδια μου μπερδεύονται. Προσπαθῶ νὰ δώσω θάρρος στὸν ἑαυτό μου, νὰ τὸν ξεγελάσω:
«Τί λοιπόν, πάτερ Ἀθανάσιε, παραδίνεσαι; Ἔλα, ἔλα... βάλε φτερὰ στὰ πόδια σου... Τινάξου!... Προχώρα!... Ἕνα, δυό, τρία!».
Δὲν ἀντέχω ἄλλο. Κάθομαι σὲ μία πέτρα, στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου, καὶ ξεχνιέμαι...
Δὲν ξέρω πόσο ἔμεινα ἐκεῖ. Ἔνιωσα μόνο πὼς κάποιος μὲ σήκωσε καὶ μὲ κάθισε σ᾿ ἕνα ἁμάξι. Καὶ θυμᾶμαι πὼς ὅλα γύριζαν μπροστὰ στὰ μάτια μου, σὰν τὸ δίσκο τοῦ γραμμοφώνου…
Στὸ βαρύ, ζοφερό μου παραλήρημα, ἔβλεπα συνέχεια τὸν κομισάριο Βοζνεσένσκυ νὰ κοινωνάει τὸ λαὸ μὲ τὸ σαμογόν... ἔπειτα ἔβλεπα πῶς τὸν χτυποῦσαν ἄγρια, ὅπως κι οἱ ἄλλοι ἀγανακτισμένοι χωρικοί, μ᾿ ἕνα κρύο καὶ βαρὺ ἀντικείμενο... κι ὕστερα κρυβόμουνα σ᾿ ἕνα σκοτεινὸ κῆπο κι ἔκλαιγα μετανοημένος... Μὰ πιὸ πολύ με βασάνιζε ἕνας ἄλλος ἐφιάλτης — ἀναρίθμητα χέρια, λευκὰ κι ἀστραφτερά, ποὺ προσπαθοῦσαν ν᾿ ἁρπάξουν ἀπ᾿ τὸ στῆθος μου τὸ ἱερὸ ἀντιμήνσιο...
Περισσότερο ἀπὸ δυὸ μῆνες βρισκόμουν ἀνάμεσα στὴ ζωὴ καὶ τὸ θάνατο, στὴν ἰσορροπία καὶ τὴν παράκρουση…
Καθόμουνα σ᾿ ἐκείνη τὴ σοφίτα, καὶ παρατηροῦσα μὲ θλίψη τὰ χέρια μου — κίτρινα καὶ εὔθραυστα, σὰν κεριὰ σὲ παγωμένο ναό...
Σκεφτόμουν τὴν κατάστασή μου καὶ κουνοῦσα τὸ κεφάλι: Ἄνθρωπος εἶμαι ἀδύναμος!...Δὲν ἔχω τόση ψυχικὴ ἀντοχή... Ἂν δὲν ἄκουγα τὴ διήγηση γιὰ τὴ θεία κοινωνία μὲ τὸ σαμογόν, ἴσως νὰ μὴ μοῦ συνέβαινε τίποτα...ἦταν πολὺ φοβερό, πολύ... πάνω ἀπ᾿ τὴ δύναμή μου!…
Μὲ εἶχαν μαζέψει ἀπ᾿ τὸ δρόμο κάτι ντόπιοι χωρικοί. Μὲ πῆραν στὸ καλύβι τους. Ὁ ἄντρας μεσόκοπος, μαυρογένης μουζίκος μὲ ἐκφραστικὰ μάτια· καὶ ἡ γυναῖκα μικρόσωμη, ἀδύνατη, μὲ βλέμμα τρομαγμένο — τὸ βλέμμα ποὺ ἔχουν οἱ περισσότερες ρωσίδες τοῦ καιροῦ μας.
Στὸ καλύβι βασίλευε ἡ φτώχεια, ἡ μιζέρια.
Ἀλλὰ μὲ φρόντιζαν σὰν παιδί τους. Ἀκόμα καὶ τὶς νύχτες ἔμεναν ξάγρυπνοι γιὰ χάρη μου. Ὅταν συνῆλθα λίγο, πλησίασαν δειλὰ-δειλὰ νὰ πάρουν τὴν εὐλογία μου. Μὲ κατάπληξη τοὺς ρώτησα:
— Πῶς ξέρετε ὅτι εἶμαι ἱερέας;
— Ἀπὸ τὸ παραλήρημά σου!
Ἐπειδὴ πλησίαζαν οἱ χειμωνιάτικες παγωνιές, μὲ παρακάλεσαν νὰ μείνω κοντά τους γιὰ ἕνα διάστημα.
Μιὰ μέρα μοῦ λένε:
— Κάνε μας μίαν ἀκολουθία, ὅποια θέλεις! Χάρισέ μας αὐτὴ τὴν παρηγοριὰ μέσα στὴ θλίψη ποὺ ζοῦμε! Τὴν ἐκκλησία μας τὴν ἔκαναν λέσχη, θὰ μαζευτοῦμε στὸ ξηραντήριο τοῦ σιταριοῦ. Ὅλα θὰ γίνουν κρυφά...
Τὴ νύχτα μὲ ὁδήγησαν στὸ σκοτεινὸ ξηραντήριο. Μύριζε κάπνα. Στὸ φῶς τῶν κεριῶν παρατήρησα πὼς ἦταν συγυρισμένο καὶ πεντακάθαρο. Πάνω σ᾿ ἕνα τραπέζι, σκεπασμένο μὲ σκοῦρο τραπεζομάντηλο, εἶχαν τοποθετηθεῖ μερικὲς εἰκόνες. Μπροστὰ τοὺς ἄναβαν τρία καντήλια. Γύρω στὰ εἴκοσι ἄτομα εἶχαν ἔρθει. Κάναμε ἑσπερινὸ καὶ ὄρθρο. Παρατηροῦσα τὰ μάτια τους—πόσο ὡραῖα εἶναι τὰ μάτια τοῦ ρώσου ὅταν προσεύχεται! Μέσα τους βλέπεις τὴν ἄρνηση τοῦ κόσμου καὶ τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ...
Ὥσπου νὰ φύγω, εἴχαμε κι ἄλλες τέτοιες εὐκαιρίες. Κι ὅταν δυνάμωσα ἀρκετά, συνέχισα τὸ δρόμο μου.
Μ᾿ ὅλο τὸ τσουχτερὸ κρύο, χιόνι ἀκόμα δὲν εἶχε πέσει. Ἡ βραδινὴ παγωνιὰ εἶχε δώσει στὴν ἀτμόσφαιρα τὸ χρῶμα τοῦ χαλκοῦ. Καὶ ἡ ἡσυχία τέλεια, χυτὴ λὲς κι αὐτὴ σὲ χάλκινο καλοῦπι.
Τὸ χωριουδάκι ἁπλωνόταν στὴ βουνοπλαγιά. Ξεχώριζε μὲς στὸ σούρουπο ἡ ἐκκλησούλα του. Οἱ καλύβες ξύλινες, ἀπὸ κορμοὺς δέντρων. Μυρωδιὰ καπνοῦ... Στὸ μονοπάτι στεκόταν μία μικρόσωμη, κυρτωμένη γυναῖκα. Φοροῦσε μάλλινη κάπα, μαύρη μαντήλα καὶ χοντρὲς χωριάτικες μπότες. Ἦταν ἀκουμπισμένη σ᾿ ἕνα ξύλινο φράχτη κι ἀγνάντευε τὸ μακρὺ δρόμο. Τὴν πλησίασα καὶ τὴ χαιρέτησα. Ἔριξε πάνω μου ἕνα παράξενο, πονεμένο βλέμμα, καὶ χαμογέλασε ἀφύσικα.
— Ἀπὸ κεῖ ἔρχεσαι; - ἔδειξε μὲ τὸ παγωμένο χέρι της τὸ δρόμο ποὺ πέρασα.
— Ναί. Κι ἔρχομαι σὲ σᾶς, στὸ χωριό σας.
— Ἄ, ἔτσι... Καὶ τὰ παιδάκια μου δὲν τὰ συνάντησες;
— Ὄχι, δὲν εἶδα κανένα…
Ἀκούμπησε τὸ χέρι στὸ μάγουλο καὶ μουρμούρισε λυπημένα:
— Περιμένω, περιμένω... κι αὐτὰ δὲν ἔρχονται!
— Ποῦ πήγανε;
— Νὰ πολεμήσουνε μαζὶ μὲ τοὺς λευκούς!... Οἱ ἄνθρωποι μοῦ λένε πὼς σκοτωθήκανε, μὰ ἐγὼ δὲν τὸ πιστεύω. Ὅλο ψέματα λένε οἱ ἄνθρωποι!
Ζέστανε μὲ τὰ χνῶτα τὰ ξυλιασμένα δάχτυλά της καὶ συνέχισε νὰ κοιτάζει τὸ δρόμο.
— Πρέπει νὰ ἔρθουν, μονολογοῦσε. Εἶμαι γριὰ πιά... σύντομα θὰ πεθάνω... καὶ πεινάω καὶ κρυώνω... Ποῦ πῆγαν καὶ χάθηκαν, τὰ σκανταλιάρικα;
Εἶδε κάποιον μακριά. Τινάχτηκε. Ἕνα ἐπιφώνημα χαρᾶς τῆς ξέφυγε. Ἔτρεξε νὰ συναντήσει τὸν ἄγνωστο διαβάτη μὲ τὰ παγωμένα χέρια της ἁπλωμένα μπροστά.
—Έρχονται! Ἔρχονται!... φώναζε. Παιδάκια μου! Καλά μου!...
Στὸ χωριο μοῦ ἐξήγησαν πὼς εἶχε χάσει τὰ λογικά της, ὅταν ἔμαθε γιὰ τὴν ἐκτέλεση τῶν παιδιῶν της. Ἀπὸ τότε βγαίνει κάθε τόσο στὸ δρόμο καὶ τὰ περιμένει, ρωτώντας τὸν κάθε περαστικό:
— Μήπως εἴδατε τὰ παιδάκια μου;
Ἡ μέρα εἶναι ἡλιόλουστη ἀλλὰ κρύα. Στὸ δασικὸ δρόμο συναντάω τρεῖς γέρους μὲ χοντρὲς κάπες, τσόχινα παπούτσια, μπογαλάκια στοὺς ὤμους καὶ ραβδιὰ στὰ χέρια.
— Γιὰ ποῦ μὲ τὸ καλό;
Ἀντὶ γιὰ ἀπάντηση, ἕνας τους μὲ ρώτησε:
— Μήπως εἶσαι πλανόδιος ἱερέας, ἀγαπητέ;
— Μάλιστα...
Φωτίστηκε τὸ πρόσωπό του. Κοίταξε μὲ ἱκανοποίηση τοὺς συνοδοιπόρους του καὶ εἶπε χαρούμενα:
— Τὸ βλέπετε; Δὲν σᾶς τὸ ἔλεγα; Ἐγώ, πάτερ μου, ἀπὸ μακριὰ τὸ κατάλαβα πὼς εἶσαι ἱερωμένος. Τὸ λέει ἡ παροιμία: Τὸν παπὰ καὶ μὲ τὸ ψαθάκι τὸν ἀναγνωρίζεις!
Ἔσκυψαν νὰ πάρουν τὴν εὐλογία μου.
— Ἐμεῖς, παπούλη, πηγαίνουμε στὴ Μόσχα!... Νὰ κάνουμε κάτι γιὰ τὸ Θεό, γιὰ τὴν πίστη μας!
— Τί δηλαδή;
— Νά, θέλουμε νὰ ζητήσουμε ἀπ᾿ τοὺς κυβερνῆτες μας νὰ σταματήσουν τὸ διωγμὸ ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας μας... Νὰ μᾶς ἀφήσουν ἐλεύθερους νὰ λατρεύουμε τὸ Θεό μας... Ἀλλιῶς θὰ μᾶς βρεῖ συμφορά!
Μιλᾶνε ἤρεμα, μὲ χωριάτικη ἁπλότητα καὶ εἰλικρίνεια. Μόνο στὰ μάτια τους παρατηρῶ κάποια σύγχυση καὶ θολούρα...
— Ἄρχισαν νὰ χτυπᾶνε πολὺ τὸ Θεό!..., εἶπε ὁ ἕνας, ὁ πιὸ κυρτωμένος. Εἴμαστε τόσο λυπημένοι... Ἡ ὑπομονή μας ἐξαντλήθηκε!...
— Ἄκουσε μέχρι ποιὸ σημεῖο ἔφτασαν! πετάχτηκε ὁ δεύτερος, μὲ τὰ λοξὰ μάτια καὶ τὰ βαθουλωμένα μάγουλα. Ὁ Μικόλαχ Ζέρτ, ἀπ᾿ τὴ γειτονιά μας, ἔφτιαξε ἕνα ἐκκολαπτήριο μὲ τὶς ἅγιες εἰκόνες! Εἶπε πὼς εἶναι πολὺ κατάλληλες γι᾿ αὐτὴ τὴ δουλειά, γιατὶ ἔχουνε ξύλο χοντρό, πλατύ, καὶ προπαντὸς ξερό!
— Κι ὁ ἐγγονός μου, ὁ Πάσκα, ἔκανε ἀπὸ τὶς εἰκόνες σκέπαστρο γιὰ τὸ ἀποχωρητήριό του!... εἶπε πνιχτὰ τὸ τρίτο γεροντάκι, ποὺ δὲν εἶχε καθόλου δόντια.
— Καλά, καὶ σὲ ποιὸν θὰ παραπονεθεῖτε στὴ Μόσχα;
—- Τί σὲ ποιόν; Στὸν Λένιν!...
— Μὰ αὐτὸς πέθανε...
— Τὸ ἀκούσαμε, ἀλλὰ δὲν τὸ πιστεύουμε! Μάθαμε πὼς ἔβγαλε διάταγμα νὰ μὴν τὰ βάζουν ἄλλο μὲ τὸ Θεό...
Λίγο ἀκόμα καὶ θὰ ξεσποῦσα σὲ κλάματα.
Οἱ γέροντες πρόσεξαν τὸν πνιγμένο πόνο στὰ μάτια μου. Κάτι κατάλαβαν. Μὲ ἀμηχανία κοίταζαν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο κι ἐμένα.
— Ἔ... κι ἂν δὲν βροῦμε τὸν Λένιν, θὰ πᾶμε στὸν Πατριάρχη, εἶπε ὁ πρῶτος. Ν᾿ ἀπειλήσει τοὺς ἄθεους μὲ ἀναθεματισμό!... Τὸ πατριαρχικὸ ἀνάθεμα δὲν εἶναι μικρὸ πρᾶγμα... Θὰ φοβηθοῦν!...
— Καὶ ὁ ἅγιος Πατριάρχης μας δὲν βρίσκεται πιὰ στὴ ζωή… Χωρὶς νὰ δείξουν ἔκπληξη, βγάλανε τὰ σκουφιά τους καὶ σταυροκοπήθηκαν.
— Αἰωνία του ἡ μνήμη! ψιθύρισαν. Πρόσεξα πὼς τὰ μάτια τοὺς εἶχαν γίνει τώρα πιὸ θολά.
— Ὁ Καλίνιν ζεῖ;— Ἔ, λοιπόν, θὰ πᾶμε σ᾿ αὐτόν! θὰ μᾶς ἀκούσει!—
Ἤρεμα στὴν ἀρχή, πιὸ ζωηρὰ ἔπειτα, προσπάθησα νὰ τοὺς πείσω πὼς δὲν ἔπρεπε νὰ κάνουν τίποτ᾿ ἄλλο, παρὰ νὰ γυρίσουν πίσω, νὰ ζωστοῦν μὲ ὑπομονὴ καὶ νὰ περιμένουν τὴ θεία Δίκη.
— Αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ γίνει! δήλωσαν μὲ ἀνυποχώρητο πεῖσμα — μὰ καὶ μὲ κάποια ὀργή.
— Ἑκατὸ βέρστια περπατήσαμε! φώναξε ὁ πιὸ γέρος. Καὶ δίπλα μας περπατάει ὁ Χριστός! Πῶς ἐσὺ τώρα μᾶς λὲς νὰ ἐπιστρέψουμε;
— Στὸ θάνατο πᾶτε! ξεφώνισα ἀπελπισμένα. Χαμογέλασαν ἤρεμα.
— Καὶ τί εἶναι ὁ θάνατος; εἶπαν μόνο. Ἔβαλαν μετάνοια καὶ τράβηξαν μπροστὰ μὲ βαριὰ βήματα. Τ᾿ ἀκούω ἀκόμα...
Συνέχισα τὴν πορεία μου...
Πέρασα δίπλα ἀπὸ γκρεμισμένους ναούς... Ἀντίκρισα καμένα ξωκλήσια... Εἶδα μοναστήρια, ποὺ τά ᾿χαν κάνει στρατῶνες καὶ ἀποθῆκες...Ἔζησα τὴ βεβήλωση ἁγίων λειψάνων καὶ θαυματουργῶν εἰκόνων... Γνώρισα ἀνθρώπους θηριόμορφους... Συνάντησα ἱερεῖς, ποὺ ἀπ᾿ τὸ φόβο τους ἀρνήθηκαν τὸ Χριστό... Ξυλοκοπήθηκα καὶ κυνηγήθηκα ὄχι λίγες φορές, ἀλλὰ ὁ Κύριος μοῦ ᾿δωσε τὴ δύναμη νὰ τὰ σηκώσω ὅλα καὶ νὰ μὴν ἀπελπιστῶ... Καὶ πῶς ν᾿ ἀπελπιστῶ, ὅταν ξέρω πὼς ἑκατοντάδες ποιμένες, μὲ τὸ σακοῦλι καὶ τὸ ραβδί τους, διασχίζουν ἀπ᾿ ἄκρη σ᾿ ἄκρη τὴν ἀπέραντη χώρα μας, στηρίζοντας καὶ παρηγορώντας τοὺς πιστούς; Ἀνάμεσά τους μάλιστα εἶναι καὶ ἀρκετοὶ ἐπίσκοποι, ποὺ μπῆκαν θεληματικὰ κάτω ἀπ᾿ τὸ ζυγὸ τῆς ἀποστολικῆς ὁδοιπορίας...
Οἱ πιὸ πολλοὶ ἀπ᾿ αὐτοὺς «ἐμπαιγμῶν καὶ μαστιγῶν πεῖραν ἔλαβον, ἔτι δὲ δεσμῶν καὶ φυλακῆς· ἐλιθάσθησαν, ἐπρίσθησαν, ἐπειράσθησαν... ὑστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι...» (Ἑβρ. 11, 36-37). Ὅλοι τους μὲ ταλαιπωρημένα πρόσωπα, μὲ ροζιασμένα χέρια, μὲ ξεσκισμένα ροῦχα, μὲ λιωμένες μπότες... ἀλλὰ μὲ τὴν ἄρρητη δόξα τοῦ Θεοῦ θρονιασμένη στὰ μάτια τους μέσα... μὲ πίστη ἀσάλευτη... πρόθυμοι ὅλα νὰ τὰ δεχθοῦν καὶ ὅλους νὰ τοὺς εὐλογήσουν...
Ὅταν ἀνταμώνουν, βάζουν στρωτὴ μετάνοια ὁ ἕνας στὸν ἄλλον, ἀγκαλιάζονται καὶ κάθονται νὰ τὰ ποῦνε σιγὰ καὶ προσεκτικά, μέσα στὰ δάση καὶ τοὺς ἀγρούς. Ὅταν χωρίζουν, σταυρώνονται καὶ συνεχίζουν τὴν πορεία τους...
Προσευχήθηκα σὲ μυστικὰ μοναστήρια, ὅπου ἀγωνίζονταν μοναχοὶ πρώην ἀρνητὲς καὶ χλευαστὲς τοῦ Κυρίου.
Συνάντησα μέσα στὸν κόσμο κρυφοὺς μοναχούς, πάντα ἕτοιμους νὰ μοιραστοῦν τὸ Θεὸ μ᾿ ἐκείνους ποὺ δὲν Τὸν εἶχαν καὶ ποὺ Τὸν νοσταλγοῦσαν.
Γνώρισα στελέχη τῆς ἄθεης ἐξουσίας, ποὺ εἶχαν κρεμασμένο στὸ στῆθος καμουφλαρισμένο φυλαχτό, καὶ ποὺ ἔρχονταν τὶς νύχτες, σὰν τὸν Νικόδημο, νὰ μὲ συναντήσουν καὶ νὰ μοῦ ἀνοίξουν τὴν καρδιά τους. Ἕνας ἀπ᾿ αὐτοὺς ἔχει κρυμμένες στὴν ἀποθήκη τοῦ σπιτιοῦ του τὶς πατρογονικὲς εἰκόνες, καί, ὅποτε μπορεῖ, ἀνάβει μπροστά τους καντῆλι καὶ προσεύχεται.
Τρομαγμένοι πατεράδες ἔρχονταν καὶ μὲ ἱκέτευαν:
— Μάθε στὰ παιδιά μας τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ μὴ γίνουν θηρία...
Τὸ λαὸ συγκλόνιζαν οἱ φῆμες — ὅτι ἔφτασε ἡ ὥρα τῆς Κρίσεως, τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ... ὅτι ξανακατέβηκαν στὴ γῆ ὁ ἅγιος Σέργιος τοῦ Ραντονὲζ καὶ ὁ ἅγιος Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ... ὅτι ἡ Παναγία ἀποκάλυψε, πὼς παρακαλεῖ τὸν Κύριο γιὰ τὴ ρωσικὴ γῆ...
Ἐξομολόγησα ἀναρίθμητες ψυχὲς — φοβερὲς ἐξομολογήσεις!... Ὅσοι μετανοοῦσαν ἦταν ἕτοιμοι νὰ δεχθοῦν τὸ πιὸ βαρὺ ἐπιτίμιο, τὴν πιὸ σκληρὴ ἄσκηση, φτάνει νὰ ἔβρισκαν ἵλεως ἀπὸ τὸ Θεό.
Ὅλοι κουράστηκαν.
Ὅλοι πνίγηκαν μέσα στὶς συμφορές.
Ὅλοι νοστάλγησαν τὸν Παράκλητο.
Ὅλοι ζητοῦν τὴν παρηγοριὰ τοῦ Χριστοῦ.
Νὰ γιατί περιπλανιέμαι, ὅσο ἔχω δυνάμεις... ὅσο μπορῶ ἀκόμα νὰ κρατάω στὸ χέρι τὸ ὁδοιπορικό μου ραβδί...
Τὰ χάσαμε ὅλοι, ὅταν εἴδαμε τὸν Ἰάκωβο Ἀντὼφ στὸν ἑσπερινό.
Δεκαπέντε χρόνια ζοῦσε στὸ συνοριακὸ χωριό μας. Πρόσφυγας κι αὐτὸς ἀπ᾿ τὴ Ρωσία. Μετὰ τὸν ἐμφύλιο πόλεμο, ἄφησε τὴν πατρίδα κι ἦρθε ἐδῶ. Ἀγόρασε γῆ, ἔχτισε μεγάλο σπίτι, πῆρε γυναῖκα μία ξενόφερτη καὶ πάντα ἀμίλητη κυρά, κι ἄρχισε ν᾿ ἀσχολεῖται μὲ τὴ γεωργία. Ποιὸς ἦταν κι ἀπὸ ποῦ κράταγε ἡ σκούφια του, κανένας δὲν τό ᾿ξερε, μὰ καὶ κανένας δὲν ἀποφάσιζε νὰ τὸν ρωτήσει.
Ὁ Ἰάκωβος ἦταν μελαχρινὸς καὶ μαλλιαρός, μὲ τὸ πρόσωπο πάντα σκοτεινό, σκυθρωπό. Τὰ λόγια του μετρημένα. Τὸ βλέμμα του διαπεραστικὸ καὶ ἀπωθητικό. Μὲ τ᾿ ὄνομά του φοβέριζαν τὰ σκανταλιάρικα παιδιά.
Ὅλοι ἦταν βέβαιοι, πώς, ἂν δὲν ἦταν φονιάς, θὰ εἶχε κάνει πάντως κάποιο μεγάλο κακό...
Εἶχε πολλὰ λεφτά, αὐτὸ ἦταν φανερό. Κι ἔπινε πολύ, προπαντὸς τὶς νύχτες, κλεισμένος μέσα στὸ σπίτι του.
Ἦταν στιγματισμένος σὰν ἄθεος, ἀντίχριστος. Οὔτε ν᾿ ἀκούσει δὲν ἤθελε γιὰ Ἐκκλησία. Δὲν πατοῦσε τὸ πόδι του στὸ ναὸ οὔτε τὶς μεγάλες γιορτές. Γιὰ ὅ,τι εἶχε σχέση μὲ τὴν πίστη καὶ τὸ Θεό, ἐκφραζόταν μὲ βρισιὲς καὶ περιφρόνηση. Νά γιατί, ὅταν τὸν εἴδαμε νὰ ἔρχεται στὸν ἑσπερινό, δὲν πιστεύαμε στὰ μάτια μας. Οἱ πιστοὶ ἄρχισαν νὰ τὸν λοξοκοιτᾶνε καὶ νὰ ψιθυρίζουν μεταξύ τους.
Ὁ Ἰάκωβος στάθηκε σὲ μίαν ἄκρη ὄρθιος, ἀκίνητος, μὲ κρεμασμένα κάτω τὰ μακριὰ κι ἄγρια χέρια του. Ἔκανε τὸ σταυρό του ἢ δὲν τὸν ἔκανε; Αὐτὸ ἀναρωτιόντουσαν ὅλοι. Στεκόταν σὰν ἄγαλμα, μὲ τὸ βλέμμα στυλωμένο σὲ μία σκοτεινὴ γωνιά. Δὲν γονάτισε μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους στὸν ὄρθρο* ὅταν ἔψαλλαν τὸ «Αἰνεῖτε...».
* Στοὺς ρωσικοὺς ἑνοριακοὺς ναοὺς ὁ ὄρθρος τελεῖται μαζὶ μὲ τὸν ἑσπερινό.
Γιὰ πρώτη φορὰ παρατήρησαν πὼς εἶχε ἀσπρίσει κι ἀδυνατίσει. Λὲς κι εἶχε μόλις σηκωθεῖ ἀπὸ τὸ κρεβάτι, μετὰ ἀπὸ πολύχρονη ἀρρώστια. Ἡ ἀκολουθία πλησίαζε στὸ τέλος της. Ἔξω βούιζε ὁ δυνατὸς αὐγουστιάτικος ἀέρας, κάνοντας τὰ δέντρα νὰ χορεύουν. Ἔψαλλαν τὸ «Τῇ ὑπερμάχῳ...» καὶ πῆραν τὴν εὐλογία τοῦ π. Κυρίλλου. Ἡ ἐκκλησία ἄδειασε. Μόνο ὁ νεωκόρος ἔμεινε κι ἔσβηνε τὰ κεριά. Τότε ὁ Ἰάκωβος Ἀντὼφ πλησίασε τὸν ἱερέα.
— Τί θέλεις, Ἰάκωβε;...
— Ἐσένα, παππούλη, θέλω νὰ ἐξομολογηθῶ!
Ἡ φωνή του ἦταν ταραγμένη, μὰ ὁ τόνος της θερμός. Τὰ λόγια του ἦταν χρωματισμένα μ᾿ ἕνα παράξενο πόνο. Ὁ π. Κύριλλος διαισθάνθηκε πὼς θ᾿ ἄκουγε μίαν ἐξομολόγηση σοβαρή, οὐσιαστική, φοβερὴ ἴσως!... Στὴ μισοσκότεινη ἐκκλησία, ποὺ τὴ φώτιζαν μόνο τὰ καντήλια τοῦ τέμπλου, ἄρχισε τὸ μυστήριο. Μπροστὰ στὸ προσκυνητάρι μὲ τὸ Σταυρὸ καὶ τὸ Εὐαγγέλιο*, ὁ Ἰάκωβος μιλοῦσε κοφτά, πονεμένα καὶ βαριά. Συχνὰ σκούπιζε τὸ μέτωπό του καί, σωπαίνοντας, βυθιζόταν σὲ σκέψεις. Κάπου-κάπου ἔριχνε μία ματιὰ ὁλόγυρα καὶ πιανόταν μὲ δύναμη ἀπ᾿ τὸ προσκυνητάρι.
* Ἔτσι γίνεται ἡ ἐξομολόγηση στὴ Ρωσικὴ Ἐκκλησία.
— Ἐμεῖς ὑποχωρούσαμε, ἔλεγε. Οἱ κόκκινοι εἶχαν κυριαρχήσει στὴ χώρα. Τὸ τέλος τοῦ λευκοῦ στρατοῦ μας εἶχε φτάσει... Πέντε ἤμασταν, ποὺ ἀποφασίσαμε νὰ κάνουμε κάτι πρωτάκουστο — θέλαμε, βλέπεις, νὰ ἐξασφαλίσουμε χρήματα γιὰ τὴν προσφυγιά... Καὶ τί σκεφτήκαμε;... Νὰ κλέψουμε ἀπὸ τὴ μητρόπολη τὴν ἀσημένια λάρνακα μὲ τὰ πολύτιμα πετράδια... ποὺ εἶχε μέσα τ᾿ ἅγια λείψανα!.. Καταστρώσαμε τὸ σχέδιο. Βρήκαμε ἄλογα...Ἦταν χειμῶνας, κρύο πολύ... Πήγαμε στὸ ναὸ καὶ ζητήσαμε τὸ φύλακα — οἱ ἐφημέριοι εἶχαν ἤδη περάσει τὰ σύνορα, εἶχαν φύγει στὸ ἐξωτερικὸ γιὰ νὰ γλιτώσουν ἀπ᾿ τοὺς κόκκινους... Ἦρθε ὁ φύλακας. «Τὰ κλειδιά!...», ἀπαιτήσαμε. Μὲ κάποιο φόβο μᾶς ρώτησε:
«Τί σᾶς χρειάζονται;». Τοῦ εἴπαμε πὼς ἐκείνη τὴ νύχτα θά ᾿μπαιναν τάχα στὴν πόλη οἱ κόκκινοι, καὶ γι᾿ αὐτὸ ὁ διοικητής μας εἶχε δώσει ἐντολὴ νὰ πάρουμε τ᾿ ἅγια λείψανα καὶ νὰ τὰ φυγαδεύσουμε στὸ ἐξωτερικό... Γιὰ νὰ μὴν τὰ βεβηλώσουν... «Κι ἂν δὲν μᾶς πιστεύεις», τοῦ λέμε, «νὰ ἡ διαταγή, μὲ τὴ σφραγῖδα καὶ τὴν ὑπογραφὴ τοῦ στρατηγοῦ»... Μᾶς πίστεψε. Ἄνοιξε τὴν ἐκκλησία... Σκοτείνιαζε καὶ τὸ χιόνι ἔπεφτε πυκνό. Ψυχὴ δὲν κυκλοφοροῦσε ἔξω. Ὅλοι κλεισμένοι στὰ σπίτια τους. Μακριὰ ἀκούγονταν πυροβολισμοί.
Ῥιγοῦσαν οἱ ψυχές μας — ἡ ψυχή μου... Μὲ πολὺ κόπο βγάλαμε τὴ λάρνακα ἔξω. Τὴ φορτώσαμε στὸ ἕλκηθρο, τὴ σκεπάσαμε μὲ πανιὰ καὶ σανό, κεντρίσαμε τ᾿ ἄλογα καὶ κινήσαμε γιὰ τὰ σύνορα. Ὅλη τη νύχτα ταξιδεύαμε, βουλιάζοντας στὸ χιόνι... Δὲν εἴχαμε ξεμακρύνει πολύ, ὅταν ὁ δρόμος μας φωτίστηκε ἀπὸ τὴν ἀνταύγεια μιᾶς μεγάλης πυρκαγιᾶς — καιγόταν ἡ πόλη... Φτάσαμε στὰ σύνορα χωρὶς προβλήματα. Πρὶν τὰ περάσουμε κι ἔρθουμε ἐδῶ, σταματήσαμε. Τὸ δάσος ἦταν πολὺ πυκνό... Ἄ!... Ἐδῶ πέρα ἔγινε κάτι πολὺ δυσάρεστο — σάλεψε τὸ μυαλὸ ἑνὸς συντρόφου μας! Ἔπεσε ξαφνικὰ πάνω στὴ λάρνακα κι ἔσυρε μία φοβερή, ἀνατριχιαστικὴ κραυγή. Ὅλοι παγώσαμε, χλομιάσαμε...
Ὕστερα ἄρχισε μία νὰ γελάει καὶ μία νὰ κλαίει... Νὰ ξεστομίζει ἀκατονόμαστες βλαστήμιες... Τέλος πάντων, γιὰ νὰ μὴν πολυλογῶ, ἕνας μας τὸν ξέκανε μὲ τὸ πιστόλι...
Ὁ π. Κύριλλος ἔπιασε νευρικὰ τὸν ἐπιστήθιο σταυρό του. Τὸ χέρι του ἔτρεμε.
Ὁ Ἰάκωβος σώπασε κι ἔπεσε σὲ συλλογή. Τὸ πρόσωπό του ἔκανε αἰνιγματικοὺς μορφασμούς. Τὸ βλέμμα του ἔπεφτε πότε στὴ μιὰ παλάμη καὶ πότε στὴν ἄλλη. Σὲ μιὰ στιγμὴ ἔβγαλε ἕνα μαντήλι ἀπὸ τὴν τσέπη του, τὸ ξεδίπλωσε, μὰ δὲν ἤξερε τί νὰ τὸ κάνει... Ὁ ἱερέας τὸν ἔβγαλε ἀπὸ τὴ δύσκολη θέση, ρωτώντας τον μαλακὰ καὶ ἥσυχα:
— Πές μου, τί ἔγινε στὴ συνέχεια;
— Στὴ συνέχεια, παππούλη, ἔγινε τὸ πιὸ φοβερό... Ἀνάψαμε φωτιά. Καὶ ἀρχίσαμε νὰ τὴ μοιράζουμε στὰ τέσσερα...
— Τὴ λάρνακα;
— Ναί, τὴ λάρνακα. Πρῶτα-πρῶτα βγάλαμε τὰ πολύτιμα πετράδια, τὰ χρυσὰ ἀφιερώματα, τοὺς σταυρούς... καὶ μετὰ χωρίσαμε τὴ λάρνακα σὲ κομμάτια... μὲ τὸ τσεκοῦρι.
— Καὶ τὰ λείψανα; Τί κάνατε μὲ τ᾿ ἅγια λείψανα; ψέλλισε συγκλονισμένος ὁ π. Κύριλλος.
— Τὰ βγάλαμε, ἀνοίξαμε ἕνα λάκκο καὶ τὰ θάψαμε...
— Αὐτὸ σημαίνει ὅτι βρίσκονται ἐδῶ, στὴ γῆ μας;
— Μάλιστα... ὄχι πολὺ μακριά... ἀλλὰ ποὺ ἀκριβῶς, δὲν θυμᾶμαι. Πᾶνε τόσα χρόνια...
Τὰ παράθυρα τοῦ π. Κυρίλλου ἦταν φωτισμένα σχεδὸν ὡς τὰ ξημερώματα. Οἱ λιγοστοὶ ἀργοπορημένοι διαβάτες βλέπανε τὸν ἱερέα νὰ βηματίζει μέσα σκεφτικός, ἀπ᾿ τὴ μίαν ἄκρη ὡς τὴ ἄλλη, καὶ μόνο κάπου-κάπου νὰ σταματάει μπροστὰ στὶς εἰκόνες.
Μὰ τὸ φῶς δὲν ἔσβηνε οὔτε στὸ σπίτι τοῦ Ἰάκωβου Ἀντώφ...
Στὸ βάθος τοῦ μεγάλου δάσους ἠχοῦσαν καμπάνες! Ὁ ἦχος τους ἦταν καθαρός, δροσερός, σὰν ἀπόμακρο κελάρυσμα πηγῆς. Ἔδενε τόσο ἁρμονικὰ μὲ τὸ θρόισμα τῶν φύλλων, ποὺ σάλευαν ἀκατάπαυστα ἀπ᾿ τὸν ἀπριλιάτικο ἄνεμο! Ἄνοιξη, καταχνιά, μισολιωμένα χιόνια, λιμνοῦλες, λάσπες...
Προχώρησα μὲ ὁδηγὸ τὸν ἦχο. Περιπλανήθηκα ἀρκετὴ ὥρα. Τελικά, μέσα σ᾿ ἕνα λευκὸ κύκλο ἀπὸ λυγερόκορμες σημύδες, ἀντίκρισα τὸ φτωχικὸ μοναστηράκι. Οἱ τελευταῖες ἡλιαχτίδες χρύσωναν τὸν ξύλινο ναΐσκο. Στὸ καμπαναριὸ ξεχώρισα τὸ ψαρόμαλλο κεφάλι τοῦ καμπανάρη, μὲ τὸ μαῦρο σκουφάκι. Μπῆκα στὴν αὐλὴ ἀπὸ τὴν κεντρικὴ πύλη καὶ κάθισα σ᾿ ἕναν πάγκο. Οἱ καμπανοκρουσίες σταμάτησαν. Ὁ καμπανάρης ἦρθε κοντά μου.
— Μοναχὸς Ἀντώνιος, εἶπε, καὶ μοῦ ἔβαλε μετάνοια. Σπάνια φτάνει κανένας ὡς ἐδῶ... Βλέπετε τί ἐγκατάλειψη!...
— Εἴσαστε πολλοὶ ἀδελφοί;
— Κανένας, ἐκτὸς ἀπὸ μένα. Ἄδειασε τὸ μοναστήρι... Ἄλλοι δὲν ἄντεξαν τὶς σκληρὲς συνθῆκες τῆς ζωῆς μέσα στὸ δάσος, καὶ γύρισαν στὸν κόσμο. Ἄλλοι πάλι βρῆκαν μαρτυρικὸ θάνατο... ἦρθαν πρὶν τρία χρόνια, νύχτα, στὴ γιορτὴ τῆς Κοιμήσεως... Μᾶς κακοποίησαν πολύ... Μᾶς χλεύασαν... Τρύπησαν τὶς εἰκόνες μὲ τὶς ξιφολόγχες... Τὴ νύχτα ἐκείνη τουφέκισαν τὸ μοναχὸ Θεόκτιστο, τοὺς ἱερομονάχους Γρηγόριο καὶ Μακεδόνιο, τὸ διάκονο Σέργιο, τὸ δόκιμο Βενιαμίν...
Γύρισε κι ἔριξε ἕνα βλέμμα στοὺς τάφους τοῦ κοντινοῦ κοιμητηρίου τῆς μονῆς.
— Τώρα εἶμαι μονὸς ἐδῶ! Χτυπάω τὶς καμπάνες, προσεύχομαι, καταγίνομαι μὲ τὸν κῆπο, πηγαίνω στὸ δάσος γιὰ ξύλα... Ὅπως καὶ πρῶτα...
— Καὶ δὲν φοβᾶσαι, μήπως, ἀκούγοντας τὶς καμπάνες, ἔρθουν πάλι ἐδῶ;
— Ἂς ἔρθουν! Τὸ τυπικό μας ἐγὼ δὲν τὸ παραβαίνω... Μόνο γιὰ ἕνα πρᾶγμα εἶμαι καταπικραμένος — ποὺ τόσα χρόνια μένει κλειστὴ ἡ ὡραία πύλη τοῦ ναοῦ... κλειστὸ τὸ ἱερό... χωρὶς λειτουργία...
Κατέβασε τὸ κεφάλι κι ἔμεινε γιὰ λίγο σκεφτικός. Ὕστερα ἔριξε πάνω μου τὰ μάτια του, ποὺ χρύσιζαν μὲς στὸ ἀδύναμο φῶς τοῦ σύθαμπου, καὶ εἶπε:
— Μεγάλη Δευτέρα εἶν᾿ αὔριο! Ἂν μπορεῖς, πᾶμε μαζὶ νὰ ψάλουμε τὸν ὄρθρο…
Μπήκαμε στὴν κατασκότεινη ἐκκλησιά.
Ὁ μοναχὸς ἄναψε μερικὰ κεριὰ μπροστὰ στὴν κλειστὴ ὡραία πύλη. Πιάσαμε θέσεις στὸ χορό. Τὰ κεριὰ φώτιζαν πένθιμα τὶς τρυπημένες ἀπ᾿ τὶς ξιφολόγχες παλιὲς εἰκόνες.
Ὁ ὄρθρος ἄρχισε.
Ὁλάκερη ἡ ρωσικὴ γῆ σκίρτησε στὸ ἄκουσμα τοῦ ἀρχαίου κανόνα τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος:
«Τῷ τὴν ἄβατον κυμαινομένην θάλασσαν
θείῳ αὐτοῦ προστάγματι ἀναξηράναντι...».
Ἦταν σούρουπο. Ὁ γερο-Σωφρόνιος κι ὁ ἐγγονός του, ὁ ὀκτάχρονος Πετράκης, προχωροῦσαν μέσα στὸ δάσος.
Ὁ παπποὺς εἶναι τυλιγμένος μὲ τὴ ζεστὴ κάπα του. Τὸν ἔχουν πάρει πιὰ τὰ χρόνια. Καμπούριασε. Τὰ γένια του γίνανε κάτασπρα — τοῦ τ᾿ ἀνακατώνει τώρα ὁ ἀνοιξιάτικος ἄνεμος.
Ὁ Πέτρος βαδίζει πίσω ἀπ᾿ τὸν παπποῦ. Φοράει κι αὐτὸς κάπα. Τὸ κεφαλάκι του εἶναι καλυμμένο μὲ τὸ γούνινο σκοῦφο τοῦ πατέρα του, ποὺ τοῦ πέφτει πολὺ μεγάλος καὶ τοῦ κρύβει σχεδὸν τὰ μάτια. Στὸ χέρι τοῦ κρατάει ἕνα κλαδὶ ἰτιᾶς, ποὺ εὐωδιάζει. Τὸ δάσος βουίζει παράξενα. Ὁ μικρὸς σταματάει κι ἀφουγκράζεται:
— Παππού!... Ἀκοῦς;... Χτυπᾶνε καμπάνες!...
— Ἔτσι κάνει τὸ δάσος, παιδί μου, τώρα τὴν ἄνοιξη, μὲ τὸν ἀέρα. Χτυπάει ἡ καμπάνα τοῦ Κυρίου...
— Στὴν ἐκκλησία πᾶμε, παππού;
— Στὴν ἐκκλησία, ἀγάπη μου, στὸν πασχαλινὸ ὄρθρο!
— Μὰ ἀφοῦ κάηκε, παππού! Δὲν τὴν κάψανε τὸ καλοκαῖρι; Μόνο τοῦβλα καὶ καμένα ξύλα ἀπομείνανε...
— Αὐτὸ δὲν ἔχει σημασία! ἀποκρίθηκε σοβαρὰ-σοβαρὰ ὁ Σωφρόνιος.
— Ἄλλο καὶ τοῦτο!... μονολογεῖ ἀπορημένος ὁ μικρός. Ἐκκλησία δὲν ὑπάρχει, κι ἐμεῖς πᾶμε στὴν ἐκκλησία! Μήπως ἔπαθε τίποτα ὁ παππούς; Τσάμπα χαλᾶμε τὰ παπούτσια μας...
Ἡ μαυρισμένη καὶ ἐρειπωμένη ἐκκλησία φάνηκε ἀνάμεσα σὲ καμένες σημύδες. Παπποὺς κι ἐγγονὸς σταυροκοπήθηκαν.
— Νὰ λοιπόν, ἤρθαμε... μουρμούρισε ὁ Σωφρόνιος καὶ ξέσπασε σὲ λυγμούς. Γιὰ πολλὴ ὥρα στεκόταν μὲ κατεβασμένο τὸ κεφάλι καὶ κρεμασμένα τὰ χέρια. Εἶχε πέσει πιὰ ἡ νύχτα — ἡ κρύα ἀλλὰ ἥσυχη πασχαλιάτικη νύχτα. Ὁ Σωφρόνιος ἔβγαλε ἀπὸ τὸ σακοῦλι του ἕνα χοντρὸ κερί, τὸ ἄναψε, τὸ στερέωσε πάνω σὲ μιὰ μεγάλη πέτρα, ἐκεῖ, στὰ χαλάσματα... καὶ προσευχήθηκε γιὰ λίγο νοερά. Μετὰ ἔψαλε μὲ τὴ σπασμένη τοῦ φωνή:
— Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν...
Ἀντάλλαξε μὲ τὸν ἐγγονό του τὸν ἀναστάσιμο ἀσπασμό. Ἀναστέναξε καὶ κάθισε σ᾿ ἕνα καμένο κούτσουρο.
— Ναί... Ἑξήντα χρόνια ἐρχόμουν ἐδῶ, σ᾿ αὐτὴ τὴν ἐκκλησία... μαζὶ μὲ τὸν πατέρα μου, ὅσο ζοῦσε, καὶ μετὰ μόνος... Νά, ἐδῶ ὑπῆρχε ἡ εἰκόνα τοῦ ἁγίου Νικολάου... Στὸ ἕνα του χέρι ὁ ἅγιος Ἱεράρχης κρατοῦσε μία ἐκκλησούλα, καὶ στὸ ἄλλο ἕνα ξίφος... θαυματουργός! Ὅ,τι κι ἂν τοῦ ζητοῦσες, θὰ σοῦ τὸ ἔκανε!... Καλὸς ὁ Ἱεράρχης μας, γρήγορος στὴ βοήθεια, ταχὺς στὶς πρεσβεῖες!... Τώρα... τί νὰ πεῖ κανείς... Ἐδῶ, ἀγάπη μου, ἦταν ἡ ἁγία Τράπεζα... Ἔλα, γονάτισε καὶ προσκύνησε, καλό μου παιδί... Ἔτσι λοιπόν... Ἄχ, Πετράκη, Πετράκη μου!...
Ἄρχισε πάλι νὰ κλαίει ὁ Σωφρόνιος. Δὲν εἶπε τίποτε ἄλλο. Ἔμεινε ἐκεῖ καθισμένος καὶ ἀμίλητος ὡς ἀργὰ — τόσο, ποὺ ὁ Πετράκης νύσταξε καὶ θέλησε νὰ κοιμηθεῖ. Κάθισε δίπλα στὸν παππού, ἔγειρε τὸ κεφαλάκι στὰ γεροντικά του γόνατα κι ἔκλεισε τὰ μάτια. Κι ὁ παπποὺς τράβηξε τὴν κάπα του καὶ τὸν σκέπασε...
Φαίνεται πὼς εἶχαν σχεδιάσει ἀπὸ καιρὸ νὰ κάνουν ἀντιπερισπασμὸ στὴ νυχτερινὴ ἀκολουθία τῆς Ἀναστάσεως. Ὁλόκληρη τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα ἦταν ἀναρτημένα πλακὰτ σ᾿ ὅλα τὰ κεντρικὰ καὶ πολυσύχναστα σημεῖα τῆς πόλης:
Ὄρθρος τῆς Κομσομόλ!
Ἀκριβῶς στὶς 12 τὰ μεσάνυχτα!
Ἐλατὲ νὰ δεῖτε τὴ νέα κωμῳδία τοῦ Ἀντώνη Ἰζιούμωφ
Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΜΕ ΦΡΑΚΟ
Στὸν κεντρικὸ ρόλο
Ὁ ἠθοποιὸς τοῦ θεάτρου Μόσχας
Ἀλέξανδρος Ροστόβτσεφ.
Χείμαρρος εὐφυολογίας!
Τρελλὸ γέλιο!
Τὸ βράδυ τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, ἡ δημοτικὴ μπάντα πέρασε ἀπ᾿ ὅλους τοὺς δρόμους τῆς πόλης, καλώντας τὸ λαὸ στὴν παράσταση. Μπροστὰ ἀπὸ τοὺς ὀργανοπαῖχτες πήγαινε ἕνας σωματώδης νεαρός με ἱερατικὴ ἀμφίεση καὶ καλυμμαύχι. Κρατοῦσε ἕνα πλακὰτ σὰν λάβαρο, ὁποὺ ἦταν ζωγραφισμένος ὁ Χριστὸς μὲ φράκο καὶ ψηλὸ καπέλο! Στὰ πλάγια βάδιζαν κομσομόλοι μὲ ἀναμμένες δᾴδες. Ὅλη ἡ πόλη εἶχε σηκωθεῖ στὸ πόδι.
Πλῆθος ἄρχισε νὰ καταφθάνει στὸ θέατρο. Πάνω ἀπὸ τὴν κεντρικὴ εἴσοδό του ἔγραφε μὲ κόκκινα φωτεινὰ γράμματα:
Ὁ ΧΡΙΣΤΟΣ ΜΕ ΦΡΑΚΟ
Στὴ μεγάλη αἴθουσα τὰ μεγάφωνα μετέδιδαν ραδιοφωνικὴ ὁμιλία ἀπὸ τὸ σταθμὸ τῆς Μόσχας μὲ θέμα: «Ὁ αἰσχρὸς ρόλος τοῦ χριστιανισμοῦ στὴν Ἱστορία τῶν λαῶν». Ὅταν σταμάτησαν τὰ μεγάφωνα, ἡ χορωδία τῶν κομσομόλων, μὲ συνοδεία ἀκορντεόν, ἄρχισε νὰ τραγουδάει:
Μὲ τὴν προσευχὴ δὲ βλέπω προκοπή.
Σβησμένο εἶναι τὸ χέρι μου.
Δὲ θέλω, ὄχι, τὸν προφήτη Ἠλία!
Δῶστε μου τὸ φῶς τοῦ Ἠλία*!...
* Ὑπονοοῦν τὸν Λένιν, τοῦ ὁποίου ὁ πατέρας λεγόταν Ἠλίας.
Τὸ πλῆθος ξέσπασε σὲ ἀλαλαγμούς, βρισιὲς καὶ χαχανητά. Ἔβαλαν τὰ χέρια στοὺς γοφούς, ἔτριξαν τὰ δόντια, βρυχήθηκαν:
— Κι ἄλλο, παιδιά! Πιὸ ἄγρια! Βαρᾶτε!...
... Τρεῖς γριὲς ψωμολυσσιάρες
Δυο σαρακιασμένοι γέροι
Ἄδειο, ἄδειο τὸ ἐκκλησάκι
Δὲν μαζεύει πιὰ πεντάρα!...
— Πιὸ δυνατά! Δῶστε του! Πιὸ ζωντανά!
...Ἄχ, αὐγουλάκι μου
δὲν ἔχεις τσουγκριστεῖ
Μὲ πόσες θεϊκὲς κουταμάρες
ἔχουμε ποτιστεῖ!...
— Πιό δυ-να-τά! Καὶ πιὸ σκλη-ρά!
Πλησίαζαν μεσάνυχτα.
Ἀπὸ τὴ μικρὴ ἐκκλησούλα, ποὺ ἦταν κοντὰ στὸ θέατρο, βγῆκαν οἱ πιστοὶ γιὰ τὴν τελετὴ τῆς Ἀναστάσεως. Σκοτάδι. Οἱ ἄνθρωποι δὲν ξεχωρίζουν — μονάχα οἱ φλογίτσες τῶν κεριῶν, ποὺ τρεμόπαιζαν καὶ προχωροῦσαν ἀργὰ-ἀργά.
«Τὴν ἀνάστασίν σου, Χριστὲ Σωτήρ,
ἄγγελοι ὑμνοῦσιν ἐν οὐρανοῖς...»
Σὰν εἶδαν τὴ λιτανεία οἱ κομσομόλοι, ξελαρυγγιάστηκαν στὰ γιουχαΐσματα καὶ τὰ σφυρίγματα.
Τό ᾿στησαν πάλι στὸ τραγούδι:
Ἔ, σύ, μηλαράκι μου, κυλίσου
Ὁ δρόμος εἶναι γλιστερὸς
Παράσυρε ὅλους τοὺς ἁγίους
Πάσχα τῶν κομσομόλων.
Οἱ φλόγες τῶν κεριῶν ἦταν τώρα ἀκίνητες μπροστὰ στὴν εἴσοδο τοῦ ναΐσκου.
Ἀπὸ κεῖ ἦρθε ἡ ἀπόκριση στὸ τραγούδι τῶν κομσομόλων:
«Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν
θανάτῳ θάνατον πατήσας
καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι
ζωὴν χαρισάμενος»!
Ἡ μεγάλη αἴθουσα τοῦ θεάτρου ἦταν γεμάτη κόσμο. Ἡ παράσταση ἄρχισε...
Πράξη πρώτη:
Πάνω στὴ σκηνὴ εἶχαν ἀναπαραστήσει τὸ ἱερὸ ἑνὸς ναοῦ. Στὴν ὑποτιθέμενη ἁγία τράπεζα βρίσκονταν μπουκάλια μὲ κρασὶ καὶ μεζέδες. Ὁλόγυρα, σὲ ψηλὰ καθίσματα — αὐτὰ ποὺ ἔχουν στὰ μπὰρ — ἦταν καθισμένοι οἱ ἠθοποιοί, ντυμένοι μὲ ἱερατικὰ ἄμφια. Τσούγκριζαν καὶ ἔπιναν μὲ ἅγια ποτήρια. Κάποιος ἄλλος, μὲ διακονικὸ στιχάρι, ἔπαιζε φυσαρμόνικα. Στὸ πάτωμα κάθονταν σταυροπόδι μερικὲς τάχα καλόγριες κι ἔπαιζαν χαρτιά.
Οἱ θεατὲς ἔσκαγαν στὰ γέλια.
Κάποιος ζαλίστηκε. Τὴν ὥρα ποὺ τὸν ἔβγαζαν ἀπὸ τὴν αἴθουσα, βρυχιόταν σὰν θηρίο, γελώντας ἄγρια καὶ κουνώντας τὸ κεφάλι, μὰ ἔχοντας τὸ βλέμμα πάντα καρφωμένο στὴ σκηνή, οἱ παράξενοι μορφασμοὶ τοῦ χλωμοῦ προσώπου του προκάλεσαν περισσότερο γέλιο...
Στὸ διάλειμμα οἱ ὑπεύθυνοι τῆς παραστάσεως ἔλεγαν:
— Ὅσα εἴδατε εἶναι μόνο τὰ λουλούδια, καρποὶ θά ᾿ρθουν σὲ λίγο! Περιμένετε... Στὴ δεύτερη πράξη θὰ βγεῖ ὁ Ροστόβτσεφ, καὶ τότε πραγματικὰ θὰ τρελαθεῖτε!...
Πράξη δεύτερη:
Ὁ διάσημος ἠθοποιὸς παρουσιάστηκε στὴ σκηνὴ κάτω ἀπὸ θύελλα ζητωκραυγῶν καὶ χειροκροτημάτων. Φοροῦσε μακρύ, λευκὸ χιτῶνα καὶ στὰ χέρια του κρατοῦσε χρυσὸ Εὐαγγέλιο. Παρίστανε τὸ Χριστό. Σύμφωνα μὲ τὸ ἔργο, ἔπρεπε νὰ διαβάσει δυὸ στίχους — μονὸ δυὸ στίχους — ἀπὸ τοὺς Μακαρισμούς. Πλησίασε ἀργά, μὲ ἱεροπρέπεια, σ᾿ ἕνα ἀναλόγιο καὶ ἀκούμπησε τὸ Εὐαγγέλιο. Μὲ τὴ βαθιά, κυματιστὴ φωνή του ἀναφώνησε:
- Πρόσχωμεν!
Στὴν αἴθουσα ξαφνικὰ βασίλεψε ἀπόλυτη σιωπή.
Ὁ Ροστόβστεφ ἄνοιξε τὸ ἱερὸ βιβλίο καὶ ἄρχισε νὰ διαβάζει:
— Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν...
Μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται...
Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἔπρεπε νὰ σταματήσει. Ἐδῶ ἀκριβῶς θὰ ἀπάγγελλε ἕναν φοβερό, χλευαστικό, βλάσφημο μονόλογο, ποὺ θὰ τελείωνε μὲ τὴ φράση: «Φέρτε μου τὸ φράκο καὶ τὸ καπέλλο!»
Δὲν ἔγινε ὅμως αὐτό!
Ὁ ἠθοποιὸς ἀπροσδόκητα σωπαίνει. Καὶ ἡ σιωπή του κρατάει τόσο πολύ, ποὺ ἀπὸ τὰ παρασκήνια ἀρχίζουν ν᾿ ἀνησυχοῦν. Τοῦ ὑπαγορεύουν τὰ λόγια ποὺ ἔπρεπε νὰ πεῖ, τοῦ κάνουν ἀπεγνωσμένα νοήματα... αὐτὸς ὅμως στέκεται σὰν μαρμαρωμένος. Δὲν ἀκούει, δὲν βλέπει, δὲν καταλαβαίνει τίποτα.
Τέλος, σὲ μιὰ στιγμή, συνταράζεται ὁλόκληρος. Μὲ τρομαγμένο βλέμμα κοιτάζει τὸ ἀνοιχτὸ Εὐαγγέλιο. Τὰ χέρια του τραβᾶνε σπασμωδικὰ τὸ χιτῶνα. Τὸ πρόσωπό του ἀλλοιώνεται. Στυλώνει τὰ μάτια στὸ βιβλίο καὶ ἀρχίζει πρῶτα νὰ ψιθυρίζει κι ἔπειτα νὰ διαβάζει ὅλο καὶ πιὸ δυνατά:
— Μακάριοι οἱ πεινῶντες καὶ διψῶντες τὴν δικαιοσύνην, ὅτι αὐτοὶ χορτασθήσονται. Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, ὅτι αὐτοὶ ἐλεηθήσονται...
Εἶναι ἀπίστευτο: Στὸ θέατρο, ποὺ πρὶν ἀπὸ λίγο τὸ δονοῦσαν οἱ βλαστήμιες καὶ οἱ ἐμπαιγμοί, ἐπικρατεῖ τώρα νεκρικὴ σιγή. Καὶ μέσα σ᾿ αὐτὴ τὴ σιγὴ κυκλοφοροῦν, σὰν τὶς πασχαλινὲς λαμπάδες ὁλόγυρα στὴν ἐκκλησία, τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ:
— Ὑμεῖς ἐστε τὸ φῶς τοῦ κόσμου... ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν... προσεύχεσθε ὑπὲρ τῶν ἐπηρεαζόντων ὑμᾶς καὶ διωκόντων ὑμᾶς...
Ὁ Ροστόβτσεφ διάβασε ἀργὰ καὶ καθαρὰ ὁλόκληρο τὸ πέμπτο κεφάλαιο τοῦ κατὰ Ματθαῖον εὐαγγελίου, καὶ κανένας δὲν κουνήθηκε, κανένας δὲν διαμαρτυρήθηκε. Μήπως ἡ ἱερόσυλη μεταμόρφωση τοῦ ἠθοποιοῦ εἶχε ἀποκαταστήσει μπροστὰ στὰ μάτια τους — ὅπως, ἄλλωστε, καὶ στοῦ ἴδιου τὰ μάτια — τὴ γκρεμισμένη εἰκόνα τοῦ ζωντανοῦ Κυρίου;...
Στὰ παρασκήνια ἀκούγονταν δυνατοὶ ψιθυρισμοὶ καὶ νευρικοὶ βηματισμοί. Δὲν εἶναι δυνατόν! Θ᾿ ἀστειεύεται ὁ Ροστόβτσεφ! Κάποιο κόλπο σκαρώνει! Νά, τώρα, ὅπου νά ᾿ναι, μ᾿ ἕνα χτύπημα στὰ γόνατα, μὲ δυό του λέξεις, θὰ ξεσηκώσει τὸ κοινό! θὰ τοὺς κάνει νὰ χτυπιοῦνται!...
Μὰ στὴ σκηνὴ ἔγινε κάτι ἀκόμα πιὸ ἀπροσδόκητο, ποὺ ἔκανε ἀργότερα ὁλόκληρη τὴ χώρα νὰ τὸ συζητάει:
Ὁ Ροστόβτσεφ σχημάτισε μ᾿ εὐλαβικὴ ἐπίδεκτικοτητα πάνω στὸ σῶμα του τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, καὶ εἶπε:
- Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου!...
Κάτι ἀκόμα πῆγε νὰ πεῖ, ἀλλὰ τὴ στιγμὴ ἐκείνη κατέβασαν τὴν αὐλαία. Μετὰ ἀπὸ λίγα λεπτά, μιὰ νευρικὴ φωνὴ ἀνακοίνωσε ἀπὸ τὰ μεγάφωνα:
— Λόγω ξαφνικῆς ἀσθένειας τοῦ συντρόφου Ροστόβτσεφ, ἡ σημερινὴ θεατρικὴ παράσταση ματαιώνεται!