Βάδιζε καὶ ἀνάβηθι πρός με εἰς τὸ ὄρος καὶ ἴσθι ἐκεῖ...

Ὀλίγες ἡμέρες ποὺ μείναμε στὸ Σινᾶ, εἶναι ἕνας ἀσήμαντος χρόνος γιὰ ν᾿ ἀνιχνεύσει κανεὶς τὸ μυστικὸ τῆς ἐρήμου, νὰ μαντέψει πὼς εἶναι ἕνας τρόπος ζωῆς κι ὄχι ἕνας τόπος ἡ ἔρημος. Αὐτὴ ἡ ἔσχατη γυμνότητα, ἡ τέλεια ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὶς περισπάσεις καὶ τὴν ἀπατηλότητα τοῦ κόσμου τούτου, εἶναι ἕνα νόημα μυστικό, ποὺ δὲν ἑρμηνεύεται μὲ τὸ λόγο.

Περπατούσαμε τὸ πυρωμένο πρόσωπό της ζητώντας τὶς σπηλιὲς τῶν ἀσκητῶν, τὰ σκόρπια ξωκλήσια κι ὅλη αὐτὴ ἡ νοσταλγική μας ἀνίχνευση ἦταν μία ὁλόψυχη ἐμπειρία κι ὄχι ἁπλῶς ἕνα πενιχρὸ χρονικό, ἀπ᾿ ὅπου ἀπέμειναν οἱ ἐντυπώσεις, καίτοι αὐτὲς μόνο δύνανται τελικῶς νὰ καταγραφοῦν.

Ἐπιλέγω λίγες ἐντυπώσεις ἀπὸ τὴν ἐφετινὴ ἀνάβαση στὴν Ἁγία Κορυφή. Ἦταν μετὰ τὰ μεσάνυχτα, ὅταν ξεκινήσαμε ἀπὸ τὸ μοναστήρι. Πήραμε τὸν ἀνήφορο δρόμο καὶ τὰ γρανιτένια ὄρη ἦσαν γκρίζα στὸ φῶς τῆς πανσελήνου. Τὸ φῶς στὴ διαδρομὴ ἦταν ἐπαρκὲς καὶ οἱ παχιὲς σκιὲς τῶν βραχωδῶν σχηματισμῶν μποροῦσαν ὁπωσδήποτε νὰ λάβουν πολλαπλὲς ἑρμηνεῖες.

Βαδίζαμε κρατώντας τὰ ἀπαραίτητα ὁ καθένας στὸν προσωπικό του σάκο, ἀλλὰ κάποιοι ἀπὸ τὴν ὀλιγομελῆ ὁμάδα ἐπέλεξαν νὰ ἱππεύσουν κάποια ἀπὸ τὰ διατιθέμενα πλοῖα τῆς ἐρήμου. Ἦταν κι ἡ πρώτη μαθητεία γι᾿ αὐτοὺς στὸ ταξίδι μὲ τὴν καμῆλα, μία μαθητεία ὑπομονῆς, καθὼς σὲ λικνίζει ρᾴθυμα στὸ ὕψος τῆς ράχης της.

Τὸ μοναστήρι ἀπόμεινε πίσω μας ν᾿ ἀναπαύεται στὴν πέτρινη κοιλάδα, τὴν Οὐάδι Ἒλ Δέρ, σὰν μέσα σὲ ἀνθρώπινη παλάμη. Κάπου ἐδῶ πρέπει νὰ εἶχε στρατοπεδεύσει ὁ λαὸς τοῦ Ἰσραήλ, τότε ποὺ καρτεροῦσε τὴν ἀποκάλυψη τοῦ Νόμου. Αὐτὸ τὸ γρανιτένιο βουνὸ ποὺ ἀνεβαίνουμε, πρέπει κάποτε νὰ «ἐκαπνίζετο ὅλον, διά τό καταβεβηκέναι τόν Θεόν, ἐπ᾿ αὐτῷ ἐν πυρί»! Ἦταν μιὰ Θεοφάνεια στὰ μέτρα τοῦ σκληροτράχηλου λαοῦ, ὁ συγκλονισμὸς μίας φοβερῆς παρουσίας.

Κοιτάζω γύρω τοὺς ὄγκους τοῦ γρανίτη, τὸν ἀμμουδερὸ δρόμο, ἕνα τοπίο ἀνέγγιχτο ἀπὸ τὸ χρόνο. «Πᾶς ὁ ἁψάμενος τοῦ ὄρους θανάτῳ τελευτήσει... Ἐάν τε κτῆνος ἐάν τε ἄνθρωπος οὐ ζήσεται». Καὶ ξεχώρισε τότε μόνος ὁ Μωυσῆς ν᾿ ἀνέβει στὸ βουνό, νὰ πάρει ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Θεοῦ τὸ Νόμο.

Ὅσο ἀνεβαίνουμε, τὸ βλέμμα ἀγκαλιάζει τὴν ἀτέλειωτη διαδοχὴ τῶν γυμνῶν κορυφῶν, χωρὶς πουθενὰ ἕνα παραμικρὸ ἴχνος ζωῆς καὶ βλάστησης. Εἶναι καὶ μία μεγάλη ἀμμουδερὴ ἔρημος, ποὺ ἀνοίγεται πρὸς τὰ νότια χωρὶς διακοπῆ. Ὁ καμηλιέρης ἐξηγεῖ ὅτι ἀπὸ κεῖ τραβᾶνε οἱ καμῆλες γιὰ τὸ Τόρ, τὴν ἀρχαία Ραϊθῶ.

Σὲ λίγο ὁ «δρόμος» τελειώνει, βλέπουμε τὴν καμῆλα μπροστὰ νὰ σταματάει, νὰ λυγίζει τὰ πόδια καὶ νὰ χαμηλώνει στὴ γῆ, γιὰ ν᾿ ἀπαλλαγεῖ ἀπ᾿ τὸν ἐπιβάτη της. Ἀπὸ ἐδῶ καὶ πέρα θ᾿ ἀνεβοῦμε ὅλοι ἀπὸ τὰ σκαλοπάτια χτισμένα στὸ γρανίτη, κάπου σαράντα λεπτὰ ἀνάβαση.

Τὸ κλιμακωτὸ μονοπάτι σύρεται στὴν πλαγιὰ ἀνάμεσα σὲ πελώριους βράχους μὲ ἀπίθανα σχήματα. Λεῖες, στιλπνὲς ἐπιφάνειες, μὲ παράδοξες καμπυλότητες, ποὺ καὶ ἡ πιὸ τολμηρὴ ὑπερρεαλιστικὴ φαντασία δὲ θὰ μποροῦσε νὰ συλλάβει σὲ τέτοια ποικιλία μορφῶν. Ὡστόσο ἐκτὸς τῆς θέας εἶναι καὶ τὰ σκαλοπάτια, μία μικρὴ δοκιμασία γιὰ τὴν ἀσυνήθιστη ἀντοχή μας. Πάνω ἀπὸ τὰ κεφάλια μας τινάζεται ἕνας ὁλόγυμνος βράχος, εἶναι ἡ Τζέμπελ Μοῦσα, ἡ Ἁγία Κορυφὴ μὲ 2292 μέτρα ὕψος. Σκοπεύουμε νὰ λειτουργηθοῦμε ἐκεῖ καὶ πρέπει νὰ τὰ προλάβουμε ὅλα προτοῦ ψηλώσει ὁ ἥλιος.

Δεξιὰ κι ἀριστερὰ τοῦ μονοπατιοῦ, λίγο χιόνι, ἀπὸ τὶς πρόσφατες καὶ πρωτοφανεῖς γιὰ τὰ τελευταῖα χρόνια χιονοπτώσεις. Πολλὲς πλευρὲς τοῦ βουνοῦ εἶναι ἀόρατες γιὰ τὸν ἥλιο καὶ τὸ χιόνι παραμένει γιὰ καιρό. Τὸ θέαμα, κάτω ἀπὸ τὸ μοναδικὸ φωτισμὸ τῆς πανσελήνου εἶναι μοναδικό. Οἱ Γκεμπελία, οἱ Ροὺμ Βεδουΐνοι, ἔχουν στήσει πρόχειρα καταστήματα γύρω ἀπὸ τὸ μονοπάτι καὶ προσφέρουν ἀναψυκτικά, τσάι καὶ σοκολάτες, πρωτίστως δὲ πέτρες μὲ τὴ φαινομενικὴ ἀπεικόνιση τῆς βάτου καὶ ἄλλες μὲ ὑπέροχους κρυσταλλικοὺς σχηματισμοὺς στὸ κέντρο.

Κάποτε φτάνουμε καὶ στὴν κορυφή, κι ὁ ἄνεμος εἶναι δυνατός, ἡ μόνη κυριαχικὴ παρουσία. Ἤδη περὶ τοὺς ἑκατὸ ὀρειβάτες, ἢ καὶ προσκυνητὲς εὑρίσκονται κουλουριασμένοι σὲ κουβέρτες στὴν νότια πλευρά, ἀπ᾿ ὅπου θὰ θαυμάσουν καλύτερα τὴ σαγηνευτικὴ ἀνατολή. Περπατοῦμε κι ἐμεῖς λοιπὸν στὸ Θεοβάδιστο τόπο, εἶναι ἕνα ρῖγος αὐτὴ ἡ σκέψη. Ταυτοχρόνως κι ἡ θέα εἶναι ἐκπληκτική, ὅσο φτάνει τὸ μάτι, ἡ ἀτέλειωτη διαδοχὴ τῶν γρανιτένιων κορυφῶν. Παλιότερα οἱ ἀσκητὲς ἔστηναν ξύλινους σταυροὺς στὶς κορφές, ἴσως γιὰ νὰ δαμάσουν αὐτὴ τὴ νεκρὴ ἐρημιὰ μὲ τὴ χάρη τοῦ ζωηφόρου ξύλου.

Κοιτάζω τὸ μικρὸ ἐκκλησάκι τῆς Ἁγίας Κορυφῆς μπροστά μας. Εἶναι κι αὐτὸ μία ζωηφόρος παρεμβολὴ στὸ νεκρὸ τοπίο. Ἐδῶ μάλιστα ποὺ βρίσκεται ἔχει καὶ μία ξεχωριστῆ σημασία. Στὸν τόπο ποὺ πραγματοποιήθηκε ἡ Παλαιὰ Διαθήκη τοῦ Θεοῦ μὲ τοὺς ἀνθρώπους, τὸ ἁπλό, πέτρινο αὐτὸ ξωκλῆσι, εἶναι ἡ «μείζων» καὶ τελειοτέρα σκηνή. Αὐτὸ τὸ ἀσήμαντο κτίσμα στὴν κορυφὴ τοῦ Σινᾶ εἶναι ἡ ὑπέρβαση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τὸ πλήρωμα τῶν προσδοκιῶν τοῦ Ἰσραήλ. «Αὗται γάρ εἰσι δύο διαθῆκαι, μίαν μέν ἀπό ὄρους Σινᾶ εἰς δουλείαν γεννῶσα... ἡ δὲ ἄνω Ἱερουσαλήμ ἐλευθέρα ἐστίν, ἥτις ἐστί μήτηρ πάντων ἡμῶν...».

Τὰ κλειδιὰ τοῦ ναοῦ, ποὺ ὁμοιάζει μὲ μικρογραφία τοῦ Μεγάλου Καθολικοῦ τῆς Μονῆς, τὰ ἔχουμε παραλάβει ἀπὸ τὸν Δικαῖο π. Παῦλο, τὴν προηγούμενη, πανηγυρικὴ ἡμέρα. Τρυπώνουμε στὸ ναό, καὶ γλιτώνουμε ἀμέσως ἀπὸ τὸν τσουχτερό, ἀλλὰ καὶ ἀναζωογονητικὸ ἄνεμο. Ὁ δόκιμος μοναχὸς Νικόλαος ἀνάβει τὰ καντήλια καὶ τὸ θυμιατό, ὁ πατὴρ Δαμασκηνὸς προσκυνᾷ καὶ περιεργάζεται τὶς ἁγιογραφίες, ὁ πατὴρ Ἀντίπας ἑτοιμάζεται γιὰ τὴν προσκομιδὴ κι ἐγὼ ὁ ἐλάχιστος γιὰ τὴν ἀνάγνωση. Ἐδῶ, λοιπόν, εἶναι ἡ παρεμβολὴ τῆς ἄνω Ἱερουσαλήμ, τὸ γεγονὸς τῆς ἐλευθερίας μας ἀπὸ τὸ Νόμο.

Ξεκινοῦμε τὸν ὄρθρο, οἱ φωνές μας εἶναι βραχνὲς ἀπὸ τὸ πρωινὸ ἀγιάζι, τὰ βιβλία τῆς ἐκκλησίας παλαιϊκά, φθαρμένα ἀπὸ τὴ χρήση. Ἀναμετρῶ ἀπὸ τὸ μικρὸ παραθυράκι τὴν «εὐλογημένη Βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» καθὼς ὁ παπα-Ἀντίπας τονίζει μὲ συγκίνηση τὶς λέξεις. Αὐτὴ ἡ καινὴ Βασιλεία πάνω στὴν ἔρημη γῆ, εἶναι μία νέα Θεοφάνεια, χωρὶς τὸν καπνὸ καὶ τὴ φλόγα καὶ τὸ σεισμὸ τῆς φοβερῆς παρουσίας.

Καθὼς ψάλλουμε βεβαρυμένοι, ὄχι ἀπὸ τὸν κάματο τῆς ἀναβάσεως, ἀλλ᾿ ἀπὸ τὴν ἐπίγνωση τῆς γύραθεν πνευματικῆς κληρονομιᾶς, ὁ πατὴρ Νεόφυτος ἀφουγκράζεται προσεκτικὰ κι ἄλλη μία φωνὴ νὰ συμψάλλει μαζί μας, ἐκεῖ στὸ παρεκκλήσιο τοῦ Θεόπτη Μωυσῆ. Ἦταν κι αὐτὸς μαζί μας...

Στὴ μείζονα καὶ τελειοτέρα σκηνὴ δὲν εἶναι τὸ θαῦμα ποὺ ἀναγκάζει στὴν πίστη, εἶναι μόνη ἡ ἀγάπη. Ὁ παπα-Ἀντίπας εὐλογεῖ δακρυσμένος τὰ Τίμια Δῶρα: «Τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν...». Εἶναι ἕνας ἁπλός, προσηνὴς Ἁγιορείτης καλόγερος. Κοιτάζω στὸ βορινὸ τοῖχο τὴ μορφὴ τοῦ Μωυσῆ, ἡγέτη τοῦ Ἰσραήλ. Κατέχω καλῶς ὅτι ὁ Ὀρθόδοξος παππούλης εἶναι ἀσύγκριτα πιὸ τιμημένος ἀπὸ τὸν Θεόπτη Μωυσῆ. «Ὅσῳ καὶ κρείττονός ἐστι διαθήκης μεσίτης». Αὐτὴ ἡ ἀνατροπὴ τῶν πραγμάτων, οἱ πρῶτοι ἔσχατοι κι οἱ ἔσχατοι πρῶτοι, αὐτὴ ἡ καινὴ Βασιλεία, ποὺ βρίσκει τὴν πραγμάτωσή της τούτη τὴν ὥρα στὴν κορυφὴ τοῦ Σινᾶ, στὴν Καινὴ Διαθήκη ἐν τῷ αἵματι τοῦ Χριστοῦ, μὲ τὸν παπα-Ἀντίπα στὴ θέση τοῦ Μωυσῆ κι ἐμᾶς ὅλους θεόπτες...

Μετὰ τὴν Κοινωνία, μέσα ἀπὸ τὶς γύρω κορυφὲς ποὺ ἐπὶ μισὴ ὥρα ντύνονται ἕνα στεφάνι φῶς πορφυρό, ὁ ἥλιος προβάλλει, ἕνας πελώριος, κατακόκκινος δίσκος. Τὰ μάτια εἶναι κι αὐτὰ ἀσυνήθιστα στὰ «σκληρά» χρώματα τῆς ἐρήμου, σὲ αὐτὸ τὸ πορφυρὸ τῆς ἀνατολῆς καὶ τῆς δύσεως, τὸ βαθὺ κυανὸ τοῦ οὐρανοῦ, τὸ δυνατὸ χρῶμα τῆς πέτρας καὶ τῆς ἄμμου. Θά ῾λεγες, πὼς εἶναι μία ἄλλη ποιότητα αἰσθητικῆς, ἐντελῶς ἀσκητικὴ κι αὐτή, ἐλάχιστα τερπνὴ γιὰ τὶς αἰσθήσεις.

Στὴν ἀπόλυση, ἔρχονται κι ἄλλοι Ὀρθόδοξοι, Ῥῶσοι ἱερεῖς καὶ λαϊκοί, προσκυνοῦν εὐλαβικῶς καὶ παίρνουν ἀντίδωρο ἀπ᾿ τὸ παπαδοχέρι. Ἔξω ὁ ἥλιος ψήλωσε, πυρώνει τὸ βράχο, λούζει στὸ φῶς τὴν ἔρημη χώρα. Κλειδώνουμε καὶ κατερχόμαστε ἀγαλλόμενοι ἀπ᾿ τὰ χιλιάδες σκαλοπάτια...

Διασκευή, τὸ ταξίδι στὴν Ἁγία Αἰκατερίνη Σινᾶ, 25 Νοεμβρίου 2003 (π.ἡ.)