(Ἡ μακαριστὴ πρεσβυτέρα † Θεοδώρα Καλύβα-Σαράντου μετέστη εἰς τὴν ἄλλη ζωὴ - 27-9-1977 - ὕστερα ἀπὸ τραγικὸ θάνατο ποὺ εἶχε σὲ αὐτοκινητικὸ δυστύχημα. Ὅσοι τὴν εἶχαν γνωρίσει βεβαιώνουν ὅτι ἦταν μιὰ ἐκλεκτὴ ψυχή, μὲ ἔντονη πνευματικὴ ζωή. Ὁταν ἐκοιμήθη, ἄφησε τὸν ἱερέα Σαράντη Σαράντο ἐν χηρείᾳ μὲ τέσσερα ἀνήλικα παιδιὰ μικρῆς ἡλικίας. Στὸ ἄρθρο της ποὺ ἀκολουθεῖ - τὸ ὁποῖο δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ «Ἐνορία» στὶς 1-12-1972 - δείχνει πῶς μπορεῖ σήμερα μιὰ πρεσβυτέρα νὰ σταθεῖ στὸ πλευρὸ τοῦ συζύγου της ἱερέως καὶ ταυτόχρονα νὰ διακονήσει τὴν οἰκογένειά της καὶ τὴν εὐρύτερη οἰκογένεια τῆς ἐνορίας. Τέλος, ἀναφέρουμε ὅτι ἦταν Θεολόγος καθηγήτρια, διορισμένη στὴ Μέση Ἐκπαίδευση. Ἂς εἶναι αἰωνία ἡ μνήμη της.)
Ἕνας ἀπὸ τοὺς ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας εἶπε: «Ἂν στὸ δρόμο μου συναντήσω ἕναν ἄγγελο καὶ ἕναν ἱερέα, θὰ σκύψω νὰ φιλήσω τὸ χέρι τοῦ ἱερέως πρῶτα καὶ ὕστερα θὰ προσκυνήσω τὸν ἄγγελο».
Αὐτὴ ἡ σκέψη πράγματι κρύβει τὴν μεγαλύτερη ἀλήθεια, γιατὶ ὁ ἱερεὺς εἶναι ἡ ὁρατὴ παρουσία τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο μας, εἶναι ὁ Χριστὸς σαρκωμένος, ὁ Λυτρωτής, ὁ θριαμβευτὴς Κύριος ἀνάμεσά μας.
Ἐμεῖς οἱ πρεσβυτέρες δὲν συναντᾶμε στὸ δρόμο μας τὸν ἱερέα. Οὔτε μόνον στὴν Ἐκκλησία. Γιὰ μᾶς ὁ ἱερεὺς εἶναι ὁ σύζυγός μας. Ζοῦμε τὴν πιὸ πλούσια εὐλογία, τὴν πιὸ χαρισματικὴ ζωή, κι ἂς τὸ ἔχουμε συνηθίσει λιγώτερο ἢ περισσότερο. Ἐμεῖς οἱ πρεσβυτέρες εἴμαστε ἕνα μέλος τῆς ὑπάρξεως τοῦ συζύγου μας-ἱερέως, ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστῶν του καὶ σὰρξ ἐκ τῆς σαρκός του. Ὁ Κύριος μὲ τὸ μέγα μυστήριο τοῦ γάμου μᾶς ἕνωσε μυστηριακὰ μὲ τὸν ἱερέα σὲ μιὰ ἁγία, τελεία, δυνατὴ ἑνότητα. Μαζὶ μὲ τὸν ἱερέα ζοῦμε, συζητοῦμε, ἀντιμετωπίζουμε ἀρκετὲς ποιμαντικὲς μέριμνες. Μὰ τὸ κυριώτερο, δεχόμαστε τὴν θεία χάρι, ἀκατάπαυστα, ποὺ ἄφθονα δίδεται στὴν κτίσι ὁλόκληρη γιὰ νὰ τὴν μεταμορφώσῃ καὶ νὰ τὴν θεώσῃ.
Ὁ γάμος ὁ δικός μας εἶναι, θὰ λέγαμε, εἰς τὸ ἔπακρον καὶ συνεχῶς θεανθρώπινος, ἀφοῦ ὁ σύζυγός μας καὶ ἐμεῖς φέρνουμε τὸν Χριστὸ μέσα μας, ἐφ᾿ ὅσον εἴμαστε Χριστοφόροι. Ὁ γάμος μας ἀκόμα εἰκονίζει τὴν ἁγία Τριάδα: ὁ Κύριος, ὁ πρεσβύτερος καὶ ἡ πρεσβυτέρα. Νά τὸ πιὸ ἁπλό, ἀλλὰ συνάμα καὶ τὸ πιὸ παντοδύναμο καὶ πανευφρόσυνο γεγονὸς γιὰ μᾶς, ποὺ καταξιώνει τὴν φτωχὴ καὶ πεπερασμένη μας ψυχή, τὴν μικρή μας ζωή.
Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ σύζυγός μας ἱερεὺς μετέχει στὸ θαῦμα τῆς ἱερωσύνης τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ σὺ καὶ ἐγώ, ἀδελφὴ πρεσβυτέρα, συμμετέχουμε στὴν ἱερωσύνη τοῦ Κυρίου μας μὲ τὸ μυστήριο τοῦ γάμου. Ἀσύγκριτη ἡ τιμὴ αὐτὴ γιὰ μᾶς ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἔρρευσαν τὰ φαῦλα. Ἡ μητέρα μας ἡ Εὔα ἔφερε τὴν ἀπώλεια στὸν βασιλέα ὅλης τῆς κτίσεως τὸν Ἀδάμ, τὸν σύζυγό της. Ἐμεῖς οἱ πρεσβυτέρες συμμέτοχες στὴν ἱερωσύνη τοῦ συζύγου μας καὶ στὸ σταυρὸ τοῦ παπᾶ μας, ἀγωνιζόμαστε νὰ γίνουμε ἅγιες, πανάγιες, μὲ τὴν ἄσκησι, τὴν προσευχή, τὴν σιωπή, τὰ ἄλλα μυστήρια, καὶ τὴν λατρεία, μὲ τὴν εὐλογημένη τεκνογονία, τὸ πιὸ ἀσφαλὲς μέσον σωτηρίας. Ἔτσι ἐλπίζουμε θείᾳ χάριτι καὶ κρείττω.
Ὁ σύζυγός μας δὲν εἶναι ὁ Γιῶργος ἢ ὁ Γιάννης, ἀλλὰ ὁ πατὴρ Γεώργιος ἢ ὁ πατὴρ Ἰωάννης. Ἀποτελεῖ μετὰ ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπό μας τὸ κέντρον τῶν πιστῶν, τὸν ποιμένα τῶν λογικῶν προβάτων, τοῦ ἐκλεκτοῦ λαοῦ τῆς Ἐκκλησίας μας, ποὺ πορεύεται στὴν σωτηρία, στὴν λύτρωσι. Αὐτός, ὁ σύζυγός μας εἶναι ἕνας ἄνθρωπος τραγικός, ὄχι μὲ τὴν κοσμικὴ ἔννοια βέβαια. Εἶναι δηλαδὴ ὁ πιὸ χαρούμενος ἄνθρωπος, ὅταν λειτουργῇ, ὅταν ἁγιάζῃ τὸν περιούσιο λαὸ τοῦ Θεοῦ μὲ τὰ μυστήρια καὶ μὲ τὸν θεῖο λόγο ποὺ ἔχει τὴν δύναμι νὰ ἀναστήσῃ τὶς νεκρὲς ψυχές. Ὁ ἱερεὺς-σύζυγός μας εἶναι καὶ ὁ πιὸ θλιμμένος ἄνθρωπος γιατὶ ἀναλογίζεται, βλέπει, ζῇ καὶ αἰσθάνεται συνέχεια πόσο μικρὸς εἶναι μπροστὰ στὸν ἄπειρο Κύριο τῆς δόξης, πόσο φτωχὸς μπροστὰ στὸν Πλούσιο ἐν ἐλέει, καὶ οἰκτιρμοῖς, πόσο «γῆ καὶ σποδὸς» μπροστὰ στὴ θεία μεγαλειότητα, στὴν ἄρρητη σοφία καὶ ἀγάπη τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ.
Πόσες φορὲς δὲν τὸν βλέπουμε νὰ γυρίζῃ στὸ σπίτι πονεμένος κατάκαρδα γιὰ τὰ συντρίμματα τῶν ψυχῶν ποὺ συνήντησε τὴν ἡμέρα, γιὰ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν ψυχρότητα ποὺ πιέζει τὶς ταλαίπωρες ὑπάρξεις, τὶς δέσμιες μέσα στὸν δύστυχο «προοδευμένο» πολιτισμό μας.
Ὁ ἱερεύς μας ἀκόμη μοιάζει μὲ τὸν θεόπτη Μωϋσῆ ποὺ ἀνεβασμένος στὸ ὄρος Σινᾶ ἄκουγε τὶς βροντές, ἐτυφλώνετο ἀπὸ τὶς ἀστραπὲς τῆς θείας μεγαλειότητος καὶ ἐκρύβετο μέσα στὸ σύννεφο τῆς θείας παρουσίας. Ποτὲ δὲν εἶδε ὅμως τὸ θεῖο πρόσωπο. Γιατὶ «οὐδεὶς ὄψεται τὸ πρόσωπόν μου καὶ ζήσεται», λέγει Κύριος Παντοκράτωρ. Καὶ ὁ ἱερεὺς σύζυγός μας ἀτενίζει καὶ ἀγγίζει φρικωδεστέραν θυσίαν καὶ θαῦμα, ἀσυγκρίτως ἐκπληκτικόν, καθὼς λέγει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. Ὡστόσο τὰ μάτια τῆς ψυχῆς του βλέπουν μέρος τῆς θείας δόξης. Ἡ καρδιά του κλείνει μέρος τῆς ἀπείρου Ἀγάπης καὶ ὁ νοῦς του ἀγωνίζεται νὰ χωρέσῃ μιὰ σταγόνα ἀπὸ τὴ θεία σοφία.
Δίπλα σ᾿ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο, ἤ, ἂς τὸ ποῦμε καλύτερα, πλάϊ στὸν ἱερέα της τί πρέπει νὰ αἰσθάνεται ἡ πρεσβυτέρα; Πῶς πρέπει νὰ ζῇ;
Ἡ γυναῖκα γενικὰ δίπλα στον ἄνδρα παίζει βασικὸ ρόλο. Εἶναι προωρισμένη νὰ γίνεται ὁ ἀρχιτέκτων τῆς συζυγικῆς γαλήνης, νὰ σφογγίζῃ τὸν ἱδρῶτα τοῦ προσώπου τοῦ ἀνδρός της, νὰ κάμνῃ ἀνάλαφρη ἀπὸ τὸν ἀγῶνα καὶ τὴν ἀγωνία καὶ τὸν μόχθο, τὴ ζωή του. Εἶναι τὸ μικρὸ λυχνάρι ποὺ φωτίζει τὸ διάβα τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἀγαπᾷ. Ἡ μητέρα καὶ σύζυγος γίνεται ἡ σιωπηλὴ θυσία ποὺ ἐπάνω της θὰ ἀκουμβήσουν καὶ θὰ ριζώσουν τὰ ἀγαπητά της πρόσωπα, γιὰ νὰ στερεώσουν καὶ νὰ ἐπιτύχουν στὴ ζωή.
Μπορεῖ βέβαια ἡ ἱστορία νὰ διαστίζεται ἀπὸ ὀνόματα ἀνδρῶν, πίσω ὅμως ἀπὸ αὐτοὺς κάποια γυναῖκα, κάποια μητέρα ἔπαιξε τὸν ρόλο της, ἔγινε ὁ σμιλευτής του. Μοιάζει ἡ γυναῖκα μὲ τὸ ὑπόγειο καὶ ἀθόρυβο ἐκεῖνο ρυάκι ποὺ ἐνῶ δὲν φαίνεται, μεταβάλλει τὸν τόπο σὲ ζωογόνο, δροσερό. Ἐκεῖ ἀκριβῶς ποὺ φυτρώνουν οἱ μεγάλες βελανιδιές, οἱ μεγάλοι ἄνδρες.
Ἔτσι λοιπὸν ἡ πρεσβυτέρα θὰ εἶναι ἡ τέλεια νοικοκυρά, ἡ ἀφωσιωμένη σύζυγος, ἡ καλὴ μητέρα, ἀλλὰ ὁ νοῦς της καὶ ἡ καρδιά της πρέπει νὰ συν-αρπάζωνται ἀπὸ τὸ ἱλαρὸν Φῶς τῆς θείας ἁγίας δόξης.
Καὶ τὰ ὅπλα τῆς πρεσβυτέρας;
Ἡ πίστις. Νὰ τὸ πρῶτο της ὅπλο. Ξέρουμε πὼς μποροῦμε μὲ ἕνα καὶ μόνο κόκκο σιναπιοῦ πίστεως νὰ μετακινήσουμε ὄρη. Ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ ἀσκητὴς θέλησε νὰ δείξῃ τὴν τεράστια δύναμι αὐτοῦ τοῦ λόγου τοῦ Κυρίου γιὰ τὴν προσευχή. Μὲ τὴν προσευχή του πράγματι ἐκίνησε ὁλόκληρο βουνό. Κι ὅμως δὲν εἶναι μεγάλο κατόρθωμα, γιατὶ μέσα μας ὑπάρχουν μεγαλύτερα βουνά. Πῶς νὰ τὰ βγάλουμε πέρα π.χ. μὲ τὸ λίγο μισθὸ τοῦ συζύγου μας ἱερέως καὶ νὰ ἀνταποκριθοῦμε στὶς ἀνάγκες τῆς μεγάλης μας οἰκογενείας; Νὰ τὸ βουνό. Πίστις τυφλή, ἢ σωστότερα ζωντανὴ στὸν Κύριό μας θὰ φέρῃ τὸ πιὸ αἴσιο, τὸ πιὸ συμφέρον ἀποτέλεσμα.
Ἀλλοίμονο ἐπίσης ἂν ἡ πρεσβυτέρα, ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς τῆς χάριτος, δὲν καλλιεργεῖ μέσα της τὴν ἐλπίδα τῆς μελλούσης ζωῆς κοντὰ στὸν Κύριο μετὰ τῆς Θεοτόκου καὶ τῶν ἁγίων μας. Ἡ πρεσβυτέρα εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ λιώνει μὲ τὴν ἁγία ἐλπίδα τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν καὶ διαδίδει τὴν ἐλπίδα αὐτὴ στὶς ψυχὲς ποὺ τὴν πλησιάζουν. Καὶ αὐτὴ ἡ ἐλπίδα ἀνάβει μέσα της καὶ γύρω της τὴν ἀγάπη ποὺ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Τὴν ἀγάπη στὰ παιδιά της, στὸν ἱερέα της, στὴν ἐνορία τοῦ ἱερέως της, σὲ κάθε ψυχή, σὲ κάθε παιδὶ τοῦ Θεοῦ ποὺ θὰ χτυπήσῃ τὴν πόρτα της. Ἡ ἀγάπη της ἡ πρώτη, ἡ μοναδική, δηλαδὴ ἡ ξεχωριστή, ἡ βαθύτερη εἶναι ὁ Χριστός, ποὺ ἐσαρκώθη, ἐσταυρώθη καὶ ἀνεστήθη γιὰ μᾶς, γιὰ νὰ βροῦμε τὸν γλυκύτατο παράδεισο ἀνοικτό, γιὰ νὰ γίνουμε παιδιὰ τοῦ Θεοῦ καὶ πάλι.
Αὐτὴν τὴν ἀγάπη εἶχαν ὅλες οἱ χριστιανὲς μητέρες καὶ γι᾿ αὐτὸ ἀνέδειξαν ἁγίους στὴν Ἐκκλησία μας. Ἡ ἁγία Μόνικα, ἡ μητέρα τοῦ πρώην ἁμαρτωλοῦ καὶ ἀτίθασου Αὐγουστίνου, τέτοια ἀγάπη εἶχε στὸν Κύριο. Ὕψωνε τὴν καρδιά της σὲ προσευχὴ χρόνια ὁλόκληρα ἕως ὅτου ἔδωσε ὁ Κύριος τὴν σωτηρία στὸ παιδί της καὶ τὸν ἀνέδειξε ἅγιον Αὐγουστῖνο. Ἡ Ἀνθοῦσα, ἡ Νόνα καὶ ἡ Ἐμμέλεια γι᾿ αὐτὸ ἔβγαλαν ἅγια παιδιά, τοὺς ἁγίους τρεῖς Ἱεράρχας. Φλογερὴ ἀγάπη στὸν Χριστὸ μὲ ἀσίγαστη προσευχή, νὰ ἡ καρδιὰ τῆς ἁγίας μητέρας ποὺ ζῇ τὸν Χριστό, ἐν Χριστῷ. Δικαιολογημένα καὶ ὁ εἰδωλολάτρης Λιβάνιος τὶς ἐθαύμαζε: «Βαβαί, οἷαι παρὰ χριστιανοῖς γυναῖκες εἰσίν!» ἔλεγε. Τέτοιες ἦσαν καὶ οἱ μητέρες πολλῶν ἄλλων ἁγίων.
Ὅσο μάλιστα θὰ φουντώνῃ μέσα της ἡ θεία ἁγάπη, τόσο πιὸ ταπεινὴ θὰ γίνεται ἡ πρεσβυτέρα. Ἂν ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σῦρος, ὁ πρύτανις τῶν μυστικῶν πατέρων, ἐθεωροῦσε τὸν ἑαυτόν του κατώτερον «πάσης τῆς κτίσεως», πιὰ γνώμη θὰ ἔχει γιὰ τὸν ἑαυτό της ἡ παπαδιά; Τὸ πολυτιμώτερο στολίδι της εἶναι ἡ βαθειά, ἡ ἄκρα ταπεινοφροσύνη. Ἀθόρυβη, σιωπηλή, χωρὶς νὰ ἀπαιτεῖ ποτὲ διακρίσεις, ἢ ἀνέσεις ζῇ μυστικὰ στὴν καρδιά της τὸν οὐράνιο Νυμφίο, τὸν Χριστό. Μὲ ὑπομονὴ ἀντιμετωπίζει τὰ ποικίλα προβλήματα τῆς οίκογενείας της. Προσπαθεῖ νὰ ἀνακουφίζῃ τὸν ἱερέα της μὲ τὴν ὑπακοή της καὶ νὰ προσφέρῃ ἀνάπαυσι καὶ ἠρεμία στὴν εὐαίσθητη ἱερατικὴ ψυχὴ ποὺ ἀγωνίζεται νὰ ἁρπάξῃ τὶς ψυχὲς ἀπὸ τοῦτο τὸν κόσμο καὶ νὰ τὶς φέρη κοντὰ στὸ Θεό, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος.
Ἡ πρεσβυτέρα θέλει νὰ συμμορφώνῃ τὸν ἑαυτό της σύμφωνα μὲ τὸν γυναικεῖο χαρακτῆρα, ὅπως ὁ θεῖος Παῦλος τὸν θέλει: «Ὡσαύτως γυναῖκας σεμνάς, μὴ διαβόλους, νηφαλίους, πιστὰς ἐν πᾶσι», γράφει στὴν ἐπιστολή του πρὸς Τιμόθεον. Χαίρεται ἐπίσης ἡ πρεσβυτέρα ὅταν διαβάζη στὴν πρώτη ἐπιστολὴ τοῦ ἀποστόλου Πέτρου: «ὁμοίως γυναῖκες ὑποτασσόμεναι τοῖς ἰδίοις ἀνδράσι, ἵνα καὶ εἴ τινες ἀπειθοῦσι τῷ λόγῳ, διὰ τῆς τῶν γυναικῶν ἀναστροφῆς ἄνευ λόγου κερδηθήσονται, ἐποπτεύσαντες τὴν ἐν φόβῳ ἁγνὴν ἀναστροφὴν ὑμῶν». Μὲ ἄλλα λόγια ἡ σιωπὴ τῆς συνετῆς καὶ σεμνῆς γυναίκας μπορεῖ νὰ μαλακώση τὸν σκληρὸ ἀνδρικὸ χαρακτῆρα. Καὶ συνεχίζει ὁ ἅγιος Ἀπόστολος Πέτρος: «ὧν ἔστω οὐχ ὁ ἔξωθεν ἐμπλοκῆς τριχῶν καὶ περιθέσεως χρυσίων ἢ ἐνδύσεως ἱματίων κόσμος, ἀλλ᾿ ὁ κρυπτὸς τῆς καρδίας ἄνθρωπος ἐν τῷ ἀφθάρτῳ τοῦ πρᾳέως καὶ ἡσυχίου πνεύματος, ὃ ἐστιν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ πολυτελές».
Ὄχι λοιπὸν ἡ ἐξωτερικὴ πολυτέλεια, τὰ ποικίλα χτενίσματα, ἀλλὰ ὁ κρυπτὸς τῆς καρδιᾶς, ὁ μυστικὸς ἄνθρωπος ἀποδεικνύει τὴν ἀξία τῆς γυναῖκας. Πόσο σύμφωνα δὲν εἶναι ὅλα αὐτὰ μὲ τὴν ὑψηλὴ ζωὴ ποὺ καθημερινῶς ἀξιώνεται νὰ βλέπη διὰ τοῦ ἱερέως της ἡ πρεσβυτέρα;
Ἡ ἁγία Ναταλία, τὴν μνήμη τῆς ὁποίας ἑορτάζουμε στὶς 26 Αὐγούστου, μὲ τὶς ἱερὲς προσλαλιές της, τὶς νουθεσίες της, τὶς ἀκούραστες προσευχές της, σὰν ἄλλη, Νέα Εὔα, ἔφερε τὸν σύζυγό της Ἀνδριανὸ κοντὰ στὸν Χριστό. Ἡ Ἐκκλησία μας καὶ τοὺς δύο τοὺς τιμᾶ ὡς Ἁγίους. Νὰ τί κατόρθωσε ἡ σύζυγος διὰ τῆς Χάριτος! Καὶ πόσες ἄλλες γυναῖκες δὲν κατόρθωσαν νὰ ὁδηγήσουν ὅλη τους τὴν οἰκογένεια στὸν Παράδεισο!
Δὲν θὰ ζηλέψη καὶ ἡ πρεσβυτέρα αὐτὰ τὰ ἅγια φωτεινὰ παραδείγματα;
Καὶ εἶναι γεγονὸς ὅτι πρεσβυτέρες ἅγιες στήριξαν μετρίους κληρικούς. Ἐνῶ τὸ ἔργο λαμπρῶν πρεσβυτέρων ἐναυάγησε, τοὐλάχιστο ἔτσι ἐφάνη, ὅταν οἱ πρεσβυτέρες εἶχαν τὸ νοῦ τους... μακρὰν τοῦ Χριστοῦ... στὶς ἀνέσεις, στὶς διασκεδάσεις τοῦ κόσμου τούτου, «τοῦ ὁποίου τὸ σχῆμα παράγεται καὶ ἡ ἐπιθυμία αὐτοῦ». Ἔτσι ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κρονστάνδης π.χ. ἅγιος τῶν τελευταίων χρόνων στὴ Ρωσία, ἐπρόκοψε καὶ ἁγίασε καὶ ἐπειδὴ εἶχε καλὴ πρεσβυτέρα.
Ὁ Virgil Georgiou, Ρουμάνος λογοτέχνης, ποὺ ἔγινε ἱερεὺς καὶ ζῇ στὸ Παρίσι, μᾶς ἀποθεώνει τὸν πατέρα του ἱερέα π. Κωνσταντῖνο στὸ βιβλίο του «Ἀπὸ τὴν 25η ὥρα στὴν αἰωνία ὥρα». Νὰ ὅμως καὶ λίγες περίφημες γραμμὲς γιὰ τὴ μαμὰ -πρεσβυτέρα: «Ἡ μητέρα μου ἦταν φτιασμένη ἀτόφια ἀπὸ αὐστηρὴ πάστα. Καὶ ἐπειδὴ ἡ ζωὴ δὲν εἶναι δυνατὴ στὴν κατάσταση αὐτὴ τῆς ἀπόλυτης καθαρότητος, ἡ μητέρα μου κατέφευγε στὸν κόσμο τῆς προσευχῆς καὶ τῆς ποιήσεως. Ὑψωνόταν στὸν οὐρανὸ μὲ τὴν κλίμακα τῆς πίστεως, μιᾶς πίστεως καθαρῆς καὶ τελείας σὰν τὴν μεταξένια κλωστή. Ἡ μητέρα μου ἔγραφε προσευχές, ἀκαθίστους ὕμνους καὶ ἱκεσίες μὲ φλογερὴ καὶ οὐράνια ὀμορφιά. Ἡ καρδιά της ἦταν θυσιαστήριον «ἐν ᾧ καὶ ἐξ οὗ εὐχαὶ καθαραὶ προσφέρονται τῷ πανυψίστῳ Θεῷ». Τὶς χειμωνιάτικες νύχτες, ὅταν τὸ χιόνι μεταμόρφωνε τὰ βουνά μας σὲ μιὰ κόλασι λευκῶν φλογῶν, ἡ μητέρα μου ἔβαζε ἀναμμένες λάμπες σὲ ὅλα τὰ παράθυρα μὲ τὴ σκέψι μήπως ὑπάρχουν κάποιοι δυστυχισμένοι ταξιδιῶτες ποὺ τοὺς βρῆκε στὸ δρόμο ὁ ἄσχημος καιρός. Καὶ ὅλη τὴ νύχτα ἔγραφε γι᾿ αὐτοὺς περίφημες προσευχές, γιὰ νὰ τοὺς σώση ἀπὸ τὸν θάνατο. Προσευχόταν ἐπίσης κάποιες ἄνοιξες γιὰ τὰ μπουμπούκια καὶ τὰ ἄνθη τῆς κερασιᾶς ποὺ ἄνοιγαν πολὺ ἐνωρὶς καὶ ἔπεφταν κάτω παγωμένα σὰν παιδιὰ ποὺ γεννήθηκαν καὶ πέθαναν πρόωρα».
Ἀλήθεια, πόσο πλατειὰ θὰ πρέπει νὰ εἶναι ἡ καρδιὰ τῆς πρεσβυτέρας! Ναί, ἀπέραντη γιὰ νὰ ἀγκαλιάζη τοὺς ἐνορίτες τοῦ συζύγου της - τὰ παιδιά του - τὸ ἐν Χριστῷ ποίμνιό του μὲ ὅλους τοὺς καϋμούς τους. Καὶ νὰ προσεύχεται μὲ θέρμη γι᾿ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν πλέον ἀναφαίρετα δεθῆ μὲ τὸν ποιμένα καὶ πατέρα τους ἱερέα. Νὰ εἶναι γι᾿ αὐτοὺς ἡ «μητερούλα», ὅπως λέγουν οἱ Ρῶσσοι τὴν πρεσβυτέρα, γιὰ νὰ συμπληρώνη τὸ ἁγιαστικὸ τοῦ ἱερέως ἔργον μὲ τῆς καλωσύνης της τὴ δροσιά.
Ἀφάνταστη καὶ ἀνυπολόγιστη εἶναι ἡ θλῖψις τοῦ ἱερέως νὰ βλέπη τὴν πρεσβυτέρα του ἀσύμφωνη καὶ ψυχρή, μὲ σβησμένη τὴν φλόγα τῆς πίστεώς της νὰ ἀκολουθῆ τὴ ματαιότητα τοῦ κόσμου τούτου.
Ἐνῶ ἡ πρεσβυτέρα ποὺ ζῆ μέσα στὴν Ἐκκλησία μας μὲ τὰ ἅγια μυστήρια, τὴν Ἐξομολόγηση καὶ τὴν Θεία Εὐχαριστία, ζεῖ ἀπὸ αὐτὴν τὴν ζωὴ τὴν γλυκιὰ μακαριότητα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ στὴν ψυχή της. Ὁ Χριστὸς γίνεται ἡ πνοή της, ἡ εὐτυχία της. Ὅταν μελετᾶ τὴν Ἁγία Γραφὴ ἢ τοὺς βίους τῶν Ἁγίων ἢ τὰ θαύματα τῆς κυρίας Θεοτόκου μαγεύεται κυριολεκτικὰ καὶ ζεῖ στὸν γνήσιο καὶ ὁλοφώτεινο χῶρο τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἡ καλὴ πρεσβυτέρα ξέρει νὰ σηκώνη τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ ἀδιάκοπα καὶ νὰ δροσίζεται ἀπὸ τὴ χάρι ποὺ φέρει ὀ σύζυγός της ἱερεύς. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης παρηγορεῖ θαυμάσια καὶ οἰκοδομεῖ τὶς ψυχές μας λέγοντας ὅτι σ᾿ ὅλη μας τὴ ζωὴ θὰ ἀκολουθοῦμε ὄπισθεν τὸν Κύριο. Αὐτὴ ἡ ἀκολουθία εἶναι ἡ πιὸ τιμητική. Ὀπίσω Του. Μόνο στὴν ἄλλη ζωὴ θὰ δοῦμε τὸν Κύριο ἐνώπιοι Ἐνωπίῳ, ὅταν θὰ ἔχη ἐλαφρυνθῆ ἡ ὕπαρξίς μας ἀπὸ τὸ βάρος τοῦ φθαρτοῦ τούτου σώματος, ὅταν ἡ ψυχή μας θὰ ἔχει ἑνωθῆ μὲ τὸ ἄφθαρτο καὶ καθαρισμένο σῶμα μας κατὰ τὴ Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου. Ὅταν θὰ ἠχήση ἡ σάλπιγξ καὶ ὅταν οἱ νεκροὶ «ἐγερθήσονται πρῶτον».
Στὸ ἁγιολόγιο τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας μας ὑπάρχει ἡ Ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία. Μεγάλη ἁμαρτωλὴ πρὶν μετανοήσῃ. Ὅταν ὅμως τὴν ἐπισκέπτεται ἡ θεία Χάρις καὶ κρούει τὴν θύρα τῆς ψυχῆς της, ἀδίστακτα προσφέρει ὅλα της τὰ κάλλη στὸν οὐράνιο Νυμφίο Χριστό, ὅλη της τὴν μετάνοια σ᾿ Αὐτόν, ὅλα της τὰ δάκρυα γιὰ νὰ ξεπλύνη τὶς χρόνιες ἁμαρτίες της. Μόνιμος «ἐραστής της» ὁ Χριστὸς πλέον. Ἄλλου εἴδους ἡ ἀγάπη αὐτή. Ζέουσα, ἁπλή, βαθειά, γλυκειά. Ἀξιοζήλευτη ἡ ἀγάπη αὐτὴ πρὸς τὸν Κύριο τῆς Ἁγίας καὶ γιὰ τὴν πρεσβυτέρα.
Ὁ ἐπίλογός μας ἀφιερώνεται στὴν Κυρία Θεοτόκο, τὴν «ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ», ἡ ὁποία συμμετέχει στὴν ἱερωσύνη τοῦ Κυρίου μας διὰ τῆς μητρότητός της. Αὐτὴ ἔδωσε τὴν ἁγνὴ σάρκα της καὶ τὸ ζωογόνο αἷμα της ἐκ τοῦ ὁποίου «ἐποιήθη καὶ ὑφάνθη» ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ἡ πανακήρατος σὰρξ τοῦ Κυρίου μας. Καὶ ἐμεῖς συμμετέχουμε στὴν ἱερωσύνη τοῦ Κυρίου μας διὰ τοῦ γάμου μας μὲ τὸν λειτουργὸ τοῦ Ὑψίστου. Μακάρι δι᾿ εὐχῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου ἡ ψυχή μας νὰ γίνεται Θεοτόκος καὶ νὰ ζῆ μέσα της ὁ Χριστός.
Ἂν ζοῦμε πάντοτε «ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ» μὲ τὰ Μυστήρια, μὲ τὴν ἁγία παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας μας, θὰ καταλαβαίνουμε ὅλο καὶ πιὸ πολὺ «σὺν πᾶσι τοῖς ἁγίοις», «Χάριτι Θεοῦ», «Τί τὸ πλάτος καὶ μῆκος καὶ βάθος καὶ ὕψος» τῆς θείας ἀγάπης, τῶν Μυστηρίων τοῦ Θεοῦ. Τότε θὰ ζοῦμε καὶ θὰ ἀκτινοβολοῦμε τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ γύρω μας. Θὰ πιστεύουμε, θὰ ἐλπίζουμε καὶ θὰ νοσταλγοῦμε δυνατὰ τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Τότε, φυσικά, ἂν καὶ θὰ αἰσθανώμαστε «ὅτι ἀχρεῖοι δοῦλοὶ ἐσμεν», ὡστόσο θὰ ἀναμένουμε «τὸν τῆς δικαιοσύνης στέφανον», «ἀμέτρῳ ἐλέει» καὶ «ἀφάτῳ φιλανθρωπίᾳ» τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ καὶ θὰ ἐπιποθοῦμε νὰ ζήσουμε στοὺς θείους γάμους τῆς ψυχῆς μας μὲ τὸν «Ποθούμενον Νυμφίον» πρᾶγμα τὸ ὁποῖον εἶναι δῶρο τῆς ἁγίας καὶ Προσκυνητῆς Τριάδος.
Μακάρι ὁ Κύριος νὰ μᾶς ἀξιώσῃ. Σωθείημεν... σωθείημεν. Ἀμήν.