Θυμήσου τὸν Θεὸ ὅτι εἶναι παρὼν καὶ σὲ προσέχει, καὶ ὅ,τι ἔχεις στὴν καρδιά σου,
εἶναι φανερὸ μπροστά Του. Πὲς λοιπὸν στὴν ψυχήν σου. Ἂν φοβᾶσαι ὅμοιούς σου ἀνθρώπους
ἁμαρτωλοὺς νὰ μὴ δοῦν τὶς ἁμαρτίες σου, πόσον μᾶλλον τὸν Θεὸ ποὺ τὰ βλέπει ὅλα;
Καὶ ἀπὸ αὐτὸ φανερώνεται ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ στὴν ψυχήν σου.
Καὶ ἂν μείνεις μαζί του μένεις ἀκίνητος ὡς πρὸς τὰ πάθη, ὅπως εἶναι γραμμένο «ὅσοι
στηρίζονται στὸν Κύριον εἶναι σὰν τὸ Ὄρος Σιών, δὲν θὰ σαλευθεῖ στὸν αἰῶνα ὅποιος
κατοικεῖ στὴν Ἱερουσαλήμ.» Καὶ σὲ κάθε πρᾶγμα ποὺ κάνεις, νὰ πιστεύεις ὅτι ὁ Θεὸς
βλέπει κάθε σκέψη σου, καὶ δὲν θὰ ἁμαρτήσεις ποτέ. Σ᾿ Αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα στοὺς
αἰῶνες. Ἀμήν.
Ἐάν πολεμῆσαι ἀπὸ τὸν λογισμὸ τῆς περιφρονήσεως τοῦ ἀδελφοῦ σου καὶ ἐπιθυμῇς νὰ τὸν προσβάλλῃς, νὰ ἐνθυμῆσαι τότε, ὅτι δι᾿ αὐτὸ σὲ παραδίδει ὁ Θεὸς εἰς τοὺς ἐχθρούς σου. Ἡ σκέψις αὐτὴ θὰ σὲ ἡσυχάζει. Διότι αὐτὸ μόνον γνώριζε, ὅτι ὁ ἄνθρωπος ποὺ κατηγορεῖ τὸν ἀδελφόν του εὑρίσκεται μακρὰν ἀπὸ τὴν εὐσπλαχνίαν τοῦ Θεοῦ. (Δηλ. εἶναι ἀνάξιος νὰ τὸν λυπηθῇ διὰ τὰ σφάλματά του ὁ Θεός).
Ὁ καλύτερος τρόπος νὰ ἀναπαύσῃς τὴν συνείδησίν σου εἶναι νὰ μὴν κατακρίνῃς τὸν πλησίον σου, καὶ νὰ ταπεινώνῃς τὸν ἑαυτόν σου.
Μὴν κρίνετε διὰ νὰ μὴν κριθῆτε.
Μὴν καταδικάσετε διὰ νὰ μὴν καταδικασθῆτε.
Συγχωρῆτε τοὺς συνανθρώπους σας διὰ νὰ σᾶς συγχωρέσῃ ὁ Θεός.
Ὅταν λοιπὸν ἀδικούμεθα ἀπὸ κάποιον διαφοροτρόπως νὰ χαιρόμεθᾳ, οὐχὶ δὲ ἁπλῶς καὶ ὡς ἔτυχε, ἀλλὰ διότι μας δίνετε ὡς εὐκαιρία νὰ τὸν συγχωρέσουμε καὶ ἔτσι νὰ λάβουμε καὶ ἐμεῖς ὑπὸ τοῦ Θεοῦ τὴν ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν μας.
Ἕνας ἀδελφὸς ἠρώτησε κάποτε τὸν Ἀββᾶν Ποιμένα· «Δὲν μοῦ λέγεις, Γέροντα, πὼς θὰ ἠμπορέσω νὰ γίνω τέλειος Μοναχός;» Εἰς ἀπάντησιν ὁ Γέρων τοῦ εἶπεν· Ἐὰν θέλεις νὰ ἀπολαύσῃς ἐσωτερικὴν γαλήνην καὶ ἀνάπαυσιν καὶ ἐδῶ καὶ εἰς τὴν μέλλουσαν ζωήν, εἰς κάθε περίπτωσιν νὰ λέγῃς μὲ ταπείνωσιν, ποῖος εἶμαι ἐγώ, καὶ νὰ μὴν κατακρίνῃς κανένα.
Ὁ Ἀββᾶς Παφνούτιος ἀνέφερε τὸ ἑξῆς περιστατικόν. Κάποτε - λέγει - ἐνῷ ἐβάδιζα, ἔχασα τὸν δρόμον καὶ περιεπλανήθην, εὑρεθεὶς πλησίον ἑνὸς χωρίου. Ἔξαφνα συνήντησα δυὸ ἄτομα, ἕναν ἄνδρα καὶ μίαν γυναῖκα, νὰ εὑρίσκονται μεταξύ των εἰς στάσιν ἀπρεπῆ. Ἀμέσως τότε ἤρχισα νὰ προσεύχωμαι διὰ τὰς ἁμαρτίας μου, διὰ νὰ μὴν μοῦ μείνῃ εὐκαιρία νὰ κατακρίνω καὶ τοιουτοτρόπως ἀπεμακρύνθην. Καθ᾿ ὁδὸν ἐνεφανίσθην ἐνώπιόν μου Ἄγγελος μὲ μίαν ρομφαῖαν εἰς τὴν χεῖρα καὶ μοῦ λέγει. «Παφνούτιε, ὅλοι οἱ κατακρίνοντες τοὺς ἀδελφούς των, μὲ αὐτὴν τὴν ρομφαῖαν (τὸ σπαθί) φονεύονται. Σὺ ὅμως, ἐπειδὴ δὲν κατέκρινες, ἀλλ᾿ ἐταπεινώθης ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ, ὡς νὰ ἤσουν σύ, ποὺ ἔπραξες τὴν ἁμαρτίαν, διὰ τοῦτο τὸ ὄνομά σου ἀνεγράφη εἰς τὸ βιβλίον τῆς Ζωῆς.»
Ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀσκητικοὺς πατέρας εἶπε τὸ ἑξῆς· «Δὲν ὑπάρχει κάτω ἀπὸ τὸν οὐρανὸν γένος καλύτερον ἀπὸ τοὺς Χριστιανούς, οὔτε μεταξὺ τῶν Χριστιανῶν τάξις καλυτέρα ἀπὸ τοὺς Μοναχούς. Ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα βλάπτουν καὶ τοὺς Χριστιανοὺς καὶ τοὺς Μοναχοὺς περισσότερον ἀπὸ κάθε ἄλλο, εἶναι ἡ μεταξύ τους μνησικακία καὶ ἡ κατάκρισις, τὰ ὁποῖα ἐφ᾿ ὅσον δυνηθῇ κανεὶς καὶ ἀπομακρύνῃ ἀπὸ τὴν καρδίαν του, θὰ ζήση πραγματικῶς ἀγγελικὸν βίον ἐπάνω εἰς τὴν γῆν.
Ἕνας Ἀσκητὴς διηγεῖτο, ὅτι ἐπὶ εἴκοσιν ἔτη ἐπέμεινε ἀγωνιζόμενος δι᾿ ἕνα μόνον λογισμὸν καὶ παρακαλῶν τὸν Θεὸν νὰ τοῦ δώσῃ τὴν δύναμιν νὰ θεωρῇ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ὡς ἕνα, χωρὶς διακρίσεις.