π.Θ.Ἀ. - Ἐπικοινωνία Ψυχῶν

Κείμενο γιὰ τὴν κατάσταση ψυχικῆς προσεγγίσεως καὶ ἐπικοινωνίας μεταξὺ τῶν πιστῶν


Ὁ Ὑπεράγιος καὶ Προσκυνητὸς Τριαδικὸς Θεός μας ἔπλασε τὸ ἀνθρώπινο Γένος «κατ᾿ εἰκόνα καὶ καθ᾿ὁμοίωσιν» αὐτοῦ. Τοῦτο σημαίνει ὅτι πλεῖστα ἰδιώματα τῆς ἀπροσίτου καὶ ἐκπάγλου ὑπερτελείας Φύσεώς Του, τὰ ἀπένειμε κατὰ Χάριν καὶ ἐν τῷ μέτρῳ ποὺ θὰ ἠμπορούσαμε νὰ δεχθοῦμε (ὡς κτιστὰ καὶ ἀτελῆ ὄντα) εἰς ἐμᾶς. Τέτοια ἰδιώματα καὶ χαρίσματα εἶναι ἡ προσωπικότης (αἴσθηση τῆς μοναδικότητός μας), ἡ ἐλευθερία (δυνατότητα νὰ ἐπιλέγουμε ἀλλὰ καὶ νὰ αὐτοκαθοριζόμεθα), ὁ νοῦς (δυνατότητα νὰ προσεγγίζουμε τὸν πνευματικὸ κόσμο καὶ τοὺς νόμους καὶ τὴν οὐσία τῶν ὄντων), ἡ σοφία (δυνατότητα νὰ κρίνουμε), ἡ κυβερνητικότης (δυνατότητα νὰ ὀργανώνουμε καὶ νὰ διοικοῦμε, ἰδίως τὰ μὴ λογικὰ καὶ μὴ ἐλεύθερα κτίσματα), κ.ο.κ.

Ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ συγκλονιστικὰ καὶ πιὸ πολύτιμα καὶ οὐσιώδη ἰδιώματα, λοιπόν, εἶναι ἡ κοινωνία. Ἡ δυνατότητα ἀλλὰ καὶ τὸ χάρισμα καὶ ἡ κλήση νὰ λειτουργοῦμε ὡς προσωπικότητες ποὺ ἀντικρύζονται καὶ συνδέονται μὲ μία δυναμικὴ ἀγάπης, ἁρμονίας, συμπνοίας, συντονισμοῦ, μέχρι καὶ συνταυτισμοῦ - χωρὶς ὅμως νὰ συγχέονται καὶ νὰ ἀναχέονται οἱ καθ᾿ ἕκαστον συνειδητότητες. Μποροῦμε νὰ βιώνουμε οἱ ἄνθρωποι σὲ κάποιον βαθμό, γνήσιο ὅμως καὶ ἐκπληκτικό, ὅ,τι λειτουργεῖται ἐντὸς τῆς Ὑπερουσίου Τριάδος: Πλήρης συνταυτισμός, ἁρμονία, κοινότης τῶν πάντων (βουλή, ἐνέργεια) ἐν ἀπολύτῳ καὶ καθαροτάτῃ ἀγάπῃ, «ἐν ἀφθαρσίᾳ». (1)

Αὐτὸ τὸ χάρισμα, αὐτὸ τὸ βίωμα, αὐτὴ ἡ πραγματικότης, δὲν εἶναι δυστυχῶς τόσο ἁπλὸ νὰ βιωθεῖ. Οἱ ἄνθρωποι καλοῦνται νὰ ἀπαρνηθοῦν, καὶ μάλιστα συγχρονισμένα, τὸν ἑαυτό τους, τὸ σκληρὸ ἐγώ, τὰ συμφέροντα, τὰ πάθη, τὶς κακίες καὶ τὶς σκληρότητες, τὶς ἐμμονὲς καὶ ἐπιμονές, τὰ θελήματά τους, τὶς φιλοδοξίες καὶ ἀντιπαλότητες, καὶ νὰ «συμπέσουν»! Καί, δυστυχῶς, οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε πολὺ ἀτομιστές, πολὺ «ἐπιβιωτικοί», πολὺ ἀνασφαλεῖς. Δὲν ἐμπιστευόμαστε καὶ δὲν εἴμαστε διατεθειμένοι νὰ διακινδυνεύσουμε τίποτε «δικό μας». Ἔτσι ὅμως στερούμαστε ὅλην τὴ γλυκύτητα καὶ τὴν ὀμορφιὰ τῆς ἐν Θεῷ ζωῆς, ἀρνούμαστε τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ. Καὶ οὐσιαστικὰ λιμοκτονοῦμε πνευματικῶς καὶ «στενάζομεν βαρούμενοι» (Β´ Κορ. ε´ 4). Ἀγκομαχοῦμε μέσα σὲ ἀτμόσφαιρα ἀποπνικτικὴ καὶ ἀσφυκτική, μέσα σὲ ζωὴ «ἀφύσικη», ποὺ δὲν τὴ σχεδίασε ἔτσι ὁ Πλαστουργός μας, μέσα σὲ μοναξιά, σὲ μιζέρια, σὲ κακουχία, στεγνοί, ἄκαρδοι, ἀνικανοποίητοι. Καί, ἐννοεῖται, οὔτε τὴν κοινωνία μὲ τὸν Λυτρωτὴ Χριστό μας, μποροῦμε νὰ βιώσουμε. Κάνουμε μία κάποια προσέγγιση, ἀλλὰ ψυχρὴ καὶ διανοητική, ὡς προσπάθεια περισσότερο καὶ ὡς πόθο, ὡς ἀγώνα στεγνὸ καὶ ἀφάνταστα κουραστικό, ὅπου φῶς καὶ γλυκασμὸς μόλις διαφαίνεται στὸν ὁρίζοντα, ἀλλὰ συνέχεια μᾶς διαφεύγει.

Χρειάζεται κάποια στιγμὴ ὁ ἄνθρωπος νὰ «ὑποψιασθεῖ» τί σημαίνει «κοινωνία» καὶ «ἀλληλοπεριχώρησι», διαρκῆς ψυχοσυναλλαγή, ὅπου πηγαίνει καὶ ἔρχεται ἡ καλοσύνη, ἡ αὐτοπροσφορά, οἱ σκέψεις, τὰ αἰσθήματα, τὰ βουλήματα, τὰ σχέδια, οἱ προβληματισμοί, οἱ στοχασμοί, οἱ πόθοι, μέσα σὲ κλίμα εὐνοίας, ἐμπιστοσύνης, χαλαρότητος ἀπὸ ἄμυνες καὶ καχυποψίες ἢ ἀπὸ ἀνταγωνισμοὺς ἐγωϊστικούς, καὶ ὅπου τὰ τοῦ ἄλλου ἔρχονται μέσα μας καὶ τὰ ἐγκολπωνόμαστε βαθειά, ὅπου τὰ ἐπιστρέφουμε συμπληρωμένα ἢ βελτιωμένα, καὶ ὁ ἄλλος ἐπίσης τὰ ὑποδέχεται εὐγνωμονικὰ καὶ τὰ νιώθει ὡς συνθετικὰ κοινῆς πορείας πρὸς τὴν Ἀλήθεια καὶ τὸ Φῶς, πρὸς τὴν Αἰώνια καὶ Ἀΐδια Τριαδικὴ Ἁρμονία καὶ Πανσοφία καὶ Τελειότητα.

Ὡστόσο, γιὰ νὰ πραγματωθεῖ αὐτὴ ἡ ἐξαιρετικὴ καὶ κυριολεκτικὰ «ὀνειρεμένη» κατάσταση, χρειάζεται πολλὴ συνειδητοποίηση, πολὺς πόθος, κάποια τολμήματα καὶ ἀνοίγματα ἐμπιστοσύνης, αὐταπάρνηση καὶ ταπεινωσύνη. Φυσικά, πάνω ἀπ᾿ὅλα Χάρη Θεοῦ, νὰ νεύσει καὶ νὰ πνεύσει στὶς δεκτικὲς καὶ καλοπροαίρετες καὶ εὐαίσθητες ψυχές.

Ἀλλά, καὶ ἐπαγρύπνηση χρειάζεται πολλή. Μοιάζει μὲ φλόγα ἀναστάσιμης λαμπάδας αὐτὸ τὸ βίωμα τῆς κοινωνίας. Ζητάει ἀπόλυτη ἐπαγρύπνηση, νήφουσα προσοχὴ καὶ διαρκῆ ἀναθέρμανση καὶ ἀναβάθμιση τῆς ἐν Πνεύματι τῶν ψυχῶν «ἀναστροφῆς». Ἐπίσης, ἀπαιτεῖ συγκέντρωση σὲ λίγα καὶ συγκεκριμένα καὶ σταθερὰ πρόσωπα. Ὅσο πληθαίνει ὁ ἀριθμὸς τῶν «κοινωνούντων», τόσο ρηχαίνει καὶ ξεθυμαίνει ἡ ποιότητα τῆς ἐπικοινωνίας τους. Καὶ τοῦτο, διότι ἁπλῶς μετὰ τὴν πτώση εἴμαστε ἀνεπαρκὴς σὲ διαθέσιμο χρόνο καὶ ψυχικὲς δυνάμεις καὶ πιστοποίηση ἐμπιστοσύνης, ἔναντι τῶν ἄλλων ἀνθρώπων. Στὸ τελικὸ μέλλον, στὴ Βασιλεία Του, θὰ μποροῦμε νὰ ἐπικοινωνοῦμε, ἔτσι καθαρά, ζωηρά, ἄμεσα, ἔντονα, βαθειά, μὲ ὅλους! Τὰ ἀμέτρητα ἑκατομμύρια τῶν συναγμένων ψυχῶν!

Αὐτὸ τὸ ὑπέροχο φαινόμενο τῆς ἐν Θεῷ τῶν ψυχῶν «κοινωνίας» τὸ συναντήσαμε στοὺς πρώτους χριστιανούς. «Εἶχον ἅπαντα κοινὰ καὶ τὴν ψυχὴν μίαν». (2) Δηλαδή, ὡς πρὸς τὰ συμβατικὰ καὶ ὑλικά, ἦσαν τόσο ἀνώτεροι καὶ ἀνέμελοι καὶ τόσο μεταδοτικοὶ καὶ εἰρηνικῶς μοιραζόμενοι, ὡς πρὸς δὲ τὶς ψυχὲς καὶ τὰ αἰσθήματα συνταυτισμένοι! Καὶ «ἦσαν ὁμοθυμαδόν» (Πράξ. β´ 46) μὲ μιὰ φορὰ τῆς ψυχῆς καὶ μὲ πλούσια τὰ αἰσθήματα, προσανατολισμένα ὁλόκαρδα στὴν «κοινωνία», «ἐν ἀγαλλιάσει καὶ ἀφελότητι καρδίας» (Πράξ. β´ 46), ἄδολοι, ἁγνοί, δοσμένοι σ᾿αὐτὸ τὸ παραδεισιακὸ βίωμα τῆς εἰλικρινείας, τῆς ἀθῳότητος, τῆς αὐτοπροσφορᾶς.. «Ἦσαν δὲ προσκαρτεροῦντες τῇ διδαχῇ τῶν ἀποστόλων καὶ τῇ κοινωνίᾳ καὶ τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου καὶ ταῖς προσευχαῖς (Πράξ. β´ 42). Προσκαρτεροῦντες σημαίνει: Μὲ ἐγκαρτέρηση καὶ ἐπιμονὴ στέκω κάπου, ἀφοσιωμένα, καὶ περιμένω διαρκῶς κάτι (τὸ ὅλο περισσότερο τῆς «κοινωνίας» τῶν ψυχῶν καὶ τῆς ἐπευλογούσης Χάριτος). Καὶ τὸ σημεῖο προσανατολισμοῦ ἦταν α. ἡ διδαχὴ τῶν Ἀποστόλων, β. ἡ κοινωνία τῶν ψυχῶν, γ. ἡ Θ. Λειτουργία, δ. οἱ προσευχές. Καὶ παρατηροῦμε: Πρώτιστο ἦταν ἡ διδαχὴ τῶν Ἀποστόλων. Ὄχι ὡς κήρυγμα διανοητικό, γνωσιακὸ καὶ στυφό, ὅπως ἴσως πολλοὶ τὸ ξέρουμε, ἀλλὰ μετάγγιση τοῦ βιώματος τῶν ἀπὸ τὴν «κοινωνίαν Χριστοῦ». Στὴ συνέχεια -καὶ ...πρὶν τὴ Λειτουργία!- ἡ «κοινωνία», ἡ ἐπαναύπαση τῶν ψυχῶν.

Καὶ «εἶχον χάριν πρὸς ὅλον τὸν λαόν» (Πράξ. β´ 47). Ὅλοι ἔνιωθαν τὸ ἀπαύγασμα καὶ τὴν αὔρα αὐτῆς τῆς ἀληθινῆς, γνήσια ἀθῴας, εἰλικρινοῦς καὶ οὐράνιας ἀγάπης τῶν χριστιανῶν, καὶ «μετελάμβαναν» αὐτὴν τὴν γλυκύτητα καὶ τὴν παρηγορητικὴν ἐλπίδα ὅτι δὲ χάλασε ὁ κόσμος, δὲ θὰ χαθεῖ, ὅτι ὑπάρχουν ἄνθρωποι ἀληθινοὶ καὶ ὑπάρχει Θεός!.. Καὶ ἐκτιμοῦσαν.

Ἦσαν δὲ προσκαρτεροῦντες οἱ πιστοὶ σ᾿αὐτὸ τὸ βίωμα. Δηλαδή, ἄγρυπνα τὸ φύλαγαν, τὸ ἀπελάμβαναν, τὸ καλλιεργοῦσαν, ἐμβάθυναν. Διότι, τό᾿νιωθαν ὅτι εἶναι εὐαίσθητο, εἶναι οὐράνιο χάρισμα, σὲ κάθε δευτερόλεπτο μπορεῖ νὰ τινάξει (ἁπαλὰ καὶ ἀνεπαίσθητα) τὰ φτερά του καὶ νὰ ἀνυψωθεῖ καὶ νὰ χαθεῖ στὰ οὐράνια, ἀπ᾿ὅπου κατῆλθε.

Καὶ βλέπουμε, δυστυχῶς, ποὺ πολὺ σύντομα, «πληθυνόντων τῶν μαθητῶν» (Πράξ. στ´ 1), τὸ ἔχασαν! Κι ἄρχισαν οἱ ξεσυνέργιες καὶ οἱ στενοχώριες, γιὰ τὸ ποιὲς χῆρες ποιανῶν εἶχαν καλύτερη περιποίηση στὶς φιλανθρωπικὲς διακονίες, γιὰ τὸ ἂν φημίστηκε ὁ Βαρνάβας ποὺ πούλησε μεγάλο κτῆμα, ἢ ὁ Ἀνανίας καὶ ἡ Σαπφείρα (Πράξ. δ´ 36-37 & ε´ 1).

Μὲ ἀποτέλεσμα νὰ τὸ ζοῦν πλέον μόνο λίγοι, ὑπαρκτοὶ ὅμως (μολονότι ἀθόρυβοι), μέσα στοὺς αἰῶνες. Σὲ μικρὰ κοινόβια, σὲ συνειδητοποιημένες καὶ σφιχτὰ δεμένες ἐν Θεῷ οἰκογένειες, σὲ διακριτικὴ καὶ ἐν φόβῳ Θεοῦ οἰκειότητα πνευματικοῦ πατέρα.


Σημειώσεις

  1. Ῥωμ. β´ 6-7. (...) ὃς ἀποδώσει ἑκάστῳ κατὰ τὰ ἔργα αὐτοῦ, τοῖς μὲν καθ᾿ ὑπομονὴν ἔργου ἀγαθοῦ δόξαν καὶ τιμὴν καὶ ἀφθαρσίαν ζητοῦσι ζωὴν αἰώνιον.
    Ἐφεσ. στ´ 24. Ἡ χάρις μετὰ πάντων τῶν ἀγαπώντων τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν ἐν ἀφθαρσίᾳ. Ἀμήν.
    Β´ Τιμ. α´ 10. Διὰ τῆς ἐπιφανείας τοῦ σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, καταργήσαντος μὲν τὸν θάνατον, φωτίσαντος δὲ ζωὴν καὶ ἀφθαρσίαν διὰ τοῦ εὐαγγελίου.
  2. Πράξ. δ´ 32. Τοῦ δὲ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία, καὶ οὐδὲ εἴς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ᾿ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά.