Ἀντεγράφη τὸ παρὸν τῇ προτροπῇ
τοῦ Τυπικάρη
τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μεγίστης Λαύρας, Ἱερομονάχου Βασιλείου,
ὑπὸ τοῦ Διοικητοῦ τοῦ Σταθμοῦ Χωροφυλακῆς Μεγίστης Λαύρας,
κ. Γεωργίου Βερβερῆ, Ὑπενωμοτάρχου, τῇ 12ῃ Σεπτεμβρίου 1972.
Βασικὸν κείμενον ἐκ τοῦ ὁποίου ἀντλοῦμεν τὶς ἀναγκαῖες πληροφορίες περὶ τοῦ μοναχικοῦ συστήματος τὸ ὁποῖον ἐθεμελίωσεν ἔν Ἄθω, ὑπερμεσοῦντος τοῦ δεκάτου αἰῶνος, ὁ ὅσιος Ἀθανάσιος ἀποτελεῖ ἡ Διαθήκη ἢ ἄλλως πως τὸ Τυπικὸν ἢ Κανονικὸν αὐτοῦ.
Δι᾿ αὐτοῦ καθορίζονται οἱ θεμελιώδεις ἀρχές, ἀκόμη καὶ λεπτομέρειες, τῆς διοικήσεως καὶ λειτουργίας τῆς Λαύρας, παρέχων ἕνα σύστημα πλήρουςμοναστηριακῆς ὀργανώσεως.
Οὗτω, ἀναφέρεται εἰς τὴν ἐκλογὴν ἡγουμένου, τὶς εὐθῦνες, τὶς ἐξουσίες καὶ τὰ δικαιώματα αὐτοῦ, εἰς τὴν δοκιμασίαν, τὴν εἴσοδον τῶν δοκίμων καὶ τὴν ἀποπομπὴν τῶν μοναχῶν, εἰς τὴν ἀδελφότητα, (δικαιώματα, ὑποχρεώσεις), εἰς «τὴν τῶν προκρίτῳν λογάδα», (σύναξιν) καὶ εἰς τὸ λειτουργικὸν Τυπικόν.
Γενικῶς εἰπεῖν, θέτει τὶς βάσεις, πνευματικὲς καὶ διοικητικές, τοῦ μετ᾿αὐτὸν ἀθωνικοῦ μοναχισμοῦ, μὲ τὴν προσωπικότητα καὶ τὸ ἔργο του.
Τὸ μοναχικὸν σύστημα τὸ ὁποῖον καθιέρωσεν ὁ ὅσιος Ἀθανάσιος διὰ τὴν νέαν καὶ πρώτην Μονὴν τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἦτο τὸ κοινοβιακόν. Οἱ θεωρητικὲς καὶ κανονικὲς βάσεις τοῦ συστήματος αὐτοῦ ἐρείδονται εἰς τοὺς προϊσχύσαντες μοναστικοὺς κανόνες καὶ ἀσκητικὲς Διατάξεις. Καθοριστικὴν ἐπιρροὴν εἰς τὴν θέσπισιν αὐτοῦ εἶχεν ἀναμφιβόλως καὶ ἀποδεδειγμένως τὸ Τυπικὸν τῆς Μονῆς τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου. Βέβαιον εἶναι, ὅτι ὁ ἀρχηγέτης τοῦ Ἀθωνικοῦ μοναχισμοῦ κατὰ τὴν ἐν Κωνσταντίου πόλιν διατριβὴν του θὰ ἐσύχναζεν εἰς τὴν περιώνυμον Μονήν, ἡ ὁποία τὴν περίοδον ἐκείνην ἦτο ἐν πλήρει ἀκμῆ.
Εἰς τὸ Τυπικὸν ἀποτυποῦται τὸ μοναχικὸν πνεῦμα καὶ ἰδεῶδες τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου, ὁ ὁποῖος πάντα ὑπῆρξε αὐστηρὸς ἀσκητής, χωρὶς ὅμως νὰ ἀποδέχεται ἢ νὰ ἐφαρμόζει πρᾶξεις ὑπερβολῇς ὡς ἁλυσίδες, σωματικὲς κακώσεις κ.λ.π. Υἱοθετοῦσε μίαν ἴσην κατανομὴν τῆς ἡμέρας ἀνάμεσα εἰς τὴν ἐργασίαν καὶ προσευχήν.
Ὡρισμένοι ἐρευνητὲς ἔχουν διατυπώσει τὴν ἄποψιν ὅτι, ἀρχικῶς, ὁ ὅσιος Ἀθανάσιος καὶ ὁ αὐτοκράτωρ Νικηφόρος Φωκᾶς συνέστησαν Λαύραν καὶ ὄχι κοινόβιον μονήν. Κατ᾿ αὐτούς, ἡ Λαύρα μετετράπη εἰς κοινόβιον διὰ τοῦ Τυπικοῦ αὐτῆς τὸ 970.
Ἡ διοικητικὴ διάρθρωσις τῆς Λαύρας εἶχεν τὸ ἀκόλουθον σχῆμα:
α. Ἡγούμενος
β. Σύμβουλοι
γ. Ἀδελφότης
Κατὰ τὸν ὅσιον Ἀθανάσιον τὸν Ἀθωνίτην ὁ μοναχικὸς βίος καλεῖται ἀλλὰ καὶ εἶναι «μονότροπος τοῦ μονήρους βίου δρόμος».
Τὸν δρόμον αὐτὸν ὅσοι ἀκολουθοῦν καὶ διανύουν ἐπιτυχῶς καὶ συμφώνως πρὸς τὸν θεῖον σκοπόν, κατὰ τὸν διαληφθέντα ἱερὸν πατέρα, ἀφοῦ ἑτοιμάσουν διὰ τῆς καθαρότητος τοῦ νοῦ, τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος καὶ καταστήσουν τοὺς ἑαυτοὺς των καταλλήλους διὰ τὴν ἔλλαμψιν καὶ τὸν φωτισμὸν παρὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γίνονται φωτόμορφοι ἢ μᾶλλον θεοφόροι. Ἐπὶ πλέον δέ, οἱ θεοφόροι αὐτοὶ μοναχοί, καθιστοῦν φωτοειδεῖς καὶ τοὺς κοσμικοὺς μὲ τοὺς ὁποίους συναναστρέφονται καὶ τοὺς ἑλκύουν πρὸς τὸν ἴδιο ζήλο, ὅπως ἀκριβῶς ὁ μαγνήτης ἢ ὁ πυρσός.
Ὑπὸ τὸ πνεῦμα αὐτό, ὁ ὅσιος συνέστησε τὴν ἀδελφότητα καὶ τὴν μονὴν τῆς Λαύρας, ἔχων ὡς πρώτους ἀδελφούς, τὸν Ἰωάννη καὶ Γεώργιον Ἴβηρα, τὸν μοναχὸν Ἀντώνιον Κομηνιάτῃν, τὸν ἀββᾶν Σέργιον κ.ἄ.
Μέλη τῆς ἀδελφότητος ἦσαν ὅσοι ἔλαβον ἐκ τῶν χειρῶν τοῦ ἱεροῦ πατρὸς τὴν κουρὰν καὶ περιεβλήθησαν τὸ μοναχικὸν σχῆμα. Μέλη ἐπίσης τῆς ἰδίας ἀδελφότητος καθίσταντο καὶ ὅσοι προήρχοντο ἀπὸ ἄλλα μοναστικὰ καθιδρύματα, μετὰ ἀπὸ μίαν, μικρὰν σχετικῶς, περίοδον δοκιμῆς. Οἱ ἀδελφοὶ οὗτοι ἐκαλοῦντο «ξενόκουροι». Πρὸς αὐτοὺς ὁ Ὅσιος ἐπεδείκνυε ἰδιαιτέραν ἀγάπην καὶ συμπάθειαν. Ἐθεώρει αὐτοὺς τέκνα αὐτοῦ καὶ μέλη τῆς ἀδελφότητας, «μηδὲν διαφέρειν τῆς ἐμῆς κουρᾶς, ἀλλ᾿ ἴσους αὐτοὺς εἶναι ταύτῃ... τοὺς γὰρ τοιούτους υἱοὺς καὶ κληρονόμους καὶ σπλάγχνα τῆς καρδίας μου λελόγισμαι εἶναι... Καὶ προσθέτει: «παρεγγυῶμαι... πᾶσι τοῖς κατὰ διαδοχήν ...καθηγουμένοις, δεσμοῖς ἐπιτιμίων ἀσφαλιζόμενος καὶ ὁρκίζων, κατὰ τὸν τοῦ Θεοῦ φρικωδέστατον φόβον, μηδεμίαν διαφορὰν ἔχειν αὐτούς, παρὰ τοὺς ἐν τῇ λαύρᾳ παρ᾿ ἡμῶν δεξαμένους τὸ σχῆμα τὸ ἅγιον ... εἴγε κατ᾿ ἀρετὴν διαφέρουσι... καταλλήλως τῆς αὐτῶν ἀρετῆς... προτιμητέους λογίζεσθαι καὶ εἶναι αὐτούς».
Διὸ καὶ ὑπογραμμίζει: «παρεγγυῶμαι καὶ διορίζομαι τῷ προεστῶτι καὶ τοῖς ἀδελφοῖς ἅπασιν... καὶ ἐπιτιμῶ... τὸ μὴ καταυθαδιάζεσθαι ἢ κατεπαίρεσθαι, καθ᾿ οἱονδήποτε πρόφασιν, τῶν ἐκ διαφόρων μονῶν διὰ τὴν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἡμῶν ἀγάπην πρὸς ἡμᾶς φοιτησάντωνκαὶ τῷ συλλόγων τῶν ἀδελφῶν συναριθμηθέντων... ξενοκούρους ὀνειδίζειν ἥ παρορᾶν... τοῦτο εἴ τις φωραθείη ποιεῖσθαι... ἔχη τε διάδικον τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον καὶ τὴν ἡμῶν ταπείνωσιν ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως».
Ἀποδεχόμενος τὴν μοναδικότητα τοῦ μοναχικοῦ σχήματος, ἐπάγεται:
«... Τὸ γὰρ διατέμνειν καὶ διάφορον ἡγεῖσθαι τὸ σχῆμα τῶν μοναχῶν αἱρέσεως χαλεπώτερον...»
«... Τοῦτο ἐστι περισπούδαστον, τὸ τῆς ἀρετῆς ἐπιμελεῖσθαι... ὁ δὲ τῇ τῆς ψαλίδος ἐπιδόσει καὶ τῇ τῶν τριχῶν ἀποθέσει, χωρὶς ἀρετῶν, ἐπερειδόμενος ξένος ἐμοὶ καὶ τῆς ἐκκλησίας ἐχθρός...».
Συνεπῶς, «μὴ ἔριδες ἔστωσαν ἐν ὑμῖν, μηδὲ καλείσθω ὁ μὲν ξένος, ὁ δὲ οἰκειότατος. Μόνη δὲ ἡ ἀρετὴ προτιμητέα... καὶ ἐὰν τις, τὸν ἀδελφὸν ξενόκουρον ὠνείδισεν, ἀφοριζέσθω τῆς Ἐκκλησίας... καὶ ἐν ὑποτροπῇ ἐκδιώκεσθαι τῆς λαύρας».
«Ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι «ἐν ὑποταγὴ εἶναι καὶ ὑφ᾿ ἑνὶ ποιμένεσθαι καὶ προνοεῖσθαι (ἐπιμελεῖσθαι) διορίζομεν». Διότι ἔκρινα πώς τοῦτο εἶναι τὸ μᾶλλον ἄριστο καὶ ἀκίνδυνο, ἀφοῦ τὸ σκέφθηκα γιὰ πολὺ χρόνο καὶ μὲ πολὺ κόπο καὶ κατόπιν δοκιμασίας τὸ βρῆκα ὠφέλιμο καὶ εὐθὺ ἐκ πείρας. Λέγω λοιπὸν ὅτι ὅλοι οἱ ἀδελφοὶ πρέπει νὰ ζοῦν ἀπὸ κοινοῦ. Νὰ ἀποβλέπουν ἀπὸ κοινοῦ πρὸς τὸν κοινὸ σκοπὸ τῆς σωτηρίας. Νὰ εἶναι μιὰ καρδιὰ μέσα στὸ κοινόβιο καὶ ἕνα θέλημα καὶ μία ἐπιθυμία καὶ ἕνα σῶμα συνηρμοσμένο ἀπὸ διάφορα μέλη ὅλο τὸ πλήρωμα τῆς ἀδελφότητος, καθώς νομοθετεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Νὰ ἐπιδεικνύεται ἀληθινὴ καὶ τέλεια καὶ ἀνυπόκριτη ὑπακοὴ πρὸς τὸν προεστῶτα. Ἡ δὲ ἀληθινὴ καὶ ἄμωμος ὑπακοὴ τῶν ὑποτακτικῶν πρὸς τὸν καθηγούμενο ἀποδεικνύεται μὲ τοῦτο, ὄχι μόνον μὲ τὸ νὰ ἀπέχουν ἀπὸ τὰ ἄτοπα μόνον, κατὰ τὴν συμβουλὴ τοῦ προεστῶτος, ἀλλὰ μηδὲ αὐτὰ τὰ ἐπαινετὰ νὰ καταδέχονται νὰ πράττουν χωρὶς τὴν γνώμη καὶ συγκατάθεση ἐκείνου. Γιατὶ τὸ νὰ ἐγκρατεύεται κανεὶς καὶ νὰ κακοπαθεῖ σωματικὰ δὲν θὰ ἰσχυριζόμουνα πώς συντελεῖ σὲ τίποτα, ὅταν πράττοντας κανεὶς αὐτὸ ποὺ τοῦ ἀρέσει καὶ χρησιμοποιώντας τὶς δικὲς του παρορμήσεις, χωρὶς προηγουμένως νὰ ἐρωτήσει, τότε τὸ σφάλμα ποὺ θὰ διαπράξει θὰ εἶναι μεγαλύτερο ἀπὸ τὸ κατόρθωμα. Ἐξάλλου ὁ μισθὸς τῆς ὑπακοῆς εἶναι μεγαλύτερος τοῦ ἀπὸ ἐγκράτεια κατορθώματος.
Παραγγέλω στοὺς ἑνωμένους κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο νὰ τρῶνε μαζὶ καὶ νὰ τελοῦν ἀπὸ κοινοῦ ὅλες τὶς ἀκολουθίες μέσα στὴν ἁγία τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησία, τὴν ἡμερινὴ καὶ τὴν νυκτερινή, καθώς τοὺς ὑπέδειξα ἐμπράκτως καὶ τοὺς διέταξα ἐγγράφως καὶ τοὺς παρέδωσα.»
Καρπὸς αὐτῆς τῆς σχέσεως εἶναι ἡ ἑνότης καὶ ἡ εἰρήνη τῆς ἀδελφότητος, διὰ τὴν ὁποίαν ὁ ἱερὸς πατὴρ ἀδιαλείπτως ἐκοπία:
«Σεῖς δὲ πατέρες καὶ ἀδελφοὶ καὶ τέκνα πνευματικά, ἐὰν μετὰ πάσης προθυμίας καὶ ἀγαθῆς γνώμης ἐπιδείξετε ἐπιμέλεια στὸ νὰ διατηρήσετε τὴν μεταξὺ σας εἰρήνη καὶ ὁμόνοια «ἀδιάστατον» (ἀκλόνητη) καὶ δὲν θὰ ὑπάρχουν μεταξὺ σας «μήτε διχοστασίαι καὶ ἔριδες καὶ μερικαὶ φιλίαι καὶ ἑταιρεῖαι», «ἀλλὰ πίστις καὶ ἀγάπη καὶ στοργῆς διάθεσις» καὶ πρὸς τὸν καθηγούμενον, καὶ «ἀκριβὴς φυλακὴ (ἐφαρμογή) τῶν ἐντολῶν μου τῶν ἐλαχίστων καὶ τύπων καὶ κανόνων», «πιστεύω τῷ Θεῷ» ὅτι ὅχι μόνον τὰ σπλάγχνα τῶν Ἐπιτρόπων θὰ διανοίξει «ἡ αὐτοῦ ἀγαθότης», ἀλλὰ καὶ κάθε ἀνθρώπου ἰσχυροῦ καὶ ὑπερέχοντος στὸ νὰ σᾶς ὑποστηρίξει καὶ συμπαθήσει καὶ βοηθήσει, πρὸς τὸ συμφέρον τῶν ψυχῶν σας.
Καὶ προσέξτε ἀκριβῶς, ἀδελφοί, ἵνα, ἐὰν μεταξὺ σας εὑρεθεῖ κάποιος ὅπερ ἀπεύχομαι, νὰ ἀποπειρᾶται νὰ διαιρέσει «τὸ σῶμα τῆς ἀδελφότητας διά τε πιθανολογίας καὶ δολιότητας καὶ πονηρίας», μὲ αὐτὸν κανεὶς νὰ μὴ συναναστρέφεται, ἀλλὰ γρήγορα νὰ τὸν ἀπομακρύνετε καὶ νὰ τὸν ἐκδιώξετε «τῆς συνοδίας ὑμῶν» (ἀδελφότητος) σὰν διαφθορέα καὶ «παλαιᾶ ζύμη» (χαλασμένη ζύμη) γιὰ νὰ χωρισθεῖ μᾶλλον αὐτὸς ἀπὸ «τῆς μερίδος τῶν σωζομένων». Εἶναι δὲ εὔκαιρο νὰ καταρασθεῖ κανεὶς αὐτὸν ποὺ ἀποπειρᾶται αὐτὰ νὰ ἐξολοθρευθεῖ «ἐκ γῆς τὸ μνημόσυνον αὐτοῦ» καὶ νὰ ἐξαλειφθεῖ «τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐκ βίβλου ζώντων καὶ μετὰ δικαίων μὴ γραφείη».
Ἀλλὰ καὶ ἐὰν εὑρεθεῖ κάποιος νὰ τὸν βοηθᾶ καὶ ὑποστηρίζει, «τῆς ἐκείνου
ἔστω μερίδος καὶ κληρονομίας» (ἂς εἶναι μὲ τὸ μέρος καὶ τὴν κληρονομία του). Ὅλους αὐτούς, ἐξορκίζω καὶ παρακαλῶ τὸν Ἐπίτροπο Ἰωάννη καὶ ὅλη τὴν ἀδελφότητα νὰ τοὺς ἐκδιώξουν ἀπὸ τὴ Λαύρα.»
Κεντρικὴν θέσιν ἐντὸς τοῦ λαυριωτικοῦ μοναστικοῦ συστήματος καὶ τῆς ἀδελφότητος κατέχει ὁ ἡγούμενος.
Εἶναι ὁ ποιμὴν - πατὴρ ἀλλὰ συγχρόνως καὶ ὁ διοικῶν τὴν Μονὴν καὶ τὴν ἀδελφότητα, ὁμοῦ βεβαίως, μετὰ τῆς συνάξεως τῶν προκρίτων.
Οὗτος, μετὰ τὴν ἐκλογὴν καὶ ἐγκαθίδρυσιν, καθίσταται ὁ πνευματικὸς πατὴρ τῆς ἀδελφότητος, ἔχων κατὰ τὸν ἱερὸν πατέρα, «πᾶσαν ἐξουσίαν καὶ κυριότητα κατὰ πᾶσαν ὑπόθεσιν καὶ εἰς τὰ πνευματικὰ καὶ εἰς τὰ σωματικά», χωρὶς νὰ παρεμποδίζεται παρ᾿ οὐδενός, ὑπὸ τὸν αὐτονόητον ἀσφαλῶς ὅρον, «καλῶς καὶ θεοφιλῶς καὶ πνεύματι Θεοῦ διεξάγοντα (διοικοῦντα) καὶ ποιμαίνοντα τὴν ἐν Χριστῷ συνοδίαν».
Κατὰ τὸ Χρυσόβουλλον τοῦ αὐτοκράτορος Νικηφόρου Φωκᾶ, τοῦ ὁποίου ἀπόσπασμα διασώζεται εἰς τὸ Τυπικὸν τοῦ Ὁσίου, ὁ αὐτοκράτωρ διώρισεν τὸν Ἀθανάσιον, καθηγούμενον τῆς Λαύρας καὶ τῶν πέριξ κελλίων, «ἀσάλευτον, διοικεῖσθαι τε παρ᾿ αὐτοῦ πάντα, κατὰ τὸ τῷ Θεῷ φίλον καὶ τῇ μοναστικῇ καταστάσει ἁρμόδιον».Συγχρόνως δὲ οἱ ἀδελφοὶ νὰ ἐπιδεικνύουν πρὸς αὐτὸν «ὑποταγὴν καθαρὰν καὶ ἀνόθευτον».
Εἰς ἕτερον σημεῖον τοῦ Τυπικοῦ, ἀναφαίρεται ὅτι ὁ εἰρημένος αὐτοκράτωρ, ἀνέθεσεν εἰς τὸν Ὅσιον τὴν διοίκησιν τῆς νέας Μονῆς κατὰ τρόπον ὥστε παρ᾿ αὐτοῦ, «διατίθεσθαὶ τε καὶ διατάσσεσθαι περὶ τὴν τοιαύτην εὐαγεστάτην λαύραν, κυριότητι τε καὶ ἐξουσία, ᾗπερ βουλοίμεθα κεχρῆσθαι κανονίζειν τε καὶ τυποῦν καὶ ρυθμίζειν καὶ ὅσα τῇ μοναδικῇ καταστάσει λυσιτελεῖ, διανοεῖσθαι τε καὶ διαπράττεσθαι...»
Χαρακτηριστικὴ μὲ τὸ θέμα, εἶναι καὶ μία δήλωσις τοῦ Ἁγίου κατὰ τὴν ὁποίαν «καὶ αὐτὸς ἐγὼ ὁ πάντων ἔχων τὴν κυριότητᾳ καὶ οὗ τῷ λόγῳ ἀνθέστηκεν οὐδὲ εἷς, οὐ τῆς τῶν ἀδελφῶν γνώμης χωρὶς τὸν ἐμὸν βούλομαι καταλελοιπέναι διάδοχον». Ἡ ἀποστροφὴ αὕτη φανεροῖ τὴν ἔκτασιν τῶν ἐξουσιῶν αὐτοῦ ὡς ἡγουμένου καὶ τὴν συμμετοχὴ ἢ σύμπραξιν μετ᾿ αὐτοῦ εἰς τὴν ἄσκησιν αὐτῆς, τῶν προκρίτων.
Ἡ ἐξουσία ὅμως τοῦ ἡγουμένου δὲν ἧτο ἀπόλυτος καὶ καταλυτική. Ὑπῆρχεν ἡ «τῶν προκρίτων λογάς», ἓν εἶδος συμβουλίου ἢ συνάξεως μετὰ τῆς ὁποίας ἠσκεῖτο ἡ διοίκησις τῶν ὑποθέσεων τῆς Μονῆς, κυρίως τῶν διοικητικῶν ἢ οἰκονομικῶν.
Ὁ νομίμως καὶ κανονικῶς ἐκλεγεὶς ἡγούμενος ἢ προεστώς, ὁ «τὸ κῦρος καὶ πᾶσαν τὴν ἐξουσίαν τῆς λαύρας..., εἰληφώς», ὤφειλε νὰ τὴν προφυλάττει καὶ περιφρουρεῖ, «εἰς δόξαν Θεοῦ... εἰς ὠφέλειαν τῶν μαθητιώντων...».
Ὡς πνευματικὸς πατὴρ ἔδει νὰ μεριμνᾶ διὰ τὴν πνευματικὴν πρόοδον τῆς λαυριωτικῆς ἀδελφότητος καὶ τὴν εὔρυθμον λειτουργίαν τῆς Μονῆς.
«Ἰδοὺ παρατίθημί σοι, προτρέπει τὸν νέον ἡγούμενον ὁ Ὅσιος, ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἐκλεκτῶν ἀγγέλων αὐτοῦ, πᾶσαν τὴν ἐν Χριστῷ ἀδελφότητα, ὅπως αὐτὴν εἰσδέξῃ ὅπως προσλάβοις καὶ ὁδηγήσοις καὶ διαφυλάξοις, ὡς ἄρνας Χριστοῦ, ὡς μέλῃ φίλτατα, θάλπων καὶ περιέπων ἕνα ἕκαστον, κατὰ τὸ ἴσον
τῆς ἀγάπης μέτρον...»
Λόγω τῆς θέσεως, τῶν διοικητικῶν εὐθυνῶν καὶ πνευματικῶν καθηκόντων, τοῦ ἡγουμένου, ὁ ἱερὸς πατὴρ παρέδωσε ὡρισμένας βασικὰς ὑποθήκας, οἱ ὁποῖαι ἔχουν:
α. Δὲν θὰ μεταβάλλεις τὸν τύπο καὶ τὸν κανόνα τῆς παρούσης Διαθήκης ποὺ παρέλαβες «παρὰ τῆς ἐμῆς ταπεινώσεως », ἐκτὸς τῆς περιπτώσεως κατεπειγούσης ἀνάγκης.
β. Δὲν θὰ ἀποκτήσεις κανένα πρᾶγμα ἐγκόσμιο καὶ δὲν θὰ ἀποθησαυρίσεις γιὰ τὸν ἑαυτό σου οὔτε ἕνα ἀργύριο.
γ. Δὲν θὰ διαμοιράσεις τὴν ψυχὴ καὶ τὴν καρδιά σου στὶς σχέσεις καὶ τὶς φροντίδες σου γιὰ τὰ πνευματικὰ σου παιδιὰ καὶ τοὺς ἀδελφοὺς ποὺ σοῦ εἶναι ἐμπιστευμένοι ἀπὸ τὸν Θεό, οὔτε ἀκόμη σ᾿ αὐτοὺς τοὺς κατὰ σάρκα συγγενεῖς ἢ φίλους ἢ συνεργάτες.
δ. Δὲν θὰ χρησιμοποιήσεις τὰ πράγματα τῆς Μονῆς σου ὡς ἐλεημοσύνη ἢ κληρονομιὰ οὔτε ἐνόσῳ ζεῖς οὔτε μετὰ τὸν θάνατό σου, στοὺς προαναφερθέντας. Διότι δὲν εἶσαι ἐκ τοῦ κόσμου γιὰ νὰ μετέχεις στὰ πράγματα τοῦ κόσμου. Ἐκτὸς ἐὰν μερικοὶ ἤθελαν ἀλλάξει ζωὴ ἀπὸ τὸν κοσμικὸ στὸν μοναχικὸ βίο. Καὶ ἔτσι θὰ ἀκολουθεῖς τὸ παράδειγμα τῶν ἁγίων πατέρων.
ε. Δὲν θὰ ἀποκτήσεις δοῦλο, οὔτε γιὰ τὴν προσωπική σου ἐξυπηρέτηση καὶ ὑπηρεσία οὔτε γιὰ τὴν Μονὴ ποὺ σοῦ ἔχει ἐμπιστευθεῖ, ἄνθρωπο ποὺ εἶναι πλασμένος κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ. Καὶ τοῦτο γιατὶ αὐτὸ εἶναι ἐπιτρεπτὸ στοὺς κοσμικούς, ὅπως ὁ γάμος.
στ. Δὲν θὰ ἀποκτήσεις ζῶο θηλυκοῦ γένους γιὰ τὴν ἐξυπηρέτηση τῶν ἀναγκῶν σου, ἐσὺ ποὺ ἔχεις ἀπαρνηθεῖ τελείως τὸ θηλυκὸ γένος.
ζ. Φρόντισε νὰ διατηρήσεις νὰ εἶναι ὅλα κοινὰ στὴν ἀδελφότητα καὶ ἀμέριστα καὶ τίποτε νὰ μὴν περιέρχεται στὴν αὐθαίρετη ἐξουσία τοῦ καθενὸς ὡς ἰδιοκτησία, ἀκόμη καὶ μιὰ βελόνη. Τὸ σῶμα καὶ ἡ ψυχή σου νὰ εἶναι ἐξ ἴσου μοιρασμένα σὲ ὅλα τὰ πνευματικά σου παιδιά, τοὺς ἀδελφοὺς καὶ πατέρες.
η. Δὲν θὰ κάνεις μὲ κοσμικοὺς ἀδελφοποιΐες καὶ συντεκνίες, ἐσὺ ποὺ ἐγκατέλειψες τὸν κόσμο καὶ τὰ τοῦ γάμου.
θ. Δὲν θὰ ἔχεις κανένα ἰδιαίτερο χῶρο γιὰ τὸν ἑαυτό σου, οὔτε τὴν οἰκονομικὴ μέριμνα τῆς Μονῆς. Γιὰ σένα «ἔστω σοι κλεὶς ἡ μεγίστη τῶν ψυχῶν φροντίς...». Τὴν διαχείρηση τῶν οἰκονομικῶν νὰ ἀναθέσεις στοὺς οἰκονόμους καὶ στοὺς κελλαρίτες καὶ ὅ,τι ἁρμόζει σὲ κάθε διακόνημα. Προφανῶς ἐσὺ θὰ ἔχεις τὴν ἐξουσία καὶ τὴν συμβουλὴ τῶν προκρίτων καὶ θὰ ζητᾶς τὸν ἀπολογισμὸ κάθε διακονητοῦ.
ι. Δὲν θὰ ἀποκτήσεις πολυτελῆ ροῦχα, ἀλλά, μιμούμενος τοὺς ἁγίους πατέρες, νὰ ἐνδύεσαι καὶ νὰ ὑποδύεσαι ταπεινά.
ια. Δὲν θὰ τρῶς πλούσια φαγητά, οὔτε θὰ παραθέτεις πλούσια τράπεζα στοὺς φιλοξενουμένους, γιατὶ ἔτσι θὰ ἔχεις περισπασμούς. Καὶ τοῦτο διότι αὐτὸ εἶναι γνώρισμα ἀνθρώπων ποὺ ἐπιδιώκουν τὶς ἀπολαύσεις τοῦ παρόντος βίου.
ιβ. Νὰ μὴν ἔχεις τὸ πνεῦμα τῆς μεγάλης προόδου καὶ τῶν πολλῶν ταξιδιῶν. Νὰ μὴ ἐγκαταλείπεις χωρὶς ἀνάγκη τὸ ποίμνιό σου. Ἀντίθετα νὰ προτιμᾶς νὰ παραμένεις μέσα στὴν ἀδελφότητα καὶ νὰ μεριμνᾶς καὶ νὰ φροντίζεις νὰ σώσεις λογικὰ πρόβατα ποὺ ρέπουν στὴν πλάνη καὶ νὰ μὴ ἐπιτρέπεις ἀβασάνιστα στοὺς
ὑποτακτικούς σου νὰ ταξιδεύουν καὶ μάλιστα σὲ καιρὸ χειμῶνος, ὁπότε καὶ νὰ θέλουν νὰ ἐπιστρέψουν δὲν θὰ μποροῦν λόγῳ τῶν κακῶν καιρικῶν συνθηκῶν, γνωρίζοντας καλὰ πώς, ἡ ἐκτὸς τοῦ κελλίου παραμονὴ καὶ ἡ μετὰ κοσμικῶν συναναστροφὴ ἐπιφέρει τὸν αἰώνιο θάνατο κατὰ τὸν μέγα Ἀντώνιο.
ιγ. Δὲν θὰ ἐγκαταλείψεις τὸ ποίμνιό σου γιὰ νὰ πᾶς νὰ ἀναλάβεις ἄλλο ἢ γιὰ νὰ ἀποκτήσεις μεγαλύτερο ἀξίωμα.
ιδ. Δὲν θὰ κάνεις γιὰ τὸν ἑαυτό σου ἢ γιὰ τὰ πνευματικά σου παιδιὰ οἶκο κοσμικὸ ἢ κατάλυμμα, ὅπου συχνάζουν γυναῖκες, ἀλλὰ θὰ ἐπιλέξεις σπίτια εὐλαβῶν ἀνδρῶν γιὰ τὶς παροδικὲς ἀνάγκες ἐργασίας τῆς Λαύρας.
ιε. Δὲν θὰ ἀποκτήσεις ὑποτακτικὸ στὸ κελλί, στὸν ὁποῖο θὰ δεικνύεις ἰδιαίτερη συμπάθεια ἐπὶ σκανδαλισμῷ τῶν ἀστηρίκτων καὶ ἁπλουστέρων. Τοὐναντίον θὰ ἐξυπηρετεῖσαι ἀπὸ ἀδιάβλητο πρόσωπο καὶ ἐκ διαφόρων πατέρων τῆς Μονῆς.
ιστ. Νὰ μὴ ἀποκτήσεις γιὰ τὴ Λαύρα προάστειο ἢ ἀγρὸ κάτι ποὺ θὰ προκαλέσει βλάβη καὶ περισπασμὸ ἄκαιρο στὴν ἀδελφότητα, παρὰ μόνο ἕνα μετόχι στὴν Πόλη, γιὰ νὰ φιλοξενοῦνται ἐκεῖ οἱ ἀδελφοὶ ποὺ θὰ μεταβαίνουν γιὰ ἐργασίες τῆς Μονῆς. Καὶ τοῦτο διότι τοὺς ἀρκοῦν ὅσα τοὺς ἄφησα μὲ τὴν πρόνοια καὶ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ, ἐὰν φυσικὰ τὰ φροντίζουν.
ιζ. Θὰ μεριμνήσεις νὰ χορηγοῦνται τὰ ἀναγκαῖα σὲ ἐκεῖνους ποὺ ἀποκλείσθησαν κατὰ τὸν καιρὸ τοῦ χειμῶνος ἢ κακοκαιρίας «ἐν τῷ τοῦ λειμένος καταγωγίῳ». Δὲν θὰ περιορίσεις τὴν διακονίαν τῆς φιλοξενίας καὶ ἂν ἀκόμη τὰ οἰκονομικὰ τῆς Λαύρας περιέλθουν, «δι᾿ οἰκονομίαν Θεοῦ», σὲ ἐσχάτη παρακμὴ καὶ φθάσουν «ἓν μόδιον».
ιη. Δὲν θὰ προτιμήσεις τὸ συμφέρον τῆς ἀδελφότητος ἀπὸ τὸ συμφέρον κανενὸς προσώπου ποὺ ἔχει ἐξουσία καὶ δύναμη στὴν παρούσα ζωή. Οὔτε θὰ ὑποχωρήσεις ἀπὸ τοῦ νὰ θυσιάσεις τὴν ψυχή σου χάριν τῆς τηρήσεως τῶν θείων νόμων καὶ ἐντολῶν.»
Οἱ ἀνωτέρω ὑποθήκες δὲν ἀποτελοῦν μόνον πολύτιμον παρακαταθήκην γιὰ τὸν διάδοχον αὐτοῦ ἡγούμενον, ἀλλὰ προδίδουν καὶ τὸ μέτρον κατὰ τὸ ὁποῖον οὗτος δέον νὰ ἀσκεῖ τὴν ἡγουμενείαν του καὶ νὰ τὴν διαφυλάττει μακριὰ ἀπὸ σκάνδαλα καὶ διακρίσεις, φατρίες καὶ μερικὲς φιλίες ἀπὸ ἐφάμαρτες σχέσεις μὲ κοσμικὰ πρόσωπα δι᾿ ἴδιον ὄφελος καί, γενικῶς εἰπεῖν, ἀπὸ πράξεις μειωτικὲς τοῦ προσωπικοῦ καὶ πνευματικοῦ του κύρους.
Τὸ θέμα τῆς διαδοχῆς τοῦ Ἡγουμένου καθορίζεται μὲ τρόπο σαφῇ καὶ ἀρκούντως λεπτομερῆ εἰς τὸ Τυπικὸν τοῦ Ὁσίου. Οἱ ἀναφορὲς εἶναι πολλές. Ὁριοθετοῦνται δὲ εἰς αὐτὸ οἱ προϋποθέσεις ἐκλογῆς τοῦ ὑποψηφίου καὶ οἱ σχετικὲς ἁρμοδιότητες τοῦ ἔτι ζῶντος ἡγουμένου.
Οὕτῳ, κατὰ τὸν ἱερὸν πατέρα: «Ὅταν μέλλη (ὁ ζῶν ἡγούμενος) τῆς ἐπικήρου ταύτης ζωῆς τῇς μηδὲν στάσιμον ἢ βέβαιον ἐχούσης μεθίστασθαι, καταλιμπάνη διάδοχον εἰς τὴν τῆς ἡγουμενείας ἀρχὴν ἐκεῖνον, ὃν ἂν παρὰ τοῦ Θεοῦ πληροφορηθείη καταλλήλως πρὸς τὸ πρᾶγμα καὶ προσφυῶς ἔχοντα, ὃν καὶ τῶν ἰδίων ἀρετῶν τὸ φῶς διάδηλον διαδείκνυσιν, εἰδήσει μέντοι καὶ γνώμῃ (ἐγκρίσει) τῶν προκριτωτέρων ἀδελφῶν καὶ εὐλαβεστέρων".
Παρόμοιον τι ἐπαναλαμβάνεται καὶ εἰς τὸ Χρυσόβουλλον τοῦ Νικηφόρου Φωκᾶ, σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖον, ἐνόσῳ ἔζη ὁ Ὅσιος εἶχεν τὴν ἐξουσίαν ὁμοῦ μετὰ τοῦ αὐτοκράτορος νὰ ὁρίζουν τὸν διάδοχον, ἐν ἐναντία δὲ περιπτώσει, ὅταν ἀμφότεροι ἐκ τοῦ ματαίου βίου ἤθελον ἀναχωρήσει, «οὐδένα τῶν πάντων ἕτερον εἰς τὴν τοιαύτην λαύραν Καθηγούμενον προχειρίζεσθαι, ἀλλ᾿ ὃν ἂν οἱ μοναχοὶ τῆς τε λαύρας καὶ τῶν αὐτῶν καλλίων συναθροιζόμενοὶ τε καὶ διασκοπούμενοι, ἀρετῇ τε ἴδωσι διαφέροντα καὶ ἐπιτηδείως πρὸς τοῦτο ἔχοντα ἐκεῖνον καὶ τὴν ἡγουμενείαν ἐγκαθιστᾶν".
Εἰς τὴν περίπτωσιν δέ, κατὰ τὴν διαδικασίαν ἀναδείξεως τοῦ ἡγουμένου, μοναχὸς τις «δαιμονιώδει φρονήματι ἀπατώμενος καὶ ἰδίῳ θελήματι ἀπαγόμενος (κινούμενος) ἐπιζητεῖ νὰ προβάλλει ἕτερον ἐκτὸς ἐκεῖνον τὸν ὁποῖον ὁ προεστὠς καὶ πᾶσα ἡ τῶν προκριτωτέρων ἀδελφῶν λογὰς ἐκκρίνει καὶ ἐπιλέξεται", δημιουργώντας στάσεις, παρασυναγωγάς, φατρίας καὶ σχίσματα νὰ ἐκδιώκεται καὶ νὰ ἀποκόπτεται ἐκ τοῦ σώματος τῆς ἀδελφότητας ὡς (πνευματικά) ἄρρωστος μὲ τὸ «ὡς μὴ κατὰ Θεὸν τούτοις συζῶν μηδὲ τὴν προκοπὴν αὐτῶν καὶ τὸ συμφέρον ἐκζητῶν».
Διὰ τὸν λόγον αὐτῶν ὁ μέλλων τελευτᾶν ἡγούμενος νὰ ἔχει τὴν ἐξουσίαν, ἐνόσω ζῇ, νὰ ὑποδεικνύει τὸν διάδοχον αὐτοῦ, ἱκανὸν καὶ ἄξιον νὰ προστεῖ τῶν ἀδελφῶν.
Ἐὰν δὲ ὁ ἡγούμενος δι᾿ οἱονδήποτε λόγον μεταστεῖ τῆς ἐπικήρου ταύτης ζωῆς, τότε, κατὰ τὸν πατέρα, «διοριζόμεθα» ἡ ἐκλογὴ νὰ γίνεται ἐκ τῆς ἀδελφότητος, «συνελεύσει καὶ διασκοπήσει καὶ κρίσει τῶν μοναχῶν...»
Ἀπαραίτητος προϋπόθεσις διὰ νὰ εἶναι κανεὶς ὑποψήφιος δέον νὰ ἀνήκει εἰς τὴν ἀδελφότητα, νὰ εἶναι κανονικὸν μέλος αὐτῆς. Οὕτῳ δὲν γίνεται δεκτὸς ὡς ἡγούμενος ὑποψήφιος προερχόμενος ἀπὸ ξένη λαύρα ἢ μονή, μὲ κίνδυνο, ἐὰν ἐκλεγεῖ, ἡ Λαύρα νὰ καταστεῖ ὑποτελὴς ἄλλης μονῆς ἢ νὰ περιπέσει ὑπὸ τὴν ἐξουσία ἄλλου κοσμικοῦ ἢ ἐκκλησιαστικοῦ προσώπου, ἀλλὰ νὰ εἶναι ἐλεύθερος καὶ αὐτοδέσποτος.
Παρομοίαν ρύθμισιν ὡς πρὸς τὸ θέμα περιλαμβάνεται καὶ εἰς τὸ Χρυσόβουλλον τοῦ Νικηφόρου Φωκᾶ, κατὰ τὸ ὁποῖον, οἱ μοναχοὶ τῆς λαύρας, «διασκοπούμενοι ἀρετῇ τε ἴδωσι διαφέροντα καὶ ἐπιτηδείως πρὸς τοῦτο ἔχοντα, ἐκεῖνον εἰς τὴν ἐγκαθιστᾶν».
Διότι, ἐὰν ἀναλάβει τὴν ἡγουμενείαν ξένον πρόσωπον, τότε ἡ Λαύρα θὰ ὑποπέσει ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν αὐτοῦ. Σκοπὸς ὅμως εἶναι ἡ Λαύρα νὰ εἶναι «αὐτοδέσποτος καὶ αὐτεξούσιος». Τοὐτέστιν, ἡ Λαύρα νὰ μὴ ὑποπέσει ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν κανενός, «μήτε Πατριάρχου, μήτε Ζακελλίου, μήτε τινος ἄλλου προσώπου παραδυναστεύοντος» αὐτήν. Ἐντεῦθεν, ὁ ὑποψήφιος δέον νὰ εἶναι λαυριώτης ἀδελφὸς καὶ μὴ ἐκ «ξένης φοιτήσαντος καὶ αὐθημερὸν πλασθέντος, σκοποῦντος τὴν κατάληψιν τῆς ἀρχῆς», δηλ. τῆς ἡγουμενίας.
Ἡ ἀπαγόρευσις ἐκλογῆς ἡγουμένου παρ᾿ ἄλλης μονῆς περιέχεται καὶ εἰς τὸ Χρυσόβουλλον τοῦ Νικηφόρου Φωκᾶ, τὸ ὁποῖον, ἐν τέλει, δέχεται τὴν περίπτωσιν ἐκλογῆς ἀδελφοῦ προερχομένου ἐξ ἄλλης μονῆς ὑπὸ τὴν προϋπόθεσιν νὰ παραμείνει εἰς αὐτὴν δύο ἕως τρία ἔτη ἀπὸ τῆς ἐγκαταβιώσεως, ὁπότε καθίσταται κανονικὸς ἀδελφὸς αὐτῆς, θεωρούμενος «τέκνον καὶ σῶμα τῆς ἐκκλησίας καὶ μέλος τῆς κατ᾿ ἐμὲ ἀδελφότητος καὶ κατὰ μηδὲν διαφέρειν τῆς ἐμῆς κουρᾶς...».
Συνεπῶς, ἀποδέχεται ὁ Ὅσιος, τὴν περίπτωσιν νὰ εὑρεθεῖ ἀδελφός, ὁ ὁποῖος ἦλθε ἀπὸ ξένην μονὴν καὶ ἐφ᾿ ὅσον «διαπρέψας ἐν τῇ μονῇ, ἱκανός τε καὶ ἐπιτήδειος καὶ ἄξιος τῆς τῶν ἀδελφῶν ἐπιστασίας ἀναφανῇ ἀκωλύτως καὶ ἀνενδοιάστως ἐπιστατείτῳ παρὰ τοῦ μέλλοντος τελευτᾶν Καθηγομένου κατὰ διαδοχὴν μαρτυρούμενός τε καὶ καταλιμπανόμενος, ἀλλὰ γὰρ καὶ παρὰ τῶν τῆς λαύρας ἀδελφῶν ὁ τοιοῦτος ἐκλεγέσθω.
Σκοπός, ὑπογραμμίζει ὁ ἱερὸς πατήρ, τῶν ρυθμίσεων αὐτῶν εἶναι ἡ εὐρυθμία τῆς Λαύρας, ἡ πνευματικὴ προαγωγὴ τῶν πατέρων καὶ ἡ φροντὶς «τὸ μὴ δεσποτείᾳ, τινὸς ἀσυντελοῦς προσώπου, παρὰ τὸ προσῆκον ὑποπεσεῖν τὴν Ἐκκλησίαν» (Λαύραν).
Ἀσφαλιστικὴν ὅμως δικλεῖδα εἰς τὴν ἐξουσίαν τοῦ μέλλοντος τελευτᾶν ἡγουμένου περὶ τὴν ὑπόδειξιν τοῦ νέου τοιούτου, ὁ ἴδιος ὁ ἱερὸς πατὴρ ἔθετε τὴν γνώμην τῶν πατέρων καὶ τῶν προκρίτων.
Οὕτω, εἰς τὸ Τυπικὸν ὑπογραμμίζεται, «...ἐγὼ ὁ πάντων τὴν κυριότητα, καὶ οὖ τῷ λόγῳ ἀνθέστηκεν οὐδὲ εἷς, οὐ τῆς τῶν ἀδελφῶν γνώμης χωρὶς τὸν ἐμὸν βούλομαι καταλελοιπέναι διάδοχον...»
Ἡ θέσις αὕτη ἐξισσοροπεῖ τὴν ἐξουσίαν τοῦ ἡγουμένου καὶ τὴν γνώμην-κρίσιν τῶν ἀδελφῶν, τὸν ὁποίων διάδοχος πρόκειται νὰ προστεῖ.
Ἡ διαδικασία ἐκλογῆς του νέου ἡγουμένου ὁρίζεται εἰς τὸ Τυπικὸν καὶ διεξάγεται ὡς ἑξῆς:
Τελεῖται ἀφ᾿ ἑσπέρας ὁλονυκτία καὶ μετὰ τὸ πέρας τῆς Θείας Λειτουργίας, «ὁ προχειριζόμενος εἰς προεστῶτα» θέτει μετάνοιαν ἔμπροσθεν τοῦ Ἱεροῦ Θυσιαστηρίου καὶ εἶτα στρέφεται πρὸς τοὺς μοναχοὺς καὶ θέτει μετάνοιαν πρῶτος ὁ Ἐπίτροπος καὶ μετὰ οἱ λοιποὶ πάντες.
Μετὰ τὴν ἐκλογήν, ἀναλαμβάνει ὁ νέος ἡγούμενος τὴν διοίκησιν τῆς Μονῆς καὶ ὁ Ἐπίτροπος εἶναι συνεργὸς «πάση δυνάμει» τοῦ νέου ἡγουμένου, ἐνῶ πάντες οἱ ἀδελφοὶ «ἐπιδεικνύουν ὑποταγὴν καθαρὰν καὶ ἀνόθευτον». Χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ ἔκκλησις τοῦ ἱεροῦ πατρὸς πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς ὑπὲρ τοῦ νεοεκλεγέντος ἡγουμένου καί, κατὰ διαδοχήν, τῶν ἐπιγενεστέρων αυτοῦ.
Ἀλλὰ καὶ σεῖς τέκνα καὶ ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, ἀκοῦστε μου «τῆς οἰκτροτάτης φωνῆς». Δεχθῆτε καὶ ἀποδεχθῆτε τὸν καθηγούμενο, διότι ἐγὼ τὸν ἐξέλεξα. Ἀσπασθῆτε αὐτὸν σὰν διάδοχὸ μου, ἀτενίζοντας πρὸς αὐτὸν μὲ δέος καὶ τιμὴ καὶ διαφυλάξετε τὸν κανόνα τῆς ὑπακοῆς πρὸς αὐτόν, ὡς νόμιμον, ὅπως τὸν τηρήσατε σὲ μένα, μὴ καταφρονοῦντες τὴν νέα του ἐκλογὴ καὶ νὰ μὴ ζητᾶτε τίποτα περισσότερο ἀπ᾿ αὐτὸν παρὰ ὄ,τι τοῦ δωρήθηκε ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Ἀρκεῖ σ᾿ αὐτὸν νὰ τηρήσει σταθερὰ ὅσα ἔχει διδαχθεῖ ἀπὸ τὴν ταπεινότητὰ μου. Καὶ ἐὰν μὲ ἀγαπᾶτε, τέκνα μου καὶ ἐνθυμεῖσθε τὴν ἀγάπη μου, φυλάξετε τὶς ἐντολές μου «καὶ τὴν εἰρήνην ἐν ἑαυτοῖς ἔχετε». Διατηρῆστε τὴν «εὐπείθειαν καὶ ταπείνωσιν καὶ τὴν μέχρι θανάτου ὑπακοὴν πρὸς τὸν καθηγούμενον», χωρὶς νὰ ἀντιλέγετε ἢ νὰ τὸν στενοχωρεῖτε σὲ κάτι. Τὸ ἀγγελικὸ πολίτευμα τηρήσετε ἀκατηγόρητο. Μισήσαντες τὸν κόσμο μὴ ἐπιστρέψετε «πρὸς τὰ τοῦ κόσμου ἔργα». Ἔχοντες ἀπαρνηθεῖ τὰ βιωτικὰ πράγματα μὴ προσδεθείτε σὲ σαρκικὲς σχέσεις. Ἔχοντες ἀρνηθεῖ «πάντα τὰ τερπνὰ καὶ ἐπίκηρα τοῦ παρόντος βίου», μὴ ἀποσκιρτήσετε ἀπὸ ὀλιγωρία ἀπὸ τὴν ἀσκητικὴ σας διαγωγή, «γενόμενοι ἐπίχαρμα δαιμόνων». Ἐγκαρτερήσετε μέχρι τέλους τὸν δρόμο τῆς ὑπακοῆς, «ἵνα τῆς δικαιοσύνης ἀμαράντινον στέφανον» ἀποκτήσετε. Ὁδηγούμενοι ἀπὸ τὴν ταπεινοφροσύνη νὰ γίνετε ἀρνητὲς τοῦ θελήματὸς σας συμμορφούμενοι μόνον πρὸς ὅσα ἐγκρίνει ὁ καθηγούμενος. Καὶ νὰ γνωρίζετε πώς, «μακάριοι ἐστε ἐὰν φυλάξητε αὐτὰ μέχρι τέλους, ὁ γὰρ χορὸς τῶν Μαρτύρων» θὰ σᾶς ὑποδεχθεῖ καὶ θὰ ἀπολαύσετε «στεφανηφοροῦντες ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν. Τὸ λοιπόν, τέκνα, εἴθε νὰ σωθεῖτε καὶ νὰ ἐνθυμεῖσθε τὴν ταπεινότητὰ μου.
Συνεργοὶ καὶ συμπαραστάται εἰς τὸ ἔργον τοῦ ἡγουμένου ἦσαν οἱ καλούμενοι «πρόκριτοι», «οἱ προέχοντες», «οἱ εὐλαβέστεροι», «οἱ τὰ πρῶτα φέροντες ἐν τοῖς ἀδελφοῖς», « οἱ ἔγκριτοι».
Εἰς τὴν Διαθήκην τοῦ Ὁσίου δὲν ἀναφέρονται ἀναλυτικῶς οἱ ἁρμοδιότητες τῶν «προκρίτων» ἀδελφῶν, ἀλλὰ ὁπωσδήποτε ἔργον αὐτῶν ἦτο νὰ βοηθοῦν τὸν ἡγούμενον, κυρίως, ἐπὶ θεμάτων διοικητικῶν, οἰκονομικῶν καὶ τῆς ὅλης μοναστηριακῆς ζωῆς.
Μεταξὺ τῶν καθηκόντων αὐτῶν ἦτο ἡ συμμετοχὴ εἰς τὴν ἐκλογὴν τοῦ ἡγουμένου, ἡ ὁποία ἔδει νὰ γίνει, «εἰδήσει καὶ γνώμῃ τῶν προκριτωτέρων ἀδελφῶν καὶ εὐλαβεστέρων» καὶ «ὃν ὁ προεστὼς καὶ πᾶσα ἡ τῶν προκριτωτέρων ἀδελφῶν λογὰς ἐκκρίνει...», ἐκλεγόμενος «συνελεύσει καὶ διασκοπήσει καὶ ψήφῳ καὶ κρίσει τῶν εὐλαβεστέρων καὶ προεχόντων ἀδελφῶν...»
Σημαντικὲς ἁρμοδιότητες εἶχεν ὁ ὑποτακτικὸς αὐτοῦ Ἰωάννης ὁ Ἴβηρ, ὅστις ὅμως ἤδη εἶχεν ἀναλάβει τὴν ἀναστήλωσιν τῆς Μονῆς Κλήμεντος, ἐπονομασθεῖσαν ἐξ αὐτοῦ Ἰβήρων.
Οἱ ἁρμοδιότητες κυρίως περιορίζοντο εἰς τὸ διάστημα μεταξὺ τῆς τελευτῆς τοῦ ἡγουμένου καὶ τῆς ἐκλογῆς τοῦ διαδόχου του. Οὕτω ὁ ἱερὸς Πατὴρ ὥρισεν εἰς τὸ Τυπικόν:
«Στὸν Ἐπίτροπὸ μου, τὸν μοναχὸ Ἰωάννη τὸν Ἴβηρα, ἀφήνω ἐντολὴ καὶ ἐξορκίζω ἐνώπιον τοῦ Κυρίου τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Ὑπεραγίας ἡμῶν Θεοτόκου, ἵνα μετὰ τὸν θάνατὸ μου συμπεριφερθεῖ κατὰ τέτοιο τρόπο ἀπέναντι τῆς ἐν Χριστῷ συνοδίας καὶ τῆς Λαύρας, ἀλλὰ καὶ ἀπέναντι τῶν κελλίων αὐτῆς, τὰ ἐντὸς τοῦ Ὄρους καὶ τὰ ἐκτός, καθώς ἀπαιτεῖ ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν θείων πατέρων ἡ διδασκαλία. Νὰ παραμένει μαζὶ μὲ τοὺς πατέρες τῆς Λαύρας πολλὲς ἡμέρες καὶ νὰ συνομιλεῖ μαζί τους, εἴτε μὲ ὅλους μαζὶ εἴτε ἱδιαιτέρως. Νὰ ἐπιτελοῦν προσευχὲς καὶ ἐκτενεῖς ἀκολουθίες. Νὰ συμπεριφέρεται μὲ ἀπροσωποληψία καὶ ἀμεροληψία καὶ μὲ ἐλευθερία, ἔχοντας τὴν συναίσθηση ὅτι ὁ Θεὸς ἐπιβλέπει καὶ γνωρίζει τὰ κρύφια τῆς καρδιᾶς τοῦ καθενός. Μαζὶ μὲ τοὺς προκρίτους καὶ λογιωτέρους καὶ πνευματικοτέρους ἀδελφοὺς νὰ συσκέπτεται καὶ νὰ ἐρευνᾶ καὶ νὰ βασανίζει τὶς γνῶμες καὶ τὶς κρίσεις αὐτῶν τῶν ἰδίων καὶ ὑπολοίπων. Καὶ νὰ προχειρίζει Καθηγούμενο ἐκεῖνον ποὺ ἤθελε εὐδοκήσει ὁ Θεὸς καὶ ὁ ἴδιος πληροφορηθεῖ «μετὰ καὶ τῶν προκρίτων ἀδελφῶν». Νὰ μὴν εἶναι οἱ σύμβουλοι τοῦ Ἐπιτρόπου πέραν τῶν δεκαπέντε (15) «διὰ τὴν προβολὴν» (ἐκλογὴ) τοῦ Καθηγουμένου, ἀλλὰ ἴσως καὶ λιγώτεροι. Βέβαια, δὲν ἀποκλείουμε ἀπὸ συμβούλους τοὺς ἄλλους πατέρας, διότι δῆθεν δὲν εἶναι λόγιοι καὶ πνευματικοί, καθότι ὅλοι «Θεοῦ χάριτι» καὶ «πνευματικοὶ καὶ χρήσιμοι καὶ φρόνιμοι ὑπαρχουσιν». Ἀλλὰ ἐπειδὴ στὸ μεγάλο
πλῆθος ὑπάρχουν διαφορετικοὶ χαρακτῆρες καὶ πολλὲς γνῶμες στὸν καθένα. Καὶ ἄλλοι προκρίνουν τὸν ἕνα καὶ ἄλλοι τὸν ἄλλον. Γι᾿ αὐτὸ θεώρησα εὔλογο καὶ δίκαιο, νὰ μὴν εἶναι πολλοὶ ἀλλὰ λίγοι, ἐκεῖνοι ποὺ θὰ ψηφίζουν τὸν Ἡγούμενο, μὲ τὴν θέληση τοῦ Ἐπιτρόπου.»
Ἐκ τοῦ ἀποσπάσματος τούτου προκύπτει ὅτι ὁ ἑπίτροπος εἶχεν καθοριστικὴν ἐπιρροὴν εἰς τὴν ἐκλογὴν νέου ἡγουμένου. Γίνεται λόγος περὶ προχειρίσεως ὑπ᾿ αὐτοῦ ἡγουμένου, «ὃν ἂν ὁ Θεὸς εὐδοκῇ καὶ αὐτὸς πληροφορηθῇ μετὰ τῶν προκρίτων ἀδελφῶν». Ὁ δὲ ἀριθμὸς τῶν προκρίτων ἔδει νὰ εἶναι οὐχὶ «πλείους τῶν πεντεκαίδεκα».
Ἀλλ᾿ ἡ ἐποπτεία τοῦ ἐπιτρόπου δὲν περιορίζεται μέχρι τοῦ σταδίου αὐτοῦ, προεκτείνεται καὶ μετὰ τὴν «προβολὴν» (ἐκλογήν) τοῦ νέου ἡγουμένου.
Μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου, ἐπισκεπτόμενος τὴν Λαύρα ὁ Ἰωάννης ὁ Ἴβηρ καὶ «βλέπων τὴν τάξιν καὶ διαγωγὴν τοῦ Καθηγουμένου», ἀσφαλῶς θὰ διαπιστώσει τοῦ μὲν Καθηγουμένου «τὴν σπουδὴν καὶ ἐπιμέλειαν καὶ στοργὴν καὶ ἀγάπην καὶ διάθεσιν καὶ φιλίαν ψυχῆς» πρὸς τοὺς ἀδελφούς, ἐκείνων δὲ τὴν «ὑπακοὴν καὶ πίστιν καὶ ἀγάπην» τὴν ὁποίαν πρέπει νὰ ἀγωνίζονται νὰ ἔχουν «ἐκ ψυχῆς» πρὸς τὸν Ἡγούμενο, ἢ θὰ διαπιστώσει τὰ ἀντίθετα ὅσων παραπάνω ἐλέχθησαν...
Ἐὰν δὲ διὰ τὰς ἐμὰς ἁμαρτίας φανερώσῃ αὐτὸν ὁ χρόνος ἐπὶ λύμῃ καὶ διαστροφῇ καὶ ἀπωλείᾳ τῶν ψυχῶν τῆς ἀδελφότητος πολιτευόμενον, ὅπερ ἀπεύχομαι, μηδὲ ἐν ὀνείρῳ εὑρεθῆναι τὸν καθηγούμενον, καὶ τοιοῦτος φωραθεὶς ἀδιόρθωτος μείνῃ, τότε ὁ ἐπίτροπος μετὰ τῶν ἐγκρίτων ἀδελφῶν συμβουλευόμενος καὶ τῆς οἰκείας διακρίσεως καὶ φρονήσεως ποιείτω τὴν πρόνοιαν τῆς ἀδελφότητος, προχειριζόμενος τὸν δυνάμενον πρὸς σύστασιν εἶναι τῆς λαύρας καὶ πάντων τῶν ἀδελφῶν καὶ οὕτω διαρκεῖν μέχρι τέλους ζωῆς αὐτοῦ.
Παῦλος Μοναχὸς Λαυριώτης
1. Πρβλ. Ἐπετηρὶς Ἀθων. Σχολῆς, Ἀθῆναι 1966, σελ. 28, 129.
2. Πρβλ. Δ. Α. Πετρακάκου. Τὸ μοναχικὸν πολίτευμα τοῦ Ἁγίου Ὄρους, σελ.7 καὶ 13, Ἀθῆναι 1925.
3. Πρβλ. Διον Παπαχρυσάνθου, ὁ Ἀθωνικὸς Μοναχισμός, Ἀθῆναι 1999 σελ. 215.
4. Πρβλ. Ἀρχιμ. Βασ.Στεφανίδης. Τὸ πρόβλημα τῆς Λαύρας τοῦ Ἄθῳ, Ἐπετηρὶς Θεολογ. Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, σελ. 24.
5. Πρβλ. Παύλου Μον. Λαυριώτου, ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Ἀθωνίτης, Τυπικόν, σελ. 242.
6. Ἔνθ. ἀνωτέρω σελὶς 193,194.
7. Ἔνθ. ἀνωτέρω σελὶς 208,209.
8. Ἔνθ. ἀνωτέρω σελὶς 239.
9. Ἔνθ. ἀνωτέρω σελὶς 208,209.
10. Ἔνθ. ἀνωτέρω σελὶς 240.
11. Ἔνθ. ἀνωτέρω σελὶς 242,243.
12. Ἔνθ. ἀνωτέρω σελὶς 201,202.
13. Ἔνθ. ἀνωτέρω σελὶς 210,212.
14. Ἔνθ. ἀνωτέρω σελὶς 263,264.