[Περιεχόμενα] [01] [02] [03] [04] [05] [06] [07] [08] [09] [10] [11] [12] [13] [14] [15]
Κανεὶς ποτὲ δὲν πρέπει ν᾿ ἀπελπίζεται, ἔστω κι ἂν ἔκανε πολλὲς ἁμαρτίες, ἀλλὰ νὰ ἐλπίζει ὅτι θὰ σωθεῖ μὲ τὴ μετάνοια.
Ἁμαρτία θανάσιμη εἶναι ἐκείνη γιὰ τὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος μένει ἀμετανόητος. Κανένας δὲν εἶναι τόσο ἀγαθὸς καὶ σπλαγχνικὸς ὅσο ὁ Θεός. Τὸν ἀμετανόητο ὅμως οὔτε Αὐτὸς τὸν συγχωρεῖ.
Πολὺ λυπόμαστε ὅταν κάνουμε ἁμαρτίες. Τὶς αἰτίες τους ὅμως μὲ εὐχαρίστηση τὶς δεχόμαστε».
Πρόσεχε, ἀδελφέ, τὸ πονηρὸ πνεῦμα, ποὺ φέρνει τὴ λύπη στὸν ἄνθρωπο. Γιατὶ εἶναι φοβερὴ ἡ καταδίωξη ποὺ σοῦ κάνει, μέχρι νὰ σὲ ρίξει κάτω.
Ἡ κατὰ Θεὸν λύπη, ἀντίθετα, εἶναι χαρὰ γιὰ σένα, γιατὶ βλέπεις τὸν ἑαυτό σου νὰ στέκεται στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ἐκεῖνος ποὺ σοῦ λέει: «Ποῦ θὰ πᾶς γιὰ νὰ ξεφύγεις; Μετάνοια δὲν ἔχεις!», αὐτὸς εἶναι ἐχθρός, ποὺ πασχίζει νὰ κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ ἐγκαταλείψει τὴν ἐγκράτεια. Γιατὶ ἡ κατὰ Θεὸν λύπη δὲν ἔρχεται στὸν ἄνθρωπο μὲ ἐπιθετικὴ ὁρμή, ἀλλὰ εἰρηνικά, καὶ τοῦ λέει:
«Μὴ φοβᾶσαι. Ἔλα πάλι». Γνωρίζει, βλέπεις, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀδύνατος, καὶ τὸν δυναμώνει.
Μὲ γενναιοφροσύνη ἀντιμετώπιζε τοὺς λογισμούς, καὶ θὰ σοῦ γίνουν ἐλαφρότεροι. Γιατὶ ὅποιον τοὺς φοβᾶται, τὸν λυγίζουν κάτω ἀπὸ τὸ βάρος τους.
Ἡ δύναμη ἐκείνων ποὺ θέλουν ν᾿ ἀποκτήσουν τὶς ἀρετές, φανερώνεται σὲ τοῦτο: Νὰ μὴ μικροψυχήσουν ἂν συμβεῖ νὰ πέσουν, ἀλλὰ πάλι νὰ ρίχνονται στὸν ἀγῶνα.
Καὶ ἡ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ φανερώνεται σὲ τοῦτο: Ὁποιαδήποτε ὥρα ἐπιστρέψει ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες του, τὸν ὑποδέχεται μὲ χαρά, χωρὶς νὰ τοῦ λογαριάζει τὰ προηγούμενα σφάλματά του, ὅπως εἶναι γραμμένο γιὰ τὸν ἄσωτο υἱὸ (Λουκ. 15:11-32). Αὐτὸς ἄφησε τὴν τροφὴ τῶν χοίρων, δηλαδὴ τὰ σαρκικά του θελήματα, καὶ γύρισε ταπεινωμένος στὸν πατέρα του. Γι᾿ αὐτὸ κι ἐκεῖνος τὸν δέχθηκε, προστάζοντας ἀμέσως νὰ τοῦ φορέσουν τὴ στολὴ τῆς ἁγνότητας καὶ τὸν ἀρραβῶνα τῆς υἱοθεσίας, ποὺ χαρίζει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. (πρβλ. Ρωμ. 8:15, 23. Β´ Κορ. 1:22, 5:5. Ἐφ. 1:13-14).
Γιατὶ ὁ Κύριός μας εἶναι ἐλεήμων καὶ θέλει τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ ἀνθρώπου, καθὼς εἶπε:
«Ἀμήν, ἀμὴν λέγω ὑμῖν, χαρὰ γίνεται ἐν τῷ οὐρανῷ, ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι» (πρβλ. Λουκ. 15:7).
Ἀφοῦ λοιπόν, ἀδελφοί, ἔχουμε τὸ τόσο μεγάλο ἔλεός Του καὶ τὸν πλοῦτο τῆς εὐσπλαγχνίας Του, ἂς ἐπιστρέψουμε κοντά Του μ᾿ ὅλη μας τὴν καρδιά. Κι Αὐτὸς θὰ μᾶς δεχθεῖ φιλάνθρωπα καὶ θὰ μᾶς κάνει κοινωνοὺς τῆς αἰώνιας ζωῆς.
Ἀφοῦ ὅμως ἐπιστρέψεις, νὰ κυριαρχεῖς στὴν καρδιά σου καὶ νὰ μὴν πέσεις σὲ ἀκηδία (δηλαδὴ σὲ πνευματικὴ χαυνότητα) λέγοντας, «Πῶς μπορῶ ἐγώ, ἕνας ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος, νὰ φυλάξω ὅλες τὶς ἀρετές;». Ἡ μετάνοια ὅμως δὲν σοῦ ζητάει κάτι τέτοιο. Γιατὶ ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀφήσει τὶς ἁμαρτίες του καὶ ἐπιστρέψει στὸ Θεό, ἀμέσως ἡ μετάνοιά του τὸν ἀναγεννάει καὶ τοῦ δίνει, σὰν σὲ βρέφος, γάλα ἀπὸ τοὺς ἅγιους μαστούς της, καὶ τὸν ἀνατρέφει σὰν στοργικὴ μάνα. Γιατὶ ὅσο τὸ βρέφος βρίσκεται στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μητέρας του, ἐκείνη τὸ φυλάει κάθε στιγμὴ ἀπὸ κάθε κακό. Κι ὅταν κλάψει, τοῦ δίνει ἀμέσως τὸ μαστό της. Μετά, ἀνάλογα μὲ τὴν ἀντοχή του, τὸ χτυπάει λίγο-λίγο καὶ τὸ φοβερίζει, γιὰ νὰ δεχθεῖ ἔστω κι ἀπὸ φόβο τὸ γάλα της καὶ νὰ μὴν ἔχει καρδιὰ ἀνυπότακτη. Ἂν ὅμως βάλει τὰ κλάματα, τὸ σπλαγχνίζεται -γιατὶ ἀπὸ τὰ σπλάγχνα της βγῆκε- καὶ ἀρχίζει νὰ τὸ παρηγορεῖ καὶ νὰ τὸ φιλάει καὶ νὰ τὸ καλοπιάνει, ὥσπου νὰ δεχθεῖ τὸ μαστό της. Ἂν κάποιος δείξει στὸ βρέφος χρυσάφι ἢ ἀσῆμι ἢ μαργαριτάρια ἢ ἄλλα πράγματα τοῦ κόσμου τούτου, ἐκεῖνο τὰ παρατηρεῖ βέβαια μὲ προσοχή, ὅσο ὅμως βρίσκεται στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μάνας του, ὅλα τὰ παραβλέπει προκειμένου νὰ θηλάσει.
Κι ἐμεῖς λοιπόν, ἀδελφοί, ἂς φροντίσουμε γιὰ τοὺς ἑαυτούς μας. Ἂς μείνουμε κάτω ἀπὸ τὴ σκέπη τῆς μετάνοιας καὶ ἂς θηλάσουμε γάλα ἀπὸ τοὺς ἅγιους μαστούς της. Ἂς τὴν ἀφήσουμε νὰ μᾶς θρέψει κι ἂς σηκώσουμε τὸν παιδευτικὸ ζυγό της, ὥσπου ν᾿ ἀναγεννηθοῦμε ἀπὸ τὸ Θεό, γιὰ νὰ κάνουμε πιὰ τὸ θέλημά Του καὶ νὰ φτάσουμε «εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφ. 4:13).
Πρόσεχε, ἀδελφέ, γιατὶ ὁ ἐχθρὸς πολεμάει μὲ διάφορους τρόπους τοὺς ἀγωνιστές. Καὶ πρὶν μὲν πραγματοποιηθεῖ ἡ ἁμαρτία, ὁ ἐχθρὸς τὴ δείχνει στὰ μάτια τους πολὺ μικρή. Προπαντὸς τὴν ἐπιθυμία τῆς σαρκικῆς ἡδονῆς τόση ἀσήμαντη τὴν παρουσιάζει πρὶν γίνει πράξη, ὥστε φαίνεται στὸν ἀδελφὸ ὅτι σχεδὸν δὲν διαφέρει καθόλου ἀπὸ τὸ νὰ τοῦ χυθεῖ στὴ γῆ ἕνα ποτῆρι κρύο νερό. Μετὰ τὴ διάπραξη τῆς ἁμαρτίας ὅμως, ὁ πονηρὸς τὴν παρουσιάζει ὑπερβολικὰ βαριὰ στὰ μάτια ἐκείνου ποὺ ἁμάρτησε, σηκώνοντας ἐναντίον του μύρια κύματα λογισμῶν, ἔτσι ὥστε, πνίγοντας μέσα σ᾿ αὐτὰ τὴ λογικὴ σκέψη τοῦ ἀδελφοῦ, νὰ τὸν καταποντίσει στὸ βυθὸ τῆς ἀπελπισίας.
Κι ἐσὺ λοιπόν, ἀγαπητέ, γνωρίζοντας ἀπὸ πρὶν αὐτὲς τὶς πανουργίες τοῦ ἐχθροῦ, πρόσεχε μὴ σὲ γελάσει καὶ ἁμαρτήσεις. Ἀλλὰ κι ἂν ἔχεις ἤδη πέσει σ᾿ ἕνα παράπτωμα, μὴν τὸ συνεχίζεις, ἀπελπισμένος γιὰ τὴ σωτηρία σου. Σήκω καὶ γύρνα πίσω στὸν Κύριο καὶ Θεό σου. Κι Ἐκεῖνος θὰ σ᾿ ἐλεήσει. Γιατὶ ὁ Δεσπότης μας εἶναι οἰκτίρμων καὶ ἐλεήμων, μακρόθυμος καὶ πολυέλεος, καὶ δὲν περιφρονεῖ ὅσους μετανοοῦν εἰλικρινά, ἀλλὰ πρόθυμα καὶ μὲ χαρὰ τοὺς δέχεται.
Ὅταν λοιπὸν σοῦ λέει ὁ ἐχθρός, «Χάθηκες, δὲν μπορεῖς πιὰ νὰ σωθεῖς!», ἐσὺ πές του:
«Ἐγὼ ἔχω Θεὸ εὔσπλαγχνο καὶ μακρόθυμο, γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν ἀπελπίζομαι γιὰ τὴ σωτηρία μου. Ἐκεῖνος ποὺ μᾶς ἄφησε ἐντολὴ νὰ συγχωροῦμε τὸ συνάνθρωπό μας «ἕως ἑβδομηκοντάκις ἑπτά» (Ματθ. 18:22), ὁ Ἴδιος, πολὺ περισσότερο, θὰ συγχωρήσει τὶς ἁμαρτίες ἐκείνων ποὺ ἐπιστρέφουν κοντά Του μ᾿ ὅλη τους τὴν ψυχή».
Κι ἔτσι, μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, θὰ λυτρωθεῖς ἀπὸ τὸν πόλεμο.
Τὶς ἀμελεῖς καὶ ρᾴθυμες ψυχές, ἔλεγε ἡ μακαρία Συγκλητική, κι ἐκεῖνες ποὺ ἀπὸ νωθρότητα δὲν καταφέρνουν νὰ προκόψουν στὴν ἀρετή, καθὼς καὶ ὅσες κυριεύονται εὔκολα ἀπὸ τὴν ἀπόγνωση, πρέπει νὰ τὶς ἐνθαρρύνουμε. Ἂν μάλιστα παρουσιάσουν ἀκόμα κι ἕνα μικρὸ καλό, νὰ τὸ θαυμάζουμε καὶ νὰ τὸ μεγαλοποιοῦμε. Ἀπεναντίας, καὶ τὰ πιὸ σοβαρὰ καὶ μεγάλα σφάλματά τους, νὰ τὰ χαρακτηρίζουμε μπροστά τους σὰν πολὺ μικρὰ κι ἀσήμαντα. Γιατὶ ὁ διάβολος, ποὺ θέλει ὅλα νὰ τὰ διαστρέφει γιὰ νὰ μᾶς κολάσει, προσπαθεῖ νὰ κρύβει ἀπὸ τοὺς ἀγωνιστὲς καὶ τοὺς ἐπιμελεῖς στὴν ἄσκηση τὶς ἁμαρτίες τους, κάνοντάς τους νὰ τὶς ξεχνοῦν, γιὰ νὰ τοὺς ρίξει ἔτσι στὴν ὑπερηφάνεια. Ἐνῷ, ἀντίθετα, στὶς ἀρχάριες καὶ ἀστερέωτες ψυχὲς παρουσιάζει ἐξογκωμένα τὰ ἁμαρτήματά τους, γιὰ νὰ τὶς ρίξει σὲ ἀπελπισία.
Νὰ πῶς πρέπει λοιπὸν νὰ παρηγοροῦμε τὶς ψυχὲς αὐτὲς ποὺ κλονίζονται: Νὰ τοὺς θυμίζουμε τὴν ἀπέραντη συμπάθεια καὶ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ.
Νὰ τὶς βεβαιώνουμε πὼς ὁ Κύριός μας εἶναι πολυέλεος καὶ σπλαγχνικὸς καὶ μακρόθυμος, ἕτοιμος πάντα νὰ ἀνακαλέσει τὴν καταδίκη τῶν ἁμαρτωλῶν ἀνθρώπων (πρβλ. Ἰωὴλ 2:13). Σ᾿ αὐτὲς τὶς ψυχὲς νὰ φέρνουμε καὶ μαρτυρίες ἀπὸ τὶς ἅγιες Γραφές, ποὺ νὰ φανερώνουν τὴν ἀπροσμέτρητη συμπάθεια τοῦ Θεοῦ σ᾿ ἐκείνους ποὺ ἁμάρτησαν καὶ μετανόησαν.
Νὰ τοὺς λέμε, γιὰ παράδειγμα:
καὶ κάθε ἄλλη παρόμοια περίπτωση. Καὶ μὲ ὅλ᾿ αὐτὰ νὰ στηρίζουμε τὶς ἀδύνατες ψυχές, γλιτώνοντάς τες ἀπὸ τὴν ἀπόγνωση.
Τὶς ψυχὲς πάλι ποὺ κυριεύονται ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια, νὰ τὶς διορθώνουμε μὲ πιὸ ἐντυπωσιακὰ παραδείγματα.
Νὰ ἐνεργοῦμε δηλαδὴ σὰν τοὺς πολὺ ἔμπειρους κηπουρούς, πού, ὅταν δοῦν ἕνα φυτὸ καχεκτικὸ καὶ ἀσθενικό, τὸ ποτίζουν μὲ ἄφθονο νερὸ καὶ τὸ περιποιοῦνται μὲ πολλὴ φροντίδα, γιὰ ν᾿ ἀναπτυχθεῖ κὰ νὰ δυναμώσει. Ἐνῷ, ἀντίθετα, ὅταν δοῦν σ᾿ ἕνα φυτὸ πρόωρα βλαστάρια, κλαδεύουν τὰ περιττά, γιὰ νὰ μὴν ξεραθοῦν σύντομα. Ἀλλὰ καὶ οἱ γιατροί, σ᾿ ἄλλους ἀρρώστους συνιστοῦν πολυφαγία καὶ κινητικότητα, ἐνῷ σ᾿ ἄλλους ἐπιβάλλουν μακρόχρονη δίαιτα καὶ ἀκινησία».
Ἕνας στρατιώτης ρώτησε τὸν ἀββᾶ Μιῶς, ἂν ἄραγε ὁ Θεὸς δέχεται τὴ μετάνοια τοῦ ἁμαρτωλοῦ.
Καὶ ὁ ἀββᾶς, ἀφοῦ τὸν δίδαξε μὲ πολλοὺς λόγους, εἶπε:
- Πές μου, ἀγαπητέ. Ἂν σχιστεῖ τὸ χιτώνιό σου, τὸ πετᾷς;
- Ὄχι, ἀπάντησε ἐκεῖνος. Τὸ ράβω καὶ τὸ χρησιμοποιῶ πάλι.
- Ἂν λοιπὸν ἐσὺ λυπᾶσαι τὸ ροῦχο σου, τοῦ εἶπε τότε ὁ γέροντας, δὲν θὰ λυπηθεῖ ὁ Θεὸς τὸ δικό του πλάσμα;
Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ποιμένα:
- Ἔκανα ἁμαρτία μεγάλη, καὶ θέλω νὰ μείνω σὲ μετάνοια τρία χρόνια.
- Πολὺ εἶναι, τοῦ λέει ὁ γέροντας.
Ρώτησαν τότε κάποιοι, ποὺ βρίσκονταν ἐκεῖ:
- Φτάνουν σαράντα μέρες;
- Πολὺ εἶναι, εἶπε πάλι ὁ ἀββᾶς. Ἐγὼ νομίζω πώς, ἂν ἕνας ἄνθρωπος μετανοήσει μ᾿ ὅλη του τὴν καρδιὰ καὶ δὲν συνεχίσει ν᾿ ἁμαρτάνει πιά, ἀκόμα καὶ σὲ τρεῖς μέρες τὸν δέχεται ὁ Θεός.
Κάποιος ἄλλος ρώτησε πάλι τὸν ἀββᾶ Ποιμένα:
- Ἂν ἕνας ἄνθρωπος ἁμαρτήσει καὶ μετανοήσει, τὸν συγχωρεῖ ὁ Θεός;
Καὶ ὁ γέροντας τοῦ ἀποκρίθηκε:
- Ὁ Θεὸς ἔδωσε ἐντολὴ στοὺς ἀνθρώπους αὐτὸ νὰ κάνουν. Δὲν θὰ τὸ κάνει λοιπόν, πολὺ περισσότερο, ὁ Ἴδιος;
Γιατὶ πρόσταξε τὸν Πέτρο νὰ συγχωρεῖ «ἕως ἑβδομηκοντάκις ἑπτά» (Ματθ. 18:22) ὅσους ἁμάρτησαν καὶ μετανόησαν.
Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Σισώη:
- Τί νὰ κάνω, ἀββᾶ, ποὺ ἔπεσα;
Τοῦ λέει ὁ γέροντας:
- Νὰ σηκωθεῖς.
- Σηκώθηκα καὶ ξανάπεσα.
- Νὰ σηκωθεῖς πάλι καὶ πάλι.
- Μέχρι πότε;
- Μέχρι ποὺ νὰ σὲ βρεῖ ὁ θάνατος εἴτε στὸ καλὸ εἴτε στὴν πτώση. Γιατὶ σ᾿ ὅποια κατάσταση βρεθεῖ τότε ὁ ἄνθρωπος, σ᾿ αὐτὴ καὶ φεύγει.
Σ᾿ ἕναν ἀδελφό, ποὺ ἔπεσε σὲ ἁμαρτία, φανερώθηκε ὁ σατανᾶς καὶ τοῦ λέει:
- Δὲν εἶσαι χριστιανός!
Μὰ ὁ ἀδερφὸς τοῦ ἀποκρίθηκε:
- Ὅ,τι καὶ νά᾿ μαι, τώρα σ᾿ ἀφήνω καὶ φεύγω!
- Σοῦ τὸ λέω, θὰ πᾶς στὴν κόλαση! Ἐπέμεινε ὁ σατανᾶς.
- Δὲν εἶσαι σὺ ὁ κριτής μου οὔτε ὁ Θεός μου! τοῦ λέει ὁ ἀδελφός.
Ἔτσι, καθὼς δὲν κατόρθωνε τίποτα ὁ σατανᾶς, σηκώθηκε κι ἔφυγε. Ὁ ἀδελφός, πάλι, μετανόησε εἰλικρινὰ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ ἔγινε ἀγωνιστής.
Ἄλλος ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἴδιο γέροντα:
- Πάτερ, τί ἐννοεῖ ὁ προφήτης λέγοντας, «οὐκ ἔστι σωτηρία αὐτῷ ἐν τῷ Θεῷ αὐτοῦ;» (Ψαλμ. 3:3).
- Ἐννοεῖ τοὺς λογισμοὺς τῆς ἀπελπισίας, εἶπε ὁ γέροντας, ποὺ ὑποβάλλουν οἱ δαίμονες σ᾿ ὅποιον ἁμάρτησε. Τοῦ λένε, δηλαδή, ὅτι ὁ Θεὸς δὲν πρόκειται πιὰ νὰ τὸν σώσει, καὶ ἔτσι προσπαθοῦν νὰ τὸν γκρεμίσουν στὰ βάραθρα τῆς ἀπογνώσεως. Τέτοιους λογισμοὺς ὅμως πρέπει νὰ τοὺς διώχνει ὁ ἄνθρωπος μὲ τὰ λόγια:
«Κύριος καταφυγή μου, ὅτι αὐτὸς ἐκσπάσει ἐκ παγίδος τοὺς πόδας μου» (πρβλ. Ἔξοδ. 17:15. Ψαλμ. 24:15).
Νὰ μὴν ἀναβάλλουμε τὴ μετάνοια γιὰ τὸ μέλλον. Μετὰ τὸ θάνατο δὲν ὑπάρχει διόρθωση.
Ἂν κάποιος πέσει σὲ μία ἁμαρτία καὶ δὲν λυπηθεῖ ἀνάλογα μὲ τὸ σφάλμα του, εὔκολα θὰ ξαναπιαστεῖ στὸ ἴδιο δίχτυ.
Ὅταν ἀποφεύγεις τὴν κακοπάθεια καὶ τοὺς ἐξευτελισμούς, μὴν ἰσχυρίζεσαι πὼς θὰ μετανοήσεις μὲ ἄλλες ἀρετές, γιατὶ ἡ κενοδοξία καὶ ἡ ἀποφυγὴ τῆς κακοπάθειας ἀπὸ τὴ φύση τους ὑποδουλώνουν στὴν ἁμαρτία ἀκόμα καὶ μὲ εὔλογες προφάσεις.
Ἀδελφοί, ὁ τωρινὸς καιρὸς εἶναι καιρὸς γιὰ μετάνοια. Μακάριος λοιπὸν εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ δὲν ἔπεσε καθόλου στὰ δίχτυα τοῦ ἐχθροῦ. Μακάριος εἶναι γιὰ μένα κι ἐκεῖνος ποὺ ἔπεσε στὰ δίχτυα του, ἀλλὰ κατόρθωσε νὰ τὰ σκίσει καὶ νὰ τοῦ ξεφύγει ὅσο βρίσκεται στὴν παροῦσα ζωή. Αὐτός, ζώντας ἀκόμα σωματικά, μπόρεσε νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὸν πόλεμο καὶ νὰ σωθεῖ, ὅπως ξεγλιστράει τὸ ψάρι ἀπὸ τὸ δίχτυ. Γιατὶ τὸ ψάρι, καὶ νὰ πιαστεῖ, ἂν σκίσει τὸ δίχτυ καὶ ὁρμήσει πρὸς τὸ βυθό, ὅσο βέβαια εἶναι ἀκόμα στὸ νερό, σῴζεται. Ἂν ὅμως τὸ τραβήξουν στὴ στεριά, τότε πιὰ δὲν μπορεῖ νὰ βοηθήσει τὸν ἑαυτό του. Ἔτσι κι ἐμεῖς. Ὅσο εἴμαστε σ᾿ αὐτὴ τὴ ζωή, ἔχουμε πάρει τὴ δύναμη καὶ τὴν ἐξουσία ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ σπάσουμε μόνοι μας τὶς ἁλυσίδες τῶν θελημάτων τοῦ ἐχθροῦ, νὰ πετάξουμε τὸ φορτίο τῶν ἁμαρτιῶν μας μὲ τὴ μετάνοια καὶ νὰ σωθοῦμε, κερδίζοντας τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ἂν ὅμως μᾶς προφτάσει τὸ φοβερὸ ἐκεῖνο πρόσταγμα, ἂν ἡ ψυχὴ χωριστεῖ ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ τὸ σῶμα μπεῖ στὸν τάφο, τότε δὲν μποροῦμε πιὰ νὰ βοηθήσουμε τὸν ἑαυτό μας - ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει καὶ μὲ τὸ ψάρι, ποὺ τὸ τράβηξαν ἀπ᾿ τὸ νερὸ καὶ τὸ ἔκλεισαν μέσα σὲ δοχεῖο.
Ἀδελφέ, μὴν πεῖς, «Σήμερα ἁμαρτάνω καὶ αὔριο μετανοῶ», γιατὶ δὲν ἔχεις σιγουριά. Στὸν Κύριο ἀνήκει ἡ φροντίδα γιὰ τὸ αὔριο.
Σ᾿ αὐτὰ ποὺ ἔχασες τὴν ἀρετή, σ᾿ αὐτὰ νὰ τὴν ἀποκτήσεις καὶ πάλι. Χρωστᾷς χρυσάφι στὸ Θεό; Δὲν δέχεται νὰ τοῦ δώσεις μαργαριτάρι. Ἔχασες, γιὰ παράδειγμα, τὴν ἁγνεία σου; Ὁ Θεὸς δὲν δέχεται ἀπὸ σένα ἐλεημοσύνη, ὅσο ἐπιμένεις στὴν πορνεία. Σοῦ ζητάει τὸν ἐξαγνισμὸ τοῦ σώματος, ἐπειδὴ αὐτὴ τὴν ἐντολὴ ἀθέτησες, νικημένος ἀπὸ τὸ φθόνο τοῦ διαβόλου. Τί κι ἂν πολεμᾷς τὸν ὕπνο ἀγρυπνώντας; Τί κι ἂν καταγίνεσαι μὲ τὴ νηστεία; Καθόλου δὲν θὰ σὲ ὠφελήσουν αὐτὰ ἐνάντια σ᾿ ἐκεῖνο τὸ πάθος. Γιατὶ κάθε ἀρρώστια, εἴτε ψυχικὴ εἴτε σωματική, μὲ τὰ δικά της καὶ κατάλληλα φάρμακα θεραπεύεται.
Ὅποιος πέφτει στὴν ἁμαρτία γιὰ δεύτερη φορά, μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς κατοπινῆς μετάνοιας, αὐτὸς πορεύεται μὲ πανουργία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Τὸν ἄνθρωπο αὐτὸν τὸν βρίσκει ἀπροσδόκητα ὁ θάνατος. Κι ἔτσι δὲν φτάνει στὸν καιρὸ πού, σύμφωνα μὲ τὴν ἐλπίδα του, θὰ μετανοοῦσε.
Ἕνας ἀδελφὸς ἔκανε συνεχῶς αὐτὴ τὴν προσευχὴ στὸ Θεό:
- Κύριε, δὲν ἔχω φόβο Θεοῦ! Στεῖλε μου λοιπὸν κεραυνὸ ἢ καμιὰν ἄλλη τιμωρία ἢ ἀρρώστια ἢ δαιμόνιο, μήπως κι ἔτσι ἔρθει σὲ φόβο ἡ πωρωμένη μου ψυχή.
Ἄλλοτε πάλι παρακαλοῦσε κι ἔλεγε:
- Ξέρω πὼς ἔχω πολὺ ἁμαρτήσει ἐνώπιόν Σου, Δέσποτα, καὶ πὼς εἶναι ἀναρίθμητα τὰ σφάλματά μου. Γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν τολμῶ νὰ Σοῦ ζητήσω νὰ μὲ συγχωρέσεις. Ἂν ὅμως εἶναι δυνατόν, συγχώρεσέ με γιὰ τὴν εὐσπλαγχνία Σου. Ἂν πάλι εἶναι ἀδύνατον, τουλάχιστον τιμώρησέ με στὴ ζωὴ αὐτὴ καὶ μὴ μὲ κολάσεις στὴν ἄλλη. Κι ἂν εἶναι καὶ τοῦτο ἀκόμη ἀδύνατον, στεῖλε μου ἐδῶ ἕνα μέρος τῆς τιμωρίας καὶ ἀλάφρωσέ μου ἐκεῖ τὴν κόλαση. Ἄρχισε μόνο ἀπὸ τώρα νὰ μὲ τιμωρεῖς. Ἀλλὰ τιμώρησέ με σπλαγχνικά, ὄχι μὲ τὴν ὀργή Σου, Δέσποτα.
Ἔτσι λοιπὸν μετανοοῦσε ἕναν ὁλόκληρο χρόνο κι αὐτὰ ἔλεγε μὲ δάκρυα ἱκετευτικά, ὁλόθερμα καὶ ὁλόψυχα, λιώνοντας καὶ τσακίζοντας σῶμα καὶ ψυχὴ μὲ νηστεία καὶ ἀγρυπνία καὶ ἄλλες κακουχίες.
Μιὰ μέρα καθὼς καθόταν καταγῆς, ὅπως συνήθιζε, θρηνώντας καὶ φωνάζοντας σπαραχτικά, ἀπὸ τὴν πολλή του λύπη, νύσταξε κι ἀποκοιμήθηκε.
Καὶ νά! Παρουσιάζεται μπροστά του ὁ Χριστὸς καὶ τοῦ λέει μὲ φωνὴ γεμάτη ἱλαρότητα:
- Τί ἔχεις, ἄνθρωπέ μου; Γιατί κλαῖς ἔτσι;
Ὁ ἀδελφὸς Τὸν ἀναγνώρισε καὶ ἀποκρίθηκε ἔντρομος:
- Γιατὶ ἔπεσα, Κύριε!
- Ἔ, σήκω!
- Δὲν μπορῶ, Δέσποτα, ἂν δὲν μοῦ δώσεις τὸ χέρι Σου!
Τότε Ἐκεῖνος ἅπλωσε τὸ χέρι Του, ἔπιασε τὸν ἀδελφὸ καὶ τὸν σήκωσε.
Μὰ κι ὅταν αὐτὸς σηκώθηκε, συνέχισε νὰ θρηνεῖ.
- Γιατί κλαῖς, ἄνθρωπέ μου; Γιατί εἶσαι λυπημένος; τοῦ ξαναλέει ὁ Κύριος μὲ ἁπαλὴ καὶ ἱλαρὴ πάλι φωνή.
- Δὲν θέλεις, Κύριε, νὰ κλαίω καὶ νὰ λυπᾶμαι, ἀπάντησε ὁ ἀδελφός, ποὺ τόσο πολὺ Σὲ πίκρανα, ἂν καὶ ἀπόλαυσα τόσα ἀγαθὰ ἀπὸ Σένα;
Ἐκεῖνος ἅπλωσε ξανὰ τὸ χέρι Του, τ᾿ ἀκούμπησε στὸ κεφάλι τοῦ ἀδελφοῦ καὶ τοῦ εἶπε:
- Μὴ λυπᾶσαι πιά. Γιατὶ ἂν ἔδωσα τὸ αἷμα μου γιὰ σένα, πολὺ περισσότερο θὰ δώσω συγχώρηση καὶ σὲ σένα καὶ σὲ κάθε ἄλλη ψυχὴ ποὺ γνήσια μετανοεῖ.
Μόλις συνῆλθε ὁ ἀδελφὸς ἀπὸ τὴν ὀπτασία, ἔνιωσε τὴν καρδιά του γεμάτη χαρά. Ἔτσι πληροφορήθηκε πὼς ὁ Θεὸς τὸν ἐλέησε. Κι ἀπὸ τότε ζοῦσε μὲ πολλὴ ταπείνωση, εὐχαριστώντας Τον.
Εἶπε ἕνας γέροντας:
Ἂν πέσεις σὲ μία ἁμαρτία καὶ σηκωθεῖς κι ἀρχίσεις νὰ θλίβεσαι καὶ νὰ μετανοεῖς γι᾿ αὐτήν, πρόσεξε νὰ μὴ σταματήσεις τὴ λύπη καὶ τοὺς στεναγμοὺς ἐνώπιον τοῦ Κυρίου ὡς τὴν ἡμέρα τοῦ θανάτου σου. Ἀλλιῶς θὰ πέσεις πάλι γρήγορα στὸν ἴδιο βόθρο.
Ἡ κατὰ Θεὸν λύπη εἶναι γιὰ τὴν ψυχὴ χαλινάρι, ποὺ δὲν τὴν ἀφήνει νὰ πέσει.
Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ποιμένα:
- Ἀββᾶ, ἦταν δυὸ ἄνθρωποι, ὁ ἕνας μοναχὸς καὶ ὁ ἄλλος κοσμικός. Μιὰ νύχτα ὁ μοναχὸς ἀποφάσισε νὰ πετάξει τὸ σχῆμα του μόλις θὰ ξημέρωνε. Ὁ κοσμικὸς πάλι ἀποφάσισε νὰ γίνει μοναχός. Καὶ οἱ δυὸ ὅμως πέθαναν τὴν ἴδια νύχτα, κι ἔτσι δὲν πρόφτασαν νὰ πραγματοποιήσουν τὶς προθέσεις τους. Σὰν τί θὰ θεωρηθοῦν ἄραγε;
Καὶ ὁ γέροντας ἀποκρίθηκε.
- Ὁ μοναχὸς πέθανε σὰν μοναχὸς καὶ ὁ κοσμικὸς πέθανε σὰν κοσμικός. Γιατὶ ἔφυγαν στὴν κατάσταση ποὺ βρέθηκαν.
Διηγοῦνταν γιὰ κάποιον γέροντα, πώς, ὅταν οἱ λογισμοὶ τοῦ ἔλεγαν, «Ἄφησε σήμερα, καὶ αὔριο μετανοεῖς», τοὺς πολεμοῦσε λέγοντας: «Ὄχι! Σήμερα θὰ μετανοήσω, καὶ αὔριο ἂς γίνει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Εἶπε ἕνας γέροντας:
- Κακία ποὺ δὲν πραγματοποιήθηκε, κακία δὲν εἶναι. Καὶ ἀρετὴ ποὺ δὲν πραγματοποιήθηκε, ἀρετὴ δὲν εἶναι.
Πρέπει πάντοτε νὰ θυμόμαστε τὸ θάνατο καὶ τὴ μέλλουσα κρίση, γιατὶ ἐκεῖνοι ποὺ δὲν τὰ περιμένουν, εὔκολα κυριεύονται ἀπὸ τὰ πάθη.
Τρία πράγματα ἀποκτᾷ μὲ δυσκολία ὁ ἄνθρωπος - καὶ εἶναι αὐτὰ ποὺ συντηροῦν ὅλες τὶς ἀρετές: τὸ πένθος, τὰ δάκρυα γιὰ τὶς ἁμαρτίες του καὶ ἡ θύμηση τοῦ θανάτου του. Γιατὶ ὅποιος καθημερινὰ συλλογίζεται τὸ θάνατο καὶ λέει στὸν ἑαυτό του, «Μόνο τὴ σημερινὴ μέρα ἔχω νὰ ζήσω σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο», αὐτὸς ποτὲ δὲν θ᾿ ἁμαρτήσει ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Ὅποιος, ἀντίθετα, ἐλπίζει πὼς θὰ ζήσει πολλὰ χρόνια, αὐτὸς θὰ πέσει σὲ πολλὲς ἁμαρτίες.
Ὁ Θεὸς φροντίζει νὰ διατηρεῖ καθαρὸ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία τὸ δρόμο τῆς ζωῆς ἐκείνου, ποὺ ἑτοιμάζεται νὰ δώσει λόγο γιὰ ὅλες του τὶς πράξεις στὸ Θεό. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ ἀδιαφορεῖ λέγοντας, «Ἔχω καιρὸ ὡς τότε», βρίσκεται δίπλα στοὺς δαίμονες.
Κάθε μέρα, πρὶν πιάσεις δουλειά, νὰ θυμᾶσαι ποῦ βρίσκεσαι καὶ ποῦ πρόκειται νὰ πᾶς ὅταν χωριστεῖς ἀπὸ τὸ σῶμα. Καὶ μὴν παραμελήσεις οὔτε μία μέρα τὴν ψυχή σου. Νὰ παρακολουθεῖ προσεκτικὰ τὸν ἑαυτό σου, ὥστε πάντα νὰ θυμᾶται, πάντα νὰ ἔχει μπροστὰ στὰ μάτια του τὸ θάνατο καὶ τὰ αἰώνια κολαστήρια καὶ ὅσους βασανίζονται καὶ ὑποφέρουν ἐκεῖ. Καὶ νὰ θεωρεῖς τὸν ἑαυτό σου σὰν ἕναν ἀπὸ ἐκείνους μᾶλλον παρὰ ἀπὸ τοὺς ζωντανούς.
Ἀλίμονό μας! Ἐνῷ πρόκειται νὰ φύγουμε ἀπὸ τὴ γῆ, ὅπου προσωρινὰ κατοικοῦμε, καταπιανόμαστε μὲ πολύχρονες φροντίδες γιὰ γήινα καὶ φθαρτὰ πράγματα. Καὶ στὸν καιρὸ τῆς ἀναπόφευκτης ἀναχωρήσεώς μας ἀπὸ δῶ, δὲν εἴμαστε ἱκανοὶ νὰ κρατήσουμε τίποτα δικό μας.
Ἀλίμονό μας! Γιὰ κάθε πράξη τῆς ἐπίγειας ζωῆς, γιὰ κάθε ἀργὸ λόγο, γιὰ κάθε πονηρὸ καὶ ἀκάθαρτο λογισμό, γιὰ κάθε ἀναθύμηση τῆς ψυχῆς θὰ λογοδοτήσουμε στὸν φοβερὸ Δικαστῆ. Ὡστόσο, λὲς καὶ εἴμαστε ἀνεύθυνοι, μιὰ ὁλόκληρη ζωὴ ἀδιαφοροῦμε γιὰ τὶς ψυχές μας. Γι᾿ αὐτὸ μᾶς περιμένει ἐκεῖ ἡ ἄσβεστη φωτιὰ τῆς γέενας καὶ τὸ μακρινὸ σκοτάδι καὶ τὸ ἀκοίμητο σκουλῆκι καὶ ὁ θρῆνος καὶ τὸ τρίξιμο τῶν δοντιῶν καὶ τὸ αἰώνιο ντρόπιασμα μπροστὰ σὲ ὅλα τὰ οὐράνια καὶ ἐπίγεια δημιουργήματα (Ματθ. 5:22, 8:12, Μάρκ. 9:43-48, Β´Θέσ. 1:8-10).
Ἀλίμονό μας! Τὰ κεντρίσματα καὶ τὰ δαγκώματα τῶν ψύλλων καὶ τῶν κοριῶν καὶ τῶν ψειρῶν καὶ τῶν μυγῶν καὶ τῶν κουνουπιῶν καὶ τῶν μελισσῶν δὲν τὰ ὑποφέρουμε. Δὲν φροντίζουμε ὅμως -οὔτε καὶ θέλουμε!- νὰ ξεφύγουμε ἀπὸ τὸν νοητὸ δράκοντα, ποὺ καθημερινὰ μᾶς δαγκώνει καὶ μᾶς ρουφάει καὶ μᾶς καταπληγώνει ἀπὸ παντοῦ μὲ τὰ φαρμακερὰ κεντριὰ τοῦ θανάτου. Πῶς λοιπὸν θὰ μπορέσουμε νὰ ὑποφέρουμε τὶς φοβερὲς καὶ αἰώνιες τιμωρίες;
Ἀδελφέ, νὰ περιμένεις κάθε μέρα τὸ θάνατό σου καὶ νὰ ἑτοιμάζεσαι κατάλληλα γιὰ τὴν πορεία ἐκείνη. Γιατὶ τὸ φοβερὸ πρόσταγμα θὰ ἔρθει ὅταν δὲν θὰ τὸ περιμένεις. Καὶ ἀλίμονο σ᾿ ἐκεῖνον ποὺ θὰ βρεθεῖ ἀνέτοιμος. Ἂν εἶσαι ἀκόμα νέος, ὁ ἐχθρὸς σοῦ σπέρνει συχνὰ λογισμοὺς σὰν κι αὐτόν: «Νέος εἶσαι ἀκόμη. Ἀπόλαυσε τὶς ἡδονές σου, καὶ στὰ γεράματά σου μετανοεῖς. Πόσους τάχα δὲν ξέρεις, ποὺ καὶ τὶς ἐπίγειες ἡδονὲς ἀπόλαυσαν καὶ τὰ οὐράνια ἀγαθὰ κέρδισαν ὕστερα μὲ τὴ μετάνοια; Τί θέλεις καὶ λιώνεις τὸ σῶμα σου ἀπὸ τόσο μικρὴ ἡλικία, μὲ κίνδυνο ν᾿ ἀρρωστήσεις;»
Ἐσὺ ὅμως ἐναντιώσου στὸν ἐχθρὸ καὶ πές του: «Διώκτη καὶ ἐχθρὲ τῆς ψυχῆς μου! Πάψε νὰ μοῦ βάζεις λόγια! Γιατὶ, ἂν μ᾿ ἁρπάξει ὁ θάνατος στὰ νιάτα μου καὶ δὲν προφτάσω νὰ γεράσω, τί θ᾿ ἀπολογηθῶ μπροστὰ στὸ βῆμα τοῦ Χριστοῦ; Νά, βλέπω πολλοὺς νεώτερους νὰ πεθαίνουν καὶ πολλοὺς ἡλικιωμένους νὰ ζοῦν πολλὰ χρόνια ἀκόμη. Ἄγνωστη εἶναι στοὺς ἀνθρώπους ἡ ὥρα τοῦ θανάτου τους. Ἂν λοιπὸν μὲ προλάβει ὁ θάνατος, μπορῶ νὰ πῶ τότε στὸν Κριτὴ ὅτι μὲ πῆρε νέο, καὶ νὰ μ᾿ ἀφήσει γιὰ νὰ μετανοήσω; Μήπως πάλι δὲν βλέπω, πῶς δοξάζει ὁ Κύριος ὅσους Τὸν ὑπηρετοῦν ἀπὸ τὰ νιάτα ὡς τὰ γεράματά τους; Νά, στὸν προφήτη Ἱερεμία εἶπε: «Ἐμνήσθην ἐλέους νεότητός σου καὶ ἀγάπης τελειώσεώς σου τοῦ ἐξακολουθεῖν σε ὀπίσω ἁγίου Ἰσραήλ» (πρβλ. Ἱερ. 2:2). Ἀντίθετα, ἐκεῖνον ποὺ συνεχῶς, ἀπὸ τὰ νιάτα ὡς τὰ γεράματά του, ἀκολούθησε τὸ λογισμὸ τῆς πλάνης, πῶς τὸν ἀποδοκίμασε ὁ προφήτης, ἂν καὶ νέος; «Πεπαλαιωμένε ἡμερῶν κακῶν, νῦν ἤκασιν αἱ ἁμαρτίαι σου, ἂς ἐποίεις τὸ πρότερον» (Δαν. Σως.:52). Γι᾿αὐτὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μακαρίζει ἐκείνους ποὺ σηκώνουν τὸ ζυγὸ τῆς ἀρετῆς ἀπὸ τὴ νεότητά τους (βλ. Θρ. Ἱερ. 3:27)… Φύγε λοιπὸν ἀπὸ κοντά μου, ἐργάτη τῆς ἀνομίας καὶ πονηρὲ σύμβουλε. Ὁ Κύριος καὶ Θεός μου νὰ διαλύσει τὶς δολοπλοκίες σου καὶ νὰ λυτρώσει κι ἐμένα ἀπὸ τὶς ἐπιβουλές σου, μὲ τὴ δύναμη καὶ τὴ χάρη Του».
Πάντα λοιπόν, ἀγαπητέ, νὰ ἔχεις στὸ νοῦ σου τὴν ἡμέρα τοῦ τέλους σου. Ὅταν φτάσεις πιὰ νὰ πέσεις στὴν ψάθα σου ψυχομαχώντας - ἀλίμονο, τί φόβος καὶ τρόμος ζώνει τὴν ψυχή σου τότε, καὶ μάλιστα ἂν ἔχει τὴ συνείδηση νὰ τὴν κατηγορεῖ!
Ἂν μὲν ἔχει κάνει κάτι καλὸ σ᾿ αὐτὴ τὴ ζωή, ἂν δηλαδὴ βάσταξε θλίψεις καὶ ἀτιμώσεις γιὰ χάρη τοῦ Κυρίου καὶ ἔκανε ὅσα εἶναι εὐάρεστα σ᾿ Ἐκεῖνον, τότε μὲ πολλὴ χαρὰ ὁδηγεῖται ἀπὸ τοὺς ἁγίους ἀγγέλους στοὺς οὐρανούς. Γιατὶ ὅπως ὁ ἐργάτης ποὺ κοπιάζει στὴ δουλειὰ ὁλόκληρη τὴν ἡμέρα, μ᾿ ἀπαντοχὴ περιμένει τὴ δωδέκατη ὥρα, γιὰ νὰ πάρει τὸ μεροκάματό του καὶ νὰ ξεκουραστεῖ μετὰ τὸ μόχθο, ἔτσι ἀκριβῶς καὶ οἱ ψυχὲς τῶν δικαίων περιμένουν ἐκείνη τὴν ἡμέρα.
Οἱ ψυχὲς ὅμως τῶν ἁμαρτωλῶν εἶναι γεμάτες ἀπὸ φόβο καὶ τρόμο μεγάλο τὴν ὥρα ἐκείνη. Γιατὶ ὅπως ὁ κατάδικος, ποὺ πιάστηκε ἀπὸ τοὺς φύλακες καὶ ὁδηγεῖται στὸ δικαστήριο, καρδιοχτυπάει καὶ τρέμει ὁλόκληρος στὴ σκέψη τῶν βασανιστηρίων ποὺ τὸν περιμένουν, ἔτσι ἀκριβῶς καὶ οἱ ψυχὲς τῶν ἄδικων ἀνθρώπων συνταράζονται τότε, καθὼς βλέπουν πιὰ καθαρὰ τὸ ἀτέλειωτο μαρτύριο τῆς αἰώνιας φωτιᾶς καὶ τὶς ἄλλες τιμωρίες, τὶς παντοτινὲς καὶ ἀτερμάτιστες. Κι ἂν ὁ ἁμαρτωλὸς πεῖ τότε σ᾿ ἐκείνους ποὺ τὸν σέρνουν, «Ἀφῆστε με γιὰ λίγο νὰ μετανοήσω», ὄχι μόνο δὲν θὰ τὸν ἀκούσει κανείς, ἀλλὰ θὰ τοῦ ποῦνε κιόλας: «Τότε ποὺ εἶχες καιρό, δὲν μετανοοῦσες. Καὶ τώρα βεβαιώνεις πὼς θὰ μετανοήσεις; Ὅταν τὸ στάδιο ἦταν ἀνοιχτὸ γιὰ ὅλους, δὲν ἀγωνίστηκες. Καὶ θέλεις ν᾿ ἀγωνιστεῖς τώρα, ποὺ κλείστηκαν ὅλες οἱ πύλες καὶ πέρασε ὁ καιρὸς τοῦ ἀγῶνα; Δὲν ἄκουσες τί εἶπε ὁ Κύριος; «Γρηγορεῖτε, ὅτι οὐκ οἴδατε τὴν ἡμέραν οὐδὲ τὴν ὥραν…» (Ματθ. 25:13).
Γνωρίζοντας ἀπὸ τώρα, ἀγαπητέ, αὐτὰ καὶ τὰ παρόμοια, ν᾿ ἀγωνίζεσαι ὅσο ἔχεις ἀκόμα καιρό. Καὶ νὰ διατηρεῖς ἄσβεστη πάντα τὴ λαμπάδα τῆς ψυχῆς σου μὲ τὴν καλλιέργεια τῶν ἀρετῶν. Ἔτσι, ὅταν θὰ ἔρθει ὁ Νυμφίος, θὰ βρεθεῖς ἕτοιμος καὶ θὰ μπεῖς μαζί Του στὸν νυφικὸ θάλαμο, ὅπως καὶ οἱ ἄλλες παρθένες ψυχές, ποὺ ἔζησαν σύμφωνα μὲ τὸ θέλημά Του (πρβλ. Ματθ. 25:1-13).
Ἕνας γέροντας εἶπε:
- Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει κάθε ὥρα τὸ θάνατο μπροστὰ στὰ μάτια του, νικάει τὴ μικροψυχία».
Ἄλλος γέροντας εἶπε:
- Σὲ κάθε ἔργο ποὺ πρόκειται νὰ κάνεις, λέγε πάντα: «Ἂν μ᾿ ἐπισκεφθεῖ τώρα δὰ ὁ Θεός, τί γίνεται;»
Καὶ πρόσεξε τί θὰ σοῦ ἀποκριθεῖ ὁ λογισμός. Ἂν σὲ κατακρίνει, σταμάτησε ἀμέσως καὶ ματαίωσε τὸ ἔργο ποὺ ἔπιασες. Καταπιάσου μὲ ἄλλο, ποὺ θὰ τὸ τελειώσεις μὲ σιγουριά. Γιατὶ ὁ πνευματικὸς ἐργάτης πρέπει νὰ εἶναι κάθε ὥρα ἕτοιμος νὰ τραβήξει τὸ δρόμο του (πρὸς τὴν αἰωνιότητα). Εἴτε λοιπὸν κάθεσαι στὸ ἐργόχειρο εἴτε βαδίζεις στὸ δρόμο εἴτε τρῷς, τοῦτο λέγε πάντα μέσα σου:
«Ἂν αὐτὴ τὴ στιγμὴ μὲ καλέσει ὁ Θεός, τί γίνεται;» Βλέπε ὕστερα τί ἀπάντηση σοῦ δίνει ἡ συνείδησή σου καὶ κάνε χωρὶς χρονοτριβὴ ὅ,τι σοῦ λέει. Θέλοντας πάλι νὰ μάθεις ἂν ἐλεήθηκες, ξαναρώτησε τὴ συνείδησή σου. Καὶ μὴ σταματήσεις νὰ ρωτᾷς, ὥσπου νὰ πληροφορηθεῖ ἡ καρδιά σου καὶ νὰ σοῦ πεῖ ἡ συνείδησή σου: «Πιστεύουμε ὅτι ὁπωσδήποτε ἡ εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ θὰ μᾶς ἐλεήσει».
Πρόσεχε ὅμως, μήπως ἡ καρδιά σου λέει αὐτὸ τὸ λόγο μὲ δισταγμό.
Γιατὶ κι ἂν ἀκόμα ἔχει ἐπιφυλακτικότητα ἴσαμε μία τρίχα, τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ εἶναι μακριὰ ἀπὸ σένα.
Εἶπε ὁ ἀββᾶς Εὐάγριος:
- Νὰ θυμᾶσαι πάντα τὴν αἰώνια κρίση καὶ νὰ μὴν ξεχνᾷς ὅτι θὰ πεθάνεις. Ἔτσι δὲν θὰ ὑπάρξει ἐνοχὴ στὴν ψυχή σου.
Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἠλίας:
- Ἐγὼ τρία πράγματα φοβᾶμαι πάντα:
Ὅταν θὰ βγαίνει ἡ ψυχή μου ἀπὸ τὸ σῶμα, ὅταν θὰ βρίσκομαι μπροστὰ στὸ Θεό, καὶ ὅταν θὰ βγεῖ ἡ ἀπόφαση ἐναντίον μου.
Ἀνέκφραστη εἶναι ἡ χαρὰ καὶ ἡ δόξα ποὺ περιμένουν τοὺς ἁγίους στὸν οὐρανό, γι᾿ αὐτὸ καὶ πρέπει νὰ τὶς ποθοῦμε ὁλόψυχα.
Ἂν γι᾿ αὐτὸ ἔγινε γιὸς ἀνθρώπου καὶ ἄνθρωπος ὁ Θεὸς Λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ Πατέρα, γιὰ νὰ κάνει δηλαδὴ θεοὺς καὶ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ τοὺς ἀνθρώπους, ἂς πιστέψουμε πὼς θὰ φτάσουμε ἐκεῖ, πιὸ ψηλὰ ἀπ᾿ ὅλους τοὺς οὐρανούς, ὅπου τώρα εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, σὰν κεφαλὴ ὅλου τοῦ σώματος (Κόλ. 1:18), κι ἔχει γίνει γιὰ χάρη μας πρόδρομός μας (Ἑβρ. 6:20) πρὸς τὸν Πατέρα μὲ τὴ δική μας φύση. Γιατὶ στὴ σύναξη τῶν θεῶν, δηλαδὴ αὐτῶν ποὺ θὰ σωθοῦν, θὰ σταθεῖ στὴ μέση ὁ Θεὸς (Ψαλμ. 81:1), μοιράζοντας τὶς ἀμοιβὲς τῆς οὐράνιας μακαριότητας, χωρὶς νὰ ὑπάρχει καμιὰ ἀπόσταση ἀνάμεσα σ᾿ Αὐτὸν καὶ τοὺς ἄξιους.
Μερικοὶ λένε πὼς ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν εἶναι ἡ ζωὴ τῶν ἀξίων στοὺς οὐρανούς. Ἄλλοι πάλι, πὼς εἶναι ἡ ὅμοια μὲ τῶν ἀγγέλων κατάσταση τῶν σῳζόμενων. Ἄλλοι, τέλος, πὼς εἶναι ἡ μορφὴ τῆς ἴδιας τῆς θεϊκῆς ὡραιότητας ἐκείνων ποὺ φόρεσαν «τὴν εἰκόνα τοῦ ἐπουρανίου» (Α´ Κορ. 15:49). Ἐγὼ πάντως νομίζω, πὼς καὶ οἱ τρεῖς αὐτὲς γνῶμες συμφωνοῦν μὲ τὴν ἀλήθεια. Γιατὶ σὲ ὅλους δίνεται ἡ μελλοντικὴ χάρη, ἀνάλογα μὲ τὴν ποιότητα καὶ τὴν ποσότητα τῆς δικαιοσύνης τους (δηλαδὴ τῆς ὑπακοῆς τους στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ).
Ἀδελφοί μου, μεγάλη καὶ ἀσύλληπτη εἶναι ἡ δόξα ποὺ περιμένει τοὺς ἁγίους. Ἀντίθετα, ἡ δόξα τῆς ζωῆς αὐτῆς μαραίνεται σὰν τὸ λουλούδι καὶ ξεραίνεται γοργὰ σὰν τὸ πράσινο χορτάρι (Ψαλμ. 36:2).
Πραγματικά, πολλοὶ δυνάστες καὶ βασιλιάδες κυριάρχησαν σὲ χῶρες καὶ πολιτεῖες διάφορες, ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ λίγο (χάθηκαν καί) ἦταν σὰν νὰ μὴν ὑπῆρξαν ποτέ. Πόσοι βασιλιάδες, ποὺ κυβέρνησαν ἔθνη πολλά, κατασκεύασαν ἀνδριάντες τους καὶ ἀναμνηστικὲς στῆλες, νομίζοντας ὅτι μ᾿ αὐτὰ θὰ ἔμενε τὸ ὄνομά τους καὶ μετὰ τὸ θάνατό τους, ὅταν ὅμως πῆραν ἄλλοι τὴν ἐξουσία, γκρέμισαν τοὺς ἀνδριάντες κι ἔκαναν συντρίμμια τ᾿ ἀγάλματα; Μερικοὶ μάλιστα ἀφαίρεσαν ἀπὸ τοὺς ἀνδριάντες τὶς κεφαλὲς (τῶν προκατόχων τους) καὶ τοποθέτησαν τὴ δική τους μορφή. Μὰ κι αὐτῶν τὰ ἔργα καταστράφηκαν ἀπὸ ἄλλους.
Ἄλλοι πάλι κατασκεύασαν γιὰ τὸν ἑαυτό τους τάφους περίφημους, καὶ πάνω σ᾿ αὐτοὺς χάραξαν τὴ μορφή τους, νομίζοντας ὅτι θὰ διατηρήσουν ἔτσι τὸ ὄνομά τους αἰώνιο. Ἦρθε ὅμως ἄλλη γενιά, καὶ παραχωρήθηκαν οἱ τάφοι στὴν ἐξουσία ἐκείνων, καὶ γιὰ νὰ καθαρίσουν τοὺς τύμβους, μετέφεραν, ὅπως ἦταν φυσικό, τὰ ὀστᾶ (τῶν νεκρῶν) σὰν χαλίκια. Τί τοὺς ὠφέλησε, ἑπομένως, ὁ πολυδάπανος τύμβος ἢ ἡ πυραμίδα; Νὰ λοιπόν, ποὺ ὅλα τὰ μάταια ἔργα καταλήγουν στὸ μηδέν.
Δὲν συμβαίνει ὅμως τὸ ἴδιο καὶ μ᾿ ἐκείνους ποὺ δοξάζει ὁ Θεός. Γιατὶ τοὺς ἑτοίμασε ζωὴ αἰώνια καὶ δόξα ἄφθαρτη. Ὅπως, μ᾿ ἄλλα λόγια, τὸ φῶς τοῦ ἥλιου καὶ τῆς σελήνης καὶ τῶν ἄστρων δὲν ἔσβησε οὔτε μειώθηκε, ἀπὸ τὴ δημιουργία τους μέχρι σήμερα, ἀλλὰ εἶναι τὸ ἴδιο πάντα ζωηρὸ καὶ δυνατὸ καὶ λαμπρό, γιὰ νὰ ἐκπληρώνεται ὁ σκοπὸς ποὺ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὅρισε ὁ Δημιουργὸς (γι᾿ αὐτὰ τὰ οὐράνια σώματα), νὰ κυριαρχοῦν δηλαδὴ στὴν ἡμέρα καὶ στὴ νύχτα, ἔτσι καὶ γι᾿ αὐτοὺς ποὺ Τὸν ἀγαποῦν ὅρισε βασιλεία οὐράνια καὶ χαρὰ ἀτέλειωτη. Καὶ ὅπως ἀκριβῶς σ᾿ αὐτὰ τὰ αἰσθητὰ ὁ Θεὸς ἀποδεικνύεται ἀξιόπιστος, ἔτσι ὁπωσδήποτε καὶ σ᾿ ἐκεῖνα τὰ νοητά. Τὰ αἰσθητά, βέβαια, θὰ πάψουν νὰ ὑπάρχουν ὅποτε τὸ θελήσει ὁ Δημιουργός. Ἡ δόξα ὅμως τῶν ἁγίων δὲν θὰ ἔχει τέλος.
Ἂς φροντίσουμε λοιπὸν νὰ δώσουμε καρποὺς ἀντάξιους τῆς μετάνοιας, γιὰ νὰ μὴν ἀποκλειστοῦμε ἀπὸ τὴ χαρὰ ἐκείνη καὶ ριχθοῦμε στὸ αἰώνιο σκοτάδι, ὅπου ἡ ὀδύνη εἶναι ἀβάσταχτη.
Νά, μπές, ἂν θέλεις, στὸν κοιτῶνα σου, κλεῖσε πόρτες καὶ παράθυρα, φράξε κι ὅλες τὶς χαραμάδες ποὺ βάζουν φῶς, καὶ μετὰ κάθισε ἐκεῖ μέσα. Τότε θὰ καταλάβεις πόσο βασανιστικὸ εἶναι τὸ σκοτάδι. Ἔ, λοιπόν, ἂν τόσο βασανίζεσαι ἐδῶ, μολονότι κάθεσαι ἥσυχος, χωρὶς πόνους καὶ μαρτύρια, καὶ μολονότι ἔχεις τὴ δυνατότητα νὰ βγεῖς μετὰ ἀπὸ λίγο στὸ φῶς, πόση ἄραγε ὀδύνη νομίζεις ὅτι θὰ ἔχει ἐκεῖνο τὸ πηχτὸ σκοτάδι, ὅπου, ὅσοι μιὰ γιὰ πάντα ρίχθηκαν, θὰ κλαῖνε καὶ θὰ τρίζουν τὰ δόντια τους καὶ θὰ τιμωροῦνται αἰώνια ἀπὸ τὴν ἄσβηστη φωτιὰ (Ματθ. 8:12, 13:42, 50);
Ἂς σκεφτοῦμε, ἐπιπλέον, καὶ πόση ντροπὴ θὰ νιώσουμε πρὶν ἀκόμα πᾶμε στὴν κόλαση, ὅταν ἀπὸ τὴ μιὰ θὰ δοῦμε τοὺς ἁγίους νὰ ντύνονται τὴν ὁλοφώτεινη καὶ ἀπερίγραπτη ἐκείνη στολή, ποὺ ἔφτιαξαν οἱ ἴδιοι με τὰ καλά τους ἔργα, κι ἀπὸ τὴν ἄλλη θὰ βλέπουμε τοὺς ἑαυτούς μας ὄχι μόνο γυμνοὺς ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν ἀστραφτερὴ δόξα, μὰ καὶ μελανιασμένους καὶ ζοφεροὺς καὶ βρωμερούς, ἔτσι ὅπως ἑτοιμαστήκαμε ἀπὸ ἐδῶ μὲ τὰ σκοτεινὰ ἔργα καὶ τὴ σπατάλη καὶ τὴν ἀσωτία μας.
Ἂς κλάψουμε λοιπὸν ἐνώπιον τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ μας, γιὰ νὰ βροῦμε τὸ ἔλεός Του.
Ὁ ἀγῶνας μας δὲν γίνεται γιὰ χρήματα, πού, κι ἂν τὰ χάσει κανείς, μπορεῖ πάλι ν᾿ ἀποκτήσει ἄλλα στὴ θέση τους. Ὁ κίνδυνος εἶναι γιὰ τὴν ψυχή μας, πού, ἂν τὴ χάσουμε, δὲν μποροῦμε πιὰ νὰ τὴν ξαναβροῦμε, σύμφωνα μ᾿ αὐτὸ ποὺ ἔχει γραφτεῖ: «Τί ὠφελεῖται ἄνθρωπος ἐὰν τὸν κόσμον ὅλον κερδήση, τὴν δὲ ψυχὴν αὐτοῦ ζημιωθῆ; ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;» (Ματθ. 16:26).
Ἂς συλλογιστοῦμε μόνο, πὼς οἱ στρατιῶτες τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας, ἂν καὶ παίρνουν τιποτένια δῶρα ἀπὸ τὸ βασιλιά, ὅμως κινδυνεύουν πρόθυμα ὡς τὸ θάνατο γιὰ χάρη του. Πόσο περισσότερο λοιπὸν ἐμεῖς, ποὺ πήραμε τέτοιες διαβεβαιώσεις (ἀπὸ τὸ Θεό), ὀφείλουμε νὰ μὴν παραμελοῦμε τὴν ἐργασία τῆς ἀρετῆς, γιὰ νὰ σωθοῦμε ἀπὸ τὴ μέλλουσα κρίση καὶ νὰ κερδίσουμε τὰ ἄρρητα ἀγαθά;
Ἀλλὰ ἂς ἀναλογιστοῦμε καὶ τοῦτο: Τὸν καύσωνα τοῦ ἥλιου ἢ τὴν ἔνταση τοῦ πυρετοῦ δὲν μποροῦμε νὰ τὰ ὑποφέρουμε. Πῶς τότε θὰ σηκώσουμε τὸ κάψιμο τῆς αἰώνιας φωτιᾶς, ποὺ καίει ἀκατάπαυστα καὶ χωρὶς νὰ καταστρέφει ἐκεῖνο ποὺ καίει;
Κι ἂν θέλεις, ἀγαπητέ μου, κάνε μία δοκιμὴ ἀπὸ τώρα μὲ τὴν ὑλικὴ φωτιά, καὶ θὰ καταλάβεις, πόσο ἀνυπόφορο εἶναι ἐκεῖνο τὸ μαρτύριο. Ἄναψε δηλαδὴ τὸ λυχνάρι καὶ βάλε πάνω στὴ φλόγα τὴν ἄκρη τοῦ δαχτύλου σου. Ἂν μπορεῖς νὰ βαστάξεις τὸν πόνο, ἴσως μπορέσεις ν᾿ ἀντέξεις κι ἐκεῖ. Ἂν ὅμως δὲν μπορεῖς νὰ ὑποφέρεις τοὺς πόνους ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ μικρὸ κάψιμο, τί θὰ κάνεις ὅταν τὸ σῶμα σου ὁλόκληρο θὰ ριχθεῖ μαζὶ μὲ τὴν ψυχὴ σ᾿ ἐκείνη τὴ φοβερὴ καὶ ἄσβηστη φωτιά;
Εἶπε κάποιος γέροντας:
- Μὴν ἀπορεῖς πού, ἂν καὶ ἄνθρωπος, μπορεῖς νὰ γίνεις ἄγγελος.
Γιατὶ κι ἐμᾶς ἀγγελικὴ δόξα μᾶς περιμένει. Αὐτὴν ὅμως ὁ ἀγωνοθέτης (Χριστός) τὴν ὑπόσχεται σ᾿ ἐκείνους ποὺ ἀγωνίζονται.
Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ὑπερέχιος:
- Νὰ ἔχεις παντοτινὰ τὸ νοῦ σου στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, καὶ εὔκολα θὰ τὴν κληρονομήσεις.
Οἱ θεοφιλεῖς γονεῖς ὄχι μόνο χαίρονται, ἀλλὰ καὶ προτρέπουν τὰ παιδιά τους νὰ ὑπομένουν πειρασμοὺς γιὰ τὸν Κύριο καὶ κινδύνους γιὰ τὴν ἀρετή.
Οἱ ἅγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες βρίσκονταν στὸ στάδιο τῆς ἀθλήσεως. Τὸ πρωί, μετὰ τὴν ὁλονύκτια ὀρθοστασία τους μέσα στὴ λίμνη καὶ τὴν ἀλύγιστη καρτερικότητά τους στὴν ἀβάσταχτη παγωνιά, τοὺς τραβοῦσαν στὴν ἀκρολιμνιὰ γιὰ νὰ τοὺς συντρίψουν τὰ πόδια μὲ ρόπαλα.
Ἡ μητέρα ἑνὸς ἀπ᾿ αὐτοὺς ἔμενε ἐκεῖ δίπλα τους, ὅσο βασανίζονταν, παρατηρώντας τὸ γιό της. Αὐτὸς ἦταν, βλέπετε, πιὸ νέος ἀπ᾿ ὅλους στὴν ἡλικία, καὶ ἡ μητέρα του φοβόταν μήπως τὰ νιάτα καὶ ἡ ἀγάπη στὴ ζωὴ τὸν κάνουν κάποια στιγμὴ νὰ δειλιάσει καὶ νὰ φανεῖ ἔτσι ἀνάξιος τῆς στρατιωτικῆς ἰδιότητος καὶ τιμῆς. Στεκόταν λοιπὸν καὶ τὸν παρακολουθοῦσε προσεκτικά, μὲ τὴ στάση καὶ τὸ βλέμμα της, καὶ τοῦ ἔδινε θάρρος, τεντώνοντας πρὸς τὸ μέρος του τὰ χέρια της καὶ λέγοντας:
- Παιδί μου γλυκύτατο! Τοῦ οὐράνιου Πατέρα πιὰ παιδί! Κάνε λίγη ἀκόμα ὑπομονή, καὶ θὰ γίνεις τέλειος! Μὴ φοβηθεῖς τὰ βασανιστήρια. Γιατὶ, δές, σοῦ παραστέκεται βοηθὸς ὁ Χριστός. Καμιὰ πίκρα, καμιὰ ταλαιπωρία δὲν θὰ σὲ βρεῖ πιά. Ὅλ᾿ αὐτὰ πέρασαν. Τά ᾿χεις ὅλα νικήσει μὲ τὴ γενναιότητά σου. Ἀπὸ δῶ καὶ πέρα χαρά, ἡδονή, ἄνεση, εὐφροσύνη... Αὐτὰ θὰ γευθεῖς, βασιλεύοντας μαζὶ μὲ τὸ Χριστὸ καὶ πρεσβεύοντας σ᾿ Ἐκεῖνον καὶ γιὰ μένα, ποὺ σὲ γέννησα.
Μετὰ τὴ συντριβὴ λοιπὸν τῶν ποδιῶν τους, οἱ ἅγιοι παρέδωσαν τὶς ψυχές τους στὸ Θεό. Καὶ οἱ στρατιῶτες ἔφεραν ἁμάξια καὶ ἔβαλαν σ᾿ αὐτὰ τὰ ἱερὰ σώματα, γιὰ νὰ τὰ μεταφέρουν στὴν ὄχθη τοῦ γειτονικοῦ ποταμοῦ. Ἐπειδὴ ὅμως παρατήρησαν πὼς ὁ νέος ἐκεῖνος, ποὺ λεγόταν Μελίτων, ἀνάσαινε ἀκόμα, τὸν ἄφησαν ἔτσι, μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ ζήσει.
Σὰν εἶδε ἡ μητέρα του ὅτι αὐτὸς μονάχα ἔμεινε πίσω, τῆς ἦρθε βαρύ, σὰν θάνατος δικός της καὶ τοῦ παιδιοῦ της. Παράβλεψε λοιπὸν τὴ γυναικεία ἀδυναμία καὶ λησμόνησε τὴ μητρικὴ εὐσπλαγχνία. Σήκωσε τὸ γιό της στοὺς ὤμους κι ἀκολουθοῦσε γενναιόψυχα τὰ ἁμάξια, πιστεύοντας πὼς τότε μόνο θὰ ζοῦσε, ὅταν θὰ τὸν ἔβλεπε νὰ εἶναι τελειωμένος καὶ νεκρός.
Τὴν ὥρα λοιπὸν ποὺ τὸν κουβαλοῦσε, αὐτὸς ξεψύχησε. Τότε πιὰ ἡ μητέρα του ἀπαλλάχθηκε ἀπὸ τὶς φροντίδες. Σκιρτώντας δυνατὰ ἀπ᾿ τὴ μεγάλη της χαρὰ γιὰ τὸ τέλος τοῦ γιοῦ της, μεταφέρει τὸν πολυαγαπημένο της νεκρὸ μέχρι τὸν τόπο, ὅπου ἦταν τὰ σώματα τῶν ἁγίων, τὸν βάζει πάνω σ᾿ αὐτὰ καὶ τὸν συναριθμεῖ μαζί τους, γιὰ νὰ μὴ χωριστεῖ ἀπὸ τὰ σώματά τους οὔτε τὸ σῶμα ἐκείνου, ποὺ τὴν ψυχή του βιαζόταν νὰ συναριθμήσει μὲ τὶς ψυχές τους.
Ἀνάβουν τότε μεγάλη φωτιὰ οἱ ὑπηρέτες τοῦ ἐχθροῦ (διαβόλου) καὶ κατακαῖνε τὰ σώματα τῶν ἁγίων. Ὕστερα τὰ πέταξαν στὸ ποτάμι, ἐπειδὴ φθονοῦσαν τὰ λείψανα τῶν χριστιανῶν. Ἐκεῖνα ὅμως, ἀπὸ θεία βέβαια οἰκονομία, συγκρατήθηκαν σὲ κάποια ὄχθη καὶ διασώθηκαν. Καὶ τὰ ξαναπῆραν χριστιανικὰ χέρια, χαρίζοντάς μας πλοῦτο ἀσύλληπτο.
Ὁ μεγάλος Ἀλύπιος, ἔχοντας τὴν καρδιὰ πυρωμένη ἀπὸ τὴν ἀγάπη στὸ Θεό, προβληματιζόταν τί νὰ κάνει στὴν παροῦσα ζωή, γιὰ νὰ κατορθώσει τὴν ὁλοκληρωτικὴ καὶ παντοτινὴ συμβίωσή του μὲ Αὐτὸν ποὺ ποθοῦσε, τὴν ὁλοκάθαρη θεωρία Ἐκείνου μὲ ὅλο του τὸ νοῦ καὶ τὴ γνήσια ἕνωση μαζί Του. Ἀποφάσισε λοιπὸν ν᾿ ἀπαρνηθεῖ τὰ πάντα καὶ νὰ φύγει, φυσικὰ μακριὰ ἀπὸ φίλους, συγγενεῖς, γνωστούς, κι ἀπὸ τὴν ἴδια του τὴ μάνα, διαλέγοντας τὸν ἀγαθὸ δρόμο τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς. Τὴν ἀπόφασή του τὴν ἐμπιστεύθηκε μόνο στὴ μητέρα του.
- Μάνα, τῆς εἶπε, μὲ κυρίεψε πόθος φλογερὸς νὰ πάω κατὰ τὴν Ἀνατολή, ὅπου πολλοὶ ἔζησαν θεάρεστα καὶ μακάρια, διαλέγοντας τὸν ἡσυχαστικὸ βίο. Κατευόδωσέ με λοιπὸν σ᾿ αὐτὸν τὸ δρόμο καὶ δῶσε μου τὶς εὐχές σου σὰν φυλαχτό.
Σὰν ἄκουσε ἐκείνη αὐτὰ τὰ λόγια, δὲν ἔπαθε τίποτε ἀπ᾿ ὅσα παθαίνουν οἱ γυναῖκες (συνήθως, ὅταν ἀκοῦνε παρόμοιες ἀποφάσεις τῶν παιδιῶν τους). Δὲν πρόβαλε σὰν ἐμπόδιο τὴ χηρεία της οὔτε τὴ μοναξιά της. Δὲν εἶπε πὼς εἶναι πρᾶγμα ἀσήκωτο γιὰ τὶς μανάδες νὰ χάνουν ἕνα γιὸ τόσο καλὸ οὔτε κάτι ἄλλο παρόμοιο. Δὲν προσπάθησε νὰ ματαιώσει τὴν πρόθεση τοῦ ἀγαπημένου της παιδιοῦ. Ποθοῦσε, βλέπετε, πραγματικὰ τὸ συμφέρον τοῦ γιοῦ της πιὸ πολὺ ἀπὸ τὸ δικό της. Ἀντίθετα, σήκωσε τὰ μάτια, ἅπλωσε τὰ χέρια καὶ συγκέντρωσε ὅλη της τὴ σκέψη σὲ προσευχή. Ὕστερα εἶπε:
- Πήγαινε, παιδί μου. Πήγαινε ἐκεῖ ποὺ σὲ ὁδηγεῖ ἡ κλήση τοῦ (Ἁγίου) Πνεύματος. Νά, ὁ Θεός, ποὺ σ᾿ Αὐτὸν μέσα ζοῦμε καὶ σ᾿ Αὐτὸν σὲ παραδίνω, θὰ στείλει τὸν ἄγγελό Του μπροστά σου (Ἐξ. 23:20), γιὰ νὰ σὲ ὁδηγήσει ὅπου εἶναι τὸ θέλημά Του. Ἄμποτε νὰ σοῦ στείλει βοήθεια ἀπὸ τὸ ἅγιο κατοικητήριό Του καὶ νὰ σὲ προστατέψει ἀπὸ τὴν οὐράνια Σιών (Ψαλμ. 19:3). Νὰ σοῦ φορέσει σὰν θώρακα τὴ δικαιοσύνη καὶ νὰ σοῦ βάλει τὴν περικεφαλαία τῆς σωτηρίας (Ἡσ. 59:17. Ἐφ. 6:14-17). Σὰν ἥλιος τοῦ μεσημεριοῦ νὰ λάμψει ἡ ἀρετὴ στὰ ἔργα σου (πρβλ. Ψαλμ. 36:6), ποὺ χάρη σ᾿ αὐτὰ ἀγάπησες τὸ Δεσπότη περισσότερο κι ἀπὸ γονεῖς κι ἀπὸ πατρίδα.
Ἦταν ἐκείνη γνήσια μάνα ἑνὸς τέτοιου γιοῦ. Καὶ γι᾿ αὐτό, βάζοντας τὴν ἀρετὴ πιὸ πάνω ἀπὸ τὴ φύση, δὲν προσπάθησε νὰ κάνει ἢ νὰ πεῖ τίποτε ἀνάξιό της.
Ἔπειτα, μετὰ τὴν εὐχή, ὁ γιὸς τυλίχθηκε στὸ λαιμὸ τῆς μάνας κι ἡ μάνα ἀγκάλιασε μὲ λαχτάρα τὸ γιό, ἐνῷ βρέχονταν καὶ οἱ δυό τους μὲ θερμὰ δάκρυα. Καὶ ἀφοῦ καταφιλήθηκαν, χωρίστηκαν. Ἡ μάνα κίνησε γιὰ τὸ σπίτι, καὶ ὁ γιὸς πῆρε τὸ δρόμο ποὺ ποθοῦσε.
Ὅταν ὁ ἅγιος Κλήμης ἦταν ἀκόμα νήπιο, πέθανε ὁ πατέρας του. Ἡ μητέρα του λοιπόν, μένοντας ἔρημη ἀπὸ ἄντρα καὶ στηρίζοντας πιὰ ὅλες της τὶς ἐλπίδες, μετὰ τὸ Θεό, στὸ παιδί της μονάχα, τοῦ ἀφοσιώθηκε μὲ τόση φροντίδα, ποὺ ἔγινε γι᾿ αὐτὸ τὰ πάντα, καὶ πατέρας καὶ μητέρα καὶ δάσκαλος.
Ἐνῷ λοιπὸν ὁ Κλήμης βρισκόταν μέσα σὲ τέτοια χέρια καὶ μεγάλωνε μὲ καλὴ ἀνατροφὴ ἀπὸ μητέρα φιλόστοργη, ἐκείνη προαισθάνθηκε ὅτι πλησίαζε τὸ τέλος της. Ἀγκάλιασε τότε μὲ τρυφερότητα καὶ πόθο τὸ παιδί της, ποὺ δὲν εἶχε κλείσει ἀκόμα τὰ δέκα του χρόνια, τὸ φιλοῦσε γλυκὰ-γλυκὰ καί, καθὼς βιαζόταν νὰ τὸ κάνει ὄχι τόσο διάδοχο στὰ δικά της πλούτη ὅσο κληρονόμο τῶν θησαυρῶν τοῦ οὐρανοῦ, τοῦ ἔδινε (συμβουλὲς καί) παραγγελίες σὰν κι αὐτές:
- Παιδί μου! Παιδί μου πολυαγαπημένο! Παιδί μου, πού, πρὶν γνωρίσεις τὸν πατέρα σου, γνώρισες τὴν ὀρφάνια, μὰ πλούτισες, κάνοντας τὸ Θεὸ πατέρα καὶ χρησιμοποιώντας τὴν ὀρφάνια γιὰ τὴν εὐτυχία σου! Ἐγὼ μὲν σὲ γέννησα σωματικά, μὰ ὁ Χριστὸς σὲ μεγάλωσε πνευματικά. Γνώρισε λοιπὸν τὸν Πατέρα σου. Μὴ διαψεύσεις τ᾿ ὄνομα τοῦ γιοῦ. Τὸ Χριστὸ μονάχα λάτρευε. Στὸ Χριστὸ μονάχα ἔχε ἐμπιστοσύνη. Αὐτὸς εἶναι, πραγματικά, ἡ ἀθανασία. Αὐτὸς εἶναι ἡ σωτηρία. Αὐτός, ποὺ κατέβηκε γιὰ μᾶς ἀπὸ τὰ οὐράνια καὶ μᾶς ἀνέβασε μαζί Του καὶ μᾶς ἔκανε παιδιά Του καὶ θεούς. Ὅποιος λοιπὸν μπαίνει στὴν ὑπηρεσία αὐτοῦ τοῦ Δεσπότη, θὰ ξεπεράσει ὅλες τὶς δυσκολίες, καὶ ὄχι μόνο θὰ νικήσει τοὺς τυράννους καὶ τοὺς βασιλιάδες ποὺ προσκυνοῦν τὰ εἴδωλα, μὰ καὶ θὰ ντροπιάσει ἀκόμα κι αὐτοὺς τοὺς δαίμονες, ποὺ τιμοῦν ἐκεῖνοι, καὶ τὸν ἀρχηγὸ καὶ προστάτη τους διάβολο…
Ἐκεῖ ποὺ μιλοῦσε, τὰ μάτια της βούρκωσαν. Καὶ γεμίζοντας ἀπὸ τὴ χάρη, εἶδε θεία θεωρία καὶ ἄρχισε νὰ διηγεῖται προφητικὰ τὰ μελλούμενά του.
- … Καὶ σὲ παρακαλῶ, ἔλεγε, γιέ μου πολυαγαπημένε, σὲ παρακαλῶ νὰ μοῦ κάνεις μία χάρη γιὰ ὅλα (ὅσα ἐγὼ ἔκανα γιὰ σένα). Ἐπειδὴ ἔφτασαν καιροὶ δύσκολοι, ἐπειδὴ φυσάει φοβερὸς ὁ ἄνεμος τοῦ διωγμοῦ τῆς ἀσέβειας καὶ ἐπειδὴ ξέρω πὼς κι ἐσὺ θὰ ὁδηγηθεῖς, ὅπως εἶπε ὁ Δεσπότης μας, «ἐπὶ βασιλεῖς καὶ ἡγεμόνας» γιὰ χάρη Του (Λουκ. 21:12), κάνε μου, παιδί μου, αὐτὴ τὴν τιμή: Ἀντιστάσου γενναῖα γιὰ χάρη Του καὶ κράτησε σταθερὴ γιὰ χάρη μου τὴν ὁμολογία σου ὡς τὸ τέλος. Καὶ πιστεύω πὼς ὁ Χριστός μου, σπλάγχνο μου, πιστεύω πὼς καὶ στὸ δικό σου κεφάλι θὰ κάνει ν᾿ ἀνθήσει σύντομα τὸ μαρτυρικὸ στεφάνι. Νὰ ἑτοιμάζεις λοιπὸν τὸν ἑαυτό σου καὶ νὰ παρακινεῖς τὴν ψυχή σου σὲ ἀντρειοσύνη, γιὰ νὰ μὴ βρεθεῖς ἀπροετοίμαστος στοὺς ἀγῶνες. Γιατὶ δὲν θὰ παλέψεις μὲ τυχαίους ἐχθροὺς ἢ γιὰ τυχαῖα πράγματα…
«Τιποτένιο εἶναι, γιέ μου, τὸ νὰ πεθαίνουν θεληματικὰ οἱ στρατιῶτες γιὰ ἕναν ὁμόδουλο καὶ θνητὸ βασιλιά, κι ἐμεῖς νὰ μὴ σηκώνουμε τὸ θάνατο, ὅπως ἐκεῖνοι, γιὰ Βασιλιὰ ἀθάνατο. Καὶ μάλιστα, ὅταν ἐκεῖνοι δὲν παίρνουν ἀπ᾿ αὐτὸν κανένα ἀντάλλαγμα ἄξιο μιᾶς τέτοιας ἀφοσιώσεως. Γιατί ποιὸ δῶρο εἶναι ἰσάξιο μὲ τὴ ζωή; Ἢ ποιὰ ἀπὸ τὶς μεταθανάτιες τιμὲς γίνεται αἰσθητὴ (στὸν σκοτωμένο στρατιώτη); Ἂν ὅμως πεθάνεις γιὰ τὸν κοινὸ Δεσπότη ὅλων, τὸ Χριστό, ἀντὶ γιὰ τὴν πρόσκαιρη ζωὴ θ᾿ ἀποκτήσεις τὴν ἀθάνατη. Ἀντὶ γιὰ τὴ φευγαλέα ἀπόλαυση καὶ τὴ δόξα καὶ τὸν πλοῦτο, θ᾿ ἀπολαύσεις τὴν αἰώνια μακαριότητα. Τί λοιπόν; Κι ἂν δὲν πεθάνουμε τώρα, δὲν θὰ πεθάνουμε πάντως μετὰ ἀπὸ λίγο, πληρώνοντας τὸ κοινὸ χρέος ὅλων; Ἄλλωστε, ὁ θάνατος γιὰ τὸ Χριστὸ δὲν εἶναι σωστὸ νὰ θεωρεῖται θάνατος. Γιατὶ πάντοτε, μὲ τὴν ἀνώτερη ἐλπίδα τῶν μελλοντικῶν ἀγαθῶν, χάνεται ἡ αἴσθηση (κι αὐτοῦ τοῦ θανάτου)…
Μ᾿ αὐτὰ τὸν ἐμψύχωνε ἡ μητέρα του, ἔχοντας τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθινῆς Σοφίας, ποὺ μιλοῦσε μὲ τὸ στόμα της, μιὰ ποὺ ὁ γιός της ἦταν κιόλας -πρὶν τὴν ὥρα του- συνετὸς σὰν γέροντας, καὶ εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ σοβαρότερες παραινέσεις. Στὸ τέλος μάλιστα πρόσθετε καὶ τοῦτα:
- Τέτοια ἀμοιβὴ γιὰ τὴν ἀνατροφή σου δῶσε, παιδί μου, σὲ μένα, τὴ μάνα σου. Αὐτὸς ἂς γίνει ὁ μισθός μου, γιέ μου γλυκύτατε, γιὰ τοὺς πόνους ποὺ δοκίμασα στὴ γέννα σου, γιὰ νὰ σωθῶ κι ἐγώ, σύμφωνα μὲ τὸν Παῦλο, «διὰ τῆς τεκνογονίας» (Α´ Τιμ. 2:15) καὶ νὰ δοξαστῶ μὲ τὰ μέλη τοῦ παιδιοῦ μου. Γιατὶ νά, παιδί μου, ἐγὼ φεύγω κιόλας μὲ τὴ δύναμη τῆς θείας χάριτος -αἰσθανόταν, βλέπετε, πὼς πέθαινε- καὶ τὸ αἰσθητὸ τοῦτο φῶς δὲν θὰ μὲ φωτίσει τὸ πρωί. Ἐσὺ ὅμως θὰ εἶσαι γιὰ μένα φῶς ἐν Χριστῷ καὶ ζωή. Σὲ παρακαλῶ λοιπόν, σπλάγχνο μου, νὰ μὴ διαψεύσεις τὶς ἐλπίδες ποὺ στήριξα πάνω σου. Μιὰ Ἑβραία γυναῖκα ἀνέδειξε κάποτε ἑφτὰ γιοὺς μάρτυρες. Καὶ ἦταν σὰν ν᾿ ἀθλεῖσαι κι ἡ ἴδια μὲ ἑφτὰ σώματα, τὰ σώματά τους. Μὰ σὲ μένα εἶσαι ἀρκετὸς ἐσὺ μονάχα γιὰ νὰ δοξαστῶ. Καὶ εἶμαι εὐτυχισμένη μέσα στὶς μανάδες ἐγώ, ἐπειδὴ ἀκριβῶς θὰ γίνω ἔνδοξη ἐξαιτίας σου. Νά, θὰ προχωρήσω μπροστά σου, γιέ μου. Σωματικὰ μὲν χωρίζομαι σήμερα κιόλας ἀπὸ τὰ ποθεινά σου μάτια. Ἡ ψυχή μου ὅμως -πίστευέ το- μόλις πεθάνω, θὰ κρεμαστεῖ γιὰ πάντα πάνω στὴ δική σου ψυχή. Μαζί της θὰ προσκυνήσω μὲ παρρησία στὸ βῆμα τοῦ Χριστοῦ. Καὶ θὰ καμαρώνω γιὰ τὰ παθήματά σου. Καὶ θὰ εἶμαι στολισμένη μὲ τὶς πληγές σου. Καὶ θὰ ἔχω μερίδιο στὰ πολύτιμα ἐκεῖνα βραβεῖα καὶ στὴ χαρά σου.
Αὐτὰ ἔλεγε ἡ μάνα στὸ γιό. Καὶ καταφιλοῦσε ὅλα μαζὶ τὰ μέλη του, λέγοντας πάλι ἡ μακαρία:
- Μαρτυρικὰ μέλη φιλῶ, μέλη ποὺ θὰ προσφερθοῦν θυσία στὸ Χριστό.
Ἐνῷ λοιπὸν ἔτσι τὸν ἀγκάλιαζε καὶ τοῦ γλυκομιλοῦσε, ἀναπαύθηκε πραγματικὰ τὴ μακάρια ἀνάπαυση, παραδίνοντας τὸ πνεῦμα στὸ Θεὸ καὶ τὸ σῶμα στὰ γλυκύτατα χέρια τοῦ παιδιοῦ της.
Ἐκεῖνος πάλι ἔκανε ὅσα ἔπρεπε, σὰν γιὸς ποὺ ἀγαποῦσε τὴ φιλόστοργη μητέρα του. Καὶ ἀφοῦ παρέδωσε τὸ σῶμα της στὴ γῆ, ὁ ἴδιος διάλεξε τὸν μοναχικὸ βίο, ἐκπληρώνοντας ἀμέσως τὶς μητρικὲς παραγγελίες μὲ τοῦτο πρῶτα, τὴ φυγὴ δηλαδὴ ἀπὸ τὸν κόσμο γιὰ τὸ Χριστό, ποὺ γιὰ χάρη Του θὰ ἔφευγε ἀργότερα κι ἀπὸ τὴ ζωή.
Ὅποιος θέλει νὰ σωθεῖ, πρέπει νὰ ἐπιδιώκει τὶς συναναστροφὲς μὲ ἐνάρετους ἀνθρώπους.
Ὅπως οἱ κατὰ σάρκα γονεῖς ἔχουν ἰδιαίτερη φυσικὴ ἀγάπη στὰ παιδιά τους, ἔτσι καὶ ὁ νοῦς ἔχει φυσικὸ σύνδεσμο μὲ τοὺς λόγους του. Καὶ ὅπως ὅσοι γονεῖς ἀγαποῦν παθολογικὰ τὰ παιδιά τους, τὰ θεωροῦν πὼς εἶναι τὰ πιὸ ἱκανὰ καὶ τὰ πιὸ ὡραῖα, ἀκόμα κι ἂν εἶναι σὲ ὅλα τὰ πιὸ καταγέλαστα, ἔτσι καὶ στὸν ἄφρονα νοῦ οἱ λόγοι του, ἀκόμα κι ἂν εἶναι οἱ χειρότεροι ἀπ᾿ ὅλους, τοῦ φαίνονται φρονιμότατοι. Στὸν σοφὸ ὅμως νοῦ δὲν φαίνονται ἔτσι οἱ λόγοι του, ἀπεναντίας, ὅταν νομίσει ὅτι εἶναι ἀντικειμενικοὶ καὶ καλοί, τότε προπαντὸς δὲν πιστεύει στὴν κρίση του, ἀλλὰ βάζει ἄλλους σοφοὺς νὰ κρίνουν τοὺς λόγους καὶ τοὺς λογισμούς του, «μήπως εἰς κενὸν τρέχῃ ἢ ἔδραμε» (Γαλ. 2:2), καὶ ἀπ᾿ αὐτοὺς βεβαιώνεται.
Ὁ ἄνθρωπος συμβουλεύει τὸν πλησίον του καθὼς γνωρίζει. Ὁ Θεὸς πάλι ἐνεργεῖ σ᾿ αὐτὸν ποὺ ἀκούει ἀνάλογα μὲ τὴν πίστη του.
Ὁ ἄνθρωπος ποὺ μακροθυμεῖ, ἔχει πολλὴ φρόνηση (Παροιμ. 14:29). Τὸ ἴδιο κι ἐκεῖνος ποὺ τεντώνει τὸ αὐτί του γιὰ ν᾿ ἀκούει λόγους πνευματικῆς σοφίας.
Μὴν ἀρνεῖσαι νὰ μαθαίνεις, κι ἂς τυχαίνει νὰ ξέρεις πάρα πολλά. Γιατὶ αὐτὸ ποὺ μπορεῖ νὰ οἰκονομήσει ὁ Θεός, εἶναι πολὺ πιὸ ὠφέλιμο ἀπὸ τὴ δική μας φρόνηση.
Αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ σηκώσει τὸ σταυρό του καὶ ν᾿ ἀκολουθήσει τὸ Χριστό, πρέπει πρῶτα-πρῶτα νὰ ἐπιδιώξει τὴν ἀληθινὴ γνώση καὶ μάθηση, ἐξετάζοντας ἀκατάπαυστα τοὺς λογισμούς του καὶ μεριμνώντας συνεχῶς γιὰ τὴ σωτηρία του καὶ ρωτώντας τοὺς δούλους τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔχουν τὸ ἴδιο φρόνημα καὶ ἀγωνίζονται τὸν ἴδιο ἀγῶνα μ᾿ αὐτόν, ἔτσι ὥστε νὰ μὴν ἀγνοεῖ ποῦ καὶ πῶς βαδίζει καὶ νὰ μὴν προχωράει μέσα στὸ σκοτάδι χωρὶς λύχνο νὰ τοῦ φέγγει. Γιατὶ ἐκεῖνος ποὺ βαδίζει ἰδιόρρυθμα, χωρὶς εὐαγγελικὴ γνώση, χωρὶς διάκριση καὶ χωρὶς τὴν καθοδήγηση κάποιου, σκοντάφτει συχνὰ καὶ πέφτει σὲ πολλοὺς λάκκους καὶ παγίδες τοῦ πονηροῦ καὶ πλανιέται πολὺ καὶ κοπιάζει πολὺ καὶ μπαίνει σὲ πολλοὺς κινδύνους καὶ δὲν γνωρίζει τί τέλος θὰ ἔχει. Γιατὶ δὲν εἶναι λίγοι ἐκεῖνοι ποὺ πέρασαν ἀπὸ πολλοὺς κόπους καὶ ἀσκήσεις καὶ κακοπάθειες καὶ ποὺ ὑπέφεραν πολλοὺς μόχθους γιὰ τὸ Θεό, ἀλλὰ ἡ ἰδιορρυθμία, ἡ ἀδιακρισία καὶ ἡ ἔλλειψη πνευματικῆς βοήθειας ἀπὸ τὸν πλησίον ἔκαναν τοὺς τόσους καὶ τόσους κόπους τους ἀνίσχυρους καὶ μάταιους.
Γι᾿ αὐτὸ ἂν εἶναι δυνατόν, πρέπει κανεὶς νὰ φροντίζει καὶ ν᾿ ἀγωνίζεται νὰ εἶναι συνεχῶς μαζὶ μὲ ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν πνευματικὴ γνώση, μὲ σκοπό, ἂν ὁ ἴδιος δὲν ἔχει φωτισμὸ ἀληθινῆς γνώσεως, βαδίζοντας μαζὶ μ᾿ ἐκεῖνον ποὺ ἔχει, νὰ μὴν περπατάει στὸ σκοτάδι, νὰ μὴν κινδυνεύει ἀπὸ βρόχια καὶ παγίδες καὶ νὰ μὴν πέφτει πάνω στὰ νοητὰ θηρία, ποὺ ζοῦν στὸ σκοτάδι καὶ ποὺ ἁρπάζουν καὶ ἀφανίζουν ὅσους περπατοῦν μέσα σ᾿ αὐτὸ χωρὶς τὸν νοητὸ λύχνο τοῦ θείου λόγου.
Ὁ ἀββᾶς Παλλάδιος εἶπε:
- Ἡ ψυχὴ ποὺ ἀγωνίζεται σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, πρέπει ἢ νὰ μαθαίνει σωστὰ ὅσα δὲν ξέρει ἢ νὰ διδάσκει μὲ σαφήνεια ὅσα ἔμαθε. Ἂν δὲν θέλει νὰ κάνει τίποτε ἀπὸ τὰ δυό, τότε δὲν εἶναι καλά. Γιατὶ ἡ ἀρχὴ τῆς ἀποστασίας βρίσκεται στὴν ἔλλειψη τῆς διδαχῆς καὶ στὴν ἀνορεξία τοῦ θείου λόγου, ποὺ τὸν πεινάει πάντα ἡ φιλόθεη ψυχή.
Εἶπε πάλι ὁ ἀββᾶς Παλλάδιος:
- Περισσότερο κι ἀπὸ παράθυρο φωτεινό, πρέπει νὰ κυνηγάει κανεὶς τὶς συναναστροφὲς ἐνάρετων ἀνθρώπων, γιατὶ μὲ τὴ βοήθειά τους θὰ μπορέσει νὰ δεῖ τὴν καρδιά του σὰν ἕνα καθαρογραμμένο βιβλίο καί, συγκρίνοντας τὴ ζωή του μὲ τὴ ζωὴ ἐκείνων, νὰ διαπιστώσει τὴ δική του ρᾳθυμία ἢ ἐπιμέλεια. Γιατὶ στοὺς ἐνάρετους ὑπάρχουν πολλά, καὶ ἐξωτερικὰ ἀκόμα στοιχεῖα, ποὺ φανερώνουν τὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς τους: τὸ χρῶμα, ποὺ ἁπλώνεται στὸ πρόσωπο μὲ τὴ θεάρεστη πολιτεία, ὁ τρόπος τῆς ἐνδυμασίας, ἡ ἁπλότητα τοῦ ἤθους, ἡ σεμνότητα στὰ λόγια, τὸ ἀπέριττο στὶς λέξεις, ἡ σύνεση στὶς σκέψεις, ἡ προσοχὴ στὶς ἐκδηλώσεις. Ὅλα τοῦτα ὠφελοῦν ὑπερβολικὰ ὅσους τὰ παρατηροῦν, καὶ ἀποτυπώνουν στὶς ψυχές τους ἀναλλοίωτα πρότυπα ἀρετῆς.
Ἕνας γέροντας - διηγήθηκε ὁ ἀββᾶς Κασσιανὸς - ποὺ ἀσκήτευε στὴν ἔρημο, παρακάλεσε τὸ Θεὸ νὰ τοῦ δώσει τοῦτο τὸ χάρισμα: Ὅταν γίνεται πνευματικὴ συζήτηση, νὰ μὴ νυστάζει ποτέ, ὅταν ὅμως κανεὶς ἀργολογεῖ ἢ κατακρίνει, τότε νὰ τὸν παίρνει ὁ ὕπνος, γιὰ νὰ μὴ μολύνονται τ᾿ αὐτιά του μὲ τέτοιο δηλητήριο. Καὶ πραγματικά, τοῦ ἔδωσε ὁ Θεὸς αὐτὸ ποὺ ζητοῦσε.
Ἔλεγε λοιπὸν αὐτὸς ὁ γέροντας, πὼς ὁ διάβολος εἶναι θιασώτης τῆς ἀργολογίας καὶ ἀντίπαλος κάθε πνευματικῆς διδαχῆς.
Ἐπιβεβαίωνε μάλιστα τὸ λόγο του μὲ τοῦτο τὸ παράδειγμα:
- Μιὰ φορά, καθὼς μιλοῦσα γιὰ ψυχωφελῆ ζητήματα σὲ κάποιους ἀδελφούς, τόσο πολὺ νύσταξαν, ποὺ δὲν μποροῦσαν οὔτε τὰ βλέφαρά τους νὰ κουνήσουν. Κι ἐγὼ τότε, θέλοντας νὰ φανερώσω πὼς αὐτὸ συμβαίνει ἀπὸ δαιμονικὴ ἐνέργεια, ἄρχισα ν᾿ ἀργολογῶ. Στὴ στιγμὴ ξενύσταξαν κι ἔγιναν ὁλόχαροι! Ἀναστέναξα καὶ τοὺς εἶπα: «Δέστε, ἀδελφοί μου! Ὅσο μιλούσαμε γιὰ οὐράνια πράγματα, τὰ μάτια ὅλων σας τὰ ἔκλεινε ὁ ὕπνος. Μόλις ὅμως ἀκούστηκαν λόγια μάταια, ὅλοι ξενυστάξατε καὶ ἀκούγατε πρόθυμα. Σὰς παρακαλῶ λοιπόν, ἀδελφοί, νὰ συναισθανθεῖτε τὴν ἐνέργεια τοῦ πονηροῦ δαίμονα, κι ἔτσι νὰ εἶστε προσεκτικοὶ καὶ νὰ φυλάγεστε ἀπὸ τὸ νυσταγμό, κάθε φορὰ ποὺ κάνετε ἢ ἀκοῦτε κάτι πνευματικό».
Τρεῖς πατέρες εἶχαν τὴ συνήθεια νὰ πηγαίνουν κάθε χρόνο στὸν μακάριο Ἀντώνιο. Ἀπ᾿ αὐτοὺς οἱ δυὸ τοῦ ἔκαναν διάφορες ἐρωτήσεις γιὰ τοὺς λογισμοὺς καὶ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς. Ὁ τρίτος ὅμως σώπαινε καὶ δὲν ρωτοῦσε τίποτα. Ἀφοῦ λοιπὸν ἦρθαν πολλὲς φορὲς καὶ ὁ ἀδελφὸς ἐκεῖνος ἔτσι πάντα σώπαινε, μὴ ρωτώντας τὸ παραμικρό, τοῦ λέει κάποτε ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος:
- Μὰ τόσον καιρὸ ἔχεις ποὺ ἔρχεσαι ἐδῶ, καὶ δὲν μὲ ρωτᾷς τίποτα;
Ἐκεῖνος τότε ἀποκρίθηκε:
- Μοῦ φτάνει μόνο ποὺ σὲ βλέπω, πάτερ.
Ἔλεγε ὁ ἀββᾶς Παφνούτιος, ὅτι ὅσο ζοῦσαν οἱ γέροντες, ποὺ ἔμεναν δώδεκα μίλια μακριὰ ἀπὸ τὸ κελί του, πήγαινε καὶ τοὺς συναντοῦσε δυὸ φορὲς τὸ μήνα. Τοὺς φανέρωνε κάθε λογισμό του. Κι ἐκεῖνοι δὲν τοῦ ἔλεγαν τίποτε ἄλλο, παρὰ μόνο τοῦτο:
«Ὅπου κι ἂν βρεθεῖς, μὴ λογαριάζεις τὸν ἑαυτό σου, καὶ θὰ ἔχεις ἀνάπαυση».
Διηγήθηκαν γιὰ ἕνα γέροντα, ὅτι νήστεψε ἑβδομήντα ἑβδομάδες, τρώγοντας μόνο μιὰ φορὰ τὴν ἑβδομάδα, καὶ παρακαλώντας στὸ διάστημα αὐτὸ τὸ Θεὸ νὰ τοῦ φανερώσει τὴ σημασία ἑνὸς χωρίου τῆς Γραφῆς. Ἀλλὰ ὁ Θεὸς δὲν τοῦ τὴν ἀποκάλυψε.
Λέει τότε μέσα του:
«Νά, τόσους κόπους ἔκανα, καὶ τίποτα δὲν κατόρθωσα. Ἂς πάω λοιπὸν στὸν ἀδελφό μου καὶ ἂς τὸν ρωτήσω».
Φεύγοντας ὅμως, καθὼς ἔκλεινε πίσω τοῦ τὴν πόρτα, ἔστειλε ὁ Κύριος ἕναν ἄγγελο, ποὺ τοῦ εἶπε:
- Οἱ ἑβδομήντα ἑβδομάδες τῆς νηστείας σου δὲν ἔφτασαν στὸ Θεό.
Ὅταν ὅμως ταπεινώθηκες καὶ κίνησες νὰ πᾶς στὸν ἀδελφό σου, Ἐκεῖνος μ᾿ ἔστειλε γιὰ νὰ σοῦ ἐξηγήσω τὸ ρητό.
Καὶ ἀφοῦ τὸν πληροφόρησε γιὰ τὴ σημασία τοῦ χωρίου ποὺ ζητοῦσε, ἀναχώρησε.
Εἶπε κάποιος γέροντας:
- Αὐτὸς ποὺ μπαίνει σὲ ἀρωματοπωλεῖο, κι ἂν ἀκόμα δὲν ἀγοράσει τίποτα, παίρνει πάντως ἐπάνω του κάποια εὐωδία. Ἔτσι συμβαίνει καὶ μ᾿ αὐτὸν ποὺ ἐπισκέπτεται τοὺς πατέρες. Ἂν θελήσει νὰ ἐργαστεῖ πνευματικά, τοῦ δείχνουν τὸ δρόμο τῆς ταπεινώσεως, ποὺ τὸν προστατεύει σὰν τεῖχος ἀπὸ τὶς ἐπιδρομὲς τῶν δαιμόνων.
Πῆγε κάποτε στὸν Ἀββᾶ Φήλικα ἕνας ἀδελφός, ἔχοντας μαζί του καὶ μερικοὺς κοσμικούς. Παρακάλεσε λοιπὸν τὸν Ἀββᾶ νὰ τοὺς πεῖ ὠφέλιμο λόγο. Ὁ γέροντας ὅμως σώπαινε. Ὁ ἀδελφὸς συνέχισε νὰ τὸν παρακαλεῖ ὥρα πολλή, ὁπότε ἐκεῖνος τοὺς εἶπε:
- Θέλετε ν᾿ ἀκούσετε ψυχωφελῆ λόγο;
- Ναί, Ἀββᾶ, ἀποκρίθηκαν.
- Δὲν ὑπάρχει πιὰ λόγος, εἶπε ὁ γέροντας. Γιατὶ ὅταν οἱ ἀδελφοὶ ρωτοῦσαν τοὺς γέροντες καὶ ἔκαναν ὅσα ἐκεῖνοι τοὺς συμβούλευαν, ὁ Θεὸς ἔδινε λόγο, γιὰ νὰ ὠφεληθοῦν ἐκεῖνοι ποὺ ρωτοῦσαν. Τώρα ὅμως, ἐπειδὴ ρωτᾶνε ἀλλὰ δὲν ἐφαρμόζουν ὅσα ἀκοῦνε, πῆρε ὁ Θεὸς τὴ χάρη τοῦ λόγου ἀπὸ τοὺς γέροντες. Δὲν βρίσκουν πιὰ τί νὰ ποῦν, γιατὶ δὲν ὑπάρχει ἐργάτης τῆς ἀρετῆς.
Ὅταν τὸν ἄκουσαν οἱ ἐπισκέπτες, ἀναστέναξαν καὶ εἶπαν:
- Προσευχήσου γιὰ μᾶς, Ἀββᾶ.
Ἡ ἀναγκαιότητα τῆς ὑποταγῆς, ἡ ὠφέλεια ποὺ προέρχεται ἀπ᾿ αὐτὴν καὶ πῶς τὴν κατορθώνει ὁ ἄνθρωπος.
Ἐπειδὴ δὲν ὑπομένουμε ἑκούσια μικρὴ θλίψη γιὰ τὸν Κύριο, πέφτουμε ἀκούσια σὲ πολλὲς καὶ βαριὲς θλίψεις.
Καὶ ἐπειδὴ δὲν θέλουμε ν᾿ ἀφήσουμε τὸ δικό μας θέλημα γιὰ τὸν Κύριο, προξενοῦμε στοὺς ἑαυτούς μας ψυχικὴ βλάβη καὶ καταστροφή.
Καὶ ἐπειδὴ δὲν ἀνεχόμαστε νὰ ζοῦμε ἢ νὰ μποῦμε σὲ ὑποταγὴ καὶ ἐξουδένωση γιὰ τὸν Κύριο, στεροῦμε τοὺς ἑαυτούς μας ἀπὸ τὴν παρηγοριὰ τῶν δικαίων. Καὶ ἐπειδὴ δὲν πειθαρχοῦμε στὶς νουθεσίες ὅσων μᾶς βάζουν νόμους γιὰ τὸν Κύριο, γινόμαστε ἀντικείμενα τῆς χαιρεκακίας τῶν πονηρῶν δαιμόνων. Καὶ ἐπειδὴ δὲν ἀνεχόμαστε τὴν αὐστηρὴ τιμωρία, θὰ μᾶς δεχθεῖ τὸ καμίνι τῆς ἄσβεστης φωτιᾶς, ὅπου δὲν θὰ ὑπάρχει πιὰ ποτὲ παρηγοριά.
Ὁ Θεὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ Πατέρα βρίσκεται μυστικὰ μέσα σε καθεμιὰ ἀπὸ τὶς ἐντολές Του. Ὁ Θεὸς καὶ Πατέρας, πάλι, εἶναι ἐκ φύσεως ὅλος ἀχώριστος σὲ ὅλον τὸ Λόγο Του. Ἐκεῖνος λοιπὸν ποὺ δέχεται μία θεία ἐντολὴ καὶ τὴν ἐφαρμόζει, δέχεται τὸ Λόγο τοῦ Θεοῦ ποὺ ὑπάρχει μέσα σ᾿ αὐτήν. Ἐκεῖνος ποὺ δέχθηκε τὸ Λόγο διαμέσου τῶν ἐντολῶν, δέχθηκε διαμέσου Αὐτοῦ καὶ τὸν Πατέρα, ποὺ ὑπάρχει ἐκ φύσεως μέσα σ᾿ Αὐτόν, ὅπως καὶ τὸ Πνεῦμα, ποὺ ἐπίσης ὑπάρχει ἐκ φύσεως μέσα σ᾿ Αὐτόν. Γιατὶ λέει:
«Ἀμήν λέγω ὑμῖν, ὁ λαμβάνων ὅντινα πέμψω, ἐμὲ λαμβάνει, ὁ δὲ ἐμὲ λαμβάνων, λαμβάνει τὸν πέμψαντά με» (Ἰω. 13:20).
Ἐκεῖνος λοιπὸν ποὺ δέχθηκε ἐντολὴ καὶ τὴν τήρησε, δέχθηκε καὶ κρατάει μυστικὰ μέσα του τὴν Ἁγία Τριάδα.
Ὁ διάβολος μὲ κανένα ἄλλο ἐλάττωμα δὲν ὁδηγεῖ τόσο στὸ βάραθρο τῆς ἀπώλειας τὸν ἄνθρωπο, ὅσο μὲ τὸ νὰ τὸν πείσει νὰ μὴν καταδέχεται νὰ ρυθμίζει τὴ ζωή του σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία καὶ τὶς ὑποδείξεις τῶν Πατέρων, ἀλλὰ ν᾿ ἀκολουθεῖ τὸ δικό του θέλημα. Γιατὶ αὐτὸς ποὺ πορεύεται σύμφωνα μὲ τὴ δική του κρίση καὶ γνώμη, ποτὲ δὲν θὰ προχωρήσει μὲ ἀσφάλεια, ἀλλὰ πολλὲς φορὲς θὰ σκοντάψει καὶ θὰ πλανηθεῖ, καί, βαδίζοντας λὲς συνεχῶς μέσα στὸ σκοτάδι, θ᾿ ἀντιμετωπίσει κινδύνους πολλοὺς καὶ φοβερούς.
Πρέπει νὰ μάθουμε καὶ τοῦτο, παίρνοντας παραδείγματα καὶ ἀπὸ τὶς ἀνθρώπινες τέχνες καὶ ἐπιστῆμες: Ἂν δηλαδὴ ἐκεῖνες, ποὺ ἀφοροῦν πράγματα χειροπιαστά, δὲν μποροῦμε μόνοι μας νὰ τὶς μάθουμε, ἀλλὰ ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ κάποιον, ποὺ θὰ μᾶς τὶς διδάξει σωστὰ καὶ θὰ μᾶς ἀναλύσει κάθε πλευρά τους, δὲν εἶναι ἀφελὲς καὶ ἀνόητο νὰ νομίζουμε, ὅτι τὴν πνευματικὴ τέχνη, ποὺ εἶναι ἀπ᾿ ὅλες τὶς τέχνες καὶ τὶς ἐπιστῆμες ἡ πιὸ δύσκολη κι ἡ πιὸ ἐπίμοχθη, θὰ κατορθώσουμε νὰ τὴ μάθουμε χωρὶς δάσκαλο; Γιατὶ δὲν πρόκειται γιὰ τέχνη σωματικὴ καὶ ὁρατή, ὅπως εἶναι οἱ ὑπόλοιπες τέχνες, ποὺ ἀσχολοῦνται μόνο μὲ σωματικὰ ζητήματα, πρόκειται γιὰ τέχνη κρυμμένη καὶ ἀόρατη, καθὼς ἀποβλέπει μόνο στὴν ψυχὴ καὶ ἔχει σκοπὸ νὰ τὴν κάνει θεοειδή. Ἡ ἀποτυχία σ᾿ αὐτὴ τὴν τέχνη δὲν προκαλεῖ πρόσκαιρη βλάβη, ἀλλ᾿ ἀπώλεια τῆς ψυχῆς καὶ αἰώνιο θάνατο καὶ κόλαση.
Ἡ ὑπακοὴ ἔχει ἀναγνωριστεῖ σὰν τὸ πρῶτο καλὸ ἀνάμεσα σ᾿ ὅλες τὶς βασικὲς ἀρετές, γιατὶ διώχνει τὴν οἴηση (δηλαδὴ τὴ μεγάλη ἰδέα ποὺ ἔχει κανεὶς γιὰ τὸν ἑαυτό του) καὶ γεννάει μέσα μας τὴν ταπεινοφροσύνη. Γι᾿ αὐτὸ καὶ σ᾿ ἐκείνους ποὺ τὴ δέχονται μὲ εὐχαρίστηση, γίνεται θύρα ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Τὴν ὑπακοὴ ἀθέτησε ὁ Ἀδάμ, καὶ κατρακύλησε στὸν ἀβυσσαλέο τάρταρο. Τὴν ὑπακοὴ ἀγάπησε ὁ Κύριος, καὶ οἰκονομώντας τὴ δική μας σωτηρία, ἔγινε ἄνθρωπος καὶ ὑπάκουσε στὸν Πατέρα Του μέχρι θανάτου -κι αὐτό, ἐνῷ δὲν ἦταν καθόλου κατώτερος ἀπὸ τὴ μεγαλοσύνη Ἐκείνου- γιὰ νὰ καταργήσει τὸ ἔγκλημα τῆς ἀνθρώπινης παρακοῆς μὲ τὴ δική Του ὑπακοὴ καὶ νὰ ἐπαναφέρει στὴ μακάρια καὶ αἰώνια ζωὴ ἐκείνους ποὺ θὰ ζήσουν μὲ ὑπακοή.
Πρῶτα λοιπὸν γι᾿ αὐτὴ τὴν ἀρετὴ πρέπει νὰ φροντίζουν, ὅσοι θέλουν νὰ πολεμήσουν τὴ διαβολικὴ οἴηση. Καὶ αὐτὴ ἡ ἀρετή, μὲ τὸν καιρό, θὰ μᾶς δείξει ἀλάθητα ὅλους τους δρόμους τῶν ἀρετῶν.
Ἐκεῖνος ποὺ βρίσκεται κάτω ἀπὸ τὴν ἐξουσία τῆς ἁμαρτίας, δὲν μπορεῖ μόνος του νὰ νικήσει τὸ σαρκικὸ φρόνημα, γιατὶ ἔχει τὸν ἐρεθισμὸ ἀκατάπαυστο καὶ ἐγκατεστημένο μέσα στὰ μέλη του.
Ὅσοι εἶναι ἐμπαθεῖς, πρέπει νὰ προσεύχονται καὶ νὰ ὑποτάσσονται.
Ἐκεῖνος ποὺ ἀγωνίζεται μὲ ὑποταγὴ καὶ προσευχὴ ἐναντίον τοῦ σαρκικοῦ θελήματος, εἶναι ἀγωνιστὴς ποὺ μεταχειρίζεται καλὴ μέθοδο, ἐκδηλώνοντας τὸν νοητὸ πόλεμο μὲ τὴν ἀποχὴ ἀπὸ τὰ αἰσθητά.
Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος, ὅτι ἡ ὑπακοὴ μὲ τὴν ἐγκράτεια ἔχει τὴ δύναμη νὰ ὑποτάσσει καὶ τὰ θηρία.
Ὁ ἀββᾶς Ποιμὴν εἶπε, ὅτι μία φορὰ ρώτησε κάποιος τὸν ἀββᾶ Παΐσιο:
- Τί θὰ κάνω μὲ τὴν ψυχή μου, ποὺ εἶναι ἀναίσθητη καὶ δὲν ἔχει φόβο Θεοῦ;
- Πήγαινε, ἀπάντησε ὁ γέροντας, καὶ ὑποτάξου σ᾿ ἕναν ἄνθρωπο ποὺ ἔχει φόβο Θεοῦ.
Ἡ ἀναστροφή σου μ᾿ ἐκεῖνον θὰ σὲ μάθει κι ἐσένα νὰ φοβᾶσαι τὸ Θεό.
Εἶπε ὁ ἀββᾶς Μωυσῆς σ᾿ἕναν ἀδελφό:
- Ἔλα, ἀδελφέ μου, στὴν ἀληθινὴ ὑπακοή, ὅπου ὑπάρχει ταπείνωση, ὅπου ὑπάρχει δύναμη, ὅπου ὑπάρχει χαρά, ὅπου ὑπάρχει ὑπομονή, ὅπου ὑπάρχει μακροθυμία, ὅπου ὑπάρχει φιλαδελφία, ὅπου ὑπάρχει κατάνυξη, ὅπου ὑπάρχει ἀγάπη. Γιατὶ ὅποιος κάνει καθαρὴ ὑπακοή, ἔχει ἀποκτήσει ὅλες τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ.
Ὁ ἀββᾶς Ποιμὴν εἶπε:
- Μὴ μετρᾷς τὶς ἀρετές σου, ἀλλὰ ὑποτάξου καλύτερα σὲ κάποιον ποὺ ζεῖ ἐνάρετα.
Ὁ ἀββᾶς Ἰωσὴφ ὁ Θηβαῖος εἶπε, ὅτι τρία πράγματα εἶναι ποὺ ἐκτιμᾷ περισσότερο ὁ Θεός, τὸ πρῶτο, ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἄρρωστος καὶ τοῦ ἔρχονται κι ἄλλοι πειρασμοί, κι αὐτὸς τοὺς δέχεται εὐχαριστώντας τὸν Κύριο, τὸ δεύτερο, ὅταν ὅλα τὰ ἔργα γίνονται καθαρὰ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, χωρὶς νὰ ἔχουν τίποτα τὸ ἀνθρώπινο, καὶ τὸ τρίτο, ὅταν κανεὶς μένει στὴν ὑποταγὴ πνευματικοῦ πατέρα καὶ ἀπαρνιέται ὅλα τὰ δικά του θελήματα, ὁ τελευταῖος ἔχει ἕνα στεφάνι παραπάνω.
Νὰ μὴν ἐμπιστεύεται κανεὶς τὸν ἑαυτό του σὲ τίποτε, ἀλλὰ γιὰ ὅλα νὰ συμβουλεύεται τοὺς διακριτικοὺς πατέρες καὶ νὰ ἐξομολογεῖται καθαρὰ τὰ μυστικά της καρδιᾶς του.
Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ἰωάννη τὸν προφήτη:
- Γιὰ ὅλους τοὺς λογισμούς, ποὺ ξεφυτρώνουν στὴν καρδιά μου, πρέπει νὰ ρωτάω τοὺς γέροντες;
- Δὲν εἶναι ἀνάγκη, ἀπάντησε ὁ γέροντας, νὰ ρωτάει κανεὶς γιὰ ὅλους τοὺς λογισμοὺς ποὺ περνοῦν ἀπὸ τὴν καρδιά, γιατὶ φεύγουν καὶ χάνονται. Νὰ ρωτάει μόνο γι᾿ αὐτοὺς τοὺς λογισμοὺς ποὺ ἐπιμένουν καὶ πολεμοῦν.
Συμβαίνει, θὰ λέγαμε, μὲ τοὺς λογισμοὺς ὅ,τι καὶ μὲ ἕναν ἄνθρωπο, ποὺ βρίζεται ἀπὸ πολλούς, ἀλλ᾿ ἀγνοεῖ καὶ προσπερνάει τὶς ὕβρεις.
Τότε δὲν κάνει καμιὰ ἐνέργεια. Ἂν ὅμως κάποιος (ἀπὸ τοὺς ὑβριστές του) στραφεῖ ἐναντίον του καὶ τὸν πολεμήσει, τότε τὸν καταγγέλλει στὶς ἀρχές. Ἔρχεται δηλαδὴ στὸν ἄρχοντα καὶ ὑποβάλλει μήνυση ἐναντίον ἐκείνου ποὺ τὸν πολέμησε.
Ἔτσι γίνεται καὶ μὲ τοὺς λογισμούς:
Πρέπει νὰ κάνουμε στοὺς γέροντες ἐξαγόρευση ἐκείνων μονάχα ποὺ μᾶς πολεμοῦν ἢ μένουν μέσα μας πολὺν καιρό.
Δεῖγμα ἀληθινῆς ταπεινώσεως εἶναι τὸ νὰ φανερώνουμε στοὺς πατέρες ὄχι μόνο ὅσα κάνουμε, ἀλλὰ καὶ ὅσα σκεφτόμαστε. Γιατὶ αὐτὸς ὁ τρόπος προετοιμάζει τὸ μοναχὸ γιὰ νὰ βαδίσει τὸ σωστὸ δρόμο χωρὶς βλάβη καὶ ἐμπόδιο. Εἶναι ἀδύνατον σ᾿ ἐκεῖνον ποὺ ρυθμίζει τὴ ζωή του σύμφωνα μὲ τὴν κρίση καὶ τὴ γνώμη τῶν προχωρημένων πατέρων, νὰ πέσει σὲ ἀπάτη τῶν δαιμόνων. Καὶ αὐτὴ καθεαυτή, ἄλλωστε, ἡ φανέρωση καὶ ἡ ἀποκάλυψη στοὺς πατέρες τῶν πονηρῶν σκέψεων, τὶς μαραίνει καὶ τὶς ἐξασθενίζει. Ὅπως τὸ φίδι, ὅταν τὸ βγάλεις ἀπὸ μία σκοτεινὴ τρύπα στὸ φῶς, τρέχει γιὰ νὰ σωθεῖ καὶ νὰ ἐξαφανιστεῖ, ἔτσι καὶ οἱ πονηροὶ λογισμοί, ὅταν φανερωθοῦν μὲ τὴν εἰλικρινῆ ὁμολογία καὶ ἐξαγόρευση, φεύγουν ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο.
Δὲν ὑπάρχει λοιπὸν ἄλλη ὁδὸς σωτηρίας ἀπὸ τὴν ἐξαγόρευση τῶν λογισμῶν στοὺς πατέρες καὶ τὴ μὴ καταφρόνηση τῆς παραδόσεως τῶν προγόνων. Γιατὶ καὶ αὐτοὶ δὲν κινήθηκαν ἀπὸ τὴ δική τους θέληση, ἀλλ᾿ ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ τὶς θεόπνευστες Γραφὲς γιὰ νὰ παραδώσουν στοὺς μεταγενέστερους (αὐτὴ τὴ συνήθεια), τὸ νὰ συμβουλεύονται (δηλαδὴ) τοὺς προοδευμένους (στὴν ἀρετή). Αὐτὸ μποροῦμε νὰ τὸ μάθουμε καὶ ἀπὸ πολλὰ ἄλλα μέρη τῆς θεόπνευστης Γραφῆς, προπαντὸς ὅμως ἀπὸ τὴν ἱστορία τοῦ ἁγίου Σαμουὴλ τοῦ προφήτη. Αὐτός, ἂν καὶ (ἀφιερώθηκε) ἀπὸ νήπιο στὸ Θεὸ ἀπὸ τὴ μητέρα του καὶ ἀξιώθηκε νὰ συνομιλεῖ μὲ τὸ Θεό, δὲν πίστεψε στὸ λογισμό του. Μολονότι μία καὶ δυὸ φορὲς τὸν κάλεσε ὁ Θεός, τρέχει πρὸς τὸν γέροντα Ἠλεί, παίρνει ὁδηγίες ἀπ᾿ αὐτὸν καὶ τὸν συμβουλεύεται πῶς ν᾿ ἀποκρίνεται στὸ Θεὸ (Α´ Βασ. 3:9). Καὶ ἐκεῖνον, ποὺ τὸν διάλεξε ὁ Θεὸς σὰν ἄξιό Του, θέλει μὲ τοὺς κανόνες καὶ τὴ διδαχὴ τοῦ γέροντα νὰ καθοδηγεῖται, κι ἔτσι νὰ ὁδηγηθεῖ στὴν ταπείνωση. Μὰ καὶ τὸν Παῦλο, ποὺ τὸν κάλεσε ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς καὶ συνομίλησε μαζί του, ἐνῷ μποροῦσε ἀμέσως νὰ τοῦ ἀνοίξει τὰ μάτια καὶ νὰ τοῦ δείξει τὴν ὁδὸ τῆς τελειότητας, τὸν στέλνει στὸν Ἀνανία καὶ τὸν βεβαιώνει ὅτι θὰ μάθει ἀπ᾿ αὐτὸν τὴν ὁδὸ τῆς ἀλήθειας, λέγοντας: «Εἴσελθε εἰς τὴν πόλιν, καὶ λαληθήσεταί σοι τί σὲ δεῖ ποιεῖν» (Πράξ. 9:6). Μὲ τοῦτα μᾶς διδάσκει ν᾿ ἀκολουθοῦμε τὶς ὁδηγίες τῶν προοδευμένων. Ἀφοῦ καὶ ὁ ἴδιος ὁ ἀπόστολος τὸ διδάχθηκε αὐτό, τὸ ἐκπλήρωνε ἔπειτα μὲ τὰ ἔργα του, ἐφόσον γράφει γιὰ τὸν ἑαυτό του: «Ἀνῆλθον εἰς Ἱεροσόλυμα ἰδεῖν Πέτρον καὶ Ἰάκωβον, καὶ ἀνεθέμην αὐτοῖς τὸ εὐαγγέλιον ὃ κηρύσσω, μήπως εἰς κενὸν τρέχω ἢ ἔδραμον» (πρβλ. Γαλ. 1:18-19, 2:2). Ἀλίμονο! Τὸ «σκεῦος τῆς ἐκλογῆς», αὐτὸς ποὺ ἀνυψώθηκε ὡς τὸν τρίτο οὐρανὸ καὶ ἄκουσε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸ Θεὸ «ἄρρητα ρήματα», αὐτός, ποὺ πάντα τὸν συνόδευε ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, βεβαιώνοντας τὸ λόγο τῆς διδαχῆς του μὲ τὰ θαύματα ποὺ ἀκολουθοῦσαν, αὐτὸς ὁμολογεῖ πὼς εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ τὶς συμβουλὲς τῶν ἀποστόλων ποὺ προηγήθηκαν. Ποιὸς λοιπὸν εἶναι τόσο ἀλαζόνας καὶ ὑπερήφανος, ὥστε νὰ μὴ φρίττει ἀκούγοντας αὐτά, καὶ νὰ μὴ φοβᾶται ν᾿ ἀκολουθεῖ τὴ γνώμη του ὅπως φοβᾶται τὴ φωτιὰ τῆς γέεννας καὶ τὴν αἰώνια κόλαση; Γιατὶ σὲ κανέναν ὁ Κύριος δὲν ἀποκαλύπτει τὸ δρόμο τῆς τελειότητας, παρὰ μόνο ἂν ὁδηγηθεῖ σ᾿ αὐτὸν ἀπὸ πνευματικοὺς πατέρες. Ὅπως μᾶς παραγγέλλει καὶ μὲ τὸ στόμα τοῦ προφήτη:
«Ἐπερώτησον τὸν πατέρα σου, καὶ ἀναγγελεῖ σοι, τοὺς πρεσβυτέρους σου, καὶ ἐροῦσί σοι» (Δευτ. 32:7).
Ἀδελφέ, ἂν σφάλεις σ᾿ ἕνα πρᾶγμα, μὴν πεῖς ψέματα ἀπὸ ντροπή, ἀλλὰ βάλε μετάνοια λέγοντας (στὸν πλησίον), «Συγχώρεσέ με», καὶ τὸ σφάλμα σου ἐξαφανίζεται. Μὴν ἔχεις ἄλλα στὸ στόμα σου καὶ ἄλλα στὴν καρδιά σου, γιατὶ ὁ Θεὸς δὲν ἐμπαίζεται, ὅλα τὰ βλέπει, καὶ τὰ κρυφὰ καὶ τὰ φανερά. Κάθε λογισμὸ λοιπὸν καὶ κάθε θλίψη καὶ κάθε θέλημά σου καὶ κάθε ὑποψία σου μὴν τὰ κρύψεις, ἀλλὰ φανέρωσέ τα ἐλεύθερα στὸ γέροντά σου. Καὶ ὅ,τι ἀκοῦς ἀπ᾿ αὐτόν, φρόντιζε νὰ τὸ ἐφαρμόζεις μὲ πίστη. Ἔτσι ὁ πόλεμος γίνεται ἐλαφρότερος. Γιατὶ χαρὰ ἀλλοῦ δὲν βρίσκουνε τὰ πονηρὰ πνεύματα, παρὰ στὸν ἄνθρωπο ποὺ κρατάει κρυφοὺς τοὺς λογισμούς του, εἴτε εἶναι καλοὶ εἴτε κακοί.
Παράδωσε τὴν καρδιά σου στὴν ὑπακοὴ τῶν πατέρων σου, καὶ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ θὰ κατοικήσει μέσα σου. Μὴ θεωρεῖς τὸν ἑαυτό σου συνετό, γιὰ νὰ μὴν πέσεις στὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν σου. Τὸ νὰ σωπαίνεις καὶ νὰ μὴν ἐξαγορεύεις τοὺς λογισμούς σου, δείχνει ὅτι ζητᾷς τὴν τιμὴ τοῦ κόσμου καὶ τὴν ἄθλια δόξα του. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ ἔχει τὸ θάρρος νὰ ἐξαγορεύει τοὺς λογισμούς του στοὺς πατέρες του, τοὺς διώχνει μακριά του. Πάντα νὰ παίρνει τὴ συμβουλὴ τῶν πατέρων σου, καὶ θὰ εἶσαι σ᾿ ὅλη σου τὴ ζωὴ ἀναπαυμένος.
Ἐπισκεφθήκαμε κάποτε ἕναν ἀπὸ τοὺς πατέρες καὶ τὸν ρωτήσαμε:
- Ἂν κάποιος, ποὺ πειράζεται ἀπὸ ἕναν λογισμὸ καὶ βλέπει ὅτι νικιέται, διαβάζει συχνὰ-πυκνὰ ὅσα εἶπαν οἱ πατέρες γιὰ τὸ λογισμὸ αὐτὸ καὶ προσπαθεῖ νὰ τὰ ἐφαρμόσει, χωρὶς ὅμως νὰ τὸ κατορθώνει ἀπόλυτα, τί εἶναι προτιμότερο, νὰ φανερώσει σὲ κάποιον ἀπὸ τοὺς πατέρες τὸ λογισμό του ἢ νὰ προσπαθήσει μόνος του νὰ ἐφαρμόσει ὅσα διάβασε καὶ νὰ περιοριστεῖ στὴν πληροφορία τῆς δικῆς του συνειδήσεως;
- Ἔχει ὑποχρέωση, ἀπάντησε ὁ γέροντας, νὰ φανερώσει τὸ λογισμό του σὲ ἄνθρωπο ποὺ θὰ μπορέσει νὰ τὸν ὠφελήσει, καὶ νὰ μὴ βασιστεῖ μόνο στὸν ἑαυτό του. Γιατὶ δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ βοηθήσει τὸν ἑαυτό του, ὅταν μάλιστα ταλαιπωρεῖται ἀπὸ τὰ πάθη.
Νὰ τί συνέβη σὲ μένα ὅταν ἤμουνα νέος:
Εἶχα ἕνα ψυχικὸ πάθος ποὺ μὲ νικοῦσε. Ἀκούγοντας λοιπὸν ὅτι ὁ ἀββᾶς Ζήνων εἶχε θεραπεύσει πολλούς, ποὺ ἦταν σὲ παρόμοια κατάσταση, ἀποφάσισα νὰ πάω καὶ νὰ τοῦ μιλήσω. Ὁ σατανᾶς ὅμως μὲ ἐμπόδιζε, βάζοντάς μου τὴ σκέψη: «Ἀφοῦ ξέρεις τί πρέπει νὰ κάνεις, ἐφάρμοσε ὅσα διαβάζεις, γιατί νὰ πᾶς καὶ νὰ ἐνοχλήσεις τὸ γέροντα;» Κάθε φορὰ ποὺ ἀποφάσιζα, ὡστόσο, νὰ ἐπισκεφθῶ τὸ γέροντα καὶ νὰ τοῦ μιλήσω, ὁ πόλεμος τοῦ πάθους ὑποχωροῦσε, μὲ τέχνασμα τοῦ πονηροῦ, γιὰ νὰ μὴν πάω. Καὶ ὅταν ἔπαιρνα τὴν ἀπόφαση νὰ μὴν πάω, κυριευόμουνα πάλι ἀπὸ τὸ πάθος. Σ᾿ αὐτὴ τὴν παγίδα μ᾿ ἔριχνε πολὺ καιρὸ ὁ ἐχθρός, ποὺ δὲν ἤθελε νὰ φανερώσω τὸ πάθος στὸ γέροντα. Ἀλλὰ καὶ πολλὲς φορές, ποὺ πῆγα ἀποφασισμένος νὰ τοῦ πῶ τὸ λογισμό μου, ὁ ἐχθρὸς δὲν μὲ ἄφηνε, γεννώντας μέσα στὴ καρδιά μου ντροπὴ καὶ λέγοντάς μου μυστικά:
«Ἀφοῦ ξέρεις πῶς πρέπει νὰ θεραπευθεῖς, τί χρειάζεται νὰ μιλήσεις σὲ κάποιον σχετικά; Ἄλλωστε ἐσὺ δὲν ἀδιαφορεῖς γιὰ τὸν ἑαυτό σου. Ξέρεις τί εἶπαν οἱ Πατέρες». Αὐτὰ μοῦ ἔβαζε στὸ νοῦ ὁ ἀντίπαλος, γιὰ νὰ μὴ φανερώσω τὸ πάθος στὸ γιατρὸ καὶ θεραπευθῶ.
Ὁ γέροντας, ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, ἐνῷ καταλάβαινε ὅτι εἶχα λογισμούς, δὲν μοῦ ἔκανε παρατήρηση, περιμένοντας νὰ τοὺς φανερώσω ὁ ἴδιος. Μὲ δίδασκε μόνο γιὰ τὸν σωστὸ τρόπο ζωῆς, καὶ μὲ ἄφηνε νὰ φύγω.
Κάποτε ὅμως, γεμάτος θλίψη, εἶπα μέσα μου:
«Ὡς πότε, ταλαίπωρη ψυχή μου, δὲν θὰ θέλεις νὰ γιατρευτεῖς; Ἄλλοι ἔρχονται στὸ γέροντα ἀπὸ μακριὰ καὶ θεραπεύονται, κι ἐσὺ δὲν ντρέπεσαι, νὰ ἔχεις κοντά σου τὸ γιατρὸ καὶ νὰ μὴ γίνεσαι καλά;»
Ζεστάθηκε ἔτσι ἡ καρδιά μου καὶ εἶπα μέσα μου:
«Ἂς πάω στὸ γέροντα, κι ἂν δὲν βρῶ κανέναν (ἄλλον) ἐκεῖ, θὰ καταλάβω πὼς εἶναι θέλημα Θεοῦ νὰ τοῦ ἀποκαλύψω τὸ λογισμό μου». Πράγματι, πῆγα καὶ δὲν βρῆκα κανέναν.
Ὁ γέροντας, ὅπως συνήθιζε, μὲ νουθέτησε γύρω ἀπὸ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς καὶ γιὰ τὸ πῶς θὰ καθαρθεῖ κανεὶς ἀπὸ τοὺς ρυπαροὺς λογισμούς. Ἐγὼ ἀπὸ ντροπὴ δὲν τοῦ φανέρωσα πάλι τίποτα, κι ἑτοιμαζόμουνα νὰ φύγω. Σηκώθηκε, ἔκανε εὐχὴ καὶ μὲ ξεπροβόδιζε, βαδίζοντας μπροστά μου, ὡς τὴν ἐξώπορτα.
Τὸν ἀκολουθοῦσα ἀπὸ κοντά, ἐνῷ μὲ βασάνιζαν οἱ λογισμοί: Νὰ μιλήσω ἢ νὰ μὴ μιλήσω στὸ γέροντα;
Ἐκεῖνος στράφηκε, εἶδε πόσο βασανιζόμουν ἀπὸ τοὺς λογισμούς, μὲ χτύπησε στὸ στῆθος καὶ μοῦ εἶπε:
«Τί ἔχεις; Ἄνθρωπος εἶμαι κι ἐγώ!».
Μόλις εἶπε αὐτὰ τὰ λόγια, νόμισα πῶς ἡ καρδιά μου ἀνοίχτηκε.
Πέφτω μὲ τὸ πρόσωπο στὰ πόδια του, παρακαλώντας τὸν μὲ δάκρυα:
«Ἐλέησέ με!».
«Τί ἔχεις;», μοῦ λέει ὁ γέροντας.
«Δὲν ξέρεις τί ἔχω;», ἀποκρίθηκα.
«Ἐσὺ πρέπει νὰ τὸ πεῖς!», εἶπε ἐκεῖνος.
Τότε λοιπόν, μὲ πολλὴ ντροπή, τοῦ ἐξομολογήθηκα τὸ πάθος μου. Καὶ μοῦ λέει:
«Γιατί ντρεπόσουνα νὰ μοῦ τὸ πεῖς τόσον καιρό; Δὲν εἶμαι κι ἐγὼ ἄνθρωπος; Θέλεις λοιπὸν νὰ σοῦ φανερώσω αὐτὸ ποῦ ξέρω;
Δὲν ἔχεις ἤδη τρία χρόνια, ποὺ ἔρχεσαι ἐδῶ μ᾿ αὐτοὺς τοὺς λογισμούς, καὶ δὲν τοὺς ἀναφέρεις;»
Τὸ ὁμολόγησα, κι ἔπεσα πάλι μπροστά του, παρακαλώντας τον:
«Ἐλέησέ με, γιὰ τὸν Κύριο!»
«Πήγαινε», μοῦ εἶπε, «μὴν παραμελεῖς τὴν προσευχή σου καὶ μὴν κατακρίνεις κανέναν».
Πῆγα πράγματι στὸ κελί μου καὶ ἀφοσιώθηκα μὲ ἐπιμέλεια στὴν προσευχή μου.
Μὲ τὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ καὶ τὶς εὐχὲς τοῦ γέροντα, ποτὲ πιὰ δὲν ἐνοχλήθηκα ἀπὸ τὸ πάθος ἐκεῖνο.
Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος:
- Ξέρω μοναχούς, ποὺ ἔπεσαν μετὰ ἀπὸ πολλοὺς ἀσκητικοὺς κόπους κι ἔφτασαν ὡς τὴν παράκρουση, ἐπειδὴ στήριξαν τὶς ἐλπίδες τους μόνο στὸν ἀγῶνα τους καὶ δὲν ἔδωσαν σημασία στὴν ἐντολὴ Ἐκείνου, ποὺ εἶπε:
«Ἐπερώτησον τὸν πατέρα σου, καὶ ἀναγγελεῖ σοι, τοὺς πρεσβυτέρους σου, καὶ ἐροῦσί σοι» (Δευτ. 32:7).
Εἶπε ὁ ἀββᾶς Μωϋσῆς:
- Ὁ μοναχὸς ποὺ ἔχει πνευματικὸ πατέρα, δὲν ἔχει ὅμως ὑπακοὴ καὶ ταπείνωση, καὶ αὐτόβουλα νηστεύει ἢ κάνει ὁτιδήποτε ἄλλο ποὺ θεωρεῖ καλό, δὲν θ᾿ ἀποκτήσει ποτὲ καμία ἀρετὴ οὔτε ξέρει τί εἶναι μοναχός.
Ἕνας γέροντας εἶπε:
- Ἂν σ᾿ ἐνοχλοῦν ἀκάθαρτοι λογισμοί, μὴν τοὺς κρύψεις, ἀλλὰ πές τους ἀμέσως στὸν πνευματικό σου πατέρα καὶ ἔλεγξέ τους.
Γιατὶ ὅσο κρύβει ὁ ἄνθρωπος τοὺς λογισμούς του, τόσο πληθαίνουν καὶ δυναμώνουν.
Ὅπως δηλαδὴ τὸ φίδι, μόλις βγεῖ ἀπὸ τὴ φωλιά του, ἀμέσως φεύγει, ἔτσι καὶ ὁ πονηρὸς λογισμός, μόλις φανερωθεῖ, ἀμέσως χάνεται.
Καὶ ὅπως τὸ σκουλῆκι τρώει τὸ ξύλο, ἔτσι καὶ ὁ πονηρὸς λογισμὸς ἀφανίζει τὴν καρδιά.
Ὅποιος φανερώνει τοὺς λογισμούς του, γρήγορα θεραπεύεται. Ὅποιος ὅμως τοὺς κρύβει, πάσχει ἀπὸ ὑπερηφάνεια.
Ἂς ἀποφεύγουμε ὅσους μᾶς βλάπτουν, ἔστω κι ἂν εἶναι φίλοι ἢ γιὰ ὁποιοδήποτε λόγο ἀπαραίτητοι. Σὰν πρότυπα νὰ ἔχουμε αὐτοὺς ποὺ ἀσκοῦν τὴν ἀρετή.
Ἂν θέλεις ν᾿ ἀκολουθήσεις τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ νὰ κρεμάσεις μαζί Του, πάνω στὸ σταυρό, τὸν παλιό σου ἑαυτό, πρέπει (πρῶτα) νὰ διώξεις ἀπὸ κοντά σου ἐκείνους ποὺ σὲ κατεβάζουν ἀπὸ τὸ σταυρό, (ἔπειτα) νὰ ἑτοιμαστεῖς γιὰ νὰ ὑπομείνεις ταπεινώσεις, καὶ (τέλος), νὰ ἀναπαύεις τὶς καρδιὲς ἐκείνων ποὺ σὲ στενοχωροῦν.
Φίλος ἄμυαλος καὶ ἐπιπόλαιος εἶναι πηγὴ βλάβης, ἐνῷ ἡ συναναστροφὴ μὲ συνετοὺς εἶναι πηγὴ γλυκύτητας.
Τσακίζει τὴν καρδιὰ ἡ συντροφιὰ μὲ ἀσύνετους. Καλύτερα νὰ κατοικήσεις μαζὶ μὲ θηρία, παρὰ μὲ ἀνθρώπους κακότροπους.
Κάθισε μαζὶ μὲ γύπες, παρὰ μὲ πλεονέκτη καὶ ἀχόρταγο. Γίνε φίλος μὲ φονιά, παρὰ μὲ φιλόνικο.
Μίλησε μὲ χοῖρο, παρὰ μὲ κοιλιόδουλο ἄνθρωπο, γιατὶ εἶναι καλύτερη ἡ γοῦρνα τῶν χοίρων ἀπὸ στόμα λαίμαργο καὶ ἀχόρταγο.
Κάθισε ἀνάμεσα σὲ λεπρούς, παρὰ ἀνάμεσα σὲ ὑπερήφανους.
Ἀγαπητέ, ἂν δεῖς τοὺς παλαιότερους μοναχοὺς νὰ εἶναι ἀμελεῖς, πρόσεχε καὶ φύλαγε τὸν ἑαυτό σου, μὴν τυχὸν τοὺς μιμηθεῖς καὶ ἀκολουθήσεις τὸ δρόμο τους, καὶ ἔτσι κληρονομήσεις κι ἐσὺ μαζὶ μ᾿ ἐκείνους τὴν αἰώνια κόλαση. Πρόσεξε πάλι, μὴν τυχόν, μὲ τὸ νὰ γίνεις ἀγωνιστής, ὑπερηφανευθεῖς ἀπέναντί τους καὶ πέσεις στὴν ἔπαρση, ὁπότε θὰ βρεθεῖς στὰ χέρια τοῦ ἐχθροῦ. Πρόσεχε λοιπὸν τὸν ἑαυτό σου καὶ προφύλαξε μὲ πολλὴ ἐπιμέλεια τὴν ψυχή σου. Γιατὶ ἐμεῖς οὔτε θὰ δικαιωθοῦμε οὔτε θὰ κατακριθοῦμε ἀπὸ τὰ ἔργα τῶν ἄλλων. Ὅταν θὰ ὁδηγηθοῦμε μπροστὰ στὸν Κριτὴ γυμνοὶ καὶ ξεσκεπασμένοι, ὁ καθένας μας θὰ δώσει λόγο γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ θὰ σηκώσει τὸ βάρος τῶν δικῶν του ἁμαρτιῶν. Γι᾿ αὐτὸ εἶναι καλὸ νὰ προσέχουμε πάντα τὸν ἑαυτό μας καὶ νὰ μιμούμαστε ἐκείνους ποὺ ζοῦν σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, παρατηρώντας τους καὶ προσπαθώντας νὰ τοὺς μοιάσουμε.
Ἀντίθετα, ἐκείνους ποὺ παραμελοῦν τὴ σωτηρία τους καὶ φροντίζουν μόνο γιὰ τὴν ἐξωτερική τους ἐμφάνιση καὶ συμπεριφορά, μὴν τοὺς ζηλεύεις, γιὰ νὰ μὴ μοιάσεις σὲ στρατιώτη ποὺ αἰχμαλωτίστηκε ἀπὸ τοὺς ἀντιπάλους, καὶ τώρα, ἐνῷ ἔχει τὸ σφράγισμα τοῦ βασιλιᾶ, εἶναι ὑποδουλωμένος στοὺς ἐχθρούς Του. Γιατὶ εἶναι ἀδιάψευστος ἐκεῖνος ποὺ εἶπε: «Ἀμήν λέγω ὑμῖν, ὅτι πᾶς ὁ ποιῶν τὴν ἁμαρτίαν δοῦλος ἐστὶ τῆς ἁμαρτίας» (Ἰω. 8:34).
Ἡ ἐμφάνιση εἶναι, θὰ λέγαμε, τὰ φύλλα, ἐνῷ τὰ ἔργα οἱ καρποί. Μὴ δώσεις λοιπὸν σημασία στὴν ἐξωτερικὴ ἐμφάνιση καὶ θελήσεις νὰ μιμηθεῖς τέτοιους ἀνθρώπους, μὲ τὴ δικαιολογία ὅτι τάχα δὲν εἶσαι ἐσὺ καλύτερος ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ πέφτουν στὰ πάθη. Στοχάσου αὐτὰ ποὺ λέει ἡ Γραφή, ὅτι «ἐν μεγάλῃ οἰκίᾳ οὐκ ἔστι μόνον σκεύη χρυσὰ καὶ ἀργυρά, ἀλλὰ καὶ ξύλινα καὶ ὀστράκινα, καὶ ἃ μὲν εἰς τιμήν, ἃ δὲ εἰς ἀτιμίαν» (Β´ Τιμ. 2:20). Ἂν λοιπὸν παρακούσεις τὸν Κύριο καὶ ἐκτελέσεις τὰ ἔργα τῆς ἁμαρτίας, θὰ εἶσαι σκεῦος χωρὶς ἀξία. Ἂν ὅμως ἐκτελέσεις τὰ ἔργα τοῦ Κυρίου, θὰ εἶσαι ἐκλεκτὸ σκεῦος «εἰς τιμήν, ἡγιασμένον καὶ εὔχρηστον τῷ δεσπότῃ, εἰς πᾶν ἔργον ἀγαθὸν ἡτοιμασμένον» (Β´ Τιμ. 2:21).
Ἀγάπα τὴν καλὴ συναναστροφὴ καὶ ἀπόφευγε τὴν κακή. Γιατὶ οὔτε ὁ μάγος οὔτε ὁ λῃστὴς οὔτε ὁ τυμβωρύχος γεννήθηκαν τέτοιοι, ἀλλὰ ἔμαθαν τὰ ἐγκλήματα ἀπὸ ἀνθρώπους, ποὺ ὁ διάβολος τοὺς διέστρεψε τὴ διάνοια. Ὁ Θεὸς ὅλα τὰ ἔκανε πολὺ καλὰ (Γέν. 1:31).
Νὰ μὴ σ᾿ εὐχαριστοῦν λοιπὸν τὰ λουτρὰ καὶ τὰ ποτὰ καὶ οἱ θόρυβοι τῆς ἀγορᾶς καὶ οἱ ἀπολαύσεις, γιὰ νὰ μὴν πέσεις σὲ φοβεροὺς κινδύνους. Νὰ θυμᾶσαι πάντα τὴν ὀδύνη τῶν ἁμαρτωλῶν, καὶ νὰ φοβᾶσαι μήπως κι ἐσὺ σὲ λίγο καταδικαστεῖς στὶς ἴδιες τιμωρίες.
Δὲν ἔτυχε ποτὲ νὰ μπεῖς σὲ σπίτι, ὅπου πενθοῦσαν (κάποιον νεκρό), καί, μόλις ἄκουσες τὸ θρῆνο καὶ τὰ κλάματα, νὰ βγεῖς βιαστικὰ ἀπὸ κεῖ μέσα; Ἀπὸ τὰ πρόσκαιρα λοιπὸν πρέπει νὰ συμπεραίνεις γιὰ τὰ αἰώνια. Γιατὶ λέει (ἡ Γραφή): «Δίδου σοφῷ ἀφορμήν, καὶ σοφώτερος ἔσται» (Παροιμ. 9:9).
Νὰ δέχεσαι χωρὶς δυσφορία τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἀποκρούεις ἔξυπνα τὰ τεχνάσματα τοῦ διαβόλου.
Νὰ κόβεις τὶς βλαβερὲς συναναστροφὲς γιὰ νὰ ἔχεις ἐσωτερικὴ ἠρεμία.
Ὁ ἐχθρὸς φροντίζει νὰ ὁπλίζει τοὺς ἀμελέστερους ἀδελφοὺς ἐναντίον τῶν ἀγωνιστῶν.
Οἱ ἀγωνιστὲς ὅμως, ἂν προσέχουν, βρίσκουν ὠφέλεια μέσῳ τῶν ἀμελεστέρων, σηκώνοντας τὶς ἀδυναμίες τους γιὰ χάρη τοῦ Κυρίου.
Ἐκεῖνος ποὺ σπλαγχνίζεται τὸν πλησίον, θὰ βρεῖ σπλαγχνικὸ τὸν Κύριο ἀπέναντί του.
Ἀντίθετα «ἡ κρίσις» θὰ εἶναι «ἀνέλεος τῷ μῇ ποιήσαντι ἔλεος» (Ἰακ. 2:13).
Νὰ μὴ συνεργήσεις μὲ κανέναν ἀδελφό σου στὴ διάπραξη ἁμαρτίας.
Φρόντισε μάλιστα, ἂν μπορεῖς, νὰ λυτρώσεις κι ἐκεῖνον ἀπ᾿ αὐτή, γιὰ νὰ ζήσει (αἰώνια) ἡ ψυχή σας μαζὶ μὲ τὸν Κύριο.
Ἂς εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ συνεχῶς μπροστὰ στὰ μάτια σου, καὶ ἡ ἁμαρτία δὲν θὰ σὲ νικήσει.
Ἀδελφοί, πρέπει νὰ προσέχουμε ἀπὸ κακὴ συμβουλή. Γιατὶ σήμερα μὲ τοὺς περισσότερους ἀνθρώπους συμβαίνει ὅ,τι μὲ δυὸ λαμπροφορεμένους, ποὺ βαδίζουν μαζὶ στὴν ἀγορά, καὶ ποὺ ἀπ᾿ αὐτοὺς ὁ ἕνας σκοντάφτει ἀπὸ ἀπροσεξία, πέφτει στὴ λάσπη, καταλερώνει τὴν ὑπέροχη στολή του, κι ἔπειτα, κινημένος ἀπὸ τὸ φθόνο, ἐπιδιώκει νὰ ρίξει καὶ τὸν ἄλλο στὸ βοῦρκο, ὥστε νὰ μὴν ἔχει μόνο αὐτὸς ἄσχημη ἐμφάνιση. Ἔτσι καὶ ὅσοι ἔπεσαν ἀπὸ τὴν ἀρετή, ἀγωνίζονται νὰ ρίξουν καὶ τοὺς ἄλλους, γιὰ νὰ μὴ ζοῦν μόνο αὐτοὶ μέσα στὸ βοῦρκο. Μιλοῦν μάλιστα ταπεινὰ καὶ ἀπαντοῦν γλυκά, γιὰ ν᾿ ἀπομακρύνουν σιγὰ-σιγὰ ἀπὸ τὴ σωφροσύνη αὐτοὺς ποὺ τοὺς ἀκοῦνε, καὶ νὰ τοὺς ρίξουν σὲ ὅμοιο μὲ τὸν δικό τους βόθρο. Καὶ ὄχι μόνο δὲν διστάζουν νὰ κάνουν οἱ ἴδιοι αἰσχρὰ ἔργα, ἀλλὰ καὶ τὸν πλησίον τους προτρέπουν σ᾿ αὐτά, λέγοντας: «Γιατί μᾶς ἀποφεύγεις; Ἐπειδὴ εἴμαστε ἁμαρτωλοί; Δὲν ξέρεις, ὅτι ἡ ζωὴ αὐτὴ εἶναι ἕνα «πέσε-σήκω;» Καὶ δὲν ντρέπονται νὰ λένε τέτοια λόγια καὶ ἄλλα παρόμοια. Γιατί; Ἐπειδὴ αὐτοὶ ἔχουν πέσει πιὰ στὴν ἁμαρτία καὶ δὲν θέλουν νὰ σηκωθοῦν, ὅπως εἶπα. Ἀλλὰ καὶ σκάνδαλο γίνονται στοὺς πολλοὺς καὶ αἰτία πτώσεως καὶ διαφθορᾶς καὶ χρησιμοποιοῦνται σὰν δόλωμα στὸ ἀγκίστρι τοῦ διαβόλου. Ἐπιδιώκουν νὰ ἐξαπατήσουν τὶς ἀστήρικτες ψυχὲς καὶ νὰ τὶς παρασύρουν στὴν ἴδια καταστροφή. Γι᾿ αὐτὸ νὰ φυλάγεσαι ἀπὸ κάτι τέτοιους τύπους, ἀγαπητέ μου, μὴν τυχὸν σὲ ἑλκύσουν μὲ τὰ γλυκά τους λόγια καὶ σὲ στείλουν στὴν αἰώνια κόλαση, ὅπου θὰ πᾶνε καὶ οἱ ἴδιοι.
Ἕνας γέροντας εἶπε:
- Ἂν σταθεῖς σ᾿ ἕναν τόπο καὶ δεῖς ἐκεῖ κάποιους νὰ καλοπερνοῦν, μὴν τοὺς ζυγώσεις.
Ἂν ὅμως ὑπάρχει ἄλλος, ποὺ εἶναι φτωχὸς καὶ δὲν ἔχει οὔτε ψωμί, πλησίασέ τον, καὶ θὰ βρεῖς (ψυχική) ἀνάπαυση.
Ὁ ἀββᾶς Ἀγάθων εἶπε:
- Ἂν ὑπάρχει κάποιος ποὺ μοῦ εἶναι πολὺ ἀγαπητός, καὶ καταλάβω ὅτι μὲ παρασύρει σὲ κάποιο ἐλάττωμα, τὸν ἀπομακρύνω ἀπὸ κοντά μου.
Ἕνας γέροντας εἶπε:
- Πρέπει νὰ φεύγουμε μακριὰ ἀπ᾿ ὅλους ὅσοι δουλεύουν στὴν ἁμαρτία, ἔστω κι ἂν εἶναι φίλοι ἢ συγγενεῖς μας, ἔστω ἀκόμα κι ἂν ἔχουν τὸ ἱερατικὸ ἢ τὸ βασιλικὸ ἀξίωμα. Γιατὶ ἡ ἀπομάκρυνση ἀπ᾿ ὅσους δουλεύουν στὴν ἁμαρτία, μᾶς χαρίζει τὴν παρρησία στὸ Θεὸ καὶ τὴ φιλία Του.
Ἀπὸ ποῦ ν᾿ ἀρχίζουμε τὴν ἄσκηση; Οἱ ἀρχάριοι ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ ὑπομονὴ καὶ ἐπιμονή, γιατὶ ἡ ἀρετὴ στὴν ἀρχὴ φαίνεται δύσκολη, ὕστερα ὅμως ἀποδεικνύεται εὔκολη.
Μακάριοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ζώστηκαν τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν ἐλπίδα καὶ ρίχθηκαν στὴ θάλασσα τῶν θλίψεων γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μὲ ἁπλότητα, χωρὶς νὰ τὸ πολυεξετάσουν, χωρὶς νὰ δειλιάσουν ἀπὸ τὸ σάλο καὶ τὰ κύματα, ποὺ σηκώνονται μπροστά τους, καὶ χωρὶς νὰ λιποψυχήσουν ἀπὸ τὴ θαλασσοταραχή. Αὐτοὶ βρίσκουν γρήγορα σωτηρία στὸ λιμάνι τῆς βασιλείας καὶ ἀναπαύονται στὰ σκηνώματα ἐκείνων ποὺ κοπίασαν μὲ καλὸ τρόπο καὶ ἀγάλλονται μέσα στὴν εὐφροσύνη - γέννημα τῆς ἐλπίδας τους.
Ὅσοι τρέχουν μὲ ἐλπίδα στὸν ἀνώμαλο καὶ δύσκολο δρόμο (τῆς σωτηρίας), δὲν γυρίζουν πίσω οὔτε χρονοτριβοῦν γιὰ νὰ ἐξετάσουν τὴν αἰτία τῆς δυσκολίας. Ὅταν πιὰ περάσουν τὸ δρόμο καὶ φτάσουν καλὰ στὸ τέρμα, τότε μόνο σκέφτονται τὶς δυσκολίες καὶ τὶς ἀνωμαλίες τοῦ δρόμου καὶ εὐχαριστοῦν τὸ Θεό, ποὺ τοὺς γλίτωσε ἀπὸ τόσα καὶ μεγάλα κακά, χωρὶς καὶ οἱ ἴδιοι νὰ γνωρίζουν τὸ πῶς.
Ἀντίθετα, ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ κάνουν πολλὲς σκέψεις καὶ θέλουν τόσο πολὺ νὰ πιστεύουν πῶς εἶναι σοφοὶ καὶ παραδίνονται στὶς περιπλανήσεις τῶν λογισμῶν τους καὶ προπαρασκευάζονται μὲ τὴ δειλία καὶ θέλουν νὰ προβλέψουν τὶς αἰτίες ποὺ ἴσως θὰ τοὺς προξενήσουν βλάβη, οἱ περισσότεροι (λέω ἀπ᾿ αὐτούς) βρίσκονται νὰ κάθονται πάντα στὴν ἐξώπορτα τῶν σπιτιῶν τους. Πραγματικά, γιὰ κάτι τέτοιους εἶναι ποὺ λέει ἡ Γραφή: «Λέγει ὀκνηρὸς ἀποστελλόμενος εἰς ὁδόν, λέων ἐν ταῖς ὀδοίς, ἐν δὲ ταῖς πλατείαις φονευταί» (Παροιμ. 26:13). Εἶναι σὰν κι αὐτοὺς ποὺ εἶπαν: «Ἐκεῖ ἐωράκαμε τοὺς γίγαντας καὶ ἦμεν ἐνώπιον αὐτῶν ὡσεὶ ἀκρίδες» (Ἀριθ. 13:34). Αὐτοὶ εἶναι ποὺ θέλουν πάντα νὰ παρουσιάζονται σοφοί, ἀρχὴ ὅμως ποτὲ δὲν ἀποφασίζουν νὰ βάλουν.
Ἡ πολλὴ σοφία νὰ μὴ γίνει παγίδα μπροστά σου καὶ αἰτία νὰ γλιστρήσεις. Στήριξε τὸ θάρρος σου στὸ Θεό, πλησίασε καὶ ἄρχισε νὰ βαδίζεις μὲ τὸν πρῶτο θερμὸ ζῆλο σου πάνω στὸν αἱματοβαμμένο δρόμο, χωρὶς νὰ φροντίζεις καθόλου γιὰ τὸ σῶμα σου καὶ χωρὶς νὰ ἐξετάζεις περιττὲς λεπτομέρειες, γιὰ νὰ μὴ βρεθεῖς γυμνὸς ἀπὸ τὴ γνώση τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ καὶ ὁ γεωργὸς ποὺ φοβᾶται ἢ περιμένει νὰ ἔρθουν (εὐνοϊκοί) ἄνεμοι, ποτὲ δὲν θὰ σπείρει. Προτιμότερος εἶναι ὁ θάνατος γιὰ χάρη τοῦ Θεοῦ, παρὰ μία ζωὴ γεμάτη ντροπὴ καὶ ὀκνηρία.
Ἐσὺ λοιπόν, ὅταν θελήσεις ν᾿ ἀρχίσεις ἔργο Θεοῦ, πρῶτα νὰ δώσεις ὑπόσχεση στὸ Θεό, σὰν νὰ μὴν ἔχεις πιὰ ζωὴ σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο, σὰν ἑτοιμασμένος γιὰ θάνατο, σὰν ἄνθρωπος ποὺ ἔχει χάσει κάθε ἐλπίδα στὴν παροῦσα ζωή. Αὐτὸ νὰ κρατᾷς στὸ νοῦ σου, κι ἔτσι θὰ μπορέσεις, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ν᾿ ἀγωνιστεῖς καὶ νὰ νικήσεις. Γιατὶ ἡ ἐλπίδα τῆς ζωῆς αὐτῆς δημιουργεῖ στὸ λογισμὸ χαύνωση, καὶ δὲν ἀφήνει τὸν ἄνθρωπο νὰ προκόψει σὲ τίποτα καλό. Νὰ μὴν ἀρχίσεις, ἑπομένως, τὴν ἐργασία τοῦ καλοῦ ἔργου μὲ διψυχία, ποὺ ὁδηγεῖ στὴ χαυνότητα, γιὰ νὰ μὴ φτάσει νὰ γίνει ἀνώφελος ὁ κόπος σου καὶ ἀφόρητη ἡ ἐργασία τῆς (πνευματικῆς) καλλιέργειάς σου. Ἄρχισε τὸ ἀγαθὸ μὲ ἀνδρεία καὶ ἀδίστακτη πίστη στὸ Θεό, ἀφοῦ γνωρίζεις ὅτι ὁ Κύριος εἶναι ἐλεήμων καὶ ἕτοιμος πάντα νὰ βοηθήσει αὐτοὺς ποὺ Τὸν ἐπιζητοῦν. Μὰ καὶ γενναιόδωρος μισθαποδότης γίνεται, δίνοντάς μας τὴ χάρη Του ὄχι ἀνάλογα μὲ τὴν ἐργασία μας, ἀλλ᾿ ἀνάλογα μὲ τὴν προθυμία καὶ τὴν πίστη τῶν ψυχῶν μας. Γιατὶ Αὐτὸς εἶναι ποὺ λέει: «Ὡς ἐπίστευσας γενηθήτω σοι» (Ματθ. 8:13).
Ὅποιος λοιπὸν θέλει νὰ ἔρθει πίσω Του, ἂς ἀπαρνηθεῖ τὸν ἑαυτό του, ὅπως εἶπε Ἐκεῖνος (Ματθ. 16:24), καὶ ἔτσι μόνο θὰ μπορέσει νὰ σηκώσει τὸ σταυρὸ καὶ νὰ Τὸν ἀκολουθήσει. Γιατὶ ὁ σταυρὸς αὐτὸ φανερώνει, ὅτι δηλαδὴ εἴμαστε ἕτοιμοι γιὰ κάθε θλίψη καὶ γιὰ κάθε κακοπάθεια, ἀκόμα καὶ γι᾿ αὐτὸν τὸ θάνατο.
Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἀκολουθεῖ πάντα τὴν προαίρεσή μας. Καὶ μὲ τὴ χάρη κατορθώνουμε κάθε ἀγαθό. Ἐμεῖς ὅμως δὲν ζητᾶμε νὰ κάνουμε ἀρχὴ στὸ ἀγαθὸ οὔτε δείχνουμε μεγάλη καὶ πρόθυμη προαίρεση, ὥστε νὰ ἑλκύσουμε τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ σὲ βοήθειά μας. Ἀλλὰ κι ἂν ποτὲ φανοῦμε ὅτι δείχνουμε κάποια προαίρεση, εἶναι νωθρή, ἀσήμαντη καὶ ἀνάξια νὰ λάβει κάποιο ἀγαθὸ ἀπὸ τὸ Θεό.
Δὲν ξέρουμε ὅτι ὁλόκληρος ὁ πνευματικὸς ἀγῶνας μας εἶναι σὰν τὴ σπορὰ καὶ τὴν καρποφορία; Ὁ γεωργὸς δηλαδὴ σπέρνει τὸ χωράφι του, ὕστερα ὅμως περιμένει τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὁ Θεὸς στὴ συνέχεια, στέλνει τὴ δωρεά Του, προξενώντας βροχὲς στὸν κατάλληλο καιρὸ καὶ εὐνοϊκοὺς ἀνέμους, κάνοντας νὰ φυτρώσουν καὶ ν᾿ αὐξηθοῦν καὶ νὰ τελειοποιηθοῦν τὰ σπέρματα ποὺ ἔριξε ὁ γεωργὸς στὴ γῆ, καὶ βοηθώντας τον ἔτσι νὰ κερδίσει πολλὰ ἀπὸ τὰ λίγα.
Ἔτσι κι ἐμεῖς, ἂν σπείρουμε στὰ καλὰ ἔργα πλούσια καὶ μεγαλόψυχη προαίρεση, τότε καὶ ἡ χάρη, ποὺ θὰ βροῦμε ἀπὸ τὸ Θεό, θὰ εἶναι ἀνάλογη. Μ᾿ αὐτὴ θὰ μπορέσουμε στὴ συνέχεια, χωρὶς πίεση καὶ κόπο, νὰ κατορθώσουμε ὅλα τὰ ἀγαθά.
Τὸ ἴδιο βλέπουμε νὰ συμβαίνει καὶ στὶς τέχνες. Ἐκεῖνος δηλαδὴ ποὺ ἔρχεται γιὰ νὰ μάθει μία τέχνη, στὴν ἀρχὴ κοπιάζει καὶ δυσκολεύεται καὶ πολλὲς φορὲς ἀποτυχαίνει. Δὲν χάνει ὅμως τὸ κουράγιο του οὔτε ἀπογοητεύεται, ἀλλὰ πάλι προσπαθεῖ. Ὅσες φορὲς κι ἂν ἀποτύχει, ἄλλες τόσες ζητάει νὰ διορθωθεῖ, φανερώνοντας ἔτσι στὸ μάστορα τὴν προαίρεσή του. Ἂν ὅμως λιποψυχήσει καὶ κάνει πίσω, δὲν μαθαίνει τίποτα. Ἔτσι, καθὼς συχνὰ κάνει σφάλματα καὶ διορθώνεται ἀπὸ τὸ μάστορα καὶ πάλι ἐπιμένει καὶ ἐργάζεται μὲ κόπο καὶ ὑπομονή, σιγὰ-σιγὰ μαθαίνει καλὰ τὴν τέχνη. Καὶ τότε κάνει ἄνετα τὴ δουλειά του καὶ βγάζει μ᾿ αὐτὴ τὸ ψωμί του.
Ἔτσι πρέπει νὰ κάνει κι αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ καταπιαστεῖ μὲ τὴν ἐργασία κάποιας ἀρετῆς: Πρῶτα δηλαδὴ νὰ δείξει μεγάλη γενναιότητα καὶ καλὴ προαίρεση, κι ἔπειτα νὰ ἀσχολεῖται ὑπομονετικὰ μὲ τὴν ἐργασία τοῦ ἀγαθοῦ, ζητώντας τὴ βοήθεια καὶ τὴν προστασία τοῦ Θεοῦ. Νὰ μὴ λιποψυχεῖ οὔτε ν᾿ ἀπελπίζεται ἀπὸ τὶς πτώσεις καὶ νὰ ἐγκαταλείπει τὸν ἀγῶνα - γιατὶ ἔτσι δὲν θὰ μπορέσει νὰ πετύχει ποτὲ κάτι καλὸ - ἀλλά, ὅσες φορὲς κι ἂν πέφτει, νὰ ξανασηκώνεται, νὰ τροφοδοτεῖ τὴν προθυμία του μὲ τὴν ἐλπίδα στὸ Θεὸ καὶ νὰ περιμένει τὸ ἔλεός Του. Αὐτὸ δηλαδὴ εἶναι ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ὁ ἀββᾶς Μωϋσῆς: «Ἡ δύναμη αὐτῶν ποὺ θέλουν ν᾿ ἀποκτήσουν τὶς ἀρετές, ἐδῶ φαίνεται: «Ἂν πέσουν, νὰ μὴ λιποψυχήσουν, ἀλλὰ νὰ προσπαθήσουν πάλι».
Ὁ δρόμος τῆς ἀρετῆς, σ᾿ ἐκείνους ποὺ ἀρχίζουν ν᾿ ἀγαποῦν τὴν εὐσέβεια, φαίνεται πολὺ σκληρὸς καὶ σκοτεινός, ὄχι γιατὶ εἶναι πράγματι τέτοιος, ἀλλὰ γιατὶ ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου, ἀπὸ τὴ γέννησή του κιόλας, ἔρχεται σὲ ἐπαφὴ μὲ τὴν ἄνεση τῶν ἡδονῶν. Σ᾿ ἐκείνους ὅμως ποὺ μπόρεσαν νὰ φτάσουν ὡς τὴ μέση τοῦ δρόμου, φαίνεται εὐχάριστη καὶ πολὺ ξεκούραστη, γιατὶ, μὲ τὴ συνέργια τοῦ ἀγαθοῦ, ἔχει ὑποταχθεῖ ἡ κακία στὴ συνήθεια τῆς ἀρετῆς καὶ χάνεται μαζὶ μὲ τὴν ἀνάμνηση τῶν παράλογων ἡδονῶν. Γι᾿ αὐτὸ ἡ ψυχὴ βαδίζει στὸ ἑξῆς μὲ εὐχαρίστηση τὸ δρόμο τῶν ἀρετῶν. Νὰ γιατὶ ὁ Κύριος, προτρέποντάς μας στὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας, λέει: «Τί στενὴ καὶ τεθλιμμένη ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν βασιλείαν, καὶ ὀλίγοι δι᾿ αὐτῆς εἰσπορεύονται» (πρβλ. Ματθ. 7:14). Σ᾿ ἐκείνους ὅμως ποὺ μὲ θερμὴ διάθεση ἀποφασίζουν τὴν τήρηση τῶν ἁγίων ἐντολῶν Του, λέει: «Ὁ ζυγός μου χρηστὸς καὶ τὸ φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστι» (Ματθ. 11:30).
Πρέπει λοιπὸν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνα νὰ βιάζουμε τὴ θέλησή μας στὴν ἐργασία τῶν ἁγίων ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, ὥστε ὁ ἀγαθὸς Κύριος, βλέποντας τὸ σκοπὸ καὶ τὸν κόπο μας καὶ ὅτι ἔχουμε τὴν προαίρεση νὰ ὑπηρετήσουμε ὁλοπρόθυμα τὶς ἔνδοξες βουλές Του, νὰ μᾶς στείλει ἕτοιμο τὸ ἅγιο θέλημά Του. Γιατὶ ἀπὸ τὸν Κύριο ἑτοιμάζεται ἡ θέλησή μας (Παροιμ. 8:35), ὥστε μὲ πολλὴ χαρὰ νὰ ἐργαζόμαστε ἀκατάπαυστα τὸ ἀγαθό. Τότε πράγματι θὰ αἰσθανθοῦμε, ὅτι «ὁ Θεός ἐστιν ὁ ἐνεργὼν ἐν ἡμῖν καὶ τὸ θέλειν καὶ τὸ ἐνεργεῖν ὑπὲρ τῆς εὐδοκίας» (Φιλιπ. 2:13).
Κάθε βαπτισμένος ὀρθόδοξα ἔλαβε μυστικὰ ὅλη τὴ χάρη, τὴν ἐνέργεια τῆς ὁποίας αἰσθάνεται στὸ ἑξῆς ἀνάλογα μὲ τὴν ἐργασία τῶν ἐντολῶν.
Ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἐκτελεῖται μὲ ἐπίγνωση, δηλαδὴ μὲ ὁρισμένο σκοπό, χαρίζει παρηγοριὰ ἀνάλογή με τὶς ὀδύνες τῆς καρδιᾶς.
Ἀδελφέ, μὴ λιποψυχήσεις μπροστὰ σὲ κανέναν κόπο, γιὰ νὰ μὴν περάσουν μέσα σου οἱ ἐνέργειες τοῦ ἐχθροῦ. Γιατὶ ὅπως ἀκριβῶς ἕνα ἐρειπωμένο σπίτι ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη γίνεται τόπος ἀκαθαρσιῶν, ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ ὀκνηροῦ ἀρχάριου γίνεται κατοικητήριο κάθε ἀκάθαρτου πάθους.
Ἕνας γέροντας εἶπε:
- Τὸ νὰ βιάζουμε σὲ ὅλα τὸν ἑαυτό μας (γιὰ νὰ κατορθώσουμε τὴν ἀρετή), αὐτὸς εἶναι ὁ δρόμος ποὺ ὁδηγεῖ στὸ Θεό.
Ὁ ἴδιος γέροντας εἶπε:
- Αὐτὸς ποὺ βιάζει τὸν ἑαυτό του γιὰ τὸ Θεό, εἶναι ὅμοιος μὲ τὸν ὁμολογητὴ τῆς πίστεως.
Μερικοὶ ἀδελφοὶ ρώτησαν ἕναν ἀπὸ τοὺς πατέρες:
- Πῶς ἡ ψυχὴ δὲν προστρέχει στὶς ἐπαγγελίες ποὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς μὲ τὶς ἅγιες Γραφές, ἀλλὰ παραστρατίζει πρὸς τὰ ἀκάθαρτα;
Καὶ ὁ γέροντας ἀπάντησε:
- Νομίζω ὅτι δὲν γεύθηκε ἀκόμα τὰ ἐπουράνια, καὶ γι᾿ αὐτὸ ποθεῖ τὰ ἀκάθαρτα.
Ἕνας ἀδελφὸς εἶπε στὸν ἀββᾶ Ποιμένα:
- Τὸ σῶμα μου ἀδυνάτισε, ἀλλὰ τὰ πάθη μου δὲν ἀδυνατίζουν.
- Τὰ πάθη μοιάζουν μὲ ἀγκαθωτὰ φυτά, ἀποκρίθηκε ὁ γέροντας. Αὐτὸ σημαίνει, ὅτι, ὅπως ἀκριβῶς ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ ξεριζώσει τὰ φυτὰ αὐτά, πληγώνει καὶ ματώνει τὰ χέρια του, ἔτσι καὶ ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ ξεριζώσει τὰ πάθη του, ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ἱδρῶτες καὶ κόπους.
Ἡ μακαρία Συγκλητικὴ ἔλεγε, ὅτι περιμένει μεγάλος ἀγῶνας αὐτοὺς ποὺ ἔρχονται κοντὰ στὸ Θεό, καὶ ὅτι στὶς ἀρχὲς ἀπαιτεῖται πάρα πολὺς κόπος, μετὰ ὅμως ἀκολουθεῖ χαρὰ ἀπερίγραπτη. Ὅπως δηλαδὴ ἐκεῖνοι ποὺ θέλουν νὰ ἀνάψουν φωτιά, στὴν ἀρχὴ πνίγονται ἀπὸ τὸν καπνὸ καὶ δακρύζουν, ὕστερα ὅμως κατορθώνουν αὐτὸ ποὺ θέλουν, ἔτσι ἀκριβῶς κι ἐμεῖς, ἂν θέλουμε ν᾿ ἀνάψουμε στὶς καρδιές μας τὴ θεϊκὴ φωτιά, ἂς ἀγωνιζόμαστε νὰ τὸ πετύχουμε μὲ δάκρυα καὶ κόπο. Γιατὶ λέει ὁ Κύριος: «Πῦρ ἦλθον βαλεῖν ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ τί θέλω εἰ ἤδη ἀνήφθη!» (Λουκ. 12:49). Μερικοὶ ὅμως, ἀπὸ ἀμέλεια, ἐνῷ κοπίασαν λιγάκι καὶ ὑπέμειναν τὸν καπνό, δὲν ἄναψαν τὴ φωτιά, ἐπειδὴ ἐγκατέλειψαν σύντομα τὴν προσπάθεια καὶ δὲν ἔδειξαν μέχρι τέλος καρτερία καὶ ὑπομονή.
Οἱ δαίμονες πολεμοῦν τοὺς σθεναροὺς ἀγωνιστές, ἐνῷ ἀδιαφοροῦν γιὰ τοὺς ἀμελεῖς. Ὅσοι ἀγωνίζονται, βρίσκουν συνεργὸ τὸ Θεὸ στοὺς πολέμους ποὺ παραχωροῦνται γιὰ τὸ πνευματικό τους συμφέρον.
Ἕνας ἀδελφός, ποὺ πειραζόταν ἀπὸ τοὺς δαίμονες, πῆγε σὲ κάποιον γέροντα καὶ τοῦ φανέρωσε τοὺς πειρασμοὺς ποὺ δοκίμαζε. Κι ὁ γέροντας τοῦ λέει:
- Ἀδελφέ, νὰ μὴ σὲ φοβίζουν οἱ πειρασμοὶ ποὺ σοῦ συμβαίνουν, γιατὶ ὅσο βλέπουν οἱ ἐχθροὶ τὴν ψυχὴ ν᾿ ἀνεβαίνει καὶ νὰ ἑνώνεται μὲ τὸ Θεό, τόσο ὀργίζονται καὶ λιώνουν ἀπὸ τὸ φθόνο τους. Εἶναι, ἄλλωστε, ἀδύνατον νὰ μὴν παραβρίσκονται ὁ Θεὸς καὶ οἱ ἄγγελοί Του, ὅταν ὁ ἄνθρωπος πειράζεται καὶ ζητάει χέρι βοήθειας. Ἐσὺ λοιπὸν μὴ σταματᾷς νὰ σηκώνεις πάντα τὸ βλέμμα σου πρὸς Αὐτὸν καὶ νὰ ζητᾷς τὴ βοήθειά Του μὲ ταπείνωση, ἔχοντας συνάμα στὸ νοῦ σου, κατὰ τὴν ὥρα τοῦ πειρασμοῦ, τὴν ἀκαταμάχητη δύναμη Ἐκείνου, τὴ δική μας ἀδυναμία καὶ τοῦ ἐχθροῦ μας τὴ σκληρότητα. Ἔτσι σύντομα θὰ σὲ βοηθήσει ὁ Θεός.
Ὁ Ἀββᾶς Ποιμὴν εἶπε γιὰ τὸν Ἀββᾶ Ἰωάννη τὸν Κολοβό, ὅτι παρακάλεσε τὸ Θεὸ καὶ ἔφυγαν ἀπὸ πάνω του τὰ πάθη, κι ἔτσι ἡσύχασε. Πῆγε λοιπὸν σ᾿ ἕνα γέροντα καὶ τοῦ εἶπε:
«Βλέπω τὸν ἑαυτό μου νὰ ἀναπαύεται (ψυχικά) καὶ νὰ μὴν ἔχει κανένα πόλεμο».
Καὶ ὁ γέροντας τοῦ λέει:
«Πήγαινε καὶ παρακάλεσε τὸ Θεὸ νὰ σοῦ ἔρθει πάλι ὁ πόλεμος, γιατὶ μὲ τοὺς πολέμους προκόβει ἡ ψυχή».
Παρακάλεσε λοιπὸν (τὸ Θεὸ ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης νὰ ξαναγυρίσει ὁ πόλεμος), καὶ ποτὲ πιὰ δὲν προσευχήθηκε νὰ τοῦ φύγει, ἀλλὰ ἔλεγε: «Κύριε, δῶσε μου ὑπομονὴ στοὺς πολέμους».
Ἕνας γέροντας εἶπε:
- Ἂν μᾶς συγχωρεῖ ὁ Θεός, μολονότι κάνουμε τόσα κακά, μακροθυμώντας ἀπέναντί μας, δὲν θὰ μᾶς βοηθήσει, πολὺ περισσότερο, ἂν θελήσουμε νὰ κάνουμε τὰ καλά;
Λένε ὅτι γιὰ πέντε αἰτίες παραχωρεῖ ὁ Θεὸς νὰ πολεμούμαστε ἀπὸ τοὺς δαίμονες.
Καὶ πρώτη εἶναι, λένε, ν᾿ ἀποκτήσουμε τὴ διάκριση τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς κακίας, καθὼς μᾶς πολεμοῦν καὶ τοὺς πολεμᾶμε.
Δεύτερη, ν᾿ ἀποκτήσουμε τὴν ἀρετὴ μὲ πόλεμο καὶ κόπο, κι ἔτσι νὰ τὴν ἔχουμε βέβαιη καὶ σταθερή.
Τρίτη, νὰ μὴν ὑψηλοφρονοῦμε, καθὼς προοδεύουμε στὴν ἀρετή, ἀλλὰ νὰ μάθουμε νὰ ταπεινοφρονοῦμε.
Τέταρτη, νὰ μισήσουμε τελείως τὴν κακία, ἀφοῦ τὴ γνωρίσουμε μὲ τὰ παθήματά μας.
Πέμπτη καὶ κυριότερη ἀπ᾿ ὅλες, νὰ μὴν ξεχνᾶμε, ἀφοῦ ἀποκτήσουμε τὴν ἀπάθεια, οὔτε τὴ δική μας ἀδυναμία οὔτε τὴ δύναμη Ἐκείνου ποὺ μᾶς βοήθησε.
Ὅταν θελήσεις νὰ κάνεις ἀρχὴ καλοῦ ἔργου, πρῶτα νὰ ἑτοιμάσεις τὸν ἑαυτό σου γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν πειρασμῶν, ποὺ πρόκειται νὰ ἔρθουν ἐναντίον σου. Γιατὶ ὁ ἐχθρός, ὅταν δεῖ κάποιον ν᾿ ἀρχίζει μὲ θερμὴ πίστη μία θεάρεστη ζωή, συνηθίζει νὰ τοῦ ἐπιτίθεται μὲ διάφορους καὶ φοβεροὺς πειρασμούς, ὥστε νὰ δειλιάσει ἀπ᾿ αὐτοὺς ὁ ἄνθρωπος καὶ νὰ ἐγκαταλείψει τὴν καλή του πρόθεση. Καὶ παραχωρεῖ ὁ Θεὸς νὰ πέσει σὲ πειρασμοὺς γιὰ νὰ χτυπήσεις ἐπίμονα τὴ θύρα (τοῦ ἐλέους) Του καὶ γιὰ νὰ ριζώσει μέσα στὸ νοῦ σου, ἀπὸ τὸ φόβο τῶν θλίψεων, ἡ μνήμη Ἐκείνου, καὶ γιὰ νὰ Τὸν πλησιάσεις μὲ τὶς προσευχές, ὥστε ν᾿ ἁγιαστεῖ ἔτσι ἡ καρδιά σου ἀπὸ τὴν ἀκατάπαυστη ἐνθύμησή Του. Καὶ ὅταν Τὸν ἐπικαλεῖσαι, θὰ σὲ ἀκούσει. Καὶ θὰ μάθεις ἔτσι, ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ σὲ λυτρώνει. Καὶ τότε θὰ νιώσεις τὴν παρουσία Ἐκείνου ποὺ σ᾿ ἔπλασε καὶ σὲ δυναμώνει καὶ σὲ προστατεύει. Γιατὶ ἡ σκέπη καὶ ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ ἀγκαλιάζει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Δὲν γίνεται ὅμως ὁρατὴ παρὰ μόνο σ᾿ ἐκείνους ποὺ καθάρισαν τὸν ἑαυτό τους ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ εἶναι συνεχῶς προσηλωμένοι στὸ Θεό. Ἐξαιρετικὰ μάλιστα φανερώνεται σ᾿ αὐτοὺς ἡ βοήθεια καὶ ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ὅταν μποῦν σὲ μεγάλη δοκιμασία γιὰ χάρη τῆς ἀλήθειας, γιατὶ τότε τὴν αἰσθάνονται πολὺ καθαρά με τὴν αἴσθηση τοῦ νοῦ.
Μερικοί, ποὺ εἶδαν αὐτὴ (τὴ βοήθεια) καὶ μὲ τὰ σωματικά τους μάτια, ἀνάλογα μὲ τὶς δοκιμασίες, καὶ διαπίστωσαν ἔτσι τὴ συμπαράσταση τοῦ Θεοῦ, ὑποκινήθηκαν ἀπ᾿ αὐτὴ σὲ γενναῖες πράξεις, ὅπως μαθαίνουμε γιὰ τὸν Ἰακὼβ καὶ τὸν Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ καὶ τοὺς Τρεῖς Παῖδες καὶ τὸν ἀπόστολο Πέτρο καὶ τοὺς ἄλλους ἁγίους, ποὺ ἄθλησαν γιὰ τὸ Χριστό. Σ᾿ αὐτοὺς (ἡ θεία βοήθεια) ἦταν ὁλοφάνερη, ἔχοντας ἀνθρώπινη μορφή, δίνοντάς τους θάρρος καὶ προετοιμάζοντάς τους γιὰ τὸν ἀγῶνα τῆς εὐσέβειας. Ἀλλὰ καὶ στοὺς πατέρες, ποὺ ἔζησαν στὴν ἔρημο καὶ ἔδιωξαν ἀπὸ κεῖ τοὺς δαίμονες καὶ ἔγιναν κατοικητήρια ἀγγέλων, καὶ σ᾿ αὐτοὺς παρουσιάζονταν συνεχῶς οἱ ἅγιοι ἄγγελοι καὶ μὲ κάθε τρόπο τοὺς βοηθοῦσαν καὶ τοὺς συμπαραστέκονταν σὲ ὅλα καὶ τοὺς στήριζαν καὶ τοὺς λύτρωναν ἀπὸ τοὺς πειρασμούς, ποὺ οἱ ἄγριοι δαίμονες τοὺς προξενοῦσαν. Ἀλλὰ καὶ μέχρι σήμερα δὲν ἀπομακρύνεται ἡ βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ὁλοκληρωτικὰ ἀφιερώθηκαν στὰ ἔργα ποὺ Ἐκεῖνος εὐαρεστεῖται, ἀλλὰ βρίσκεται κοντὰ σὲ ὅλους ὅσοι Τὸν ἐπικαλοῦνται.
Συχνὰ ἡ θεία χάρη διδάσκει, μέσῳ ἁπλῶν ἀνθρώπων, αὐτὰ ποὺ πρέπει, σὲ ὅσους ἐμπιστεύονται τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Οἱ ταπεινοὶ καταδέχονται νὰ διδάσκονται καὶ ἀπὸ τοὺς τυχαίους.
Ὁ ἀββᾶς Μακάριος ἔλεγε, πὼς ὅταν ἦταν νέος, ἐπειδὴ κάποτε ἔπεσε σὲ ἀκηδία, βγῆκε ἔξω ἀπὸ τὸ κελλί του, στὴν ἔρημο, μὲ τὸν ἑξῆς λογισμό:
«Ὅποιον κι ἂν συναντήσεις, ρώτησέ τον κάτι ποὺ θὰ σὲ ὠφελήσει.
Βρῆκε λοιπὸν ἕνα παιδὶ ποὺ ἔβοσκε βόδια, καὶ τοῦ λέει:
- Παιδί μου, πεινάω. Τί νὰ κάνω;
- Ἔ, νὰ φᾶς! ἀποκρίθηκε ἐκεῖνο.
- Ἔφαγα καὶ πάλι πεινάω, εἶπε ὁ ἀββᾶς.
- Νὰ ξαναφᾶς, τοῦ λέει τὸ παιδί.
- Πολλὲς φορὲς ἔφαγα, καὶ ὅμως πεινάω πάλι.
Τότε τὸ παιδὶ τὸν ρωτάει (μὲ ἁπλότητα):
- Μήπως εἶσαι γάϊδαρος, γέροντα, καὶ γι᾿ αὐτὸ θέλεις ὅλο νὰ τρῷς;
Ὠφελημένος (ἀπ᾿ αὐτὸ ὁ ἀββᾶς), σηκώθηκε κι ἔφυγε.
Ἕνας γέροντας εἶπε:
- Προτιμῶ νὰ διδαχθῶ παρὰ νὰ διδάξω.
Ὁ μέγας Ἀρσένιος ἦταν ἄνθρωπος μεγάλης παιδείας, τόσο κοσμικῆς ὅσο καὶ χριστιανικῆς. Θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε πὼς ξεπερνοῦσε ὅλους τοὺς συγχρόνους του σὲ πολυμάθεια καὶ σὲ ἀρετή. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ βασιλιὰς Θεοδόσιος τὸν διάλεξε ἀνάμεσα σὲ ὅλους τοὺς τότε (μορφωμένους) ἀνθρώπους ὡς παιδαγωγὸ γιὰ τοὺς γιούς του Ὀνώριο καὶ Ἀρκάδιο. Μολονότι ὅμως καὶ τόσο μορφωμένος ἦταν, ἀλλὰ καὶ στὴ Σκήτη, ὅπου ἀσκήθηκε πολὺ καιρό, ἀπέκτησε ἀκόμα περισσότερη θεία γνώση, εἶχε τόσο μεγάλη ταπείνωση, ποὺ δὲν ντρεπόταν νὰ ρωτάει καὶ τοὺς πιὸ ἀπαίδευτους καὶ νὰ παίρνει ἀπὸ αὐτοὺς κάθε δυνατὴ ὠφέλεια.
Κάποτε ρωτοῦσε ἕναν Αἰγύπτιο μοναχὸ καὶ τοῦ ζητοῦσε πληροφορίες γύρω ἀπὸ τοὺς λογισμούς.
Κάποιος, ποὺ τὸν εἶδε, παραξενεύτηκε ἀπὸ τὸ γεγονὸς καὶ ζήτησε νὰ μάθει τὴν αἰτία.
- Δὲν ἀρνοῦμαι, ἀπάντησε ἐκεῖνος, πὼς εἶμαι κάτοχος σημαντικῆς παιδείας.
Ὁμολογῶ ὅμως ὅτι δὲν ἔχω μάθει ἀκόμα οὔτε τὸ ἀλφάβητο αὐτοῦ τοῦ ἀμόρφωτου.
Μὲ τὸν ὑπαινιγμὸ ἐκεῖνον ἐννοοῦσε τὴν κατὰ Θεὸν πράξη καὶ γνώση.
Ὁ μέγας Παχώμιος χαιρόταν πολύ, διαπιστώνοντας ὅτι ὁ μαθητής του Θεόδωρος ἦταν σὲ ὅλα συνετός, καὶ ὅτι, μολονότι νέος, ὄχι μόνο δὲν εἶχε τὴν (ἀνώριμη) σκέψη τῶν νέων, ἀλλὰ στήριζε στὴν ἄσκηση καὶ ἄλλους, τοὺς πιὸ ἀδύνατους.
Καθὼς λοιπὸν εἶχαν συνήθεια νὰ συγκεντρώνονται ὅλοι (οἱ μοναχοί) κάθε βράδυ σ᾿ ἕνα σημεῖο τῆς μονῆς καὶ ν᾿ ἀκοῦνε τὴ διδαχὴ τοῦ μεγάλου (Παχωμίου), (κάποια φορά), ὅταν ὅλοι εἶχαν μαζευτεῖ γι᾿ αὐτό, προστάζει ἐκεῖνος τὸ Θεόδωρο - νέον, ὅπως εἴπαμε, ὄχι πάνω ἀπὸ εἴκοσι χρονῶν - νὰ κηρύξει στοὺς ἀδελφοὺς τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Κι αὐτὸς ἀμέσως, χωρὶς καμιὰ ἀντιλογία ἢ παρακοή, ἄνοιξε τὸ στόμα του καὶ τοὺς εἶπε πολλὰ ὠφέλιμα.
Μερικοὶ ὅμως ἀπὸ τοὺς γεροντότερους, βλέποντας αὐτὸ τὸ πρᾶγμα, δὲν θέλησαν νὰ τὸν ἀκούσουν.
«Θὰ μᾶς διδάξει αὐτὸς ὁ ἀρχάριος;», εἶπαν μεταξύ τους.
«Δὲν θὰ τὸν ἀκούσουμε!». Ἄφησαν λοιπὸν τὴ σύναξη κι ἔφυγαν ὁ καθένας γιὰ τὸ κελλί του.
Ὅταν τέλειωσε ἡ διδασκαλία, ὁ μέγας (Παχώμιος) ἔστειλε καὶ τοὺς κάλεσε.
Καὶ μόλις ἦρθαν, τοὺς ρώτησε:
- Γιὰ ποιὸ λόγο ἀφήσατε τὸ κήρυγμα καὶ φύγατε γιὰ τὰ κελλιά σας;
- Καλά, ἀποκρίθηκαν, ἔβαλες ἕνα παιδὶ νὰ κάνει τὸ δάσκαλο σὲ τόσους γέροντες, ποὺ πέρασαν μία ζωὴ μέσα στὸ μοναστῆρι;
Ὅταν τοὺς ἄκουσε (ὁ ὅσιος), σκυθρώπιασε καὶ ἀναστέναξε βαθιά.
- Ξέρετε, εἶπε, ἀπὸ ποῦ ἄρχισαν νὰ μπαίνουν τὰ κακὰ στὸν κόσμο;
- Ἀπὸ ποῦ; ρώτησαν ἐκεῖνοι.
- Ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια! Ἐξαιτίας της «ἐξέπεσεν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ὁ ἑωσφόρος, ὁ πρωὶ ἀνατέλλων» καὶ «συνετρίβη εἰς τὴν γῆν» (Ἡσ. 14:12). Ἐξαιτίας της κατοίκησε μαζὶ μὲ τὰ θηρία καὶ ὁ βασιλιὰς τῆς Βαβυλῶνας Ναβουχοδονόσορ (Δαν. 4:25-30). Ἢ μήπως δὲν ἀκούσατε τί λέει ἡ Γραφή, ὅτι «ἀκάθαρτος παρὰ Θεῷ πᾶς ὑψηλοκάρδιος» (Παροιμ. 16:5), καὶ ὅτι «πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται καὶ ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται» (Λουκ. 14:11); Ἐπειδὴ λοιπὸν δὲν τὰ λογαριάσατε αὐτά, νικηθήκατε ἀπὸ τὸ διάβολο καὶ χάσατε ὅλη σας τὴν ἀρετή, γιατὶ ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι μητέρα καὶ ἀρχὴ ὅλων τῶν κακῶν. Φεύγοντας, δὲν ἀπομακρυνθήκατε ἀπὸ τὸ Θεόδωρο, ἀλλὰ χωριστήκατε ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, καθὼς στερηθήκατε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Εἶστε πραγματικὰ ἀξιολύπητοι. Πῶς δὲν καταλάβατε, ὅτι ὁ σατανᾶς ἦταν ποὺ σᾶς παρακίνησε νὰ φτάσετε σ᾿ αὐτὸ (τὸ κατάντημα;) Ὤ, τί παράδοξο! Ὁ Θεὸς «ἐταπείνωσεν ἑαυτὸν γενόμενος ὑπήκοος μέχρις θανάτου» (Φιλιπ. 2:8) γιὰ μᾶς, κι ἐμεῖς, ἂν καὶ ἀπὸ τὴ φύση μας ταπεινοὶ ἔχουμε ἔπαρση! Ὁ ἀπὸ τὴ φύση Του ὑψηλὸς καὶ ἄπειρος, ποὺ μὲ τὸ βλέμμα Του καὶ μόνο μπορεῖ νὰ κατακάψει τὰ πάντα, ἔσωσε τὸν κόσμο μὲ τὴν ταπείνωση, κι ἐμεῖς, ποὺ εἴμαστε χῶμα καὶ στάχτη καὶ ἀκόμα πιὸ τιποτένιοι ἀπὸ αὐτά, φουσκώνουμε ἀπὸ ὑπερηφάνεια, ἀγνοώντας ὅτι καταποντιζόμαστε ἔτσι στὰ κατάβαθα τῆς γῆς. Δὲν εἴδατε ἐμένα, μὲ πόση προσοχὴ παρακολουθοῦσα (τὴν ὁμιλία τοῦ Θεόδωρου;) Σᾶς βεβαιώνω, ὅτι ἐγὼ πάρα πολὺ ὠφελήθηκα ποὺ τὸν ἄκουσα. Γιατὶ δὲν τοῦ ἐπέτρεψα νὰ σᾶς κηρύξει γιὰ νὰ σᾶς δοκιμάσω, ἀλλὰ γιατὶ ἤθελα κι ἐγὼ ὁ ἴδιος νὰ ὠφεληθῶ. Πόσο περισσότερο λοιπὸν ἐσεῖς ἔπρεπε νὰ τὸν ἀκούσετε μὲ πολλὴ ταπεινοφροσύνη; Ἀλήθεια σᾶς λέω, ὅτι ἐγώ, ὁ ἐν Κυρίῳ πνευματικὸς πατέρας σας, ἤμουν κρεμασμένος ἀπ᾿ τὸ στόμα του, σὰν νὰ μὴ γνώριζα τὴ δεξιὰ καὶ τὴν ἀριστερὴ (στράτα). Σᾶς λέω λοιπὸν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὅτι, ἂν δὲν δείξετε πολὺ μεγάλη μετάνοια γι᾿ αὐτὸ τὸ σφάλμα σας, ὥστε νὰ σᾶς συγχωρηθεῖ ἡ πτώση, θὰ χάσετε τὴν ψυχή σας, καὶ τοῦτο γιατὶ, μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴν τόσο κακὴ ἀρχή, δὲν θὰ σταματήσετε, ὥσπου νὰ φτάσετε στὴν ἔσχατη ἀπόφαση τῆς καταδίκης σας.
Μὲ αὐτὰ τὰ λόγια τοὺς νουθετοῦσε (ὁ ὅσιος) καυτηριάζοντας ἀρκετὰ τὸ πάθος τῆς ὑπερηφάνειας, κι ἔτσι γιάτρεψε ἀποτελεσματικὰ τὴν (πνευματική) ἀρρώστια τους. Γιατὶ ἦταν καὶ σκληρός, ὅποτε χρειαζόταν, ἀλλὰ καὶ ἤπιος πάλι, ὅταν τὸ καλοῦσε ἡ περίσταση, ἄλλοτε ἐλέγχοντας καὶ ἄλλοτε παρακινώντας πρὸς τὸ ἀγαθὸ ἐκείνους ποὺ ἁμάρταναν.
Ὁ Μέγας Ἐφραίμ, ποὺ ἦταν πάντα ἀφοσιωμένος σὲ θεϊκὲς σκέψεις καὶ σχεδὸν ἀκατάπαυστα εἶχε νοερὰ μπροστὰ στὰ μάτια του τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως καὶ συνεχῶς πενθοῦσε, «ἐμάκρυνε φυγαδεύων» κι αὐτός, ὅπως ὁ ψαλμῳδός, «καὶ ηὐλίσθη ἐν τῇ ἐρήμῳ» (Ψαλμ. 54:8), ἀποφεύγοντας κάθε θόρυβο καὶ φασαρία καὶ ζάλη τῆς ζωῆς. Καθὼς λοιπὸν πήγαινε ἀπὸ τόπο σὲ τόπο, γιὰ νὰ ὠφελήσει καὶ νὰ οἰκοδομήσει ψυχὲς - γιατὶ σ᾿ αὐτὸ τὸν κινοῦσε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα- ἄφησε κάποτε τὴν πατρίδα του (Νίσιβη τῆς Μεσοποταμίας) μὲ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, ὅπως ὁ Ἀβραὰμ (Γέν. 12:1), καὶ ἦρθε στὴν πόλη τῶν Ἐδεσσηνῶν, τόσο γιὰ νὰ προσκυνήσει τὰ τίμια λείψανα (τοῦ ἀποστόλου Θαδδαίου) καὶ τοὺς ἱεροὺς τόπους, ὅσο καὶ γιὰ νὰ συναντήσει κάποιον λόγιο ἄνδρα, ποὺ θὰ τοῦ ἔδινε καρπὸ γνώσεως.
Γι᾿ αὐτὸ καὶ παρακάλεσε τὸ Θεό:
«Ἰησοῦ Χριστέ, Δέσποτα καὶ Κύριε ὅλων, ἀξίωσέ με, μόλις θὰ μπῶ στὴν πόλη Ἔδεσσα, νὰ συναντήσω ἕναν τέτοιον ἄνδρα, ποὺ θὰ εἶναι ἱκανὸς νὰ μιλήσει μαζί μου γιὰ τὴν ὠφέλεια καὶ τὴν οἰκοδομὴ τῆς ψυχῆς μου».
Μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴν προσευχή, καθὼς βρισκόταν ἤδη στὴν εἴσοδο τῆς πόλης καὶ περνοῦσε τὴν πύλη της, ἦταν συλλογισμένος καὶ προσεκτικὸς καὶ ὅλος φροντίδα, ψάχνοντας, θαρρεῖς, γιὰ τὸ πῶς θ᾿ ἀντάμωνε ἐκεῖνον τὸν ἄνθρωπο καὶ τί θὰ τὸν ρωτοῦσε καὶ ποιὰ ὠφέλεια θὰ κέρδιζε (ἀπὸ τὴ συνάντηση αὐτή).
Ἔτσι λοιπὸν βάδιζε στὴν ἄκρη τῆς πόλης, ὅταν ξαφνικὰ τὸν συναντάει μία γυναῖκα, ποὺ ἦταν μάλιστα πόρνη. Αὐτὸ πάντως ἦταν ἀπὸ τὸ Θεό, ποὺ πολλὲς φορές, μυστικὰ καὶ ἀνεξερεύνητα, οἰκονομεῖ (τὶς περιστάσεις, γιὰ νὰ πετύχει) ἀπὸ τὰ (φαινομενικά) ἀντίθετα πράγματα τὰ ἀντίθετά τους.
Ὁ ἱερὸς Ἐφραὶμ λοιπόν, ἀφοῦ ἔτσι ἀνέλπιστα συνάντησε τὴν πόρνη, στάθηκε ἀντίκρυ της καὶ τὴν κοίταζε κατάματα, ὅλος ἀπορία, ἐνῷ ἡ ψυχή του ἦταν γεμάτη ἔνταση καὶ ταραχή, ἐπειδὴ ὄχι μόνο δὲν εἶχε πραγματοποιηθεῖ ὅ,τι εἶχε ζητήσει ἀπὸ τὸ Θεό, ἀλλὰ τὸ ἐντελῶς ἀντίθετο. Ἡ γυναῖκα πάλι, βλέποντάς τον νὰ τὴν παρατηρεῖ τόσο ἐπίμονα, ρίχνει κι αὐτὴ ἐπίμονη τὴ ματιά της ἐπάνω του.
Ἀρκετὴ ὥρα κοιτάζονταν ἔτσι μεταξύ τους. Ἔπειτα ὁ μεγάλος (Ἐφραίμ) θέλησε νὰ τὴν κάνει νὰ ντραπεῖ καὶ ν᾿ ἀποκτήσει τὴ σεμνότητα ποὺ ἁρμόζει στὶς γυναῖκες. Καὶ τῆς λέει:
- Τί λοιπόν, κυρά μου; Δὲν κοκκινίζεις, ἔχοντας ἔτσι καρφωμένα τὰ μάτια σου ἐπάνω μου;
Μὰ ἐκείνη ἀποκρίθηκε:
- Σὲ μένα ὅμως ταιριάζει νὰ σὲ βλέπω ἔτσι, γιατὶ ἔχω πλαστεῖ ἀπὸ σένα, ἀπὸ τὴ δική σου πλευρά. Ἐσύ, ἀντίθετα, δὲν πρέπει νὰ κοιτάζεις ἐμένα, ἀλλὰ τὴ γῆ, ἀπὸ τὴν ὁποία πλάστηκες.
Ὅταν ὁ Ἐφραὶμ ἄκουσε αὐτὰ τὰ ἐντελῶς ἀπροσδόκητα λόγια, καὶ τὴ γυναῖκα εὐγνωμονοῦσε πολὺ γιὰ τὴν ὠφέλεια (ποὺ τοῦ χάρισε), ἀλλὰ καὶ τὸ Θεὸ εὐχαριστοῦσε θερμά, ποὺ πολλὲς φορὲς μπορεῖ νὰ μᾶς ὠφελήσει πολὺ περισσότερο μὲ γεγονότα καὶ πρόσωπα ποὺ δὲν περιμένουμε, παρὰ μὲ ἄλλα ποὺ περιμένουμε.
Νὰ μὴν ἀντιλέγουμε ἐριστικὰ οὔτε καὶ ὅταν πιστεύουμε πὼς ἔχουμε δίκιο, ἀλλά, γιὰ χάρη τοῦ Θεοῦ, σὲ ὅλα νὰ ὑποχωροῦμε ἀπέναντι στὸν πλησίον.
Μὴν προσπαθεῖς νὰ λύσεις κάποιο δύσκολο πρόβλημα ἢ (νὰ ξεδιαλύνεις) ἕνα ζήτημα τῆς Γραφῆς μὲ φιλονικία, ἀλλὰ μὲ τὰ μέσα ποὺ ἐπιβάλλει ὁ πνευματικὸς νόμος, δηλαδὴ μὲ τὴν ὑπομονή, τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἀταλάντευτη πρὸς τὸ Θεὸ ἐλπίδα.
Ἂν κατοικεῖς μαζὶ μὲ ἄλλον ἀδελφὸ καὶ θέλεις νὰ γίνει κάτι, ὁ ἀδελφὸς ὅμως αὐτὸς δὲν θέλει, τότε, γιὰ νὰ μὴ μαλώσετε καὶ τὸν λυπήσεις, νὰ ὑποτάξεις σ᾿ ἐκεῖνον τὸ θέλημά σου. Νὰ εἶσαι ἀπέναντι στὸν ἀδελφό σου σὰν φιλοξενούμενός του.
Νὰ μὴν τὸν προστάξεις γιὰ κανένα πρᾶγμα καὶ νὰ μὴ θελήσεις νὰ τὸν ἐξουσιάζεις.
Ἂν σοῦ ἐπιβάλλει κάτι ποὺ δὲν θέλεις, πολέμησε τὸ θέλημά σου ὥσπου νὰ ἐκτελέσεις τὴν προσταγή, γιὰ νὰ μὴν τὸν στενοχωρήσεις, νὰ μὴ χάσεις τὴ συστολή σου ἀπέναντί του καὶ νὰ μὴ διαταράξεις τὴν εἰρηνική σας συμβίωση.
Ἄν, λ.χ., σοῦ πεῖ, «Ψῆσε μου τίποτα», ἐσὺ πές του: «Τί θέλεις νὰ σοῦ κάνω;»
Καὶ ἂν σ᾿ ἀφήσει στὴ διάθεσή σου, λέγοντας «(Κάνε) ὅ,τι θέλεις», τότε ἑτοίμασέ του ὅ,τι σᾶς βρίσκεται μὲ φόβο Θεοῦ.
Ἂν θελήσετε νὰ πᾶτε σὲ καμιὰ μικρὴ ἐργασία, νὰ μὴν περιφρονήσει ὁ ἕνας τὸν ἄλλο καὶ βγεῖ μόνος, ἀφήνοντας στὸ κελλὶ τὸν ἀδελφό του νὰ ἐλέγχεται ἀπὸ τὴ συνείδησή του, ἀλλὰ ἂς τοῦ πεῖ μὲ ἀγάπη: «Θέλεις νὰ πᾶμε (μαζί);»
Καὶ ἂν δεῖ ὅτι ὁ ἀδελφός του δὲν ἔχει διάθεση τὴν ὥρα ἐκείνη ἢ εἶναι σωματικὰ ἄρρωστος, ἂς μὴ λογομαχήσει, (λέγοντας λ.χ.) ὅτι «Τώρα πρέπει νὰ φύγουμε», ἀλλὰ ἂς ἀναβάλει (τὴν ἐργασία) γιὰ λίγο καὶ ἂς γυρίσει στὸ κελλί του μὲ φιλευσπλαγχνία.
Πρόσεχε, νὰ μὴν ἔρθεις σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν ἀδελφὸ γιὰ ὁτιδήποτε, γιὰ νὰ μὴν τὸν λυπήσεις.
Ἂν μένεις (μόνιμα) μὲ κάποιον ἢ φιλοξενεῖσαι (κοντά του) καὶ πάρεις ἀπὸ αὐτὸν μίαν ἐντολή, πρόσεξε, γιὰ τὸ Θεό, νὰ μὴν τὴν καταφρονήσεις καὶ τὴν ἀθετήσεις, εἴτε κρυφὰ εἴτε φανερά.
Ὅπως ὑποτάσσεται τὸ ζῷο στὸν ἄνθρωπο, ἔτσι πρέπει καὶ κάθε ἄνθρωπος νὰ ὑποτάσσεται στὸν πλησίον του γιὰ χάρη τοῦ Θεοῦ.
Καὶ ὅπως τὸ ζῷο δὲν ἔχει δικό του θέλημα οὔτε γνώση, ἔτσι πρέπει νὰ κάνω κι ἐγὼ ὄχι μόνο μ᾿ ἐκεῖνον ποὺ συμφωνεῖ ἀλλὰ καὶ μ᾿ ἐκεῖνον ποὺ διαφωνεῖ μαζί μου, καὶ νὰ ὑποτάξω τὴ γνώση μου στὸν ἀνίδεο καὶ τὸ θέλημά μου στὸν ἀσύνετο.
Καὶ τότε εἶναι ποὺ θὰ γνωρίσω πραγματικὰ τὸν ἑαυτό μου καὶ θὰ καταλάβω τί μὲ βλάπτει.
Γιατὶ ἐκεῖνος ποὺ ἔχει πεποίθηση στὴν ἀρετή του καὶ ἐπιμένει στὸ θέλημά του, δὲ μπορεῖ ν᾿ ἀποφύγει τὴν ἔχθρα οὔτε ν᾿ ἀναπαυθεῖ (ψυχικά) οὔτε νὰ δεῖ σὲ ποιὰ σημεῖα ὑστερεῖ. Καὶ ὅταν (ἡ ψυχή του) βγεῖ ἀπὸ τὸ σῶμα, εἶναι δύσκολο νὰ βρεῖ ἔλεος (ἀπὸ τὸ Θεό).
Ὁ Θεός, περισσότερο ἀπ᾿ ὅλες τὶς ἄλλες ἀρετές, ζητάει ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο τοῦτο:
Νὰ ταπεινώνεται καὶ νὰ ὑποτάσσεται στὸν πλησίον σὲ ὅλα.
Ἐκεῖνα πάλι ποὺ γεννοῦν τὴ φιλονικία εἶναι τὰ ἑξῆς: ἡ πολυλογία, ἡ μεταφορὰ στὸν καθένα λόγων ποὺ τοῦ ἀρέσουν, ἡ παρρησία, ἡ δολιότητα καὶ τὸ νὰ θέλει κανεὶς νὰ ἐπικρατεῖ ὁ λόγος του. Αὐτὰ (κυρίως) εἶναι ποὺ ὁδηγοῦν στὴ φιλονικία, καὶ ἡ ψυχὴ ἐκείνου ποὺ τὰ ἔχει εἶναι κατοικητήριο ὅλων τῶν παθῶν.
Ὁ ἐριστικὸς ἄνθρωπος ὄχι μόνο με τοὺς συγγενεῖς του δὲν εἰρηνεύει ποτέ, μὰ οὔτε καὶ μὲ τοὺς ξένους.
Γιατὶ, θέλοντας νὰ ἱκανοποιήσει τὸν ἐριστικό του λογισμό, πάντα καταφεύγει σὲ ρᾳδιουργίες καὶ συνεχῶς ὀργίζεται, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἄλλους ταράζει, καὶ φτάνει ἔτσι νὰ γίνεται ἀντιπαθητικός σε ὅλους.
Εἶναι γραμμένο σχετικὰ στὴ Γένεση, ὅτι ὁ Ἠσαῦ πῆρε γυναῖκες ἀλλόφυλες, ποὺ μάλωναν μὲ τὸν Ἰσαὰκ καὶ τὴ Ρεβέκκα (26:35).
Γι᾿ αὐτὸ εἶπε ἡ Ρεββέκα στὸν Ἰσάακ: «Προσώχθικα τῇ ζωῇ μου διὰ τὰς θυγατέρας τῶν υἱῶν Χέτ» (27:46).
Αὐτὸ τὸ χωρίο φανερώνει, ὅτι τὰ μαλώματα ταιριάζουν στοὺς ἄθεους καὶ ὄχι στοὺς πιστοὺς καὶ εὐσεβεῖς.
Γιατὶ οἱ ἀληθινοὶ χριστιανοὶ καὶ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ μιμοῦνται τὸν Κύριο καὶ Διδάσκαλό τους, γιὰ τὸν ὁποῖο ἦταν γραμμένο, ὅτι δὲν θὰ φιλονικήσει οὔτε θὰ φωνάξει οὔτε θ᾿ ἀκούσει κανεὶς τὴ φωνή του στὶς πλατεῖες (Ματθ. 12:19. Πρβλ. Ἡσ. 42:2).
Καὶ αὐτοὶ δὲν προσπαθοῦν νὰ λύσουν ὁποιοδήποτε ζήτημα μὲ μαλώματα καὶ λογομαχίες, ἀλλὰ μὲ τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ὑπακοὴ καὶ τὴ μονολόγιστη ἐλπίδα (δηλαδὴ αὐτὴ ποὺ ἀποβλέπει μόνο στὸν Κύριο, χωρὶς νὰ ταλαντεύεται).
Δὲν θέλουν ποτὲ νὰ ἐπιβάλλουν τὸ λόγο τους οὔτε νὰ ἱκανοποιήσουν τὸ θέλημά τους, ὅπως ἄλλωστε εἶπε καὶ ὁ Κύριος:
«Ἦλθον οὐχ ἵνα ποιῶ τὸ θέλημα τὸ ἐμόν, ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με Πατρός» (πρβλ. Ἰω. 6:38-39).
Ἂν κατοικεῖς μαζὶ μὲ (ἄλλους) ἀδελφούς, μὴ θέλεις νὰ τοὺς διατάζεις, ἀλλὰ μᾶλλον νὰ εἶσαι παράδειγμα γι᾿ αὐτοὺς στὰ καλὰ ἔργα (πρβλ. Τίτ. 2:7), κάνοντάς τους ὑπακοὴ σ᾿ αὐτὰ ποὺ σοῦ λένε. Ἂν ὅμως παρουσιαστεῖ ἀνάγκη νὰ μιλήσεις, πὲς (τὴν ἄποψή σου) σὰν νὰ δίνεις μία ταπεινὴ συμβουλή. Ἂν πάλι ἕνας ἄλλος ἀδελφὸς φέρει ἀντίρρηση σ᾿ αὐτὰ ποὺ ἐσὺ λές, νὰ μὴν ταραχθεῖς, ἀλλὰ νὰ ἐγκαταλείψεις τὸ θέλημά σου γιὰ χάρη τῆς ἀγάπης καὶ τῆς εἰρήνης καὶ ν᾿ ἀπαντήσεις μὲ πραότητα σ᾿ ἐκεῖνον ποὺ σοῦ ἔφερε ἀντίρρηση:
«Ἐγώ, εὐλογημένε, μίλησα σὰν ἁπλοϊκὸς ἄνθρωπος, ἐπειδὴ ἔτσι σκέφτηκα, καὶ συγχώρεσέ με, γιατὶ μίλησα ἐνῷ εἶχα ἄγνοια (τοῦ ζητήματος), γι᾿ αὐτὸ ἂς γίνει ὅπως εἶπες ἐσύ».
Καὶ μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο θὰ φύγει ἄπρακτος καὶ ντροπιασμένος ὁ διάβολος, ποὺ ὑποκινεῖ τὶς ταραχές. Γιατὶ τὸ νὰ φιλονικεῖ κανεὶς καὶ νὰ ὑποστηρίζει τὸ δικό του θέλημα ξεσηκώνει ταραχὲς καὶ θυμὸ δυσκολογιάτρευτο. Καὶ ὁ θυμός, λέει (ἡ Γραφή), «ἐν κόλπῳ ἀφρόνων ἀναπαύσεται» (Ἐκκλ. 7:9). Καὶ (ἀλλοῦ) πάλι: «Ἡ ροπὴ τοῦ θυμοῦ αὐτοῦ πτῶσις αὐτῷ» (Σοφ. Σειρ. 1:22).
Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ ἀπόστολος παραγγέλλει: «Δοῦλον Κυρίου οὐ δεῖ μάχεσθαι» (Β´ Τιμ. 2:24).
Ὁ ἀββᾶς Ποιμὴν εἶπε, ὅτι τὸ θέλημα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τεῖχος χάλκινο ἀνάμεσα σ᾿αὐτὸν καὶ τὸ Θεό, καὶ πέτρα ποὺ (γυρίζει) καὶ χτυπάει τὸν ἴδιο (τὸν ἄνθρωπο). Ἂν λοιπὸν τὸ ἐγκαταλείψει, θὰ λέει κι αὐτὸς (ὅπως ὁ προφήτης Δαβίδ):
«Ἐν τῷ Θεῷ μου ὑπερβήσομαι τεῖχος» (Ψαλμ. 17:30).
Ἂν πάλι τὸ δικαίωμα συνεργαστεῖ μὲ τὸ θέλημα, τότε ὁ ἄνθρωπος νικιέται.
Ἕνας γέροντας εἶπε:
- Ἡ φιλονικία παραδίνει τὸν ἄνθρωπο στὴν ὀργή, ἡ ὀργὴ τὸν παραδίνει στὴν τύφλωση, καὶ ἡ τύφλωση τὸν ὁδηγεῖ στὴ διάπραξη κάθε κακοῦ.
Ὁ ἀββᾶς Ἀμμωνᾶς ρωτήθηκε, ποιὰ εἶναι ἡ «στενὴ καὶ τεθλιμμένη» ὁδὸς (Ματθ. 7:14).
Καὶ ἀποκρίθηκε:
- Ἡ «στενὴ καὶ τεθλιμμένη» ὁδὸς εἶναι τὸ νὰ ὑποτάσσει κανεὶς τοὺς λογισμούς του καὶ νὰ κόβει, γιὰ χάρη τοῦ Θεοῦ, τὰ θελήματά του. Αὐτὸ σημαίνει ἄλλωστε, καὶ τὸ «ἰδοὺ ἡμεῖς ἀφήκαμεν πάντα καὶ ἠκολουθήσαμέν σοι» (Ματθ. 19:27).
Ὁ ἀββᾶς Ἁλώνιος εἶπε:
- Ἂν δὲν γκρέμιζα συθέμελα ὁλόκληρο (τὸ οἰκοδόμημα τοῦ θελήματός μου), δὲν θὰ μποροῦσα νὰ οἰκοδομήσω (πνευματικά) τὸν ἑαυτό μου. Ἂν δηλαδὴ δὲν ἐγκατέλειπα κάθε τί, πού, ἀπὸ τὸ δικό μου θέλημα, μοῦ φαινόταν καλό, δὲν θὰ μποροῦσα ν᾿ ἀποκτήσω τὶς ἀρετές.
Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ποιμένα:
- Πῶς πρέπει νὰ εἶμαι στὸν τόπο ποὺ κατοικῶ;
- Ὅπου κι ἂν βρίσκεσαι, ἀποκρίθηκε, νὰ ἔχεις τὴ συναίσθηση πὼς εἶσαι πάροικος (δηλαδὴ ξένος, χωρὶς δικαιώματα).
Ἔτσι δὲν θὰ ζητήσεις (ποτέ) νὰ εἶναι πρῶτος ὁ λόγος σου, καὶ θὰ εἶσαι ἀναπαυμένος (ψυχικά).
Εἶπε πάλι (ὁ ἀββᾶς Ποιμήν):
- Νὰ μὴν ἱκανοποιήσεις (ποτέ) τὸ θέλημά σου.
Ἀπεναντίας, αὐτὸ ποὺ χρειάζεται εἶναι νὰ ταπεινώνεσαι μπροστὰ στὸν ἀδελφό σου.
Ἕνας ἀπὸ τοὺς πατέρες εἶπε τὴν ἑξῆς παραβολὴ γιὰ τὴν ταπεινοφροσύνη:
- Εἶπαν (κάποτε) οἱ κέδροι στὰ καλάμια: «Πῶς ἐσεῖς, μολονότι εἶστε ἀσθενικὰ καὶ ἀδύνατα, δὲν σπᾶτε τὸ χειμῶνα, ἐνῷ ἐμεῖς, ἂν καὶ εἴμαστε τόσο μεγάλοι, συντριβόμαστε ἢ καὶ ξεριζωνόμαστε καμιὰ φορά;» Καὶ τὰ καλάμια ἀποκρίθηκαν: «Ἐμεῖς, ὅταν ἔρθει ὁ χειμῶνας καὶ φυσήξουν οἱ ἄνεμοι, γέρνουμε μὲ τοὺς ἀνέμους πότε ἀπὸ δῶ καὶ πότε ἀπὸ κεῖ, γι᾿αὐτὸ καὶ δὲν σπᾶμε. Ἐσεῖς ὅμως κινδυνεύετε, ἐπειδὴ ἀντιστέκεστε στοὺς ἀνέμους».
Καὶ (μετὰ ἀπ᾿αὐτὴ τὴν παραβολή) εἶπε (συμπερασματικά) ὁ γέροντας:
- Πρέπει (λοιπόν) νὰ ὑποχωροῦμε ὅταν μᾶς προσβάλλουν καὶ νὰ δίνουμε «τόπον τῇ ὀργῇ» (Ρωμ. 12:19).
Νὰ μὴν ἐρχόμαστε σὲ σύγκρουση οὔτε νὰ πέφτουμε σὲ κακοὺς λογισμοὺς οὔτε νὰ λογομαχοῦμε καὶ νὰ δημιουργοῦμε ζητήματα.
Δυὸ γέροντες ζοῦσαν μαζὶ πολλὰ χρόνια, καὶ ποτὲ δὲν μάλωσαν.
Εἶπε λοιπὸν (κάποτε) ὁ ἕνας στὸν ἄλλον:
- Ἂς μαλώσουμε κι ἐμεῖς μία φορά, ὅπως οἱ ἄνθρωποι.
- Μὰ δὲν ξέρω πῶς γίνεται τὸ μάλωμα, ἀπάντησε ὁ ἄλλος.
- Νά, εἶπε ὁ πρῶτος, θὰ βάλω μία μικρὴ πλίθα στὴ μέση, καὶ θὰ λέω πὼς εἶναι δική μου. Ἐσὺ πάλι θὰ λὲς ὅτι δὲν εἶναι δική μου, ἀλλὰ δική σου. Καὶ ἔτσι θὰ γίνει ἡ ἀρχή.
Ἔβαλε λοιπὸν στὴ μέση τὴν πλίθα καὶ εἶπε στὸν ἄλλον:
- Αὐτὴ εἶναι δική μου.
- Ὄχι, εἶπε αὐτός, δική μου (εἶναι).
- Ἔ, ἂν εἶναι δική σου, πάρε την καὶ πήγαινε, ἀποκρίθηκε ὁ πρῶτος.
Καὶ ἔφυγαν, χωρὶς νὰ μπορέσουν νὰ μαλώσουν.
Ὅταν ὁ (ὅσιος) Συμεὼν σοφίστηκε τὸν πρωτόγνωρο (γιὰ τὴν ἐποχή του) τρόπο ἀσκήσεως πάνω στὸ στῦλο καὶ διαδόθηκε ἔντονα ἡ φήμη του παντοῦ, οἱ ἐρημίτες πατέρες ξαφνιάστηκαν ἀπὸ τὸ ἀσυνήθιστο καὶ παράδοξο αὐτὸ ἐγχείρημα. Τοῦ στέλνουν λοιπὸν κάποιους μὲ τὴν ἐντολὴ νὰ τὸν ἐπιπλήξουν γιὰ τὴν περίεργη ἐπινόησή του καὶ νὰ τοῦ συστήσουν ν᾿ ἀκολουθήσει χωρὶς περιφρόνηση τὸν συνηθισμένο καὶ δοκιμασμένο ἀπὸ τοὺς ἁγίους δρόμο, ὅπου βαδίζοντας τόσα πλήθη μακαρίων (ἀνδρῶν), ἀνέβηκαν ὡς τὰ ἐπουράνια καὶ κατοίκησαν σ᾿ ἐκεῖνα τὰ αἰώνια σκηνώματα. Ἔπειτα ὅμως, ἀπὸ φόβο μήπως ἡ σκέψη (τοῦ ὁσίου) ἦταν θεάρεστη καὶ ἐκεῖνοι ἀντιμετώπιζαν τὴν ὑπόθεση ἀνθρώπινα, ἔδωσαν στοὺς ἀπεσταλμένους κι αὐτὴ τὴν παραγγελία: Ἂν μὲν δοῦν τὸν ἄνδρα ν᾿ ἀρνεῖται τὸ θέλημά του καὶ νὰ κατεβαίνει ἀπὸ κεῖ (ποὺ εἶχε ἀνέβει, ὑπακούοντας σ᾿ αὐτούς), νὰ τὸν συγκρατήσουν ἀμέσως καὶ νὰ τὸν προτρέψουν νὰ μείνει σταθερὸς στὴν ἀπόφασή του, γιατὶ ἔτσι θὰ θεωροῦσαν ὅτι πρόκειται γιὰ θεία οἰκονομία, καὶ δὲν θὰ εἶχαν πιὰ γιὰ τὸ μέλλον τὸ φόβο, ὅτι μία τέτοια ἀρχὴ δὲν θὰ καταλήξει καὶ σὲ καλὸ τέλος. Ἂν πάλι (ὁ ὅσιος) δυσφοροῦσε καὶ δὲν ἀνεχόταν οὔτε λίγες συμβουλὲς (ν᾿ ἀκούσει), ἀλλὰ πεισματικὰ καὶ ἀσυλλόγιστα ἀκολουθοῦσε τὸ δικό του θέλημα, τότε θὰ γινόταν ὁπωσδήποτε φανερό, ἔλεγαν, ὅτι βρίσκεται μακριὰ ἀπὸ τὴν ταπεινοφροσύνη - ὁπότε ποιὸς δὲν θὰ ἔλεγε ὅτι ὁ πονηρὸς τοῦ εἶχε βάλει αὐτοὺς τοὺς λογισμούς; Σ᾿ αὐτὴ τὴν περίπτωση πρόσταζαν (οἱ πατέρες τοὺς ἀπεσταλμένους τους) νὰ τὸν τραβήξουν κάτω καὶ νὰ τὸν κατεβάσουν ἀπὸ τὸ στῦλο ἀκόμα καὶ μὲ τὴ βία.
Φτάνοντας λοιπὸν οἱ ἀπεσταλμένοι μὲ τέτοια ἐντολὴ στὸν πατέρα τῆς ταπεινοφροσύνης καὶ τῆς ὑπακοῆς Συμεών, κυριεύθηκαν ἀπὸ σεβασμὸ ἀπέναντί του μόλις κιόλας τὸν εἶδαν καὶ τὸν χαιρέτισαν. Δὲν μποροῦσαν οὔτε νὰ τὸν κοιτάξουν στὸ πρόσωπο. Ὅμως, γιὰ τὴν ἐντολὴ τῶν πατέρων ποὺ τοὺς ἔστειλαν καὶ γι᾿ αὐτὸ καθεαυτὸ τὸ καλὸ τῆς ἐκπληρώσεώς της, τοῦ λένε χωρὶς περιστροφὲς ὅλα ὅσα τοὺς εἶχαν πεῖ ἐκεῖνοι. Κι ὁ ἀληθινὰ πρᾷος καὶ ταπεινὸς στὴν καρδιὰ (Συμεών), δέχθηκε μὲ πραότητα τὴν ἐπιτίμησή τους. Δὲν ἀντιμίλησε, δὲν ἀγανάκτησε, δὲν τὴ συζήτησε, δὲν εἶπε τίποτα, οὔτε πολλὰ οὔτε λίγα. Ἀπεναντίας μάλιστα, ἀφοῦ δέχθηκε τὴν ἐπιτίμηση μὲ ἱλαρὸ βλέμμα καὶ χαμηλωμένα μάτια, ἔκανε νὰ κατεβεῖ ἀπὸ τὸ στῦλο, εὐχαριστώντας τὸ Θεὸ καὶ εὐγνωμονώντας τοὺς πατέρες γιὰ τὴν φροντίδα τους. Ἀμέσως τότε οἱ ἀπεσταλμένοι τὸν σταματοῦν καὶ τοῦ φανερώνουν τὴν κρίση τῶν πατέρων. Ὕστερα, ἀφοῦ εὐχήθηκαν στὸ Συμεὼν νὰ μείνει μόνιμα καὶ σταθερὰ πάνω στὸ στῦλο, νὰ ἔχει καλὸ τέλος καὶ (ν᾿ ἀξιωθεῖ) μὲ ἀσφάλεια τὴν ἀνάπαυση ἀπὸ τοὺς συνεχεῖς κόπους του, ἀναχώρησαν.
Ὅλα προέρχονται ἀπὸ τὴ δικαιοσύνη καὶ τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, γι᾿ αὐτὸ ὁ πιστὸς νὰ μὴν ἐπιδιώκει τὴν ἐκπλήρωση τοῦ δικοῦ του, ἀλλὰ τοῦ θείου θελήματος.
Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε πλασμένοι «κατ᾿ εἰκόνα» τοῦ Θεοῦ. Τὸ «καθ᾿ ὁμοίωσιν» (Γέν. 1:26-27) ὅμως τὸ ἔχουν μόνο ἐκεῖνοι, ποὺ μὲ πολλὴ ἀγάπη ὑποδούλωσαν τὴν ἐλευθερία τους στὸ Θεό, γιατὶ ὅταν δὲν ἀνήκουμε στοὺς ἑαυτούς μας, τότε εἴμαστε ὅμοιοι μ᾿ Ἐκεῖνον, ποὺ μᾶς συμφιλίωσε μὲ τὸν ἑαυτό Του μέσῳ τῆς ἀγάπης.
Μερικοὶ ὀνομάζουν συνετοὺς ἐκείνους ποὺ μποροῦν νὰ διακρίνουν (καὶ νὰ ἀναλύσουν) τὰ αἰσθητὰ πράγματα. Συνετοὶ ὅμως εἶναι ἐκεῖνοι, ποὺ ἐξουσιάζουν τὰ θελήματά τους.
Ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἐγκαταλείπει τὸ θέλημά του γιὰ χάρη τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, πεδικλώνεται στὰ δικά του ἔργα καὶ γίνεται ὑποχείριος τῶν ἐχθρῶν (δαιμόνων).
Ὅταν θέλεις νὰ βρεῖς λύση σὲ πρόβλημα περίπλοκο, ψάξε γι᾿ αὐτό, τί ἀρέσει στὸ Θεό, καὶ θὰ βρεῖς τὴ λύση του τὴν ὠφέλιμη.
Σ᾿ ἐκεῖνα τὰ πράγματα ποὺ εὐαρεστεῖται ὁ Θεός, σ᾿ αὐτὰ καὶ ὅλη ἡ κτίση ὑπηρετεῖ. Σ᾿ ἐκεῖνα ποὺ ὁ Θεὸς ἀποστρέφεται, καὶ ἡ κτίση ἀντιστέκεται.
Ἐκεῖνος ποὺ ἀντιστέκεται στὰ λυπηρὰ συμβάντα, πολεμάει, χωρὶς νὰ τὸ γνωρίζει, τὴν προσταγὴ τοῦ Θεοῦ. Ἀπεναντίας, ἐκεῖνος ποὺ τὰ δέχεται μὲ ξεκάθαρη γνώση (τῆς αἰτίας καὶ τῆς προελεύσεώς τους), αὐτός, κατὰ τὴ Γραφή, ὑπομένει τὸν Κύριο (Ψαλμ. 26:14).
Ὅταν σοῦ ἔρθει πειρασμός, μὴ ζητᾷς (νὰ μάθεις) γιατί ἢ ἀπὸ ποιὸν ἔχει ἔρθει, ἀλλὰ (ζήτησε) νὰ τὸν ὑπομείνεις μὲ εὐχαρίστηση καὶ χωρὶς μνησικακία.
Ἀδελφέ, ἂν συναντήσεις κάποια δυσκολία εἴτε στὰ ἔργα σου εἴτε στὰ λόγια σου εἴτε (ἀκόμα καί) στὶς σκέψεις σου, νὰ μὴ ζητᾷς καθόλου τὸ θέλημά σου οὔτε τὴν εὐκολία σου, ἀλλὰ φρόντιζε ν᾿ ἀνακαλύπτεις (ποιὸ εἶναι) ἀκριβῶς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, καὶ αὐτὸ νὰ κάνεις στὴν ἐντέλεια, ἔστω κι ἂν φαίνεται πὼς θέλει κόπο, πιστεύοντας μὲ ὅλη σου τὴν καρδιά, ὅτι αὐτὸ σὲ συμφέρει περισσότερο ἀπὸ κάθε ἀνθρώπινη σύνεση. Γιατὶ ἡ (κάθε) ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ εἶναι (δοσμένη γιὰ νὰ μᾶς ἐξασφαλίσει τὴν) αἰώνια ζωή, καὶ ὅσοι τὴν ἐπιζητοῦν δὲν θὰ στερηθοῦν κανένα ἀγαθό.
Ἕνας γέροντας εἶπε:
- Ἂν ἀρρωστήσεις καὶ ζητήσεις ἀπὸ κάποιον νὰ σοῦ δώσει ἕνα πρᾶγμα ποὺ χρειάζεσαι, καὶ δὲν σοῦ τὸ δώσει, μὴ γογγύσεις ἐναντίον του, ἀλλὰ πές:
«Ἂν ἤμουν ἄξιος νὰ τὸ πάρω, θὰ πληροφοροῦσε ὁ Θεὸς τὸν ἀδελφὸ νὰ μοῦ τὸ προσφέρει σὰν ἐλεημοσύνη».
Εἶπε πάλι (ὁ ἴδιος):
- Ἂν σὲ κρατήσουν (κάπου) γιὰ τραπέζι καὶ σὲ βάλουν στὴν πιὸ ἀσήμαντη θέση, νὰ μὴ γογγύσει ὁ λογισμός σου (ἐναντίον ἐκείνων ποὺ σὲ φιλοξενοῦν), ἀλλὰ νὰ λές: «Οὔτε κι ἐδῶ ἤμουν ἄξιος (νὰ καθήσω)». Γιατὶ πρέπει νὰ ξέρεις, ὅτι καμιὰ θλίψη δὲν ἔρχεται στὸν ἄνθρωπο, παρὰ μόνο «ἄνωθεν», ἀπὸ τὸ Θεό, εἴτε γιὰ νὰ δοκιμαστεῖ εἴτε ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν του. Καὶ ὅποιος δὲν ἔχει αὐτὴ τὴν πεποίθηση, δὲν πιστεύει ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι δίκαιος κριτής.
Ὁ ἀββᾶς Ἰσίδωρος εἶπε:
- Ἡ σύνεση τῶν ἁγίων εἶναι τούτη, τὸ ὅτι ἀπέκτησαν ἐπίγνωση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ ὅλα τὰ νικάει ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν ὑπακοὴ στὴν ἀλήθεια, ἀφοῦ εἶναι εἰκόνα καὶ ὁμοίωμα τοῦ Θεοῦ. Ἀπ᾿ὅλα τὰ πάθη, πάλι, τὸ φοβερότερο εἶναι νὰ ἀκολουθεῖ κανεὶς τὴν καρδιά του, νὰ ὑπακούει δηλαδὴ στὸ θέλημά του καὶ ὄχι στὸ νόμο τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ (τὸ πάθος) στὴν ἀρχὴ μὲν δείχνει ὅτι ἀναπαύει κάπως (ψυχικά) τὸν ἄνθρωπο, ὕστερα ὅμως τὸν ὁδηγεῖ στὴν κατάθλιψη, ἐπειδὴ ἀγνόησε τὸ μυστήριο τῆς θείας οἰκονομίας καὶ δὲν βρῆκε τὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ τὸν ἀκολουθήσει.
Ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι ἐντελῶς ἀκατανίκητη ἀπὸ τοὺς δαίμονες. Πῶς γεννιέται καὶ ποιὰ εἶναι ἡ δύναμή της.
Ρώτησαν τὸν Ἀββᾶ Λογγίνο:
- Ποιὰ ἀρετὴ εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀπ᾿ ὅλες;
Καὶ ἀπάντησε:
- Σκέφτομαι, ὅτι, ὅπως ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι τὸ μεγαλύτερο ἀπ᾿ ὅλα τὰ πάθη, ἀφοῦ καὶ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ μπόρεσε νὰ ρίξει κάποιους (δηλαδὴ τὸν Ἑωσφόρο καὶ τὸ τάγμα του), ἔτσι καὶ ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀπ᾿ ὅλες τὶς ἀρετές, γιατὶ κι ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ τάρταρα μπορεῖ ν᾿ ἀνεβάσει ἕνα ἄνθρωπο, ἀκόμα κι ἂν εἶναι ἁμαρτωλὸς σὰν δαίμονας.
Νὰ γιατὶ ὁ Κύριος πρὶν ἀπ᾿ ὅλους μακαρίζει τοὺς «πτωχοὺς τῷ πνεύματι», (δηλαδὴ τοὺς ταπεινούς) (Ματθ. 5:3).
Ἕνας γέροντας εἶπε:
- Προτιμῶ ἧττα ποὺ θὰ συνοδεύεται ἀπὸ ταπεινοφροσύνη, παρὰ νίκη ποὺ θὰ συνοδεύεται ἀπὸ ὑπερηφάνεια.
Ἕνας (ἄλλος) γέροντας εἶπε:
- Πολλὲς φορὲς ἡ ταπείνωση ἔσωσε πολλούς, καὶ μάλιστα ἄκοπα.
Κι αὐτὸ τὸ ἀποδεικνύουν ὁ τελώνης καὶ ὁ ἄσωτος υἱός, ποὺ εἶπαν μόνο λίγα λόγια καὶ σώθηκαν (βλ. Λουκ. 18:13 - 15:21).
Ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας εἶπε:
- Περισσότερο ἀπ᾿ ὅλα ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ τὴν ταπεινοφροσύνη.
Γι᾿ αὐτὸ ἂς εἴμαστε πάντα ἕτοιμοι, σὲ κάθε λόγο ποὺ ἀκοῦμε ἢ ἐργασία (ποὺ κάνουμε), νὰ λέμε (στὸν πλησίον):
«Συγχώρεσέ με».
Γιατὶ μὲ τὴν ταπεινοφροσύνη καταστρέφονται ὅλα τὰ (πονηρὰ ἔργα) τοῦ ἐχθροῦ.
Ἡ ἀμμὰ Θεοδώρα ἔλεγε, πὼς οὔτε ἡ ἄσκηση οὔτε ἡ κακουχία οὔτε οἱ ὁποιοιδήποτε κόποι σῴζουν (τὸν ἄνθρωπο), παρὰ μόνο ἡ γνήσια ταπεινοφροσύνη. (Καὶ γιὰ ἐπιβεβαίωση διηγόταν τὸ ἑξῆς:)
- Ἦταν κάποιος ἀναχωρητής, ποὺ ἔδιωχνε τοὺς δαίμονες. Καὶ τοὺς ἐξέταζε, γιὰ νὰ μάθει μὲ ποιὸν τρόπο βγαίνουν (ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο). «Μὲ τὴ νηστεία;» τοὺς ρωτοῦσε. «Ἐμεῖς οὔτε τρῶμε οὔτε πίνουμε», ἀπαντοῦσαν ἐκεῖνοι.
«Μὲ τὴν ἀγρυπνία;». «Ἐμεῖς δὲν κοιμόμαστε καθόλου», ἔλεγαν.
«Μὲ τὴν ἀναχώρηση (ἀπὸ τὸν κόσμο);». «Ἐμεῖς ζοῦμε στὶς ἐρήμους», ἀποκρίνονταν.
Ἐπειδὴ ὁ γέροντας ἐπέμενε καὶ ἔλεγε, «Μὲ ποιὸν λοιπὸν τρόπο βγαίνετε;», ἐκεῖνοι ὁμολόγησαν:
«Τίποτα δὲν μᾶς νικάει, παρὰ μόνο ἡ ταπεινοφροσύνη».
Ὁ ἀββᾶς Σισώης ἔλεγε, ὅτι ὁ δρόμος ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ταπεινοφροσύνη εἶναι ἡ ἐγκράτεια, ἡ ἀδιάλειπτη προσευχὴ στὸ Θεὸ καὶ ὁ ἀγῶνας νὰ βάζουμε τὸν ἑαυτό μας πιὸ κάτω ἀπὸ κάθε ἄνθρωπο.
Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε τὸν Ἀββᾶ Κρόνιο:
- Μὲ ποιὸν τρόπο φτάνει ὁ ἄνθρωπος στὴν ταπεινοφροσύνη;
- Μὲ τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ, ἀπάντησε ὁ γέροντας.
- Καὶ μὲ ποιὸν τρόπο φτάνει στὸ φόβο τοῦ Θεοῦ; ξαναρώτησε ὁ ἀδελφός.
- Κατὰ τὴ γνώμη μου, εἶπε ὁ γέροντας, μὲ τὸ νὰ περιμαζέψει τὸν ἑαυτό του ἀπὸ κάθε περισπασμὸ καὶ μὲ τὸ νὰ καταβάλλει σωματικοὺς κόπους καὶ μὲ τὸ νὰ θυμᾶται, ὅσο μπορεῖ, τὴν ἔξοδο (τῆς ψυχῆς του) ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ.
Ἕνας γέροντας εἶπε:
- Ὅποιος ἔχει ταπείνωση, ταπεινώνει τοὺς δαίμονες, καὶ ὅποιος δὲν ἔχει ταπείνωση, χλευάζεται ἀπὸ τοὺς δαίμονες.
Ῥώτησαν ἕνα γέροντα:
- Γιατὶ χτυπιόμαστε τόσο πολὺ ἀπὸ τοὺς δαίμονες;
- Ἐπειδὴ πετᾶμε τὰ ὅπλα μας, ἀπάντησε ἐκεῖνος, ἐννοῶ τὴν ἀτιμία, τὴν ταπείνωση, τὴν ἀκτημοσύνη καὶ τὴν ὑπομονή.
Μιὰ φορὰ ἦρθαν κάποιοι στὴ Θηβαΐδα, σ᾿ ἕνα γέροντα, καὶ τοῦ ἔφεραν ἕνα δαιμονισμένο γιὰ νὰ τὸν θεραπεύσει. Καὶ ὁ γέροντας, (μολονότι ἀρχικὰ δὲν δεχόταν, θεωρώντας τὸν ἑαυτό του ἀνάξιο, τελικά), ἐπειδὴ πολὺ τὸν παρακάλεσαν, λέει στὸ δαίμονα:
- Βγὲς ἀπὸ τὸ πλάσμα τοῦ Θεοῦ!
- Βγαίνω, ἀποκρίθηκε ὁ δαίμονας. Ἀλλὰ σὲ ρωτάω ἕνα πρᾶγμα καὶ ἀπάντησέ μου: Ποιοὶ εἶναι τὰ «ἐρίφια» καὶ ποιοὶ τὰ «πρόβατα» (Ματθ. 25:31-33);
- Τὰ «ἐρίφια» εἶμαι ἐγώ, ἀπάντησε ὁ γέροντας. Ὅσο γιὰ τὰ «πρόβατα», ὁ Θεὸς τὰ γνωρίζει.
Μόλις ἄκουσε (αὐτὰ τὰ λόγια) ὁ δαίμονας, κραύγασε:
- Νά, γιὰ τὴν ταπείνωσή σου βγαίνω!
Καὶ βγῆκε (ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο) τὴν ἴδια ὥρα.
Ἡ μακαρία Συγκλητικὴ ἔλεγε, ὅτι ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι τόσο μεγάλη (ἀρετή), ὥστε ὁ διάβολος, ἐνῷ μπορεῖ ὅλες σχεδὸν τὶς ἀρετὲς νὰ τὶς μιμεῖται, αὐτὴν οὔτε ποὺ ξέρει κἂν τί εἶναι. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ ἀπόστολος Πέτρος, γνωρίζοντας πόση ἀσφάλεια καὶ σταθερότητα ἐξασφαλίζει αὐτὴ (στὴν πνευματικὴ ζωή), μᾶς προτρέπει νὰ δεθοῦμε μαζί της (βλ. Α´ Πετρ. 5:5), ἔτσι ποὺ νὰ τὴν ἔχουμε, θὰ λέγαμε, ἀναπόσπαστη (ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας), καὶ νὰ δένουμε γερὰ μ᾿ αὐτὴ καὶ νὰ συγκρατοῦμε ὅλες τὶς ἄλλες ἀρετές. Γιατὶ ὅπως ἀκριβῶς εἶναι ἀδύνατον νὰ κατασκευαστεῖ πλοῖο χωρὶς καρφιά, ἔτσι εἶναι ἀκατόρθωτο νὰ σωθεῖ κανεὶς χωρὶς ταπεινοφροσύνη. Βλέπεις καὶ τὸν ὕμνο τῶν Τριῶν Παίδων; Πῶς δηλαδή, ἐνῷ δὲν ἀναφέρθηκαν καὶ πολὺ στὶς ἄλλες ἀρετές, ἐνῷ δὲν ἔκαναν λόγο γιὰ τοὺς ἁγνοὺς ἢ τοὺς ἀκτήμονες, ἀπαρίθμησαν ὅμως ἀνάμεσα στοὺς ὑμνητὲς (τοῦ Κυρίου) τοὺς ταπεινοὺς (Δαν., Ὕμνος Τριῶν Παίδων: 64); Ἀλλὰ καὶ ὁ Κύριος, ἐκπληρώνοντας τὸ προαιώνιο σχέδιό Του γιὰ μᾶς, αὐτὴν (τὴν ταπεινοφροσύνη) ἐνδύθηκε: «Μάθετε», λέει, «ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι πρᾶος εἰμὶ καὶ ταπεινός τῇ καρδίᾳ, καὶ εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν» (Ματθ. 11:29). Ἀρχὴ καὶ τέλος λοιπὸν (ὅλων) τῶν ἀγαθῶν ἂς εἶναι γιὰ σένα ἡ ταπεινοφροσύνη.