(Ἀπὸ ἐπιστολὴ πνευματικοῦ του τέκνου ἐκ Νάξου).
Ὀνομάζομαι Μᾶρκος Β. Σκουλᾶτος, γεννήθηκα στὰ 1919 καὶ διαμένω στὶς Τρίποδες Νάξου.
Ὅταν ἤμουν μικρός, μαθητὴς τοῦ Δημοτικοῦ Σχολείου, περίπου 10 ἐτῶν, πήγαινα στὴν θεία μου Αἰκατερίνη Μ. Μελισσηνοῦ στὴν Χώρα, ἡ ὁποία εἶχε πνευματικὸ πατέρα τὸν π. Φιλόθεο Ζερβᾶκο, καὶ τὸν φιλοξενοῦσε στὸ σπίτι της μὲ πολὺ σεβασμό· καὶ ἐκεῖνος ἐξομολογοῦσε ὅλη τὴν οἰκογένειά της καὶ ὅσους ἄλλους ἐπιθυμοῦσαν νὰ ἐξομολογηθοῦν. Ἔτρεχαν σὰν τὰ διψασμένα ἐλάφια νὰ δροσιστοῦν, νὰ πλύνουν τὴν ψυχή τους. Ὅλοι περίμεναν μὲ λαχτάρα νὰ τὸν ἰδοῦν καὶ νὰ ἀκούσουν τὰ ἁγνὰ λόγια ποὺ ἔβγαιναν ἀπὸ τὸ στόμα του. Αὐτὸν λοιπὸν τὸν ἅγιον ἄνθρωπον μὲ ἀξίωσε καὶ ἐμένα τὸν ἁμαρτωλὸν ὁ πανάγαθος Θεὸς νὰ τὸν γνωρίσω ἀπὸ μικρός. Δοξάζω τὸν Θεὸν καὶ τὸν εὐχαριστῶ διὰ τὴν μεγάλη εὐεργεσία ποὺ μοῦ ἔκανε, ζητῶ δὲ ἀκόμη τὶς προσευχές του καὶ διὰ μένα τὸν ἁμαρτωλόν. Γιὰ νὰ μὴν ὅμως μακρηγορῶ ἂς ἔλθω στὴν διήγησί μου, νὰ γράψω λίγα ἀπὸ ὅσα ἄκουσα ἀπὸ τὰ σεπτά του χείλη.
Ἐξομολογήθηκα, λοιπόν, πρώτη φορὰ μικρὸς καὶ ἔκτοτε τὸν εἶχα σὲ ὅλη μου τὴν ζωὴ πνευματικὸ πατέρα μέχρι ποὺ κοιμήθηκε στὴν Μονὴ τῶν Θαψανῶν τῆς Πάρου 8 Μαΐου 1980.
Μοῦ εἶπε πολλὰ ψυχωφελῆ διδάγματα. Ὅταν εἶχες μιὰ ἁμαρτία ἢ ἀπορία, σοῦ ἔδινε, σὰν τὸν καλὸ γιατρό, τὸ κατάλληλο πνευματικὸ φάρμακο γιὰ τὴν θεραπεία τῆς ψυχῆς.
Τί μοῦ εἶπε γιὰ μιὰ οἰκογενειακὴ ὑπόθεσι τῆς κόρης μου Κυριακῆς.
Ἦταν τὸ ἔτος 1976. Εἶχα μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα τέσσερα παιδιὰ ποὺ εἶναι στὴν ζωὴ καὶ μία κόρη Κυριακή, ποὺ τώρα εἶναι στὸν οὐρανὸ κοντὰ στὸν Χριστὸ καὶ στὴν Παναγία. Ἦταν 22 ἐτῶν καὶ ἐργαζόταν στὸν ΟΤΕ στὴν Ἀθήνα. Στὶς 19 Ὀκτωβρίου τοῦ 1976 ἔπεσε σὲ σιδηροδρομικὸ ἀτύχημα, καὶ ἔξαφνα σὰν κεραυνὸ μάθαμε τὴν εἴδησι. Τὴν κλάψαμε ὅλοι καὶ τὴν κηδεύσαμε στὸ χωριό μας στσὶ Τρίποδες Νάξου. Ὁ πόνος καὶ ἡ θλίψις ἦταν μεγάλος, ἰδιαίτερα σὲ ἐμᾶς τοὺς γονεῖς. Μετὰ ἀπὸ λίγες ἡμέρες ἐπῆγα στὴν Πάρο καὶ βρῆκα τὸν Γέροντα Φιλόθεο. Τοῦ εἶπα τὸ γεγονός, καὶ ὅπως ἦταν πονόψυχος λυπήθηκε καὶ ἔκλαψε καὶ ἐκεῖνος μαζί μου. Ἐξομολογήθηκα, μοῦ ἔδωσε πνευματικὲς συμβουλὲς καὶ μοῦ ἀνέφερε ἱστορικὰ γεγονότα ἀπὸ τὴν ἐμπειρία ποὺ εἶχε.
Σ᾿ αὐτὸ τὸ γεγονός, τοῦ εἶπα, ἐσκέφθηκα τὸν Ἰώβ. Καλὰ ἔκανες, μοῦ εἶπε, καὶ εἶχες ὑπομονή. Στὴν Ἀθήνα ἦταν μιὰ οἰκογένεια καὶ ἀντὶ γιὰ ὑπομονὴ πῆρε τὸ δρόμο τῆς ἀπελπισίας. Μιὰ κοπέλα ἔπεσε ἀπὸ τὸ παράθυρο μίας πολυκατοικίας ἀπὸ ἀπροσεξία καὶ σκοτώθηκε. Βλέπει ἡ ἀδελφή της τὸ συμβὰν πέφτει καὶ αὐτὴ καὶ σκοτώνεται, ὁμοίως καὶ ἡ ἄλλη της ἀδελφὴ καὶ ἡ μητέρα της· καὶ κοντὰ στὴν μία νεκρὴ εἶχαν τέσσερα θύματα στὸ ἴδιο σπίτι.
Μοῦ εἶπε πρὸς παρηγοριὰ ὁ ἅγιος Γέροντας καὶ ἄλλη μιὰ ἱστορία, γιὰ ἕνα μοναχὸ ποὺ εἶχε λογισμὸ ἂν ὅτι κάνει καὶ ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς εἶναι σωστό, ἢ μήπως κάνει λάθος. Λέγει ὁ δεύτερος μοναχὸς στὸν πρῶτο· ἐσὺ δὲν ἔλεγες κάποτε, ἂν κάνῃ ὁ Θεὸς τὶς δουλειές του καλὰ καὶ εἶχες ἀπορίες! Ναί, λέγει, εἶχα αὐτὸ τὸν λογισμό. Γι᾿ αὐτό, τοῦ εἶπε, μοῦ ἔστειλε ὁ Θεὸς νὰ σοῦ φανερώσω πὼς ὁ Θεὸς ποτὲ δὲν κάνει λάθος, καὶ τοῦ ἐξήγησε: Τὸν χρυσὸ δίσκο ποὺ πέταξα ἔξω τὸν εἶχαν κλέψει καὶ γι᾿ αὐτὸ τὸν πέταξα, διότι ὁ Θεὸς κλεμμένα πράγματα δὲν θέλει, γιὰ νὰ μὴ κολαστοῦν. Τὸ παιδὶ ποὺ ἔπνιξα, μὴ τὸ λυπᾶσαι, τώρα εἶναι στὸν Παράδεισο· ἐὰν ζοῦσε θὰ γινόταν κακὸς ἄνθρωπος καὶ θὰ κολαζόταν... Καὶ στὸ τέλος μοῦ λέγει· ἡ κόρη σου εἶναι κοντὰ στὸ Θεὸ νὰ μὴν λυπᾶσαι, μόνο δόξαζε τὸν Θεό.
Ἔφυγα ἀπὸ τὴν Πάρο μὲ τὶς πατρικές του συμβουλὲς καὶ νουθεσίες καὶ ἦρθα στὸ σπίτι μου στὴν Νάξο πολὺ εὐχαριστημένος καὶ πνευματικὰ ἐνισχυμένος. Ἡ μάνα ὅμως πολὺ περισσότερο πονᾶ τὸ παιδὶ ποὺ γέννησε ἀπὸ τὸν πατέρα. Ἐκείνη ἔκλαιγε καὶ ἔπρεπε καὶ αὐτὴ νὰ παρηγορηθῇ καὶ τονωθῇ. Παίρνω λοιπὸν τὴν σύζυγό μου καὶ πᾶμε μαζὶ στὴν Πάρο. Ἐκεῖ βρίσκουμε τὸν Γέροντα Φιλόθεο, καὶ σὰν τὴν εἶδε τῆς εἶπε «τέκνον μου λυπήθηκες γιὰ τὸ παιδί σου»· λέγει ἡ σύζυγός μου, «ναὶ πάτερ. Τὰ ἄλλα μου παιδιὰ τὰ βλέπω, ἐνῶ αὐτὸ ποῦ θὰ τὸ ξαναδῶ;» τῆς ἀπαντᾶ ὁ Γέροντας «τὸ παιδί σου τὸ ἔχει κοντά της ἡ Παναγία». Ὅπως γινόταν αὐτὸς ὁ διάλογος (θὰ ἔκανε μυστικὴ προσευχὴ ὁ Γέροντας) καὶ ὢ τοῦ θαύματος! βλέπει ἡ σύζυγός μου ὅραμα καὶ ὅπως τῆς εἶπε ἔτσι καὶ ἔγινε, εἶδε τὴν κόρη μας Κυριακή, ποὺ εἶναι στοὺς οὐρανούς, καὶ τὴν κρατοῦσε ἡ Παναγία ἀπὸ τὸ χέρι. Ἔτσι πείστηκε καὶ γυρίσαμε στὸ σπίτι μας στὴν Νάξο δοξάζοντες τὸν Θεό, ποὺ ἀσφάλισε τὸ παιδί μας κοντά του...
Ἀφοῦ, λοιπόν, γνώρισα τὸν Γέροντα ἀπὸ μικρὸς καὶ ἦταν τόσο ἁπλὸς σὰν μικρὸ παιδί, εἶχα ὅλο τὸ θάρρος καὶ τὸν ρωτοῦσα καὶ μοῦ ἔδινε πάντοτε πρόθυμα σωστὲς ἀπαντήσεις, ὠφέλιμες καὶ ψυχοσωτήριες. Τὸν ἔβλεπες καὶ εἶχε μορφὴ ἁγίου, ποῦ σὲ τραβοῦσε σὰν μαγνήτης.
Μιὰ φορὰ στὸ χωριὸ Κάτω Ποταμιὰ τῆς Νάξου, ποὺ πῆγε νὰ κηρύξῃ τὸν θεῖο λόγο καὶ νὰ ἐξομολογήσῃ ψυχές, ἀνταμώσαμε μὲ τὸν Γέροντα Φιλόθεο. Ὅπως συζητούσαμε σ᾿ ἕνα δωμάτιο τοῦ σπιτιοῦ, μᾶς ἔλεγε θεῖα λόγια καὶ συμβουλές, στὴν κουζίνα ἡ θεία μου Καλλιόπη ἑτοίμαζε, σὰν τὴν Μάρθα, τὸ φαγητό· κάποια στιγμὴ μᾶς λέγει «ὁρίστε, περάσετε γιὰ φαγητό», καὶ ἀπαντᾶ ὁ π. Φιλόθεος «καὶ τώρα τρῶμε», ἐννοοῦσε τὴν πνευματικὴ τροφὴ ποὺ τρώγαμε. Ὅταν βράδυασε καὶ πρὶν φύγουμε τοῦ λέγω «πάτερ μήπως εἶναι εὔκολο νὰ ῾ρθῆτε καὶ στὸ χωριό μας νὰ μᾶς ὁμιλήσετε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἐξομολογηθοῦμε;» δὲν μοῦ ἀπάντησε τότε, μὲ ἄκουσε ὅμως προσεκτικά.
Ὅταν πέρασαν μερικὲς μέρες, ἀπὸ τότε ποὺ τὸν ἐκάλεσα νὰ ῾ρθῇ στὸ χωριό μας, ἦρθε μιὰ μέρα ξαφνικὰ καὶ μοῦ εἶπε «εἶδες Μᾶρκο ποῦ σοῦ ἔκανα ὑπακοή!».
Τὸν πῆρα στὸ σπίτι μου, τὸ εὐλόγησε καὶ μᾶς ἔδωσε πνευματικὴ χαρὰ μὲ τὴν παρουσία του. Κατόπιν πήγαμε στὸ καφενεῖο τοῦ χωριοῦ μας καὶ ἔκανε κήρυγμα περὶ μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως. Ἦταν ἔμπειρος πνευματικὸς πατέρας καὶ τραβοῦσε κοντὰ στὸν Χριστὸ ψυχὲς ἄγριες καὶ ἁμαρτωλές. Στὴν ὁμιλία του μᾶς εἶπε καὶ τὸ ἑξῆς παράδειγμα, ὅτι εἶχε πάει σὲ ἕνα χωριὸ νὰ ἐξομολογήσῃ τοὺς χριστιανούς, καὶ μαζὶ μὲ ἄλλους τοῦ ἔφεραν καὶ ἕνα γέροντα, ποὺ τὸν ἔλεγαν μπαρμπα-Γιάννη, ὁ ὁποῖος ὅμως δὲν ἤθελε νὰ ἐξομολογηθῇ. Τὸν ἔφεραν τὰ παιδιά του καὶ τὸν ἔβαλαν στὸ δωμάτιο ποὺ ἐξομολογοῦσε ὁ Γέροντας δίχως νὰ θέλη ὁ ἴδιος, τὸν κλείδωσαν τὰ παιδιά του μέσα καὶ ἔφυγαν. Τοῦ λέγει ὁ π. Φιλόθεος «τί θέλεις ἐδῶ; ἀπαντᾶ «τὰ παιδιά μου μὲ ἔφεραν ἐδῶ νὰ ἐξομολογηθῶ, ἀλλὰ ἐγὼ δὲν θέλω», ἐκεῖ χαμογέλασε ὁ Γέροντας, γιὰ νὰ μᾶς δώσῃ θάρρος στὴν ἐξομολόγησι. Τοῦ λέγει, «τώρα, μᾶς ἐκλείδωσαν ἐδῶ καὶ δὲν μποροῦμε νὰ φύγουμε οὔτε ἐγὼ οὔτε ἐσύ. Ἡ μόνη λύσις εἶναι νὰ ἐξομολογηθῇς γιὰ νὰ μᾶς ἀνοίξουν νὰ βγοῦμε ἔξω». Λέγει ὁ μπαρμπα-Γιάννης, «δὲν ξέρω νὰ ἐξομολογηθῶ». «Θὰ σὲ βοηθήσω ἐγώ», τὸν βεβαιώνει ὁ Γέροντας. Τέλος ἐξομολογήθηκε ὁ μπαρμπα-Γιάννης, εὐχαριστήθηκε δὲ τόσο πολύ, ποὺ ὅταν πήγαινε ὁ Γέροντας Φιλόθεος στὸ χωριό του γιὰ νὰ ἐξομολογήσῃ, πρῶτος πήγαινε ὁ μπαρμπα-Γιάννης.
* * *
Μιὰ φορὰ ποὺ ἦλθε στὸ χωριό μας ἦταν τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης. Ἦρθε πρωὶ στὴν ἐκκλησία καὶ στάθηκε στὸ ἀναλόγιο, τὸν παρεκάλεσα νὰ πῇ «τὸ Πιστεύω». Δὲν ἤθελε, στὸ τέλος δέχθηκε. Τὸ εἶπε μία, μία λέξι, ἀργὰ-ἀργά, καθαρὰ καὶ κατανυκτικά. Ὅταν ἔφθασε στὴν φράση «Σταυρωθέντα τε ὑπὲρ ἡμῶν», ἐκείνη τὴν στιγμὴ κατανύχθηκε καὶ ἔκλαιγε σὰν μικρὸ παιδί, σὰν νὰ σταυρωνόταν ἐκείνη τὴν στιγμὴ ὁ Κύριος. Ἔτσι τὸ ἔβλεπε μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς του. Εἰς τὸ κοινωνικὸ μᾶς ὡμίλησε γιὰ τὴν Ἁγία Αἰκατερίνη ἀρκετὴ ὥρα μὲ ζωντανὴ πίστι...
* * *
Ἀφοῦ ἦταν τόσο καλὸς πατέρας πνευματικός, τὸν καλούσαμε, ὅταν ἐρχόταν στὴν Νάξο, καὶ ἐρχόταν καὶ στὸ χωριό μας καὶ στὸ σπίτι μας εἶχε ἔλθει μερικὲς φορὲς γιὰ ἐξομολόγησι, καὶ ἔρχονταν ἀρκετοὶ νὰ βγάλουν τὰ βάρη ἀπὸ ἐπάνω τους.
Μιὰ μέρα λέγω σὲ μιὰ ψυχὴ ποὺ ἐξομολογήθηκε «πῶς σοῦ φαίνεται ὁ πνευματικὸς π. Φιλόθεος;», καὶ μοῦ ἀπάντησε ὡς ἑξῆς: «Εἶναι ὅπως οἱ Ἅγιοι ποὺ ἔχουμε στὶς εἰκόνες μας» καὶ δὲν ἔκανε λάθος...
Μέσα στὸ σπίτι μου ποὺ ἐξομολογοῦσε, λέγω μιὰ μέρα στὴν γυναίκα μου «ἀρώτησε τὸν π. Φιλόθεο, τί φαγητὸ θέλει νὰ τοῦ ἑτοιμάσης, ἐπειδὴ ἦταν νηστικὸς καὶ ἡ ὥρα περασμένη». Πῆγε καὶ τὸν ἐρώτησε, ἀλλὰ δὲν τῆς μίλησε. Τῆς λέγω, «τί σοῦ εἶπε;», «δὲν μοῦ μίλησε,» μοῦ ἀπάντησε. Πῆγε καὶ δεύτερη καὶ τρίτη φορὰ καὶ ἡ ἀπάντησι ποὺ τῆς ἔδωσε ἦταν «θέλω ψυχές». Προτιμοῦσε νὰ εἶναι νηστικός, τοῦ ἀρκοῦσε νὰ ἐξομολογῇ, ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ.
Μιὰ ἄλλη φορᾶ τοῦ λέγω «πάτερ Φιλόθεε, νὰ ἔρχεσθε κάθε χρόνο νὰ ἐξομολογούμαστε καὶ νὰ μᾶς κηρύττετε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ» καὶ μοῦ ἀπαντᾶ: «Ἐγὼ εἶμαι γέρων καὶ θὰ ἀποθάνω. Νὰ πηγαίνετε σὲ ἄλλους πνευματικοὺς νὰ ἐξομολογῆσθε. Στὴν ἄλλη ζωὴ θὰ εἴμαστε ὅλοι μαζί». Τοῦ λέγω «ἐγώ, πάτερ μου, εἶμαι ἁμαρτωλός, πῶς θὰ εἴμαστε μαζί, ποὺ ἐσεῖς εἶστε ἕνας ἅγιος ἄνθρωπος!». Καὶ μοῦ ἀπαντᾶ «τώρα Μᾶρκο δὲν μίλησες καλά. Ἐκεῖ ποὺ ψάλλεις στὴν ἐκκλησία δὲν λέγεις στὸ τέλος «Εἷς Ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός...». Ἐπειδὴ τὸν ἐπαίνεσα ἀμέσως ἐταπεινώθηκε...
Στὴν συνέχεια μοῦ εἶπε ὅτι στὴν Κεφαλονιὰ οἱ ἄνθρωποι εἶναι βλάσφημοι καὶ ἐπειδὴ βλασφημοῦν ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς καὶ δαιμονίζονται. Ἕνας ἄνθρωπος ἐβλασφήμησε καὶ δαιμονίστηκε. Ἐφώναξαν ἕνα Ἱερέα νὰ τοῦ διαβάσῃ ἐξορκισμοὺς γιὰ νὰ ἐλευθερωθῇ ἀπὸ τὸ δαιμόνιον. Ἦρθε ὁ Ἱερεύς, τὸν ἐδιάβασε ἀλλὰ τὸ δαιμόνιο δὲν ἔφευγε ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ φανέρωνε τὶς ἁμαρτίες του. Ἔκανες αὐτό, ἔκανες ἐκεῖνο, δὲν φεύγω. Καλοῦν δεύτερο ἱερέα. Συνέβη τὸ ἴδιο. Ἔφεραν καὶ τρίτον, ἀλλὰ ὁ κόσμος ποὺ παρακολουθοῦσε, εἶπαν στὸν τρίτο ἱερέα, ὅτι αὐτὸ καὶ αὐτὸ γίνεται. «Τὸ μόνον, ἂν θέλῃς νὰ ἀκούσῃς, νὰ πᾶς πρῶτα νὰ ἐξομολογηθῇς καὶ μετὰ νὰ ἔρθῃς νὰ διαβάσῃς τὸν ἄνθρωπο». Ἄκουσε ὁ καλὸς ἱερέας καὶ πῆγε πρῶτα νὰ ἐξομολογηθῇ καὶ μετὰ νὰ ἔρθῃ νὰ διαβάσῃ. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν βρῆκε ἐκεῖ κοντὰ πνευματικό, πῆγε σὲ ἕνα βουνὸ καὶ ἐφώναξε ἕνα βοσκόπουλο, ποὺ ἔβοσκε τὰ πρόβατα. «Τί θέλεις πάτερ;», ἐρωτᾷ ὁ νέος τὸν ἱερέα. «Θέλω νὰ ἐξομολογηθῶ», τοῦ λέει ὁ ἱερεύς. «Ναί, ἀλλὰ ἐγὼ δὲν εἶμαι παπᾶς», ἀπαντᾶ τὸ βοσκόπουλο. «Δὲν πειράζει», καὶ λέγει ὁ ἱερεὺς στὸ βοσκόπουλο τὶς ἁμαρτίες του καὶ φεύγει. Πρὶν νὰ φθάσῃ κοντὰ στὸν ἄρρωστο ἄνθρωπο, φωνάζει τὸ δαιμόνιο «τί τὸν φέρατε αὐτὸν ἐδῶ τὸν παπᾶ, αὐτὸς εἶναι ἅγιος ἄνθρωπος». Διαβάζει ὁ ἱερεὺς τοὺς ἐξορκισμοὺς τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καὶ γίνεται ἕνας μαῦρος καπνὸς καὶ φεύγει ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον. Λοιπόν, μοῦ εἶπε ὁ π. Φιλόθεος, «καὶ ἐσεῖς νὰ ἐξομολογεῖσθε πάντα καθαρὰ καὶ δὲν πειράζει πὼς δὲν θὰ ἔρχομαι ἐγὼ νὰ σᾶς ἐξομολογῶ. Καλύτερα εἶναι νὰ ἐξομολογηθῇ κάποιος καθαρά, καὶ νὰ κοινωνήσῃ, παρὰ νὰ πάῃ νὰ προσκυνήσῃ στοὺς Ἁγίους Τόπους».
Στὴν ἐξομολόγησι ὁ Γέροντας δὲν ἐμάλωνε τὸν μετανοοῦντα, ἀλλὰ μὲ πραότητα πάντοτε καὶ καλὸ τρόπο ἔφερνε τὸν ἁμαρτωλὸ σὲ μετάνοια καὶ συναίσθησι, Παραδείγματος χάριν, ἐὰν βλασφημοῦσε ἕνας τοῦ ἔλεγε «εὐχαριστήθηκες, παιδί μου, τώρα ποῦ ἐβλασφήμησες! καὶ τὸν ἔφερνε σὲ φιλότιμο καὶ μεταμέλεια.
Μοῦ εἶπε καὶ τὴν ἑξῆς ἱστορία γιὰ τὴν ἐξομολόγησι. Πῆρε ἕνας ἄνθρωπος τὸν ἐξάδελφό του στὸ Ἅγιον Ὄρος νὰ ἐξομολογηθῇ. Ἐπισκέφθηκαν ἕνα πνευματικὸ ἱερέα καὶ ἀφοῦ εἶπε τὶς ἁμαρτίες του, αὐτὸς ἦταν ληστής, τοῦ εἶπε ὁ πνευματικός «διὰ νὰ συγχωρηθοῦν οἱ ἁμαρτίες σας θὰ κάμνης χίλιες μετάνοιες κάθε ἡμέρα». Λέει ὁ ληστὴς στὸν πνευματικό «δὲν προφταίνω νὰ κάμνω τόσες μετάνοιες. Κάθε μέρα θὰ γυρίζω στὰ βουνὰ νὰ εἶμαι πάλι ληστής». Τὸ λέει στὸν ἐξάδελφό του καὶ τὸν πηγαίνει σὲ ἄλλον ἱερέα, ὁ ὁποῖος τοῦ ἔδωσε τὸν ἴδιο κανόνα. Μὲ τὸ ζόρι τὸν κατάφερε νὰ πᾶνε σὲ τρίτο ἐξομολόγο, τὸν ὁποῖον ἐνημέρωσε ὁ ἐξάδελφός του σχετικὰ μὲ τὸ τί συνέβη μὲ τοὺς προηγούμενους ἱερεῖς, καὶ τὸν παρεκάλεσε νὰ τὸν προσέξῃ, διότι θὰ φύγῃ πάλι στὰ βουνά. Φέρτον ἐδῶ καὶ μὴ σὲ μέλλει. Πηγαίνει ὁ ληστὴς στὸν τρίτο ἱερέα, λέγει τὰ ἁμαρτήματά του, καὶ τοῦ λέγει ὁ πνευματικὸς«ἔλα παιδί μου νὰ σοῦ διαβάσω τὴν συγχωρητικὴ εὐχὴ νὰ κοινωνήσῃς». Ξαφνιάστηκε ὁ ληστὴς καὶ τοῦ λέγει «νὰ μὴν κάνω καθόλου μετάνοιες;» Ἀπαντᾶ ὁ ἱερεύς, «ὄχι». Λέγει ὁ ληστής, «πόσες μετάνοιες νὰ κάμνω τὴν ἡμέρα;». «Κᾶνε δέκα μετάνοιες» τοῦ ἀπαντᾶ ὁ πνευματικός. «Ὄχι, παπᾶ μου», λέγει ὁ ληστὴς «δέκα εἶναι λίγες, ἀπὸ χίλιες ποὺ μοῦ εἶπαν οἱ ἄλλοι νὰ κάνω δέκα;» καὶ ἐκανόνισε μόνος του ὁ ληστὴς πόσες νὰ κάμνῃ. Ἤθελε δηλαδὴ ὁ Γέροντας νὰ μᾶς πῇ, ὅτι ὁ πνευματικὸς ὀφείλει νὰ εἶναι διακριτικὸς καὶ συγκαταβατικός, γιὰ νὰ φέρνῃ τοὺς ἀνθρώπους κοντὰ στὸν Θεό.
* * *
Ὅταν πήγαινα στὴν Πάρο στὴν Λογγοβάρδα, γιὰ ἐξομολόγησι, ἔβλεπα μέσα στὸ κελλὶ τοῦ Γέροντα ἕνα μεγάλο Σταυρὸ μὲ τὸν Ἐσταυρωμένο Κύριό μας νὰ δεσπόζῃ. Εἶχε ἀκλόνητη πίστη, ταπείνωση, ἀγάπη καὶ μὲ τὶς θερμὲς προσευχὲς καὶ σοφὲς συμβουλὲς βοήθησε πολλοὺς ἀνθρώπους.
Πάντοτε, ἰδιαίτερα ὅμως πρὸς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του, ἔλεγε πρὸς ὅλους τὸ «Ἀγαπᾶτε ἀλλήλους». Τὴν ἀγάπη ὁ πατὴρ Φιλόθεος ὄχι μόνον τὴν ἐδίδασκε ἀλλὰ καὶ ἐφήρμοζε στὴ ζωή του. Ὅλους μᾶς ἀγαποῦσε εἰλικρινά, γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος τὸν ἐκάλεσε κοντά του τὴν ἡμέρα ποὺ γιορτάζει ἢ Ἐκκλησία μας τὸν Εὐαγγελιστὴν Ἰωάννην τὸν Θεολόγον, τὸν μαθητὴ τῆς ἀγάπης, 8 Μαΐου τοῦ 1980.
Ἦταν πολὺ ἐνάρετος ὁ π. Φιλόθεος. Φυσιογνωμία ἐκκλησιαστικὴ τῆς ἐποχῆς. Ἀλλ᾿ ὁ Θεὸς δοκιμάζει τοὺς ἐκλεκτοὺς δούλους Του καὶ στέλνει δοκιμασίες καὶ πειρασμούς. Εἶχε, λοιπόν, καὶ ὁ π. Φιλόθεος καὶ ἀσθένειες καὶ πειρασμούς, διὰ τῆς ὑπομονῆς, ὅμως, τῆς καρτερίας καὶ θερμῆς προσευχῆς πρὸς τὸν Θεὸν ἔβγαινε νικητής. Ἑτοιμαζόταν πάντοτε γιὰ τὴν ἀναχώρησί του, καὶ δὲν τὸν φόβιζε ὁ θάνατος. Εἶχε πάντα τὴν ταπείνωσι ἐμπρός του.
Ὅσο ἔβλεπε τὸν κόσμο νὰ προχωρῇ σὲ ἀποστασία καὶ πολλαπλασιασμὸ ἡ ἁμαρτία, τόσο ἤθελε νὰ φύγῃ ἀπὸ αὐτὸν τὸν μάταιο καὶ φθαρτὸ κόσμο, γιὰ νὰ ζῇ μὲ τὸν Χριστὸ ποὺ τόσο πολὺ ἀγαποῦσε στὴν ζωή του.
Μᾶς ἔλεγε συχνὰ ὅτι παρακαλεῖ τὸν Θεὸν νὰ τὸν πάρη, ἀλλ᾿ ἐπειδὴ εἶναι ἁμαρτωλὸς δὲν τὸν ἀκούει. Μιὰ γυναίκα, μᾶς ἔλεγε ὁ Γέροντας, τοῦ ἔγραψε᾿ τώρα πιὰ εἶσαι γέρων στὴν ἡλικία καὶ εἶναι ὥρα σου νὰ πεθάνης. Δὲν στεναχωρέθηκε, ἀλλὰ μὲ χαμόγελο ἱλαρό μας εἶπε᾿ νὰ καὶ μιὰ γυναίκα ποῦ βρέθηκε νὰ μὲ ἀγαπᾶ καὶ θέλει νὰ πεθάνω.
Μιὰ φορὰ ποὺ ἦρθε στὸ Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου στὴν Νάξο νὰ λειτουργήσῃ, ἐπῆγα καὶ ἐγὼ ἀπὸ τὸ βράδυ, καὶ τοῦ εἶπα «ἦρθα μόνος μου, πάτερ Φιλόθεε, ἐδῶ τὴν νύκτα» καὶ μοῦ λέγει «δὲν ἦρθες Μᾶρκε μόνος σου, ἀλλὰ μαζὶ μὲ τὸν ἄγγελό σου».
Πρὶν ἀποβιώσει δύο ἡμέρες ἐπῆγα στὰ Θαψανὰ τῆς Πάρου νὰ τὸν δῶ καὶ νὰ πάρω τὴν εὐχή του, διότι ἦταν ἄρρωστος. Τὸν εἶδα, μὲ ἐγνώρισε καὶ εἶχε σώας τὰς φρένας ἕως τέλους. Τοῦ εἶπα, «πάτερ ἔμαθα ὅτι εἶσαι ἄρρωστος καὶ ἦρθα», καὶ ὅπως ἦταν πάντα καταδεκτικὸς καὶ εὐγενέστατος· μοῦ εἶπε «εὐχαριστῶ πολύ».
Ἡ ἡμέρα τῆς κηδείας του δὲν περιγράφεται. Μὲ ἀξίωσε ὁ Καλὸς Θεὸς καὶ βρέθηκα στὴν Ἑκατονταπυλιανὴ τῆς Πάρου ὅπου ἐτέθη εἰς λαϊκὸ προσκύνημα καὶ ἔγινε ἡ νεκρώσιμος ἀκολουθία. Παρευρέθηκαν ἀρχιερεῖς, ἡγούμενοι, μοναχοί, μοναχές, ἄνδρες, γυναῖκες, παιδιά. Ἡ ἐκκλησία τῆς Ἑκατονταπυλιανῆς ἦταν κατάμεστη ἀπὸ κόσμο ἀπὸ τὴν Πάρο, νησιὰ τῶν Κυκλάδων, τὴν Ἀθήνα, τὸν Πειραιᾶ καὶ ἄλλα μέρη τῆς Ἑλλάδος...
Ἦτο ἤρεμος, γαλήνιος, ἥσυχος, καὶ ἕτοιμος ἀνῆλθεν εἷς τους οὐρανούς. Ἔγιναν ἐπικήδειοι λόγοι καὶ εἶπαν πολλά, ἀλλ᾿ ὅσα ἐγκώμια καὶ ἂν ποῦν, σὲ τέτοια πρόσωπα τοῦ Θεοῦ, εἶναι λίγα...
Ἀπὸ τὴν Ἑκατονταπυλιανὴ μεταφέρθηκε τὸ Ἱερὸν σκήνωμα τοῦ Γέροντος τὸ ἑσπέρας τῆς 9ης Μαΐου 1980 στὴν Γυναικεία Ἱερὰ Μονὴ τῶν Θαψανῶν ὅπου καὶ ἔγινε ὁ ἐνταφιασμὸς τοῦ ὁσίου Γέροντος Φιλόθεου.
Τὴν ἡμέρα τῆς κηδείας τοῦ Γέροντος ἐλέχθησαν πολλὰ διὰ τὰς πολλὰς ἀρετὰς ποὺ εἶχε. Ὁ μοναχὸς τῆς Λογγοβάρδας π. Ἀντώνιος μᾶς διηγήθηκε τὸ ἑξῆς: Ἦταν παραμονὴ μίας μεγάλης ἑορτῆς καὶ ἡ κατὰ σάρκα ἀδελφὴ τοῦ Γέροντος, μοναχὴ στὸ Μοναστήρι τοῦ Ὁσίου Φιλόθεου τῆς Πάρου, ἔστειλε ἕνα κουτὶ γλυκὰ γιὰ νὰ κεραστοῦν οἱ πατέρες. Ὁ π. Ἀντώνιος τὰ πῆρε καὶ πῆγε νὰ ρωτήσῃ τὸν Γέροντα, ποῦ νὰ τὰ βάλῃ. Ὁ Γέροντας ἐκείνη τὴν ὥρα ἦταν στὸ δωμάτιό του. Κτυπῶ, λέγει, τὴν πόρτα καὶ βρίσκομαι κατάπληκτος μπρὸς σὲ ἕνα πρωτοφανὲς καὶ θαυμαστὸ γεγονός: «εἶδα τὸν Γέροντα νὰ ἔχη μεταμορφωθῆ. Ἔλαμψε τὸ πρόσωπό του σὰν τὸν ἥλιο, καὶ σὲ αὐτὴν τὴν κατάστασι ποὺ τὸν εἶδα καὶ τὸν ρώτησα γιὰ τὰ γλυκά, δὲν ἤθελε νὰ τὸν δῶ, ὅπως τὸν εἶδα, ἀπὸ ταπείνωσι, μοῦ λέγει ῾τί ὥρα εἶναι τώρα, ἐσήμανε ἑσπερινός!᾿ καὶ ἔφυγα. Δὲν τὸ ἔχω πῆ ἀκόμη αὐτὸ ποὺ εἶδα, τὸ λέγω τώρα ποὺ ἐκοιμήθηκε. Ὑπάρχουν πολλὰ γιὰ τὸν Γέροντα, μερικὰ ἔχουν γραφτεῖ σὲ βιβλία καὶ ἄλλα ὄχι. Τὰ ἄγραφα καλὰ ποὺ ἔχει κάνει ὁ Γέροντας τὰ γνωρίζει μόνον ὁ καρδιογνώστης Κύριος, ποὺ θὰ ἀποδώση στὸν κάθε ἕνα κατὰ τὰ ἔργα του στὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως...
Τελειώνοντας, δοξάζω καὶ εὐχαριστῶ τὸν Θεὸ ποὺ μὲ ἐφώτισε καὶ ἀξίωσε καὶ ἐμένα τὸν ἁμαρτωλὸ καὶ ἐλάχιστο νὰ γνωρίσω τὸν Γέροντα καὶ νὰ σημειώσω λίγα λόγια γιὰ τὸν ἅγιον πνευματικόν μου πατέρα Φιλόθεον Ζερβᾶκον. Ἡ εὐχή του νὰ εἶναι μαζί μας πάντοτε.
Μὲ βαθὺ σεβασμό,
Μᾶρκος Σκουλᾶτος
30-09-1998 Τρίποδες Νάξου