ΜΑΚΑΡΙΣΜΟΙΜακάριος ὅστις νικᾷ αὐτὸς τὸν ἑαυτόν του, Μακάριος ὁ ἄνθρωπος ὁποῦ ὑποδουλώσει, Μακάριος ὁ ἄνθρωπος ὁποῦ καὶ τὸν ἐχθρόν του, Μακάριος δὲ ὅποιος ὑπακοὴν μανθάνει, Μακάριος ὁ ἄνθρωπος ὁποῦ ἐκ τῶν δαιμόνων, Μακάριος ὁ ἄνθρωπος, ὁποῦ τοὺς πειρασμούς του, Μακάριος ὁ ἄνθρωπος, ὅποιος τὴν πτωχείαν, Μακάριος ὁποῦ περνᾷ, μὲ πτώχεια καὶ εἰρήνην, Μακάριος ὁποῦ μισεῖ τόσον τὴν ἁμαρτίαν, Μακάριος ὁπ᾿ ἔμαθε τὴν ἀρετὴν παιδιόθεν, Μακάριος δὲ ὅποιος καὶ εἰς τὰ γηρατειά του, Μακάριος ὁποῦ περνᾷ στὰ ἔργα Φαρισαῖον, Μακάριοι οἱ ἄνθρωποι, ὡς ἄνθρωποι ἂν ζοῦμεν, Μακάριοι Χριστιανοί, ἀνίσως τοῦ Χριστοῦ μας, Μακάριοι οἱ εὐσεβεῖς, ἂν εὐσεβῶς φρονοῦμεν, Μακάριοι οἱ ἱερεῖς, ὡς ἱερεῖς ἂν ζοῦσι, Μακάριοι οἱ ἡγούμενοι, ὡς ἡγούμενοι ἂν ζοῦσι, Μακάριοι οἱ μοναχοί, ὡς μοναχοὶ ἂν ζοῦσι, ΤΑΛΑΝΙΣΜΟΙἈλλοίμονον ὁ ἀνθρωπος, ὁποῦ τὴν λειτουργίαν, Ἀλλοίμονον στὸν ἄνθρωπο, ὁποῦ τὴν λειτουργίαν, Ἀλλοίμονον εἰς ὅποιον γιὰ πράγματα ἀχρεῖα, Ἀλλοίμονον εἰς ὅποιον τὴν θείαν Κοινωνίαν, Ἀλλοίμονον στὸν ἄνθρωπον, ὁποῦ στὴν Ἐκκλησίαν, Ἀλλοίμονον εἰς ὅποιον τὴν ἐξαγόρευσίν του, Ἀλλοίμονον εἰς ὅποιον πάλιν εἰς τὰ κακά του, Ἀλλοίμονον εἰς ὅποιον, καλὸν μπορεῖ νὰ κάνῃ, Ἀλλοίμονον στὸν ἄνθρωπο, ὁποῦ τὰ ὑστερνά του, Ἀλλοίμονον στὸν ἄνθρωπον, ὅπου τὸν θάνατόν του, Ἀλλοίμονον στὸν ἄνθρωπο, ὁποῦ τὸν ἐμαλώνει, Ἀλλοίμονον στὸν ἄνθρωπον ὁποῦ τὸν δέρνει ἄλλος, Ἀλλοίμονον εἰς ὅποιον, δὲν βλέπει τοῦ ματιοῦ του, Ἀλλοίμονον εἰς ὅποιον τὸ σφάλμα ξεσκεπάζει, Ἀλλοίμονον εἰς ὅποιον ζῆ μὲ ὀκνηρίαν, Ἀλλοίμονον στὸν ἄνθρωπον ὁποῦ εἰς τὴν ζωήν του, Ἀλλοίμονον στὸν ἄνθρωπον ὁποῦ τὴν ἀρχοντιά του, Ἀλλοίμονον στὸν ἄνθρωπο ὁποῦ νὰ σκανδαλίσῃ, Ἀλλοίμονον στὸν ἄνθρωπο ὁποῦ κακοποιήσει, Ἀλλοίμονον εἰς ὅποιον θυμᾶται τὴν κακίαν, Ἀλλοίμονον ὅστις λυπεῖ πατέρα ἢ μητέρα, Ἀλλοίμονον εἰς ὅποιον πατέρα τὰ παιδιά του, Ἀλλοίμονον ὅπου πονεῖ πλειότερο τὸ ῥαβδί του, Ἀλλοίμονον εἰς ὅποιον παράδειγμ᾿ ἁμαρτίας, Ἀλλοίμονον στὸν ἄνθρωπον ὁποῦ παρακινήσει, Ἀλλοίμονον εἰς ὅποιον καλὸν δὲν συλλογᾶται, Ἀλλοίμονον στὸν ἄνθρωπον ὁποῦ τὴν εὐμορφίαν, Ἀλλοίμονον ὁποῦ μπορεῖ γράμματα καὶ σοφίαν, Ἀλλοίμονον στὸν ἄνθρωπον ὁποῦ τὴν ἁμαρτίαν, Ἀλλοίμονον στὸν ἄνθρωπον ὁποῦ τὴν κολακείαν, Ἀλλοίμονον εἰς ὅποιον κατηγορεῖ, ὑβρίζει, Ἀλλοίμονον στὸν ἄνθρωπον ὁποῦ τὴν βλασφημίαν, Ἀλλοίμονον εἰς ὅποιον νὰ ψευδομαρτυρήσῃ, Ἀλλοίμονον στὸν ἄνθρωπον ὁποῦ εἰς τὸν ἐχθρόν του, Ἀλλοίμονον στὸν ἄνθρωπον ὁποῦ δὲν παραιτήσει, Ἀλλοίμονον στὸν ἄνθρωπον ὁποῦ εἰς ταῖς μαγείαις, Ἀλλοίμονον στὸν ἄνθρωπον ὁποῦ φωλεύει φθόνος, Ἀλλοίμονον εἰς ὅποιον θυμώνεται εὐκόλως, Ἀλλοίμονον εἰς ὅποιον ἔχει μνησικακίαν, Ἀλλοίμονον εἰς ὅποιον πορνεύει καὶ μοιχεύει, Ἀλλοίμονον εἰς ὅποιον χάσει τὴν παρθενίαν, Ἀλλοίμονον, ἀλλοίμονον εἰς τὸν ἀρσενοκοίτην, Ἀλλοίμονον χριστιανέ, ἐὰν τὴν Παναγίαν, Ἀλλοίμονον εἰς ὅποιον σπουδάζει νὰ πλουτίσῃ, |