Α) Εἶπε ὁ Ἀββᾶς Ἀντώνιος: Ὅπως τὰ ψάρια, ὅταν μένουν ἕνα χρονικὸ διάστημα στὴν στεριὰ πεθαίνουν, ἔτσι καὶ οἱ μοναχοὶ οἱ ὁποῖοι καθυστεροῦν νὰ πᾶνε στὸ κελί τους ἢ κάνουν παρέα μὲ κοσμικοὺς χάνουν τὴν ἡσυχαστικὴ τάση. Ὅπως ἀκριβῶς τὸ ψάρι πρέπει νὰ εἶναι στὴν θάλασσα, ἔτσι καὶ ἐμεῖς πρέπει νὰ εἴμεθα στὸ κελί μας· μήπως καθυστερώντας ἔξω, ξεχνοῦμε τὴν ἐσωτερική μας φυλακή.
Εἶπε πάλι: Αὐτὸς ὁ ὁποῖος κάθεται στὴν ἔρημο καὶ ἡσυχάζει, τριῶν πολέμων ἀπαλλάσσεται, τῆς ἀκοῆς, τῆς λαλιᾶς καὶ τοῦ βλέπειν· μόνον δὲ ἔχει, αὐτὸ τῆς ἀκηδίας.
Β) Ὁ Ἀββᾶς Ἀρσένιος ὅταν ζοῦσε ἀκόμα μέσα στὸ παλάτι, προσευχόταν στὸν Θεὸ λέγοντας: Κύριε, ὁδήγησέ με πῶς νὰ σωθῶ. Καὶ τότε μία φωνὴ τοῦ εἶπε: Ἀρσένιε, φύγε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ θὰ σωθῇς.
Ὅταν δὲ ἀναχώρησε γιὰ νὰ ἀκολουθήσῃ τὸν μοναχικὸ βίο, προσευχήθηκε πάλι τὸ ἴδιο. Καὶ τότε μία φωνὴ πάλι, τοῦ εἶπε: Φεῦγε, σιώπα, ἡσύχαζε. Αὐτὲς εἶναι οἱ ρίζες τῆς ἀναμαρτησίας.
Γ) Εἶπε ὁ Ἀββᾶς Μᾶρκος στὸν Ἀββᾶ Ἀρσένιο: Γιατί φεύγεις ἀπὸ ἐμᾶς; Καὶ αὐτὸς τοῦ ἀπάντησε: Ὁ Θεὸς γνωρίζει ὅτι σᾶς ἀγαπῶ, ἀλλὰ δὲν μπορῶ νὰ εἶμαι καὶ μαζὶ μὲ τὸν Θεό, καὶ μαζὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Οἱ Ἄγγελοι ἂν καὶ χιλιάδες καὶ μυριάδες, ἕνα θέλημα ἔχουν· οἱ δὲ ἄνθρωποι πολλά. Δὲν μπορῶ νὰ ἀφήσω τὸν Θεὸ γιὰ νὰ εἶμαι μαζὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους.
Δ) Εἶπε ὁ Ἀββᾶς Διάδοχος: Ὅπως ἀκριβῶς οἱ πόρτες τῶν λουτρῶν, ὅταν εἶναι συνέχεια ἀνοιχτές, ἀφήνουν τὴν ζέστη καὶ βγαίνει πρὸς τὰ ἔξω, ἔτσι καὶ ἡ ψυχή, ὅταν θέλει πολὺ νὰ συνομιλεῖ, ἀκόμα καὶ ἂν ὅλα ποὺ λέει εἶναι σωστά, ἀφήνει τὴν ζέση της νὰ φεύγῃ. Ἡ εὔκαιρος σιωπὴ εἶναι πολὺ ἐπωφελής, δὲν ὑπάρχει τίποτα ἀνώτερο ἀπὸ αὐτήν, εἶναι ἡ μητέρα πάντων τῶν σοφῶν ἐννοιῶν.
Ε) Εἶπε ὁ Ἀββᾶς Νεῖλος: Ἄτρωτος μένει ἀπὸ τὰ βέλη τοῦ ἐχθροῦ αὐτὸς ποὺ ἀγαπάει τὴν ἡσυχία· ὅταν ἀναμιγνύεται μὲ τὰ πλήθη, πληγώνεται συνεχῶς ἀπὸ τὰ βέλη.
ΣΤ) Διηγήθηκε κάποιος, ὅτι τρεῖς φιλόπονοι φίλοι ἔγιναν μοναχοί. Καὶ ὁ μὲν ἕνας, ἀποφάσισε νὰ πηγαίνει στὰ ἀντιμαχόμενα μέρη καὶ λαοὺς καὶ νὰ προσπαθῇ νὰ φέρνῃ τὴν εἰρήνη ἀνάμεσά τους, κατὰ τό: Μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί· ὁ δὲ δεύτερος ἀποφάσισε νὰ πηγαίνει στοὺς ἀσθενεῖς καὶ νὰ τοὺς παρηγορῇ· καὶ ὁ τρίτος πῆγε στὴν ἔρημο νὰ ἡσυχάσῃ. Ὁ πρῶτος λοιπόν, ἀφοῦ κοπίασε πηγαίνοντας σὲ πολέμους καὶ μάχες καὶ βλέποντας ὅτι δὲν τὰ κατάφερνε πάντα ἀκηδίασε. Τότε πῆγε πρὸς αὐτὸν ποὺ ὑπηρετοῦσε τοὺς ἀσθενεῖς καὶ τὸν βρῆκε καὶ αὐτὸν νὰ ὀλιγωρῇ. Συμφώνησαν τότε καὶ οἱ δύο καὶ πῆγαν πρὸς τὸν τρίτο φίλο τὸν ἐρημίτη καὶ ἀφοῦ διηγηθήκανε σὲ αὐτὸν τὴν θλίψη τους, τὸν παρεκάλεσαν νὰ τοὺς πῇ τί κατόρθωσε αὐτὸς βρισκόμενος στὴν ἔρημο. Καὶ τότε αὐτός, ἀφοῦ σιώπησε γιὰ λίγο, ἔβαλε νερὸ σὲ ἕνα πιθάρι καὶ τοὺς εἶπε: Κοιτάξτε τὸ νερό. Ἐπειδὴ ὅμως τὸ νερὸ ἦταν ταραγμένο, δὲν εἶδαν κάτι. Μετὰ ἀπὸ λίγο τους ξαναλέει: Κοιτάξτε τὸ νερό. Καὶ τότε αὐτοί, καθὼς τὸ νερὸ εἶχε ἠρεμήσει, εἶδαν νὰ καθρεπτίζονται τὰ πρόσωπά τους. Καὶ τοὺς λέει: Ἔτσι εἶναι καὶ αὐτὸς ποὺ βρίσκεται μέσα στοὺς ἀνθρώπους· ἀπὸ τὴν ταραχὴ τοῦ κόσμου δὲν βλέπει τὶς ἁμαρτίες του, ὅταν δὲ ἡσυχάσει καὶ μάλιστα στὴν ἔρημο, βλέπει τὰ ἐλαττώματά του.
Ζ) Εἶπε κάποιος ἀπὸ τοὺς Ἁγίους: Εἶναι ἀδύνατον στὸν ἄνθρωπο, ἐφόσον ἔχει τὴν γλυκύτητα τῶν ἀνθρώπων, νὰ ἔχει καὶ τὴν γλυκύτητα τοῦ Θεοῦ. Πάλι δέ, ἂν γευθῇ τὴν γλυκύτητα τοῦ Θεοῦ, μισεῖ τὸν κόσμον, καθὼς ἔχει γραφτεῖ ὅτι: οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν. Καὶ ἐμεῖς λοιπόν, ἐφόσον θέλουμε τὴν τῶν ἀνθρώπων σχέση καὶ τὴν ἀνάπαυση τοῦ σώματος, δὲν δυνάμεθα νὰ ἀπολαύσουμε τὴν γλυκύτητα τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ δὲ λέω, ὅτι, ἂν κάποιος δὲν καθήσῃ στὸ κελί του καὶ μὲ σιωπὴ ἀσκήσῃ τὴν εὐχὴ καὶ τὸ ἐργόχειρό του τὸ κάνει προσέχοντας τὴν ψυχή του, δὲν δύναται νὰ σωθῇ.
Η) Εἶπε ἡ Ἁγία Συγκλητική: Πολλοὶ ποὺ μονάζουν στὰ βουνά, πράττοντας σὰν τοὺς κοσμικούς, δὲν σώζονται. Δύναται κάποιος νὰ εἶναι μέσα σὲ πολλοὺς καὶ νὰ μονάζει, καὶ ἄλλος νὰ εἶναι μόνος του καὶ νὰ φέρεται σὰν νὰ εἶναι ἀνάμεσά σε πολλούς.
Θ) Κάποιος ἀδελφὸς ρώτησε ἕναν γέροντα, λέγοντάς του: Τί εἶναι ἡσυχία, καὶ ποιὰ εἶναι ἡ ὠφέλειά της; Ὁ γέροντας τοῦ ἀπάντησε: Ἡσυχία εἶναι νὰ κάθεσαι στὸ κελί σου μετὰ γνώσεως καὶ φόβου Θεοῦ, ἀπερχόμενος κάθε κακία καὶ ὑψηλοφροσύνη. Αὐτοῦ του εἴδους ἡ ἡσυχία γεννάει ὅλες τὶς ἀρετές, καὶ φυλάει τὸν μοναχὸ ἀπὸ τὰ πεπυρωμένα βέλη τοῦ πονηροῦ, μὴ ἀφήνοντας αὐτὸν νὰ πληγωθεῖ ἀπὸ αὐτά. Ὦ ἡσυχία, προκοπὴ μοναζόντων· ὦ ἡσυχία, κλίμακα οὐράνιος, ὁδὸς βασιλείας οὐρανῶν, μητέρα τῆς κατάνυξης, πρόξενος τῆς μετανοίας, καθρέπτης ὅπου βλέπουμε τὶς ἁμαρτίες μας, ἐσὺ ποὺ δείχνεις στὸν ἄνθρωπο τὰ πλημμελήματά του, ποὺ δὲν ἐμποδίζεις τὰ δάκρυα καὶ τοὺς στεναγμούς, ποὺ λαμπρύνεις τὴν ψυχὴ καὶ φέρνεις σὲ εἰρηνικὴ κατάσταση τὸν ἄνθρωπο. Ὦ ἡσυχία, σὺ ποὺ γεννᾶς τὴν πραότητα, μένεις μαζὶ μὲ τὴν ταπείνωση, συνομιλεῖς μὲ τοὺς Ἀγγέλους, φωτίζεις τὴν διάνοια, καὶ εἶσαι παντρεμένη μὲ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ. Ὦ ἡσυχία, εἶσαι κατάσκοπος λογισμῶν καὶ λύχνος τῆς διακρίσεως, γεννᾶς ὅλα τὰ ἀγαθὰ καὶ ἑδραιώνεις τὴν νηστεία, ἀντίθετα δὲ ἐμποδίζεις τὴν γαστριμαργία καὶ βάζεις χαλινάρι στὴν γλώσσα. Ὦ ἡσυχία, σχολὴ προσευχῆς καὶ ἀναγνώσεως, γαλήνη λογισμῶν καὶ εὔδιο λιμάνι. Ὦ ἡσυχία, νεωτέρων ὅπλο, ποὺ δὲν ἀλλάζουν τὸ φρόνημά τους καὶ θέλουν νὰ κάθονται στὰ κελιά τους καὶ νὰ σὲ διαφυλάττουν ἀτάραχα. Ὢ ἡσυχία, ἀμεριμνία ψυχῆς, ζυγὸς χρηστὸς καὶ φορτίο ἐλαφρύ, ποὺ ἀναπαύεις καὶ βαστάζεις τὸν βαστάζοντά σε. Ὦ ἡσυχία, εὐφροσύνη ψυχῆς καὶ καρδίας, μὲ ἀποτέλεσμα αὐτὴ νὰ μεριμνᾶ μόνον γιὰ τὸν ἑαυτό της, νὰ μιλᾶ στὸν Χριστὸ καὶ διηνεκῶς νὰ ἔχει μπροστὰ στὰ μάτια της τὸν θάνατο. Ὦ ἡσυχία, ὀφθαλμῶν καὶ ἀκοῆς καὶ γλώσσας χαλινάρι. Ὦ ἡσυχία, ὅπου κάθε μέρα καὶ νύχτα περιμένεις τὸν Χριστὸν καὶ διατηρεῖς τὴν λαμπάδα ἄσβεστη καὶ συνεχῶς ψάλλεις: ἑτοίμη ἡ καρδία μου ὁ Θεός, ἑτοίμη ἡ καρδία μου. Ὦ ἡσυχία, μητέρα τῆς εὐλαβείας, δεσμωτήριο παθῶν, χωρίον Χριστοῦ, ποὺ καρποφορεῖς ἀγαθοὺς καρπούς. Ναὶ ἀδελφέ, αὐτὴν νὰ ἀποκτήσῃς, μνημονεύοντας τὴν ὥρα τοῦ θανάτου σου, γιατί δὲν γνωρίζεις ποία ὥρα ἔρχεται ὁ κλέπτης. Λοιπόν, ἐντρύφησε στὴν ψυχή σου.
Ι) Εἶπε ὁ Ἀββᾶς Ἠλίας: Ἐγὼ τρία πράγματα φοβᾶμαι· ὅταν πρόκειται ἡ ψυχή μου νὰ βγῇ ἀπὸ τὸ σῶμα· ὅταν πρόκειται νὰ συναντήσῃ τὸν Θεό· καὶ ὅταν πρόκειται νὰ βγῇ ἡ ἀπόφασή Του.
ΙΑ) Διηγήθηκε ἕνας γέροντας, ὅτι κάποιος ἀδελφός, θέλοντας νὰ ἀναχωρήσῃ, ἐμποδιζόταν ἀπὸ τὴν μητέρα του. Αὐτὸς δὲν παραιτοῦνταν ἀπὸ τὸν σκοπὸ τοὺς λέγοντας ὅτι θέλει νὰ σώσῃ τὴν ψυχή του. Μετὰ ἀπὸ τὰ πολλά, ἡ μητέρα του δὲν μποροῦσε ἄλλο νὰ τὸν ἐμποδίζῃ καὶ ὑποχώρησε. Αὐτὸς δὲ ἀφοῦ μόνασε, κατανάλωσε ὅλη του τὴν ζωὴ στὴν ἀμέλεια. Ἔγινε δὲ νὰ πεθάνει ἡ μητέρα του, καὶ μετὰ ἀπὸ ἕναν χρόνο αὐτὸς νὰ ἀσθενήσῃ βαριά. Τότε βρέθηκε σὲ ἔκσταση καὶ τοῦ φάνηκε ὅτι πῆγε νὰ κριθῇ καὶ βρίσκει καὶ τὴν μητέρα του μεταξὺ τῶν κρινόμενων. Τότε ἐκείνη τοῦ λέει ἔκπληκτη: Τί εἶναι αὐτὸ παιδί μου, καὶ σὺ ἦλθες γιὰ νὰ κριθῇς; Καὶ ποῦ εἶναι τὰ λόγια σου ποὺ ἔλεγες ὅτι θὲς νὰ σώσῃς τὴν ψυχή σου; Ἐκεῖνος τότε καταντράπηκε μὴ ἔχοντας νὰ τῆς ἀπαντήσῃ. Κατ᾿ οἰκονομία ὅμως τοῦ φιλάνθρωπου Θεοῦ, ἀφοῦ εἶδε αὐτά, ἔγινε καλά· καὶ σκεφτόμενος ὅτι ἀπὸ Θεοῦ ἦταν ὅτι εἶδε, κλείστηκε στὸν ἑαυτό του καὶ τὸ ὑπόλοιπό του βίου τοῦ τὸ πέρασε μὲ μετάνοια καὶ κλαίοντας γιὰ ὅτι ἔπραξε πρίν. Τόση ἦταν αὐτοῦ ἡ κατάνυξη, ὥστε πολλοὶ παρακαλοῦσαν νὰ τὸν δοῦν, φοβούμενοι μήπως πάθει τίποτε ἀπὸ τὸ πολὺ κλάμα. Αὐτὸς δὲν ἤθελε νὰ παρηγορηθεῖ λέγοντας: Δὲν ἄντεξα στὴν κοροϊδία τῆς μάνας μου, πῶς λοιπὸν θὰ ἀντέξω τὴν ντροπὴ πρὸς τὸν Χριστὸν καὶ τοὺς Ἀγγέλους τὴν μέρα τῆς κρίσης;
ΙΒ) Ἔλεγε κάποιος ἀπὸ τοὺς γέροντες, ὅτι ἡ ἀρχὴ τῆς καταστροφῆς τοῦ μοναχοῦ εἶναι ὁ γέλωτας καὶ ἡ παρρησία. Ὅταν δεῖς αὐτά σε σένα μοναχέ, γνώριζε ὅτι ἔχεις πέσει σὲ βάθη κακῶν, καὶ νὰ μὴ παύσῃς νὰ δέεσαι στὸν Θεὸ νὰ σὲ γλιτώσῃ ἀπὸ τέτοιο θάνατο. Ὁ γέλωτας καὶ ἡ παρρησία φέρνουν πάθη αἰσχρὰ στὸν μοναχό, ὄχι μόνο στὸν νεώτερο ἀλλὰ καὶ σὲ ἡλικιωμένο. Ὁ γέλωτας καὶ ἡ παρρησία κάτω φέρνουν τὸν μοναχό.