Εἶπε ὁ Ἰσαὰκ ὁ Σῦρος·
Δίψησον διὰ τὸν Χριστόν, ἵνα σὲ μεθύσῃ ἐκ τῆς ἀγάπης Του.
Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ποιμήν·
Ὅταν ἀποφεύγει ὁ ἄνθρωπος τὶς πολλὲς κουβέντες τὶς διαμάχες τὴν ταραχὴν καὶ τὴν
σύγχυσιν, τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἐπισκιάζει τὴν ψυχήν του καὶ τότε, ὅσο στείρα κι ἂν
εἶναι θὰ βλαστήσῃ καρποὺς πνευματικούς.
Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ποιμήν·
Ἐὰν εἶσαι σιωπηλός, θὰ εὕρῃς ἀνάπαυσι σὲ ὅποιον τόπον καὶ ἂν κατοικήσῃς.
Εἶπε πάλι ὁ ἀββᾶς Ποιμήν·
Ἡ πτωχεία καὶ ἡ θλίψις καὶ ἡ στενοχωρία καὶ ἡ νηστεία, αὐτὰ εἶναι τὰ ἐργαλεῖα
τοῦ μοναχικοῦ βίου.
Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ποιμήν·
Ἔχει γραφῆ ὅτι: ὅ,τι εἶδαν οἱ ὀφθαλμοί σου, αὐτὰ νὰ μαρτυρῇς, ἐγὼ σᾶς λέγω, νὰ
μὴ μαρτυρήσετε, ἀκόμα καὶ ἀν ψηλαφήσετε μὲ τὰ χέρια σας. Διότι κάποιος ἀδελφὸς
ἐμπαίχθηκε σὲ κάτι τέτοιο καὶ τοῦ ἐφάνηκε σὰν νὰ εἶδε τὸν ἀδελφό του νὰ ἁμαρτάνῃ
μὲ γυναῖκα καὶ πολεμώμενος πολὺ ἐπῆγε καὶ τοὺς ἔγγισε μὲ τὸ πόδι του, νομίζοντας
ὅτι εἶναι αὐτοὶ καὶ λέγοντας, παύσατε λοιπόν, ἕως πότε; Καὶ ἰδού, εὑρέθηκαν νὰ
εἶναι δεμάτια σιτάρι. Γι᾿ αὐτὸ σᾶς εἶπα, ὅτι ἀκόμη καὶ ἂν ψηλαφήσετε μὲ τὰ χέρια
σας, νὰ μὴ ἐλέγχετε.
Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἰάκωβος·
Ὅταν κανεὶς ἐπαινῆται πρέπει νὰ ὑπολογίζῃ τὶς ἁμαρτίες του καὶ νὰ σκέπτεται ὅτι
δὲν εἶναι ἄξιος τῶν λεγομένων.
Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἠλίας, τῆς διακονίας·
Στὶς ἡμέρες τῶν πατέρων μας ἀγαπῶνταν οἱ τρεῖς αὐτὲς ἀρετές, ἡ ἀκτημοσύνη καὶ ἡ
πραότης καὶ ἡ ἐγκράτεια. Τώρα δὲ ἐπικρατεῖ στοὺς μοναχοὺς ἡ πλεονεξία καὶ ἡ
γαστριμαργία καὶ ἡ θρασύτης. Ὅ,τι θέλεις, κράτησε.
Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης τῆς Θηβαΐδος·
Ὁ μοναχὸς ὀφείλει ἐπάνω ἀπὸ ὅλα νὰ ἐπιτύχει τὴν ταπεινοφροσύνη. Διότι αὐτὴ εἶναι
ἡ πρώτη ἐντολὴ τοῦ Κυρίου ποὺ λέγει, «μακάριοι εἶναι οἱ πτωχοὶ στὸ φρόνημα,
διότι σ᾿ αὐτοὺς ἀνήκει ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν».