τοῦ ἀρχιμανδρίτου Γεωργίου Χρυσοστόμου,
Διδάκτορος Φιλολογίας, Πρωτοσυγκέλλου Ἱ. Μητροπόλεως Βεροίας
«Ἀπὸ τὸ Καρούλι, ἀνηφορίζων πρὸς δυσμάς, προχωρεῖς εἰς τὰ ἀνώμαλα ὑψώματα, κατὰ
μῆκος τῆς μεσημβρινῆς παραλίας τῆς Ἁγιορειτικῆς Χερσονήσου καί, μετὰ ἡμίσειαν περίπου
ὥραν, φθάνεις εἰς τὸ κελλίον τοῦ Μοναχοῦ Γερασίμου Μικραγιαννανίτου, ἤγουν τοῦ ἀνήκοντος
εἰς τὴν Σκήτην τῆς Μικρᾶς Ἁγίας Ἄννης. Οὗτος ὁ εὐλογημένος μοναχὸς Γεράσιμος κατάγεται
ἀπὸ τὴν Βόρειον Ἤπειρον καὶ ἀσκητεύει ἐπὶ 30 ἔτη εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, κέκτηται δὲ
παρὰ Θεοῦ τὸ χάρισμα τοῦ ὑμνογράφου ...».
(Ἀπόσπασμα ἀπὸ προσκυνηματικὸ ὁδηγὸ τοῦ Ἁγίου Ὄρους, 1950).
Ὁ κατὰ κόσμον Ἀναστάσιος-Ἀθανάσιος γεννήθηκε στὶς 5 Σεπτεμβρίου 1905 στὴν Δρόβιανη τῆς ἐπαρχίας Δελβίνου Βορείου Ἠπείρου. Ἔμαθε τὰ πρῶτα του γράμματα στὸ δημοτικὸ σχολεῖο τῆς γενέτειράς του. Μὲ τὸ τέλος τοῦ δημοτικοῦ σχολείου ὁ ἔφηβος πλέον Ἀναστάσιος ἔμελλε νὰ ἐγκαταλείψει τὸ περιβάλλον τοῦ χωριοῦ. Ἤδη ὁ πατέρας του εἶχε ἐγκατασταθεῖ στὸν Πειραιᾶ, ὅπου ἐργαζόταν. Καὶ ὁ ἴδιος ἔπρεπε νὰ τὸν ἀκολουθήσει γιὰ νὰ ἐργαστεῖ κοντά του. Ἔτσι, ἀναγκάστηκε νὰ ἐγκαταλείψει τὴν μητέρα καὶ τὸν μικρότερο ἀδελφό του. Ὁ ἴδιος περιγράφει τὴν ἀναχώρησή του ἀπὸ τὸ χωριό: «Ἀπὸ τὴν Δρόβιανη δὲν θυμοῦμαι ἂν ἔφυγα μὲ σκοπὸ νὰ ξαναγυρίσω». Ὁ χωρισμὸς αὐτὸς κόστισε σὲ ὅλα τὰ μέλη τῆς οἰκογένειας. Ἰδιαίτερα στὴν μητέρα του Ἀθηνᾶ. Ὁ ἀνηψιός του μᾶς πληροφορεῖ σχετικά: «Γιὰ πρώτη φορὰ ἄκουσα γιὰ τὸν γέροντα τὸ 1941, ὅταν ἐπιστρέψαμε ἀπὸ Ἑλλάδα, ἐγώ, ἡ μαμά μου Εὐθαλία καὶ ὁ πατέρας μου Κίμων, ὅπου μὲ εἶχαν φέρει γιὰ κάποια χειρουργικὴ ἐπέμβαση. Ὅταν, λοιπόν, ἐπιστρέψαμε στὸ σπίτι, μὲ ρώτησε ἡ γιαγιά μου· τὸν θεῖο σου τὸν εἶδες; Τὸν ἀντάμωσες; Ἐγὼ μὲ ἀπορία τὴν κοίταξα στὰ μάτια καὶ ρώτησα· ποῖον; Καὶ μοῦ λέει· τὸν Γεράσιμο. (Ἤξερε ὅτι ἔγινε μοναχός, γιατὶ εἶχαν ἀλληλογραφία). Ὄχι, τῆς λέω. Ἤμουν 5-6 χρονῶν τότε. Ἔκτοτε ἄρχισα νὰ ζῶ τὴν ἀγωνία τῆς γιαγιᾶς μου, μήπως κλείσει τὰ μάτια της μὴ βλέποντάς τον ποτέ, πράγμα ποὺ ἔγινε κιόλας».
Ἀρχικὰ ἐγκαταστάθηκε στὸν Πειραιᾶ, κοντὰ στὸν πατέρα καὶ τὴν θεία του, Φωτεινὴ Χαρμπάτση-Γεωργίου. Στὴν συνέχεια μετακόμισαν στὴν Ἀθήνα. Στὴν νέα του διαμονὴ συνέχισε τὶς σπουδές του στὸ γυμνάσιο. Ὁ ζῆλος του γιὰ τὰ γράμματα ἐντυπωσιακός. Μετὰ τὸ γυμνάσιο συνέχισε τὶς σπουδές του σὲ κάποια ἀνώτερη σχολὴ ἑλληνικῆς παιδείας. Στὴν Ἀθήνα φρόντισε καὶ γιὰ τὴν πνευματική του ζωὴ καὶ ἐκκλησιαζόταν τακτικά. Θυμᾶται ὁ ἴδιος: «Ἡ ἐνορία μας ἦταν ὁ Ἅγιος Διονύσιος Ἀρεοπαγίτης. Συνήθως πηγαίναμε ἐπὶ τῆς λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας, ὅπου ἦτο ἡ παλαιὰ Ριζάρειος Σχολή, στὸν Ἅγιο Γεώργιο τῆς Ριζαρείου, ἐπειδὴ ἦταν κοντά. Ἐκεῖ κατ᾿ ἐπανάληψη λειτούργησε καὶ ὁ Πενταπόλεως Νεκτάριος, τὸν ὁποῖο εἶδα. Ἤρχετο ἀπὸ τὴν Αἴγινα καμμιὰ φορά. Ἕνας πολὺ σεβάσμιος, πολὺ ... Ποῦ νὰ ξέρω ἐγὼ ὅτι αὐτὸς εἶναι ἅγιος! Ἦταν ὅπως στὸ ὕψος μου· ταπεινός, γεμάτος χάρη· ὅταν ὁμιλοῦσε ὀλίγα "ἅλατι ἠρτυμένα", αὐτὰ τὰ θυμοῦμαι. Δὲν θυμοῦμαι ἄλλους λειτουργούς».
Στὴν Ἀθήνα καλλιέργησε τὴν σκέψη νὰ γίνει μοναχὸς καὶ σκέφθηκε νὰ φύγει ἔγκαιρα, πρὶν ἀναλάβει ἄλλες ὑποχρεώσεις. Καὶ δὲν χρειάστηκε πολὺ χρόνο γιὰ νὰ πραγματοποιήσει τὴν κλίση του. Ἔτσι ἔρχεται στὸ Ἅγιον Ὄρος στὶς 15-8-1922 σύμφωνα μὲ δική του διήγηση, ἐνῶ σύμφωνα μὲ τὰ στοιχεῖα τοῦ Μοναχολογίου τοῦ ἀρχείου τῆς Μονῆς Μεγίστης Λαύρας στὶς 15-8-1923.
Στὸ Ἅγιον Ὄρος ἐγκαταβιώνει ὡς δόκιμος στὴν σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης. Συγκεκριμένα στὴν Μικρὰ Ἁγία Ἄννα, στὸ κελλὶ τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ἔχοντας ὡς γέροντα τὸν μικρασιάτη ἱερομόναχο Μελέτιο Ἰωαννίδη. Ἐδῶ, σ᾿ αὐτὴ τὴν ἐρημική, ἄνυδρη, αἰχμηρὴ καὶ ἄγονη τοποθεσία τῆς Μικρᾶς Ἁγίας Ἄννης, βρίσκει ἀπόλυτη πνευματικὴ χαρὰ καὶ ἐκπλήρωση τοῦ ὀνείρου τῆς ζωῆς του. Μπορεῖ πλέον ἀπερίσπαστα νὰ ἐπιδοθεῖ στὴν ἄσκηση τῆς πνευματικῆς ζωῆς καὶ στὴν μελέτη τῶν ἱερῶν ἐκκλησιαστικῶν κειμένων. Στὶς 20 Ὀκτωβρίου τοῦ 1924, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἀγρυπνίας στὴν μνήμη τοῦ ἁγίου Γερασίμου Κεφαλληνίας ἔγινε ἡ μοναχικὴ κουρὰ τοῦ παίρνοντας τὸ ὄνομα τοῦ ἁγίου.
Ὁ μοναχὸς Γεράσιμος, προσαρμοσμένος πλήρως στὴν νέα του ζωή, ἀποτέλεσε πρότυπο ὑπακοῆς, ταπεινώσεως καὶ κάθε ἀρετῆς. Παράλληλα μὲ τὴν τέλεση τῶν καθημερινῶν μοναχικῶν ἀκολουθιῶν καὶ τὴν μελέτη, οἱ δύο μοναχοὶ τῆς καλύβης, γέροντας καὶ ὑποτακτικός, ἐργάζονταν γιὰ τὴν ἐπιβίωσή τους ὡς ἄνθρωποι. Ὁ Γέροντας Μελέτιος γνώριζε καλὰ καὶ ἀσκοῦσε ἀπὸ χρόνια τὴν τέχνη κατασκευῆς ξυλόγλυπτων σφραγίδων ποὺ χρησιμοποιοῦνται στὴν παρασκευὴ προσφορῶν γιὰ τὴν θεία Λειτουργία. Κοντὰ σ αὐτὸν καὶ ὁ νέος μοναχὸς Γεράσιμος ἔμαθε τὴν τέχνη αὐτή, τὴν ὁποία καὶ ἀσκοῦσε φίλεργα. Ἐκεῖνο, ὅμως, τὸ ὁποῖο τὸν γοήτευε ἦταν ἡ ἐνασχόληση μὲ τὰ γράμματα. Μᾶς λέει σχετικά: «Ἐδῶ, ὅταν ἦρθα, καλλιέργησα καὶ ἀνακεφαλαίωσα τὶς γνώσεις μου. Τοὺς ἀρχαίους συγγραφεῖς, ὅλα τὰ χόρτασα, ὅλα τὰ χώνεψα. Εἶχα μερικὰ βιβλία ἀπ᾿ ἔξω, ποὺ τὰ ἔδωσα σὲ ὁρισμένα πτωχὰ παιδιὰ ποὺ μ᾿ ἐπισκέφθηκαν ἀπὸ τὴν Συκιὰ ἀπέναντι». Μετὰ τὴν παρέλευση λίγων ἐτῶν, ὁ γέροντας Μελέτιος φεύγει ὁριστικὰ γιὰ τὴν Ἀθήνα, ἀφήνοντας τελείως μόνο του τὸν νέο μοναχὸ Γεράσιμο. Ὁ τελευταῖος ἐξηγεῖ τοὺς λόγους: «Ὁ γερο-Μελέτιος ἔφυγε τὸ 1924-1925. Ἤμουν 24-25 ἐτῶν. Ἐκεῖνος ἔφυγε, ἐπειδὴ τὸν παραπλάνησαν οἱ ζηλωταί, γιὰ νὰ κάνει τὸν παπᾶ ἔξω. Δὲν μὲ πῆρε μαζί του. Ἐγὼ ἔφυγα ἀπὸ τὸν κόσμο γιὰ νὰ ῾ρθεῖ ἐδῶ· ὄχι νὰ γυρίσω πάλι πίσω». Κάτω ἀπὸ τὴν καλύβη τοῦ Τιμίου Προδρόμου βρίσκεται ἡ καλύβη Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Σὲ αὐτὴν ἐγκαταβιοῦσε ὁ ἀσκητὴς Γέροντας Ἀβιμέλεχ († 1965). Τὸ 1946 ὑποτάχθηκε σ᾿ αὐτὸν ὁ μετέπειτα ἱερομόναχος Διονύσιος. Μὲ τὸν π. Διονύσιο συνδέθηκε ὁ π. Γεράσιμος καὶ ἀργότερα, τὸ 1966, ἑνώθηκαν σὲ μία μόνη συνοδεία. Ὁ μοναχὸς Γεράσιμος γίνεται κτίτορας τοῦ ναοῦ τῶν ἁγίων Πατέρων Διονυσίου τοῦ ρήτορος καὶ Μητροφάνους. Συγκεκριμένα, τὸ 1956 στὸ σπήλαιο ὅπου ἀσκήτευσαν οἱ δύο ὅσιοι κτίζει μικρὸ ναΰδριο καὶ τὸ 1960 τὸ συμπληρώνει μὲ τὴν λιτή. Στὸ μεταξύ, ἡ συνοδεία αὐξάνει.
Ὁ Γέροντας Γεράσιμος, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, φημιζόταν γιὰ τὴν διάθεση φιλοξενίας, τὴν ὁποία ἐνέπνευσε καὶ στοὺς ὑποτακτικούς του. Εἶναι ἄξιο λόγου ὅτι ἡ ἀσκητικὴ καὶ ἀναχωρητική του βιοτὴ σὲ τίποτα δὲν ἔπληξε τὴν κοινωνικότητά του. Οἱ προσερχόμενοι σ᾿ αὐτὸν λαϊκοὶ ἐπισκέπτες πάντοτε ἔφευγαν ὠφελημένοι καὶ γοητευμένοι, καθὼς ὁ λόγος του ἦταν πάντοτε προσεγμένος. Συνετὸς στὶς ἀποκρίσεις του, ἀπέφευγε συστηματικὰ τὶς ἄκαιρες συζητήσεις καὶ φλυαρίες· ἐπιδίωκε πάντοτε τὴν σιωπή, τὴν ὁποία καὶ θεωροῦσε «μητέρα σοφωτάτων ἐννοιῶν». Ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς λαϊκούς, οἱ ἐπισκέπτες ἦταν πολλὲς φορὲς κληρικοὶ ἢ καὶ μοναχοί, ποὺ ἔρχονταν μὲ τὸν ἴδιο σκοπό: νὰ ἀκούσουν τὸν γέροντα, νὰ ὠφεληθοῦν πνευματικὰ καὶ νὰ διδαχθοῦν ἀπὸ τὴν ἐνάρετη ζωή του. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ζωῆς του, τοῦ ἀνατέθηκαν μοναχικὰ διακονήματα. Διετέλεσε βιβλιοθηκάριος καὶ τυπικάρης τοῦ Κυριακοῦ τῆς σκήτης Ἁγίας Ἄννης. Ὡς βιβλιοθηκάριος μάλιστα ἀσχολήθηκε μὲ τὴν σύνταξη καὶ δημοσίευση καταλόγου τῶν χειρογράφων κωδίκων τῆς βιβλιοθήκης τοῦ Κυριακοῦ τῆς σκήτης. Μὲ τὴν ἰδιότητα αὐτὴ βοήθησε πολλοὺς ἐπιστήμονες στὴν εὕρεση καὶ ἀπόκτηση ἀντιγράφων τῶν χειρογράφων. Ὁ ἴδιος συνέταξε ἀξιόλογες μελέτες καὶ ἄρθρα.
Ὁ Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης εἶναι μιὰ ἀπὸ τὶς σπάνιες περιπτώσεις ὑμνογράφων, ποὺ τὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ ἔργου του χρησιμοποιήθηκε ἀμέσως στὴν λειτουργικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι, τὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ ἔργου εἶναι προσιτό, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἕνα μικρὸ μόλις τμῆμα του ἔχει ἐκδοθεῖ. Αὐτὸ ὀφείλεται στὸ γεγονὸς ὅτι πολλὲς ἀκολουθίες κυκλοφοροῦν εὐρύτατα σὲ δακτυλογραφημένα φωτοαντίγραφα. Ἀλλὰ καὶ τὴν ἴδια τὴν ὑμνογραφία τὴν θεωρεῖ προέκταση τῆς προσευχῆς, κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἁγίους: «Ἔχω τὸν ἅγιο μπροστά. Γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν θέλω ἐπικοινωνία μὲ κανέναν. Ἡ ὑμνογραφία, ἡ πνευματικὴ αὐτὴ ἐργασία, εἶναι ἕνωση τῆς ψυχῆς μετὰ τοῦ Θεοῦ· εἶναι μία θαυμασία προσευχή· εἶναι μία μεταρσίωσις τοῦ νοός· εἶναι μία μυστικὴ θεωρία· εἶναι ἕνα μυστήριον, ποὺ δὲν ἑρμηνεύεται καὶ μὲ λόγους δὲν ἐξωτερικεύεται. Ἡ ὑμνογραφία εἶναι ἡ ὑπάτη φιλοσοφία. Δὲν ἐκφράζεται μὲ αὐτὰ τὰ λόγια. Πρέπει κανεὶς νὰ τὴν δοκιμάσῃ γιὰ νὰ τὴν αἰσθανθῇ».
Ὁ Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης ἀναδείχθηκε ὡς ὁ μεγαλύτερος ὑμνογράφος τῆς μεταβυζαντινῆς ἐποχῆς. Τὸ ἔργο του γνώρισε μεγάλη ἀπήχηση καὶ ἡ φήμη του ὡς ὑμνογράφου ξεπέρασε σύντομα τὸ ἀσκητικὸ κελλὶ καὶ διαδόθηκε σὲ ὁλόκληρο τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἰδιαίτερα ἀξιομνημόνευτο εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἀναγνώριση τοῦ ἔργου δὲν συνέβη κατὰ τὸ τέλος ἢ ἔστω τὴν διάρκεια τῆς ὑμνογραφικῆς παραγωγῆς, ἀλλὰ ἤδη ἀπὸ τὰ πρώιμα στάδιά της.
Ἡ Ἐκκλησία ἀποδέχθηκε πολὺ νωρὶς τὸ ἔργο τοῦ νέου ὑμνογράφου της καὶ τὸ ἐνέταξε στὶς ἐκκλησιαστικὲς ἀκολουθίες. Ἐπανειλημμένα ἐπαινεῖ τὸ ἔργο καὶ τιμᾶ τὸ πρόσωπο τοῦ ὑμνογράφου. Οἱ ὕμνοι ψάλλονται στὶς ἐκκλησιαστικὲς ἀκολουθίες, ἐντάσσονται δηλαδὴ στὴν λειτουργικὴ χρήση, παράλληλα μὲ τὰ ἔργα τῶν προγενέστερων μεγάλων ὑμνογράφων της. Ἡ εὐρεία ἀπήχηση τοῦ ἔργου φαίνεται καὶ ἀπὸ τὴν μεγάλη ζήτηση τῶν διαφόρων ἀκολουθιῶν, ἀπὸ ὁλόκληρο τὸν κόσμο, προκειμένου νὰ συμπληρωθοῦν τὰ ἐκκλησιαστικὰ βιβλία. Ὅπως ἦταν φυσικό, ἡ πανθομολογούμενη ἀναγνώριση τῆς ἀξίας τοῦ ἔργου τοῦ ὑμνογράφου προκάλεσε καὶ τήν, συνδεόμενη μὲ αὐτήν, ἀπονομὴ διαφόρων διακρίσεων, τόσο ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ὅσο καὶ ἀπὸ τὴν Πολιτεία. Ἡ Ἐκκλησία τίμησε τὸν ὑμνογράφο μὲ πολλὲς διακρίσεις. Τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο τοῦ ἀπονέμει τὴν εὐαρέσκειά του. Ἡ ἀνώτατη ἐκκλησιαστικὴ διάκριση δόθηκε ἀπὸ τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη Ἀθηναγόρα, ὅταν ὁ π. Γεράσιμος ὀνομάστηκε Ὑμνογράφος τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας. Στὴν ἀπόφαση αὐτὴ ὁδηγήθηκε τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ὅπως ἀναφέρει τὸ σχετικὸ πατριαρχικὸ γράμμα μὲ ἡμερομηνία 25 Αὐγούστου 1955.
Πέρα ἀπὸ τὶς παραπάνω ἐκκλησιαστικὲς διακρίσεις ὁ ὑμνογράφος ἔλαβε καὶ πολλὰ μετάλλια καὶ παράσημα. Τὸ 1963 τοῦ ἀπονεμήθηκε ἀπὸ τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη ὁ σταυρὸς τῆς χιλιετηρίδας τοῦ Ἁγίου Ὄρους, γιὰ τὴν συμβολή του στὴν διοργάνωση καὶ ἐπιτυχία τῶν ἑορτῶν ποὺ εἶχαν προγραμματισθεῖ. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ ἡ Ἑλληνικὴ Πολιτεία τίμησε τὸν ὑμνογράφο. Ἡ ὕψιστη τιμὴ καὶ ταυτόχρονα ἀναγνώριση τοῦ ἔργου τοῦ προέρχεται ἀπὸ τὴν Ἀκαδημία Ἀθηνῶν. Στὶς 3 Δεκεμβρίου 1953 ἀπὸ τὸ βῆμα τοῦ ἀνώτατου πνευματικοῦ ἱδρύματος τῆς χώρας ἔγινε ἰδιαίτερος λόγος γιὰ τὸ ἔργο τοῦ ὑμνογράφου. Ὕστερα ἀπὸ 15 χρόνια ἡ Ἀκαδημία Ἀθηνῶν ἀπονέμει τὸ ἀργυρό της μετάλλιο στὸν ὑμνογράφο, «διὰ τὸ ὑπέροχον ὑμνογραφικόν του ἔργον τὸ ὁποῖον τιμᾶ τὴν ἑλληνικὴν γραμματείαν καὶ τὴν θρησκευτικὴν ποίησιν».
Ὁ ὑμνογράφος Γεράσιμος δὲν ἦταν «φρέαρ συντετριμμένον», ἀλλὰ πηγὴ «ὕδατος ζῶντος, ἀλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον» (Ἰω. δ´ 14). Τὸ καθαρό του στόμα ἦταν ἡ διέξοδος τῶν πολλῶν ὑδάτων τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὑμνογραφικῆς παραδόσεως, στὴν ὁποία ἦταν ταπεινὰ ἐνταγμένος καὶ τὴν ὁποία μὲ καθαρὴ καρδιὰ καὶ συντετριμμένη ψυχὴ βίωνε σὲ ὅλη τὴν ἀσκητική του ζωή. Ἔτσι ἐξηγεῖται ἡ ἀσύγκριτη σὲ ποσότητα (37.000 σελίδες) καὶ ἐκλεκτὴ σὲ ποιότητα ὑμνογραφική του παραγωγή. Τὸ δοθὲν ἀπὸ τὸν Θεὸ τάλαντο φιλοπόνως καλλιέργησε καὶ γρηγορῶν χρησιμοποίησε, ψάλλοντας πρὸς δόξαν Θεοῦ καὶ τὴν τιμὴ τῆς Θεοτόκου καὶ τῶν ἁγίων, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν οἰκοδομὴ καὶ τὴν στήριξη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Γέροντας Γεράσιμος ἀποτελεῖ χαρακτηριστικὴ καὶ γραφικὴ μορφὴ τοῦ σύγχρονου ἀθωνικοῦ μοναχισμοῦ καὶ δὲν λείπει ἀπὸ τὶς ἀναφορὲς τῶν διαφόρων ὁδοιπορικῶν καὶ προσκυνηματικῶν ὁδηγῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ποτὲ δὲν τὸν ἐγκατέλειψαν ἡ σωματικὴ εὐρωστία καὶ ἡ πνευματικὴ διαύγεια, ποὺ τὸν χαρακτήριζαν, τὰ τελευταῖα χρόνια διαισθανόταν τὸν θάνατό του. Ἔτσι, φρόντισε νὰ καταγράψει τὶς τελευταῖες πατρικές του ὑποθῆκες πρὸς τοὺς ὑποτακτικούς του καὶ νὰ ἐπιλέξει τὸν τόπο ταφῆς του, κοντὰ στὸ σπήλαιο τῶν ἁγίων Διονυσίου καὶ Μητροφάνους.
Δὲν ἀντιμετώπιζε ἰδιαίτερα προβλήματα ὑγείας. Μέχρι καὶ τὴν παραμονὴ τῆς ἐκδημίας του ἔγραφε, χωρὶς κανένα πρόβλημα. Ἡ τελευταία του μάλιστα ἐπιστολή, μὲ ἡμερομηνία 30 Νοεμβρίου 1991, ἀπευθύνεται πρὸς τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη. Τὸ μεσημέρι τῆς Παρασκευῆς 6 Δεκεμβρίου 1991, ἔπειτα ἀπὸ ἀναπνευστικὴ δυσφορία, ἔμεινε κλινήρης καὶ ξημερώματα Σαββάτου 7 Δεκεμβρίου ἄφησε στὸ μοναχικό του κελλὶ τὴν τελευταία του πνοή, ἐνῶ βάδιζε ἤδη τὸ 86ο ἔτος τῆς ἐπίγειας ζωῆς του.
Ἡ εἴδηση τοῦ θανάτου του προκάλεσε βαθειὰ συγκίνηση σὲ ὁλόκληρο τὸν ὀρθόδοξο κόσμο, ἑλληνόφωνο καὶ μή. Ἡ νεκρώσιμη ἀκολουθία τελέστηκε τὴν ἑπομένη μὲ τὴν παρουσία λίγων ἱερέων, μοναχῶν καὶ λαϊκῶν, ποὺ μπόρεσαν νὰ βρεθοῦν ἐκεῖ. Σὲ ἔνδειξη σεβασμοῦ καὶ ἐκτιμήσεως ἡ μονὴ Ἁγίου Παύλου πρόσφερε τὸν τάφο. Ἡ σφοδρὴ κακοκαιρία, ποὺ ἔπληξε τὴν περιοχὴ τὴν ἡμέρα ἐκείνη, δὲν ἐπέτρεψε τὴν παρουσία ὅλων ὅσων θὰ ἐπιθυμοῦσαν νὰ παραστοῦν στὴν νεκρώσιμη ἀκολουθία.
Ὁ Γέροντας Γεράσιμος ἔμεινε βέβαια περισσότερο γνωστὸς ὡς ὑμνογράφος. Διακρίθηκε, ὅμως, καὶ ὡς μοναχός. Δὲν θὰ ἦταν ὑπερβολὴ νὰ λέγαμε πὼς ἦταν ὑμνογράφος, ἐπειδὴ ἦταν μοναχός. Στὸ πρόσωπό του ἡ ὑμνογραφία δὲν ἦταν κάτι ἐξωτερικὸ ἢ ἐπίκτητο, ἀλλὰ προέκταση τοῦ ζωντανοῦ βιώματος ἑνὸς δοκιμασμένου καὶ παραδοσιακοῦ ἁγιορείτη μοναχοῦ, ὅπως ἀκριβῶς ἦταν ὁ ἴδιος.
Διατηροῦσε σὲ ὁλόκληρη τὴν ζωή του ἀμείωτη τὴν προθυμία πρὸς τοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες, καὶ ἄσβεστη τὴν φλόγα τῆς ἀγάπης πρὸς τὴν μοναχικὴ ζωή. Ὁ ἴδιος θεωροῦσε δωρεὰ τῆς Θεοτόκου τὸ νὰ εἶναι κανεὶς ἁγιορείτης μοναχὸς καί, κάθε φορὰ ποὺ τύχαινε νὰ βρίσκεται ἐκτὸς Ἁγίου Ὄρους, διακατεχόταν ἀπὸ ἔντονη ἀγωνία μήπως ἀρρωστήσει καὶ δὲν προλάβει νὰ ἐπιστρέψει πίσω. Ἰδιαίτερα διακρίθηκε γιὰ τὴν ὑπακοὴ καὶ τὴν ταπείνωση. Θεωροῦσε πὼς ἡ τέλεια καὶ ἀδιάκριτη ὑπακοὴ εἶναι τὸ θεμέλιο τῆς πνευματικῆς ζωῆς, γεννήτρια τῆς ταπεινώσεως, πηγὴ εἰρήνης καὶ πνευματικῆς χαρᾶς στὴν καρδιὰ τοῦ καλοῦ καὶ ὑπάκουου μοναχοῦ. Καὶ αὐτὸ συνιστοῦσε πάντοτε στοὺς ὑποτακτικούς του. Πράος, εἰρηνικὸς καὶ ἥσυχος, δὲν ἔχασε, μέχρι καὶ τὰ βαθιά του γεράματα, τὴν γλυκύτητα τοῦ προσώπου του, παρὰ τὴν ἀγριότητα καὶ σκληρότητα τοῦ τόπου ποὺ κατοικοῦσε. Ἀναδείχθηκε, κατὰ γενικὴ μαρτυρία, «τῶν ἀρετῶν θησαυρός, τῶν ἐν τῷ Ἄθῳ μοναστῶν θεῖον καύχημα, ὁ πράξει καὶ θεωρίᾳ καταλαμπρύνας τὸν νοῦν καὶ πλησθεὶς τῶν θείων ἐπιλάμψεων ... ὡς πραῢς καὶ ἀκέραιος».