τοῦ Ἀρχ. Κυρίλλου Κωστοπούλου, Ἱεροκήρυκος Ἱ. Μ. Πατρῶν, δρος θεολογίας
ἀπὸ τὸ περιοδικὸ τῆς Ἱ. Μ. Αἱτωλίας καὶ Ἀκαρνανίας, «Κοσμᾶς ὁ Αἱτωλός», τεῦχος Ἰουνίου 2011, σελ.23-27
Ὅπως γνωρίζουμε ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξο Δογματική, τὸ τρίτο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι τὸ Πανάγιο Πνεῦμα. Ἐὰν ὁ Σαρκωθεὶς Λόγος τοῦ Θεοῦ Πατρὸς εἶναι ἡ κεφαλὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, τὸ Πανάγιο Πνεῦμα εἶναι ἡ ψυχή της. Εἶναι τὸ «πλήρωμα τοῦ τὰ πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου».[1]
Τὸ Πανάγιο Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ στέλλεται μέσῳ τοῦ Υἱοῦ. Ὁ ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος Κύριος, ὁμιλώντας πρὸς τοὺς Μαθητές Του πρὶν τὸ σεπτὸ Πάθος Του, εἶπε: «Ὅταν ἔλθῃ ὁ παράκλητος ὃν ἐγὼ πέμψω ὑμῖν παρὰ τοῦ Πατρός, τὸ πνεῦμα τῆς ἀληθείας ὃ παρὰ τοῦ Πατρὸς ἐκπορεύεται, ἐκεῖνος μαρτυρήσει περὶ ἐμοῦ».[2]. Ἐδῶ ὁ Υἱὸς ἀποκαλύπτει καθαρὰ τὴν ἐνδοθεϊκὴ ζωή, στὴν ὁποία ὁ Πατὴρ ἐμφανίζεται νὰ εἶναι ἡ αἰώνια καὶ μοναδικὴ ὑποστατικὴ πηγὴ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Φανερώνεται δὲ ἡ διαφορὰ στὸν τρόπο ὑπάρξεως τῶν Ὑποστάσεων. Ἀγέννητος ὁ Πατήρ, γεννητὸς ὁ Υἱός, ἐκπορευτὸ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα.
Εἰδικώτερα γιὰ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα μᾶς ἀποκαλύπτεται ὅτι ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸν Πατέρα. Ἄρα, ὅπως, ὁ Υἱὸς ἐκ τοῦ Πατρὸς γεννᾶται αἰωνίως, τοιουτοτρόπως καὶ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἐκ τοῦ Πατρὸς αἰωνίως. Καὶ ὅπως ὁ Υἱὸς κατέρχεται ἐπὶ τῆς γῆς καὶ φέρει εἰς πέρας τὸ ἔργο Του, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα ἔρχεται στὸν κόσμο, ἀποστελλόμενο ἀπὸ τὸν Υἱό. Ἡ ἀναδημιουργημένη Ἐκκλησία πληροῦται μὲ τὴν παρουσία τοῦ Παναγίου Πνεύματος.[3]
Ἡ ἀρχικὴ αἰτία τῆς ἀποσχίσεως τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὴν Ἀνατολικὴ εἶναι ἡ ἀντιαγιογραφικὴ καὶ ἀντικανονικὴ προσθήκη τοῦ Filioque (= καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ) στὸ Σύμβολο τῆς πίστεως, τὸ ὁποῖο συνετάχθη ἀπὸ τὴν Α´ καὶ τὴν Β´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Βάσει αὐτῆς τῆς προσθήκης τὸ Πανάγιο Πνεῦμα δὲν ἐκπορεύεται μόνον ἀπὸ τὸν Πατέρα, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸν Υἱό. Ἐμφανίζουν δηλαδὴ οἱ Παπικοὶ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸ σὰν μιὰ ἑνότητα, ἀπὸ τὴν ὁποία ἐκπορεύεται τὸ Πανάγιο Πνεῦμα. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ Filioque εἶναι μία ἀπὸ τὶς κυριώτερες αἱρέσεις τοῦ Παπισμοῦ).
Συγκεκριμένα, αὕτη ἡ ἀντιαγιογραφικὴ καὶ ἀντιπατερικὴ διδασκαλία ἐπιφέρει σύγχυση στὴν σχέση τῶν τριῶν Προσώπων (Πατρός, Υἱοῦ καὶ Ἁγίου Πνεύματος) καὶ τελικῶς τὴν ἐκμηδένιση. Ἐπ᾿ αὐτοῦ γράφει ὁ Paul Evdokimov: «Μετατοπίζει πρὸς τὴν φύση τὴν ἑνωτικὴ ἀρχὴ τῆς ὑποστάσεως τοῦ Πατρός, μειώνει τὴν μοναρχία τοῦ Πατρὸς καὶ καταλύει τὴν Τριαδικὴ ἰσορροπία, τὴν τέλεια ἰσότητα τῶν τριῶν Προσώπων. Στὴν πραγματικότητα διασπᾶ τὴν τριαδικὴ Μονάδα σὲ δύο δυάδες Πατὴρ Υἱὸς καὶ Πατὴρ Υἱὸς Πνεῦμα, μειώνοντας ἔτσι τὸ Πνεῦμα σὲ ὄφελος τοῦ Υἱοῦ, ἀφοῦ εἶναι τὸ μόνο ποὺ[4] δὲν ἔχει τίποτε κοινὸ μὲ τὰ ἄλλα δύο Πρόσωπα».
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης λέγει χαρακτηριστικά: «οὔτε πατὴρ χωρὶς υἱοῦ ποτὲ ἐννοεῖται οὔτε υἱὸς δίχα τοῦ ἁγίου πνεύματος καταλαμβάνεται· ὡς γὰρ ἀμήχανόν ἐστιν ἀνελθεῖν πρὸς τὸν πατέρα μὴ διὰ τοῦ υἱοῦ ὑψωθέντα, οὕτως ἀδύνατόν ἐστι Κύριον Ἰησοῦν εἰπεῖν μὴ ἐν πνεύματι ἁγίῳ».[5]
Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι αὐτὸ τὸ ὁποῖο ζωογονεῖ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν πληροῖ θεότητος. Εἶχε ἀπόλυτο δίκιο ὁ Ἅγιος Εἰρηναῖος, ὅταν ἔλεγε: «Ubi enim Ecclesia, ibi et Spiritus Dei; et ubi Spiritus Dei, illic Ecclesia, et omnis gratia». (Ὅπου Ἐκκλησία ἐκεῖ καὶ Πνεῦμα Ἅγιον, καὶ ὅπου Πνεῦμα Ἅγιον, ἐκεῖ Ἐκκλησία καὶ πᾶσα χάρις)[6].
Τόσο στὴν Δημιουργία, ὅσο καὶ στὴν ἀναδημιουργία τοῦ κόσμου καὶ στὸ ἔργο τῆς ἀπολυτρώσεως τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο ἦταν παρόν. Ὁ Μ. Βασίλειος μᾶς τονίζει τὴν ἁπανταχοῦ παρουσία καὶ ἐνέργεια τοῦ Παναγίου Πνεύματος: « Χριστοῦ ἐπιδημία· καὶ τὸ Πνεῦμα προτρέχει. Ἔνσαρκος παρουσία· καὶ τὸ Πνεῦμα ἀχώριστον. Ἐνεργήματα δυνάμεων, χαρίσματα ἰαμάτων, διὰ τοῦ Πνεύματος τοῦ ἁγίου. Δαίμονες ἀπηλαύνοντο ἐν τῷ Πνεύματι τοῦ Θεοῦ. Οἰκείωσις πρὸς Θεόν, διὰ τοῦ Πνεύματος. Ἡ ἐκ νεκρῶν ἐξανάστασις, τῇ ἐνεργείᾳ τοῦ Πνεύματος»[7].
Ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὄντως ἕνα μυστήριο. Κανεὶς δὲν ἔχει τὴν δύναμη καὶ τὴν δυνατότητα νὰ φθάσῃ ἕως τὰ ἀπύθμενα βάθη της. Μόνον ὁ μεγάλος ἄγνωστος γιὰ τοὺς πολλούς, τὸ Πανάγιο Πνεῦμα, εἶναι ἡ δύναμη ἐκείνη ποὺ δίδει ζωή, ἐρευνᾶ τὰ βάθη τῆς ζωῆς καὶ τοῦ «εἶναι» τοῦ ἀνθρώπου, ἐπειδὴ εἶναι ὁ «πανταχοῦ παρὼν καὶ τὰ πάντα πληρῶν, ὁ θησαυρὸς τῶν ἀγαθῶν καὶ ζωῆς χορηγὸς».[8]
Χωρὶς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο δὲν θὰ ὑπῆρχε ζωή. Δὲν θὰ ὑπῆρχε Ἐκκλησία. Δὲν θὰ ὑπῆρχαν Σύνοδοι. Δὲν θὰ ὑπῆρχε, τελικῶς, πίστη.
Εἶναι σαφὲς ὅτι τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο δὲν εἶναι δύναμη ἢ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ Πατρός, ὅπως διατείνονται οἱ Χιλιαστές. Ὁ ἴδιος ὁ Σαρκωθεὶς Λόγος ἐπιβεβαιώνει τὸ ἰδιαίτερο Πρόσωπο τοῦ Παναγίου Πνεύματος, ὅταν λέγει στοὺς Μαθητές: «Ὅταν δὲ ἔλθῃ ἐκεῖνος, τὸ πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁδηγήσει ὑμᾶς εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν. Ἐκεῖνος ἐμὲ δοξάσει, ὅτι ἐκ τοῦ ἐμοῦ λήψεται καὶ ἀναγγελεῖ ὑμῖν»[9]. Ἡ ἀντωνυμία «ἐκεῖνος» καὶ ὄχι «ἐκεῖνο»ὑποδηλώνει πρόσωπο. Τὸ χωρίο αὐτὸ ἔχει λέξεις, οἱ ὁποῖες ἀποδεικνύουν:
Χωρὶς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο δὲν ἠμποροῦμε νὰ ὁμιλοῦμε γιὰ λύτρωση, σωτηρία, ἁγιότητα καὶ κατὰ χάριν θέωση, ὅτι τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο εἶναι Πρόσωπο καὶ ὄχι νεκρὴ καὶ ἀσυνείδητη δύναμη.
Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο εἶναι αὐτό, τὸ ὁποῖο διασώζει καὶ κατευθύνει τὴν ζωή μας, ἀλλὰ καὶ τὴν ὅλη ἀνθρώπινη Ἱστορία. Ὁ Μ. Βασίλειος λέγει ὅτι εἶναι ἁγιασμοῦ πηγή.[10]
Χωρὶς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο δὲν ἠμποροῦμε νὰ ὁμιλοῦμε γιὰ λύτρωση, σωτηρία, ἁγιότητα καὶ κατὰ χάριν θέωση. Ὄντως ἡ Ἐκκλησία, ὡς σῶμα Χριστοῦ, γιὰ νὰ καταστῇ ζωντανὸς καὶ δρώμενος ὀργανισμὸς μὲ τὴν ἱκανότητα τῆς ἐκπληρώσεως τῆς λυτρωτικῆς της ἀποστολῆς, εἶχε ἀνάγκη τῆς ζωοποιοῦ δυνάμεως τοῦ Παναγίου Πνεύματος.
Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος μόνον ὡς μέλος τῆς Ἐκκλησίας μέσῳ τῆς ἀκτίστου Χάριτος τοῦ Παναγίου Πνεύματος εἶναι δυνατὸν νὰ ἐπιτύχη τὴν σωτηρία του καὶ νὰ καταστῆ «κοινωνὸς θείας φύσεως».[11]
[1] Ἐφεσ. 1, 23.
[2] Ἰωάν. 15, 26.
[3] Βλ. εἰδικώτερα, Ἀρχ. Κ. Κωστοπούλου, Ὁ Παπισμὸς εἶναι αἵρεση, Πάτρα 2003, σσ. 124-133.
[4] P. Evdokimov, Ἡ Ὀρθοδοξία, Θεσσαλονίκη 1972, σελ. 186.
[5] Γρηγορίου Νύσσης, Adversus Macedonianos de spiritu sancto, ἐπιμ. ἔκδ. F. Mueller, Leiden: Brill, 1958. τόμ. 3, 1, σελ. 98, 24-28.
[6] Εἰρηναίου, Contra Haereses Libri Quinque, Lib. Tertius, PG 7, 966C.
[7] «Basile de Cesaree, Sur le Saint-Esprit, 2nd edn.», Ed. Pruche, B. Paris: Cerf, 1968; Sources chritiennes 17 bis. Chapter 19, section 48, line 32.
[8] Ἀπόστιχο τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς Πεντηκοστῆς.
[9] Ἰωάν. 16, 13-14.
[10] Μ. Βασιλείου, ἐπ. 8, Τοῖς Καισαρεῦσιν ἀπολογία περὶ τῆς ἀποχωρήσεως, καὶ περὶ πίστεως, PG 32, 249Β.
[11] Β´ Πέτρ. 1, 4.