Ἐπίσκοπος Διοκλείας Κάλλιστος Γουέαρ

ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΝ

Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία», Ἐκδ. Ἀκρίτας

Ὁ Ὀρθόδοξος ἔχει πλήρη συνείδηση πὼς ἀνήκει σὲ μία κοινότητα. «Γνωρίζουμε πὼς ὅποιος ἀπὸ μᾶς πέσει», ἔγραφε ὁ Χομιάκωφ, «πέφτει μόνος του, κανεὶς ὅμως δὲν σῴζεται ἀπὸ μόνος του. Σῴζεται ὡς μέλος τῆς Ἐκκλησίας, μαζὶ μὲ ὅλα τὰ ἄλλα μέλη της».

Εἶναι ὅμως σίγουρο πὼς ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία εἶναι πνευματικὴ καὶ μυστικὴ ὑπὸ τὴν ἔννοια πὼς ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία ποτὲ δὲν ἀσχολεῖται μὲ τὴν ἐπίγεια πλευρὰ τῆς Ἐκκλησίας μεμονωμένα, ἀλλὰ θεωρεῖ πάντοτε τὴν Ἐκκλησία «ἐν Χριστῷ καὶ ἁγίῳ Πνεύματι». Ὁλόκληρη ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία ἔχει ὡς ἀφετηρία τὴν ἰδιαίτερη σχέση ποὺ ὑφίσταται μεταξὺ Ἐκκλησίας καὶ Θεοῦ. Τρεῖς φάσεις μποροῦν νὰ χρησιμοποιηθοῦν γιὰ ν᾿ ἀποδώσουν αὐτὴ τὴ σχέση: ἡ Ἐκκλησία εἶναι: α) εἰκόνα τῆς ἁγίας Τριάδας, β) Σῶμα Χριστοῦ καὶ γ) μιὰ συνεχὴς Πεντηκοστή. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία εἶναι Τριαδική, Χριστολογικὴ καὶ «Πνευματολογική».

α) Εἰκόνα τῆς ἁγίας Τριάδας.

Ὅπως ἀκριβῶς κάθε πρόσωπο ἔχει δημιουργηθεῖ κατ᾿ εἰκόνα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἔτσι καὶ ἡ Ἐκκλησία ὡς ὅλον εἶναι εἰκόνα τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ, ἀναπαράγοντας πάνω στὴ γῆ τὸ μυστήριο τῆς ἑνότητας καὶ τῆς ποικιλίας. Στὴν ἁγία Τριάδα τὰ τρία πρόσωπα εἶναι ἕνας Θεός, χωρὶς ὅμως νὰ παύουν νὰ εἶναι τέλεια πρόσωπα.

Στὴν Ἐκκλησία ἕνα πλῆθος διαφορετικῶν ἀνθρώπων ἑνώνεται σ᾿ ἕνα σῶμα, στὸ ὁποῖο ὅμως ὁ καθένας καὶ ἡ καθεμιὰ διατηρεῖ ἀτόφια τὴν προσωπικότητά του. Τὸ κάθε πρόσωπο τῆς ἁγίας Τριάδας κατοικεῖ στὸ ἄλλο καὶ αὐτὸ ἐξεικονίζεται στὴν ἀλληλοπεριχώρηση τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας.

Στὴν Ἐκκλησία ὑπάρχει διάσταση μεταξὺ ἐλευθερίας καὶ αὐθεντίας. Στὴν Ἐκκλησία ὑπάρχει ἑνότητα καὶ ὄχι ὁλοκληρωτισμός. Ὅταν οἱ Ὀρθόδοξοι ἀποδίδουν στὴν Ἐκκλησία τὸν ὅρο «Καθολική», ἔχουν κατὰ νοῦ (μεταξὺ ἄλλων) καὶ αὐτὸ τὸ ζωντανὸ θαῦμα τῆς ἑνότητας τῶν πολλῶν προσώπων σὲ ἕνα.

Αὐτὴ ἡ σύλληψη τῆς Ἐκκλησίας ὡς εἰκόνας τῆς ἁγίας Τριάδας, μᾶς βοηθᾷ ἐπίσης νὰ κατανοήσουμε γιατὶ οἱ Ὀρθόδοξοι δίνουν τεράστια σημασία στὶς Συνόδους. Ἡ Σύνοδος ἀποτελεῖ ἔκφραση τοῦ Τριαδικοῦ χαρακτῆρα τῆς Ἐκκλησίας. Μποροῦμε νὰ δοῦμε τὸ μυστήριό της ἑνότητος ἐν τῇ ποικιλίᾳ, σύμφωνα μὲ τὴν εἰκόνα τῆς ἁγίας Τριάδας, νὰ ἐφαρμόζεται στὴν πράξη, ὅταν οἱ πολλοὶ ἐπίσκοποι, οἱ συναγμένοι στὴ σύνοδο, φτάνουν ἐλεύθερα σὲ κοινὴ ἀπόφαση ὑπὸ τὸν φωτισμὸ τοῦ ἁγίου Πνεύματος.

β) Σῶμα Χριστοῦ.

«Οὕτως οἱ πολλοὶ ἓν σῶμα ἐσμὲν ἐν Χριστῷ» (Ρωμ. 12, 5). Ὁ στενότερος δυνατὸς δεσμὸς ὑπάρχει μεταξὺ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας: κατὰ τὴν περίφημη φράση τοῦ Ἰγνατίου, «ὅπου ὁ Χριστός, ἐκεῖ καὶ ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία». Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἐπέκταση τῆς Σάρκωσης, τὸ πεδίο ὅπου συνεχίζεται ἡ Σάρκωση. Ἡ Ἐκκλησία, σύμφωνα μὲ τὸν Ἕλληνα θεολόγο Χρῆστο Ἀνδροῦτσο, εἶναι τὸ «κέντρο καὶ τὸ ὄργανο τοῦ λυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ... δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ μία συνέχιση καὶ μία ἐπέκταση τοῦ προφητικοῦ, τοῦ ἱερατικοῦ καὶ βασιλικοῦ Του ἀξιώματος... Ἡ Ἐκκλησία καὶ ὁ Ἱδρυτής της εἶναι ἀδιάρρηκτα ἑνωμένοι... Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ Χριστὸς «μεθ᾿ ἡμῶν».

Ὁ Χριστὸς δὲν ἐγκατέλειψε τὴν Ἐκκλησία ὅταν ἀνελήφθη στοὺς οὐρανούς: «Καὶ ἰδοὺ ἐγὼ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμὶ πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος», ὑποσχέθηκε (Ματθ. 28, 20), ἐπειδὴ «οὗ γὰρ εἰσὶ δύο ἢ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν» (Ματθ. 18, 20).

Ἡ ἑνότητα μεταξὺ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας Του πραγματώνεται, πάνω ἀπ᾿ ὅλα, μέσῳ τῶν μυστηρίων. Στὸ Βάπτισμα ὁ νέος χριστιανὸς θάπτεται καὶ ἀνίσταται μὲ τὸν Χριστό. Στὴν Εὐχαριστία τὰ μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ λαμβάνουν τὸ Σῶμα Του μέσῳ τῶν μυστηρίων. Ἡ Εὐχαριστία, ἑνώνοντας τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὸν Χριστό, τὰ ἑνώνει ταυτόχρονα μεταξύ τους: «ὅτι εἷς ἄρτος, ἓν σῶμα οἱ πολλοὶ ἐσμὲν οἱ γὰρ πάντες ἐκ τοῦ ἑνὸς ἄρτου μετέχομεν» (Α´ Κορ. 10, 17). Ἡ Εὐχαριστία δημιουργεῖ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία (ὅπως τὴν εἶδε ὁ ἅγ. Ἰγνάτιος) εἶναι μία Εὐχαριστιακὴ κοινωνία, ἕνας μυστηριακὸς ὀργανισμὸς ποὺ σαρκώνεται ὅπου τελεῖται ἡ Εὐχαριστία. Δὲν εἶναι συμπτωματικὸ ὅτι ὁ ὅρος «Σῶμα Χριστοῦ» σημαίνει τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸ μυστήριο. Καὶ πὼς ἡ φράση sommunio sanctrorum στὸ Ἀποστολικὸ Σύμβολο σημαίνει οὐσιαστικὰ «κοινωνία τῶν ἁγίων» καὶ «κοινωνία τῶν μυστηρίων». Πρέπει νὰ θεωροῦμε πρωταρχικὰ τὴν Ἐκκλησία ὡς μυστήριο. Ἡ ἐξωτερική της ὀργάνωση, ὅσο σημαντικὴ κι ἂν εἶναι, ἔρχεται μετὰ τὴ μυστηριακή της ζωή. γ) Μιὰ συνεχὴς Πεντηκοστή. Εἶναι εὔκολο νὰ ὑπερτονίσουμε τὸν χαρακτῆρα τῆς Ἐκκλησίας ὡς Σώματος Χριστοῦ καὶ νὰ ξεχαστεῖ ὁ ρόλος τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ἀλλὰ ὅπως εἴπαμε, στὸ ἔργο τοὺς μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀλληλοσυμπληρώνονται, καὶ αὐτὸ ἰσχύει τόσο στὴν Ἐκκλησιολογία ὅσο καὶ σὲ ἄλλους τομεῖς τῆς θεολογίας. Ἐνῷ ὁ ἅγ. Ἰγνάτιος λέγει πὼς «ὅπου Χριστός, ἐκεῖ καὶ ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία», ὁ ἅγ. Εἰρηναῖος γράφει τὸ ἐξίσου ἀληθὲς πὼς «ὅπου ἡ Ἐκκλησία, ἐκεῖ καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα, καὶ ὅπου τὸ ἅγιο Πνεῦμα ἐκεῖ καὶ ἡ Ἐκκλησία». Ἡ Ἐκκλησία, ἐπειδὴ ἀκριβῶς εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἐπίσης ναὸς καὶ κατοικία τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Τὸ ἅγιο Πνεῦμα εἶναι Πνεῦμα ἐλευθερίας. Τὸ ἅγιο Πνεῦμα ὄχι μόνο μᾶς ἑνώνει, ἀλλ᾿ ἐγγυᾶται καὶ τὴν ἄπειρη ποικιλία τῶν προσώπων μέσα στὴν Ἐκκλησία: κατὰ τὴν Πεντηκοστὴ οἱ γλῶσσες πυρὸς «διαμοιράστηκαν» καὶ ἐκάθησαν «ἐφ᾿ ἕνα ἕκαστον» τῶν παρόντων. Τὸ δῶρο τοῦ Πνεύματος εἶναι δῶρο στὴν Ἐκκλησία, ταυτόχρονα ὅμως εἶναι καὶ προσωπικὸ δῶρο, προσαρμοσμένο στὸν χαρακτῆρα τοῦ καθενὸς καὶ τῆς καθεμιᾶς. «Διαιρέσεις δὲ χαρισμάτων εἰσί, τὸ δὲ αὐτὸ Πνεῦμα» (Α´ Κορ. 12, 4). Ζωὴ στὴν Ἐκκλησία δὲν σημαίνει ἰσοπέδωση τῆς ποικιλίας τῶν ἀνθρώπων, οὔτε ἐπιβολὴ ἑνὸς ἄκαμπτου καὶ ὁμοιόμορφου προτύπου πάνω σ᾿ ὅλους, ἀλλὰ τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο. Οἱ ἅγιοι, ὄχι μόνο δὲν παρουσιάζουν κάποια ἀνιαρὴ μονοτονία, ἀλλ᾿ ἔχουν ἀναπτύξει τὴν πιὸ ἔντονη καὶ διακεκριμένη προσωπικότητα. Πληκτικὸ εἶναι τὸ κακὸ κι ὄχι ἡ ἁγιότητα. Αὐτὴ ἐν συντομίᾳ εἶναι ἡ σχέση Ἐκκλησίας καὶ Θεοῦ. Αὐτὴ ἡ Ἐκκλησία – εἰκόνα τῆς ἁγίας Τριάδας, σῶμα Χριστοῦ, πληρότητα τοῦ ἁγίου Πνεύματος- εἶναι ταυτόχρονα ὁρατὴ καὶ ἀόρατη, θεία καὶ ἀνθρώπινη. Εἶναι ὁρατή, ἐπειδὴ ἀποτελεῖται ἀπὸ συγκεκριμένες κοινότητες, ποὺ λειτουργοῦν πάνω στὴ γῆ. Εἶναι ἀόρατη, ἐπειδὴ περιλαμβάνει τοὺς ἁγίους καὶ τοὺς ἀγγέλους. Εἶναι ἀνθρώπινη, ἐπειδὴ ἁμαρτωλοὶ ἀποτελοῦν τὰ ἐπίγεια μέλῃ της, εἶναι θεία, ἐπειδὴ εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Δὲν ὑπάρχει χωρισμὸς μεταξὺ ὁρατοῦ καὶ ἀοράτου, μεταξὺ στρατευμένης Ἐκκλησίας καὶ θριαμβευούσας (σύμφωνα μὲ τὴ δυτικὴ ὁρολογία), ἐπειδὴ καὶ οἱ δυὸ συνιστοῦν μία μοναδικὴ καὶ συνεχῆ πραγματικότητα. «Ἡ ὁρατὴ Ἐκκλησία, ἡ ἐπίγεια Ἐκκλησία, ζεῖ σὲ πλήρη κοινωνία καὶ ἑνότητα μὲ ὁλόκληρο τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, τῆς ὁποίας Κεφαλὴ εἶναι ὁ Χριστός». Βρίσκεται στὸ σημεῖο συνάντησης τοῦ Παρόντος αἰῶνος καὶ τοῦ Μέλλοντος, καὶ ζεῖ ταυτόχρονα στοὺς δυὸ Αἰῶνες.