Ἐπίσκοπος Διοκλείας Κάλλιστος Ware
Ἐνορία καὶ Εὐχαριστία: Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐμπειρία στὸν Δυτικὸ Κόσμο


Ἡ Ἐνορία κατέχει σήμερα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μία σημασία πολὺ μεγαλύτερη ἀπ᾿ ὅση κατεῖχε σὲ ὁποιαδήποτε ἄλλη ἐποχὴ στὴ διάρκεια τῶν δεκαέξι τελευταίων αἰώνων. Ποτὲ ἄλλοτε, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς μεταστροφῆς στὸ Χριστιανισμὸ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, δὲν εἶχε τὸ τοπικὸ Εὐχαριστιακὸ κέντρο τόση μεγάλη σπουδαιότητα στὴ ζωὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅση ἔχει σήμερα.

Ποιὸ εἶναι τὸ νόημα τῆς ὑπάρξεως τῆς Ἐκκλησίας; Ποιὸς εἶναι ὁ μοναδικὸς καὶ χαρακτηριστικός της ρόλος τὸν ὁποῖο κανεὶς ἄλλος καὶ τίποτε ἄλλο δὲν μπορεῖ νὰ ἐκπληρώσει; Τί εἶναι ἐκεῖνο ποὺ πετυχαίνει ἡ Ἐκκλησία καὶ ποὺ δὲν μποροῦν νὰ τὸ πετύχουν οὔτε οἱ ἐθνικὲς συναθροίσεις, οὔτε οἱ λέσχες νεότητος οὔτε τὰ σπίτια στοργῆς;

Ἡ ἀπάντηση δὲν εἶναι παρὰ μόνο μία: ἡ Ἐκκλησία ὑπάρχει γιὰ νὰ μᾶς φέρει σωτηρία ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ· νὰ μᾶς φέρει σωτηρία ὄχι μὲ κάποιο ἀφηρημένο ἢ θεωρητικὸ τρόπο - ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία δὲν ἀποτελεῖ ἕνα ὁποιοδήποτε φιλοσοφικὸ σύστημα ἡ ἰδεολογία - ἀλλὰ μὲ συγκεκριμένη καὶ ὁρατὴ μορφή, διὰ τῆς τελέσεως τῆς Θείας Λειτουργίας. Ἰδοὺ ὁ μοναδικὸς καὶ χαρακτηριστικὸς ρόλος τῆς Ἐκκλησίας, αὐτὸ ποὺ μόνο Ἐκείνη μπορεῖ νὰ ἐπιτελέσει: νὰ προσφέρει τὴ θεία Εὐχαριστία. Ἡ Θεία Εὐχαριστία εἶναι ποὺ δημιουργεῖ τὴν Ἐκκλησία. Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἐπιβάλλεται ἔξωθεν μὲ τὴν ἰσχὺ ἢ τὴ βία, ἀλλὰ πραγματοποιεῖται ἔσωθεν μὲ τὴν τέλεση τῆς Κοινωνίας μὲ τὸ Σῶμα καὶ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι κάποιο κοινωνιολογικὸ κατασκεύασμα ἀλλὰ ἕνας εὐχαριστιακὸς ὀργανισμὸς ὁ ὁποῖος ἀποκτᾶ ὀντότητα τὴν ὥρα ποὺ ἐπικαλεῖται τὸ Ἅγιο Πνεῦμα νὰ ἐνεργήσει πάνω στὰ τίμια δῶρα. Αὐτὴ ἡ εὐχαριστιακὴ φύση τῆς Ἐκκλησίας ἔχει προσδιοριστεῖ μὲ ἰδιαίτερη σαφήνεια ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἰγνάτιο Ἀντιοχείας λίγα χρόνια μετὰ τὸν θάνατο τῶν Ἀποστόλων.

Ἡ Θεία Λειτουργία, ὅμως, εἶναι κάτι ποὺ συντελεῖται μόνον ἐν τόπῳ. Μολονότι ἡ Εὐχαριστία εἶναι μία καὶ ἀπαράλλαχτη σ᾿ ὅλο τὸν κόσμο, διὰ μέσου του χρόνου, ἡ Θεία Λειτουργία δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει ὡς συγκεκριμένη καὶ ζῶσα πραγματικότητα παρὰ μόνον μέσῳ μιᾶς ἰδιαίτερης ἱερουργίας σὲ ὁρισμένο τόπο καὶ χρόνο. Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ Θεία Εὐχαριστία - ποὺ εἶναι ἡ πεμπτουσία τῆς Ἐκκλησίας - βρίσκει τὴν ὁρατὴ πραγμάτωσή της μόνον ἐν τῇ ἐννοίᾳ τῆς τοπικῆς ἐνορίας ἢ τῆς τοπικῆς Μονῆς. Ὅταν λοιπὸν κάνουμε λόγο γιὰ τὴν Ἐκκλησία ὡς εὐχαριστιακὸ ὀργανισμό, μιλοῦμε γιὰ τὴν τέλεση τῆς Θείας Εὐχαριστίας κάθε Κυριακή σε κάθε ἐνορία. Ἡ Ἐνορία εἶναι τὸ βασικὸ εὐχαριστιακὸ «κύτταρο» χωρὶς τὸ ὁποῖο δὲν ὑπάρχει Ἐκκλησία. Ἐπιπλέον σὲ κάθε τέλεση τῆς Εὐχαριστίας παρὼν εἶναι ὁ ὅλος Χριστός, κι ὄχι ἁπλῶς ἕνα μικρὸ τμῆμα Του, ἔτσι ὥστε ἡ τοπικὴ ἐνορία, ὅταν τελεῖ τὰ θεῖα Μυστήρια, δὲν ἀποτελεῖ μία μικρὴ μονάδα μέσα σ᾿ ἕνα μεγαλύτερο σύνολο, ἀλλὰ ἐκφράζει κατὰ τρόπο ὁρατὸ τὴν Μία Καθολικὴ Ἐκκλησία στὴν ὁλότητά της.

Πέραν ἀπὸ τὴν τοπικὴ ἐνορία ποὺ συναθροίζεται στὴν Θεία Λειτουργία, κάθε τί ποὺ ἐμεῖς οἱ Χριστιανοὶ λέμε γιὰ τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τὴν Τριαδικὴ Βασιλεία τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γιὰ τὴν προσφορὰ τῆς Ἐκκλησίας στὴν κοινωνικὴ δικαιοσύνη, τὴν ἀξιοπρέπεια τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴ μεταμόρφωση τῆς Κοινωνίας ἀπὸ μία ἀπρόσωπη αἰχμαλωσία σὲ ἐλεύθερη κοινωνία προσώπων, ὅ,τι κι ἂν λέμε, δὲν ἀποτελεῖ στὴν καλύτερη περίπτωση, παρὰ μόνο μιὰ ἀφηρημένη ἔννοια, τὸ πολὺ ἕνα ἀφελῆ ἰδεαλισμὸ καὶ συναισθηματικὸ οὐτοπισμό. Μόνον μέσα στὴν Ἐνορία ὑπάρχει δυναμικὴ ἀπόδειξη, ἱστορικὴ πραγμάτωση, ἀληθινὴ ἐλπίδα. Ὅπως ὀρθὰ ἔχει λεχθεῖ, μόνο ἡ ζωὴ τῆς Ἐνορίας μπορεῖ νὰ δώσει ἱερατικὴ διάσταση στὴν πολιτική, προφητικὸ πνεῦμα στὴν ἐπιστήμη, ἀνθρώπινο πρόσωπο στὶς οἰκονομικὲς σχέσεις καὶ μυστηριακὸ χαρακτήρα στὸν ἔρωτα. Ἐν τούτοις κάθε φορὰ ποὺ ἐξετάζουμε τὴ συγκεκριμένη ζωὴ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐνοριῶν μας σήμερα, εἴτε στὴν Ἑλλάδα εἴτε σ᾿ αὐτὸ ποὺ συχνὰ ἀποκαλεῖται «διασπορά», πόση ὀδυνηρὴ ἔκπληξη δὲν νιώθουμε ἀπὸ τὸ τεράστιο κενὸ ποὺ χωρίζει τὴ θεωρία ἀπὸ τὴν πράξη;

Ὁ εὐχαριστιακὸς χαρακτήρας τῆς Ἐκκλησίας στὸν κόσμο καὶ μαζί της ἢ ἐκκλησιολογικῆ σημασία τῆς τοπικῆς ἐνορίας, ἀπὸ τὸν τέταρτο αἰώνα καὶ ἐντεῦθεν ἔχει χάσει σταδιακὰ ὅλο καὶ περισσότερο τὴν καθαρότητα τῆς ἓξ αἰτίας τῶν στενῶν δεσμῶν μεταξὺ Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας, Ἐκκλησίας καὶ Ἔθνους. Στὸν κόσμο τοῦ Βυζαντίου, δὲν τονιζόταν τόσο ὁ τοπικὸς εὐχαριστιακὸς χαρακτήρας τῆς Ἐκκλησίας ἀλλὰ μᾶλλον ἡ ἐκτεινόμενη στὰ πέρατα τῆς Γῆς παγκοσμιότητά της. Πολὺ πιὸ ξεκάθαρα στὰ Σλαβικὰ Ὀρθόδοξα Βασίλεια καὶ στὸν Ἑλληνικὸ κόσμο τῆς Τουρκοκρατίας, ἡ Ἐκκλησία ἐκλαμβανόταν ἀπὸ πολιτιστικὴ καὶ μορφωτικὴ σκοπιά, ὅλο καὶ περισσότερο ὡς ἡ συνδετικὴ δύναμη ποὺ ἐξασφάλιζε ἕνα αἴσθημα ἐθνικῆς ταυτότητας. Ἐλάχιστα προβαλλόταν ἡ Ἐνορία ὡς τὸ τοπικὸ εὐχαριστιακὸ κέντρο, μολονότι ἦταν σ᾿ αὐτὸ τὸ ἐπίπεδο τῆς Ἐνορίας ποὺ ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας συνέχιζε νὰ συντηρεῖται.

Οἱ μεταβαλλόμενες συνθῆκες τῆς ἐποχῆς μάς μᾶς ὁδήγησαν σὲ ριζικὴ ἐπανεκτίμηση. Σ᾿ ὅλον τὸν Ὀρθόδοξο κόσμο τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα ἡ παραδοσιακὴ συμμαχία μεταξὺ Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας ἔχει προοδευτικὰ διαβρωθεῖ καὶ σὲ πολλὲς χῶρες ἀπότομα διακοπεῖ. Ἡ ἐξάπλωση τῆς ἐκκοσμικεύσεως σημαίνει ὅτι στὸ μέλλον κάποιος θὰ εἶναι Ὀρθόδοξος ὄχι διότι γεννήθηκε ἀπὸ Ἕλληνες, Σέρβους ἢ Ρώσους γονεῖς, ἀλλὰ διότι ἐλεύθερα ἐπέλεξε νὰ εἶναι Ὀρθόδοξος μέσα ἀπὸ μία ἐσωτερικὴ κίνηση πνευματικῆς ὁμολογίας. Χάνουμε τὰ παραδοσιακὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ στὴ σύγχρονη ἐκκοσμικευμένη Πολιτεία ὁ μορφωτικὸς καὶ πολιτιστικὸς ρόλος τῆς Ἐκκλησίας σπρώχνεται ἀναπόφευκτα στὸ περιθώριο. Βεβαίως κάτι τέτοιο δὲν πρέπει νὰ τὸ δοῦμε σὰν τραγωδία ἀλλὰ μᾶλλον ὡς πρόκληση καὶ ἀκόμη ὡς εὐλογία. Ὠθούμεθα πίσω στὰ στοιχειώδη, στὸ ἕνα καὶ μοναδικὸ ποὺ εἶναι οὐσιῶδες, πίσω στὸ «ἑνὸς δὲ ἐστὶ χρεία» (Λουκᾶ ι´, 42) καὶ αὐτὸ τὸ ἕνα καὶ οὐσιῶδες εἶναι ἡ τέλεση τῆς θείας Εὐχαριστίας.

Ἀπ᾿ ὅλα ὅσα εἴπαμε, προκύπτει ὅτι ἡ τοπικὴ ἐνορία ἀνακτᾶ στὶς μέρες μας τὴν κεντρική της σημασία. Σήμερα, ὅπως κατὰ τοὺς πρώτους τρεῖς αἰῶνες τῆς Χριστιανικῆς Ἱστορίας, ἡ ζωή μας πρέπει νὰ εἶναι ἄρρηκτα δεμένη μὲ τὴν Κυριακάτικη τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας, στὸν τοπικὸ ἐνοριακό μας ναό. Ἡ ζωτικότητα τῆς Ἐκκλησίας στὸ μέλλον θὰ ἐξαρτηθεῖ ἀπὸ τὴν ζωντάνια τῶν ἐνοριῶν μας. Θὰ χρειαστεῖ νὰ στηριχτοῦμε στὶς δικές μας δυνάμεις. Ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας δὲν θὰ μπορεῖ πλέον νὰ στραφεῖ στοὺς πολιτικοὺς γιὰ βοήθεια, οἰκονομικὴ ἢ ἄλλη. ἐνῶ ὁ παπὰς τῆς ἐνορίας δὲν θὰ μπορεῖ πιὰ νὰ περιμένει ἀπὸ τὸ δάσκαλο τοῦ τοπικοῦ σχολείου ἢ τὸν τοπικὸ ἀστυφύλακα νὰ προωθήσουν τὸ ἔργο του.

Ἡ Ὀρθόδοξη ζωὴ στὴν Δύση ἔχει συνειδητοποιήσει αὐτὲς τὶς ἐξελίξεις μέσα ἀπὸ ἰδιαίτερα συγκλονιστικὲς ἐμπειρίες. Ἀποτελοῦμε μία ἐλάχιστη μειονότητα σ᾿ ἕνα ξένο περιβάλλον. Μολονότι ἀπολαμβάνουμε θρησκευτικὴ ἐλευθερία, ἡ Ἐκκλησία μας δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ περιμένει προνομιακὴ μεταχείριση στὸ ἐκπαιδευτικὸ σύστημα τῶν χωρῶν ὅπου ζοῦμε· δὲν παίρνουμε καμιὰ οἰκονομικὴ ἐνίσχυση ἀπὸ κυβερνήσεις, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Δυτικὴ Γερμανία, τὴ Φιλανδία καὶ τὶς Σκανδιναβικὲς χῶρες ὅπου τὸ Λουθηρανικὸ σύστημα τῆς «ἐκκλησιαστικῆς φορολογίας» ἰσχύει ἀκόμη. Προκειμένου νὰ ἐκπαιδεύσουμε τὰ παιδιά μας στὴν Ὀρθόδοξη πίστη, πρέπει νὰ ἐνεργήσουμε μόνοι μας, μέσα ἀπὸ τὴν ἐργασία τῆς τοπικῆς ἐνορίας. Γιὰ νὰ χτίσουμε Ὀρθόδοξους ναοὺς καὶ νὰ μισθοδοτήσουμε μόνιμους ἱερεῖς, ἡ οἰκονομικὴ βοήθεια πρέπει νὰ προέλθει ἀποκλειστικὰ ἀπὸ τὶς τοπικές μας κοινότητες. Ἀπὸ οἰκονομικὴ πλευρὰ ἡ ἐπιβίωση τῆς Ὀρθοδοξίας στὴ Δύση ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὰ κέρματα ποὺ οἱ πιστοὶ θὰ ρίξουν κάθε Κυριακὴ στὸ δίσκο τὴν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας. Ἂν δὲν ἐξασφαλίσουμε μία δυναμικὴ ἐνοριακὴ ζωή, ἡ Ὀρθοδοξία στὴ Δύση δὲν ἔχει μέλλον. Μετὰ ἀπὸ πενήντα ἢ ἑκατὸ χρόνια ἁπλούστατα θὰ ἐξαφανιστοῦμε.

Κι ἐρχόμαστε τώρα νὰ ἐξετάσουμε τί εἴδους Ὀρθόδοξες ἐνορίες ἔχουμε στὴ Δύση. Ἡ πρώτη γενεὰ τοῦ Ὀρθόδοξου μετανάστη ἵδρυσε ἐνορίες ποὺ διέθεταν, γιὰ λόγους προφανεῖς, ἰσχυρὸ ἐθνικὸ χαρακτήρα. Ἡ τοπικὴ ἐνορία ἦταν ὁ κύριος καὶ συχνὰ ὁ μόνος συνδετικὸς κρίκος ποὺ ἀπομένει μὲ τὴν Μητέρα Πατρίδα καὶ ἔτσι οἱ ἐνορίτες θέλησαν μία τοπικὴ ἐκκλησία ἡ ὅποια στὸν τρόπο τῆς λατρείας καὶ στὶς ἄλλες δραστηριότητές της θὰ ἀναπαρήγαγε ὅσο πιὸ πιστὰ γινόταν τὰ σχήματα ποὺ τοὺς ἦταν οἰκεία ἀπὸ τὴν παιδική τους ἡλικία. Κάθε προσπάθεια νὰ χρησιμοποιηθεῖ, παραδείγματος χάριν, ἡ γλώσσα τῆς χώρας στὴν ὁποία ζοῦσαν -Ἀγγλικά, Γαλλικά, Γερμανικὰ κ.τ.λ.- θεωροῦνταν συνήθως ὡς ἀπειλὴ καὶ κατεπολεμιόταν μὲ πεῖσμα.

Ὅλα αὐτὰ εὔκολα κατανοοῦνται. Ἀλλὰ μὲ τὸν ἐρχομὸ τῆς δεύτερης καὶ τρίτης γενεᾶς Ὀρθοδόξων της Δύσεως μία νέα πραγματικότητα ἐμφανίζεται. Οἱ ἐνορίες ἐκεῖνες ποὺ ἀρνήθηκαν νὰ κάνουν ὁποιαδήποτε χρήση τῆς τοπικῆς γλώσσας στὶς Λειτουργίες τους καὶ ἔμειναν ἀνυποχώρητες στὸν πολιτισμὸ καὶ τὰ ἤθη τῆς χώρας στὴν ὁποία ἀνήκουν, τείνουν νὰ μαραζώσουν. Μόλις οἱ νέοι τους φθάσουν τὴν «ἡλικία τῆς ἐπαναστάσεως», ἁπλούστατα σκορπίζουν, ἀφοῦ δὲν βρίσκουν τίποτε στὴν λατρεία τῆς ἐνορίας ποὺ νά ῾χει σχέση μὲ τὴν καθημερινὴ ζωή τους, κι ἔτσι ἀπομένει ἕνα ἐκκλησίασμα ἡλικιωμένων. Οἱ ἐνορίες ἀντιθέτως ποὺ ἀποδέχθηκαν τὴν ἀνάγκη προσαρμογῆς καὶ ἀλλαγῆς, ἔγιναν συχνότατα πολὺ πιὸ γνήσια εὐχαριστιακές: ὄχι πλέον μία ἐθνικὴ λέσχη ἀλλὰ μία ἀληθινὴ λειτουργικὴ σύναξις - ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ συναθροισμένος γύρω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα. Ὁρατὸ σημεῖο αὐτῆς τῆς ἐξελίξεως ὑπῆρξε ἡ ἀναβίωση τῆς συχνῆς Θείας Μεταλήψεως σὲ παλιὲς Ὀρθόδοξες ἐνορίες στὴ Δύση. Ἐκεῖνο ποὺ ἔχει συμβεῖ σὲ τέτοιες κοινότητες εἶναι ἁπλούστατα ἡ ἀνακάλυψη τὸν ἀληθινοῦ νοήματος τῆς ἐνορίας. Προφανῶς ἡ ἐξέλιξη αὐτὴ δὲν παρατηρεῖται παντοῦ. Πολλὲς ἐνορίες ἐνῶ ἀποδέχονται κάποιο μέτρο προσαρμογῆς στὶς δυτικὲς συνήθειες, συνεχίζουν νὰ ρίχνουν μεγαλύτερο βάρος σὲ ἐθνικὲς ἀξίες καὶ σὲ κοινωνικὲς δραστηριότητες μᾶλλον παρὰ στὴν Εὐχαριστία.

Ἡ ἐμπειρία τῆς Ὀρθόδοξης κοινότητας τῆς Ὀξφόρδης ἔχει ἀκολουθήσει ἕνα κάπως ἀσυνήθιστο σχῆμα. Συμβιώνουν ἐδῶ, ἡ μιὰ δίπλα στὴν ἄλλη, δυὸ ὀρθόδοξες ἐνορίες, μιὰ ἑλληνικὴ (ποὺ ὑπάγεται στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο) καὶ μία ρωσικὴ (ποὺ ὑπάγεται στὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας). Ἡ κάθε ἐνορία ἔχει τὸν ἱερέα της καὶ τὸ δικό της ἐκκλησιαστικὸ συμβούλιο. Ὅμως οἱ δυὸ ἐνορίες μοιράζονται ἴσοις ὅροις τὸν ἴδιο ναό, ποὺ χτίστηκε τὸ 1973 μὲ τὴν κοινὴ προσπάθεια καὶ τῶν δυό. Ἔτσι, κάθε Κυριακὴ λατρεύουμε ὅλοι μαζὶ συγχρόνως, ψάλλοντας μία Θεία Λειτουργία γιὰ τοὺς πιστοὺς καὶ τῶν δυὸ κοινοτήτων. Ὑπάρχουν, ὅπως εἶναι φυσικό, δυσκολίες. Μνημονεύουμε π.χ. δυὸ ἐπισκόπους στὶς ἀκολουθίες μας, τηροῦμε δυὸ διαφορετικὰ ἡμερολόγια (ἀφοῦ τὸ ρωσικὸ ἥμισύ της κοινότητός μας ἀκολουθεῖ τὸ παλαιὸ ἡμερολόγιο), καὶ χρησιμοποιοῦμε σὲ κάθε ἀκολουθία ὄχι λιγότερες ἀπὸ τρεῖς γλῶσσες, Ἑλληνικά, Σλαβονικὰ καὶ Ἀγγλικά. Καθ᾿ ὅσο γνωρίζω, πουθενὰ ἀλλοῦ στὴ Μεγάλη Βρετανία δὲν ὑπάρχει ἀκριβῶς ὅμοιο παράδειγμα μ᾿ αὐτὸ τῆς Ὀξφόρδης.

Ἀπὸ τὴν ἄποψη τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου οἱ λύσεις στὶς ὁποῖες καταλήξαμε στὴν Ὀξφόρδη περιέχουν ὁρισμένες προφανεῖς ἀνωμαλίες: Πῶς π.χ., εἶναι δυνατὸν νὰ μνημονεύονται δυὸ ἀνεξάρτητοι ἐπίσκοποι, στὴν ἴδια θεία Λειτουργία; Ἐμεῖς στὴν Ὀξφόρδη δὲν διεκδικοῦμε νὰ λύσουμε ἀπὸ μόνοι μας τὰ κανονικὰ προβλήματα ποὺ δημιουργοῦνται στὴ δυτικὴ Ὀρθοδοξία. Ὅμως, ὄντας ἀναγκασμένοι νὰ ἀντιμετωπίσουμε συγκεκριμένες ποιμαντικὲς ἀνάγκες τῆς τοπικῆς μας κοινότητας, ἐπράξαμε ὅ,τι καλύτερο μπορούσαμε γιὰ νὰ προσφέρουμε μία λειτουργικὴ λύση ποὺ νὰ ἐνθαρρύνει τὴν ἐπιβίωση καὶ τὴν ἀνάπτυξη τῆς τοπικῆς Ὀρθοδοξίας.

Μολονότι κανονικὰ ἀποτελοῦμε δυὸ ξεχωριστὲς ἐνορίες, στὴν πράξη εἴμαστε μόνο μία λατρευτικὴ κοινότητα. Ἐὰν λοιπὸν ὁ ὅρος «ἐνορία» εἶναι νὰ προσδιοριστεῖ μὲ βάση ὄχι τὸ κανονικὸ δίκαιο ἀλλὰ τὴν Εὐχαριστία, τότε πνευματικὰ καὶ λειτουργικὰ ἐμεῖς, οἱ Ὀρθόδοξοί της Ὀξφόρδης ἀποτελοῦμε μία ξεχωριστῆ τοπικὴ ἐνορία.

Ἐπ᾿ οὐδενὶ λόγῳ δὲν ἐπιδιώκω νὰ ἐμφανίσω ὡς ἰδανικὴ τὴν ζωή μας στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Τριάδας καὶ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Ὀξφόρδης. Ἐὰν χρειάστηκε ὁ Σωτήρας μας νὰ προσευχηθεῖ στὸ Μυστικὸ Δεῖπνο γιὰ τὴν ἑνότητα τῶν μαθητῶν τοῦ (Ἰω. 17), αὐτὸ ἔγινε διότι ἀκριβῶς ἐγνώριζε πόσο δύσκολο εἶναι γιὰ τοὺς ἀνθρώπους νὰ μείνουν ἑνωμένοι σὲ ἕνα πεπτωκότα κόσμο· καὶ αὐτὸ τὸ γνωρίζουμε πολὺ καλὰ ἐμεῖς στὴν Ὀξφόρδη, ἀπὸ προσωπικὴ πείρα. Δὲν ὑπάρχει πραγματικὴ ἑνότητα παρὰ μόνο μέσῳ τοῦ Σταυροῦ. Κι ἢ ἑνότητα αὕτη ἀπαιτεῖ ἀπὸ τὸν καθένα μας ἀτέλειωτη γενναιοδωρία, μυστηριακὴ κένωση, θυσία. Στὴν εὐχαριστιακὴ κοινότητα, ὅπως ἀκριβῶς καὶ στὴν ἕνωση τοῦ γάμου ἡ ἑνότητα τῶν μελῶν πρέπει νὰ ἐπανεπιβεβαιώνεται καὶ νὰ ἐπαναλαμβάνεται. Ὅταν οἱ Ἕλληνες καὶ οἱ Ρῶσοι τῆς Ὀξφόρδης ἀποφάσισαν νὰ συνεργαστοῦν ἦταν ἀρχικὰ γιὰ λόγους πρακτικούς. Καὶ οἱ δυὸ κοινότητες εἶναι ὀλιγάριθμες καὶ φαινόταν ἀμφίβολο ἂν καμία ἀπ᾿ αὐτὲς θὰ ἐπιβίωνε στὴν ἀπομόνωση. Ὑπῆρχε ὅμως ἡ βεβαία ἐλπίδα, ὅτι διὰ τῆς συνεργασίας θὰ μπορούσαμε νὰ δημιουργήσουμε μία ζωντανὴ Ὀρθόδοξη παρουσία στὴν πόλη καὶ στὸ Πανεπιστήμιο. Στὴν πορεία τῆς ἀμοιβαίας συνεργασίας μας, ὅμως, χρειάστηκε νὰ ὑπερβοῦμε τὶς καθαρὰ πρακτικὲς ἀνάγκες καὶ νὰ ἐπανεκτιμήσουμε τὶς βασικὲς προτεραιότητες. Χρειάστηκε νὰ ἀναρωτηθοῦμε ποιὸ εἶναι τὸ θεμελιῶδες νόημα τῆς ἐνορίας; «Ὅπου γὰρ ἐστὶν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ὑμῶν» (Ματθ. ς´, 21). Ποῦ λοιπὸν βρίσκεται ὁ «θησαυρός» μας ὡς Ὀρθοδόξων ποὺ ζοῦμε στὴ Δύση;

Ἐὰν ἡ ἐνορία εἶναι πάνω ἀπ᾿ ὅλα μία ἐθνικὴ συνάθροιση μὲ μόνο λόγο ὑπάρξεως τὴν διατήρηση ὁρισμένων πολιτιστικῶν ἀξιῶν, τότε οἱ Ὀρθόδοξοι τῆς Ὀξφόρδης θὰ χρειαστεῖ νὰ συντηρήσουν δυὸ διαφορετικὲς κοινότητες, ποὺ θὰ ἐκκλησιάζονται καὶ θὰ λατρεύουν χωριστά. Ἐὰν ὅμως ἡ Ἐνορία ὑφίσταται κυρίως γιὰ τὴν τέλεση τῆς Εὐχαριστίας καὶ ἐὰν στὴν Εὐχαριστία «οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην... πάντες γὰρ... εἰς ... ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Γαλ. γ´, 28), τότε δίκιο δὲν ἔχουμε νὰ ἐπιμένουμε πάνω ἀπ᾿ ὅλα στὴν τέλεση μιᾶς κοινῆς θείας Λειτουργίας κάθε Κυριακὴ ἀπ᾿ ὅλους ἐμᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους, ἀνεξαρτήτως ἐθνικῆς προελεύσεως, ἑλληνικῆς, ρωσικῆς ἢ ἀγγλικῆς; Μόνον ἔτσι μποροῦμε νὰ δώσουμε μαρτυρία γιὰ τὸ ἀληθινὸ νόημα τῆς ἐνοριακῆς ζωῆς.

Περισσότερο ἀπὸ μία φορὰ τὰ τελευταῖα δεκαεπτὰ χρόνια ἔχουν προκύψει προβλήματα ποὺ ἀπείλησαν νὰ διασπάσουν τὴν ἑνότητά μας ὡς λατρευτικῆς κοινότητας. Καὶ δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι παρόμοια προβλήματα θὰ ἐμφανιστοῦν καὶ εἰς τὸ μέλλον. Ἀλλα κάθε φορὰ ποὺ ἀντιμετωπίζουμε τὸ ἐνδεχόμενο τῆς διασπάσεως, συνειδητοποιοῦμε ἐκ νέου τὴν ὑπέρτατη σπουδαιότητα τῆς λειτουργικῆς μας ἑνότητας. Στὴν Θεία Λειτουργία ἔχουμε βρεῖ τὸν κοινὸ δεσμὸ ποὺ μᾶς συνέχει ἀνεξαρτήτως γλώσσας, ἐθνικῆς ταυτότητας ἢ ἐκκλησιαστικῆς «δικαιοδοσίας». (Πόσο δίκιο δὲν ἔχει ὁ Ἀλέξανδρος Σολζενίτσιν νὰ μέμφεται αὐτὴ τὴ λέξη «δικαιοδοσία» ποὺ τόσο συχνὰ χρησιμοποιεῖται ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους τῆς Δύσεως, χωρὶς ἐν τούτοις νὰ συναντᾶται πουθενὰ στὸ Εὐαγγέλιο!) Μελετώντας τὴ διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου Ἀντιοχείας, ποὺ ἀπευθύνεται στοὺς Χριστιανοὺς τῆς ἐποχῆς του, καὶ τονίζει ὅτι πρέπει ὅλοι νὰ συναντῶνται σὲ μία Εὐχαριστία, νὰ συναθροίζονται γύρω ἀπὸ μία Τράπεζα καὶ νὰ πίνουν ἀπὸ ἕνα Ποτήριο, γνωρίζουμε ὅτι οἱ φλογεροὶ αὐτοὶ λόγοι τοῦ ἰσχύουν τὸ ἴδιο καὶ γιὰ μᾶς τοὺς Ὀρθόδοξούς της Ὀξφόρδης.

Στὴν περιγραφὴ ποὺ κάνει γιὰ τὴ ζωὴ τῆς πρώτης χριστιανικῆς «ἐνορίας» -τῆς κοινότητας τῆς Ἱερουσαλὴμ τῶν ἡμερῶν ποὺ ἀκολούθησαν τὴν Πεντηκοστή- ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς μᾶς λέει: «ἦσαν δὲ προσκαρτεροῦντες τῇ διδαχῇ τῶν ἀποστόλων, καὶ τῇ κοινωνίᾳ καὶ τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου καὶ ταῖς προσευχαῖς· πάντες δὲ οἱ πιστεύοντες ἦσαν ἐπὶ τὸ αὐτὸ καὶ εἶχον ἅπαντα κοινά» (Λουκᾶ β´, 42, 44).

Αὐτὸς ἀκριβῶς εἶναι καὶ ὁ σκοπὸς κάθε ἐνορίας σήμερα, εἴτε βρίσκεται στὴν Ἑλλάδα εἴτε στὴν ἀλλοδαπή: τὰ μέλη της ἐκφράζουν τὴν ἑνότητά τους ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διὰ τῆς ἀπὸ κοινοῦ κλάσεως τοῦ Ἄρτου στὴ θεία Εὐχαριστία. Ὅλες οἱ ἄλλες δραστηριότητες τῆς ἐνορίας, κοινωνικές, πολιτιστικὲς ἢ φιλανθρωπικὲς πηγάζουν ἀπὸ τὴν τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας καὶ εἶναι ὑπάλληλες σ᾿ αὐτήν. Ἡ Εὐχαριστία εἶναι ἕνα συνεχὲς θαῦμα μᾶς λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κρονστάνδης. Παράλληλα μὲ τὴν Μονή, ἡ ἐνορία ἀποτελεῖ ἀκριβῶς τὸ σχῆμα, ἀπὸ τὸ ὁποῖο καὶ σὲ κάθε συγκεκριμένο τόπο, τοῦτο τὸ «συνεχὲς θαῦμα» μαρτυρεῖται μὲ ζωντανὴ παρουσία.

Πηγή: Συλλογικὸς Τόμος: «Ἐνορία, πρὸς μία νέα ἀποκάλυψη», ἔκδ. Ἀκρίτας 1993, ἀπὸ τὴ σειρὰ «Ὀρθόδοξη Μαρτυρία», ἀρ. 37 (σελ. 126-134).