Ἐπίσκοπος Ἰωὴλ Φραγκάκος, Μητροπολίτης Ἐδέσσης, Πέλλης & Ἀλμωπίας
Ὁ κάθε ἄνθρωπος, ὅταν γεννιέται, ἔχει μέσα του (κληρονομοῦνται σ᾿ αὐτὸν) ψυχολογικὲς καὶ σωματικὲς ἀδυναμίες· π.χ. ἡ ἀκόρεστη δίψα γιὰ ζωή, ὁ χωρισμὸς τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα, ἡ φθορὰ τοῦ σώματος, οἱ ποικίλες ἰδιόμορφες καταστάσεις, καχυποψίες γιὰ ἄλλους καὶ πολλὰ ἄλλα. Ὅλα αὐτὰ τοῦ προκαλοῦν φόβο. Ὁ φόβος δὲν τὸν ἀφήνει νὰ τελειοποιηθεῖ στὴν ἀγάπη. Ὁ Χριστὸς ὅμως ἦλθε νὰ μᾶς ἐλευθερώσει ἀπὸ τὸ φόβο τοῦ θανάτου καὶ τῆς κολάσεως, (Ἑβρ. β´ 14-15). Δὲν μᾶς ἔφερε πνεῦμα δειλίας, ποὺ προκαλεῖ φόβο, ἀλλὰ πνεῦμα υἱοθεσίας (Ῥωμ. η´ 14-15). Ὁ Χριστὸς μᾶς ἐλευθέρωσε. Ὅποιος πιστεύει στὸ Χριστὸ ἐλευθερώνεται καὶ ὁδηγεῖται στὴν ἀγάπη ποὺ «ἔξω βάλλει τὸν φόβο» (Α´ Ἰω. δ´ 18). Γιὰ νὰ φτάσουμε ὅμως στὴν ἀγάπη, χρειάζεται ἀγώνας καὶ ἄσκηση καὶ φυσικὰ δὲν ζεῖ κάποιος τὴν κατάσταση αὐτὴ διὰ μιᾶς. Στὰ πρῶτα βήματά του πρὸς τὴν τελείωση, ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ ἔχει φόβο γιὰ μερικὰ πράγματα, ὅπως π.χ. γιὰ τὴν κόλαση, τὴν ἁμαρτία, τὴν γέενα τοῦ πυρός. Νὰ φοβηθεῖ τὴν ἁμαρτία μήπως τὸν χωρίσει ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ καταδικασθεῖ.
Ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος λέγει πὼς ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ ξυπνάει τὴν ἀνθρώπινη φύση ἐναντίον τῶν πονηρῶν ἐπινοήσεων τοῦ διαβόλου. Ὅπως τὰ Χερουβὶμ ἦσαν ἄγρυπνα μπροστὰ στὴν θύρα τοῦ Παραδείσου, ἔτσι καὶ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄγρυπνος φύλακας τοῦ ἀνθρώπου, γιὰ νὰ μὴν πέσει στὴν ἁμαρτία. Αὐτὸν τὸν φόβο χρειάζεται νὰ τὸν διατηρεῖ γιὰ νὰ μὴ βλαβεῖ ἀπὸ τὸν ἐχθρό.
Πράγματι πολλὲς φορὲς συγκρατούμεθα μακρυὰ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, διότι μέσα μας ὑπάρχει ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ. Ἀναλογιζόμαστε· «πῶς θὰ τὸ κάνω αὐτό; φοβᾶμαι τὸν Θεό, φοβᾶμαι τὴν κόλαση». Ὁ σωτήριος αὐτὸς φόβος μᾶς κάνει νὰ μισοῦμε τὴν ἀδικία, τὴν ὕβρη καὶ τὴν ὑπερηφάνεια, τονίζει ὁ Μέγας Βασίλειος.
Αὐτός, ποὺ ἔχει φόβο Θεοῦ, ἀπομακρύνει εὔκολα τοὺς λογισμοὺς τοῦ διαβόλου, ἀφοῦ δὲν αἰχμαλωτίζεται μὲ τίποτε. Δὲν ἔχει περισπασμοὺς στὸ νοῦ του, διότι περιμένει τὸν Δεσπότη Χριστό. Ἐπιμελεῖται τῶν ἀρετῶν, γιὰ νὰ μὴν καταδικασθεῖ.
Ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι μία μήτρα. ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸ σπέρμα. κι αὐτὸ ποὺ θὰ γεννηθεῖ, εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ. Γιὰ νὰ ἔχουμε καθαρὴ ἐλεημοσύνη, δηλ. ἀπαλλαγμένη ἀπὸ κενοδοξία, φιλαργυρία καὶ ἡδονή, πρέπει νὰ προηγηθεῖ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος θὰ νεκρώσει τὰ πάθη αὐτά.
Ὅποιος θέλει νὰ ἀγαπήσει τὸν Θεό, θὰ ἀρχίσει ἀπὸ τὸν φόβο του. Ἐξαιτίας αὐτοῦ του φόβου προσέχουμε καὶ τὰ λεπτότατα ἁμαρτήματα. Ἕνας ποὺ φοβᾶται τὸν Θεό, λέγει καὶ τὰ πιὸ μικρά του ἁμαρτήματα, διότι ἔχει τὴν ἐντύπωση, πὼς μετὰ θάνατο τὸν περιμένουν πολὺ ἄσχημες καταστάσεις.
Ὅποιος φοβᾶται τὸν Θεό, ἀγαπάει τὴν ἐγκράτεια. Μὲ φόβο πηγαίνει νὰ κοινωνήσει. «Μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης προσέλθετε», προσκαλεῖ ὁ λειτουργὸς τοὺς πιστούς. Ὁ φοβούμενος τὸν Κύριο, δὲν φοβεῖται τῶν δαιμόνων τὶς ὁρμές, οὔτε τὶς ἀπειλὲς τῶν ἀνθρώπων.
Οἱ Πατέρες λένε πὼς ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ ἔχει δύο μορφές. Εἶναι ὁ φόβος τῶν εἰσαγωγικῶν καὶ ὁ φόβος τῶν τελείων.
Ὁ φόβος τῶν εἰσαγωγικῶν ἢ τῶν ἀρχαρίων, ποὺ ὑπάρχει μέσα μας καὶ δὲν μᾶς ἀφήνει νὰ πέσουμε στὴν ἁμαρτία ἐξαιτίας τῆς κολάσεως. «Εἰσαγωγικὸς ἐστὶν ὁ ἀπέχων τῆς κακίας». Αὐτός, ποὺ ἔχει αὐτὸν τὸν φόβο φοβᾶται σὰν δοῦλος τὰ κολαστήρια, τὶς τιμωρίες καὶ τὶς καταδίκες.
Ὑπάρχουν ὅμως καὶ οἱ τέλειοι, ποὺ ἔχουν καὶ αὐτοὶ φόβο, ἀλλὰ μὲ ἄλλη μορφή. Φοβοῦνται μήπως παραβοῦν κάποια ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν λυπήσουν. Φοβοῦνται μήπως ὑποστοῦν τροπὴ ἢ ἀλλοίωση στὴν πνευματική τους ζωὴ καὶ πέσουν στὴν ἁμαρτία.
Ὁ φόβος τῶν εἰσαγωγικῶν ἐξαφανίζεται, ὅταν συγχωρηθοῦν τὰ ἁμαρτήματα τοῦ ἀνθρώπου, ἐνῶ ὁ δεύτερος, τῶν τελείων, παραμένει συνεχῶς στὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν ἁγιάζει περισσότερο.
Ἀπ᾿ ὅλα αὐτὰ καταλαβαίνουμε πὼς μποροῦμε νὰ ὠφεληθοῦμε τὰ μέγιστα ἀπὸ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ. Μία εὐχὴ τῆς θείας Λειτουργίας τὸ τονίζει αὐτὸ ἐμφατικά. «Ἔνθες ἡμῖν καὶ τῶν μακαρίων σου ἐντολῶν φόβον, ἵνα τὰς σαρκικὰς ἐπιθυμίας πάσας καταπατήσαντες, πνευματικὴν πολιτείαν μετέλθωμεν, πάντα τὰ πρὸς εὐαρέστησιν τὴν σὴν καὶ φρονοῦντες καὶ πράττοντες».
Αὐτὲς τὶς πνευματικὲς καταστάσεις ἂς ἐπιζητοῦμε σταθερά, γιὰ νὰ γίνουμε ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ.
Εἴδαμε διεξοδικὰ τί εἶναι ὁ φόβος καὶ ποιὲς εἶναι οἱ ἐνέργειές του. Ἂς δοῦμε τώρα τὶς ἀνθρώπινες φοβίες.
Φοβία, ὀνομάζεται ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη ἐπιστήμη, δηλ. τὴν ψυχιατρική, ἡ πάθηση ἐκείνη, ὅπου τὸ ἄτομο κατακλύζεται ἀπὸ φόβο, ἐνῶ δὲν ὑπάρχει πραγματικὴ αἰτία φόβου. Λέμε ὅτι κάποιος ἔχει κλειστοφοβία, ὅταν δὲν μπορεῖ νὰ εἰσέλθει σὲ κλειστοὺς χώρους, π.χ. σὲ ἀνελκυστήρα, ἢ νὰ ταξιδεύσει μὲ ἀεροπλάνο, τρένο κ.λπ., ἐπειδὴ καταλαμβάνεται ἀπὸ μεγάλου βαθμοῦ φόβο. Πλεῖστα πράγματα καὶ καταστάσεις μποροῦν νὰ γίνουν ἀφορμὴ τέτοιας φοβίας. Τὰ συνηθέστερα εἶναι: Πλατεῖες ἢ χῶροι ὅπου ὑπάρχουν πολλοὶ ἄνθρωποι (ἀγοροφοβία), ἡ ἄνοδος σὲ ὑψηλοὺς ὀρόφους κτηρίων (ὑψοφοβία), ζωύφια ἀκίνδυνα γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ὅπως π.χ. μικρὲς ἀράχνες (ἀραχνοφοβία) κατσαρίδες (κατσαριδοφοβίες) κ.λπ. Ἐπίσης φόβος τῶν μικροβίων (μικροβιοφοβία), γι᾿ αὐτὸ καὶ πλένουν τὰ χέρια καὶ τὰ ἐνδύματα συχνότατα. Ἀκόμη διάφορες ἀρρώστειες, ὅπως π.χ. ὁ καρκίνος (καρκινοφοβία), μὲ ἀποτέλεσμα νὰ προσέχουν νὰ μὴν τοὺς ἐγγίσει ἄνθρωπος, ποὺ πάσχει ἀπὸ τὴ νόσο αὐτή, ἢ κάποια ἄλλη. Ὅσοι ἔχουν μία ἀπὸ τὶς φοβίες αὐτές, δὲ σημαίνει πὼς εἶναι ἄτομα δειλὰ καὶ μὲ μειωμένη προσωπικότητα. Ἀντιθέτως μπορεῖ νὰ εἶναι ἐπιτυχημένοι ἐπαγγελματίες, σωστοὶ ἐπιστήμονες, ἢ ἀκόμη νὰ ἐπιδίδονται καὶ σὲ τολμηρὲς δραστηριότητες, ὅπως π.χ. τὴν ὀρειβασία.
Ἡ κατάσταση τῆς φοβίας ὀφείλεται σὲ κάποια διαταραχὴ τῆς λειτουργίας τοῦ κεντρικοῦ νευρικοῦ συστήματος. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος, ποὺ πάσχει ἀπὸ τὴ φοβία, δὲν ἔχει ἄλλα ψυχοπαθολογικὰ συμπτώματα, τότε ἡ ὀδυνηρὴ αὐτὴ κατάσταση ὀνομάζεται νευρωτικὴ φοβία καὶ τὸ ἄτομο ἔχει πλήρη ἐπίγνωση τοῦ παραλόγου της φοβίας του. Παρ᾿ ὅλες ὅμως τὶς προσπάθειές του δὲν μπορεῖ νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπ᾿ αὐτὸ εὔκολα. Ἀκόμη ἡ φοβία μπορεῖ νὰ εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ συμπτώματα ψυχοπάθειας, ὅπως π.χ. ἡ μελαγχολία κ.λπ. Ἂς ἀναφέρουμε καὶ δύο παραδείγματα. Ἕνας γιατρὸς μοῦ ἔλεγε πὼς τὸν ἐπισκεπτόταν συχνὰ κάποιος, ποὺ εἶχε τὴ φοβία τοῦ ἐμφράγματος τῆς καρδιᾶς καὶ γενικώτερα τῆς φοβίας τοῦ θανάτου. Εἶχε καχυποψίες γιὰ τοὺς πάντες καὶ ἔτρεμε στὴν ἰδέα πὼς μπορεῖ νὰ πάθει ἔμφραγμα. Κάθε τόσο πήγαινε στὸν γιατρὸ καὶ ἐξέφραζε τὶς ἀνησυχίες του. Ὅταν μετὰ ἀπὸ χρόνια συνέβη νὰ πάθει καρκίνο ἥπατος, ἐπειδὴ ἦταν συνειδητὸς χριστιανός, ἀντιμετώπισε τὴν ἀσθένεια μὲ ἀξιοθαύμαστη καρτερία καὶ ὑπομονὴ καὶ τὸ καταπληκτικὸ ἦταν, πὼς ἥσυχος περίμενε τὸ θάνατο. Τὸ ἄλλο παράδειγμα. Καπετάνιος ἐμπορικοῦ πλοίου, ποὺ διέπλεε συχνά τους ταραγμένους ὠκεανοὺς καὶ ἀντιμετώπιζε μὲ ἐπιτυχία τὶς φοβερὲς φουρτοῦνες τῆς θάλασσας, τὸν ἐπίανε μεγάλη φοβία, ὅταν ἔμπαινε στὸ λιμάνι καὶ ἔβλεπε συνωστισμὸ (μποτιλιάρισμα) πλοίων. Νόμιζε πὼς δὲ θὰ τὰ κατάφερνε νὰ μπεῖ μέσα. Δὲν φοβόταν τὰ ἄγρια κύματα τοῦ ὠκεανοῦ καὶ ἔτρεμε τὸν συνωστισμὸ τοῦ ἀσφαλοῦς λιμανιοῦ.
Ἕνας πνευματικὸς τί μπορεῖ νὰ κάνει στὴν προκειμένη περίπτωση; Φυσικὰ δὲν μπορεῖ νὰ δώσει κατευθύνσεις ποὺ ἔχουν σχέση μὲ φάρμακα καὶ ἰατρικὲς ἀγωγές. Οἱ παρατηρήσεις τοῦ τύπου, πὼς αὐτὸ ποὺ ἔχει ὁ ἀσθενὴς δὲν εἶναι τίποτε, καὶ ἡ προτροπὴ νὰ μὴν πάει στὸ γιατρό, δὲν ἔχουν καλὰ ἀποτελέσματα. Ἐὰν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ἰατρικὴ θεραπεία, θὰ τὸ κρίνει ἕνας καλὸς καὶ δοκιμασμένος γιατρός. Γίνεται πολλὲς φορὲς μὴ πιστευτὸς καὶ μὴ ἔγκυρος ὁ πνευματικὸς ποὺ δίνει τέτοιες συμβουλές. Τὸ ἔργο τοῦ πνευματικοῦ στὸ ἐξομολογητήριο εἶναι νὰ φύγει ὁ ἄνθρωπος, ποὺ θὰ καταφύγει στὴν βοήθειά του καὶ ἔχει φοβίες, μὲ ἀκλόνητη ἐμπιστοσύνη στὸ Θεὸ καὶ μὲ ἐλπίδα πὼς στὴ δίνη τοῦ προβλήματός του δὲν θὰ εἶναι ἀποῦσα ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ. Καταπληκτικὴ εἶναι ἡ ἐμπειρικὴ διαπίστωση τῶν ἁγίων Πατέρων πὼς ὅσο καθαρίζεται ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, τόσο καὶ ἐξαφανίζονται τὰ πάθη του καὶ οἱ ψυχολογικές του ἀνισότητες. Κάποτε ρώτησαν κάποιον ἀπὸ τοὺς Γεροντάδες τί πνευματικὴ ἐργασία κάνει, κι αὐτὸς ἀπάντησε: «Ἡμεῖς νοῦν τηροῦμεν». Ἡ τήρηση καὶ ἡ καθαρότητα τοῦ νοῦ ἀπαλλάσσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ πολλὲς φοβίες. Ὁ καθαρὸς νοῦς ἡγεμονεύει τῆς κεφαλῆς καὶ ὑποτάσσει ὅλες τὶς αἰσθήσεις τοῦ σώματος. Ὁ μέγας ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς τονίζει, πὼς πάνω ἀπὸ τὴ σπουδὴ τοῦ ἀνθρώπου νὰ γνωρίσει «ἄστρων μεγέθη καὶ φύσεων λόγους», δηλ. θὰ λέγαμε σήμερα ἐπιστημονικὲς γνώσεις, προτιμότερο εἶναι «τὸ εἰδέναι τὸν καθ᾿ ἡμᾶς νοῦν τὴν ἑαυτοῦ ἀσθένειαν καὶ ταύτην ἰάσασθαι ζητεῖν», νὰ μπορέσει ὁ νοῦς νὰ γνωρίσει τὴν ἀσθένειά του καὶ νὰ ζητήσει τὴν ἴασή του. Ἡ καλλιέργεια τοῦ νοῦ μὲ τὴν ἡσυχία, τὴ νηστεία, τὴν προσευχή, τὰ καθαρτικὰ δάκρυα, τὶς ἀκολουθίες, τὴν ἐργασία καὶ μὲ τὴν ἐπικοινωνία μὲ τὸν πνευματικὸ καὶ ἄλλους πατέρες, καὶ τὴν ἀκρόαση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ θὰ φέρει θετικὰ ἀποτελέσματα γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ θὰ μπορεῖ πιὸ δυναμικὰ νὰ ἀντιμετωπίσει τὶς βασανιστικὲς φοβίες. Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, ὅταν καταλάβει τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, καθαρίζει ὅλες τὶς δυνάμεις τῆς ψυχῆς καὶ μάλιστα τὴν πιὸ κύρια δύναμη, ποὺ εἶναι ὁ νοῦς. Ἔτσι μποροῦν νὰ θεραπευθοῦν καὶ οἱ φοβίες.
Θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε πρακτικὰ πὼς ἡ ἐργασία τοῦ νοῦ μὲ τὴν συνεχῆ μνήμη τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἕνα μέσον γιὰ νὰ ἐλέγξουμε τὶς φοβίες μας. Πίσω ἀπὸ τὰ λόγια της σωτήριας εὐχῆς κρύβεται ἡ παρουσία τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ προσεύχεται λέγοντας «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», ἔρχεται σὲ ζωντανὴ ἐπαφὴ μὲ τὸ Θεὸ καὶ ζωοποιεῖται. Ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου γεμίζει ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν Ἰησοῦ καὶ ἔτσι ἐγκαταλείπονται οἱ φοβίες. Ἔχω ὑπόψη κάποιον, ποὺ εἶχε διάφορες φοβίες, ποὺ τὸν ἐμπόδιζαν νὰ κοιμηθεῖ, καὶ ὅταν ἄρχισε νὰ λέγει τὴν εὐχὴ καὶ νὰ ἐνεργεῖ μέσα του, πολλὲς ἀπὸ τὶς δύσκολες αὐτὲς καταστάσεις ἐξαφανίσθηκαν.
Ἐπίσης εἶναι ἀλήθεια πὼς οἱ εὐαίσθητοι ἄνθρωποι ὑποφέρουν πάρα πολὺ ἀπὸ τὶς φοβίες. Ὁ μακάριος Γέροντας π. Παΐσιος ἔλεγε πὼς ὁ πονηρὸς βρίσκει διάφορες εὐκαιρίες καὶ τοὺς εὐαίσθητους τοὺς κάνει πιὸ εὐαίσθητους καὶ τοὺς ἀναίσθητους πιὸ ἀναίσθητους. Οἱ εὐαίσθητοι περνοῦν πολλὲς φορὲς μαρτυρικὲς μέρες ἀπὸ τὴν ἐνέργεια τῆς φοβίας. Διάφορα γεγονότα τοῦ καθημερινοῦ βίου, ἡ ἐνέργεια τοῦ πονηροῦ καὶ ἐγγενεῖς ψυχολογικὲς καταστάσεις κάνουν τὸν ἄνθρωπο νὰ ὑποφέρει πολύ. Τότε χρειάζεται τὴ βοήθεια τοῦ πνευματικοῦ, νὰ συζητήσει μαζί του, νὰ ἐνισχυθεῖ ἀπὸ τὰ λόγια του, νὰ νοιώσει τὴ θεία παρηγοριά. Ἡ παρουσία τῶν ἀνθρώπων, ποὺ μᾶς ἀγαποῦν ἀνιδιοτελῶς, εἶναι εὐεργετική.
Θὰ θέλαμε νὰ θίξουμε κι ἕνα ἄλλο σημεῖο. Ἡ θεραπεία τῆς φοβίας ἐξαρτᾶται καὶ ἀπὸ τὴν ταπείνωση τοῦ ἀνθρώπου. Ἐνθυμοῦμαι τὰ λόγια ἑνὸς Γέροντα τοῦ Ἁγίου Ὄρους σὲ κάποιον, ποὺ εἶχε βασανιστικὲς φοβίες. Ἦταν νέος στὴν ἡλικία καὶ φοβόταν νὰ περπατήσει τὴ νύχτα ἢ νὰ περάσει ἀπὸ τοὺς χώρους τῶν κοιμητηρίων, νὰ κοιμηθεῖ μόνος του στὸ δωμάτιο κ.ἄ. Ὁ θεοφώτιστος, λοιπόν, ἐκεῖνος Γέροντας τοῦ εἶπε: «Ὅλα αὐτὰ τὰ παθαίνεις ἀπὸ τὸν ἐγωϊσμό σου καὶ ἐπειδὴ δὲν κοινωνεῖς συχνά». Ἡ ταπείνωση τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ ἡ ζωοποιὸς χάρη τῶν μυστηρίων ἔχουν τὴ δυνατότητα νὰ θεραπεύσουν τὴ φοβία.
Δὲν ἀρκεῖ μόνο τὰ φάρμακα τοῦ ἰατροῦ, ἀλλὰ χρειάζεται καὶ ἡ δύναμη τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ, εἴτε ἔρχεται σὲ μᾶς ἀπὸ τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, εἴτε ἀπὸ τὶς διαπροσωπικές μας σχέσεις μὲ τὸ Θεό. Ὅπου χρειάζεται νὰ συνδυάσουμε καὶ τὰ δύο, θὰ τὸ κάνουμε. Ἐὰν οἱ φοβίες ἔχουν τὶς ῥίζες τους σὲ καθαρὰ πνευματικὰ αἴτια (ὅπως π.χ. σὲ ἁμαρτίες), θὰ καταφύγουμε στὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ.
Ἕνα ὡραιότατο τροπάριο τῆς Ἐκκλησίας μᾶς κάνει ἔκκληση στὸν Θεὸ νὰ μᾶς ἀπαλλάξει ἀπὸ τὴ θλίψη καὶ νὰ τὴν μεταποιήσει σὲ χαρά: «Τὰ λυπηρὰ τοῦ σοῦ δούλου, τοῦ παρόντος κινδύνου, τὴν ζάλην τὴν πολλὴν καὶ χαλεπήν, μεταποίησον νῦν, Δέσποτα, καὶ μετάτρεψον τούτου, τὸ πένθος εἰς χαρὰν διηνεκῆ· ἵνα πίστει καὶ πόθῳ, ἀπαύστως μεγαλύνῃ σε» (Παράκλησις ἐπὶ ἀσθένειαν).
Ἂς δώσει ὁ Θεὸς τὴ λύση αὐτὴ σὲ ὅλους ὅσους ἔχουν προβλήματα καὶ θλίψεις.