ἀπὸ τὸ βιβλίο «Δωδεκάορτο. Εἰσαγωγὴ στὴν ὀρθόδοξη Χριστολογία»
Ἱεροθέου, Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου
Σαράντα ἡμέρες ἀπὸ τὴν κατὰ σάρκα Γέννησή Του ὁ Χριστὸς προσφέρθηκε στὸν Ναό, σύμφωνα μὲ τὰ καθιερωμένα ἀπὸ τὸν νόμο. Καὶ ἐπειδὴ ἐκεῖ στὸν Ναὸ τοῦ ἔγινε ὑποδοχὴ ἀπὸ πνευματοκίνητους ἀνθρώπους, καὶ μάλιστα ἐπειδὴ ὁ Συμεὼν τὸν πῆρε στὴν ἀγκαλιά του, γι᾿ αὐτὸ καὶ λέγεται Ὑπαπαντή. Ἡ λέξη προέρχεται ἀπὸ τὸ ρῆμα ὑπαντάω καὶ σημαίνει ἔρχομαι σὲ συνάντηση κάποιου.
Ἡ Ἐκκλησία καθόρισε ἡ μεγάλη αὐτὴ Δεσποτικοθεομητορικὴ ἑορτὴ νὰ ἑορτάζεται τὴν 2α Φεβρουαρίου, γιατὶ αὐτὴ ἡ ἡμέρα εἶναι ἡ τεσσαρακοστὴ ἀπὸ τὴν 25η Δεκεμβρίου, ποὺ ἑορτάζεται ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ κατὰ σάρκα. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο διαιρεῖ τὸν ἐτήσιο χρόνο μὲ τοὺς σταθμοὺς τῆς θείας οἰκονομίας καὶ τὸν εὐλογεῖ. Ταυτόχρονα δίνει στὸν ἄνθρωπο τὴν δυνατότητα νὰ μυηθῇ στὸ μεγάλο μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ θεοῦ.
Τὸ περιστατικὸ τῆς προσφορᾶς τοῦ Χριστοῦ στὸν Ναό, κατὰ τὴν τεσσαρακοστὴ ἡμέρα ἀπὸ τὴν Γέννησή Του περιγράφεται μόνον ἀπὸ τὸν Εὐαγγελιστὴ Λουκᾶ (Λουκ. β´ 22-39).
Ὁ ἴδιος ὁ Θεός, δηλαδὴ ὁ ἄσαρκος Λόγος τοῦ θεοῦ, ἔδωσε τὴν ἐντολὴ τοῦ καθαρισμοῦ κατὰ τὴν τεσσαρακοστὴ ἡμέρα στὸν Μωϋσῆ καὶ εἶχε καθιερωθῆ γιὰ ὅλους τοὺς Ἰσραηλίτας. Καὶ μάλιστα ἡ ἐντολὴ αὐτὴ δόθηκε στὸν Μωϋσῆ πρὶν ἀκόμη γίνῃ ἡ ἔξοδος τῶν Ἰσραηλιτῶν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, δηλαδὴ πρὶν τὴν διάβασή τους ἀπὸ τὴν Ἐρυθρὰ θάλασσα.
Ἡ σχετικὴ ἐντολὴ εἶναι ἡ ἑξῆς: «Εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωϋσῆν λέγων ἁγίασόν μοι πᾶν πρωτότοκον πρωτογενὲς διανοϊγον πάσαν μήτραν ἐν τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ ἀπὸ ἀνθρώπου ἕως κτήνους, ἐμοὶ ἐστίν» (Ἐξ. ιγ´ 1-2). Αὐτὴ ἡ ἐντολὴ ἀναφερόταν καὶ στὰ πρωτότοκα ἀρσενικὰ τῶν ζώων, τὰ ὁποῖα ἔπρεπε νὰ ξεχωρίζωνται καὶ νὰ προσφέρωνται στὸν Θεό. Ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ ἦταν σαφής: «καὶ ἀφελεῖς πᾶν διανοῖγον μήτραν, τὰ ἀρσενικά, τῷ Κυρίῳ» (Ἐξ. ιγ´ 12).
Αὐτὴ ἡ ἀφιέρωση ἦταν σημεῖο ἀναγνωρίσεως τῆς εὐεργεσίας τοῦ Θεοῦ, καὶ ἀπόδειξη ὅτι ἀνήκουν σὲ Αὐτόν. Εἶναι γνωστὸν ὅτι ἡ ἐντολὴ τῆς ἀφιερώσεως τοῦ πρωτοτόκου ἀρσενικοῦ παιδιοῦ δόθηκε στὸν Ἰσραηλιτικὸ λαό, διὰ τοῦ Μωϋσέως, ἀμέσως μετὰ τὴν πάταξη τῶν πρωτοτόκων παιδιῶν τῶν Αἰγυπτίων, ὅποτε ὁ Φαραὼ ἀμέσως ἔδωσε τὴν ἄδεια τῆς ἐξόδου, καὶ βέβαια πρὶν ἀκόμη περάσουν τὴν Ἐρυθρὰ θάλασσα. Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ αἰτιολογία τῆς πράξεως αὐτῆς: «ἐν γὰρ χειρὶ κραταιᾷ ἐξήγαγέ σε Κύριος ὁ Θεὸς ἐξ Αἰγύπτου» (Ἐξ. ιγ´ 9).
Σὲ ἄλλο βιβλίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, στὸ Λευιτικό, φαίνεται ὅτι ὁ Θεὸς δίνει περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὴν τελετὴ τῆς ἀφιερώσεως καὶ τῆς εὐγνωμοσύνης. Ἡ γυναίκα ποὺ θὰ γεννήσῃ ἀρσενικὸ παιδὶ θὰ τοῦ κάνῃ τὴν περιτομὴ τὴν ὀγδόη ἡμέρα καὶ κατὰ τὴν τεσσαρακοστὴ ἡμέρα θὰ τὸ προσφέρῃ στὸν Ναό. Καὶ μαζὶ μὲ τὴν προσφορὰ τοῦ γεννηθέντος «προσοίσει ἀμνὸν ἐνιαύσιον ἄμωμον εἰς ὁλοκαύτωμα, καὶ νεοσσὸν περιστερᾶς ἡ τρυγόνα περὶ ἁμαρτίας ἐπὶ τὴν θύραν τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου πρὸς τὸν ἱερέα» (Λευιτ. ιβ´ 1-6).
Ἀφοῦ Αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔδωσε τὸν νόμο στὸν Μωϋσῆ, ὅταν προσέλαβε τὴν ἀνθρωπινὴ σάρκα ἔπρεπε νὰ τὸν ἐφαρμόση, γιὰ νὰ μὴ φανῇ παραβάτης τοῦ νόμου. Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας λέγει ὅτι ὅταν βλέπῃ κανεὶς τὸν Χριστὸ νὰ τηρῇ τὸν νόμο αὐτὸν δὲν πρέπει νὰ σκανδαλισθῇ, οὔτε Αὐτὸν ποὺ εἶναι ἐλεύθερος νὰ τὸν θεωρήσῃ δοῦλο, ἀλλὰ νὰ ἐννοήσῃ περισσότερο «τῆς οἰκονομίας τὸ βάθος».
Καὶ ἡ τήρηση τοῦ νόμου τῆς προσφορᾶς στὸν Ναὸ ὑπάγεται στὸ μυστήριο τῆς θείας κενώσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ.
Ἐπίσης, κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμά, ὁ Χριστὸς δὲν εἶχε ἀνάγκη καθαρισμοῦ, ἀφοῦ ὁ καθαρμὸς νομοθετήθηκε στὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ γιὰ τοὺς γεννήτορας καὶ γιὰ τὰ γεννώμενα, ἀλλὰ τὸ ἔκανε χάριν ὑπακοῆς στὸν Νόμο ποὺ Αὐτὸς ὁ Ἴδιος ἔδωσε. Δὲν εἶχε ἀνάγκη καθαρμοῦ ὁ Χριστός, γιατὶ συνελήφθη ἀσπόρως καὶ γεννήθηκε ἀφθόρως. «Πάντως οὐκ ἦν χρεία καθαρισμοῦ, ἀλλ᾿ ὑπακοῆς ἦν ἔργον». Βέβαια, ἡ ὑπακοὴ ἔχει τὴν ἔννοια τῆς ὑπακοῆς στὸν νόμο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ τῆς ὑπακοῆς τοῦ νέου Ἀδάμ, ἐν ἀντιθέσει μὲ τὴν ἀνυπακοὴ τοῦ παλαιοῦ Ἀδάμ. Καὶ ἐὰν ἡ ἀνυπακοὴ τοῦ πρώτου Ἀδὰμ εἶχε συνέπεια τὴν πτώση καὶ τὴν φθορά, ἡ ὑπακοὴ τοῦ νέου Ἀδάμ, τοῦ Χριστοῦ, ἐπανέφερε τὴν παρακούσασα ἀνθρώπινη φύση στὸν Θεὸ καὶ θεράπευσε τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν εὐθύνη τῆς παρακοῆς.
Ἡ προσαγωγὴ τῶν παιδιῶν στὸν Ναὸ τὴν τεσσαρακοστὴ ἡμέρα ἦταν ἑορτὴ καθαρισμοῦ. Ἡ μητέρα καὶ τὸ παιδὶ ἔπρεπε νὰ καθαρισθοῦν ἀπὸ τὶς συνέπειες τῆς γεννήσεως.
Βεβαίως, ἡ γέννηση τῶν παιδιῶν εἶναι εὐλογία τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ δὲν πρέπει νὰ ἁγνοῆται ὅτι ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο γεννᾶται ὁ ἄνθρωπος εἶναι καρπὸς καὶ ἀποτέλεσμα τῆς πτώσεως, εἶναι οἱ λεγόμενοι δερμάτινοι χιτῶνες, ποὺ φόρεσε ὁ Ἀδὰμ μετὰ τὴν πτώση καὶ τὴν ἀπώλεια τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Μέσα στὰ πλαίσια αὐτὰ πρέπει νὰ δοῦμε τὸ ψαλμικό: «Ἰδοὺ γὰρ ἐν ἀνομίαις συνελήφθην καὶ ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου» (Ψαλμ. 50, 7). Τελικά, ὁ Θεὸς εὐλόγησε αὐτὸν τὸν τρόπο γεννήσεως τοῦ ἀνθρώπου, κατὰ παραχώρηση, ἀλλὰ ὅμως εἶναι καρπὸς τῆς πτώσεως. Τόσο οἱ γονεῖς ὅσο καὶ τὰ παιδιὰ πρέπει νὰ ἐνθυμοῦνται αὐτὴν τὴν πραγματικότητα. Μέσα στὰ θεολογικὰ αὐτὰ πλαίσια πρέπει νὰ ἑρμηνευθῇ ἡ τελετὴ τοῦ καθαρισμοῦ.
Ὅταν σκεφθοῦμε αὐτὲς τὶς θεολογικὲς ἀλήθειες μποροῦμε νὰ δοῦμε ὅτι οὔτε ὁ Χριστὸς οὔτε ἡ Παναγία εἶχαν ἀνάγκη καθαρισμοῦ. Ἡ ἄσπορη σύλληψη καὶ ἡ ἄφθορη γέννηση δὲν συνιστοῦν ἀκαθαρσία.
Ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ ποὺ δόθηκε στὸν Μωϋσῆ ἔλεγε: «Γυνή, ἥτις ἐὰν σπερματισθῇ καὶ τέκῃ ἄρσεν, καὶ ἀκάθαρτος ἔσται ἑπτὰ ἡμέρας» (Λευτ. ιβ´ 2). Αὐτὸ τὸ χωρίο ἐμμέσως δείχνει τὴν καθαρότητα τῆς Παναγίας, γιατὶ ἀκάθαρτος εἶναι ἡ γυναίκα ποὺ θὰ γεννήσῃ ἀφοῦ σπερματωθῇ ἀπὸ ἄνδρα. Ἡ Παναγία, ὅμως, συνέλαβε ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ ὄχι σπερματικῶς, καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν ἦταν ἀκάθαρτη. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι δὲν ὑπαγόταν στὴν περίπτωση αὐτή, ἀλλὰ πῆγε στὸν Ναὸ γιὰ νὰ τηρήσῃ τὸν νόμο.
Ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ ἦταν σαφής: «ἁγίασόν μοι πᾶν πρωτότοκον πρωτογενὲς διανοῖγον πᾶσαν μήτραν» (Ἐξ. ιγ´ 2). Αὐτὴ ἡ ἐντολὴ ταυτόχρονα εἶναι προφητεία, ποὺ ἀναφέρεται στὴν σάρκωση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν ἔχει ἀπόλυτη ἐφαρμογὴ σὲ κάθε πρωτότοκο ἀρσενικὸ παιδί.
Τὸ χωρίο αὐτὸ δὲν ἔχει ἀπόλυτη σχέση μὲ τὶς γεννήσεις τῶν ἄλλων πρωτοτόκων, γιατὶ κανεὶς ἄνθρωπος, οὔτε ὁ πρωτότοκος, ἀνοίγει τὴν μήτρα τῆς μητέρας του. Ὁ Μ. Ἀθανάσιος σὲ σχετικὴ ὁμιλία τοῦ λέγει ὅτι δὲν ἀνοίγουν τὰ βρέφη τὴν μήτρα τῆς μητέρας τους, «ἀλλ᾿ ἡ τοῦ ἀνδρὸς πρὸς τὴν γυναίκα συνέλευσις». Ἡ μήτρα ἀνοίγει κατὰ τὴν συνέλευση τοῦ ἀνδρογύνου καὶ τὴν σύλληψη τοῦ παιδιοῦ. Μόνον ὁ Χριστὸς ἄνοιξε τὴν μήτρα τῆς μητέρας Του, χωρὶς βεβαίως νὰ καταστρέψῃ τὴν παρθενία, ἀφοῦ τὴν ἄφησε καὶ πάλιν κεκλεισμένη. «Ὅταν μηδενὸς ἔξωθεν κρούσαντος, αὐτὸ τὸ βρέφος ἔσωθεν διανοίγει».
Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης, ἀφοῦ ἀναφέρει ὅτι αὐτὸ ποὺ γινόταν στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἦταν τύπος τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, στὴν συνέχεια λέγει ὅτι μόνο ὁ Χριστὸς ἄνοιξε τὴν παρθενικὴ μήτρα «θεοπρεπῶς καὶ ὑπὲρ κατάληψιν ἀνοίξας γὰρ αὐτὴν ἐν τῷ γεννᾶσθαι, κεκλεισμένην πάλιν διεφύλαξεν, ὥσπερ ἦν πρὸ τοῦ συλληφθῆναι καὶ γεννῆσαι».
Ὁ Χριστὸς εἶναι πρωτότοκος, καὶ ἔτσι χαρακτηρίζεται στὴν Ἁγία Γραφή. Βέβαια, αὐτὸς ὁ χαρακτηρισμὸς δὲν δηλώνει ὅτι ὑπάρχει καὶ δευτερότοκος καὶ τριτότοκος, ἀλλὰ ὅτι γεννήθηκε πρῶτος, ἀνεξάρτητα ἂν ὑπάρχῃ δεύτερος ἢ τρίτος. Ὁ ὅρος «πρωτότοκος» πρέπει νὰ συνδεθῇ μὲ τὸ «μονογενής», ὅπως καὶ πάλι χαρακτηρίζεται ὁ Χριστὸς στὴν Ἁγία Γραφή.
Ὁ ὅρος πρωτότοκος ἀναφέρεται καὶ στὶς δύο γεννήσεις τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ στὴν προαιώνια ἀπὸ Παρθένο Πατέρα, χωρὶς μητέρα, καὶ τὴν ἐν χρόνῳ γέννηση ἀπὸ Παρθένο Μητέρα, χωρὶς πατέρα (ἅγ. Γρηγόριος Παλαμᾶς).
Ὁ Χριστὸς λέγεται πρωτότοκος κατὰ τρεῖς τρόπους. Πρῶτον, γιατὶ γεννήθηκε ἀπὸ τὸν Πατέρα πρὸ πάντων τῶν αἰώνων. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγει: «ὃς ἐστὶν εἰκὼν τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου, πρωτότοκος πάσης κτίσεως» (Κολ. α´ 15). Καὶ ὅπως εἴδαμε προηγουμένως τὸ «πρωτότοκος» ταυτίζεται μὲ τὸ «μονογενής». Δεύτερον, λέγεται πρωτότοκος κατὰ τὴν ἀνθρώπινη γέννηση, καὶ ἀνεξάρτητα ἂν γεννήθηκε ἄλλος ἀπὸ τὴν Παναγία. «Καὶ ἔτεκεν τὸν Υἱὸν αὐτῆς τὸν πρωτότοκον» (Λουκ. β´ 7). Καὶ τρίτον, λέγεται πρωτότοκος ἐκ τῶν νεκρῶν, γιατὶ πρῶτος Αὐτὸς ἀναστήθηκε, καὶ ἔτσι ἔδωσε τὴν δυνατότητα σὲ κάθε ἄνθρωπο νὰ ἀναστηθῇ στὸν κατάλληλο καιρό. Ὁ χαρακτηρισμὸς «γέννηση» λέγεται καὶ γιὰ τὴν ἀνάσταση, γιατὶ ἡ ἀνάσταση θεωρεῖται γέννηση. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγει: «ὁς ἐστὶν ἀρχή, πρωτότοκος ἐκ τῶν νεκρῶν» (Κολ. α´ 18). Ἡ πρώτη ἔννοια τοῦ πρωτότοκου συνδέεται μὲ τὴν κατὰ φύση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ γέννηση, ὁ ὅρος, δηλαδή, ἀναφέρεται στὴν θεολογία, καὶ οἱ ἄλλες δύο συνδέονται μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου καὶ ἀναφέρονται στὴν οἰκονομία.
Κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης ὁ Χριστὸς γιὰ νὰ ζωοποιήσῃ τὴν δική μας ἀνθρώπινη φύση ἔγινε πρωτότοκος κατὰ τρεῖς τρόπους. Φυσικά, μὲ αὐτὸ ποὺ λέγει, δὲν ἐννοεῖ τὴν πρὸ πάντων τῶν αἰώνων γέννησή Του ἀπὸ τὸν Πατέρα. Ἔτσι, ὅπως ἡ δική μας ἀνθρώπινη φύση ζωοποιεῖται μὲ τρεῖς γεννήσεις, ἤτοι τὴν ἀπὸ τὴν μητέρα μας, τὴν ἀπὸ τοῦ Βαπτίσματος καὶ τὴν ἀπὸ τοὺς νεκροὺς ποὺ ἐλπίζουμε νὰ γίνῃ στὸ μέλλον, τὸ ἴδιο καὶ ὁ Χριστὸς ἔγινε πρωτότοκος γιὰ μᾶς μὲ τρεῖς τρόπους, ὥστε νὰ ζωοποιηθῇ καὶ νὰ θεοποιηθῇ ἡ δική μας ἀνθρώπινη φύση. Διότι, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν σωματικὴ γέννηση πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ ἀκολουθήση καὶ ἡ πνευματική.
Εἶναι συγκινητικὴ ἡ σκηνὴ ποὺ ὁ Χριστὸς προσφέρεται ὡς νήπιο, ὡς βρέφος στὸν Ναό. Ὁ προαιώνιος Θεός, ποὺ ταυτόχρονα ὡς Λόγος τοῦ Θεοῦ ἦταν πάντοτε ἑνωμένος μὲ τὸν Πατέρα Του καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, καὶ διηύθυνε τὸν κόσμο, ὅλα τὰ σύμπαντα, παρουσιάζεται ὡς βρέφος στὸν Ναό, εὐρισκόμενος στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μητέρας Του.
Καίτοι ὁ Χριστὸς ἦταν νήπιο, ταυτόχρονα ἦταν «πρὸ αἰώνων Θεός», καὶ γι᾿ αὐτὸ ἦταν σοφώτερος ἀπὸ κάθε ἄλλον. Γνωρίζουμε ὅτι ἀπὸ τὴν ἕνωση θείας καὶ ἀνθρωπινῆς φύσεως στὴν ὑπόσταση τοῦ Λόγου, μέσα στὴν κοιλία τῆς Θεοτόκου, ἡ ἀνθρώπινη φύση θεώθηκε, καὶ γι᾿ αὐτὸ ἡ ψυχὴ τοῦ Χριστοῦ ἦταν πλουτισμένη μὲ τὸ πλήρωμα τῆς σοφίας καὶ τῆς γνώσεως. Μόνο ποὺ ἡ σοφία αὐτὴ ἐκφραζόταν ἀνάλογα μὲ τὴν ἡλικία Του, γιατὶ ἂν γινόταν διαφορετικὰ θὰ φαινόταν ὅτι ἦταν τέρας (ἅγ. Ἰωάννης Δαμασκηνός). Πάντως, καίτοι ὁ Χριστὸς ἦταν νήπιος, ἐν τούτοις ἦταν Θεός, ἔχοντας ὅλο τὸ πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς καὶ ὅλη τὴν ἀνθρώπινη σοφία καὶ γνώση, δυνάμει τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως θείας καὶ ἀνθρωπινῆς φύσεως.
Μὲ τὴν νηπιότητα αὐτὴ θεράπευσε τὸ «νηπιῶδες φρόνημα» τοῦ Ἀδάμ. Ὅταν ὁ Θεὸς ἔπλασε τὸν Ἀδὰμ στὸν Παράδεισο, ὁ Ἀδὰμ ἦταν νήπιος ὡς πρὸς τὴν Χάρη καὶ τὸν ἁγιασμό. Εἶχε, βέβαια, φωτισμὸ νοός, ἀλλὰ ἔπρεπε νὰ δοκιμασθῇ καὶ νὰ φθάση στὴν θέωση. Ἐπειδὴ ἦταν ἄπλαστος καὶ νήπιος πνευματικά, ἐπειδὴ εἶχε νηπιῶδες φρόνημα, γι᾿ αὐτὸ εὔκολα ἀπατήθηκε ἀπὸ τὸν πονηρὸ δαίμονα, ποὺ ἐγήρασε στὴν ἁμαρτία καὶ τὴν πονηρία. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Χριστός, ἔχοντας τὴν σωματικὴ νηπιακὴ ἡλικία, θεράπευσε ὄχι μόνον τὸ νηπιῶδες φρόνημα τοῦ Ἀδάμ, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀνθρώπινη φύση, καὶ ἔκανε αὐτὸ ποὺ δὲν κατόρθωσε νὰ κάνῃ ὁ πρῶτος Ἀδάμ. Ἔτσι, μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ Του, ὁ Θεὸς Πατὴρ ἔκανε πιὸ σίγουρη καὶ ἀποτελεσματικὴ τὴν θέωση τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν μποροῦσε πιὰ ὁ διάβολος νὰ πλανήσῃ τὴν ἐν Χριστῷ ἀνθρώπινη φύση, ὅπως τὸ ἔκανε μὲ εὐχέρεια στὸν πρῶτο Ἀδάμ.
Ἡ κένωση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοί, ὅπως φαίνεται καὶ στὴν περίπτωση τῆς προσφορᾶς Του στὸν Ναό, ὑπερέβη καὶ τὴν ἀντίληψη τῶν ἀγγέλων, ἀφοῦ καὶ αὐτοὶ ἐξεπλάγησαν ἀπὸ τὴν ἄπειρη συγκατάβαση τοῦ Θεοῦ. Ὁ Προφήτης Ἀββακοὺμ προφητεύει τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ: «ὁ Θεὸς ἀπὸ Θαιμᾶν ἤξει, καὶ ὁ ἅγιος ἐξ ὄρους κατασκίου δασέος· ἐκάλυψεν οὐρανοὺς ἡ ἀρετὴ αὐτοῦ, καὶ αἰνέσεως αὐτοῦ πλήρης ἡ γῆ» (Ἀββακ. γ´ 3). Μὲ τὴν λέξη ἀρετὴ ἐννοεῖται ἡ ἐνανθρώπηση καὶ ἡ θεία κένωση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Τὸ «ἐκάλυψε τοὺς οὐρανοὺς» δηλώνει ὅτι ἐκάλυψε, σκέπασε καὶ τὸ ὕψος τῶν ἀγγέλων, ἀφοῦ καὶ οἱ ἄγγελοι ἐξεπλάγησαν, βλέποντας τὴν ἄπειρη καὶ ἀνέκφραστη συγκατάβαση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Θεὸς εἶχε καθορίσει ὥστε ἡ προσφορὰ τοῦ ἀρσενικοῦ πρωτοτόκου νὰ συνοδεύεται μὲ προσφορὰ ἀμνοῦ ἄμωμου ἡ ζεύγους τρυγόνων ἡ δύο νεοσσῶν περιστερῶν. Στὸ Λευιτικὸ γράφεται: «προσοίσει ἀμνὸν ἐνιαύσιον ἄμωμον εἰς ὁλοκαύτωμα καὶ νεοσσὸν περιστερᾶς ἡ τρυγόνα περὶ ἁμαρτίας ἐπὶ τὴν θύραν τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου πρὸς τὸν ἱερέα» (Λευϊτ. ιβ´ 1-6). Ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς λέγει ὅτι οἱ γονεῖς τοῦ Χριστοῦ τὸν ὁδήγησαν στὸν Ναὸ «τοῦ δοῦναι θυσίαν κατὰ τὸ εἰρημένον ἐν νόμω Κυρίου, ζεῦγος τρυγόνων ἡ δύο νεοσσοὺς περιστερῶν» (Λουκ. β´ 24).
Οἱ γονεῖς τοῦ Χριστοῦ δὲν πρόσφεραν ἀμνό, ὅπως ἔδινε τὴν δυνατότητα ὁ νόμος, ἐπειδὴ ἦσαν πτωχοί. Οἱ πλούσιες τάξεις προσέφεραν ἀμνὸ ἐνιαύσιο καὶ ἄμωμο, ἐνῶ οἱ πτωχότερες τάξεις ἕνα ζευγάρι τρυγόνων ἢ δύο νεοσσοὺς περιστερῶν (Προκόπιος). Πραγματικά, ὁ Χριστὸς γεννήθηκε σὲ πτωχικὴ οἰκογένεια καὶ μεγάλωσε ὡς πτωχός. Τελικά, ὅμως, ἡ πτωχεία τοῦ Χριστοῦ δὲν ἔγκειται μόνο στὸ ὅτι γεννήθηκε καὶ ἔζησε πτωχός, ἀλλὰ κυρίως στὸ ὅτι ἐνανθρώπησε καὶ προσέλαβε τὴν ἀνθρώπινη φύση. Ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ἐνῶ ἦταν πλούσιος, ἐπτώχευσε γιὰ νὰ πλουτίσουμε ἐμεῖς μὲ τὴν θεότητά Του.
Ὁ νόμος προέβλεπε νὰ προσφέρεται ζεῦγος τρυγόνων ἡ δύο νεοσσοὶ περιστερῶν, γιατὶ μὲ τὸ πρῶτο (ζεῦγος τρυγόνων) δηλωνόταν ἡ σωφροσύνη τῶν γονέων, ποὺ εἶχε σχέση μὲ τοὺς συνεζευγμένους κατὰ τὸν νόμο τοῦ γάμου, ἐνῶ τὸ δεύτερο (νεοσσοὶ περιστερῶν) ἀναφερόταν στὴν Παναγία καὶ τὸν Χριστό, ἀφοῦ ὁ Χριστὸς γεννήθηκε ἀπὸ τὴν Παρθένο καὶ Αὐτὸς παρέμεινε ὡς τὸ τέλος Παρθένος. Ἔτσι, ἐνῶ τὸ πρῶτο δήλωνε τὸν τίμιο καὶ εὐλογημένο γάμο, τὸ δεύτερο προτύπωνε τὴν παρθενία τῆς Παναγίας καὶ τοῦ Χριστοῦ (ἅγ. Γρηγόριος Παλαμᾶς).
Ἡ προβλεπομένη ἀπὸ τὸν νόμο τοῦ Κυρίου προσφορὰ ἦταν τύπος τοῦ Χριστοῦ. Ὅπως σημειώνει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, «ἡ τρυγὼν λαλίστατον ἐστὶν ἐν στρουθίοις ἀγροῦ, ἡ δὲ περιστερά, ἤπιόν τε καὶ πράον». Αὐτὸ συμβόλιζε τὸν Χριστό, ἀφοῦ ὁ Χριστὸς σὰν τρυγόνι κατακελάϊδησε σὲ ὅλη τὴν γῆ καὶ γέμισε μὲ τὴν καλλιφωνία του τὸν δικό Του ἀμπελώνα, δηλαδὴ ἐμᾶς ποὺ πιστεύουμε σὲ Αὐτόν, καὶ σὰν περιστέρι εἶχε τὴν πραότητα στὸν τέλειο βαθμό. Σαφῶς, λοιπόν, αὐτὴ ἡ προσφορὰ ἀναφερόταν στὴν ἐνανθρώπηση τοῦ ἐλεήμονος θεοῦ.
Ἕνα ἀπὸ τὰ σημαντικὰ καὶ κεντρικὰ πρόσωπα τῆς Ὑπαπαντῆς, ἐκτὸς βέβαια, ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Παναγία, ἦταν καὶ ὁ Συμεών, «ὁ δίκαιος καὶ εὐλαβής», ποὺ ἀξιώθηκε νὰ προϋπαντήσῃ τὸν Χριστό, νὰ τὸν λάβῃ στὰ χέρια του καὶ νὰ τὸν ἀναγνωρίσῃ μὲ τὴν δύναμη καὶ ἐνέργεια τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Πραγματικά, πρόκειται γιὰ μία μεγάλη προσωπικότητα, τόσο γιὰ τὸ ὅτι εἶδε τὸν Χριστό, ὅσο καὶ γιὰ τὰ ὅσα εἶπε τὴν στιγμὴ ἐκείνη.
Τὸ ὄνομα Συμεὼν ἀνταποκρίνεται στὴν ζωὴ καὶ τὴν προσδοκία του, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ σὲ αὐτόν, γιατὶ στὴν ἑβραϊκὴ γλώσσα ἡ λέξη Συμεὼν ἑρμηνεύεται ὑπακοή (ὅσιος Νικήτας) ἢ «οὗ ἤκουσε Κύριος» (ἅγ. Ἰωάννης Χρυσόστομος).
Ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς τὸν χαρακτηρίζει ἄνθρωπο ποὺ κατοικοῦσε στὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ ἦταν δίκαιος καὶ εὐλαβής, «προσδεχόμενος παράκλησιν τοῦ Ἰσραήλ». Συγχρόνως λέγεται ὅτι εἶχε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο καὶ τοῦ δόθηκε πληροφορία ὅτι δὲν θὰ πεθάνῃ πρὶν δῇ τὸν Χριστὸ Κυρίου (Λουκ. β´ 25-26). Ὅλα αὐτὰ τὰ γνωρίσματα εἶναι χαρακτηριστικὰ ἑνὸς πνευματεμφόρου ἀνθρώπου. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ Ἁγία Γραφὴ δὲν ἐνδιαφέρεται γιὰ τὴν κατ᾿ ἄνθρωπον καταγωγὴ καὶ τὰ στοιχεῖα τῆς ἀνθρωπίνης συγκροτήσεώς του, ἀφοῦ εἶχε μία ἄλλη ζωή, ζωὴ πνεύματος.
Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης συνέλεξε ἀπόψεις τῶν ἑρμηνευτῶν γιὰ τὸ τί ἀκριβῶς ἦταν ὁ Συμεών. Καὶ αὐτὸ γιατὶ στὸ Εὐαγγέλιο δὲν ἀναφέρεται ρητῶς ἂν ἦταν ἱερεὺς ἢ ὄχι, ἀφοῦ ἀποκαλεῖται ἄνθρωπος. Ἔτσι, λοιπόν, ὁ Ἰωσὴφ ὁ ὑμνογράφος τὸν ἀποκαλεῖ «Ἱερουργόν, Ἱερώτατον», ὁ Ἱερομάρτυς Μεθόδιος «ἱερέα ἄριστον», ὁ Ἱερὸς Φώτιος καὶ ὁ Ἱερὸς Θεοφύλακτος λέγουν ὅτι δὲν ἦταν Ἱερεύς, ἀλλὰ ἀνώτερος τοῦ Ἱερέως, ἄλλοι λέγουν ὅτι ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς ἑβδομήκοντα ἑρμηνευτὲς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὁ ὁποῖος ἀπίστησε, ὅταν ἑρμήνευε τὴν προφητεία τοῦ Προφήτου Ἡσαΐου «ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἔξει...». Τότε ἀκριβῶς ἔλαβε πληροφορία ὅτι θὰ ζήσῃ ἕως ὅτου λάβῃ τὸν Χριστὸ στὶς ἀγκάλες του. Ἄλλοι ἰσχυρίζονται ὅτι ἦταν υἱὸς τοῦ Πατριάρχου τῶν Ἑβραίων Χιλλὲλ καὶ πατέρας τοῦ νομοδιδασκάλου Γαμαλιήλ, καὶ ἄλλοι ὅτι ἦταν Πρόεδρος τοῦ Συνεδρίου τῶν Ἑβραίων. Ἐπίσης λέγεται ὅτι ἦταν πάνω ἀπὸ διακοσίων ἑβδομήκοντα (270) χρονῶν. Ἀναφέροντας αὐτὰ ὁ ἅγιος Νικόδημος γράφει ὅτι ὅσοι θέλουν ἀσφαλῶς νὰ ἀκολουθοῦν τὸ Εὐαγγέλιο γεραίρουν τὸν Συμεὼν τὸν Θεοδόχον «ὡς ἄνδρα ἁπλῶς πνευματοκίνητον».
Πραγματικά, ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ Θεοδόχος ἦλθε στὸ ἱερὸ μὲ τὴν δύναμη καὶ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εἶχε τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἔλαβε τὴν πληροφορία ὅτι θὰ δὴ τὸν Χριστὸ πρὶν πεθάνη, καὶ διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἦλθε στὸ ἱερὸ (Λουκ. β´ 25-27). Αὐτὸ ἐκφράζει τὴν ἀλήθεια ὅτι πρέπει νὰ ἔχῃ κανεὶς τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ νὰ διδάσκεται ἀπὸ Αὐτό. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δὲν ἀποκαλύπτει τὰ μυστήρια σὲ ἀνθρώπους ποὺ εἶναι ἀκάθαρτοι καὶ δὲν τὸ εἶχαν προηγουμένως.
Ὁ Προφήτης Ἡσαΐας προφητεύει: «ἰσχύσατε, χεῖρες ἀνειμέναι, καὶ γόνατα παραλελυμένα... ισχύσατε, μὴ φοβεῖσθε» (Ἡσ. λε´ 3-4). Αὐτὸ συνέβη κυρίως στὸν ἅγιο Συμεὼν τὸν Θεοδόχο, ἀφοῦ, ὅπως λέγει ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, «ἦλθεν ἐν τῷ πνεύματι εἰς τὸ Ἱερόν». Ὄχι μόνο τὸν καθοδηγοῦσε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἀλλὰ καὶ τὸν ἐνίσχυε. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ δὴ τὸν θεό, ἂν δὲν ἔχῃ δυνάμεις πνευματικές, δηλαδὴ ἂν δὲν ἐνισχύεται ἀπὸ τὴν δύναμη καὶ ἐνέργεια τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Ἔτσι, λοιπόν, τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἐνίσχυσε τὰ πόδια του γιὰ νὰ πορευθοῦν στὸ ἱερό, ἀλλὰ καὶ τὰ χέρια του γιὰ νὰ κρατήσουν τὸν Χριστό. Ὁ Γεώργιος Νικομηδείας λέγει ὅτι δὲν χρησιμοποίησε τὰ δικά του πόδια γιὰ νὰ προσέλθῃ στὴν διακονία τοῦ μυστηρίου, ἀφοῦ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἔγινε σὲ αὐτὸν ἅρμα, ποὺ τὸν μετέφερε.
Ἐρχόμενος στὸ Ἱερὸ ὁ δίκαιος Συμεών, μὲ τὴν δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀναγνώρισε τὸν σαρκωθέντα Υἱὸ καὶ Λόγο τοῦ θεοῦ. Ὅποτε ἀξιώθηκε νὰ δῇ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ποὺ προφητικῶς ἔβλεπαν ὅλοι οἱ Προφῆτες. Ὅπως λέγει ὁ Μ. Βασίλειος, ὁ Συμεὼν καὶ ἡ Ἄννα εἶδαν τὴν θεία δύναμη ποὺ ὑπῆρχε στὸν Χριστὸ «ὥσπερ φῶς δι᾿ ὑαλίνων ὑμένων διὰ τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος». Ὅπως ἐμεῖς μέσα ἀπὸ τὰ παράθυρα βλέπουμε τὸ φῶς ποὺ ὑπάρχει στὸ σπίτι, ἢ ὅπως ἀπὸ τὶς γυάλινες λάμπες βλέπουμε τὸ φῶς ποὺ ὑπάρχει ἐκεῖ, ἔτσι καὶ οἱ καθαροὶ στὴν καρδιὰ βλέπουν διὰ τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ τὸ φῶς τῆς θεότητος, αὐτὸ ποὺ γιὰ τοὺς ἄλλους εἶναι ἄγνωστο καὶ ἀθέατο.
Ό Μ. Ἀθανάσιος πλέκει τὸ ἐγκώμιο τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ θεοδόχου, ἐπειδὴ ἐκινεῖτο ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ ἀξιώθηκε αὐτῆς τῆς μεγάλης τιμῆς. Λέγει ὅτι ὁ Συμεὼν καίτοι ἦταν ἄνθρωπος κατὰ τὸ φαινόμενο, ἐν τούτοις ἦταν ὑπὲρ ἄνθρωπος κατὰ τὸ νοούμενο. Κατ᾿ οὐσίαν ἦταν ἄνθρωπος, ἀλλὰ κατὰ τὴν ἀξία ὑπερκείμενος, πολὺ πάνω ἀπὸ τοὺς συνανθρώπους του. Ὡς πρὸς τὴν φύση ἄνθρωπος, ἀλλ᾿ ὡς πρὸς τὴν ἀρετὴ ἄγγελος. Εἶχε ὡς ἐνδιαίτημα τὴν αἰσθητὴ Ἱερουσαλήμ, ἀλλ᾿ ὡς μητρόπολη εἶχε τὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ. Ὄχι μόνο ἦταν ἀνώτερος ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ «καὶ τῶν ἀγγέλων ὁ Συμεὼν ὑπέρτερος».
Ἕκτος ἀπὸ τὸν ἅγιο Συμεὼν τὸν Θεοδόχο, στὸν Ναὸ παρευρέθηκε καὶ ἡ Ἄννα, ἡ Προφήτις, ποὺ ἀξιώθηκε νὰ ἀναγνωρίσῃ τὸν Θεὸ καὶ νὰ διακηρύξῃ ὅτι Αὐτὸς εἶναι ὁ λυτρωτής της. Ἡ Ἄννα βρισκόταν στὴν ἡλικία τῶν ὀγδόντα τεσσάρων ἐτῶν, καὶ ἦταν χήρα, ἀφοῦ εἶχε ζήσει μὲ τὸν ἄνδρα της ἑπτὰ χρόνια (Λουκ. β´ 36).
Τὸ χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τῆς Ἄννας ἦταν ὅτι βρισκόταν μέρα νύκτα στὸν Ναὸ καὶ δὲν ἀπομακρυνόταν ἀπὸ αὐτόν. Ἔτσι, ἐνῶ ὁ Συμεὼν ὁδηγήθηκε ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα στὸν ναό, αὕτη ἔμενε ἐκεῖ καὶ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἀναγνώρισε τὸν Θεό.
Ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς τὴν ἀποκαλεῖ Προφήτιν, διότι εἶχε τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Ὁ Ἱερὸς Κοσμᾶς ὁ ὑμνογράφος λέγει ὅτι ἡ Ἄννα «ἱερῶς ἀνθωμολογεῖτο ὑποφητεύουσα». Ὑπάρχει δὲ διαφορὰ μεταξὺ προφήτου καὶ ὑποφήτου, κατὰ τὸν ἅγιο Νικόδημο τὸν ἁγιορείτη. Ὁ Προφήτης ἀναγγέλλει αὐτὰ ποὺ πρόκειται νὰ γίνουν μετὰ ἀπὸ ἀρκετὸ καιρό, ἐνῶ ὁ ὑποφήτης ἐξηγεῖ τὰ παρόντα ἢ τὰ παρελθόντα ἢ ἀκόμη καὶ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα πρόκειται νὰ γίνουν μετὰ ἀπὸ λίγο καιρό. Φαίνεται δὲ ὅτι ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς χρησιμοποιεῖ τὴν λέξη προφήτης μὲ τὴν ἔννοια τοῦ ὑποφήτου, ἀφοῦ ἡ Ἄννα ἀναγνώρισε μὲ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα τὴν ἔλευση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ.
Ἄλλωστε, ἡ προφητεία στὴν Καινὴ Διαθήκη ἔχει καὶ τὴν ἔννοια τῆς ἐξηγήσεως, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, τοῦ βαθύτερου νοήματος τοῦ νόμου καὶ γενικότερά της Ἁγίας Γραφῆς. Γι᾿ αὐτό, Προφῆτες στὴν γλώσσα τῆς Ἁγίας Γραφῆς εἶναι οἱ θεολόγοι, ποὺ διακρίνουν τὰ πνεύματα.
Ἡ ἀνθομολόγηση τῆς Ἄννης εἶναι ἡ εὐχαριστία καὶ ἡ δοξολογία γιὰ τὴν ἀποστολὴ τῆς λυτρώσεως τοῦ Ἰσραήλ. Ἡ ἐνέργειά της συνδυάζει εὐχαριστία καὶ διακήρυξη, ἀφοῦ «ἐλάλει περὶ αὐτοῦ».
Ἡ παρουσία τοῦ δικαίου Συμεὼν καὶ τῆς Προφήτιδος Ἄννης φανερώνει καὶ μία ἄλλη πραγματικότητα, ὅτι, δηλαδή, αὐτοὶ ἦταν τὸ λογικὸ ζεῦγος τρυγόνων ποὺ ὑποδέχθηκε τὸν Χριστό, ὅταν ἀνέβηκε στὸν Ναό. Ἔτσι μαζὶ μὲ τὸ ἄλογο ζεῦγος τρυγόνων, τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἔστειλε καὶ πνευματικὸ καὶ πνευματέμφορο ζεῦγος τρυγόνων, τὸν Συμεὼν καὶ τὴν Ἄννα.
Αὐτὸ φανερώνει, κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, ποιοὶ καὶ πῶς πρέπει νὰ εἶναι αὐτοὶ ποὺ πρόκειται νὰ δεχθοῦν τὸν Χριστό. Ἡ ἕνωση μὲ τὸν Χριστὸ προϋποθέτει ἀνάλογο βίο. Ὁ Συμεὼν ἦταν δίκαιος καὶ δὲν μνημονεύεται ἂν εἶχε δεχθῇ προηγουμένως τὴν ἔγγαμη ζωή, ἐνῷ ἡ Ἄννα μετὰ τὸν θάνατο τοῦ συζύγου της, ζοῦσε τὴν εὐλογία τῆς χηρείας, εἶχε ἄμωμο καὶ καθαρὸ βίο.
Ἐν Χριστῷ ζωὴ εἶναι ἡ παρθενία κατὰ Χριστὸν ἢ ἡ συζυγία ἡ θεοσδοτη, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Μάλιστα σὲ ὁμιλία του στὴν ἑορτὴ τῆς Ὑπαπαντῆς κάνει μεγάλη ἀναφορὰ στὸ τί κακὸ προξενεῖ ἡ πορνεία, καὶ ὅτι δὲν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ ἔχῃ σχέση μὲ τὸν Χριστό, ὅταν πορνεύῃ. Χρειάζεται σταύρωση τῆς σάρκας μαζὶ μὲ τὶς ἐπιθυμίες της.
Ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ εἶδος τοῦ βίου ποὺ ἐκλέγει κανείς, δηλαδὴ γάμο ἢ παρθενία, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν τρόπο τῆς ζωῆς, ἀπὸ τὴν σχέση ποὺ ἔχει μὲ τὸν Χριστό. Καὶ στὴν μία καὶ στὴν ἄλλη περίπτωση ἀπαιτεῖται παρθενία καὶ σωφροσύνη. Σὲ αὐτὸ κατευθύνει ἡ μυστηριακὴ καὶ ἡ ἀσκητικὴ ζωή, σὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ζωῆς ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο ὁ Θεάνθρωπος Χριστός.
Ὅταν ὁ δίκαιος Συμεὼν συνάντησε τὴν Παναγία ποὺ κρατοῦσε τὸν Χριστό, ἔλαβε τὸ θεῖο βρέφος στὴν ἀγκαλιά του. «Καὶ αὐτὸς ἐδέξατο αὐτὸ εἰς τὰς ἀγκάλας αὐτοῦ καὶ εὐλόγησε τὸν Θεὸν» (Λουκ. β´ 28). Αὐτὴ ἡ σκηνὴ εἶναι συγκλονιστική. Καί, βέβαια, δὲν μποροῦσε νὰ γίνῃ αὐτό, ἂν οἱ βραχίονές του δὲν ἐνισχύονταν ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα.
Ἡ σκηνὴ αὐτὴ μας ὑπενθυμίζει τὸ ὅραμα τοῦ Προφήτου Ἡσαΐου. Ἀφοῦ ὁ Προφήτης εἶδε «τὸν καθήμενον ἐπὶ θρόνου ὑψηλοῦ καὶ ἐπηρμένου» καὶ τὰ Σεραφεὶμ νὰ εὑρίσκωνται γύρω ἀπὸ Αὐτόν, καὶ ὁμολόγησε τὴν ἀκαθαρσία τῶν χειλέων του, συνέβη τὸ ἑξῆς καταπληκτικό. «Καὶ ἀπεστάλη πρός με ἓν τῶν Σεραφεὶμ καὶ ἐν τῇ χειρὶ εἶχεν ἄνθρακα, ὃν τῇ λαβίδι ἔλαβεν ἀπὸ τοῦ θυσιαστηρίου καὶ ἥψατο τοῦ στόματός μου καὶ εἶπεν· ἰδοὺ ἥψατο τοῦτο τῶν χειλέων σου καὶ ἀφελεῖ τὰς ἀνομίας σου καὶ τὰς ἁμαρτίας σου περικαθαριεῖ» (Ἡσ. στ´ 6-7).
Ἡ ὅραση αὕτη ἀναφέρεται στὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ, ἄλλωστε, ὁ Προφήτης Ἡσαΐας ἐκλήθη νὰ κηρύξῃ στὸν Ἰσραηλιτικὸ λαὸ τὴν ἔλευση τῆς παρακλήσεως, δηλαδὴ τὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ, γι᾿ αὐτὸ καὶ θεωρεῖται ὡς ὁ μεγαλοφωνότατος τῶν Προφητῶν καὶ πέμπτος Εὐαγγελιστής. Μὲ μεγάλη καθαρότητα καὶ ἀκρίβεια περιέγραψε σκηνὲς τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως.
Τὸ ὅτι ἡ ὅραση αὐτὴ συνδέεται μὲ τὴν ἐνανθρώπηση φαίνεται ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἑρμηνευτικὴ παράδοση. Σὲ ἕνα τροπάριο τῶν μεγαλυναρίων τῆς ἑορτῆς λέγεται: «Ἡ λαβὶς ἡ μυστικὴ ἡ τὸν ἄνθρακα Χριστόν, συλλαβοῦσα ἐν γαστρὶ σὺ ὑπάρχεις Μαριάμ». Ὅλες οἱ ἀποκαλύψεις στὴν Παλαιὰ Διαθήκη εἶναι ἀποκαλύψεις τοῦ ἄσαρκου Λόγου, στὶς περισσότερες ἀπὸ τὶς ὁποῖες φανέρωνε τὴν ἐνανθρώπησή Του, τὴν ἔλευσή Του ἐν σαρκί. Ἔτσι, λοιπόν, ἐδῶ λέγεται ὅτι ὁ ἄνθρακας εἶναι ὁ Χριστός. Ἡ μυστικὴ λαβίδα ποὺ κρατεῖ τὸν ἀνθράκα εἶναι ἡ Παναγία, ποὺ τὸν συνέλαβε στὴν κοιλία της. Καὶ ἡ Παναγία δίνει τὸν ἄνθρακα αὐτὸν στὸν δίκαιο Συμεών. Οὐράνιο θυσιαστήριο εἶναι ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ, ὁ οὐρανός. Γι᾿ αὐτὸ ψάλλουμε: «Κατελθόντ᾿ ἐξ οὐρανοῦ τὸν Δεσπότην τοῦ παντός, ὑπεδέξατο αὐτὸν Συμεὼν ὁ Ἱερεύς».
Ὅπως ὁ Προφήτης Ἡσαΐας δέχθηκε τὸν ἄνθρακα καὶ δὲν κατακάηκε, ἀλλὰ καθαρίστηκε καὶ ἔγινε Προφήτης, ἔτσι καὶ ὁ δίκαιος Συμεὼν δέχθηκε τὸν ἄνθρακα Χριστὸ ἀπὸ τὴν Παναγία καὶ δὲν κατακάηκε, ἀλλὰ καθαρίστηκε κατὰ τὸν λόγο: «ἰδοὺ ἥψατο τῶν χειλέων σου καὶ ἀφελεῖ τὰς ἀνομίας σου καὶ τὰς ἁμαρτίας σου περικαθαριεῖ».
Ἡ τελευταία αὐτὴ φράση εἶναι δεῖγμα ὅτι τὸ ὅραμα τοῦ Προφήτου Ἡσαΐου ἀναφερόταν στὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Καὶ αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὸ ὅτι ἡ Ἐκκλησία καθόρισε ὥστε ἡ φράση αὐτὴ νὰ λέγεται ἀπὸ τὸν λειτουργοῦντα Ἱερέα, μετὰ τὴν θεία Κοινωνία τοῦ Σώματος καὶ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Συνδεδεμένη αὐτὴ ἡ προφητικὴ εἰκόνα μὲ τὸν δίκαιο Συμεών, ἀναφορικὰ μὲ τὴν θεία Κοινωνία, δείχνει ὅτι γιὰ νὰ μὴ κατακαύσῃ τὸν ἄνθρωπο ἡ θεία Κοινωνία τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ πρέπει νὰ ἔχῃ Πνεῦμα Ἅγιον, ὅπως ἀκριβῶς ὁ δίκαιος Συμεών.
Ἔτσι, λοιπόν, ὁ φλεγόμενος ἄνθρακας εἶναι ὁ ἐνανθρωπήσας Χριστός, θυσιαστήριο ἡ κοιλία τῆς Παναγίας, τὰ Σεραφεὶμ εἶναι ἡ ἴδια ἡ Θεοτόκος, λαβὶς μυστικὴ τὰ χέρια τῆς Παναγίας, ποὺ δίνουν τὸν ἄνθρακα στὸν δίκαιο Συμεών.
Μόλις ὁ δίκαιος Συμεὼν ἔλαβε στὴν ἀγκαλιά του τὸν Χριστὸ ἀνεφώνησε: «Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλόν σου, δέσποτα, κατὰ τὸ ῥῆμά σου ἐν εἰρήνῃ, ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου, ὃ ἠτοίμασας κατὰ πρόσωπον πάντων τῶν λαῶν, φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν καὶ δόξαν λαοῦ σου Ἰσραὴλ» (Λουκ. β´ 29-31). Πρόκειται γιὰ μία μεγαλειώδη φράση, τὴν ὁποία ἡ Ἐκκλησία παρέλαβε καὶ ἔθεσε στὸ τέλος τῆς ἀκολουθίας τοῦ Ἑσπερινοῦ, ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλες ἀκολουθίες, ὅπως τὴν εὐχαριστία μετὰ τὴν μετάληψη τῶν Τιμίων Δώρων. Θὰ ἐπιχειρήσουμε μία μικρὴ ἑρμηνευτικὴ ἀνάλυση αὐτοῦ του λόγου.
Ὁ δίκαιος Συμεὼν ἦταν πληροφορημένος ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ὅτι θὰ δῇ ὁπωσδήποτε τὸν ἐνανθρωπήσαντα Λόγο τοῦ Θεοῦ πρὶν πεθάνη, καὶ αὐτὸ πραγματοποιήθηκε, ἀφοῦ ἦταν «προφητικῇ χάριτι τετιμημένος» (ἅγ. Κύριλλος Ἀλεξανδρείας). Ὅταν εἶδε τὸν Χριστό, ζητᾶ λύση τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα, ὅποτε γίνεται ἀντιληπτὸ ὅτι οἱ ἅγιοι «δεσμὸν λογίζονται τὸ σῶμα» (Ἱερὸς Θεοφύλακτος), καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν φοβοῦνται τὸν θάνατο.
Τὸ «κατὰ τὸ ῥῆμά σου ἐν εἰρήνῃ» δηλώνει ὅτι ζητεῖ τὴν ἔξοδο τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα, «διὰ τὸν χρησμὸν ὃν ἔλαβεν» καὶ μάλιστα αὐτὸ θεωρεῖ ἀνάπαυση, γιατὶ τὸ «ἐν εἰρήνῃ» ἰσοῦται μὲ τὸ «ἐν ἀναπαύσει» (Ἱερὸς Θεοφύλακτος). Ἡ ἀνάπαυση ἔχει σχέση καὶ μὲ τὴν εἰρήνη τῶν λογισμῶν, γιατὶ ὅσο περνοῦσαν οἱ ἡμέρες ὁ δίκαιος Συμεὼν τὸ ἀνέμενε «ἀεὶ φροντίζων πότε ἐλεύσεται» (Ἱερὸς Θεοφύλακτος). Καί, βέβαια, τὸ σωτήριο τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἐνανθρώπηση, τὴν ὁποία ἑτοίμαζε ὁ Θεὸς πρὸ πάντων τῶν αἰώνων. Πραγματικά, προετοιμαζόταν τὸ μυστήριο τοῦ Χριστοῦ «καὶ πρὸ αὐτῆς τῆς τοῦ κόσμου καταβολῆς» (ἅγ. Κύριλλος Ἀλεξανδρείας).
Ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ ἦταν καὶ εἶναι φῶς στὰ ἔθνη, ἐπειδὴ οἱ Ἐθνικοί, οἱ εἰδωλολάτρες ἦταν πεπλανημένοι, βρίσκονταν στὰ σκοτάδια καὶ εἶχαν πέσει στὰ χέρια τῶν δαιμόνων (ἅγ. Κύριλλος Ἀλεξανδρείας), ἀλλὰ καὶ δόξα τοῦ Ἰσραήλ, γιατὶ ὁ Χριστὸς ἀνέτειλε καὶ προῆλθε ἀπὸ τοὺς Ἰσραηλίτες. Ὅσοι, λοιπόν, εἶναι εὐγνώμονες τὸ αἰσθάνονται αὐτό (Ἱερὸς Θεοφύλακτος).
Ὁ λόγος αὐτὸς τοῦ ἁγίου Συμεὼν εἶναι ἕνας ἐπινίκιος ὕμνος μετὰ τὴν ἀποκάλυψη σὲ αὐτὸν τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Οἱ Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἔβλεπαν τὰ ὀπίσθια του Θεοῦ, τὴν ἔλευσή Του, ποὺ θὰ γινόταν στὸ μέλλον, αὐτὸς τὴν βλέπει κατὰ πρόσωπον. Πραγματικά, ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ φῶς τοῦ κόσμου, ὄχι τὸ αἰσθητὸ καὶ ἠθικό, ὄχι τὸ συμβολικό, ἀλλὰ τὸ πραγματικό, ποὺ ἐκδιώκει τὸ σκότος τῆς ἀγνοίας καὶ τοῦ νοῦ, ἀλλὰ εἶναι καὶ ἡ δόξα ὄχι μόνο τῶν Ἰσραηλιτῶν, ἀλλὰ ὁλόκληρης της ἀνθρώπινης φύσεως. Χωρὶς καὶ ἔξω ἀπὸ τὸν Χριστὸ ἡ ἀνθρώπινη φύση εἶναι ἄδοξη, ἀνείδεη, ἀόριστη καὶ ἀνώνυμη. Μὲ τὸν Χριστὸ ἀποκτᾶ «εἶδος καὶ ὅρο» (ἱερὸς Νικόλαος Καδάσιλας).
Τὸ ὅτι ὁ Συμεὼν μόλις εἶδε τὸν ἐνανθρωπήσαντα Λόγο τοῦ Θεοῦ ζήτησε τὴν ἀπόλυση, τὸν θάνατο, ἑρμηνεύεται ἀπὸ τὴν μεγάλη χαρὰ γι᾿ αὐτὸ τὸ ὁποῖο στὴν συνέχεια ἔπρεπε νὰ ἐπιτελέσῃ. Ἤθελε νὰ πορευθῇ στὸν Ἅδη καὶ νὰ ἀναγγείλῃ τὴν χαρμόσυνη ἀγγελία ὅτι ἦλθε ὁ Μεσσίας, ὁ λυτρωτὴς τοῦ κόσμου, καὶ αὐτῶν τῶν δικαίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ποὺ βρίσκονταν στὸν Ἅδη. Μάλιστα, λέγει ὁ Μ. Ἀθανάσιος ὅτι ὁ Συμεὼν βιαζόταν γιὰ νὰ μὴ προλάβουν νὰ ἀναγγείλουν τὸ γεγονὸς τὰ νήπια, τὰ ὁποῖα ἐπρόκειτο νὰ σφαγοῦν ἀπὸ τὸν Ἡρώδη. Καὶ αὐτὸ τὸ ζητεῖ, γιατὶ τὰ νήπια εἶναι γοργὰ καὶ εὐκίνητα, αὐτὸς δὲ «γέρων καὶ βραδὺς καὶ δυσκίνητος». Ὁ Χριστὸς ἱκανοποιεῖ τὸ αἴτημά του, γιατὶ, ὅπως λέγει ὁ Μ. Ἀθανάσιος, φαίνεται σὰν νὰ τοῦ εἶπε νὰ πάῃ νὰ ἐμφανισθῇ φαιδροπρεπῶς στὸν Ἀδὰμ ποὺ ζοῦσε στὸν Ἅδη σκυθρωπῶς, καὶ νὰ ἀναγγείλῃ τὴν χαρὰ στὶς ὠδίνες τῆς Εὔας, λέγοντας: «ἥκει ἡ λύτρωσις, ἥκει ὁ ρύστης, ἥκει ἡ ἄφεσις, ἥκει ὁ ἐλευθερωτής. Μηκέτι θρηνεῖ, φύσις ἡ ἀνθρωπεία· ἥκει γὰρ ὁ ἀντιληψόμενος ὑμῶν, ἥξει καὶ οὐ χρονιεῖ».
Ἑπομένως, ὁ δίκαιος Συμεὼν εἶναι ὁ πρῶτος ποὺ ἀνήγγειλε στοὺς δέσμιούς του Ἅδου, σὲ ὅλους τοὺς δικαίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ποὺ βρίσκονταν στὸν Ἅδη, ἐπειδὴ δὲν εἶχε καταργηθῇ ὀντολογικὰ ὁ θάνατος, ὅτι ἦλθε ὁ Χριστὸς τὸν ὁποῖο ἐκεῖνοι περίμεναν, καὶ ὅτι γρήγορα θὰ ἔλθη καὶ στὸν Ἅδη γιὰ νὰ τοὺς ἀπελευθερώσῃ.
Ὁ δίκαιος Συμεὼν εὐλόγησε τὴν Θεοτόκο καὶ τὸν Ἰωσήφ, ποὺ παρακολουθοῦσαν τὰ γεγονότα αὐτὰ μὲ θαυμασμὸ καὶ ἔκπληξη. Καὶ τότε στράφηκε στὴν Θεοτόκο γιὰ νὰ τῆς πῇ δύο θαυμαστὲς Προφητεῖες.
Ἡ πρώτη ἀναφερόταν στὸ Πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ. «Ἰδοὺ οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν ἐν τῷ Ἰσραὴλ καὶ εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον» (Λουκ. β´ 34). Αὕτη ἡ προφητεία πραγματοποιήθηκε κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ ἐξακολουθεῖ νὰ πραγματοποιῆται στὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας καὶ στὴν προσωπικὴ ζωὴ κάθε ἀνθρώπου.
Ὁ Θεάνθρωπος Χριστὸς εἶναι πτώση τῶν ἀπίστων, τῶν μὴ πιστευόντων σὲ Αὐτόν, καὶ ἀνάσταση αὐτῶν ποὺ πιστεύουν σὲ Αὐτόν. Ἕνα παράδειγμα εἶναι ὁ Γολγοθᾶς. Ὁ ἕνας ληστὴς πιστεύει καὶ σώζεται, ὁ ἄλλος ἀμφισβητεῖ καὶ καταδικάζεται. Συμβαίνει αὐτὸ καὶ στὴν ἐσωτερική μας ζωή, ἀφοῦ ὁ Χριστὸς πίπτει ὅταν ἐμεῖς οἱ βαπτισμένοι πέφτουμε μὲ τὴν πορνεία, καὶ ἀνίσταται μὲ τὴν σωφροσύνη. Ἐπίσης, αὐτὸ μπορεῖ νὰ ἐννοηθῇ ὅτι πρόκειται ὁ Χριστὸς νὰ πάθῃ καὶ νὰ πέσῃ στὸν θάνατο, ἀλλὰ καὶ νὰ ἀναστηθοῦν πολλοὶ μὲ τὴν δική του πτώση, καὶ τὸν δικό του θάνατο (ἱερὸς Θεοφύλακτος).
Ὁ Χριστὸς εἶναι καὶ «σημεῖον ἀντιλεγόμενον». Ἡ λέξη «σημεῖον» μπορεῖ νὰ ἐννοηθῇ μὲ πολλοὺς τρόπους καὶ πολλὲς ἔννοιες. Κατ᾿ ἀρχὰς σημεῖο εἶναι ἡ σάρκωση τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Κατὰ τὴν ἐνανθρώπηση ἔγιναν πολλὰ παράδοξα καὶ παράξενα πράγματα. Ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος, ἡ Παρθένος μητέρα. Ἀκριβῶς δὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο ἀντιλέγεται καὶ ἀμφισβητεῖται ἀπὸ πολλοὺς ἀνθρώπους. Ἄλλοι ὑποστηρίζουν ὅτι ἔλαβε πραγματικὸ σῶμα, καὶ ἄλλοι ὅτι ἔλαβε φανταστικό, ὅτι δηλαδὴ τὸ σῶμά Του ἦταν φανταστικὸ καὶ ὅλα τὰ ἔκανε φανταστικά. Ἄλλοι θεωροῦν ὅτι εἶναι χοϊκὸ σῶμα, ἄλλοι ἐπουράνιο. Ἄλλοι θεωροῦν ὅτι ὁ Χριστὸς ὡς Θεὸς ἔχει προαιώνια ὕπαρξη καὶ ἄλλοι νομίζουν ὅτι ἔλαβε ἀρχὴ τῆς ὑπάρξεώς του ἀπὸ τὴν παρθένο καὶ ἄχραντη Μαρία (ἅγ. Κύριλλος Ἀλεξανδρείας).
Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης, ἀναλύοντας τὴν ἑρμηνεία τοῦ ἱεροῦ Θεοφύλακτου, ὅτι ὡς σημεῖο ἀντιλεγόμενο ἐννοεῖται ἡ σάρκωση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, λέγει ὅτι ὁ αἱρετικὸς ποὺ βλέπει τὰ ἔργα τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος ἔχει διπλὲς ἐνέργειες, τὴν θεία καὶ τὴν ἀνθρώπινη, καὶ ἄλλοτε ὡς ἄνθρωπος πεινᾶ, διψᾶ, δέχεται τὸ μαρτύριο, σταυρώνεται, πάσχει κλπ., καὶ ἄλλοτε ὡς Θεὸς κάνει θαύματα, ἐκδιώκει δαίμονες καὶ ἀνίσταται κλπ., ἀμφιταλαντεύεται ἂν ὁ Χριστὸς εἶναι Θεὸς ἡ ἄνθρωπος. Ὅμως ὁ Χριστιανὸς δὲν ἔχει τέτοιες ἀμφιβολίες, γιατὶ γνωρίζει ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῶν θεουμένων ἁγίων ὅτι καίτοι ὁ Χριστὸς εἶχε δύο φύσεις, θεία καὶ ἀνθρώπινη, ἐν τούτοις εἶναι ἕνας κατὰ τὴν ὑπόσταση καὶ τὸ πρόσωπο, καὶ ἔτσι ὁ ἕνας καὶ Αὐτὸς Χριστὸς ἐνεργεῖ ἄλλοτε τὰ θεοπρεπῆ καὶ ἄλλοτε τὰ ἀνθρωποπρεπῆ. Καὶ βέβαια, ὅταν ἐνεργεῖ κάθε φύση, ἐνεργεῖ «μετὰ τῆς θατέρου κοινωνίας».
Ἔπειτα, σημεῖο ἀντιλεγόμενο εἶναι καὶ ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ. Κατὰ τὸν ἅγιο Κύριλλο Ἀλεξανδρείας, «ἀντιλεγόμενον σημεῖον τὸν τίμιον ὀνομάζει σταυρόν». Ἄλλοι δέχονται τὸν Σταυρὸ καὶ τὴν σταύρωση τοῦ Χριστοῦ θεωροῦντες αὐτὴν ὡς σωτηρία, ὅτι στὸν Σταυρὸ νίκησε τὶς ἀρχὲς καὶ ἐξουσίες τοῦ σκότους, καὶ ἄλλοι ἀρνοῦνται τὸν Σταυρό. Δὲν μποροῦν νὰ ἀντιληφθοῦν πῶς ὁ Χριστὸς σταυρώθηκε. Γι᾿ αὐτό, ὅπως εἶπε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὁ Σταυρὸς εἶναι γιὰ τοὺς Ἰουδαίους σκάνδαλο, γιὰ τοὺς Ἕλληνες μωρία. Γιὰ μᾶς ὅμως τοὺς πιστοὺς ὁ Σταυρὸς εἶναι «Θεοῦ δύναμις καὶ Θεοῦ σοφία» (Α´ Κορ. α´ 23-24).
Ἡ δεύτερη προφητεία τοῦ ἁγίου Συμεών, ποὺ ἀναφερόταν στὴν Παναγία, εἶναι ἡ ἑξῆς: «καὶ σοῦ δὲ αὐτῆς τὴν ψυχὴν διελεύσεται ρομφαία, ὅπως ἂν ἀποκαλυφθῶσιν ἐκ πολλῶν καρδιῶν διαλογισμοὶ» (Λουκ. β´ 35).
Προφανῶς ἡ προφητεία αὐτὴ ἀναφέρεται στὸν πόνο καὶ τὴν θλίψη τῆς Θεοτόκου, ὅταν θὰ ἔβλεπε τὸν Υἱό της πάνω στὸν Σταυρό, ποὺ εἶναι ταυτόχρονα Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, νὰ πάσχῃ καὶ νὰ ὑποφέρῃ. Ἡ Παναγία δὲν ὑπέφερε, οὔτε πόνεσε κατὰ τὴν γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ἀκριβῶς γιατὶ τὸν συνέλαβε ἀσπόρως καὶ τὸν γέννησε ἀφθόρως. Ἔπρεπε, λοιπόν, νὰ πονέσῃ πολὺ κατὰ τὸν καιρὸ τῆς ἐξόδου.
Ἀκριβῶς αὐτὴ ἡ ῥομφαία, ποὺ θὰ διέλθη τὴν ψυχὴ τῆς Θεοτόκου κατὰ τὸν σταυρικὸ θάνατο τοῦ Χριστοῦ, θὰ ἀποκαλύψῃ τοὺς διαλογισμοὺς πολλῶν ἀνθρώπων, ποὺ βρίσκονταν κεκρυμένοι στὴν καρδιά τους. Αὐτοὶ ἀμφιβάλλουν ἂν εἶναι γνήσια καὶ ἀληθινὴ μητέρα. Ἀλλὰ ἀπὸ τὸν πόνο ποὺ αἰσθάνθηκε καταλαβαίνουν ὅτι πρόκειται γιὰ τὴν φυσική του μητέρα.
Αὐτὸ μᾶς ὑπενθυμίζει τὴν περίπτωση τῶν δύο γυναικῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ποὺ διεκδικοῦσαν ἕνα βρέφος καὶ παρουσιάσθηκαν στὸν Σολομῶντα γιὰ νὰ τοὺς λύσῃ τὴν διὰ-φορᾶ. Ὁ Σολομῶν ζήτησε μαχαίρι γιὰ νὰ τὸ τεμαχίσῃ καὶ νὰ δώσῃ ἀπὸ ἕνα μέρος σὲ κάθε μία γυναίκα. Τότε ἡ μία ζήτησε νὰ μὴ τὸ σφάξῃ, ἀλλὰ νὰ τὸ δώσῃ ὁλόκληρο στὴν ἄλλη. Καὶ ἡ ἄλλη ζήτησε νὰ τὸ σφάξῃ, ὥστε νὰ μὴ τὸ πάρῃ καμμιὰ ἀπὸ αὐτές. Ὁ βασιλεὺς ἔδωσε τὸ παιδὶ σὲ αὐτὴν ποὺ προτίμησε νὰ ζήσῃ τὸ παιδί, ἔστω κι ἂν τὸ πάρῃ ἡ ἄλλη γυναίκα. Αὐτὸ ἦταν δεῖγμα ὅτι ἦταν ἡ φυσική του μητέρα. (Γ´ Βασιλ. γ´ 16-28).
Ἔτσι καὶ ὁ πόνος τῆς Παναγίας στὸν Σταυρὸ ἔδειξε ὅτι αὐτὴ εἶναι ἡ πραγματικὴ μητέρα, ὅτι ἀπὸ αὐτὴν ὁ Κύριος παρέλαβε τὴν σάρκα. Γιατὶ, ἀφοῦ ἡ Παναγία εἶναι ἡ πραγματικὴ μητέρα, σημαίνει ὅτι καὶ ὁ Χριστὸς ἔχει πραγματικὸ σῶμα καὶ δὲν εἶναι ἄνθρωπος κατὰ φαντασία.
Ό Μ. Ἀθανάσιος λέγει ὅτι ἡ φράση «ὅπως ἂν ἀποκαλυφθῶσιν ἐκ πολλῶν καρδιῶν διαλογισμοὶ» σημαίνει ὅτι ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ, τὸ Πάθος Του, θὰ ἀποκαλύψῃ ὅλες τὶς ἐσωτερικὲς διαθέσεις τῶν ἀνθρώπων, ἀφοῦ ὁ Πέτρος ἀπὸ θερμὸς καὶ ζηλωτής, θὰ τὸν ἀρνηθῇ, οἱ Μαθητὲς θὰ τὸν ἐγκαταλείψουν, ὁ Πιλᾶτος θὰ μεταμεληθῇ μὲ τὴν νίψη τῶν χεριῶν, ἡ γυναίκα του θὰ πιστεύσῃ μὲ τὸ νυκτερινὸ ὄνειρο, ὁ ἑκατόνταρχος θὰ ὁμολογήσῃ ἀπὸ τὰ σημεῖα, ὁ Ἰωσὴφ καὶ ὁ Νικόδημος θὰ ἀσχοληθοῦν μὲ τὰ τῆς κηδείας, ὁ Ἰούδας θὰ πνιγῇ, οἱ Ἰουδαῖοι θὰ δώσουν ἀργύρια στοὺς φρουροὺς γιὰ νὰ ἀποκρύψουν τὴν Ἀνάσταση. Καί, πραγματικά, «μάχη τις ἔσται καὶ στάσις λογισμῶν τε καὶ διαλογισμῶν ἐναντίων».
Ἡ προφητεία αὐτὴ δὲν ἀναφέρεται μόνο στὴν σάρκωση καὶ τὴν σταύρωση, ἀλλὰ καὶ στὴν ὅλη ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ εἶναι τὸ πραγματικὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἄλλοι σώζονται παραμένοντας στὴν Ἐκκλησία καὶ ἄλλοι καταδικάζονται, ἀρνούμενοι τὸ σωτηριῶδες ἔργο της. Ἐπίσης, ἐπειδὴ μὲ τὸ Βάπτισμα δεχθήκαμε τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ μέσα στὴν καρδιὰ καὶ δὲν φεύγει ποτέ, ἀλλὰ ἁπλῶς μὲ τὰ πάθη καλύπτεται, γι᾿ αὐτὸ ὅταν ἁμαρτάνουμε, πίπτουμε, καὶ ὅταν ἀγωνιζόμαστε καὶ μετανοοῦμε, ἀνασταινόμαστε.
Ὁ Χριστὸς θὰ εἶναι «εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν» καὶ στὴν ἄλλη ζωή, ἀφοῦ ὅλοι θὰ δοῦν τὸν Χριστό, ἀλλὰ γιὰ ἄλλους θὰ εἶναι Παράδεισος καὶ γιὰ ἄλλους Κόλαση.
Αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ τελευταῖο δείχνει ὅτι ἡ ἑορτὴ τῆς Ὑπαπαντῆς δὲν εἶναι ἁπλῶς μία ἑορτὴ ποὺ ἀναφέρεται ἁπλῶς στὸν Δεσπότη Χριστὸ καὶ ὑποδηλώνει ἕναν ἀπὸ τοὺς σταθμοὺς τῆς θείας Οἰκονομίας, ἀλλὰ καὶ μία ἑορτὴ τοῦ ἄνθρωπου ποὺ ζῇ μὲ τὸν Χριστό.
Ἡ Ἐκκλησία τὴν ἑορτὴ τοῦ σαραντισμοῦ τοῦ Χριστοῦ τὴν ἔκανε καὶ τελετή, ἀκολουθία σαραντισμοῦ κάθε ἄνθρωπου, μετὰ τὴν γέννησή του. Τὴν τεσσαρακοστὴ ἡμέρα ἀπὸ τὴν γέννηση προσφέρεται τὸ βρέφος στὸν Ναὸ ἀπὸ τὴν μητέρα του. Αὐτὴ ἡ προσφορὰ ἔχει διπλὴ σημασία καὶ ἔννοια. Πρῶτον, εὐλογεῖται ἡ μητέρα γιὰ τὸ τέλος τοῦ καθαρισμοῦ της ἀπὸ τὰ αἵματα τῆς λοχείας. Ἡ Ἐκκλησία, ὅπως εὔχεται γιὰ κάθε ἀσθένεια, ἔτσι καὶ εὔχεται γιὰ τὴν γυναίκα ποὺ γέννησε καὶ εἶναι φυσικὸ νὰ αἰσθάνεται κόπο καὶ σωματικὴ ἀδυναμία. Προσεύχεται νὰ τὴν καθαρίσῃ καὶ γιὰ τὸν λόγο ὅτι ὁ τρόπος γεννήσεως τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως τὸν γνωρίζουμε σήμερα, εἶναι μεταπτωτικός. Δεύτερον, εἶναι τελετὴ εὐχαριστήρια γιὰ τὴν γέννηση ἑνὸς παιδιοῦ. Ἐπειδὴ ἡ σύλληψη καὶ ἡ γέννηση ἑνὸς ἄνθρωπου δὲν εἶναι ἁπλῶς ἔργο τῆς φύσεως, ἀλλὰ τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, γι᾿ αὐτὸ αἰσθανόμαστε ὅτι ἀνήκει στὸν Θεό. Ἔτσι, τὸ προσφέρουμε στὸν Θεὸ καὶ Ἐκεῖνος διὰ τοῦ Ἱερέως μᾶς τὸ παραχωρεῖ ἐκ νέου γιὰ νὰ τὸ μεγαλώσουμε. Ὅμως στὴν πραγματικότητα ἀνήκει στὸν Θεό.
Πρέπει ὅμως νὰ προσφέρουμε στὸν Θεό, στὸ ἄνω θυσιαστήριο, κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης, ἀντὶ τοῦ ζεύγους τρυγόνων τὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος, καὶ ἀντὶ τῶν δύο νεοσσῶν περιστερῶν νὰ προσέχουμε πολὺ ὄχι μόνο ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων. Καί, ὅπως ὁ Χριστὸς ἐτέλεσε ὅλα τὰ τοῦ νόμου καὶ ἐπέστρεψε στὴν πατρίδα Του, πληρούμενος καὶ προκύπτοντας στὴν σοφία, ἔτσι καὶ ἐμεῖς νὰ ἐπιστρέψουμε στὴν ἀληθινή μας πατρίδα, ποὺ εἶναι ἡ ἐπουράνιος Ἱερουσαλήμ, ἀφοῦ ζήσουμε πνευματικῶς κατὰ τὸν θεῖο νόμο καὶ προκόψουμε στὴν σοφία καὶ τὴν χάρη καὶ φθάσουμε στὸ μέτρο τῆς ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ, τελειούμενοι κατὰ τὸν ἔσω ἄνθρωπο καὶ γενόμενοι ἐνδιαίτημα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Εἶναι καθῆκον μας, κατὰ τὸν Μέγα Ἀθανάσιο, νὰ ὁμοιάσουμε μὲ τὸν δίκαιο Συμεὼν καὶ τὴν Προφήτιδα Ἄννα. Πρέπει καὶ ἐμεῖς νὰ συναντήσουμε τὸν Χριστὸ μὲ σωφροσύνη, καθαρότητα, ἀκακία, ἀμνηστία, καὶ γενικῶς μὲ φιλοθεΐα καὶ φιλανθρωπία. Δὲν μπορεῖ κανεὶς μὲ ἄλλο τρόπο νὰ συναντήσῃ τὸν Χριστό, τὴν ἀληθινὴ ζωή.
Ἡ Ὑπαπαντὴ τοῦ Χριστοῦ δείχνει ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ζωὴ καὶ τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων καὶ ὅτι ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ ἀποβλέπη στὴν ἀπόκτηση αὐτοῦ του ἐνυποστάτου φωτὸς καὶ τῆς ἐνυποστάτου ζωῆς. Ἡ Ἐκκλησία ψάλλει παρακλητικά: «Λάμπρυνόν μου τὴν ψυχὴν καὶ τὸ φῶς τὸ αἰσθητόν, ὅπως ἴδω καθαρῶς καὶ κηρύξω σὲ Θεόν». Γιὰ νὰ κηρύξῃ κανεὶς τὸν Θεὸ πρέπει νὰ τὸν δῇ καθαρά. Μόνον οἱ ὁρῶντες τὸν Θεὸ ἢ τουλάχιστον ἐκεῖνοι ποὺ δέχονται τὴν πείρα τῶν ὀρώντων, μποροῦν νὰ γίνωνται διδάσκαλοι. Ἀλλά, γιὰ νὰ δῇ κανεὶς τὸν Θεὸ πρέπει προηγουμένως νὰ λαμπρυνθῇ, νὰ φωτισθῇ ὡς πρὸς τὴν ψυχὴ καὶ τὶς σωματικὲς αἰσθήσεις. Τότε ἡ ἑορτὴ τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Χριστοῦ γίνεται καὶ ἑορτὴ τῆς ὑπαπαντῆς τοῦ κάθε πιστοῦ.