«Σταυρός, ὁ φύλαξ πάσης της οἰκουμένης. |
Πρὶν ἀπὸ εἴκοσι αἰῶνες ὁ σταυρὸς ἦταν ὄργανο ἀτιμωτικῆς τιμωρίας καὶ φρικτοῦ θανάτου. Οἱ Ρωμαῖοι καταδίκαζαν στὴν ποινὴ τῆς σταυρώσεως τοὺς πιὸ μεγάλους ἐγκληματίες.
Σήμερα ὁ σταυρὸς κυριαρχεῖ σ᾿ ὁλόκληρη τὴ ζωὴ τῶν πιστῶν χριστιανῶν, σ᾿ ὁλόκληρη τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μας, ὡς ὄργανο θυσίας, σωτηρίας, χαρᾶς, ἁγιασμοῦ καὶ χάριτος. Ὅπως γράφει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, «αὐτὸ τὸ καταραμένο καὶ ἀποτρόπαιο σύμβολο τῆς χειρότερης τιμωρίας τώρα ἔχει γίνει ποθητὸ καὶ ἀξιαγάπητο». Παντοῦ τὸ βλέπεις. «Στὴν ἁγία Τράπεζα, στὶς χειροτονίες τῶν ἱερέων, στὴ θεία λειτουργία, στὰ σπίτια, στὶς ἀγορές, στὶς ἐρημιὲς καὶ στοὺς δρόμους, στὶς θάλασσες, στὰ πλοῖα καὶ στὰ νησιά, στὰ κρεββάτια καὶ στὰ ἐνδύματα, στοὺς γάμους, στὰ συμπόσια, στὰ χρυσὰ καὶ τ᾿ ἀσημένια σκεύη, στὰ κοσμήματα καὶ στὶς τοιχογραφίες... Τόσο περιπόθητο σ᾿ ὅλους ἔγινε τὸ θαυμαστὸ αὐτὸ δῶρο, ἡ ἀνέκφραστη αὐτὴ χάρη.»
Πράγματι, ὅπου κι ἂν στρέψει κανεὶς τὸ βλέμμα του, μέσα κι ἔξω ἀπὸ τὸν ναό, θὰ δεῖ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ. Σὰν ὁρατό, σχηματικὸ σύμβολο, ἀλλὰ καὶ σὰν ἱερὴ χειρονομία. Τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ δεσπόζει στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας.
Γιατί ὅμως;
Γιατὶ ἀπὸ τότε, ποὺ πάνω στὸν σταυρὸ καρφώθηκε καὶ πέθανε γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, τὸ ὄργανο αὐτὸ τῆς τιμωρίας ἔγινε ὄργανο σωτηρίας. «... Οὐ γὰρ ἔτι καταδίκης ἐστι τιμωρία, ἀλλὰ τρόπαιον ἐδείχθη ἡμῖν σωτηρίας», λέει ἕνα τροπάριο. Τὸ ἀντικείμενο τῆς αἰσχύνης ἔγινε ἡ δόξα τῆς Ἐκκλησίας. Τῆς κατάρας τὸ σύμβολο, ἔγινε «ἀρᾶς τῆς ἀρχαίας λύτρον». Τῆς ὀδύνης καὶ τοῦ θανάτου τὸ ξύλο, ἔγινε «χαρᾶς σημεῖον» καὶ «ζωῆς ταμεῖον». Καὶ ὅλ᾿ αὐτά, ἐπειδὴ πάνω στὸ ξύλο τοῦ σταυροῦ, μαζὶ μὲ τὸ πανάχραντο σῶμα Του, ὁ Κύριος κάρφωσε καὶ τὶς ἁμαρτίες μας. Ὅπως γράφει ὁ ἅγιος ἀπόστολος Παῦλος, μᾶς χάρισε «πάντα τὰ παραπτώματα, ἐξαλείψας τὸ καθ᾿ ἡμῶν χειρόγραφον... προσηλώσας αὐτὸ τῷ σταυρῶ.»
Ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ μᾶς συμφιλίωσε μὲ τὸν οὐράνιο Πατέρα, ἀπὸ τὸν Ὁποῖο μᾶς εἶχε χωρίσει ὁ διάβολος, ἐξαπατώντας τοὺς προπάτορες. Ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ μᾶς ἄνοιξε τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἀφοῦ μέχρι τὴ σταύρωση Ἐκείνου ὁ ἅδης κατάπινε ἀχόρταγα ἀκόμη καὶ τοὺς δικαίους. Γι᾿ αὐτὸ ἔχει τόση δύναμη καὶ χάρη, τὴ δύναμη καὶ τὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ, πού, ὅταν σταυρώθηκε, τὴ μεταβίβασε μὲ τρόπο μυστικὸ καὶ ἀκατάληπτο στὸν τίμιο σταυρό Του, ὅπως σοφὰ μᾶς λέει καὶ ἡ ὑμνολογία: «Ὁ σταυρός σου, Χριστέ, εἰ καὶ ξύλον ὁρᾶται τῇ οὐσίᾳ, ἀλλὰ θείαν περιβέβληται δυναστείαν, καὶ αἰσθητῶς τῷ κόσμω φαινόμενος, νοητῶς τὴν ἡμῶν θαυματουργεῖ σωτηρίαν...».
Ὁ σταυρὸς λοιπὸν ἔγινε τὸ σύμβολο τοῦ ἰδίου τοῦ Χριστοῦ. Σύμβολο, ποὺ τρέμουν τὰ δαιμόνια.
Ἂν εἶναι ὅμως πράγματι ἔτσι, γιατί τότε ὑπάρχουν ἄνθρωποι, ποὺ ἀρνοῦνται, ἀποστρέφονται καὶ ἀτιμάζουν τὸν σταυρό; «Πολλοὶ γὰρ περιπατοῦσιν», γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «οὓς πολλάκις ἔλεγον ὑμῖν, νῦν δὲ καὶ κλαίων λέγω, τοὺς ἐχθροὺς τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ, ὧν τὸ τέλος ἀπώλεια...».
Πράγματι, ὁρισμένοι αἱρετικοὶ εἶναι «ἐχθροὶ τοῦ σταυροῦ». Ὁ σταυρός, λένε, εἶναι ὄργανο ἐγκλήματος, καὶ ἀποτελεῖ εἰδωλολατρία ἡ ἀπόδοση σ᾿ αὐτὸν τιμῆς. Ὑποστηρίζουν μάλιστα πὼς ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία δὲν χρησιμοποιοῦσε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ.
Ἡ ἄποψη αὐτὴ εἶναι πλανεμένη. Πρῶτον, ἐπειδὴ ἡ Ἐκκλησία μας δὲν τιμᾶ τὸν σταυρό, σὰν ἕνα τυχαῖο γεωμετρικὸ σχῆμα. Δεύτερον, ἐπειδὴ ἡ τιμὴ πρὸς τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ ἔχει τὴν ἀρχή της στοὺς ἀποστολικοὺς ἤδη χρόνους. Τρίτον, ἐπειδὴ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς φανέρωσε μὲ ὑπερφυσικὰ γεγονότα, σὲ διάφορες περιπτώσεις καὶ ἐποχές, ὅτι ὁ σταυρὸς ἀποτελεῖ τὸ σύμβολό Του. Καὶ τέταρτον, ἐπειδὴ μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ ἔγιναν καὶ γίνονται ἐξαίσια θαύματα.
Ἂς πάρουμε ὅμως τὰ πράγματα μὲ τὴ σειρά.
Ἡ Ἐκκλησία μας δὲν τιμᾶ τὸν σταυρὸ αὐτὸ καθεαυτό, ὡς ἁπλὸ σχῆμα, ἀποδεσμευμένο ἀπὸ τὸν ἐσταυρωμένο Κύριο. Αὐτὸ θὰ ἦταν πράγματι εἰδωλολατρία. Ἀλλὰ τὸν τιμᾶ, ὡς τὸ σύμβολο τῆς μεγάλης θυσίας τοῦ Χριστοῦ, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀπορρέει ἡ χάρη, ὁ ἁγιασμὸς καὶ ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Τὸν ἀσπάζεται καὶ τὸν προσκυνεῖ ὡς τὸ σημεῖο τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου (Ματθ. 24, 30), ποὺ ἔχει προσλάβει μυστικὰ καὶ ἀκατάληπτα, ὅπως εἴπαμε, τὴ χάρη καὶ τὴ δύναμή Του.
Βλέποντας ὁ πιστὸς τὸ σχῆμα τοῦ σταυροῦ, κάνοντας τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, προσκυνώντας τὸν «τύπον» καὶ τὸ σύμβολο τοῦ σταυροῦ, βλέπει μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς του καὶ προσκυνεῖ τὸν ἐσταυρωμένο Ἰησοῦ. «Δὲν ἀσπαζόμαστε τὸν σταυρὸ ὡς Θεό, ἀλλὰ δείχνουμε ἔτσι τὴ γνήσια διάθεση τῆς ψυχῆς μας πρὸς τὸν Ἐσταυρωμένο», γράφει ὁ ἅγιος Ἱερώνυμος. Καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς διευκρινίζει ὅτι, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ τίμιο Ξύλο, «προσκυνοῦμε καὶ τὸν τύπο τοῦ τιμίου καὶ ζωοποιοῦ σταυροῦ, ἂν καὶ εἶναι ἀπὸ διαφορετικὴ ὕλη κατασκευασμένος, ὄχι βέβαια τιμώντας τὴν ὕλη, μὴ γένοιτο, ἀλλὰ τὸν τύπο, ὡς σύμβολο τοῦ Χριστοῦ».
Πόσο δίκαιο ἔχουν οἱ ἅγιοι Πατέρες, θὰ διαπιστώσουμε παρακάτω, ἐξετάζοντας τὴν ἁγιαστικὴ καὶ θαυματουργικὴ δύναμη τοῦ σημείου τοῦ σταυροῦ.
Ἡ ἀρχὴ τῆς τιμῆς πρὸς τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ χάνεται στὰ βάθη τῆς χριστιανικῆς ἀρχαιότητος, μιὰ καὶ μᾶς παραδίδεται ἀπὸ τοὺς ἀποστολικοὺς χρόνους.
Ὁ ἅγιος ἀπόστολος Παῦλος διακηρύσσει: «Ἐμοὶ δὲ μὴ γένοιτο καυχᾶσθαι εἰ μὴ ἐν τῷ σταυρῶ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, δι᾿ οὗ ἐμοὶ κόσμος ἐσταύρωται κἀγὼ τῷ κόσμῳ».
Ὁ ἅγιος ἀπόστολος Πέτρος καταδικάστηκε σὲ θάνατο σταυρικό, ὅπως ὁ Κύριος. Τόσο τιμοῦσε ὅμως τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, ὥστε ἱκέτευε τοὺς δημίους του: «Δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ μὲ σταυρώσετε ὄρθιο, ὅπως τὸν Χριστό μου. Ἐκεῖνος σταυρώθηκε ἔτσι γιὰ νὰ βλέπει στὴ γῆ, ἐπειδὴ θὰ πήγαινε στὸν ἅδη νὰ ἐλευθερώσει τὶς ψυχές, ποὺ βρίσκονταν ἐκεῖ. Ἐμένα ὅμως νὰ μὲ σταυρώσετε μὲ τὸ κεφάλι κάτω, γιὰ νὰ βλέπω τὸν οὐρανό, ὅπου πρόκειται νὰ πάω.»
Ὁ ἅγιος ἀπόστολος Ἀνδρέας ὁ πρωτόκλητος, ὅταν ἀντίκρυσε τὸν σταυρὸ τοῦ μαρτυρίου τοῦ (σχήματος Χ), ἀναφώνησε μὲ δέος καὶ συγκίνηση: «Χαῖρε, σταυρέ, ποὺ μὲ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἁγιάστηκες καὶ μὲ τὰ μέλη του, σὰν μὲ μαργαριτάρια, στολίστηκες! Πρὶν καρφωθεῖ ἐπάνω σου ὁ Κύριός μου, ἤσουν φοβερὸς γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Τώρα ὅμως ὅλοι οἱ πιστοὶ γνωρίζουν πόση χάρη εἶναι κρυμμένη μέσα σου. Ἄφοβα καὶ χαρούμενα σὲ πλησιάζω. Πρόθυμα δέξου με κι ἐσύ, τὸν μαθητὴ τοῦ ἐσταυρωμένου Χριστοῦ... Ὦ μακάριε καὶ παμπόθητε σταυρέ, πάρε με ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ παράδωσέ με στὸν Δάσκαλό μου!».
Τὴν ἀρχαιότητα τῆς χρήσεως τοῦ σημείου τοῦ σταυροῦ ἐπιβεβαιώνει καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγάλους ἀπολογητές, ὁ Τερτυλλιανός (περίπου 160-220 μ.Χ.), ποὺ γράφει: «Ὁπουδήποτε κι ἂν πρόκειται νὰ φθάσουμε, γιὰ ὁπουδήποτε κι ἂν πρέπει νὰ ξεκινήσουμε, ὅταν φθάνουμε καὶ ὅταν ξεκινοῦμε, ὅταν βάζουμε τὰ παπούτσια μας, ὅταν πλενόμαστε, ὅταν τρῶμε, ὅταν ἀνάβουμε τὸ λυχνάρι, ὅταν πέφτουμε στὸ κρεββάτι, ὅταν καθόμαστε στὸ σκαμνί, ὅταν ἀρχίζουμε κάποια συζήτηση, κάνουμε στὸ μέτωπό μας τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ» (De corona 3,11).
Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, μὲ ὑπερφυσικὰ γεγονότα καὶ θαυμαστὲς ἀποκαλύψεις, φανέρωσε σὲ διάφορες περιστάσεις, μὲ τρόπο κραυγαλέο, πὼς τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ ἀποτελεῖ τὸ σύμβολό Του καὶ τὸ ἀήττητο τρόπαιο τῶν πιστῶν. Θ᾿ ἀναφερθοῦμε σ᾿ ἐλάχιστα παραδείγματα ἀπὸ τ᾿ ἀναρίθμητα ποὺ διασώζουν ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, οἱ ἅγιοι Πατέρες καὶ τὰ Συναξάρια.
1. Ὁ γνωστὸς ἐκκλησιαστικὸς ἱστορικὸς Εὐσέβιος Καισαρείας (†340), σύγχρονος τοῦ ἁγίου Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου, περιγράφει ἐναργέστατα καὶ ἀδιάψευστα τὸ πασίγνωστο περιστατικὸ τῆς ἐμφανίσεως τοῦ φωτεινοῦ σταυροῦ στὸν Μ. Κωνσταντῖνο μὲ τὴν ἐπιγραφὴ «ἐν τούτῳ νίκα», καὶ μάλιστα μέρα μεσημέρι, μὲ μάρτυρες ὅλους τοὺς ἄνδρες τοῦ στρατεύματός του.
2. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν παραπάνω ὑπερφυσικὴ φανέρωση τοῦ σημείου τοῦ σταυροῦ, ἔγινε καὶ μία ἄλλη, πάλι μπροστά σε ἀναρίθμητους αὐτόπτες μάρτυρες, ὅταν βασιλιὰς ἦταν ὁ Κωνστάντιος, γιὸς τοῦ ἁγίου Κωνσταντίνου, καὶ ἀρχιεπίσκοπος Ἱεροσολύμων ὁ ἅγιος Κύριλλος. Τὸ θαῦμα διηγεῖται ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος Κύριλλος στὸν βασιλιὰ μὲ μία ἐπιστολή του, στὴν ὁποία ἀναφέρει ὅτι τὴν ἡμέρα ἐκείνη (7 Μαΐου τοῦ 346 μ.Χ., τὴν περίοδο τῆς Πεντηκοστῆς), γύρω στὴν τρίτη ὥρα (9 π.μ.), φάνηκε στὸν οὐρανὸ τὸ σημεῖο τοῦ τιμίου σταυροῦ, τεράστιο, ὁλοφώτεινο, ἐκτεινόμενο ἀπὸ τὸν ἅγιο Γολγοθᾶ μέχρι τὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν. Δὲν τὸ εἶδαν ἕνας καὶ δύο, ἀλλὰ ὅλοι οἱ κάτοικοι τῶν Ἱεροσολύμων. Καὶ δὲν φάνηκε γιὰ μία στιγμὴ μόνο, ἀλλὰ γιὰ ὧρες πολλὲς κρεμόταν στὸ στερέωμα. Καὶ ἦταν τόσο λαμπρό, ὥστε ξεπερνοῦσε στὴ λάμψη τὶς ἀκτίνες τοῦ ἡλίου, γι᾿ αὐτὸ καὶ μποροῦσαν νὰ τὸ δοῦν φανερὰ μέρα μεσημέρι. Βλέποντας αὐτὸ τὸ θαῦμα ὁ λαὸς τῆς πόλεως ἔτρεξε στὸν ναὸ τῆς Ἀναστάσεως. Ὅλοι ἔσπευσαν νὰ δοξάσουν μ᾿ ἕνα στόμα τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, ἔχοντας τώρα διδαχθεῖ ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ πράγματα ὅτι τὸ πανευσεβὲς δόγμα τῶν χριστιανῶν δὲν στηρίζεται σὲ ἀνθρώπινη σοφία, ποὺ πείθει μὲ τὰ λόγια καὶ τὴ λογική, ἀλλὰ στὶς ἀποδείξεις, ποὺ δίνουν τὰ πνευματικὰ χαρίσματα καὶ οἱ θαυματουργικὲς δυνάμεις. Καὶ τὸ δόγμα δὲν κηρύσσεται μόνο ἀπὸ ἀνθρώπους, ἀλλὰ μαρτυρεῖται καὶ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεό, ἀπὸ τὸν οὐρανό.
Τὴν ἀνάμνηση «τοῦ ἐν οὐρανῶ φανέντος σημείου τοῦ Τιμίου Σταυροῦ» ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία μας στὶς 7 Μαΐου, ἡμέρα τῆς ἐμφανίσεώς του.
3. Ὁ ἅγιος μεγαλομάρτυς Εὐστάθιος (20 Σεπτεμβρίου) ἀξιώθηκε νὰ δεῖ ἕνα θαυμαστὸ ὅραμα, χάρη στὸ ὁποῖο μεταστράφηκε ἀπὸ τὴν εἰδωλολατρία στὴ χριστιανικὴ πίστη. Συνετός, ἐγκρατής, φιλάνθρωπος καὶ φιλοδίκαιος, ἂν καὶ εἰδωλολάτρης, ὁ ἅγιος Εὐστάθιος (ποὺ λεγόταν τότε Πλακίδας) εἵλκυσε πάνω του τὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ τοῦ ἀποκαλύφθηκε μὲ παράδοξο τρόπο. Συγκεκριμένα, ἐνῶ μιὰ μέρα κυνηγοῦσε στὸ δάσος, βλέπει ἀπὸ μακριὰ ἕνα ὡραιότατο καὶ μεγαλόσωμο ἐλάφι, πού, ἐνῶ ἔφευγε, ἔστρεφε κάθε τόσο τo κεφάλι καὶ τὸν παρατηροῦσε κατάμματα. Ὁ ἅγιος σπιρούνισε τὸ ἄλογό του γιὰ νὰ τὸ φτάσει, ἀλλὰ δὲν μπόρεσε. Ἔτρεξαν πίσω του καὶ οἱ σύντροφοί του, ἀλλὰ μάταια. Μετὰ ἀπὸ ὥρα ἀναγκάστηκαν νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν προσπάθεια, γιατὶ τὰ ἄλογά τους εἶχαν ἐξαντληθεῖ. Μόνο ὁ ἅγιος ἐπέμεινε νὰ καλπάζει πίσω ἀπὸ τὸ ἀκούραστο ἐλάφι. Τελικά, καταϊδρωμένοι αὐτὸς καὶ τὸ ἄλογό του, ἔφτασαν μπροστὰ σ᾿ ἕνα μεγάλο χάσμα. Τὸ ἐλάφι εὔκολα πήδηξε ἀπέναντι, ὅπου στάθηκε καὶ κοίταζε τὸν ἅγιο. Τὸ ἄλογο ὅμως δὲν μποροῦσε νὰ πηδήξει, καὶ ἀναγκάστηκε νὰ σταματήσει. Τότε, μὲ ἀπερίγραπτη ἔκπληξη, βλέπει ὁ ἅγιος ἀνάμεσα στὰ κέρατα τοῦ ἐλαφιοῦ ἕναν ὑπέρλαμπρο φωτεινὸ σταυρό, ποὺ ἔφερε τὸν ἐσταυρωμένο Κύριο, καὶ ἀκούει μία φωνὴ νὰ τοῦ λέει: «Γιατί, Πλακίδα, μὲ κυνηγᾶς; Ἐγὼ εἶμαι ὁ Χριστός, ποὺ δὲν μὲ γνωρίζεις, ἀλλὰ μ᾿ εὐαρεστεῖς μὲ τὰ καλά σου ἔργα. Γιὰ χάρη σου λοιπὸν φάνηκα πάνω σ᾿ αὐτὸ τὸ ἐλάφι. Οἱ ἐλεημοσύνες καὶ οἱ καλές σου πράξεις μ᾿ εὐχαρίστησαν. Γι᾿ αὐτὸ κι ἐγὼ σοῦ φανερώθηκα, γιατὶ δὲν εἶναι δίκαιο ἕνας ἄνθρωπος σὰν κι ἐσένα νὰ μὴ γνωρίζει τὴν ἀλήθεια...». Αὐτὰ καὶ ἄλλα πολλὰ τοῦ εἶπε ὁ Κύριος, πρὶν τὸν στείλει στὸν ἐπίσκοπο τοῦ τόπου, ὁ ὁποῖος τὸν βάπτισε μαζὶ μὲ ὁλόκληρη τὴν οἰκογένειά του, δίνοντάς του τὸ ὄνομα Εὐστάθιος.
Τρία ἀπὸ τὰ ἀναρίθμητα παραδείγματα θεϊκῶν ἀποκαλύψεων, σχετικὰ μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, εἶναι ὅσα ἀναφέραμε πιὸ πάνω, μὲ τὰ ὁποῖα διδασκόμαστε ὅτι τὸ σημεῖο αὐτὸ εἶναι ἡ σφραγίδα τοῦ Χριστοῦ.
Γιὰ νὰ αἰτιολογηθεῖ μὲ περισσότερα στοιχεῖα ἡ τιμή, ποὺ ἀποδίδει στὸν σταυρὸ ἡ Ἐκκλησία, καὶ γιὰ νὰ φανεῖ παραστατικὰ ἡ δύναμη τοῦ σημείου τοῦ σταυροῦ, ὡς σημείου τοῦ Χριστοῦ, θὰ διηγηθοῦμε παρακάτω μερικὰ σποραδικὰ θαύματα -τὰ πιὸ πολλὰ ἀπὸ τοὺς Βίους τῶν ἁγίων- ποὺ ἔγιναν κατὰ καιροὺς μ᾿ αὐτὸ τὸ πανίερο σύμβολο.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος (26 Σεπτεμβρίου) θεράπευσε στὴν Πάτμο τὸν παράλυτο εἰδωλολάτρη ἱερέα τοῦ Ἀπόλλωνα, σφραγίζοντάς τον μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ.
Ὁ ἅγιος Ἀντώνιος ὁ Μέγας (17 Ἰανουαρίου), θέλοντας νὰ καταισχύνει κάποιους εἰδωλολάτρες σοφούς, ποὺ πῆγαν νὰ τὸν πειράξουν, ἔφερε μπροστά τους μερικοὺς δαιμονισμένους καὶ εἶπε: «Ἢ καθαρίστε τους ἐσεῖς μὲ τοὺς συλλογισμούς σας καὶ μ᾿ ὁποιαδήποτε ἄλλη τέχνη ἢ μαγεία θέλετε, ἐπικαλούμενοι τὰ εἴδωλά σας, ἤ, ἂν δὲν μπορεῖτε, παραιτηθεῖτε ἀπὸ τὴν πολεμικὴ ἐναντίον μας, καὶ θὰ δεῖτε τὴ δύναμη τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ!». Καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ ἐπικαλέστηκε τὸν Κύριο, σφραγίζοντας τοὺς δαιμονισμένους τρεῖς φορὲς μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ. Ἀμέσως ἐκεῖνοι ἐλευθερώθηκαν ἀπὸ τὰ δαιμόνια καὶ σηκώθηκαν θεραπευμένοι, δοξάζοντας τὸν Θεό.
Ὅταν ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος, ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου (12 Μαΐου) ἦταν ἀκόμα μικρὸ δεκάχρονο παιδί, ἕνα ἀτίθασο μοσχάρι τὸν τραυμάτισε σοβαρὰ στὸν μηρὸ καὶ τὸν ἔριξε χάμω, ἀνίκανο πιὰ νὰ σηκωθεῖ. Τότε ἕνας εὐσεβὴς χριστιανός, ὁ Κλεόβιος, τὸν σταύρωσε τρεῖς φορὲς στὸ χτυπημένο μέλος, καὶ ἀμέσως ὁ μικρὸς Ἐπιφάνιος γιατρεύτηκε καὶ σηκώθηκε. Ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος, πολὺ ἀργότερα, σταύρωσε τρεῖς φορὲς ἐπίσης τὴ θυγατέρα τοῦ βασιλιὰ τῆς Περσίας, καὶ τὴν ἀπάλλαξε αὐτοστιγμεὶ ἀπὸ τὸ δαιμόνιο, ποὺ τὴ βασάνιζε.
Ὁ ἅγιος Βασίλειος ὁ Μέγας (1 Ἰανουαρίου), ὅταν ὁ ἀρειανὸς βασιλιὰς Οὐάλης διέταξε νὰ παραδοθεῖ ὁ καθεδρικὸς ναὸς τῆς Νίκαιας στοὺς ἀρειανούς, ζήτησε ν᾿ ἀφήσουν τὸν Θεὸ ν᾿ ἀποφανθεῖ γιὰ τὸ ζήτημα. Πρότεινε νὰ κλείσουν τὸν ναό, κι ἔπειτα νὰ προσευχηθοῦν, τόσο οἱ ἀρειανοί, ὅσο καὶ οἱ ὀρθόδοξοι. Κι ἂν ἀνοίξει μὲ τὴν προσευχὴ τῶν ὀρθοδόξων, νὰ παραμείνει σ᾿ αὐτούς. Ἀλλιῶς, ἂν δηλαδὴ ἀνοίξει μὲ τὴν προσευχὴ τῶν ἀρειανῶν ἢ ἀκόμα κι ἂν δὲν ἀνοίξει καθόλου, νὰ τὸν πάρουν οἱ ἀρειανοί. Ἔτσι κι ἔγινε. Ἀλλὰ οἱ προσευχὲς τῶν αἱρετικῶν δὲν καρποφόρησαν. Ἀντίθετα, μόλις ὁ ἅγιος Βασίλειος σχημάτισε τρεῖς φορὲς τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ πάνω στὴν κλειστὴ πύλη τοῦ ναοῦ, λέγοντας, «Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς τῶν χριστιανῶν εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων», ἀμέσως ἔσπασαν οἱ μοχλοὶ κι ἀνοίχτηκαν τὰ θυρόφυλλα. Ἔτσι ἡ ἐκκλησία παρέμεινε στοὺς ὀρθοδόξους.
Ἡ ἁγία Βασίλισσα (3 Σεπτεμβρίου), ὅταν ὁ ἡγεμόνας τῆς Νικομηδείας Ἀλέξανδρος τὴν ἔριξε μέσα σ᾿ ἕνα καμίνι, σφραγίστηκε μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, καὶ δὲν πειράχτηκε καθόλου ἀπὸ τὴ φωτιά.
Μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ γιάτρευε ὅλους τοὺς ἀρρώστους, ποὺ ἔτρεχαν κοντά του, γιὰ νὰ βροῦν τὴν ὑγεία τους, ὁ ἅγιος Θαλλέλαιος (20 Μαΐου).
Μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ ὁ ὅσιος Ἀνδρέας ὁ διὰ Χριστὸν σαλὸς (28 Μαΐου) καὶ ὁ ἅγιος Ζαχαρίας ὁ σκυτοτόμος (17 Νοεμβρίου) ἄνοιγαν τὶς νύχτες τὶς κλειδωμένες πύλες τῶν ἐκκλησιῶν τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὅπου πήγαιναν καὶ προσεύχονταν κρυφὰ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, καὶ μὲ τὸν ἴδιο τρόπο τὶς ἔκλειναν πάλι, φεύγοντας.
Ἀλλὰ δὲν ἔχουν τέλος τὰ θαύματα τοῦ σταυροῦ!
Ἕνα διαρκές, ἐπαναλαμβανόμενο θαῦμα εἶναι αὐτὸ τοῦ ἁγιασμοῦ. Μόνο ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ Κιβωτὸς τῆς Ἀληθείας, ἔχει αὐτὸ τὸ θεϊκὸ δῶρο καὶ προνόμιο. Μόνο ἡ Ἐκκλησία μᾶς ἔχει ἁγιασμό. Μὲ τὴ σταυροειδὴ εὐλογία τοῦ ἱερέως καὶ τὴν τριπλῆ σταυροειδὴ βύθιση τοῦ σταυροῦ στὸ νερό, αὐτὸ ἁγιάζεται καὶ γίνεται «ἰαματικὸν ψυχῶν καὶ σωμάτων, καὶ πάσης ἀντικειμένης δυνάμεως ἀποτρεπτικόν», ἐνῶ, ἐπιπλέον, παραμένει ἀκέραιο καὶ ἀναλλοίωτο μέσα στὸν χρόνο!
Ἔχει δίκαιο λοιπὸν ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κρονστάνδης, ὅταν γράφει: «Ὁ σταυρὸς εἶναι εἰκόνα τοῦ ἐσταυρωμένου Χριστοῦ, τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ σημεῖο του, καὶ ἡ σκιὰ τοῦ ἀκόμα μόνη, προκαλοῦν τρόμο στοὺς δαίμονες, ἐπειδὴ εἶναι τὸ σημεῖο τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδὴ εἶναι ἡ σκέπη τοῦ Ἐσταυρωμένου. Γι᾿ αὐτὸ ἀρκεῖ νὰ βυθίσει κανεὶς τὸν σταυρὸ στὸ νερό, γιὰ νὰ τὸ ἁγιάσει. Μετὰ ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ νερὸ γίνεται ἰαματικό, καὶ διώχνει τὰ δαιμόνια.»
Μὲ ὅλα ὅσα πολὺ συνοπτικὰ ἐκθέσαμε ὡς ἐδῶ αἰτιολογεῖται καὶ κατανοεῖται ἀπόλυτα ἡ μεγάλη τιμή, μὲ τὴν ὁποία περιβάλλει ἡ Ἐκκλησία μας τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, καθὼς καὶ ἡ συχνότατη χρήση του, τόσο στὴ θεία λατρεία, ὅσο καὶ στὴν καθημερινὴ ζωὴ τῶν πιστῶν:
Σ᾿ ὅλες τὶς κινήσεις τοῦ λειτουργοῦ, κατὰ τὴν τέλεση τῆς θείας Λειτουργίας, ἀπὸ τὸ «Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία» μέχρι τὸ «Δι᾿ εὐχῶν», κυριαρχεῖ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ.
Σ᾿ ὅλες τὶς λατρευτικὲς πράξεις καὶ τελετές, ὅπου γίνεται λόγος γιὰ εὐλογία, κατὰ τὴν ἄγραφη παράδοση τῆς Ἐκκλησίας πρέπει νὰ σχηματίζεται ἀπὸ τὸν ἱερέα «σταυροῦ τύπος».
Ὅπου κι ἂν στρέψει κανεὶς τὸ βλέμμα του, μέσα κι ἔξω ἀπὸ τὸν ὀρθόδοξο ναό, θὰ δεῖ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ ἀποτυπωμένο: στὴ ναοδομία, στὴν εἰκονογραφία, στὴν ἐκκλησιαστικὴ διακοσμητική, στὰ λειτουργικὰ βιβλία, στὰ ἱερὰ ἄμφια καὶ σκεύη...
Ἀλλὰ καὶ στὴν καθημερινή μας ζωὴ ὅλοι οἱ πιστοὶ διαφυλάσσουμε, ὡς πολύτιμη πνευματικὴ καὶ ἁγιαστικὴ παρακαταθήκη, τὴν ἱερὴ συνήθεια τῆς χρήσεως τοῦ σημείου τοῦ σταυροῦ.
Οἱ εὐσεβεῖς χριστιανοὶ κάνουν πολὺ συχνὰ τὸν σταυρό τους: Τὸ πρωί, ποὺ σηκώνονται ἀπὸ τὸν ὕπνο. στὴ διάρκεια ὅλων τῶν προσευχῶν τους. ὅταν φεύγουν ἀπὸ τὸ σπίτι τους. ὅταν περνοῦν μπροστὰ ἀπὸ ἱεροὺς ναούς. ὅταν ἀρχίζουν κάποια ἐργασία, ὅταν τελειώνουν τὴν ἐργασία, πρὶν πιοῦν νερὸ ἢ ἄλλο ποτό, πρὶν ἀπὸ τὸ φαγητό, μετὰ τὸ φαγητό, πρὶν κατακλιθοῦν γιὰ ὕπνο, ὅταν ἀκούσουν, εἴτε εὐχάριστη, εἴτε δυσάρεστη εἴδηση... Σὲ κάθε περίσταση, τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ!... Ἡ ἡμέρα τοῦ πιστοῦ ἀρχίζει -καὶ πρέπει ν᾿ ἀρχίζει- μὲ τὸν σταυρὸ καὶ τελειώνει μὲ τὸν σταυρό! Ἀλλὰ καὶ ἀντίστροφα, ἡ νύχτα του ἀρχίζει καὶ τελειώνει πάλι μὲ τὸν σταυρό!
Πολλὲς φορὲς ἐπίσης οἱ χριστιανοὶ καταφεύγουν στὸν ναό, ἀναζητώντας τὸν ἱερέα, γιὰ νὰ τοὺς «σταυρώσει», δηλαδὴ νὰ τοὺς εὐλογήσει σταυροειδῶς (εἴτε μὲ σταυρό, εἴτε μὲ ἄλλο ἱερὸ σκεῦος ἢ ἄμφιο), προκειμένου νὰ ἐνισχυθοῦν ἐναντίον τῶν πειρασμῶν ἢ ν᾿ ἀνακουφιστοῦν ἀπὸ κάποια ἀσθένεια.
Τόσο μεγάλη εἶναι ἡ δύναμη τοῦ σημείου τοῦ σταυροῦ, σημείου τοῦ παντοδυνάμου Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Τόσο μεγάλη ἡ χάρη, ποὺ περικλείει μυστικὰ μέσα του! Ὅπως συνοπτικὰ καὶ παραστατικὰ διατυπώνει ὁ ἅγιος Μακάριος Μόσχας (†1563), «πολλὲς φορὲς ἕνα καὶ μόνο σημεῖο τοῦ σταυροῦ, ποὺ γίνεται μὲ πίστη καὶ ἔντονα βιώματα, εἶναι ἰσχυρότερο ἀπὸ πολλὰ λόγια προσευχῆς μπροστὰ στὸν θρόνο τοῦ Ὑψίστου. Σ᾿ αὐτὸ ὑπάρχει τὸ φῶς, ποὺ καταυγάζει τὴν ψυχή, ἡ ἰαματικὴ δύναμη, ποὺ θεραπεύει τὰ ἀσθενήματα τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων, ἡ μυστικὴ δύναμη, ποὺ ἀντιδρᾶ σὲ κάθε βλάβη. Ταράζουν τὴν ψυχή σου ἀκάθαρτοι λογισμοὶ καὶ ἐπιθυμίες; Περιτειχίσου μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, διπλασίασε καὶ τριπλασίασε αὐτὸ τὸ τεῖχος, καὶ οἱ ἀκάθαρτοι λογισμοὶ θὰ δαμαστοῦν. Κατατυραννιέται ἡ καρδία σου ἀπὸ τὴ μελαγχολία καὶ τὴ θλίψη; Σὲ κυριεύει ὁ φόβος ἢ σὲ περιστοιχίζουν οἱ πειρασμοί; Αἰσθάνεσαι τὶς πονηρίες τῶν ἀοράτων ἐχθρῶν; Καταφύγε σ᾿ αὐτὴ τὴ δύναμη τοῦ σταυροῦ, καὶ ἡ εἰρήνη τῆς ψυχῆς θὰ ξαναγυρίσει, οἱ πειρασμοὶ θὰ ἀπομακρυνθοῦν, ἡ παρηγορία τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ πνευματικὴ εὐφροσύνη θὰ πλημμυρίσουν τὴν καρδία σου.»
Ὕστερ᾿ ἀπ᾿ αὐτὰ ὅμως, εὔλογα μᾶς γεννιέται τὸ ἐρώτημα: Ἂν ἔχει τόση χάρη καὶ τόση δύναμη τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, γιατί δὲν μποροῦμε κι ἐμεῖς ὅλοι ν᾿ ἀπολαύσουμε πάντοτε τὶς εὐλογίες καὶ τὶς δωρεές του;
Δὲν εἶναι δύσκολη ἡ ἀπάντηση: Ἐπειδὴ δὲν τὸ χρησιμοποιοῦμε σωστά, ὅπως πρέπει, ὅπως θέλει ὁ Θεὸς καὶ ἡ Ἐκκλησία. Θ᾿ ἀναφερθοῦμε ἐνδεικτικὰ μόνο σὲ τέσσερις αἰτίες:
α) Ἴσως ἐπειδὴ εἴμαστε ὀλιγόπιστοι καὶ χλιαροί. Δὲν κάνουμε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ μὲ ζωντανὴ πίστη στὸν ἐσταυρωμένο Κύριο καὶ στὴ δύναμη τῆς χάριτος τοῦ σταυροῦ Του.
β) Ἴσως ἐπειδὴ δὲν ἔχουμε ταπεινοφροσύνη. Ἔτσι, ἂν ὁ Κύριος ἐνεργοποιήσει τὴ δύναμη τοῦ σημείου τοῦ σταυροῦ Του, ὑπάρχει κίνδυνος νὰ πέσουμε σὲ ὑπερηφάνεια, θεωρώντας τὶς συνέπειες αὐτῆς τῆς θείας δυνάμεως ὡς δικά μας κατορθώματα.
γ) Ἴσως γιὰ τὴ σκληροκαρδία, τὴν ἁμαρτωλότητα καὶ τὴν ἀμετανοησία μας. Ὅπως λέει χαρακτηριστικὰ ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, πρέπει, «νὰ ἔχωμεν τὸ χέρι μας καθαρὸν ἀπὸ ἁμαρτίες καὶ ἀμόλυντο, καὶ τότε, ὡσὰν κάνωμεν τὸν σταυρόν, κατακαίεται ὁ διάβολος καὶ φεύγει. Εἰδὲ καὶ εἴμεσθεν μεμολυσμένοι μὲ ἁμαρτίες, δὲν πιάνεται ὁ σταυρός, ὅπου κάνωμεν... [καὶ τότε] οἱ δαίμονες δὲν φοβοῦνται.»
δ) Τέλος, ἴσως ἐπειδὴ δὲν κάνουμε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ σωστά, μὲ τὸν τρόπο ποὺ μᾶς ἔχει παραδώσει ἡ ἁγία Ἐκκλησία μας, προσβάλλοντας ἔτσι τὴν ἱερότητά του καὶ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο.
Αὐτὸ τὸ τελευταῖο πρέπει νὰ τὸ προσέξουμε πολύ. Πάρα πολύ. Ὅλοι μας -κληρικοί, μοναχοὶ καὶ λαϊκοὶ- εἴμαστε ἔνοχοι, ἄλλος λίγο, ἄλλος πολύ, γιὰ ἀπρόσεκτη ἢ μηχανικὴ ἢ καὶ ἀσεβῆ ἐκτέλεση τοῦ σημείου τοῦ σταυροῦ πάνω στὸ σῶμα μας.
Ὁρισμένοι κινοῦν βιαστικὰ τὸ χέρι πάνω στὸ στῆθος ἢ καὶ στὸν ἀέρα, χωρὶς ν᾿ ἀκουμποῦν καθόλου τὸ σῶμα τους, ἄλλοτε σχηματίζοντας τρίγωνο ἢ Χ, καὶ ἄλλοτε παίζοντας, θαρρεῖς, κιθάρα. Πῶς νὰ χαρακτηρίσει κανεὶς μιὰ τέτοια ἄσκοπη καὶ ἀκατανόητη κίνηση, ποὺ φτάνει στὰ ὅρια τῆς βλασφημίας; Βαρύς, μὰ ἀληθινός, εἶναι ὁ λόγος τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, ποὺ γράφει κάπου ὅτι ὁ ἴδιος ὁ διάβολος κινεῖ τὸ χέρι τῶν ἀπρόσεκτων αὐτῶν χριστιανῶν, γιὰ νὰ χλευάσει τὸ πανίερο σύμβολο τοῦ τιμίου σταυροῦ καὶ γιὰ νὰ κολάσει τοὺς ἰδίους!
Κάποιοι χριστιανοὶ πάλι πέφτουν σὲ ἄλλο σφάλμα. Εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἔρχονται στὴν ἐκκλησία, στέκονται συνήθως σὲ ἐμφανῆ σημεῖα, καὶ ἐκεῖ, μπροστὰ σὲ ὅλους, μὲ κούφια ἐπιδεικτικότητα, λυγίζουν τὴ μέση σὲ βαθιὲς μετάνοιες, ἁπλώνουν ἀνεξέλεγκτα τὰ χέρια πέρα-δῶθε καὶ σταυροκοπιοῦνται μὲ κινήσεις πληθωρικές, ἀδιάκριτες, κάποτε μάλιστα καὶ γελοῖες...
Ὑπάρχει καὶ μιὰ τρίτη κατηγορία χριστιανῶν, ποὺ ἀποφεύγουν ἐντελῶς νὰ κάνουν τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, καὶ μάλιστα δημόσια. Εἶναι ἐκεῖνοι, ποὺ ντρέπονται νὰ ὁμολογήσουν τὴν πίστη τους στὸν Χριστὸ καὶ στὸν σταυρό Του. Φοβοῦνται τὴν εἰρωνεία, τὴν περιφρόνηση, τὴ χλεύη τῶν ἀνθρώπων τοῦ κόσμου. Ἀγαποῦν, ὅπως γράφει ὁ ἅγιος εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, «τὴν δόξαν τῶν ἀνθρώπων μᾶλλον ἤπερ τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ». Ἂν ἀνήκουμε σ᾿ αὐτούς, ἂς θυμηθοῦμε τὴν παραγγελία τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Παύλου, «μὴ συσχηματίζεσθε τῷ αἰῶνι τούτω», καθὼς καὶ τὴ σοβαρὴ προειδοποίηση τοῦ ἰδίου τοῦ Κυρίου, «πᾶς οὖν ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς, ὅστις δ᾿ ἂν ἀρνήσηταί με ἔμπροσθέν των ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι αὐτὸν κἀγὼ ἔμπροσθέν του πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς.» Καί, πέρα ἀπ᾿ αὐτά, ἂς συνειδητοποιήσουμε ὅτι στεροῦμε τὸν ἑαυτό μας καὶ ἀπὸ ἕνα πανίσχυρο ὅπλο κατὰ τῶν πειρασμῶν, τῶν παθῶν, τῶν ἀσθενειῶν καὶ τῶν δαιμόνων. Ἂς προσέξουμε τί μᾶς συμβουλεύει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων: «Μὴ ντρεπόμαστε τὸν σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ. Κι ἂν ἄλλος ντρέπεται καὶ τὸν κρύβει, ἐσὺ κάνε φανερὰ τὸν σταυρό σου, γιὰ νὰ δοῦν οἱ δαίμονες τὸ σημεῖο αὐτὸ τοῦ βασιλιᾶ Χριστοῦ, καὶ νὰ φύγουν μακριά, τρέμοντας. Κάνε μάλιστα τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ συχνά, εἴτε τρῶς, εἴτε πίνεις, εἴτε κάθεσαι, εἴτε ξαπλώνεις, εἴτε σηκώνεσαι, εἴτε μιλᾶς, εἴτε περπατᾶς, δηλαδὴ σὲ κάθε περίσταση. Γιατὶ ὅποιος σταυρώνεται ἐδῶ στὴ γῆ, βρίσκεται νοερὰ πάνω στὸν οὐρανό... Εἶναι μεγάλο τὸ φυλακτήριο. Δωρεὰν τὸ παίρνουν οἱ φτωχοὶ καὶ ἄκοπα οἱ ἄρρωστοι, ἐπειδὴ ἡ χάρη τοῦ προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεό. Σημάδι εἶναι τῶν πιστῶν καὶ φόβος τῶν δαιμόνων.»
Πῶς ὅμως θὰ γίνει καὶ γιὰ μᾶς φυλακτήριο τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ; Πῶς θὰ γίνει στὰ χέρια μᾶς φόβητρο τῶν δαιμόνων; Ἂν τὸ κάνουμε σωστά! Ἂν τὸ κάνουμε, ὅπως μᾶς παραδίδει καὶ μᾶς διδάσκει ἡ ἁγία Ἐκκλησία μας, δηλαδὴ μὲ πίστη, εὐλάβεια, συναίσθηση, ἱεροπρέπεια, ταπείνωση καὶ διάκριση.
Πῶς δηλαδή;
Ἀρχικὰ ἑνώνουμε τὰ τρία πρῶτα δάκτυλα τοῦ δεξιοῦ χεριοῦ, ὀμολογώντας ἔτσι τὴν πίστη μας σ᾿ ἕνα Θεό, ποὺ εἶναι ταυτόχρονα καὶ τρεῖς ὑποστάσεις, τρία πρόσωπα -ὁ Πατήρ, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα-, ὁμοούσια, ἑνωμένα μεταξύ τους «ἀχωρίστως» καὶ «ἀδιαιρέτως». Τὰ ἄλλα δύο δάκτυλα, ποὺ ἀκουμποῦν στὴν παλάμη, συμβολίζουν τὶς δύο φύσεις, δύο θελήσεις καὶ δύο ἐνέργειες τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ τὴ θεία καὶ τὴν ἀνθρώπινη. Μ᾿ αὐτὸ τὸν τρόπο κάνουμε μιὰ συμβολικὴ ὁμολογία τῆς ὀρθοδόξου πίστεώς μας, ποὺ βάσεις καὶ θεμέλιά της ἀποτελοῦν τὸ τριαδολογικὸ καὶ τὸ χριστολογικὸ δόγμα.
Μετὰ φέρνουμε τὸ χέρι στὸ μέτωπο, τὴ σωματικὴ περιοχὴ τῆς διανοητικῆς λειτουργίας, φανερώνοντας ἔτσι ὅτι ἀγαποῦμε τὸν Θεὸ μ᾿ ὅλη τὴ διάνοιά μας, καὶ ὅτι ἀφιερώνουμε σ᾿ Αὐτὸν ὅλες τὶς σκέψεις μας.
Τὸ χέρι ἔρχεται κατόπιν στὴν κοιλιά. Ἔτσι δηλώνουμε συμβολικὰ ὅτι προσφέρουμε στὸν Κύριο ὅλες τὶς ἐπιθυμίες μας καὶ ὅλα τὰ συναισθήματά μας.
Τέλος, φέρνουμε τὸ χέρι στοὺς ὤμους, πρῶτα στὸν δεξιὸ καὶ μετὰ στὸν ἀριστερό, ὀμολογώντας ἔτσι ὅτι καὶ κάθε σωματική μας δραστηριότητα ἀνήκει σ᾿ Ἐκεῖνον.
Μιὰ ἄλλη συμπληρωματικὴ ἑρμηνεία, θεολογικώτατη μέσα στὴν ἁπλότητά της, μᾶς δίνει στὴν πέμπτη διδαχή του ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὃ Αἰτωλός:
«Ἀκούσατε, χριστιανοί μου, πῶς πρέπει νὰ γίνεται ὁ σταυρὸς καὶ τί σημαίνει. Μᾶς λέγει τὸ ἅγιον Εὐαγγέλιον πὼς ἡ ἁγία Τριάς, ὁ Θεός, δοξάζεται εἰς τὸν οὐρανὸν περισσότερον ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους. Τί πρέπει νὰ κάμῃς καὶ ἐσύ; Σμίγεις τὰ τρία σου δάκτυλα μὲ τὸ δεξιὸν τὸ χέρι σου καί, μὴν ἠμπορώντας νὰ ἀνεβῇς εἰς τὸν οὐρανὸν νὰ προσκυνήσῃς, βάνεις τὸ χέρι σου εἰς τὸ κεφάλι σου, διότι τὸ κεφάλι σου εἶναι στρογγυλὸ καὶ φανερώνει τὸν οὐρανόν, καὶ λέγεις μὲ τὸ στόμα: Καθὼς ἐσεῖς οἱ ἄγγελοι δοξάζετε τὴν ἁγίαν Τριάδα εἰς τὸν οὐρανόν, ἔτσι καὶ ἐγώ, ὡς δοῦλος ἀνάξιος, δοξάζω καὶ προσκυνῶ τὴν ἁγίαν Τριάδα. Καὶ καθὼς αὐτὰ τὰ δάκτυλα εἶναι τρία -εἶναι ξεχωριστά, εἶναι καὶ μαζὶ- ἔτσι εἶναι καὶ ἡ ἁγία Τριάς, ὁ Θεός, τρία πρόσωπα καὶ ἕνας μόνος Θεός. Κατεβάζεις τὸ χέρι σου ἀπὸ τὸ κεφάλι σου καὶ τὸ βάνεις εἰς τὴν κοιλίαν σου καὶ λέγεις: Σὲ προσκυνῶ καὶ σὲ λατρεύω, Κύριέ μου, ὅτι κατεδέχθης καὶ ἐσαρκώθης εἰς τὴν κοιλίαν τῆς Θεοτόκου διὰ τὰς ἁμαρτίας μας. Τὸ βάζεις πάλιν εἰς τὸν δεξιόν σου ὦμον καὶ λέγεις: Σὲ παρακαλῶ, Θεέ μου, νὰ μὲ συγχωρήσῃς καὶ νὰ μὲ βάλῃς εἰς τὰ δεξιὰ μὲ τοὺς δικαίους. Βάνοντάς το πάλι εἰς τὸν ἀριστερὸν ὦμον, λέγεις: Σὲ παρακαλῶ, Κύριέ μου, μὴ μὲ βάλῃς εἰς τὰ ἀριστερὰ μὲ τοὺς ἁμαρτωλούς. Ἔπειτα, κύπτοντας κάτω εἰς τὴν γῆν: Σὲ δοξάζω, Θεέ μου, σὲ προσκυνῶ καὶ σὲ λατρεύω ὅτι, καθὼς ἐβάλθηκες εἰς τὸν τάφον, ἔτσι θὰ βαλθῶ καὶ ἐγώ. Καὶ ὅταν σηκώνεσαι ὀρθός, φανερώνεις τὴν Ἀνάστασιν, καὶ λέγεις: Σὲ δοξάζω, Κύριέ μου, σὲ προσκυνῶ καὶ σὲ λατρεύω, πὼς ἀναστήθηκες ἀπὸ τοὺς νεκρούς, διὰ νὰ μᾶς χαρίσῃς τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον. Αὐτὸ σημαίνει ὁ πανάγιος σταυρός.»
Ὅπως διαπιστώνουμε ἀπὸ τὰ παραπάνω, τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ κλείνει μέσα του ὅλα τὰ σωτηριώδη γεγονότα, ποὺ οἰκονόμησε ἡ ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν «πεπτωκότα» ἄνθρωπο. Γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι σημεῖο σωτήριο, σημεῖο ζωοποιό, σημεῖο ἁγιαστικό, «νικοποιὸν ὅπλον» (ἅγιος Σωφρόνιος Ἱεροσολύμων), «τῶν κακῶν ἀλεξιτήριον» (ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης), «κεφάλαιον τῶν ἀγαθῶν ἁπάντων» (ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος) γιὰ τοὺς χριστιανούς. Ἂς τὸ χρησιμοποιοῦμε λοιπόν, ὅσο μποροῦμε πιὸ συχνά, ἀγιάζοντας μ᾿ αὐτὸ κάθε πτυχὴ τῆς καθημερινῆς καὶ τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς.