Ὅταν ὁ Θεὸς ἀποφάσισε νὰ δώσει ζωὴ στὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ τὸν καταστήσει κορωνίδα τῆς δημιουργίας, σίγουρα εἶχε μεγάλα σχέδια γι᾿ αὐτόν. Ἀπόδειξη ὅτι δὲν χρησιμοποίησε ἁπλῶς καὶ μόνο ἕνα ὑλικὸ στοιχεῖο γιὰ τὴ δημιουργία του ἀλλὰ κι ἕνα «κομμάτι τοῦ ἑαυτοῦ Του». Ἡ Γένεσις μᾶς δίνει πολὺ παραστατικὰ τὴν εἰκόνα αὐτή: «καὶ ἔπλασεν ὁ Θεὸς τὸν Ἄνθρωπον χοῦν ἀπὸ τῆς γῆς, καὶ ἐνεφύσησεν εἰς τὸν πρόσωπον αὐτοῦ πνοὴν ζωῆς, καὶ ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχὴν ζῶσαν» (Γέν. β´ 7).
Τὸ δῶρο τῆς ζωῆς δόθηκε στὸν ἄνθρωπο ἀκέραιο χωρὶς μικρότητες καὶ ὑπολογισμούς. Ὁ Θεὸς ποὺ δημιούργησε τέλεια ὅλα τὰ πλάσματά του, ἔδωσε στὸν ἄνθρωπο τὴν ἀθανασία καὶ τὴν αἰωνιότητα. Καὶ ὅσο ὁ ἄνθρωπος ἐκπληροῦσε τὸ σκοπὸ γιὰ τὸν ὁποῖο τάχτηκε ἀπ᾿ τὸν Δημιουργό του, μποροῦσε ν᾿ ἀπολαμβάνει ὅλα τ᾿ ἀγαθὰ ποὺ εἶχαν φτιαχτεῖ γι᾿ αὐτόν.
Ἦταν λοιπὸν τέλεια κάτοχος ὅλων τῶν ἀγαθῶν καὶ τῆς ζωῆς. Ἄλλωστε ἡ προειδοποιητικὴ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ «ᾗ δ᾿ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾿ αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε» (Γέν. β´ 17), δὲν εἶναι παρὰ ἡ ἐπιβεβαίωση ὅτι ὁ ἄνθρωπος μετεῖχε τῆς Ἀθανασίας καὶ ἡ τυχὸν παρέκκλισή του ἀπὸ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, θὰ τιμωροῦνταν μὲ τὴ στέρησή της.
Πράγματι ἡ παρακοὴ τῶν πρωτοπλάστων στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἄλλαξε τὴν πορεία τῆς ζωῆς τους. Πρώτη καὶ ἄμεση συνέπεια αὐτῆς τῆς ἠθικῆς παρεκτροπῆς ὑπῆρξε ὁ φόβος καὶ ἡ γνώση. Πολὺ χαρακτηριστικὰ ἡ Π.Δ. μᾶς παρουσιάζει τὴ σκηνή: οἱ Πρωτόπλαστοι κρυμμένοι καὶ ἡ βροντερὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ ποὺ τοὺς καταδιώκει. Ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἀδὰμ βγαίνει μετὰ ἀπὸ πολλοὺς φόβους καὶ δισταγμούς: «τῆς φωνῆς σου ἤκουσα καὶ ἐφοβήθην, ὅτι γυμνός εἰμι καὶ ἐκρύβην» (Γέν. γ´ 10).
Τὴν ἴδια ἀτμόσφαιρα φόβου δημιουργεῖ καὶ τὸ ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν Ὑμνολογία τῆς Μεγάλης Τρίτης «...ὤν, ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινόν, κρότος τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβω ἐκρύβη».
Ὁ ἄνθρωπος φοβᾶται. Φοβᾶται καὶ ντρέπεται. Καὶ τὰ δύο αὐτὰ συναισθήματα εἶναι πρωτόγνωρα γι᾿ αὐτόν. Ποτὲ πρὶν δὲν εἶχε αἰσθανθεῖ ἔτσι. Γιὰ πρώτη φορὰ συναισθάνεται τὴ γύμνια του μπροστὰ στὸ κριτικὸ βλέμμα τοῦ Πλάστη του. Αὐτὴ τὴ γύμνια δὲν τὴν γνώριζε πρῶτα. Ἡ Γένεσις ἀναφέρει σαφῶς ὅτι: «καὶ ἦσαν οἱ δύο γυμνοί, ὅ τε Ἀδὰμ καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ καὶ οὐκ ἠσχύνοντο» (Γέν. β´ 25).
Γιὰ νὰ φτάσει ὁ ἄνθρωπος στὴ γνώση τῆς ψυχικῆς του γύμνιας, τῆς ἠθικῆς του κατάπτωσης καὶ τὴν ἐπίγνωση τῆς ἁμαρτωλότητάς του, μεσολάβησε ἡ ἁμαρτία. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ἐκείνη ὁ ἄνθρωπος νεκρώθηκε. Ἔχασε τὴ γνησιότητα τῆς ἀνθρωπιᾶς του, τὴν ἀθωότητα καὶ τὴ μοναδικότητά του μέσα στὴ δημιουργία.
Ἡ γεμάτη δίκαιη ὀργή, φωνὴ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἔδωσε τὴ στερνὴ πικρὴ ἐντολὴ «ἐν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου φαγεῖν τὸν ἄρτον σου, ἕως τοῦ ἀποστρέψαι σε εἰς τὴν γῆν, ἐξ ἧς ἐλήφθης, ὅτι γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ» (Γέν. γ´ 19).
Ἡ σπουδαιότερη λοιπὸν συνέπεια τῆς ἠθικῆς κατάπτωσης τοῦ ἀνθρώπου, ἦταν ἡ ἀπώλεια τῆς ἀθανασίας του. Ἀπὸ ἐδῶ καὶ πέρα ἀρχίζει ἡ τραγωδία τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ πρῶτος ἐκεῖνος φόβος ποὺ διαδέχτηκε τὴν ἁμαρτία του, τὸν ἀκολουθεῖ παντοῦ. Καὶ ὁ ἄνθρωπος ἀγωνίζεται μόνος τραγικὰ καὶ ἀδύναμα γιὰ ν᾿ ἀποφύγει τὸ θάνατο, τὴν ἐξαφάνιση τῆς προσωπικότητάς του. Αἰῶνες ὁλόκληρους τρέμει τὸν ἐκμηδενισμὸ καὶ τὴν ἀφάνεια ποὺ ἐπιφέρει ὁ θάνατος ποὺ νεκρώνει μόνο τὸ σῶμα σὰν βιολογικὸ γεγονὸς καὶ καταρρίπτει τὴν ἀνθρώπινη προσωπικότητα στὴ γενικότερη ἔννοιά της.
Τὴν ἴδια ἀγωνία καὶ τὸν ἴδιο προβληματισμὸ συναντοῦμε καὶ στὶς φιλοσοφικὲς ἀντιλήψεις ὅλων τῶν ἀρχαίων λαῶν καὶ ἰδιαίτερα τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων. Ἡ θρησκευτικὴ αἵρεση τῶν Ὀρφικῶν γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἀρχαία σκέψη προσεγγίζει βαθύτερα τὸ πρόβλημα τοῦ θανάτου. Οἱ Ὀρφικοὶ πιστεύουν ὅτι ὁ θάνατος δὲν εἶναι παρὰ μία προσέγγιση τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸ θεῖο καὶ ἡ θεωρία τους δὲν εἶναι ἀπαλλαγμένη ἀπὸ τάσεις πρὸς τὸν ἀσκητισμό. Βέβαια βασικὴ ἰδέα στὴ θεωρία τους εἶναι ἡ πίστη γιὰ τὴ μετεμψύχωση.
Στὴν πρώιμη ἀρχαιότητα ὁ θάνατος εἶναι ἡ βέβαιη μοίρα τοῦ ἀνθρώπου, τὸ κανονικό του μερίδιο στὴ ζωή. Ἂν παραδεχθοῦμε δὲ ὅτι εἶναι ὀρθὴ ἡ ἄποψη «ἀρχὴ σοφίας ὀνομάτων ἐπιστάσις», τότε καταλαβαίνουμε γιατὶ σύντομα οἱ ἔννοιες θάνατος καὶ μοίρα ἔγιναν συνώνυμες (μοίρα - μορία, μείρομαι - μοιράζω). Ἡ μοιρολατρία παίρνει ὁλόκληρη τὴν ἀνθρώπινη ζωὴ κάτω ἀπὸ τὴν ἐξουσία της. Ὁ Ὅμηρος ἀκολουθώντας αὐτὸ τὸ μονοπάτι, πῆγε τόσο μακριά, ὥστε πολλὲς φορὲς οἱ ἄνθρωποι ἀπαλλάσσονται ἀπὸ τὴν εὐθύνη τῶν πράξεών τους (N.P.Nilson: Ἱστορία τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Θρησκείας).
Αἰῶνες ἀργότερα, ὅταν ἡ φιλοσοφικὴ σκέψη προχώρησε πολύ, ὁ θάνατος ἔμεινε τὸ πρῶτο θέμα στὴν κορυφὴ τῆς πυραμίδας τῶν ἀνθρώπινων προβλημάτων. Στὸν πολυσυζητημένο «Φαίδωνα» ὁ Σωκράτης ὀνομάζει τὸ θάνατο σὰν «τὴν ἀπαλλαγὴ τῆς ψυχῆς ἀπὸ τοῦ σώματος» ἡ δὲ πίστη του στὴν ἀθανασία εἶναι προφανὴς ὅταν τὴν ἀποδεικνύει μὲ τὰ ἐπιχειρήματα τῆς ἀνάμνησης, τῶν ἐναντίων καὶ τὰ ἀντικείμενα τῆς νοήσεως καὶ τῶν αἰσθήσεων ποὺ τὸν δικαιώνουν ἀπόλυτα.
Στὰ «Μικρὰ Φυσικά» του ὁ Ἀριστοτέλης κάνει διάκριση ἀνάμεσα στὸ θάνατο τῶν ζώων καὶ τῶν ἀνθρώπων, δηλαδὴ στὸ βιολογικὸ φαινόμενο καὶ στὸ πνευματικό. «Ἔστι μὲν οὖν πᾶσι τοῖς ζώοις κοινὸν γένεσις καὶ θάνατος, οἱ δὲ τρόποι διαφέρουσι τῷ εἴδει. Οὐ γὰρ ἀδιάφορος ἡ φθορά, ἀλλ᾿ ἔχει τι κοινόν».
Ὁ θάνατος εἶναι ἄλλοτε βίαιος καὶ ἄλλοτε φυσικός. Βίαιος εἶναι ὅταν ἡ ἀρχικὴ αἰτία εἶναι ἐξωτερικὴ καὶ φυσικὸς ὅταν εἶναι ἐσωτερική. Κατὰ τὸν Ἀριστοτέλη «τελευτὴ καὶ φθορὰ βίαιος μὲν ἡ τοῦ θερμοῦ σβέσις καὶ μάρανσις, ἡ δὲ κατὰ φύσιν τοῦ αὐτοῦ τούτου μάρανσις διὰ χρόνου μῆκος γινομένη καὶ τελειοτάτη».
Κάπως ἔτσι ἡ θύραθεν παιδεία πραγματεύεται τὸ θέμα τοῦ θανάτου. Ὅπως καὶ νάχει τὸ πράγμα, εὔκολα μπορεῖ νὰ διακρίνει κανεὶς τὴν ἐναγώνια προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἐξηγήσει καὶ νὰ δικαιολογήσει τὸ μυστήριο τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου. Κι αὐτή του ἡ προσπάθεια περιστρεφόταν πάντα σχεδὸν γύρω ἀπὸ τὸν ἴδιο κεντρικὸ ἄξονα: τὴ σχέση τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ Θείου. Ὅλη τους ἡ σκέψη ὅμως ἔδωσε στὸ πρόβλημα «ζωὴ θάνατος» μία κυκλικὴ διάσταση. Ὁ θάνατος διαδέχεται τὴ ζωὴ καὶ ἀντίστροφα.
Ἕνα πάντως εἶναι γεγονὸς ἀναμφισβήτητο: ἡ πίστη τοῦ ἀνθρώπου κάθε ἐποχῆς στὴν ἀθανασία τῆς ψυχῆς. Μικρὴ ἀπόδειξη τῆς πίστης αὐτῆς εἶναι καὶ οἱ λαϊκὲς ἀντιλήψεις γύρω ἀπὸ τὴν ποικιλία τῶν ταφικῶν ἐθίμων. Τὸ πιὸ ἀποκαλυπτικὸ ἀπ᾿ ὅλα εἶναι ἡ χρησιμοποίηση ἀρχαίων κτερισμάτων ποὺ ἔμπαιναν στοὺς τάφους γιὰ νὰ χρησιμοποιήσει ὁ νεκρὸς στὴν ἄλλη ζωή, τὴν «ἐπέκεινα».
Πολὺ πιὸ βαθιὰ καὶ οὐσιαστικὴ φυσικὰ εἶναι ἡ θεώρηση τοῦ θέματος κάτω ἀπ᾿ τὸ πρίσμα τῆς χριστιανικῆς θρησκείας. Ὁ χριστιανισμὸς δὲν ἀσχολεῖται μὲ τὸ θάνατο τόσο σὰν βιολογικὸ φαινόμενο ὅσο σὰν ψυχικὸ καὶ πνευματικὸ γεγονός. Γι᾿ αὐτὸ ἡ ἀσθένεια «οὐκ ἔστι πρὸς θάνατον». Αὐτὸ σημαίνει ὅτι δὲν εἶναι ὁ σωματικὸς θάνατος ὁ πραγματικὸς θάνατος, ἀλλὰ ὁ ψυχικός, ἡ ἀπονέκρωση τοῦ αἰωνίου πνευματικοῦ μας «ἐγὼ» θεωρουμένη εἴτε σὰν ἀπόγνωση ἑκούσια μέσα στὴ διάσταση τοῦ κακοῦ, τοῦ ἁμαρτωλοῦ, τοῦ δαιμονικοῦ, εἴτε σὰν ἀπελπισία ἀκούσια μπροστὰ στὴν αἰωνιότητα. Ἡ ἀπελπισία, ἡ ἀπόγνωση ὑπὸ τὴν ὑψηλή της ἔννοια καλοῦν τὸν ἄνθρωπο στὸν προορισμό του. Οἱ βαριὰ ἀσθενεῖς εἶναι ὅσοι δὲν ἀσκοῦν αὐτὴ τὴ φωνὴ τῆς ἀνησυχίας καὶ ἔχουν νεκρωθεῖ ἐφησυχάζοντας στὸν κόσμο τοῦτο μὲ τὰ γήινα ἀγαθά του. Ποιὸ ἄλλο νόημα μπορεῖ νὰ ἔχουν τὰ λόγια του ἱεροῦ Αὐγουστίνου: «ἀνήσυχη εἶναι ἡ ψυχή μου, μέχρις ὅταν ἐπιστρέψει εἰς Σέ, Κύριε»;
Εἶναι φυσικὸ ὁπωσδήποτε ὁ ἄνθρωπος ν᾿ ἀνησυχεῖ γιὰ τὸ θάνατο μία ποὺ γι᾿ αὐτὸν εἶναι μία ἄγνωστη περιοχή. Ἡ παράδοση λέει γιὰ τὸν τετραήμερο φίλο τοῦ Χριστοῦ, τὸ Λάζαρο πὼς μετὰ τὴν ἀνάστασή του δὲ γέλασε ποτέ. Γιατί ἄραγε; Ποιὲς ἄφατες ἐμπειρίες ἀπέκτησε ὁ Λάζαρος στὸ σύντομο διάστημα ποῦ πέρασε στὴν ἄλλη ζωή, ποῦ τὸν ἄλλαξαν ἐντελῶς; Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ δώσει ἀπάντηση στὸ αἰώνιο πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἀπάντηση βρίσκεται μόνο στὰ λόγια του Ἰησοῦ «ἐγώ εἰμι ἡ Ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή».
Ὁ φόβος γιὰ τὸ βιολογικὸ φαινόμενο τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι χαρακτηριστικὸ μόνο ἀνθρώπινο ἀλλὰ καὶ γενικότερα ζωικό. Ποτὲ ὅμως τὰ ζῶα δὲν βλέπουν μὲ τόσο δέος τὸ θάνατο σὰν πνευματικὸ γεγονός. Κι αὐτὸ γιατί μόνο ἡ ἀνθρώπινη προσωπικότητα μπορεῖ νὰ καταρριφθεῖ ἀπὸ παρόμοιο ἐνδεχόμενο κίνδυνο. Γι᾿ αὐτὸ οἱ πνευματικὰ καλλιεργημένοι ἄνθρωποι ἔχουν σὰν κύριο μέλημά τους τὸ Σωκρατικὸ «οὐ τὸ ζῆν περὶ πλείστου ποιητέον, ἀλλὰ τὸ εὖ ζῆν». Ἀναρίθμητα τὰ παραδείγματα ποὺ ἐπιβεβαιώνουν τὴν παραπάνω ἄποψη. Ἄπειρες φορὲς σὰν ἔτυχε νὰ συγκρούονται μεγάλα καθήκοντα, ὁ ἄνθρωπος βρῆκε σὰν ἰδανικὴ λύση τὸ θάνατο, τὸ βιολογικὸ βεβαίως θάνατο γιὰ νὰ μὴν ὑποκύψει στὸν πνευματικό. Τὸ χρέος τοῦ ἀνθρώπου εἶναι κατὰ πολὺ μεγαλύτερο καὶ ἱερότερο ἀπέναντι στὴν πνευματική του ὑπόσταση ἐν σχέσει πρὸς τὸ ὑλικὸ στοιχεῖο, ἀπ᾿ τὸ ὁποῖο συναποτελεῖται, τὸ σῶμα. Ὁ βιολογικὸς θάνατος ἄλλωστε δὲν ἐμποδίζει τὴν ἀνέλιξη, ὡρίμανση καὶ τελείωση τοῦ ἀνθρώπινου πνεύματος, ἀντίθετα ἀπὸ τὰ ζῶα ποὺ ὁ θάνατος σταματᾶ πράγματι κάθε τους δραστηριότητα.
Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος ἔχοντας ν᾿ ἀντιμετωπίσει συχνὰ μία ὀδυνηρὴ μάχη μὲ τὸν πνευματικὸ θάνατο γιὰ τὴν προάσπιση τῆς προσωπικότητάς του, γίνεται ἕνα πρόσωπο τραγικὸ γεμάτο ἐρωτηματικὰ ἀναπάντητα. Κι ἐπειδὴ σπάνια καταφέρνει νὰ συμφιλιωθεῖ μὲ τὴ φυσικὴ νομοτέλεια, ἡ τραγωδία του γίνεται φωνὴ διαμαρτυρίας κατὰ τοῦ Δημιουργοῦ καὶ ἔντονης κριτικῆς ἀποδοκιμασίας γιὰ τὸ ἔργο Του. Φυσικὰ ἡ στάση του αὐτὴ εἶναι τόσο φαιδρὴ ὅπως κι ἐκείνη τοῦ Ξέρξη ὅταν ἔβαλε νὰ μαστιγώσουν τὸν Ἑλλήσποντο γιὰ νὰ ἐκδικηθεῖ τὴν ἀποτυχία τῆς προηγούμενης ἐκστρατείας του, γιατὶ ὅσο κι ἂν ὁ θάνατος εἶναι ἕνας τρομερὸς ἐχθρὸς γιὰ τὸν ἄνθρωπο, περιλαμβάνεται ἐν τούτοις μέσα στὸ σχέδιο γιὰ τὴ σωτηρία του, ὅπως τὸ θέσπισε ὁ Θεός. Ὁ ρόλος τοῦ συνίσταται στὸ νὰ βοηθήσει τὸν ἄνθρωπο νὰ ἀμυνθεῖ στὸν κίνδυνο τοῦ ἐκμηδενισμοῦ του, νὰ γευτεῖ τὴ ζωὴ καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσει μὲ τὴ γνώση καὶ τὴν ἐλευθερία στὴν αἰωνιότητα.
Ἀπ᾿ τὴ φύση του ὁ θάνατος εἶναι συνώνυμος μὲ τὸν πόνο καὶ τὸ φόβο ποὺ συνήθως τὸν ἀκολουθοῦν. Ἡ πορεία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι πάντοτε ἀνασφαλὴς κι αὐτὸ τοῦ δημιουργεῖ διαρκῶς ἔνaν φόβο καὶ συνάμα ὑποψιάζεται παντοῦ κινδύνους, ἀκόμη κι ὅταν δὲν ὑπάρχουν. Ἐντείνει τὴν προσοχή του, προσπαθεῖ νὰ ἐντοπίσει κάθε ὕποπτο κίνδυνο κι αὐτὴ ἡ δράση του γεμίζει τὴ ζωή του μὲ ἀγώνα καὶ ταυτόχρονα τὸν ἐφοδιάζει μὲ μία ἀκατάσχετη διάθεση δημιουργικότητας.
Ὁ πόνος διαφορετικὰ ἐκδηλώνεται στοὺς ἀνθρώπους καὶ διαφορετικὰ στὰ ζῶα. Στὰ τελευταῖα ποὺ δὲν ἔχουν τὴ δυνατότητα νὰ προσποιηθοῦν, ὁ πόνος ἀφήνει ἔντονα τὰ ἴχνη του καὶ γι᾿ αὐτὸ κατὰ τὴ στιγμὴ αὐτὴ τὰ ζῶα μᾶς εἶναι ἰδιαίτερα συμπαθῆ. Ἀντίθετα στὸν ἄνθρωπο, ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ἐκδηλώνεται ὁ πόνος εἶναι συνάρτηση δύο παραγόντων: τῆς ἄσκησης καὶ τῆς ἀγωγῆς. Ἔτσι δημιουργοῦνται ὑπὸ τὴν ἐπήρεια τοῦ φόβου οἱ διάφοροι ἀνθρώπινοι χαρακτῆρες ποὺ ἀντιδροῦν μὲ διάφορο τρόπο καὶ ἔνταση στὸν πόνο. Αὐτοὶ εἶναι καρτερικοὶ καὶ εὔψυχοι, ἐγωκεντρικοὶ αὐτοαμυνόμενοι, καὶ «πενθοῦντες καὶ κλαίοντες» τῶν Μακαρισμῶν. Οἱ πρῶτοι ἀποδεχόμενοι τὸν πόνο γίνονται εἰδωλολάτρες τῆς δράσης καὶ τῆς δύναμης σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς τελευταίους ποὺ κάνουν τὸν πόνο ζωὴ καὶ δράση καὶ κατευθύνονται σὲ ψηλὰ δημιουργικὰ ἔργα. Ἡ ἀπάθεια ποὺ δέχονται οἱ Στωϊκοὶ ἢ ἡ Νιρβάνα ποὺ υἱοθετοῦν οἱ Βουδιστές, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ γίνουν δεκτὲς ἀπὸ τὴ χριστιανικὴ θρησκεία.
Ὁ Ἰησοῦς τὴ μαρτυρικὴ νύχτα τοῦ πόνου Του καλεῖ τοὺς τρεῖς μαθητὲς Του ν᾿ ἀγρυπνήσουν μαζί Του. Καὶ ἐνῶ Ἐκεῖνος «γενόμενος ἐν ἀγωνίᾳ ἐκτενέστερον προσηύχετο», οἱ μαθητὲς ἀντέδρασαν σ᾿ αὐτὸ τὸν πόνο μὲ τὴν πιὸ παθητική τους στάση, τὴν κατάσταση τοῦ ὕπνου. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Δάσκαλος τοὺς ἐπιπλήττει μὲ πικρία. Διότι κατὰ τὴν φοβερὴ ἀγωνία Του (ἡ λέξη ἀγωνία ἐπίταση τῆς λέξεως ἀγὼν) ἐκεῖνοι ἔχουν μείνει ἀμέτοχοι. Ὅποιος ὅμως δὲν συμμετέχει στὸν πόνο, ἀναγκαστικὰ δὲν συμμετέχει καὶ στὴ ζωή. «Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι» λέει ὁ Μπετόβεν, «ὄντα περιορισμένα μὲ ἀπεριόριστο πνεῦμα, γεννηθήκαμε μόνο γιὰ τὸν πόνο καὶ τὴ χαρὰ καὶ θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ πεῖ ὅτι οἱ σπουδαιότεροι ἄνθρωποι βρίσκουν τὴ χαρὰ μέσα στὸν πόνο». Ὁ πόνος εἶναι εὐεργέτημα γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ὅσο κι ἂν αὐτὸ φαίνεται ἀπίθανο. Σ᾿ αὐτὸ στηρίζεται ὁ Γκαῖτε ὅταν λέει: «Ὅποιος δὲν ξαγρύπνησε μὲ τὸν πόνο καὶ δὲν γεύτηκε μὲ δάκρυα τὸ ψωμί του, αὐτὸς δὲν σᾶς γνώρισε, ὦ οὐρανοί...»
Ὁ φόβος, ὅταν ἔχει σχέση μὲ τὸ βιολογικὸ θάνατο, κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ φαντάζεται φοβεροὺς δαίμονες καὶ τελώνεια ποὺ προσπαθοῦν νὰ τὸν κατασπαράξουν. Τὸ συναίσθημα αὐτὸ βασανίζει περισσότερο τοὺς θρησκευτικὰ ἀδιάφορους, ποὺ στὴν προσπάθειά τους νὰ σωθοῦν ἀπ᾿ τὸ φόβο καὶ τὸ θάνατο, προσπαθοῦν νὰ περιβληθοῦν μὲ δύναμη καὶ νὰ ἐκμηδενίσουν τοὺς συνανθρώπους τους. Τὴν περιοχὴ τοῦ φόβου διαδέχεται λοιπὸν τὸ βασίλειο τοῦ φθόνου ποὺ βυθίζει ἀκόμη περισσότερο τὸν ἄνθρωπο στὴ δυστυχία. Ὅλα αὐτὰ ὅμως δὲν καταφέρνουν ν᾿ ἀπαλλάξουν τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ φόβο. Τὸ μόνο ποὺ μπορεῖ νὰ τὸν ὑπερνικήσει εἶναι ἡ ἀγάπη, ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ ποὺ ἀντανακλᾶ τὴν αἰωνιότητά Του. Ὅποιος δὲν ἔχει νὰ φοβηθεῖ τίποτε, ἀγαπᾶ τὰ πάντα καὶ ἀντίστροφα ἐπειδὴ «ἡ ἀγάπη ἔξω βάλλει τὸν φόβο». (Ἰωάν. 4, 18). Ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ συνισταμένη ὅλων τῶν ἀρετῶν καὶ γι᾿ αὐτὸ ἡ πηγὴ κάθε καλοῦ, ὡραίου καὶ ὑψηλοῦ.
Κάθε φορὰ ποὺ ὁ χριστιανὸς πιστὸς θὰ ἀναφερθεῖ στὸ θάνατο, αὐτόματα θὰ ἀναφερθεῖ καὶ στὴν ἀνάσταση. Ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς δίδαξε τὴ μεγάλη αὐτὴ ἀλήθεια καὶ ἡ δική του Ἀνάσταση ποὺ ἀκολούθησε τὴν πορεία Του στὸ Γολγοθᾶ. Ἦταν ἡ ἐπαλήθευση τῶν λόγων Του. Ἀφοῦ, ὅπως εἴπαμε, ὁ βιολογικὸς θάνατος δὲν ἐπηρεάζει τὸ πνευματικὸ μέρος τοῦ ἀνθρώπου, τὴν ψυχή, ἡ ψυχὴ πρέπει νὰ συνεχίζει τὴ ζωὴ μὲ τὴν ἔννοια ὅτι πορεύεται νὰ συναντήσει τὸ ὅμοιό της. Κι ἀφοῦ ἡ ψυχὴ εἶναι ἐκεῖνο ποὺ δόθηκε ἀπὸ τὸν Θεό, ἡ ψυχὴ μετὰ τὴν ἀπαλλαγὴ τὴν ἀπ᾿ τὸ σῶμα, πορεύεται πρὸς συνάντησή Του. Τὸ κατὰ πόσο θὰ ἐπιτύχει αὐτὴ τὴ συνάντηση ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν προετοιμασία τοῦ ἀνθρώπου, τὸν ἀγώνα του, τὴν καλλιέργειά του καὶ τὴν πάλη του γιὰ ἐξύψωση, τελείωση καὶ ἁγιότητα. Ἐκεῖ ὅμως ποὺ δὲ συμμετέχει ὁ ἄνθρωπος καθόλου εἶναι στὴν Ἀνάσταση τοῦ σώματος, τῆς φθαρτῆς οὐσίας.
Τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ δὲν μπορεῖ νὰ τὸ ἐλέγξει ὁ ἄνθρωπος οὔτε νὰ τὸ τροποποιήσει. Τὸ μόνο ποὺ μπορεῖ νὰ κάνει εἶναι νὰ ἐπιδιώξει τὸ «καθ᾿ ὁμοίωσιν» μὲ τὴ μετάνοια ἀπ᾿ τὴ δική του πλευρὰ καὶ δεχόμενος τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν πορεία του.
Ἡ ἀθανασία τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ κατάσταση τῆς ὑγείας της. Κάθε ἐνέργεια ποὺ τείνει νὰ τῆς στερήσει αὐτὴν τὴν ἀθανασία, ἰσοδυναμεῖ μὲ ψυχικὴ ἀσθένεια, ποὺ ἀπομακρύνει τὴν ψυχὴ ἀπ᾿ τὸν κύριο προορισμό της ποὺ εἶναι ἡ ἀγωνιστικὴ πορεία καὶ ἡ συνάντηση μὲ Ἐκεῖνον.
Ἡ οὐσία ὅλη τῆς χριστιανικῆς πίστεως βρίσκεται στὸ δόγμα «προσδοκῶ ἀνάστασι νεκρῶν καὶ ζωὴ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος». Ἡ καθημερινή μας πορεία ἔχει αὐτὸ τὸ σκοπὸ καὶ ἐδῶ καὶ δύο χιλιάδες χρόνια περίπου ἡ πορεία αὐτὴ ἔγινε εὔκολη, γνωστὴ κι ἀγαπημένη γιατὶ προχωροῦμε στὰ ἴχνη Ἐκείνου, πλάι Του, μὲ συγκεκριμένο σκοπὸ καὶ στόχο: Νὰ ἐπιστρέψουμε στὴν Πατρίδα μας, ἀπ᾿ τὴν ὁποία λείπαμε χρόνια πολλὰ ἐξόριστοι, ὅσο τὸ δυνατὸν ἀλώβητοι, ἀκέραιοι καὶ ἁγνοί...