«Χαρὰ γίνεται ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ
ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι» (Λουκ. ιε´ 10)
Ἐκδόσεις «Ὀρθόδοξος Κυψέλη»
* (Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία ποὺ ἐξεφώνησε ὁ ἀκούραστος ἐργάτης τοῦ Εὐαγγελίου Ἀρχιμανδρίτης Γερβάσιος Ἰ. Ραπτόπουλος, στὸ Καθολικὸ τῆς Ἱερᾶς Γυναικείας Μονῆς τοῦ Ἁγίου Αὐγουστίνου Φλωρίνης τὴν Κυριακὴ τῆς Πεντηκοστῆς, 15 Ἰουνίου 2008).
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοὶ συλλειτουργοὶ καὶ εὐσεβὲς ἐκκλησίασμα,
Εὐχαριστῶ πολὺ γιὰ τὴν πρόσκληση, νὰ εἶμαι ὁμιλητὴς σήμερα στὴν ἱερὴ μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Αὐγουστίνου, Ἐπισκόπου Ἱππῶνος, ἑνὸς Ἁγίου του ὁποίου τὸ ὄνομα φέρει ὁ πνευματικός μας πατέρας καὶ διδάσκαλος.
Ἀπὸ τὰ μαθητικά μας χρόνια, ἐκεῖνα τὰ χρόνια του 45, 47, 50, ὅταν ἔφθασε ὡς προφήτης τοῦ Θεοῦ μέσα στὰ Γρεβενὰ καὶ κήρυξε τὸ θεῖο λόγο, ἄνοιξαν τὰ μυαλά μας, φωτίστηκαν ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο καὶ ὅλοι ἐμεῖς, ποὺ τὸν ἀκούγαμε καθημερινὰ σὰν διψασμένα ἐλάφια, ρουφούσαμε πραγματικὰ τὰ λόγια του, τὰ ὄποια μέσα μᾶς δημιούργησαν ἕναν ὡραῖο παλμό, ἕνα ὡραῖο αἴσθημα, ἕνα ὡραῖο καὶ εὐγενικὸ ὅραμα: Νὰ μᾶς ἀξιώσει ὁ Θεὸς νὰ ἀκολουθήσουμε τὰ ἴχνη τοῦ διδασκάλου μας καὶ νὰ ἔχουμε τὴν ἀνάλογη βιοτή, ὥστε ὅλη μας ἡ ἱερατικὴ σταδιοδρομία νὰ εἶναι πρὸς δόξαν Χριστοῦ καὶ πρὸς τὴν οἰκοδομὴ τῶν πιστῶν.
Ὁμιλητής, λοιπόν, σήμερα, γιὰ δεύτερη φορὰ τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τοῦ σεβαστοῦ μας διδασκάλου.
Εὐχαριστῶ τὸ Θεό, γιατί μου δίδεται ἡ εὐκαιρία νὰ ἐκφράσω γιὰ ἀκόμη μιὰ φορὰ τὴ βαθιά μου εὐγνωμοσύνη στὸ Θεὸ καὶ σ᾿ ἐκεῖνον τὸν ὁποῖο ἀπέστειλε στὴ ζωή μας, τὸν πολιὸ πλέον Γέροντα Ἐπίσκοπο Αὐγουστίνο Καντιώτη. Εὐχαριστῶ τὸ Θεό, εὐχαριστῶ καὶ τὸν πολιὸ Γέροντα.
Ἀλλὰ γιὰ ποιὸ θέμα νὰ ὁμιλήσω:
Σήμερα ἔχουμε ὄχι μόνο τὴ μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Αὐγουστίνου, Ἐπισκόπου Ἱππῶνος, ἀλλὰ ἔχουμε καὶ τὴν μνήμη τοῦ τρίτου προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος, τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἂν ἤμουν ὑψιπέτης θεολόγος, θὰ μιλοῦσα γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Κι εἶναι ὡραῖο νὰ μιλᾶς γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, νὰ μιλᾶς γιὰ τὸ Θεό, νὰ μιλᾶς γιὰ τὴν ἀγάπη, νὰ μιλᾶς γιὰ τὸ ἔλεός του, τὸ ὁποῖο καλύπτει ὅλες τὶς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων. Κι ἂν οἱ ἁμαρτίες εἶναι πολλές, τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ ὅμως εἶναι τόσο πλούσιο, ὥστε καλύπτει τὸ πλῆθος ὅλων τῶν ἁμαρτιῶν μας καὶ μᾶς μεταφέρει ἀπὸ τὴν κατάσταση τῆς ἁμαρτίας στὴν κατάσταση τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς ἁγιότητος. Ἀλλὰ ἐγὼ ὑψιπέτης ἀετὸς τῆς Θεολογίας δὲν εἶμαι. Ἐγὼ νιώθω νὰ εἶμαι καὶ τὸ ἐννοῶ αὐτὸ ἕνα ἁπλὸ σπουργιτάκι καὶ σὰν σπουργιτάκι πετῶ ἀπὸ κλαδὶ σὲ κλαδί, ὅπως ἀποχαιρετοῦσε μ᾿ αὐτὰ τὰ λόγια ὁ Γέροντάς μας τὸ λαὸ τῆς Κοζάνης, καὶ ψάλλω πάντοτε αὐτὸ τὸ ἄσμα τὸ γλυκύ: Χριστὸς καὶ Ἑλλάδα.
Εὐχαριστῶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, εὐχαριστῶ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱό, ποὺ ἀξιώθηκα χρόνια καὶ χρόνια, δεκαετίες ὁλόκληρες, νὰ περνῶ ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριό, ἀπὸ κώμη σὲ κώμη, ἀπὸ πολίχνη σὲ πολίχνη καὶ νὰ κηρύττω μὲ τὸν ἴδιο πάντα ζῆλο, τὸν ὁποῖο ὁ Γέροντας μᾶς ἐνέπνευσε, ὡς μαθητὲς ἀκόμα τοῦ Γυμνασίου Γρεβενῶν. Σὰν σπουργίτι, λοιπόν, πετῶ χαμηλὰ καὶ πιάνω ἕνα θέμα πρακτικὸ κι ἂς μοῦ συγχωρεθεῖ αὐτό, ἕνα θέμα πρακτικό, τὸ ὁποῖο εἶναι ἀνάγκη νὰ τὸ τονίζουμε πολλὲς φορές, γιατὶ ἐνῶ θεωρητικὰ τὸ κατέχουμε, στὴν πράξη δὲν τὸ κατέχουμε στὸ βαθμὸ ποὺ πρέπει· κι αὐτὸ τὸ θέμα εἶναι ἡ μετάνοια.
Ἀκούω πολλούς, ὁποὺ κι ἂν πάω, ὄχι μόνο νέους, ἀλλὰ καὶ γέροντες καὶ γερόντισσες, νὰ λένε: «Νὰ προσεύχεσθε». Κι ὅταν τοὺς ρωτῶ γιὰ ποιὸ εἰδικὸ λόγο, ἐκεῖνοι μοῦ ἀπαντοῦν: «Μά, γιὰ νὰ ὁλοκληρώσουμε τὴν μετάνοιά μας!».
Θεολόγοι, συγγραφεῖς, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, ποὺ διακρίνονται γιὰ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴ φιλανθρωπία τους, γιὰ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν προσφορά τους, ποὺ σύμφωνα μὲ τὰ δικά μας κριτήρια ἔχουν ὁλοκληρώσει τὴ μετάνοιά τους καὶ εἶναι οἱ σύγχρονοι ἅγιοι μέσα στὸν κόσμο, ζητοῦν καιρὸ μετανοίας, αὐτὸ ἀκριβῶς ποὺ ὁ ἐξομολόγος πατέρας εὔχεται στὸν ἐξομολογούμενο: «ὅπως δωρήσηται αὐτῷ καιρὸν μετανοίας».
Ἔχουμε ἀνάγκη, ἀδελφοί, ἀπὸ μετάνοια. Δὲν ξέρω ἂν μετανοήσαμε ὅλοι, καὶ στὸ βαθμὸ ποὺ πρέπει νὰ ἔχουμε μετανοήσει, ἔτσι ὥστε νὰ εἶναι ἀσφαλὴς ἡ πορεία μας πάνω στὴ γῆ, ἀλλὰ καὶ ἡ πορεία μας ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανό. Ἡ μετάνοια θέτει τέλος στὴ ζωὴ τῆς ἁμαρτίας. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ μετανοεῖ, ὁ Χριστιανὸς ποὺ μετανοεῖ, δὲν ἁμαρτάνει ξανά. Κάνει στροφὴ 180 μοιρῶν. Ἀφήνει τὸ παρελθόν, τὸ ὁποῖο τὸ χαρακτηρίζει σὰν ζωὴ πρὸ Χριστοῦ, καὶ συνεχίζει μιὰ νέα πορεία, μετὰ Χριστόν, μὲ τὸ Χριστὸ στὴ ζωή του.
Θὰ σᾶς ἀναφέρω ἕνα περιστατικό:
Εἶναι πολὺ ἁπλό, εἶναι πολὺ κατανοητό, εἶναι πολὺ πρακτικό. Κάποιος ἐπὶ 63 χρόνια ζοῦσε μέσα στὴν ἁμαρτία. Δὲν ἔχει σημασία ἂν ἡ ἁμαρτία εἶναι μεγάλη ἡ μικρή. Καὶ μόνο τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν ἀγαποῦμε τὸ Θεὸ μὲ ὅλη μας τὴν καρδιά, μὲ ὅλη μας τὴ δύναμη, μὲ ὅλο μας τὸ μυαλό, ἁμαρτάνουμε. Ἂν δὲν ζοῦμε ἔτσι ἀκριβῶς ὅπως μᾶς εἶπε ὁ Ἰησοῦς νὰ ζοῦμε, δὲν εἴμαστε τέλειοι. Εἴμαστε στὴν ἀτέλεια. Καὶ τὸ ψέμα καὶ ἡ κλοπὴ καὶ ἡ ἀδικία καὶ ἡ κατάκριση καὶ ἡ φλυαρία καὶ ἡ ἀπραξία καὶ ἡ νωθρότητα εἶναι ἁμαρτίες. Πολλὲς εἶναι οἱ ἁμαρτίες. Μετριοῦνται τὰ ἄστρα, νὰ μετρηθοῦν καὶ οἱ ἁμαρτίες; Ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος ποὺ μετανοεῖ, κλείνει γιὰ πάντα τὸ δρόμο τῆς ἁμαρτίας.
Ὁ ἄνδρας, λοιπόν, τὸν ὁποῖο σᾶς ἀναφέρω, ἔζησε 63 χρόνια μέσα στὴν ἁμαρτία. Στὰ 63 του χρόνια, Πνεῦμα Ἅγιο φώτισε τὰ σωθικὰ τῆς ψυχῆς του καὶ ἔκανε μιὰ στροφή, στροφὴ πρὸς τὸ Χριστό. Ἀναγεννήθηκε πνευματικά. Μετανόησε καὶ ἔζησε μιὰ νέα ζωή, ζωὴ μετανοίας καὶ ἀρετῆς. Ζωὴ κοντὰ στὸ Χριστό. Ὅταν πλησίασε τὸ τέλος του καὶ προαισθάνθηκε ὅτι ὁ Κύριος τὸν καλεῖ στὴν οὐράνια βασιλεία Του πιστὸν καὶ μετανοημένον βαθιὰ σὰν τὴν Μαρία τὴν Αἰγυπτία, παρήγγειλε στοὺς δικούς του ἀνθρώπους τὸ ἑξῆς: Ὅταν μὲ θάψετε, θέλω νὰ γράψετε ἐπάνω στὸν τάφο μου αὐτὰ τὰ λόγια: «Ἐδῶ εἶναι θαμμένος ἄνδρας 70 ἐτῶν, ὁ ὁποῖος ἔζησε 7 καὶ μόνον ἔτη». Δὲν λογάριασε σὰν ζωὴ τὰ 63 χρόνια ποὺ ἔζησε μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεό. Λογάριασε σὰν χρόνια ζωῆς τὰ ἑφτὰ μονάχα χρόνια ποὺ ἦταν κοντὰ στὸ Χριστό, μὲ μετάνοια καὶ ἀγώνα. Ἄδεια τὰ χρόνια χωρὶς Χριστό. Γεμάτα τὰ χρόνια μαζὶ μὲ τὸ Χριστό!
Αὐτὴν τὴ μετάνοια τὴ βλέπουμε καὶ μέσα στὴ ζωὴ τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου. Ὁ ἱερὸς Αὐγουστίνος βίωσε τὴ μετάνοια σὲ ὅλη τὴν πληρότητά της, ὅπως τὴν εἶδε μέσα στὸ Εὐαγγέλιο. Γιατὶ μόνον τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο μπορεῖ νὰ μᾶς βοηθήσει νὰ κάνουμε στροφὴ 180 μοιρῶν καὶ ἀφήνοντας πίσω μας ὁριστικὰ τὴν ἁμαρτία νὰ προχωρήσουμε στὸ δρόμο τῆς ἀρετῆς καὶ τοῦ ἁγιασμοῦ. Τὰ ὡραιότερα παραδείγματα μετανοίας τὰ βρίσκουμε μόνο μέσα στὸ Εὐαγγέλιο.
Γύρισε πίσω στὸν πατέρα του μετανοημένος, μὲ τὴν ἀπόφαση νὰ μὴ φύγει ποτὲ ξανὰ καὶ ποτὲ νὰ μὴν ξαναγυρίσει στὴν παλιὰ ζωὴ τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς ἀσωτείας. Καὶ δὲν ἔφυγε. Ἔμεινε γιὰ πάντα στὸ σπίτι τοῦ πατέρα. Τί ὑπέροχη μετάνοια!
Ἔκανε κατάχρηση τῆς ἐξουσίας του ὡς τελώνης. Συγκέντρωσε πολλὰ ξένα πράγματα ποὺ δὲν τοῦ ἀνῆκαν. Ἀλλὰ ὀτανὸ Ἰησοῦς, ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου, ὁ ὁποῖος δὲν «ἦλθε καλέσαι δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν» (Ματθ. 9, 13), πῆρε θέση μέσα στὸ σπίτι τοῦ Ζακχαίου ἐκεῖ στὴν Ἱεριχώ, ὁ Ζακχάιος ξεχώρισε ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους τοῦ σπιτιοῦ. Πῆρε τὸ λόγο καὶ εἶπε στὸν Κύριο: Ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά μου τὰ μισὰ τὰ δίνω στοὺς φτωχούς, κι ἂν κάποιον τὸν ἀδίκησα, αὐτὸν τὸν ἀποζημιώνω στὸ τετραπλάσιο (Λουκ. 19, 8). Ἕνα πῆρα, τέσσερα δίδω. Καὶ τί ἀπέγινε μετὰ αὐτὸς ὁ τελώνης, ποὺ συγκέντρωσε ἐπάνω του ὅλη τὴν κατάκριση καὶ τὴν κατακραυγὴ τῶν ἁγίων της ἐποχῆς τοῦ Γραμματέων καὶ Φαρισαίων; Τί ἀπέγινε; Ἀνοῖξτε τὸ Ἁγιολόγιό μας καὶ θὰ δεῖτε ὅτι στὶς 20 Ἀπριλίου ἑορτάζουμε τὴ μνήμη τοῦ ἁγίου ἐνδόξου ἀποστόλου Ζακχαίου. Ἔγινε ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ εἶναι μετάνοια!
Μιὰ γυναίκα ποὺ ζοῦσε μέσα στὴν παρανομία. Μέσα στὴν ἁμαρτία. Ζοῦσε μέσα στὴ λάσπη, στὸ βοῦρκο. Ἀλλὰ σὰν ἄκουσε τὰ ρήματα τοῦ Ἰησοῦ, ἐκείνη τὴν ὑπέροχη διδασκαλία Του, ἀπὸ κουβέντα σὲ κουβέντα, ἔνιωσε μέσα βαθιὰ στὴν ψυχὴ τῆς τὸ αἴσθημα τῆς μετανοίας. Ἕνας νυγμός, μιὰ ἀκτίνα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τῆς Θείας Χάριτος, ἄλλαξε ὅλη τὴ ζωή της καὶ ἤδη ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ τελείωσε ὁ διάλογος τοῦ Ἰησοῦ μαζί της ἡ γυναίκα ἐκείνη ἀνεβαίνει στὸ χωριό της, τὴ Συχάρ, καὶ γίνεται κήρυκας τοῦ Εὐαγγελίου. Καὶ δὲν σταματᾶ μόνο στὴ Συχάρ. Προχωρεῖ πιὸ πέρα. Φτάνει μέχρι τὴ Βόρεια Ἀφρική, περνάει στὴν Ἰταλία, τότε στὰ χρόνια τῶν μαρτύρων, στὰ πρῶτα χρόνια τῶν διωγμῶν, καὶ πετυχαίνει μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος νὰ μπεῖ μέσα στὰ ἀνάκτορα τοῦ Νέρωνα καὶ ἐκεῖ νὰ προσελκύσει στὴ χριστιανικὴ πίστη τὴν κόρη τοῦ αὐτοκράτορα Νέρωνα Δομνίνα. Ἦταν ἁμαρτωλὴ γυναίκα κι ὅμως ἔγινε ἱεραπόστολος καὶ τὴν ἑορτάζουμε κάθε χρόνο στὶς 26 Φεβρουαρίου. Εἶναι ἡ ἑορτὴ τῆς ἁγίας Φωτεινῆς της Σαμαρείτιδος.
Ὄχι, ὅ,τι εἶμαι ἀλλὰ ὅ,τι πρέπει νὰ εἶμαι. Ὅ,τι ὁ Θεὸς θέλει νὰ εἶμαι. Ἂν τὰ θελήματά μας δὲν ταυτίζονται ἀπόλυτα μὲ τὰ θελήματα τοῦ Θεοῦ, δὲν εἴμαστε μὲ τὸ Θεό. Ἂν δὲν ἔχουμε τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, δὲν εἴμαστε τοῦ Θεοῦ. Ἂν δὲν ἔχουμε τὴν προσφορὰ τοῦ Θεοῦ, δὲν εἴμαστε μὲ τὸ Θεό. Ἂν δὲν ἔχουμε τὴν πραότητά του, τὴ γλυκύτητά του, τὴ σιωπή του, τὴν ὑπομονή του, ἂν δὲν ἔχουμε αὐτὸ τὸ μαρτύριο τοῦ Ἰησοῦ, τὸ ὁποῖο ὑπέστη ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ συνελήφθη στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ μέχρι ποὺ ἀνέβηκε πάνω στὸ Σταυρό, ἀγόγγυστα καὶ σιωπηλά, δὲν εἴμαστε τοῦ Θεοῦ. Ἂν δὲν εἴμαστε οἱ ἄλλοι «Χριστοί», δὲν εἴμαστε μὲ τὸ Χριστό. Σὲ τίποτε δὲν πρέπει νὰ διαφέρουμε. Καὶ μὴν πεῖτε πῶς δὲ βρέθηκε ἄνθρωπος ποὺ νὰ τὸ βίωσε αὐτό.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, Σαοὺλ πρῶτα, ἔφυγε ἀπὸ τὴν ἁγία πόλη τῆς Ἱερουσαλὴμ μ᾿ ἕνα πάθος, μὲ μία μαχητικότητα νὰ μὴν ἀφήσει Χριστιανὸ ζωντανὸ πάνω στὴ γῆ. Ἀλλὰ ἐνῶ βάδιζε στὸ δρόμο ποὺ ὁδηγοῦσε στὴ Δαμασκό, καὶ προχωροῦσε μὲ τὰ σχέδια, τὰ ὁποῖα εἶχε κατὰ νοῦν, ἐκεῖ λίγο ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, ἡ ἀγάπη τοῦ Ἰησοῦ ἀνέκοψε τὴν πορεία του καὶ ξαφνικὰ ἀκούει μιὰ φωνὴ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ νὰ τὸν ρωτᾶ:
«Σαούλ, Σαούλ, τί μὲ διώκεις;».
Ποιὸς εἶσαι σύ, Κύριε;
Εἶμαι αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς, τὸν ὁποῖο σὺ διώκεις (Πράξ. 9, 45).
Κι ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμή, κάνει στὴ ζωή του μιὰ στροφὴ 180 μοιρῶν. Γίνεται σκεῦος ἐκλογῆς καὶ βιώνει βαθιὰ τὸ Χριστό. Τόσο πολὺ ποὺ ὁ Χριστὸς ἄλλαξε τὴ ζωή του, ὥστε ἔφτασε στὸ σημεῖο νὰ πεῖ: «Τώρα δὲ ζῶ πιὰ ἐγώ, δὲ ζεῖ μέσα μου ὁ Σαούλ. Μέσα μου ζεῖ ὁ Χριστός». «Ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζεῖ δὲ ἐν ἐμοὶ ὁ Χριστὸς» (Γαλ. 2, 20). Αὐτὸς ἦταν ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ἕνας ἄλλος Χριστὸς κάτω στὴ γῆ.
Αὐτὴ πρέπει νὰ εἶναι ἡ ζωή μας ἐδῶ κάτω στὴ γῆ, ἂν πραγματικὰ μετανοήσουμε. Ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος ἔζησε μέσα στὴν ἁμαρτία πολλὰ χρόνια. Κυνηγοῦσε τὴν εὐτυχία μέσ᾿ στὴν ἁμαρτία, μέσα στὴν πλάνη, μέσα στὴν ἄγνοια, μέσα στὶς διάφορες αἱρέσεις, στὰ συστήματα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἀλλὰ πουθενὰ δὲν εὕρισκε αὐτὸ ποὺ ποθοῦσε· τὴ λύτρωση, τὴ γαλήνη. Καὶ πίσω ἀπὸ τὸν ἅγιο Αὐγουστίνο, μιὰ μάνα ἔκλαιγε διαρκῶς. Παρακαλοῦσε τὸ Θεὸ γιὰ τὴ μετάνοιά του, καὶ ποιὰ προσευχὴ δὲ φέρνει καρπό; Ἴσως ἀργεῖ, ἀλλὰ σίγουρα φέρνει καρπὸ πολύ. Ἔφτασε μέχρι τὰ Μεδιόλανα τῆς Ἰταλίας, τὸ Μιλάνο τὸ σημερινὸ ὅταν ἄκουσε μιὰ ὁμιλία τοῦ ἁγίου Ἀμβροσίου, Ἐπισκόπου Μεδιολάνων, ἔνιωσε μέσα του ἕνα τέτοιο ἄγγιγμα, ποὺ τὸν προβλημάτισε. Τί ἦταν ἐκεῖνο; Ἦταν φωνὴ Θεοῦ. Νὰ θυμόμαστε καὶ νὰ τὸ πιστεύουμε ὅτι μὲ τὴ φωνὴ τοῦ πιὸ ταπεινοῦ ἀνθρώπου κάτω στὴ γῆ ὁμιλεῖ ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Μὲ τὸν ἅγιο Ἐπίσκοπο Ἀμβρόσιο μίλησε ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς μέσα σὲ μιὰ ψυχή, στὴν ψυχὴ τοῦ Αὐγουστίνου. Ἔφυγε προβληματισμένος. Ποῦ πῆγε; Ἔξω ἀπὸ τὰ Μεδιόλανα κι ἐκεῖ κάτω ἀπὸ ἕνα δέντρο ἄρχισε νὰ σκέπτεται. Τί ἄλλο; Τὸ μήνυμα τοῦ Θεοῦ. Καὶ σὲ κάποια στιγμὴ ἄγγελος Θεοῦ ὁμιλεῖ στὸν Αὐγουστῖνο καὶ τοῦ λέει: «Πάρε καὶ διάβασε». Τί νὰ πάρει; Τί νὰ διαβάσει; Δὲν ὑπῆρχε βιβλιοθήκη ἐκεῖ στὸ χῶρο τῆς ἐρήμου, ὅμως καθὼς ἔστρεψε τὴ ματιά του πρὸς τὰ δεξιὰ εἶδε μιὰ περικοπὴ ἀπὸ τὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολή, ἡ ὁποία ἔλεγε: «Ὥρα ἡμᾶς ἤδη ἐξ ὕπνου ἐγερθῆναι. ἀποθώμεθα οὖν τὰ ἔργα τοῦ σκότους καὶ ἐνδυσώμεθα τὰ ὅπλα τοῦ φωτός» (Ρωμ. 13, 11). Αὐτὸ ἦταν. Ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἔκανε τὴ στροφὴ τῶν 180 μοιρῶν. Δὲν ἀνῆκε πιὰ στὸν παλιὸ Αὐγουστῖνο, ἀλλὰ ἄρχισε ἡ ἀντίστροφη πορεία, ἡ πορεία πρὸς τὴ θέωση, ἡ πορεία πρὸς τὸν ἁγιασμό. Ἔζησε ὅλα τὰ ὑπόλοιπα χρόνια της ζωῆς του μέσα στὴ μετάνοια. Κάποια μέρα, ἐκεῖ ποὺ περπατοῦσε, εἶδε μιὰ παλιά του φίλη καὶ ἐκείνη, σὰν τὸν γνώρισε, ἔκανε τὸ πᾶν νὰ τὸν πλησιάσει καὶ φωνάζει: «Αὐγουστῖνε, ἐγὼ εἶμαι». Ἀλλὰ ὁ Αὐγουστίνος ἀναγνωρίζοντας ἀκόμα καὶ τὴ φωνή της ἄρχισε νὰ τρέχει φωνάζοντας στὴ γυναίκα: «Ναί, γυναίκα, ἀλλὰ ἐγὼ δὲν εἶμαι πιὰ ἐγώ»!
Αὐτὸ θὰ πεῖ μετάνοια. «Δὲν εἶμαι πιὰ ἐγώ». Καὶ μέχρι τὰ βαθιὰ γεράματά του ὁ ἱ. Αὐγουστίνος, πάντα, μέρα μὲ τὴ μέρα, ξαναζωντάνευε μέσα του τὴ μετάνοια, χαιρόταν τὴ μετάνοια, ἀπολάμβανε τὴ μετάνοια. Ὅταν, γέρων πλέον, δὲν εἶχε μάτια γιὰ νὰ βλέπει καὶ νὰ διαβάζει καθαρά, παρήγγειλε στοὺς ἀνθρώπους του νὰ γράψουν στὸν τοῖχο ποὺ ἦταν ἀκριβῶς ἀπέναντί του μὲ μεγάλα γράμματα τὸν 50ο ψαλμὸ τῆς μετανοίας, τὸν ὁποῖο διάβαζε καὶ ξαναδιάβαζε καθημερινὰ καὶ τὰ δάκρυά του ἔτρεχαν.
Μιὰ φορὰ ἁμάρτησε ὁ ἀπόστολος Πέτρος. Κι ὅμως ἔκλαιγε κάθε φορὰ ποὺ λαλοῦσε ὁ πετεινός, γιατὶ τοῦ θύμιζε ἐκείνη τὴ μεγάλη πτώση, ἐκείνη τὴν ἁμαρτία, τὴν ἄρνησή του, τὴν προδοσία του. Καὶ ἔκλαιγε ὁ ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ. Τὸ ἴδιο ἔκλαιγε καὶ ὁ ἱ. Αὐγουστίνος, ὅταν μελετοῦσε τὸ πάθος τοῦ Ἰησοῦ ἐπάνω στὸ Σταυρό. Ἄκουγε τὸν ἕνα ληστὴ ποὺ ἔλεγε: «Ἂν εἶσαι Θεός, κατέβα ἀπὸ τὸ Σταυρὸ καὶ σῶσε κι ἐμᾶς» (Ματθ. 27, 40). Ὁ ἄλλος ὁ ἐκ δεξιῶν παρακολούθησε τὰ ἑφτὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, ποὺ μπῆκαν βαθιὰ μέσα στὴν μνήμη του καὶ στὴν καρδιά του, ὁμολόγησε τὴ θεότητα τοῦ Ἐσταυρωμένου, ἐξομολογήθηκε ἐνώπιόν της φρουρᾶς τοῦ Γολγοθᾶ καὶ τοῦ Ἀρχιερέως Χριστοῦ καὶ ὕστερα εἶπε τὴ μεγάλη τὴ θερμὴ ἱκεσία: «μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23, 42). Καὶ ὁ Ἰησοῦς, ποὺ εἶδε βαθιὰ μέσα του τὴν καθαρότητά του, τὸ συγκλονισμὸ τῆς ψυχῆς του, εἶπε στὸν μετανοημένο ληστή: «Σήμερον μετ᾿ ἐμοῦ ἔση ἐν τῷ παραδείσω» (Λουκ. 23, 43).
Καὶ λέει ὁ ἱ. Αὐγουστίνος:
«Ἔξυπνος ὁ ἐκ δεξιῶν ληστής! Ἀφοῦ λήστεψε ὅλον τὸν κόσμο, τελευταία λήστεψε καὶ τὸν Παράδεισο»!
Γιατί ὁ πρῶτος κάτοικος τοῦ παραδείσου ποὺ ἄνοιξε μὲ τὴν ἐκπνοὴ τοῦ Χριστοῦ πάνω στὸ σταυρὸ ἦταν αὐτὸς ὁ ληστής. Δηλαδὴ ἕνας φονιάς. Ἕνας μεγάλος ἁμαρτωλός, ποὺ ὅμως μετανόησε μόλις τοῦ δόθηκε ἡ πρώτη εὐκαιρία. Γιὰ τὴ μετάνοια τοῦ ὁ ληστὴς δὲν χρειάσθηκε χρόνια. Δὲν χρειάσθηκε μῆνες. Οὔτε καὶ μέρες. Λίγα λεπτὰ μόνον χρειάσθηκε, ὥσπου νὰ ἀξιοποιήσει τὴν εὐκαιρία ποὺ τοῦ δόθηκε καί, σὲ τόσο μικρὸ χρονικὸ διάστημα, κατέκτησε αὐτὸ ποὺ οἱ Μάρτυρες κατέκτησαν μὲ τὸ αἷμα τους. Κατέκτησε τὴ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν, τὴν οὐράνια πολιτεία τοῦ Θεοῦ, τὴν αἰώνια πατρίδα μας. Καὶ ἡ Ἐκκλησία μας τὸ διακηρύττει μὲ τὸ Ἐξαποστειλάριο τῆς Μ. Πέμπτης ἑσπέρας σὲ ἦχο γ´: «Τὸν ληστὴν αὐθημερόν, τοῦ Παραδείσου ἠξίωσας, Κύριε· κἀμὲ τῷ ξύλῳ τοῦ Σταυροῦ, φώτισον καὶ σῶσόν με».
Συχνὰ στὶς φυλακές, τὶς ὁποῖες ἐπισκέπτομαι τακτικὰ μὲ τοὺς συνεργάτες μου, ὅταν ἀπευθύνομαι στοὺς κρατουμένους καὶ τοὺς καλῶ σὲ μιὰ καινούργια ζωή, μακριὰ ἀπὸ τὰ λάθη τοῦ παρελθόντος ποὺ τοὺς ὁδήγησαν στὴ φυλακή, τοὺς λέω: - Παιδιά μου, ἐλᾶτε, μπρὸς ὁ ληστὴς καὶ πίσω ἐμεῖς, νὰ ληστέψουμε τὸν παράδεισο. Ἂν πετύχουμε νὰ ληστέψουμε τὸν παράδεισο, ληστέψαμε τὸ πᾶν. Τὴν αἰώνια μακαριότητα. Τὴν οὐράνια ἀγαλλίαση καὶ εὐφροσύνη καὶ θὰ ζοῦμε αἰώνια μέσα στὴν οὐράνια πολιτεία τοῦ Ἰησοῦ ψάλλοντας μαζὶ μὲ ἀγγέλους, μάρτυρες, ὁσίους, ἀσκητές, τὸν ὕμνο τῆς δοξολογίας καὶ τῆς εὐγνωμοσύνης μας στὸ Θεὸ τοῦ ἐλέους καὶ τῆς συγγνώμης.
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,
Σωτήρια τὰ μηνύματα ποὺ παίρνουμε ἀπὸ τὶς μεγάλες αὐτὲς μορφὲς τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ ὁποῖες μετανόησαν ὁριστικὰ καὶ ἀμετάκλητα γιὰ τὰ λάθη ποὺ διέπραξαν ὅταν ζοῦσαν στὴν ἄγνοια. Ἡ μετάνοιά τους τοὺς ἀπομάκρυνε ὁριστικὰ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Ἀπὸ τὴν παρακοὴ τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Καὶ τοὺς κράτησε γιὰ πάντα στὸ δρόμο τῆς ἀλήθειας, στὸ δρόμο τῆς ἀρετῆς, στὸ δρόμο τῆς σωτηρίας καὶ τοῦ ἁγιασμοῦ τῶν ψυχῶν τους.
Ἐλᾶτε, λοιπόν, καὶ σεῖς καὶ ὅλοι μαζὶ νὰ πάρουμε δύναμη ἀπὸ τὸν Παράκλητο, ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, τὸ ὁποῖο σήμερα ἔρχεται μέσα στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἔρχεται μέσα στὶς καρδιές μας, καὶ ἂς θέσουμε τέλος στὸ δρόμο τῆς ἁμαρτίας, τῆς κάθε ἁμαρτίας, μὲ μιὰ ὁλοκληρωμένη μετάνοια, ὥστε νὰ ζήσουμε στὸ ἑξῆς μέσα στὴν καθαρότητα καὶ στὴν τέλεια ἁγνότητα ψάλλοντας μὲ χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση τὸν ὕμνο τῶν ἀγγέλων: «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος Σαββαώθ, πλήρης ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ τῆς δόξης αὐτοῦ. Ἀμήν».
Τὸ φυλλάδιο αὐτὸ τυπώθηκε τὸν Φεβρουάριο τοῦ 2009, μὲ τὴν συμπλήρωση 30 ἐτῶν ἐκδόσεων καὶ ἀποτελεῖ ἀντίδοση στὸν πιστὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις «Ὀρθόδοξος Κυψέλη».
Πληροφορίες γιὰ ἀποστολὴ δωρεὰν φυλλαδίων στὸ τηλ. 2310-212659.
«Δεῦτε πρὸς μὲ πάντες
οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι
κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς»
(Ματθ. 11, 28)