Ὑπὸ Ἠλία Οἰκονόμου, ὁμοτίμου Καθηγητοῦ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
Ἡ αἰωνιότητα περιλαμβάνεται στὶς -ἐν ἀναμονῇ- ἐγγενεῖς ἐπιθυμίες καὶ ἐγγραφὲς στὴν ψυχἠ τοῦ Ἀνθρώπου. Προκαλεῖ δε ἀσίγαστες καὶ μεθοδικὲς ἀπόπειρες ἐξασφαλίσεώς της.
Τὰ πάντα στὸ σύμπαν, γαλαξιακὰ καὶ ἡλιακὰ συστήματα, ἡ γῆ, ὁ ἄνθρωπος καὶ γενικῶς ἡ ζωή, ἔχουν ἢ διέπονται ἀπὸ ὅρια. Ἀλλὰ μόνον ὁ ἄνθρωπος συνειδητοποιεῖ τὴν ὕπαρξή τους καὶ ἐπιχειρεῖ νὰ τὰ ὑπερβῇ. Τὰ ὅρια εἶναι μερικῶς γνωστὰ καὶ κατὰ τὸ πλεῖστον ἄγνωστα. Παρὰ ταῦτα, ἡ ροπὴ ὑπερβάσεώς τους ὑποδηλώνει τὴν ὕπαρξη στὸν ἄνθρωπο ἀδιδάκτου ροπῆς πρὸς τὸ σύμπαν.
Ἡ ἐπιθυμία τῆς αἰωνιότητος εἶναι, ὅπως σημειώθηκε, ἐγγενής, καὶ ἀρχικῶς ὑφίσταται ἀσυναισθήτως, καὶ συνειδητοποιεῖται βαθμιαίως, λόγω τῆς προστιθεμένης ἐμπειρίας, ὅτι ὁ χρόνος εἶναι φθοροποιὸς παράγων (οἱ ἀρχαῖοι τὸν ἐχαρακτήριζαν ὡς πανδαμάτορα). Ὁ νέος ἄνθρωπος δὲν σκέπτεται τὴν αἰωνιότητα, ἐπειδὴ ἐκλαμβάνει τὸ παρὸν ὡς διαρκές, καὶ ἀγνοεῖ ὅτι ὁ χρόνος μᾶς χωρίζει ἀπὸ τὸν Θεόν, «χρόνῳ γὰρ τεμνόμεθα ἀπὸ τοῦ Θεοῦ», σύμφωνα μὲ τὴν διατύπωση τοῦ Γρηγορίου τοῦ Ναζιανζηνοῦ.
Ἡ μέθοδος ἐπιτεύξεώς της ἀναζητεῖται, υἱοθετεῖται, ἀλλὰ καὶ ἀπορρίπτεται, ἢ ἀντικαθίσταται, ἀνὰ τοὺς αἰῶνες τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας.
Μεταχειριζόμενοι τὸν ὅρο «μέθοδος» γιὰ ἕνα πελώριο καὶ ζωτικὸ γιὰ τὸν ἄνθρωπο θέμα, ὀφείλουμε νὰ ἀποσαφηνίσουμε τὴν ἔννοιά του. Μέθοδος εἶναι ἡ διαδικασία πρὸς ἐπίτευξη ἑνὸς σκοποῦ. Ἡ ἔννοια αὐτὴ προκύπτει ἀπὸ τὴν σύνθεση τῆς προθέσεως «μετὰ» ποὺ δηλώνει τὸ συνυπάρχον καὶ προηγούμενον τῆς ἑπομένης ἔννοιας, δηλαδὴ τῆς «ὁδοῦ», ποὺ σημαίνει δρόμο, πορεία. Ἡ σύνθεση ἀμφοτέρων δηλώνει τὴν διαδικασία.
Ταυτοχρόνως, ὁ ἄνθρωπος ἀναζητεῖ τεκμηρίωση τοῦ ἐγεγγραμμένου πόθου τῆς αἰωνιότητος στὴν φύση, λ.χ. τῆς χλωρίδος, ἐπειδὴ σὲ αὐτὴ παρατηρεῖται τὸ φαινόμενο τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, ἀλλὰ καὶ τῆς ἐπανεμφανίσεως τῆς ζωῆς, ἀκμαίας, μετὰ τὸν πρόσκαιρον θάνατον. Ἡ διατήρηση τῆς ζωῆς ἐν ἀφανείᾳ, ἡ ἐπανεμφάνιση καὶ ἡ συνέχισή της, ὕστερα ἀπὸ περίοδο νεκρώσεως, ὑπῆρξε τροφὴ ἰδιαιτέρων ἀναλογικῶν καὶ ἀναγωγικῶν στοχασμῶν. Οἱ στοχασμοὶ ὡδήγησαν στὸν μύθο τοῦ Ἀδώνιδος, ἢ τοῦ αἰγυπτιακοῦ μυθικοῦ πτηνοῦ Φοῖνιξ, τὸ ὁποῖον ἐπανήρχετο στὴν ζωὴ ἀπὸ τὴν στάκτην του, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ἀποδιοργανωγμένην καὶ νεκρὴν ὕλην του. Τὸ μυθικῶς ὑπάρχον ὡς ὄνειρον προετοίμασε τὸν ἑλληνοτραφῆ κόσμο πρὸς ἀποδοχὴν τῆς ἱστορικῆς πραγματικότητος τοῦ Ἰησοῦ ἀπὸ τὴν Ναζαρέτ, ὁ Ὁποῖος ἀπέθανε καὶ ἀνέστη.
Ἡ ὑπέρβαση γενικῶς τῶν ὁρίων εἶναι καταστρεπτικὴ γιὰ τὸν ἄνθρωπο, σύμφωνα μὲ τὴν ἀρχαιοελληνικὴ σκέψη, στὴν ὁποία ὀνομάζεται ὕβρις. Ἀντιθέτως, στὸν Χριστιανισμὸ ἡ ἐγγενὴς ροπὴ πρὸς ὑπέρβαση τῶν γηΐνων ὁρίων διατυπώθηκε ὑπὸ τοῦ ἱδρυτοῦ του Ἰησοῦ ὡς προτροπὴ καὶ ὡς πρόσκληση, ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐγγενῶς φορέας θεϊκῶν καταβολῶν, τὶς ὁποῖες καὶ ὀφείλει νὰ ἀναπτύξῃ, ὥστε νὰ φθάσῃ στὶς ὑπάρχουσες πολλὲς διαμονές, δεδομένου ὅτι, ὅπως ἐδήλωσεν ὁ Ἰησοῦς, «ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ πατρός μου μοναὶ πολλαὶ εἰσίν».
Ἡ χριστιανικὴ μέθοδος πρὸς τὴν αἰωνιότητα ἀρχίζει νοοτροπικῶς, δεδομένου ὄντος ὅτι, σύμφωνα μὲ τὸν Μακάριον τὸν Αἰγύπτιον (4ος μ.Χ. αἰών), « Ὁ θρόνος τῆς θεότητος ὁ νοῦς ἡμῶν ἐστι, καὶ πάλιν ὁ θρόνος τοῦ νοῦ ἡ θεότης ἐστὶ καὶ τὸ πνεῦμα». Πρόκειται περὶ τῶν γνωρισμάτων καὶ δυνατοτήτων ἐκ τῆς «κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ» δημιουργίας του.
Πόσον δύναται νὰ προχωρήσῃ ἡ ὑπέρβαση τῶν φυσικῶν ὁρίων; Ὅσον εἶναι δυνατὸν στὴν ἀνθρώπινη φύση, δηλαδὴ στὶς ἐνυπάρχουσες ἐκ κατασκευῆς θεόθεν δεδομένες δυνατότητες. Ἐν προκειμένῳ, εἶναι ἀποκαλυπτικὸς ὁ ὁρισμὸς τοῦ Χριστιανισμοῦ, ποὺ διατυπώθηκε τὸν 4ο αἰῶνα μετὰ Χριστόν, ἀπὸ τὸν Μ.Βασίλειον κ.ἄ.: Χριστιανισμὸς εἶναι «Θεοῦ ὁμοίωσις κατὰ τὸ ἐνδεχόμενον ἀνθρώπου φύσῃ».
Ἡ τάση πρὸς τὴν αἰωνιότητα ἐκδιπλώνεται, ἄλλοτε ὡς αὐτόνομη κίνηση, πλήρως καὶ ἀπολύτως ἀνθρωποκεντρική, καὶ ἄλλοτε ὡς μερικῶς ἀνθρωποκεντρική, ἀλλὰ ταυτοχρόνως ὡς ἀπολύτως θεοκεντρική, τῆς ὁποίας τὸ ἀποτέλεσμα χορηγεῖται τελικῶς ἀπὸ τὸν Θεόν. Ἴσως αὐτὴν τὴν θεολογικὴν ἀντίληψη νὰ ἐννοοῦσε ὁ Σικελιανός, ὅταν ἔγραφε ἀλληγορικῶς «Σ᾿ ὅποιον, ἀλήθεια, ν᾿ ἀνεβεῖ θελήσει, αὐτοῦ τοῦ δίνει κι ἄλογα ὁ Θεός».
Ἡ ἀνθρωποκετρικὴ ἢ αὐτόνομη ἐπιδίωξη ἐκδηλώθηκε -καὶ ἐκδηλώνεται- ὡς ἔρευνα τῆς φύσεως καὶ ὡς σκέψη, ποὺ ὡδήγησε στὴν φιλοσοφία, στὸ στοχασμὸ καὶ στὴν θεωρητικὴ φυσική, ἡ ὁποία, μὲ τὴν βοήθειαν πλέον τῆς Τεχνολογίας συγκεντρώνει πληροφορίες, ἀλλὰ καὶ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὴν ἔννοια τῆς κλασσικῆς φυσικῆς, ποὺ εἶναι κατανοητὴ ἀπὸ κάθε ἄνθρωπον. Ἔγινε θεωρητική, καὶ οὐσιαστικῶς μετακινήθηκε ἀπὸ τὶς θετικὲς ἐπιστῆμες στὶς στοχαστικές, ἀλλὰ μὲ μίαν διαφοράν: Ἐκφράζεται μὲ τὴν ἀποκλείουσα τοὺς πολλοὺς γλῶσσα τῶν ἀριθμῶν καὶ τῶν ἐξισώσεων. Καὶ ἰσχύει πλέον μεταφορικῶς ὁ πλουτοκρατικὸς ἀποκλεισμός, τὸ «οὐ παντὸς πλεῖν ἐς Κόρινθον».
Ἡ θεωρητικὴ φυσικὴ ἔχει διττὴ κατεύνθυνση, πρὸς τὸν μακρόκοσμον, δηλαδὴ τὸ σύμπαν τῶν σχημάτων, τῶν μεγεθῶν καὶ τῶν ὄγκων, καὶ τὸν μικρόκοσμον, ποὺ ἐπιδιώκει νὰ ἀναλύσῃ, νὰ κατανοήση καὶ, εἰ δυνατόν, νὰ χειραγωγήση τὰ λεπτότερα τῆς ὕλης, ἡ ὁποία κατενοήθη, πλέον, ὡς ἐνέργεια. Ἡ λέξη ἐνέργεια σημαίνει στὴν ἑλληνικὴν γλῶσσαν αὐτό, τὸ ὁποῖον εἶναι τὸ ἀφανὲς σταθμητόν, ἢ αὐτονοήτως, ἀστάθμητον φυσικὸν δυναμικὸν αἴτιον, καὶ ἐνυπάρχει μέσα σὲ ἕνα ἔργον (ἐν+ἔργον).
Ἡ ὀρθόδοξη θεολογία περὶ τῆς ἀναστάσεως, ὄχι μόνον τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς (Βλ. Πλάτωνα), ἀλλὰ καὶ τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος ὡς «ἀναστοιχείωσις», ἐγκατεστάθη ὡς παγία ἐγγραφὴ στὴν ψυχὴ τῶν Ἑλλήνων, οἱ ὁποῖοι ἐβίωσαν τὰ τελευταῖα δύο χιλιάδες χρόνια καὶ τὴν ἀπήλαυσαν -18 αἰῶνες μετὰ τὴν ἱστορικὴν ἐθνικὴν ἀνάστασιν τοῦ Ἰησοῦ- ὡς συλλογικὴν πολιτικὴν καὶ πολιτειακὴν ἀνάστασιν τοῦ Ἔθνους τῶν Ἑλλήνων. Κατὰ τὸν Μακρυγιάννη (καὶ ὄχι αὐτὸν μόνον), ἡ ἀπελευθέρωση χαρακτηρίστηκε ὡς νεκρανάσταση «...καὶ τότε βλέπετε τὴν εὐσπλαγχνία τοῦ μεγάλου Θεοῦ, ὁποὺ ἔκαμεν νεκρανάσταση σὲ μᾶς τοὺς χαμένους καὶ σβημένους τόσους αἰῶνες ἀπὸ τὸν κατάλογον ὅλου τοῦ κόσμου, νὰ μᾶς ἀναστήσει», «…μᾶς εὐλόγησες καὶ μᾶς συχώρεσες καὶ μᾶς ἀνάστησες σὰν τὸν Λάζαρον». (Ὁράματα καὶ Θάματα, σελ 64:9-11 καὶ 207:20-21).
Ὁ Μακρυγιάνης εἶδε τὴν ἐθνικὴν ἀπελευθέρωση ὡς τὴν συλλογικὴν ἐπαλήθευση τοῦ ἀκροτελεύτιου ἄρθρου τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως («Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν») καὶ προσωπικὴν ἀνάσταση, κατὰ τὸ γεγονὸς τῆς ἀναστάσεως τοῦ Λαζάρου.
Ἡ Όρθοδοξία -ὡς τρόπος ζωῆς καὶ ὄχι ὡς ἁπλῆ, τυπικὴ ὁμολογία- συνιστᾶ τὴν ὁλοκληρωμένην μέθοδον πρὸς τὴν αἰωνιότητα τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ Ἕλληνα. Γιὰ τὸ λόγο αὐτό, ὁ μετὰ μακρὰν προετοιμασίαν, ἑορτασμὸς τῆς ἀναστάσεως ὡς γεγονότος καὶ ὡς ἰδέας-πεποιθήσεως, χαρακτηρίζει τὸν δηλούμενον ἢ καὶ ἀποσιωπόμενον σήμερα ψυχικὸν ὑπόστρωμα τοῦ παραδοσιακοῦ νεοελληνικοῦ πολιτισμοῦ. Ἡ ἀνάσταση ὡς βίωμα εἶναι μέθοδος πρὸς τὴν αἰωνιότητα, ἀλλὰ ἀκυρώνεται, ὅταν ἐκπίπτει στὴν στάθμη τοῦ συνθήματος ἢ τοῦ πολιτικοῦ ἐμπορεύματος.
Δημοσίευσεις: ἐφ. ΕΣΤΙΑ Αθηνῶν 3 Μαΐου 2013 & ἐφ. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Ἀθηνῶν, [Η αναζήτηση της αιωνιότητος και η Ανάσταση του Ιησού !] 4 Μαΐου 20013