Ἔκδοση Συνοδίας Σπυρίδωνος Ἱερομονάχου
- Νέα Σκήτη - Ἅγιον Ὄρος (1997)
Ἀνάμεσα στὰ προβλήματα ποὺ ἀντιμετωπίζει ὁ ἄνθρωπος ποὺ προσεύχεται, εἶναι καὶ τὸ πρόβλημα τῶν λογισμῶν.
Τὸ βιβλιαράκι αὐτὸ δὲν ἀποτελεῖ μία ἐμπεριστατωμένη μελέτη στὸ σοβαρὸ αὐτὸ θέμα τῶν λογισμῶν· εἶναι μία ὁμιλία ποὺ ἔχει γίνει πρὶν ἀπὸ ἀρκετὸ καιρό. Ἐδῶ παρουσιάζεται ἀρκετὰ βελτιωμένη χωρὶς νὰ ἔχει χάσει τὴν ἀρχική της μορφὴ ὡς ὁμιλίας. Καὶ ἐπειδὴ πολλοὶ εἶναι αὐτοὶ ποὺ παλεύουν μὲ τοὺς αἰσχροὺς λογισμοὺς καὶ περισσότεροι αὐτοὶ ποὺ «τὰ χάνουν», καταβάλλεται μία προσπάθεια νὰ καταλάβῃ ὁ χριστιανὸς ποὺ ἀγωνίζεται τί εἶναι οἱ λογισμοί, ἀπὸ ποὺ προέρχονται, ποιὰ τὰ ἀποτελέσματά τους καὶ πὼς ἀντιμετωπίζονται.
Ἂν ἀπὸ τὴν μικρὴ αὐτὴ ἐργασία κάποιος ὠφεληθῆ, ἂς προσεύχεται γιὰ ἐκείνους ποὺ κοπίασαν.
Β. Ι.
Πολλὲς φορὲς ἔχει λεχθῆ ὅτι ἡ προσευχὴ γι᾿ αὐτὸν ποὺ προσεύχεται εἶναι μία πράξις δυναμική, ὠφέλιμη καὶ θεάρεστη.
Τὸ πραγματικὸ αὐτὸ γεγονὸς ἐρεθίζει τὸν διάβολο καὶ τὸν κάνει νὰ ἀντιμάχεται τὸν προσευχόμενο.
Ἔτσι ὁ πιστὸς ἐπιθυμώντας τὴν ἕνωσή του μὲ τὸν Θεό, συναντᾶ δαιμονικὰ ἐμπόδια ὀργανωμένα σὲ σύστημα καὶ μὲ φοβερὰ προγραμματισμένη ἐπίθεσι.
Ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς προγραμματισμένης ἐπιθέσεως ἡ προσευχὴ γίνεται μία κοπιαστικὴ πράξις καὶ προξενεῖ κόπο μεγαλύτερο ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἄλλη ἐργασία. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τονίζει κάποιος ἀπὸ τοὺς πατέρες τῆς ἐρήμου: «Οὔκ ἐστιν ἕτερος κάματος ὡς τὸ εὔξασθαι τῷ Θεῷ· τὸ εὔξασθαι ἕως ἐσχάτης ἀναπνοῆς ἀγῶνος χρήζει» δηλαδή, δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερος κόπος ἀπὸ τὸ νὰ προσεύχεται κάποιος στὸν Θεό. Τὸ νὰ προσεύχεται κάποιος μέχρι τὴν τελευταία του ἀναπνοή, χρειάζεται ἀγώνα.
Δὲν εἶναι μόνον ἡ προσευχὴ ποὺ κουράζει. Εἶναι κυρίως ὁ σκληρὸς καὶ ἀδυσώπητος πόλεμος τῶν δαιμόνων ποὺ τὴν κάνει περισσότερο κοπιαστική.
Τὸ μίσος, λοιπόν, τῶν δαιμόνων ἐναντίον ἐκείνων ποὺ προσεύχονται εἶναι δεδομένο. Ὑπάρχει πόλεμος τῶν πονηρῶν δαιμόνων ἐναντίον τους σὲ δυὸ μορφές: στὴν ὁρατὴ καὶ στὴν ἀόρατη, γιὰ ἀρχαρίους καὶ τελείους. Στοὺς ἀρχαρίους πολλὲς φορὲς χρησιμοποιεῖ καὶ τὸν ὁρατὸ πόλεμο. Χρησιμοποιεῖ ἦχο, ἀντικείμενα, προξενεῖ θορύβους γιὰ νὰ μπόρεση νὰ τοὺς ἀποσπάσῃ ἀπὸ τὴν προσευχή. Ἀρχαρίους, ὅμως, καὶ τελείους, πολεμᾶ κυρίως μὲ τοὺς λογισμούς.
* * *
Ἕναν σκληρό, λοιπόν, ἀγώνα ἔχει ἀναλάβει ὅποιος ἔχει ἀρχίσει τὸν ἀγώνα ἐναντίον τῶν λογισμῶν. Διότι οἱ λογισμοὶ εἶναι τὸ μεγαλύτερο ἐμπόδιο στὸν ἄνθρωπο γιὰ τὴν πνευματική του κατάρτισι καὶ τελείωσι. Καὶ ἡ τελείωσις αὐτὴ δὲν ἐπιτυγχάνεται ἀλλιῶς, παρὰ μόνον μὲ τὴν συνεχῆ ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καὶ μάλιστα τόσο συχνὴ πρέπει νὰ εἶναι ὥστε, ὅπως τονίζει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, «προτιμότερο εἶναι νὰ μνημονεύη κανεὶς τὸν Θεό, παρὰ νὰ ἀναπνέη».
Ὑπάρχει, ὅμως, ὁ ἐσωτερικὸς αὐτὸς πόλεμος. Κανένας πόλεμος δὲν εἶναι τόσο ἄγριος, ὅσο ἕνας παράλογος λογισμός, ποὺ φωλιάζει στὴν ψυχή μας. Ὅλα, ὅσα προέρχονται ἀπὸ μέσα μας, εἶναι βαρύτερα ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ μᾶς προσβάλλουν ἀπὸ ἔξω. Τὸ σκουλήκι, ποὺ γεννιέται μέσα στὸ ξύλο, τρώει περισσότερο τὴν ψύχα τοῦ ξύλου. Οἱ ἀρρώστιες, ποὺ γεννιῶνται ἀπὸ μέσα μας, εἶναι ὕπουλες καὶ προξενοῦν μεγαλύτερη καταστροφὴ ἀπὸ αὐτὴν ποὺ προκαλοῦν τὰ ἐξωτερικὰ αἴτια. Καὶ τὰ κράτη δὲν τὰ διέλυσαν τόσο οἱ ἐξωτερικοὶ ἐχθροί, ὅσο οἱ ἐσωτερικοί.
Ἔτσι, λοιπόν, καὶ τὴν ψυχὴ δὲν μποροῦν νὰ τὴν καταστρέψουν τόσο τὰ μηχανήματα ποὺ ἔρχονται ἀπὸ ἔξω, ὅσο τὰ νοσήματα ποὺ φυτρώνουν μέσα μας, δηλαδή, οἱ αἰσχροὶ καὶ οἱ βλάσφημοι λογισμοί.
Τί εἶναι οἱ λογισμοὶ καὶ ἀπὸ ποῦ προέρχονται; Ὅταν λέμε λογισμούς, δὲν ἐννοοῦμε ἁπλῶς τὶς σκέψεις, ἀλλὰ τὶς εἰκόνες καὶ τὶς παραστάσεις κάτω ἀπὸ τὶς ὅποιες ὑπάρχουν κάθε φορὰ καὶ οἱ κατάλληλες σκέψεις. Οἱ εἰκόνες, λοιπόν, μαζὶ μὲ τὶς σκέψεις λέγονται λογισμοί.
Πρώτη καὶ κύρια αἰτία τῶν λογισμῶν στὸν ἄνθρωπο εἶναι τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα. Μέχρι τότε ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου ἦταν «ἐνοειδῆς», δηλαδή, δὲν διεσπάτο σὲ ἄλλα πράγματα ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Θεό. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος ἄρχισε νὰ δουλεύῃ ὁ λογισμὸς τῆς ἀμφισβητήσεως καὶ στὴ συνέχεια ὅλοι οἱ ἄλλοι λογισμοί.
Δεύτερη αἰτία ποὺ ποὺ προκαλεῖ τοὺς λογισμοὺς στὸν ἄνθρωπο εἶναι τὰ αἰσθητήρια ὄργανα, ὅταν αὐτὰ δὲν κυβερνοῦνται ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα νοῦ. Ἰδιαίτερα ἡ ἀκοὴ καὶ ἡ ὅραση. Σήμερα, μάλιστα, λόγω τῆς τεχνολογίας οἱ αἰσθήσεις δέχονται πολὺ περισσότερα ἐρεθίσματα ἀπὸ ὅ,τι παλαιότερα. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ ἀγώνας μὲ τοὺς λογισμοὺς εἶναι πιὸ ἔντονος.
Τρίτη αἰτία εἶναι τὰ πάθη τὰ ὁποῖα ὑπάρχουν στὸν ἄνθρωπο. Ἀπὸ αὐτὰ οἱ δαίμονες «λαμβάνουσι τὰς ἀφορμὰς τοῦ κινεῖν ἐν ἡμῖν τοὺς ἐμπαθεῖς λογισμούς». Δηλαδή, ἀπὸ αὐτὰ παίρνουν ἀφορμὴ οἱ δαίμονες, γιὰ νὰ κινήσουν ἐναντίον μας τοὺς κακοὺς λογισμούς.
Τέταρτη καὶ βασικώτερη αἰτία εἶναι οἱ δαίμονες. Τονίζει χαρακτηριστικὰ ὁ ἅγ. Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης: «Οἱ λογισμοὶ λόγοι τῶν δαιμόνων εἰσὶ καὶ τῶν παθῶν πρόδρομοι»· δηλαδή, οἱ λογισμοὶ εἶναι λόγια τῶν δαιμόνων καὶ πρόδρομοι τῶν παθῶν.
Ἀκόμη, τονίζει ὁ ἅγ. Ἰσαὰκ ὁ Σύρος, λογισμοὺς δημιουργεῖ καὶ «τὸ φυσικὸν θέλημα» ποὺ ὑπάρχει μέσα μας, ἀλλὰ καὶ οἱ κλίσεις, οἱ ροπὲς ποὺ ἔχει ἡ ψυχή μας.
Ἰδιαίτερα ὁ πόλεμος αὐτὸς εἶναι ἔντονος στοὺς μοναχούς, οἱ ὁποῖοι πολλὲς φορές, ἔρχονται μὲ τὸν δαίμονα σὲ πάλη σῶμα πρὸς σῶμα κατὰ τὴν ἕφοδο τῶν πονηρῶν λογισμῶν. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τονίζει ὁ ἅγ. Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ὅτι ὁ πόλεμος αὐτὸς εἶναι πολὺ πιὸ δύσκολος ἀπὸ τὸν αἰσθητὸ πόλεμο «τοῦ διὰ τῶν πραγμάτων πολέμου ἐστὶ χαλεπώτερος».
Ἀκόμη πονηροὶ λογισμοὶ μπορεῖ νὰ παρουσιασθοῦν καὶ ἀπὸ τὴν κρασὶ τοῦ σώματος, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν καθημερινὴ δίαιτα, καθὼς καὶ ἀπὸ τὶς κινήσεις τῆς ἴδιας της σάρκας.
Ἀπὸ τὶς παραπάνω αἰτίες προέρχονται οἱ αἰσχροὶ λογισμοί.
Ἡ ἁμαρτία ἐξωτερικὰ μπορεῖ νὰ φαίνεται ἕνα ἁπλὸ γεγονός, ὅπως καὶ ἕνα τροχαῖο ἀτύχημα ἢ κάποιο ἄλλο γεγονός. Γιὰ τὴν διάπραξι, ὅμως, τοῦ γεγονότος αὐτοῦ ἔχουν προηγηθεῖ ἀλλεπάλληλες διεργασίας. Γιὰ νὰ γίνῃ ἕνας φόνος π.χ. ἔχουν προηγηθεῖ στὸν ἀνθρώπινο νοῦ χιλιάδες σκέψεις καὶ σχέδια. Ὁ ἀνθρώπινος νοῦς μέχρι νὰ φθάσῃ στὴν διάπραξι τοῦ φόνου εἶχε γίνει ὁλόκληρο στρατηγεῖο.
Ἔτσι συμβαίνει καὶ μὲ τὴν διάπραξι τῆς ὁποιασδήποτε ἁμαρτίας. Στὸ ἐργαστήρι ποὺ λέγεται ἀνθρώπινος νοῦς, ἔχει προηγηθεῖ ὁλόκληρη μελέτη καὶ ἐπιχείρησα, χωρίς, μάλιστα νὰ τὸ ἀντιληφθῇ κανένας!
Καὶ ἡ ἀρχὴ ξεκίνησε μὲ ἕναν ἁπλὸ λογισμό...
Ἂς προχωρήσουμε, ὅμως, στὸν δρόμο γιὰ τὴ χώρα τῆς ἁμαρτίας μετὰ τὴν προσβολὴ ἑνὸς ἁπλοῦ λογισμοῦ.
Τὸ νὰ περάσῃ ἁπλῶς ἀπὸ τὸ νοῦ μας μία ἁπλὴ σκέψις ἢ μία εἰκόνα δὲν εὐθυνόμαστε γι᾿ αὐτό, οὔτε καὶ εἶναι δύσκολο νὰ τὴν ἀντιμετωπίσουμε. Ἀπὸ τὴ στιγμή, ὅμως, ποὺ θὰ ἀνοίξουμε τὴν πόρτα στὴ σκέψι αὐτὴ καὶ ἀρχίσουμε νὰ συζητοῦμε, νὰ σκεπτόμαστε τὸ λογισμὸ αὐτό, τότε ὁ λογισμὸς παίρνει μέρος μέσα μας καὶ γίνεται ἕνας κυρίαρχος λογισμός.
Ὁ λογισμὸς εἶναι κυρίως ἡ πορεία πρὸς τὴν ἁμαρτία.
Ἂς παρακολουθήσουμε γιὰ λίγο αὐτὴν τὴν πορεία, ποὺ εἶναι γιὰ μᾶς ὅ,τι ἡ πορεία καὶ ἡ ἐξέλιξις τῆς νόσου στὸ ἀνθρώπινο σῶμα. Καὶ ὅπως, γιὰ νὰ φθάση κάποιος στὸ νοσοκομεῖο, ὅπως ἀναφέραμε παραπάνω, ἔχουν προηγηθῆ διάφορες ἄλλες μεταβολὲς στὸν ἀνθρώπινο ὀργανισμό, ἔτσι καὶ γιὰ νὰ φθάση κάποιος στὴν διάπραξι τῆς ἁμαρτίας, προηγήθηκε ἕνας μεγάλος πόλεμος, ἕνα πλῆθος ἀπὸ μεταβολὲς στὸ ἐργαστήρι αὐτό, ποὺ λέγεται ἀνθρώπινος νοῦς. Καὶ ὅπως γιὰ τὸν τοκετὸ ἑνὸς παιδιοῦ ἔχει προηγηθῆ ὁλόκληρη διεργασία, ἀπὸ τὴν σύλληψι μέχρι τὴν πολύμηνη κυοφορία, ἔτσι καὶ γιὰ τὴν ἁμαρτία προηγεῖται ἕνας πολύπλοκος μηχανισμός: ἡ σύλληψις τῶν λογισμῶν, ἡ κυοφορία τῆς ἁμαρτίας καὶ ὁ τοκετός της.
Ὁ ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης θεωρεῖ ὅτι ὁ λογισμὸς εἶναι ἡ ἀρχή, τὸ κέντρο, ἡ ρίζα ἀπὸ ὅπου ἀναφύονται ὁ κορμός, τὰ κλαδιὰ καὶ ὁλόκληρο τὸ δένδρο τῆς ἁμαρτίας.
Τὸ κακὸ ἀρχίζει ἀπὸ τὸν πρῶτο λογισμὸ καὶ στὴ συνέχεια ἐπιτείνεται. Ὅταν κάποιος ρίξῃ μία πέτρα μέσα στὸ πηγάδι, ὁ κυματισμὸς ἀπὸ τὴν πτῶσι της δημιουργεῖ στὴν ἀρχὴ ἕνα μικρὸ κύκλο, ὁ μικρὸς κύκλος στὴ συνέχεια δημιουργεῖ ἄλλον μεγαλύτερο, ἐκεῖνος μεγαλύτερο, μέχρι ποὺ τὸ κύμα φθάση στὰ τοιχώματα.
Ἔτσι γίνεται καὶ μὲ τὴν ἁμαρτία. Πρὶν ἀπὸ τὴν ἐκτέλεσί της προηγοῦνται ἀλλεπάλληλοι μηχανισμοὶ καὶ διεργασίες, ποὺ ὁ ἕνας ἀκολουθεῖ τὸν ἄλλον.
Ἔτσι μποροῦμε νὰ διακρίνουμε τρία στάδια γιὰ τὴν πορεία πρὸς τὴ χώρα τῆς ἁμαρτίας: α) τὴν προσβολή, β) τὴ συγκατάθεσι καὶ γ) τὴν αἰχμαλωσία.
Πῶς λειτουργεῖ ὁ μηχανισμὸς αὐτός; Λειτουργεῖ ὡς ἑξῆς: Κάποιος πονηρὸς λογισμὸς (κενοδοξίας, φιλαργυρίας, κατακρίσεως, κ.λ.π.) εἰσέρχεται στὸ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ πειρασμὸς ἐργάζεται μὲ τὴν φαντασία. Παρουσιάζει τὴν ὑπόθεση ὅσο πιὸ ἑλκυστικὴ μπορεῖ. Ἔτσι ἡ προσβολὴ γίνεται πιὸ ἑλκυστικὴ καὶ δυνατή.
Μέχρι τὸ σημεῖο αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀνεύθυνος. Εἶναι τὸ πρῶτο στάδιο, μία προσβολή, μία ἐπίθεσις τοῦ ἐχθροῦ ἢ πιὸ ἁπλὰ τὸ κτύπημα τῆς πόρτας. Ἡ κατάστασις εἶναι φυσιολογική. Εἶναι ἀδύνατον νὰ ὑπάρξῃ ἄνθρωπος, ποὺ νὰ μὴν δεχθῆ τὴν προσβολή. Ὁ ὅσιος Ἐφραὶμ ὁ Σύρος ἔλεγε ὅτι ὅπως μέσα στὸν κῆπο κατὰ φυσιολογικὸ τρόπο φυτρώνει μαζὶ μὲ τὰ φυτὰ καὶ ἡ ἀγριάδα ἢ ὅπως τὰ νησιὰ κτυπιοῦνται γύρω - γύρω ἀπὸ τὰ κύματα, ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος ὁπωσδήποτε θὰ ἔλθη σὲ ἐπαφὴ μὲ τὶς προσβολὲς τῶν λογισμῶν.
Τὸ ἐφάμαρτο στάδιο ἀρχίζει ἀπὸ ἐδῶ καὶ πέρα. Ἀρχὴ τοῦ ἀγῶνος εἶναι ἡ προσβολή. Ἂν ὁ ἄνθρωπος τὴν ἀπομακρύνῃ ἀπὸ τὸ νοῦ του, χωρὶς καθόλου νὰ τὴν περιεργασθῇ, τότε σώζεται καὶ ἀπαλλάσσεται ἀπὸ τὶς ἄθλιες συνέπειες ποὺ ἀκολουθοῦν. Ἄν, ὅμως, δεχθῇ τὴ συζήτησι μὲ τὸν πονηρὸ λογισμό, ἀνοίγει τὴν πόρτα στὸν πονηρὸ λογισμὸ ποὺ προηγουμένως ἁπλῶς τοῦ χτύπησε τὴν πόρτα, δημιουργεῖ τὴ φιλία καὶ τότε πιὰ φθάνει στὴ συγκατάθεσι γιὰ τὴν ἁμαρτία, ποὺ εἶναι τὸ δεύτερο στάδιο γιὰ τὴν ἐκτέλεσι τῆς ἁμαρτίας.
Ὁ ἄνθρωπος τώρα μὲ πρωταγωνιστὴ τὸν ἑαυτό του, στὰ ἄδυτα τῆς ψυχῆς του ἐπιτελεῖ τὴν ἁμαρτία: κατακρίνει, βλασφημεῖ, πορνεύει, μοιχεύει, διαπράττει φόνους καὶ ἀμέτρητα ἐγκλήματα καὶ κάνει ὁτιδήποτε μπορεῖ νὰ φαντασθῇ o ἀνθρώπινος νοῦς.
Δὲν μένει τίποτε ἄλλο κατόπιν, παρὰ τὸ τρίτο στάδιο τῆς ἁμαρτίας, ποὺ εἶναι ἡ ἐνεργὸς διάπραξί της ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ προηγουμένως ὁ νοῦς του ἔγινε αἰχμάλωτος τοῦ λογισμοῦ καὶ δὲν τὸν ὁρίζει πλέον, ἀλλὰ ὁρίζεται.
Ἔτσι ὁ λογισμός, ποὺ ξεκίνησε μὲ ἕνα ἁπλὸ κτύπημα τῆς πόρτας, τὴν προσβολή, προχώρησε στὸ ἄνοιγμα τῆς πόρτας, τὴ συγκατάθεσι, τελικὰ δὲν μπόρεσε νὰ νικήση καὶ κατέληξε στὴν διάπραξι τῆς ἁμαρτίας.
Αὐτὴ εἶναι ἡ πορεία πρὸς τὴν ἁμαρτία, ποὺ ἀρχίζει μὲ ἕναν ἁπλὸ λογισμό.
Μέχρι νὰ πεθάνῃ ὁ ἄνθρωπος καὶ ὅσο ἡ ψυχή του βρίσκεται στὸ σῶμα αὐτό, εἶναι ἀδύνατο νὰ μὴν ἔχῃ λογισμοὺς καὶ πόλεμο.
Βασικὴ αἰτία τῶν λογισμῶν εἶναι ὁ πόλεμος τοῦ διαβόλου. Οἱ πιὸ πολλοὶ λογισμοὶ εἶναι διαβολικοί. Ὁ σκοπὸς τοῦ διαβόλου εἶναι νὰ ρίξῃ τὸν ἄνθρωπο στὴν ἁμαρτία, εἴτε μὲ τὴ σκέψι, εἴτε μὲ τὴν πράξι. Ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος ὀνομάζει πνευματικὴ μοιχεία τὴ συγκατάθεσι στοὺς πονηροὺς λογισμούς. Γι᾿ αὐτὸ καὶ λέγει: «Φυλάττειν τοιγαροῦν δεῖ τὴν ψυχήν, ὅτι νύμφη Χριστοῦ ἐστι»· δηλαδή, πρέπει κάποιος νὰ διατηρῇ καθαρὴ τὴν ψυχή του, διότι εἶναι νύφη τοῦ Χριστοῦ.
Τὶς περισσότερες φορὲς οἱ λογισμοὶ μοιάζουν μὲ ἕνα «ποτάμιον ρεῦμα», μπροστὰ στὸ ὁποῖο πολλὲς φορὲς ὁ ἄνθρωπος πανικοβάλλεται. Γι᾿ αὐτὸ οἱ δαίμονες πρῶτα μᾶς πολεμοῦν μὲ τοὺς λογισμοὺς καὶ κατόπιν μὲ τὰ πράγματα. Ἂν ὑποχωρήσουμε σὲ αὐτούς, τότε σιγὰ-σιγὰ μᾶς σπρώχνουν στὴν ἁμαρτία μὲ τὴν πράξι.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς μᾶς λέγει ὅτι οἱ κυριώτεροι λογισμοὶ τῆς κακίας εἶναι ὀκτώ. Ἂς τοὺς ἀπαριθμήσουμε: α) τῆς γαστριμαργίας, β) τῆς πορνείας, γ) τῆς φιλαργυρίας, δ) τῆς ὀργῆς, ε) τῆς λύπης, στ) τῆς ἀκηδίας, ζ) τῆς κενοδοξίας καὶ η) τῆς ὑπερηφανείας.
Κάποιος ἄλλος θὰ μᾶς πῇ ὅτι τὸ βασικώτερο πάθος στὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ ὁποῖο προέρχονται ὅλα τὰ ἄλλα πάθη εἶναι ἡ φιλαυτία. Καὶ φιλαυτία εἶναι ἡ παράλογος ἀγάπη καὶ φροντίδα τοῦ ἑαυτοῦ μας. Αὐτὸ εἶναι καὶ τὸ πάθος τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου. Ἀπὸ τὴν φιλαυτία προέρχονται οἱ τρεῖς κυριώτεροι λογισμοί: τῆς γαστριμαργίας, τῆς κενοδοξίας καὶ τῆς ὑπερηφανείας. Ἀπὸ τοὺς τρεῖς αὐτοὺς λογισμοὺς προέρχονται ὅλοι οἱ ἄλλοι.
Τὰ ὅσα ἀναφέρθηκαν παραπάνω ἀφοροῦν τοὺς πονηροὺς λογισμούς. Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ αὐτοὺς ὑπάρχουν καὶ οἱ ἀγαθοὶ λογισμοὶ καὶ οἱ μάταιοι ἢ ἀνθρώπινοι λογισμοί. Οἱ ἀγαθοὶ λογισμοὶ προέρχονται ἀπὸ τὸν Θεό. Πῶς θὰ τοὺς διακρίνουμε ἀπὸ τοὺς πονηροὺς λογισμούς;
Κάποιος ἀδελφὸς ρώτησε τὸν Ἀββᾶ Βαρσανούφιο γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ καὶ ἔλαβε τὴν ἑξῆς ἀπάντησι «Ὅταν εὑρίσκης χαρὰν ἐν τῷ πράγματι καὶ θλίψιν ἀντιστήκουσαν, μάθε ὅτι ἀπὸ Θεοῦ εἰσί. Οἱ δὲ τῶν δαιμόνων τεταραγμένοι καὶ λύπης μεμεστωμένοι εἰσί». Οἱ λογισμοὶ ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὸν Θεὸ προξενοῦν στὸν ἄνθρωπο μία ἐσωτερικὴ εἰρήνη καὶ χαρά. Ἀντίθετα οἱ λογισμοί, ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὸν διάβολο, εἶναι γεμάτοι ἀπὸ ταραχὴ καὶ λύπη.
Γενικά, ὅπως ἀναφέρθηκα καὶ παραπάνω, οἱ λογισμοὶ εἶναι ἀρχὴ τοῦ πολέμου τοῦ διαβόλου ἐναντίον μας. Καὶ ὁ πόλεμος ἀρχίζει μὲ τὴν προσβολὴ τοῦ λογισμοῦ, προχωρεῖ στὴ συγκατάθεσι καὶ τελειώνει μὲ τὴν διάπραξι τῆς ἁμαρτίας.
Αὐτὴ εἶναι ἡ πορεία καὶ ἡ ἐξέλιξις τῶν λογισμῶν ποὺ προέρχονται κυρίως ἀπὸ τὸν διάβολο καὶ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο.
Ἂς δοῦμε, λοιπόν, πὼς προσβάλλεται ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τοὺς λογισμούς, ἢ ποιὸν τρόπο χρησιμοποιοῦν οἱ δαίμονες γιὰ νὰ μᾶς προσβάλλουν μὲ τοὺς λογισμούς.
Ἡ πανουργία τῶν δαιμόνων, ποὺ θέλουν νὰ σπείρουν μέσα μας χίλιους δυὸ ἀκάθαρτους λογισμούς, εἶναι ἀπερίγραπτη. Ὁ διάβολος ἐκμεταλλεύεται καὶ τὸ πιὸ ἀσήμαντο γεγονὸς τῆς ζωῆς μας, ἢ τὴν πιὸ ἀπίθανη περίπτωσι, ἢ ἐφευρίσκει τὸν πιὸ παράξενο τρόπο γιὰ νὰ μᾶς μολύνῃ.
Πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα, πρίν μας ρίξουν στὴν ἁμαρτία, μᾶς βάζουν λογισμοὺς ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι φιλάνθρωπος, ἐνῶ μετὰ τὴν ἁμαρτία μᾶς βομβαρδίζουν μὲ τὶς σκέψεις ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀπότομος καὶ σκληρός, γιὰ νὰ μᾶς φέρουν στὴν ἀπελπισία. «Πρὸ μὲν τοῦ πτώματος φιλάνθρωπον λέγουσιν εἶναι τὸν Θεόν, μετὰ δὲ τὸ πτῶμα ἀπότομον καὶ σκληρόν».
Κατόπιν προσπαθοῦν νὰ μᾶς μολύνουν τὶς ἱερὲς στιγμές, ὅπως τῆς προσευχῆς, τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ἢ μᾶς βάζουν λογισμοὺς βλασφημίας κατὰ τοῦ Θεοῦ.
Αὐτὸς λοιπόν, ὁ παμμίαρος, ἀγαπάει πολλὲς φορὲς τὴν ὥρα τῶν ἁγίων Συνάξεων καὶ μάλιστα τὴν φρικτὴ ὥρα τῶν Θείων Μυστηρίων (τῆς Θείας Εὐχαριστίας), νὰ βλασφημῇ τὸν Κύριο καὶ τὰ τελούμενα ἅγια. Δηλαδή, τὴν ὥρα ποὺ τελεῖται τὸ μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ὁ Σατανᾶς ἔρχεται καὶ μᾶς βάζει διάφορες βλάσφημες σκέψεις. Ὅτι τάχα δὲν εἶναι Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ, ὅτι δὲν εἶναι τίποτε αὐτὸ ποὺ παίρνουμε ἢ ἀκόμη πιὸ ἀσέμνους καὶ αἰσχροὺς λογισμούς, ποὺ διστάζει κανεὶς καὶ νὰ τοὺς ἀναφέρῃ.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης ἀναφέρει ὅτι ἕνας Μοναχὸς ἐπολεμεῖτο ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς αὐτοὺς δεκατέσσερα ὁλόκληρα χρόνια. Κανένας λογισμὸς δὲν εἶναι τόσο δύσκολος στὴν ἐξαγόρευσί του, ὅσο ὁ λογισμὸς αὐτὸς τῆς βλασφημίας, ὁ ὁποῖος μπορεῖ νὰ ὁδήγησῆ τὸν ἄνθρωπο καὶ στὴν ἀπελπισία.
Αὐτὸν τὸν πόλεμο εἶχε καὶ ὁ ἀββᾶς Παμβὼ καὶ «παρακαλώντας τὸν Θεὸν διὰ τοῦτο ἤκουσεν θείαν φωνὴν ὁποῦ τοῦ ἔλεγεν: Παμβώ, Παμβώ, μὴ ἀθύμει ἐπὶ ἀλλότρια ἁμαρτία, ἀλλὰ περὶ τῶν σῶν φρόντισον πράξεων». Δηλαδή, Παμβώ, μὴ στενοχωριέσαι γιὰ ξένες ἁμαρτίες, ἀλλὰ φρόντισε γιὰ τὶς δικές σου πράξεις.
Αὐτοὶ οἱ βλάσφημοι καὶ αἰσχροὶ λογισμοὶ πολέμησαν καὶ ἄλλους μεγάλους καὶ δίκαιους ἄνδρες, ὅπως τὸν ἅγιο Μελέτιο τὸν Ὁμολογητή. Ἀκόμη καὶ ἄλλους ὁμολογητὰς καὶ μάρτυρας. Καὶ τὸ βεβαιώνουν αὐτὸ οἱ ἅγιοι Πέτρος Ἀλεξανδρείας καὶ ὁ ὁμολογητὴς Παφνούτιος. Ἐδιηγεῖτο ὁ ἅγιος Πέτρος Ἀλεξανδρείας, ὅτι «ἐν τῷ καιρῷ τῆς ὁμολογίας μου, ἠνίκα βασάνοις διαφόροις τὸ σῶμα μου κατεξέετο καὶ πυρὶ κατεδαπανᾶτο, ὁ δαίμων ἔνδοθέν μοι λογισμοὺς βλασφημίας κατὰ τοῦ Θεοῦ ἐφέγγετο». Δηλαδή· Ὅταν ὁμολογοῦσα τὴν πίστι μου στὸ Χριστὸ στὸ δικαστήριο καὶ μὲ διάφορους βασανιστικοὺς τρόπους ἔγδερναν τὸ σῶμα μου καὶ τὸ ἔκαιγαν μὲ τὴν φωτιά, ἀπὸ μέσα μου ὁ δαίμονας βλασφημοῦσε τὸν Θεό.
Βέβαια, τονίζει ὁ ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, οἱ λογισμοὶ αὐτοὶ προέρχονται κυρίως ἀπὸ τὴν κατάκρισι, τὴν ὑπερηφάνεια καὶ ἀπὸ τὸ φθόνο τῶν δαιμόνων. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ καλλίτερο ὅπλο ἐναντίον τους εἶναι ἡ ταπείνωσις καὶ ἡ αὐτομεμψία.
Ἀναφέρεται στὴν Κλίμακα τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου τὰ ἑξῆς: «Ἂς παρατηρήσουμε καὶ θὰ δοῦμε ὅτι τὴν ὥρα ποὺ χτυπάει ἡ πνευματικὴ σάλπιγγα καὶ συναθροίζονται ὁρατὰ οἱ ἀδελφοὶ στὸ ναό, ἀοράτως καὶ οἱ ἐχθροί. Ἄλλοι τὴν ὥρα ποὺ σηκωνόμαστε νὰ πᾶμε στὴν Ἐκκλησία, μᾶς προτρέπουν νὰ ξανακοιμηθοῦμε. Κάθησε, λέγουν, μέχρι νὰ συμπληρωθοῦν οἱ προοιμιακοὶ ὕμνοι καὶ μετὰ πήγαινε στὴν Ἐκκλησία. Ἄλλοι πάλι ἐνῶ εἴμαστε στὴν προσευχή, μᾶς φέρνουν ὕπνο, ἄλλοι μᾶς κάνουν νὰ πεινᾶμε, ἄλλοι μᾶς προτρέπουν νὰ ἀκουμπήσουμε στὸν τοῖχο σὰν δῆθεν κουρασμένοι, καὶ ἄλλοι μᾶς προκαλοῦν χασμουρητά. Ἄλλοι μᾶς θυμίζουν τὰ γραμμάτια καὶ τὰ συμβόλαια καὶ τοὺς τραπεζικοὺς τόκους. Καὶ ἔτσι ἀντὶ νὰ φύγουμε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ὠφελημένοι, φεύγουμε ζημιωμένοι, χωρὶς νὰ ἔχουμε ἀκούσει καὶ τὰ πλέον στοιχειώδη. Καὶ ἐνῶ πολλὲς φορὲς τὴν ὥρα, ποὺ εἴμαστε στὴν προσευχή, ὁ νοῦς μας εἶναι γεμάτος ἀπὸ ἀπρεπεῖς σκέψεις, μόλις τελειώσει ἡ προσευχή, ὅλα ἐξαφανίζονται.
Γνωρίζει ὁ διάβολος τὴν ὠφέλεια ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν προσευχὴ καὶ γι᾿ αὐτὸ προσπαθεῖ νὰ τὴν μολύνῃ.
Ἀκόμη κι ἂν νικήσουμε τὸν δαίμονα σὲ πολλὰ ἀγωνίσματα, μᾶς βάζει λογισμοὺς ὑπερηφάνειας μὲ ἄλλη μορφή· ὅτι δῆθεν προκόψαμε στὴν ἀρετή, ἀφοῦ γιὰ παράδειγμα, ἐξαφανίσθηκαν ὅλοι οἱ πορνικοὶ λογισμοί.
Ἡ σκέψις αὐτή, τὸ ὅτι νικήσαμε, μοιάζει μὲ ἕνα φίδι ποὺ εἶναι κρυμμένο μέσα στὴν κοπριὰ τῆς ὑπερηφάνειας. Μέσα στὸ βάθος τῆς καρδιᾶς μας ὑπάρχει πονηρὸς λογισμός.
Ὑπάρχουν δαίμονες ποὺ μολύνουν τὴν ψυχή μας μόλις πέσουμε γιὰ ὕπνο καὶ ὑπάρχουν ἄλλοι ποὺ μολύνουν τὴν πρώτη μας σκέψι, μόλις, δηλαδή, σηκωθοῦμε ἀπὸ τὸν ὕπνο. Ὁ διάβολος δὲν χάνει εὐκαιρία νὰ μὴ μᾶς πολεμήσῃ.
Ἄλλοτε μᾶς βάζει λογισμοὺς ἐναντίον τοῦ πνευματικοῦ μας πατρός, ἄλλοτε πάλι ἐξομολογούμαστε καὶ μετὰ τὴν ἐξομολόγησί μας μολύνει μὲ τὴν ἐνθύμησι τῶν ἁμαρτιῶν ποὺ ἐξωμολογηθήκαμε, γιὰ νὰ μᾶς φέρῃ σὲ ἀπελπισία. Ἄλλοτε πάλι μᾶς ρίχνει στὴν ἁμαρτία καὶ κατόπιν μᾶς βάζει λογισμοὺς νὰ διδάξουμε καὶ σὲ ἄλλους τὴν ἁμαρτία.
Αὐτοί, σὲ γενικὲς γραμμές, εἶναι οἱ λογισμοὶ τοὺς ὁποίους δημιουργεῖ ὁ διάβολος.
Ἂς δοῦμε τώρα τοὺς λογισμοὺς ποὺ δημιουργοῦνται ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἄνθρωπο. Ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι φιλομάκελλος. Δηλαδή, ὅπως τὸ σκυλὶ πηγαίνει στὸ κρεοπωλεῖο γιὰ νὰ ἁρπάξη κάποιο κομμάτι κρέας, ἢ ὅπως ἕνας φίλος τοῦ φαγητοῦ, ἀρέσκεται συνέχεια νὰ μιλάῃ γι᾿ αὐτά, ἔτσι εἶναι καὶ ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου. Τρέφεται πολλὲς φορὲς μὲ ἀπρεπεῖς καὶ ἀκάθαρτες ἔννοιες.
Ἕνας μοναχὸς ποὺ δὲν ἔχει τίποτε καὶ εἶναι ἀκτήμονας (καὶ κατ᾿ ἐπέκτασιν ἕνας Χριστιανός), στὴν προσευχή του δὲν ἔχει ἐνοχλήσεις ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά του. Δὲν ἔρχονται στὸ νοῦ τοῦ τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς τὰ προβλήματα τῶν πραγμάτων ἢ τῶν κτημάτων. Ἐνῶ ἕνας ποὺ εἶναι φιλοκτήμονας, ὅταν προσεύχεται, ἔχει εἰκόνες ὑλικές, ἔχει λογισμοὺς ὑλικῶν πραγμάτων.
Ὁ ἄνθρωπος ποὺ εἶναι ἀκρατής, δηλαδὴ κοιλιόδουλος, ἔχει σκέψεις καὶ λογισμοὺς γεμάτους ἀπὸ ἀκάθαρτα εἴδωλα. Ὁ ἅγ. Ἰωάννης τῆς Κλίμακος φέρνει καὶ ἕνα παράδειγμα. Ὅπως ἀκριβῶς τὸ πλῆθος τῆς κοπριᾶς γεννάει σκουλήκια, ἔτσι καὶ τὸ πλῆθος τῶν φαγητῶν γεννάει πτώσεις, πονηροὺς λογισμοὺς καὶ αἰσχρὰ ὄνειρα. Ἡ γαστριμαργία εἶναι ὅ,τι τὸ λάδι μὲ τὴν φωτιὰ γιὰ τοὺς λογισμοὺς τῆς πορνείας.
Γι᾿ αὐτό, πολὺ σοφὰ ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης γράφοντας τὴν Κλίμακα, μετὰ τὸ λόγο γιὰ τὴν γαστριμαργία, τοποθέτησε τὸν περὶ πορνείας λόγο· «Διότι νομίζω, λέγει, ὅτι αὐτὴ εἶναι μητέρα ἐκείνης».
Ἀπὸ ποῦ, δηλαδή, προέρχονται οἱ πορνικοὶ λογισμοί; Ἐὰν ἕνας ἄνθρωπος στὴ ζωή του καλοπερνάῃ καὶ ἔχῃ ὅλες τὶς ἀνέσεις καὶ δὲ σκληραγωγῆται καὶ δὲν ἀσκῆται καθόλου, τότε πολὺ φυσικὸ εἶναι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς νὰ ἔχῃ λογισμοὺς πορνείας, οἱ ὁποῖοι θὰ καταλήξουν σὲ πράξεις. Ἄλλοτε, πάλι, ὅταν ἔχῃ ἐλεύθερες τὶς αἰσθήσεις του ὃ ἄνθρωπος καὶ δῇ κάποιο πρόσωπο, ἢ ἀκουμπήσῃ μὲ τὸ χέρι του κάποιον, ἢ ἀκούσῃ κάτι τὸ αἰσχρό, τότε εἶναι σὰν νὰ ἔχῃ ἀνοίξει τὴν πόρτα στοὺς ἀκάθαρτους λογισμούς. Βέβαια σὲ αὐτὸ βοηθάει καὶ ἡ φύσις τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ρέπει πρὸς τοὺς λογισμοὺς αὐτούς.
Ἀκόμη καὶ ἡ παρακοὴ στὶς ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ γεννάει «ἀποθήκην λογισμῶν», δηλαδὴ ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου γίνεται ἀποθήκη πονηρῶν λογισμῶν. Τοὺς ἴδιους λογισμοὺς δημιουργεῖ καὶ ἡ παρακοὴ στὸν πνευματικό μας πατέρα.
Πολλὲς φορὲς ἡ περιέργεια τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἐξερεύνησῃ τὰ μυστήρια του Θεοῦ δημιουργεῖ λογισμοὺς βλασφημίας καὶ ἀκόμη ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἄδικος καὶ προσωπολήπτης. Σὲ ἄλλους δίνει ὁράσεις καὶ θαύματα καὶ σὲ ἄλλους δὲν δίνει τίποτε.
Ὑπάρχουν, ὅμως, λογισμοὶ ποὺ προέρχονται καὶ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο καὶ ἀπὸ τὸν διάβολο. Εἶναι συνδυασμὸς λογισμῶν.
Εἶδα, λέγει ὁ ἅγ. Ἰωάννης τῆς Κλίμακος. μερικοὺς νὰ τρῶνε ἀπολαυστικὰ καὶ νὰ μὴν πολεμοῦνται ἀμέσως. Καὶ ἄλλους νὰ συνεσθίουν καὶ νὰ συναναστρέφωνται μὲ γυναῖκες καὶ νὰ μὴν ἔχουν τὴν ὥρα ἐκείνη κανένα πονηρὸ λογισμό. Τὴν ὥρα, ὅμως, ποὺ νόμιζαν ὅτι βρίσκονται στὸ κελλί τους σὲ εἰρήνη καὶ ἀσφάλεια, ἔπαθαν ξαφνικὰ ὄλεθρο. Ἡ φύσις τοὺς ἔσπρωξε νὰ τρώγουν καὶ νὰ πίνουν ἀπολαυστικὰ καὶ νὰ κοιτάζουν ἀκόλαστα. Ὁ σατανᾶς τὸ ἐκμεταλλεύθηκε καὶ τοὺς ἔρριξε στὴν ἁμαρτία.
Αὐτοὶ εἶναι, σὲ γενικὲς γραμμές, οἱ λογισμοὶ ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο καὶ ἀπὸ τὸν διάβολο. Σὲ ὅλον αὐτὸν τὸν ἀγώνα ὑπάρχει μία κλίμακα.
Προσβολή, συνδυασμός, συγκατάθεσις, αἰχμαλωσία.
Προσβάλλει ὁ ἐχθρὸς τὸν ἄνθρωπο μὲ ἕναν ἁπλὸ λογισμὸ ἢ μὲ μία εἰκόνα. Ὅταν τὸν δεχθῆ, τότε γίνεται συγκατάθεσις. Ἀρχίζει ἡ συνομιλία μὲ τὸν λογισμό. Ἀπὸ τὸ σημεῖο αὐτὸ ἀρχίζει ἡ εὐθύνη τοῦ ἀνθρώπου. Κατόπιν συγκατατίθεται κανεὶς μὲ ἡδονὴ νὰ πραγματοποιήσῃ αὐτὸ ποὺ τοῦ ὑποβάλλει ὁ λογισμὸς καὶ στὸ τέλος ὑποδουλώνεται καὶ αἰχμαλωτίζεται ἀπὸ τὸ πάθος.
Ὅταν ὁ λογισμὸς χρονίσῃ μέσα μας, γινόμαστε τότε δοῦλοι στὴν προσπάθεια. Προσπάθεια εἶναι ἡ προσκόλλησις τοῦ ἄνθρωπου στὰ κτιστὰ πράγματα καὶ ἡ ἐπιθυμία του νὰ ἀπόκτηση μόνον αὐτά. Ἔτσι ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου ἀποδεσμεύεται ἀπὸ τὴν αἰώνια τροφή. Καὶ ὅταν ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου ἀπομακρυνθῆ ἐντελῶς ἀπὸ τὸν Θεό, τότε «ἢ θηριώδης, ἢ δαιμονιώδης γίνεται», δηλαδή, ἢ σὰν θηρίο ἢ σὰν δαίμονας γίνεται ὁ ἄνθρωπος, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο βλέπουμε νὰ συμβαίνῃ στὴ σημερινὴ καταναλωτικὴ κοινωνία. Ὁ λογισμὸς τοῦ ἀνθρώπου προσκολλήθηκε μόνο στὴ γῆ καὶ δὲ σκέπτεται καθόλου τὸν οὐρανό, μὲ ἀποτέλεσμα τὴν θηριοποίησι τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν ἀποθέωσι τῆς τέχνης σὲ ὁποιαδήποτε μορφή.
Ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἀκρατής. Δὲν μπορεῖ νὰ ἐγκρατευθῆ. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δὲν πολεμᾶ τὸ λογισμὸ τοῦ τότε γίνεται δοῦλος τῆς ἁμαρτίας. «Ὁ κατὰ διάνοιαν πρὸς τὴν ἁμαρτίαν μὴ πολέμων μηδὲ ἀντιλέγων· σωματικῶς πράττει αὐτήν».
Οἱ λογισμοὶ μᾶς σαπίζουν καὶ μᾶς συντρίβουν δημιουργώντας προβλήματα καὶ στὶς διαπροσωπικές μας σχέσεις.
Οἱ λογισμοὶ μιαίνουν, μολύνουν τὴν ψυχή μας, τὴν δηλητηριάζουν καὶ τὴν φαρμακώνουν. «Αὐτὴ ἡ πάλη τοῦ πονηροῦ. Καὶ μετὰ τούτων τῶν βελῶν φαρμακεύει πᾶσαν ψυχήν», μᾶς λέγει ὁ ἅγ. Ἡσύχιος ὁ πρεσβύτερος.
Μὲ τὴν ἀποδοχὴ τῶν λογισμῶν ὁ διάβολος ἀποκτᾶ κυριαρχία καὶ μπορεῖ νὰ ὁδήγηση τὸν ἄνθρωπο ἀκόμη καὶ στὴν αὐτοκτονία, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ ἀντισταθῆ στὴ δύναμι τοῦ διαβόλου.
Ὁ ρυπαρὸς λογισμὸς καταχθονίζει τὴν ψυχή, δηλαδή, ρίχνει κατὰ γῆς τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου.
Ἐκεῖνος ποὺ αἰσθάνεται τὴν συνεχῆ ἐνόχλησι τῶν λογισμῶν καὶ φλέγονται τὰ ὑπογάστρια της σαρκός, φανερώνει ὅτι βρίσκεται μακρυὰ ἀπὸ τὴν εὐωδία τοῦ Πνεύματος.
Χάνεται ἡ παρρησία πρὸς τὸν Θεό. Ὅταν ὁ νοῦς γίνεται συνόμιλος μὲ ρυπαροὺς καὶ αἰσχροὺς λογισμούς, τότε «τῆς πρὸς Θεὸν παρρησίας ἐκπίπτει». Δὲν μπορεῖ ὁ Θεὸς νὰ ἔχῃ κοινωνία μὲ ἄνθρωπο, τοῦ ὁποίου ὁ νοῦς συνέχεια μολύνεται μὲ αἰσχροὺς καὶ πονηροὺς λογισμούς· ὅπως ἀκριβῶς εἶναι βδελυρὸς σὲ ἐπίγειο ἄρχοντα ἐκεῖνος ποὺ ἀποστρέφεται τὸ πρόσωπό του καὶ συνομιλεῖ μὲ τοὺς ἐχθρούς του.
«Οἱ ἀκάθαρτοι λογισμοὶ χωρίζουσι τὸν Θεὸν ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου». Ὁ Θεὸς σὲ ἄνθρωπο ποὺ διακατέχεται ἀπὸ αἰσχροὺς λογισμοὺς δὲν ἀποκαλύπτει τὰ μυστήρια του.
Ἐπειδὴ οἱ λογισμοὶ χωρίζουν τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν Θεό, γι᾿ αὐτό, κατὰ συνέπεια, δημιουργοῦνται καὶ διάφορες ἄλλες σωματικὲς ἀνωμαλίες. Τὸ ἄγχος καὶ ἡ ἀνασφάλεια καὶ ἄλλες ἀκόμη σωματικὲς ἀσθένειες, ἔχουν ὡς αἰτία τοὺς λογισμούς. Αὐτὸ τὸ ἔχουν συνειδητοποιήσει καὶ οἱ γιατροὶ ἀκόμη, γι᾿ αὐτὸ καὶ δίνουν τὴν ἐντολὴ νὰ μὴ σκεπτώμαστε ὡρισμένα πράγματα καὶ νὰ μὴ στενοχωριώμαστε. Ἕνας λογισμὸς μπορεῖ νὰ ἀφήσῃ τὸν ἄνθρωπο ἄγρυπνο ὅλη νύκτα. Γι᾿ αὐτὸ λέμε ὅτι οἱ λογισμοὶ ταράσσουν τὸν ἄνθρωπο καὶ ἀκόμη ὅτι σπάζουν τὰ νεῦρα του. Ὁ ἀββᾶς Θεόδωρος ἔλεγε: «Ἔρχεται ὁ λογισμὸς καὶ ταράσσει με».
Αὐτὰ σὲ συντομία εἶναι τὰ ἀποτελέσματα τῶν πονηρῶν λογισμῶν.
Πρέπει, ὅμως, νὰ δοῦμε καὶ τοὺς τρόπους ἀντιμετωπίσεως τῶν λογισμῶν αὐτῶν, ποὺ προέρχονται κυρίως ἀπὸ τὸν διάβολο.
Πῶς μπορεῖ κάποιος νὰ ἀπαλλαγῆ ἀπὸ τοὺς λογισμούς;
Οἱ ἅγιοι καὶ οἱ Πατέρες τῆς «Ἐκκλησίας μας, μᾶς ἔχουν ὑποδείξει διάφορους τρόπους ἀντιμετωπίσεως τῶν λογισμῶν.
Ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος μᾶς συμβούλευει νὰ μὴν τοὺς ἐκφράζουμε, ἀλλὰ νὰ τοὺς πνίγουμε μὲ τὴ σιωπή. Διότι καὶ τὰ θηρία καὶ τὰ ἑρπετὰ ὅταν πέφτουν μέσα στὸ λάκκο, ἂν βροῦν κάποια διέξοδο πρὸς τὰ πάνω, ἀνεβαίνουν καὶ συνήθως γίνονται ἀγριώτερα. Ἄν, ὅμως μένουν συνέχεια κλεισμένα μέσα, εὔκολα χάνονται καὶ ἐξαφανίζονται.
Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τοὺς ρυπαροὺς λογισμούς. Ἂν βροῦν κάποια διέξοδο μὲ τὸ στόμα διὰ μέσου τῶν λόγων, ἀνάβουν τὴν ἐσωτερικὴ φλόγα. Ἄν, ὅμως, ἀποκλεισθοῦν μὲ τὴ σιωπή, ἀδυνατίζουν, λειώνουν σὰν ἀπὸ πείνα καὶ γρήγορα ἐξαφανίζονται.
Τὸ γραφικὸ χωρίο «πῶς ποιήσω τὸ πονηρὸν τοῦτο ρῆμα ἐναντίον τοῦ Θεοῦ» (Γεν. 39,9). Ὅταν μας ταράσση ὁποιοσδήποτε παράλογος λογισμός, ἂς σκεπτώμαστε ὅτι ἀπὸ τὸν Θεὸ δὲν μπορεῖ νὰ κρυφθοῦν καὶ οἱ πιὸ μικρὲς καὶ παράλογες σκέψεις.
Ἡ μελέτη τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ, ἡ μνήμη τῶν μελλόντων καὶ τὰ ὅσα ἔκανε ὁ Θεὸς γιὰ μᾶς· μειώνουν τοὺς πονηροὺς λογισμοὺς καὶ δὲν βρίσκουν τόπο μέσα μας.
Ἡ ἐξαγόρευσί τους· Ὅπως τὸ φίδι, ὅταν βγαίνῃ ἀπὸ τὴν φωλιά του, τρέχει νὰ ἐξαφανισθῇ, ἔτσι καὶ οἱ πονηροὶ λογισμοί, ὅταν ἐξαγορευθοῦν, φεύγουν ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι τίποτε δὲ χαροποιεῖ τόσο τοὺς δαίμονες, ὅσο ἡ ἀπόκρυψις τῶν λογισμῶν.
Ἡ ἐξουθένωσις τῆς ψυχῆς καὶ ὁ σωματικὸς κόπος «ἐν παντὶ καιρῷ καὶ τόπῳ καὶ πράγματι», βοηθεῖ τὸν ἄνθρωπο στὸ νὰ μὴν ἔχῃ αἰσχροὺς λογισμούς.
Φρόντισε νὰ ἀπαλλαγῇς ἀπὸ τὰ πάθη καὶ ἀμέσως θὰ διώξῃς τοὺς λογισμοὺς ἀπὸ τὸ νοῦ σου», τονίζει ὁ ἅγ. Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής. Δηλαδή: Γιὰ νὰ ἀπαλλαγῆ κάποιος ἀπὸ τὴν πορνεία, πρέπει νὰ κοπιάσῃ σωματικὰ καὶ νὰ νηστέψῃ· γιὰ νὰ ἀπαλλαγῇ ἀπὸ τὴν ὀργὴ καὶ τὴ λύπη, πρέπει νὰ καταφρονῇ τὴν δόξα καὶ τὴν ἀτιμία καὶ γιὰ νὰ ἀπαλλαγῇ ἀπὸ τὴ μνησικακία, πρέπει νὰ προσεύχεται γιὰ ἐκεῖνον ποὺ τὸν λύπησε.
Δὲν μποροῦμε νὰ ἐμποδίσουμε τοὺς λογισμοὺς νὰ μὴν ἔλθουν, μποροῦμε, ὅμως, νὰ μὴ τοὺς δεχθοῦμε. Ὅπως δὲν μποροῦμε νὰ ἐμποδίσουμε τὰ κοράκια νὰ μὴν πετᾶνε ἀπὸ πάνω μας, μποροῦμε, ὅμως, νὰ τὰ ἐμποδίσουμε νὰ χτίσουν φωλιὰ πάνω στὰ κεφάλια μας.
Ἂς παρακολουθήσουμε, ὅμως, γιὰ λίγο καὶ τὸν Μ. Βασίλειο στὸ θέμα τοῦ πολέμου αὐτοῦ.
«Πρέπει τὶς ἐπιθέσεις αὐτὲς νὰ τὶς ἀντιμετωπίζουμε μὲ ἐντατικὴ προσοχὴ καὶ ἐγρήγορσι, ὅπως ὁ ἀθλητὴς ποὺ ἀποφεύγει τὶς λαβὲς τῶν ἀντιπάλων μὲ τὴ ἀκριβῆ προφύλαξι καὶ τὴν εὐελιξία τοῦ σώματος καὶ νὰ ἀναθέσουμε τὸ τέλος τοῦ πολέμου καὶ τὴν ἀποφυγὴ τῶν βελῶν στὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἄνωθεν βοήθεια.
Καὶ ἂν ἀκόμη ὁ πονηρὸς ἐχθρὸς κατὰ τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς ὑποβάλη τὶς πονηρὲς φαντασίες, ἡ ψυχὴ ἂς μὴ διακόψη τὴν προσευχή της καὶ ἂς μὴ νομίζη ὅτι εὐθύνεται γιὰ τὶς πονηρὲς ἐπιθέσεις τοῦ ἐχθροῦ, καθὼς καὶ γιὰ τὶς φαντασίες τοῦ παραδόξου θαυματοποιοῦ. Ἀντίθετα ἂς σκεφθῆ ὅτι οἱ σκέψεις αὐτὲς ὀφείλονται στὴν ἀναίδεια τοῦ ἐφευρέτου τῆς κακίας καὶ ἂς ἐπιτείνῃ τὴ γονυκλισία καὶ ἂς ἱκετεύῃ τὸν Θεὸ νὰ διαλυθῇ τὸ πονηρὸ διάφραγμα τῶν παραλόγων σκέψεων, ὥστε χωρὶς ἐμπόδια νὰ πλησιάσῃ τὸν Θεό.
Ἐάν, ὅμως, ἡ βλαβερὴ ἐπίδρασις τοῦ λογισμοῦ γίνῃ πιὸ ἔντονη ἐξ αἰτίας τῆς ἀναίδειας τοῦ ἐχθροῦ, δὲν πρέπει νὰ δειλιάζουμε, οὔτε νὰ ἀφήνουμε τὸν ἀγώνα μας στὴ μέση, ἀλλὰ νὰ ὑπομένουμε μέχρι τότε ποὺ ὁ Θεὸς θὰ δῇ τὴν ἐπιμονή μας καὶ θὰ μᾶς φωτίσῃ μὲ τὴ χάρι τοῦ Ἁγ. Πνεύματος, ἡ ὁποία τὸν μὲν ἐχθρὸ τρέπει σὲ φυγή, τὸν δὲ νοῦ μας τὸν γεμίζει μὲ θεῖο φῶς, ὥστε ὁ λογισμὸς νὰ λατρεύσῃ τὸν Θεὸ μὲ ἀδιατάρακτη γαλήνη καὶ εὐφροσύνη». Γενικὰ οἱ πατέρες ἔχουν τρεῖς τρόπους ἀντιμετωπίσεως τῶν αἰσχρῶν λογισμῶν: α) Τὴν προσευχή, β) τὴν ἀντίρρησι καὶ γ) τὴν περιφρόνησι.
α) Ἡ προσευχή. Εἶναι ἀδύνατον ὁ ἀρχάριος νὰ διώξῃ μόνος του τοὺς λογισμούς. Αὐτὸ εἶναι γνώρισμα τῶν τελείων.
Ἡ νοερὰ προσευχή, ἡ μονολόγιστος εὐχή, τὸ «Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», εἶναι τὸ πιὸ δυνατὸ ὅπλο γιὰ νὰ μπόρεση κάποιος νὰ νικήση τοὺς λογισμούς. «Ἰησοῦ ὀνόματι μάστιζε πολεμίους· οὐ γὰρ ἐστὶν ἐν γῇ καὶ οὐρανῶ δυνατώτερον ὅπλον», τονίζει ὁ ἅγ. Ἰωάννης τῆς Κλίμακος.
«Τὸ γλυκύτατον Ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, συνεχῶς καὶ κατανυκτικῶς καὶ μετὰ πόθου καὶ πίστεως ἐν τῷ βάθει τῆς καρδίας μελετώμενον, ἀποκοιμίζει μὲν ὅλους τοὺς κακοὺς λογισμούς, ἐξυπνίζει δὲ ὅλους τοὺς ἀγαθοὺς καὶ πνευματικούς. Καὶ ὅπου πρότερον ἐξήρχοντο ἐκ τῆς καρδίας διαλογισμοὶ πονηροί, φόνοι, μοιχεῖαι (Ματθ. 15,19), καθὼς εἶπεν ὁ Κύριος, ἐκεῖθεν ὕστερον ἐξέρχονται λογισμοὶ ἀγαθοί, λόγοι σοφίας καὶ χάριτος».
β) Ἡ ἀντίρρησις. Ἡ προσευχὴ εἶναι γιὰ τοὺς ἀρχαρίους καὶ τοὺς ἀδυνάτους. Ἐκεῖνοι ποὺ μποροῦν νὰ πολεμήσουν ἂς χρησιμοποιήσουν τὴν ἀντίρρησι, ἡ ὁποία συνηθίζει νὰ φιμώνῃ τοὺς δαίμονες. Ὁ Κύριός μας μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο νίκησε τοὺς τρεῖς μεγάλους πολέμους ποὺ τοὺς προέβαλε ὁ διάβολος πάνω στὸ ὄρος. «Τὴν φιληδονίαν μὲ τὸ οὐκ ἐπ᾿ ἄρτῳ μόνον ζήσεται ἄνθρωπος, τὴν φιλοδοξίαν μὲ τὸ οὐκ ἐκπειράσεις Κύριον τὸν Θεόν σου, καὶ τὴν φιλαργυρίαν μὲ τὸ Κύριον μόνον τὸν Θεόν σου προσκυνήσεις καὶ αὐτῷ μόνῳ λατρεύσεις (Ματθ. 4,10)».
Ὁ ἱερομάρτυς Πέτρος ὁ Δαμασκηνὸς μᾶς ἀναφέρει τὰ ἑξῆς σχετικά:
«Ὅταν οἱ δαίμονες ὑποβάλουν κάποιο λογισμὸ ὑπερηφάνειας, τότε νὰ θυμᾶσαι τοὺς αἰσχροὺς λογισμοὺς ποὺ σοῦ ἔλεγαν καὶ νὰ ταπεινώνεσαι. Ὅταν πάλι ὑποβάλουν τοὺς αἰσχρούς, νὰ θυμᾶσαι ἐκείνους τοὺς ὑπερήφανους λογισμοὺς καὶ νὰ τοὺς νικᾶς μὲ τὸν τρόπο αὐτό, ὥστε οὔτε νὰ ἀπελπίζεσαι ἀπὸ τοὺς αἰσχροὺς λογισμούς, οὔτε νὰ ὑπερηφανευθῇς ἀπὸ τοὺς καλούς».
Ἔτσι ὅταν κάποιος γέροντας ἐπολεμεῖτο ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς τῆς ὑπερηφάνειας, ἔλεγε στὸ λογισμό του: «Γέρων, βλέπε τὰς πορνείας σου» καὶ ὁ πόλεμος σταματοῦσε. Ὑπάρχουν περιπτώσεις ποὺ ἐπιστρατεύει κανεὶς ὅλες τὶς πνευματικές του δυνάμεις, ὅλους τοὺς ἀγαθοὺς λογισμοὺς καὶ δὲν μπορεῖ νὰ δίωξη ἕναν κακὸ λογισμό. Ποιὰ εἶναι ἡ αἰτία; «Ἐπειδὴ πρῶτον δεχόμεθα τοῦ κατακρίναι τὸν πλησίον». Κατακρίναμε τὸν ἀδελφό μας καὶ ὁ λογισμός μας ἔχασε τὴν δύναμι ποὺ εἶχε προηγουμένως.
Μερικὲς φορὲς εἴμαστε ἀνόητοι γι᾿ αὐτὸ καὶ μᾶς κυριεύουν οἱ λογισμοί.
Πολλὲς φορές, ὅμως, δὲν ἔχουμε τὴν δύναμι νὰ πολεμήσουμε τοὺς λογισμούς, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ δεχθοῦμε τέτοιες πνευματικὲς πληγὲς ποὺ δὲν θεραπεύονται ἀκόμη καὶ μὲ τὴν πάροδο μεγάλου χρονικοῦ διαστήματος.
Γι᾿ αὐτὸ καλλίτερα εἶναι νὰ καταφεύγη κανεὶς στὴν δύναμι τῆς προσευχῆς καὶ τῶν δακρύων, διότι α) ἡ ψυχὴ δὲν ἔχει πάντοτε τὴν ἴδια δύναμι, β) ὁ διάβολος ἔχει πείρα ἀρκετῶν χιλιάδων ἐτῶν, ἐνῶ ἡ δική μας εἶναι πολὺ περιωρισμένη, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ φύγουμε νικημένοι καὶ πληγωμένοι, ἀφοῦ ὁ νοῦς μας πάλι μολύνεται μὲ τὶς αἰσχρὲς φαντασίες, καὶ γ) διώχνει τὴν ὑπερηφάνεια καὶ δείχνει ταπείνωσι ὅποιος καταφεύγει στὸν Θεὸ τὴν ὥρα τοῦ πολέμου τῶν λογισμῶν «καὶ ὁμολογεῖ τὸν μὲν ἑαυτόν του ἀνάξιον καὶ ταπεινὸν καὶ ἀδύνατον εἰς τὸ νὰ πολεμῆ, τὸν δὲ Ἰησοῦ Χριστὸν μόνον δυνατὸν καὶ κραταιὸν ἐν πολέμῳ, διότι Αὐτὸς μᾶς εἶπε: «Θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον» (Ἰω. 16, 33), δηλαδή, τὰ πάθη, τοὺς λογισμοὺς καὶ τὸν διάβολον».
γ) Ἡ καταφρόνησις. «Ἐὰν ἀνασχώμεθα σχολάζειν τοῖς λογισμοῖς τοῦ ἐχθροῦ, οὐδέποτε ἔχομεν ἀγαθόν τι πράξαι, ὅπερ ἐκεῖνος πραγματεύεται». Δηλαδὴ ἂν ἀσχολούμαστε μὲ τοὺς λογισμοὺς ποὺ μᾶς ὑποβάλλει ὁ ἐχθρός, ποτὲ δὲ θὰ μπορέσουμε νὰ κάνουμε κάποιο καλό, ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ αὐτὸς πολεμεῖ.
Ἢ καταφρόνησις καὶ τὸ νὰ μὴν ἀσχολῆται κανεὶς μὲ τοὺς λογισμοὺς τοῦ ἐχθροῦ, εἶναι τὸ μεγαλύτερο ὅπλο καὶ ἀποτελεῖ τὸ πιὸ δυνατὸ κτύπημα στὸν διάβολο.
Πρέπει νὰ θεωροῦμε τοὺς λογισμούς του σὰν ζωύφια, σὰν γαυγίσματα ἀπὸ σκυλάκια, σὰν κουνούπια καὶ στὴ χειρότερη περίπτωσι. σὰν τὴν βοὴ τοῦ ἀεροπλάνου καὶ σὰν τίποτε, διότι: α) Πιστεύουμε στὴν δύναμι τοῦ Ἀρχιστρατήγου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ β) Πιστεύουμε ὅτι μετὰ τὸ Σταυρὸ καὶ τὸν θάνατο τοῦ Κυρίου μας ὁ διάβολος δὲν ἔχει καμμία ἰσχὺ ἐναντίον μας, ἀλλὰ μένει ἀνίσχυρος καὶ ἀδύναμος κατὰ τὸ γεγραμμένον «τοῦ ἐχθροῦ εὖ, ἔλιπον αἱ ρομφαῖαι εἰς τέλος» (Ψαλμ. 9,6).
Μεγαλύτερη νίκη καὶ ἐντροπὴ τῶν δαιμόνων δὲν ὑπάρχει ἀπὸ αὐτὴν τὴν καταφρόνησι, διότι αὐτὸς ποὺ ἔφθασε σ᾿ αὐτὸ τὸ σημεῖο, εἶναι ὡπλισμένος μὲ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ καὶ μένει ἀσύλληπτος ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς καὶ τοὺς δαίμονες.
Αὐτοὶ εἶναι οἱ τρεῖς τρόποι ἀντιμετωπίσεως τῶν λογισμῶν ποὺ προέρχονται κυρίως ἀπὸ τὸν διάβολο.
Συμπληρωματικὰ 0ά μπορούσαμε νὰ ποῦμε, ὅτι ἡ μνήμη τοῦ θανάτου εἶναι πολὺ ἰσχυρὸ μέσο γιὰ τὴν κατατρόπωσι τοῦ λογισμοῦ. Δημιουργεῖ καρδιακοὺς πόνους γιὰ τὰ ἁμαρτήματά μας καὶ προφυλάσσει τὸν νοῦ μας ἀπὸ τοὺς λογισμούς. Ὅποιος ὑπολογίσῃ τὴν ἡμέρα ποὺ διανύει ὡς τὴν τελευταία ἡμέρα τῆς ζωῆς του, θὰ περιορίσῃ σὲ πολὺ μεγάλο βαθμὸ τοὺς αἰσχροὺς λογισμούς.
Κάθεσαι στὸ τραπέζι νὰ φᾶς; Νὰ ἔχῃς λογισμοὺς θανάτου, γιὰ νὰ μὴ σὲ πειράξῃ ἡ γαστριμαργία.
Μόνοι μας ἂς ζωγραφίσουμε στὸ νοῦ μας τὴν εἰκόνα τῶν μνημάτων, γιὰ νὰ ἐξαλείψουμε τὴν ἀναισθησία ποὺ ἔχουμε.
Ὁ Γέρων Σιλουανός, ὁ τελευταῖος ἐπίσημος ἅγιος τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἔλεγε: «Κράτα τὸ νοῦ σου στὸν Ἅδη καὶ μὴν ἀπελπίζεσαι». Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ κανένας λογισμὸς δὲ θὰ φωλιάση μέσα σου.
Ἐμεῖς ποιὸ τρόπο πρέπει νὰ χρησιμοποιήσουμε, γιὰ νὰ γλυτώσουμε ἀπὸ τὸ πολυήμερο καὶ πολυβάσανο μαρτύριο, ὅπως χαρακτηρίζει τοὺς λογισμοὺς ὁ ἅγ. Θεόδωρος ὁ Στουδίτης;
Ἂς ἀκολουθήσουμε τὴν τακτικὴ τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Κολοβοῦ, ὁ ὁποῖος δοκίμασε ὅλους τοὺς τρόπους. Μᾶς συμβουλεύει τὰ ἑξῆς ὁ μεγάλος αὐτὸς ἀγωνιστὴς τοῦ πνεύματος:
«Μοιάζω μὲ ἕναν ἄνθρωπο ποὺ κάθεται κάτω ἀπὸ ἕνα μεγάλο δένδρο καὶ ξαφνικὰ βλέπει πολλὰ θηρία καὶ ἑρπετὰ νὰ ἔρχωνται κατεπάνω του. Καὶ ἐπειδὴ δὲν μπορεῖ νὰ ἀντισταθῆ εὔκολα, τρέχει γρήγορα, πάνω στὸ δένδρο καὶ σώζεται. Ἔτσι κάνω καὶ ἐγώ. Κάθομαι στὸ κελλί μου καὶ βλέπω τοὺς πονηροὺς λογισμοὺς νὰ ἔρχωνται ἐναντίον μου. Τότε ἀνεβαίνω στὸ δένδρο τῆς ζωῆς, στὸ Θεό μου, μὲ τὴν προσευχὴ καὶ σώζομαι ἀπὸ τὸν ἐχθρό».
1) Χρυσοστομικὸς Ἄμβων, Α´) Πίστις, Ἐλπίς, Ἀγάπη. Ἔκδοσις, «Ὀρθόδοξος Κυψέλη». Θεσσαλονίκη, 1993. σελ. 440.
2) Χρυσοστομικὸς Ἄμβων, Β´) Ταπείνωσις, Ὑπερηφάνεια, Κενοδοξία, Ἀλαζονεία, Καύχησις.
Ἔκδοσις, «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη, 1994 σελ. 290.
3) Χρυσοστομικὸς Ἄμβων, Γ´) Ό Γάμος, ἡ οἰκογένεια καὶ τὰ προβλήματά τους. σελ.
400.
Ἔκδοσις «Ὄρθοδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 1995
4) Οἱ γονεῖς, τὸ παιδὶ καὶ ἡ ἀνατροφή του. (Ἀνάτυπο ἀπὸ τὸν Γ´ τόμο), σελ. 112.
Α´ ἔκδοσις, Ἰούνιος 1995. Β´ ἔκδοσις, Αὔγουστος 1995. Γ´ ἔκδοσις, Αὔγουστος 1996.
Ἔκδοσις: Συνοδεία Σπυρίδωνος Ἱερομονάχου, Νέα Σκήτη Ἁγίου Ὄρους.
5) «Χρυσοστομικὸν Ταμιεῖον». Ἤτοι, Εὑρετήριο θεμάτων τῶν ἁπάντων τοῦ ἁγ. Ἰωάννου
τοῦ Χρυσοστόμου βάσει τῆς Πατρολογίας τοῦ Μigne (Ρ.G.) καὶ τῆς ΕΠΕ (Ἕλληνες Πατέρες
τῆς Ἐκκλησίας).
Περιέχονται 539 θέματα μὲ ἀπόλυτη ἀλφαβητικὴ σειρὰ καὶ πάνω ἀπὸ 8000 παραπομπές.
σελ. 816.
Ἔκδοσις: Δ. Σαλονικίδης, Ἀρμενοπούλου 23, Θεσσαλονίκη, 1995.
6) Ὁ διάβολος καὶ ἡ μαγεία, σελ. 150.
Α´ ἔκδοσις Μάρτιος 1996, Κ´ ἔκδοσις Ἀπρίλιος 1996.
Ἔκδοσις, Συνοδία Σπυρίδωνος Ἱερομονάχου, Νέα Σκήτη Ἁγίου Ὄρους.
7) Χρυσοστομικὸς Ἄμβων, Δ´) Ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ καρδιὰ τῆς ἀρετῆς. σελ. 270.
Ἔκδοσις Ο. Χ. Α. «ΛΥΔΙΑ», Θεσσαλονίκη 1996.