ἀπὸ τὸ βιβλίο «Μεγάλη Σαρακοστή», ἐκδόσεις Ἀκρίτας, Ἀθήνα 1999
Μὲ τὴν παρακολούθηση τῶν ἀκολουθιῶν, μὲ τὴ νηστεία, ἀκόμα καὶ μὲ τὴν προσευχὴ σὲ τακτὰ διαστήματα δὲν ἐξαντλεῖται ἡ ὅλη προσπάθεια στὴ διάρκεια τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς. Ἢ μᾶλλον γιὰ νὰ εἶναι ὅλα αὐτὰ ἀποτελεσματικὰ καὶ νὰ ἔχουν νόημα, πρέπει να ὑποστηρίζονται καὶ ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἴδια τὴ ζωή. Χρειάζεται δηλαδή, ἕνας «τρόπος ζωῆς» ποὺ νὰ μὴν ἔρχεται σὲ ἀντίθεση μὲ ὅλα αὐτὰ καὶ νὰ μὴν ὁδηγεῖ σὲ μία «διασπασμένη» ὕπαρξη.
Στὸ παρελθόν, στὶς ὀρθόδοξες χῶρες ἡ ἴδια ἡ κοινωνία πρόσφερε μία τέτοια ὑποστήριξη μὲ τὸν συνδυασμὸ ποὺ εἶχε στὰ ἔθιμα, στὶς ἐξωτερικὲς ἀλλαγές, μὲ τὴ νομοθεσία, μὲ τοὺς δημόσιους καὶ ἰδιωτικοὺς κανονισμούς, μὲ ὅλα δηλαδὴ ὅσα περιλαμβάνονται στὴ λέξη πολιτισμός. Κατὰ τὴ Μεγάλη Σαρακοστὴ ὁλοκλήρη ἡ κοινωνία ὑποδεχόταν ἕνα συγκεκριμένο ῥυθμὸ ζωῆς, ὁρισμένους κανόνες ποὺ ὑπενθύμιζαν στὰ ἄτομα-μέλη τῆς κοινωνίας τὴν περίοδο τῆς Σαρακοστῆς. Στὴ Ῥωσία, λόγου χάρη, δὲν μποροῦσε κανεὶς εὔκολα νὰ ξεχάσει τὴ Σαρακοστή, γιατὶ οἱ καμπάνες τῶν ἐκκλησιῶν χτυποῦσαν διαφορετικὰ αὐτὴ τὴν περίοδο· τὰ θέατρα ἔκλειναν καί, σὲ παλιότερους καιρούς, τὰ δικαστήρια ἀνέβαλλαν τὴ λειτουργία τους. Φυσικά, ὅλα αὐτὰ τὰ ἐρεθίσματα ἀπὸ μόνα τους, εἶναι φανερό, ὅτι δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ ἀναγκάσουν τὸν ἀνθρωπο νὰ ὁδηγηθεῖ στὴ μετάνοια ἢ σὲ μία πιὸ ζωντανὴ θρησκευτικὴ ζωή. Ἀλλὰ ὅμως δημιουργοῦσαν μία ὁρισμένη ἀτμόσφαιρα – ἕνα εἶδος σαρακοστιανοῦ κλίματος, ὅπου ἡ ἀτομικὴ προσπάθεια γινόταν εὐκολότερη.
Ἀκριβῶς ἐπειδὴ εἴμαστε ἀδύναμοι χρειαζόμαστε τὶς ἐξωτερικὲς ὑπενθυμίσεις, τὰ σύμβολα, τὰ σημάδια. Φυσικὰ πάντα ὑπάρχει ὁ κίνδυνος αὐτὰ τὰ ἐξωτερικὰ σύμβολα ν᾿ ἀποκτήσουν αὐτοτέλεια, νὰ γίνουν αὐτοσκοπός, καὶ ἔτσι ἀντὶ νὰ εἶναι ἁπλὰ μία ὑπενθύμιση, νὰ γίνουν γιὰ τὴν κοινὴ ἀντίληψη τὸ μόνο περιεχόμενο τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς. Αὐτὸν τὸν κίνδυνο τὸν ἔχουμε ἐπισημάνει παραπάνω, ὅταν μιλήσαμε γιὰ τὶς ἐξωτερικὲς συνήθειες καὶ τὰ πανηγύρια ποὺ ἀντικαθιστοῦν τὴ γνήσια προσωπικὴ προσπάθεια. Ἂν ὅμως καταλάβουμε σωστὰ αὐτὲς τὶς συνήθειες, τότε θὰ γίνουν ὁ «κρίκος» ποὺ συνδέει τὴν πνευματικὴ προσπάθεια μὲ τὴ ζωή.
Δὲν ζοῦμε σὲ μία ὀρθόδοξη κοινωνία [Ὁ συγγραφέας, Ῥῶσος στὴν καταγωγή, ζεῖ σήμερα στὴν Ἀμερικὴ] καὶ φυσικὰ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ δημιουργηθεῖ αὐτὸ τὸ «κλίμα» τῆς Σαρακοστῆς σὲ ἐπίπεδο κοινωνικό. Εἴτε εἶναι Σαρακοστὴ εἴτε ὄχι, ὁ κόσμος ποὺ μᾶς περιβάλλει, ποὺ ἀποτελοῦμε καὶ μεῖς δικό του ἀναπόσπαστο κομμάτι, δὲν ἀλλάζει. Κατὰ συνέπεια, ζητιέται ἀπὸ μᾶς μία νέα προσπάθεια νὰ σκεφτοῦμε τὴν ἀπαραίτητη θρησκευτικὴ σχέση ἀνάμεσα στὸ «ἐξωτερικὸ» καὶ τὸ «ἐσωτερικό».
Ἡ πνευματικὴ τραγωδία τῆς ἐκκοσμίκευσης εἶναι ἐκείνη ποὺ μᾶς σπρώχνει σὲ μία πραγματικὴ θρησκευτικὴ «σχιζοφρένεια» – ἕνα σπάσιμο δηλαδὴ τῆς ζωῆς μας σὲ δυὸ κομμάτια: τὸ θρησκευτικὸ καὶ τὸ κοσμικό, ποὺ ἔχουν ὅλο καὶ λιγότερη ἀλληλοεξάρτηση. Ἔτσι, ἡ πνευματικὴ προσπάθεια εἶναι ἀπαραίτητη γιὰ νὰ μεταθέσει τὰ παραδοσιακὰ ἔθιμα καὶ τὶς συνήθειες, ποὺ εἶναι βασικὰ μέσα στὴν προσπάθειά μας κατὰ τὴν περίοδο τῆς Σαρακοστῆς. Μ᾿ ἕνα πειραματικὸ καὶ ἀναγκαστικὰ σχηματικὸ τρόπο θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ δεῖ αὐτὴ τὴν προσπάθεια σὲ δυὸ πλαίσια: στὴ ζωὴ μέσα στὸ σπίτι καὶ στὴ ζωὴ ἔξω ἀπ᾿ αὐτό.
Γιὰ τὴν ὀρθόδοξη ἀντίληψη, τὸ σπίτι καὶ ἡ οἰκογένεια ἀποτελοῦν τὴν πρώτη καὶ βασικότερη περιοχὴ τῆς χριστιανικῆς ζωῆς ἢ τῆς ἐφαρμογῆς τῶν χριστιανικῶν ἀρχῶν στὴν καθημερινὴ ζωή. Τὸ σπίτι, δηλαδὴ τὸ στυλ καὶ τὸ πνεῦμα τῆς οἰκογενειακῆς ζωῆς καὶ ὄχι τὸ σχολεῖο, ἀκόμα οὔτε καὶ ἡ Ἐκκλησία, εἶναι ἐκεῖνο ποὺ σχηματίζει μέσα μας τὴ θεμελιακὴ ἀντίληψη γιὰ τὸν κόσμο, ποὺ μορφοποιεῖ στὸν ἐσωτερικό μας, τὸ βασικὸ προσανατολισμό, τὸν ὁποῖο ἴσως γιὰ ἀρκετὸ διάστημα δὲν τὸν καταλαβαίνουμε, ἀλλὰ ποὺ τελικὰ θὰ γίνει ἕνας ἀποφασιστικὸς παράγοντος. Ὁ στάρετς Ζωσιμᾶς τοῦ Dοstοyevsky στοὺς Ἀδελφοὺς Καραμαζὼφ λέει: «ἐκεῖνος ποὺ μπορεῖ νὰ ἔχει καλὲς ἀναμνήσεις ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία εἶναι σωσμένος γιὰ ὅλη του τὴ ζωή». Τὸ σημαντικὸ δὲ εἶναι ὅτι κάνει αὐτὴ τὴν παρατήρηση ὕστερα ἀπὸ τὴ θύμηση τῆς μητέρας του ποὺ τὸν εἶχε πάρει μαζί της στὴ Θεία Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων. Θυμᾶται τὴν ὀμορφιὰ τῆς ἀκολουθίας, τὴ μοναδικὴ μελῳδίᾳ τοῦ κατανυκτικοῦ «κατευθυνθήτω ἡ προσευχή μου ὡς θυμίαμα ἐνώπιὸν σου…».
Ἡ ὑπέροχη προσπάθεια γιὰ θρησκευτικὴ ἀγωγὴ ποὺ γίνεται σήμερα στὰ κατηχητικὰ σχολεῖα δὲν σημαίνει καὶ πολλὰ πράγματα, ἂν δὲν βασίζεται στὴ ζωὴ τῆς οἰκογένειας. Τί, λοιπόν, θὰ μποροῦσε καὶ θὰ ἔπρεπε νὰ γίνει στὸ σπίτι στὴ διάρκεια τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς; Ἐπειδὴ εἶναι ἀδύνατο νὰ καλύψουμε ἐδῶ ὅλες τὶς πλευρὲς τῆς οἰκογενειακῆς ζωῆς θὰ περιοριστοῦμε μόνο σὲ μία ἀπ᾿ αὐτές.
Ὅλοι μας, χωρὶς ἀμφιβολία, συμφωνοῦμε ὅτι ὁ τρόπος τῆς οἰκογενειακῆς ζωῆς ἔχει ῥιζικὰ ἀλλοιωθεῖ μὲ τὴν παρουσία τοῦ ῥαδιοφώνου καὶ τῆς τηλεόρασης. Αὐτὰ τὰ μέσα τῆς «μαζικῆς ἐνημέρωσης» διαποτίζουν σήμερα ὁλόκληρη τὴ ζωή. Δὲν χρειάζεται κανεὶς νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸ σπίτι γιὰ νὰ βρεθεῖ «ἔξω». Ὁλόκληρος ὁ κόσμος εἶναι μόνιμα ἐδῶ, σὲ ἀπόσταση ποὺ τὸν φτάνουμε… ἀκίνητοι. Καί, σιγὰ σιγά, ἡ στοιχειώδης ἐμπειρία νὰ βρεθοῦμε σ᾿ ἕναν ἐσωτερικὸ κόσμο, μέσα στὴν ὀμορφιὰ τῆς «ἐσωτερικότητας» ἔχει ἐντελῶς χαθεῖ ἀπὸ τὸ σύγχρονο πολιτισμό μας. Καὶ ἂν δὲν εἶναι ἡ τηλεόραση, εἶναι ἡ μουσική. Ἡ μουσικὴ ἔπαψε νὰ εἶναι κάτι ποὺ τὸ ἀκούει κανεὶς σταθερά. Ἔγινε πιὰ μία «ὑπόκρουση θορύβου» ποὺ συνοδεύει τὶς συνομιλίες μας, τὸ διάβασμα, τὸ γράψιμο κλπ. Στὴν πραγματικότητα αὐτὴ ἡ ἀνάγκη νὰ ἀκούγεται συνέχεια μουσικὴ φανερώνει τὴν ἀδυναμία τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου νὰ χαρεῖ τὴ σιωπή, νὰ τὴν καταλάβει ὄχι σὰν κάτι ἀρνητικό, σὰν μία ἁπλὴ ἔλλειψη, ἀλλὰ ἀκριβῶς σὰν μία παρουσία καὶ σὰν τὴν μοναδικὴ προϋπόθεση γιὰ τὴν πιὸ ἀληθινὴ παρουσία.
Ἂν ὁ Χριστιανὸς τοῦ παρελθόντος ζοῦσε κατὰ ἕνα μεγάλο βαθμὸ σ᾿ ἕνα σιωπηλὸ κόσμο ποὺ τοῦ ἔδινε πλούσιες εὐκαιρίες γιὰ αὐτοσυγκέντρωση στὸν ἐσωτερικό του κόσμο, ὁ σημερινὸς χριστιανὸς εἶναι ἀναγκασμένος νὰ κάνει εἰδικὴ προσπάθεια γιὰ νὰ καλύψει αὐτὴ τὴν ἀναγκαία διάσταση τῆς σιωπῆς, ἡ ὁποία αὐτὴ μόνο μπορεῖ νὰ μᾶς φέρει σὲ ἐπαφὴ μὲ τὶς ὑψηλὲς πραγματικότητες. Ἔτσι, λοιπόν, τὸ πρόβλημα τοῦ ῥαδιοφώνου καὶ τῆς τηλεόρασης στὴ διάρκεια τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς δὲν εἶναι περιθωριακὴ ὑπόθεση, ἀλλὰ μὲ πολλοὺς τρόπους εἶναι ἕνα θέμα πνευματικῆς ζωῆς ἢ θανάτου.
Πρέπει κανεὶς νὰ συνειδητοποιήσει ὅτι εἶναι ἀδύνατο νὰ μοιράσουμε τὴ ζωή μας ἀνάμεσα στὴ «χαρμολύπη» τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς καὶ στὸ τελευταῖο σήριαλ. Αὐτὰ τὰ δυὸ βιώματα εἶναι ἀσυμβίβαστα καὶ τὸ ἕνα, σίγουρα, θὰ σκοτώσει τὸ ἄλλο. Καὶ εἶναι πολὺ πιθανό, ἐκτὸς ἂν γίνεται μία ἔντονη προσπάθεια, ὅτι τὸ τελευταῖο σήριαλ ἔχει πολὺ μεγαλύτερες ἐλπίδες σὲ βάρος τῆς «χαρμολύπης» – παρὰ τὸ ἀντίθετο.
Μία πρώτη «συνήθεια» ποὺ προτείνεται εἶναι νὰ μειωθεῖ δραστικὰ ἡ παρακολούθηση τοῦ ῥαδιοφώνου καὶ τῆς τηλεόρασης στὴν περίοδο τῆς Σαρακοστῆς. Δὲν τολμοῦμε νὰ ἐλπίζουμε ὅτι θὰ ὑπάρξει μία «γενικὴ» νηστεία, ἀλλὰ μόνο ἡ «ἀσκητικὴ» ἡ ὁποία, ὅπως ξέρουμε, σημαίνει, πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα ἀλλαγὴ τροφῆς καὶ μειώσή της. Φυσικὰ τίποτε τὸ κακὸ δὲν ὑπάρχει, λόγου χάρη, στὸ νὰ συνεχίσει κανεὶς νὰ παρακολουθεῖ στὸ ῥαδιόφωνο καὶ στὴν τηλεόραση εἰδήσεις, ἐκλεκτὲς σειρές, ἐνδιαφέροντα καὶ πνευματικὰ ἢ διανοητικὰ ἐμπλουτισμένα προγράμματα. Ἐκεῖνο ποὺ πρέπει νὰ σταματήσει στὴν διάρκεια τῆς Σαρακοστῆς εἶναι ἡ πλήρης «παράδοση» στὴν τηλεόραση – ἡ μετατροπὴ δηλαδὴ τοῦ ἀνθρώπου σὲ «λάχανο» πάνω σὲ μία πολυθρόνα κολλημένο στὴν ὀθόνη ποὺ παθητικὰ δέχεται ὅ,τι βγαίνει ἀπ᾿ αὐτή. Ὅταν ἤμουνα παιδὶ (ἦταν τότε ἡ προτηλεοπτικὴ ἐποχὴ) ἡ μητέρα μου συνήθιζε νὰ κλειδώνει τὸ πιάνο τὴν πρώτη, τὴν τετάρτη καὶ τὴν ἑβδόμη ἑβδομάδα τῆς Σαρακοστῆς. Αὐτὴ ἡ ἀνάμνηση εἶναι μέσα μου ζωηρότερη ἀπὸ τὶς μακρινὲς ἀκολουθίες τῆς Σαρακοστῆς καὶ ἀκόμα καὶ σήμερα ὅταν παίζει τὸ ῥαδιόφωνο αὐτὲς τὶς μέρες μὲ ταράζει σχεδὸν ὅσο καὶ μία βλαστήμια. Ἀναφέρω αὐτὴ τὴν προσωπική μου ἀνάμνηση μόνο σὰν μία διευκρίνηση τῆς ἐπίδρασης ποὺ μποροῦν νὰ ἔχουν μερικὲς ἐξωτερικὲς ἐνέργειες στὴν ψυχὴ ἑνὸς παιδιοῦ. Καὶ αὐτὸ ποὺ κρύβεται ἐδῶ δὲν εἶναι ἕνα ἁπλὸ ἀπομονωμένο ἔθιμο ἢ ἕνας κανόνας ἀλλὰ εἶναι μία ἐμπειρία τῆς Σαρακοστῆς σὰν μιᾶς εἰδικῆς χρονικῆς περιόδου, σὰν κάποιου πράγματος ποὺ εἶναι παρὸν ὅλο τὸ χρόνο καὶ ποὺ δὲν πρέπει νὰ χαθεῖ, νὰ ἀκρωτηριαστεῖ, νὰ καταστραφεῖ. Ἐδῶ ἀκόμα, ὅσον ἀφορᾶ τὴ νηστεία, μία ἁπλὴ ἀπουσία ἢ ἀποχὴ ἀπὸ τὴν τροφὴ δὲν εἶναι ἐπαρκής, πρέπει νὰ ἔχει τὸ θετικό της συμπλήρωμα.
Ἡ σιωπὴ ποὺ δημιουργεῖ ἡ ἀπουσία τοῦ θορύβου τοῦ κόσμου, τῶν θορύβων ποὺ παράγονται ἀπὸ τὰ μέσα τῆς μαζικῆς ἐπικοινωνίας, πρέπει νὰ γεμίσει μὲ θετικὸ περιεχόμενο. Ἂν ἡ προσευχὴ εἶναι ἡ τροφὴ γιὰ τὶς ψυχές μας, τροφή, ἐπίσης, θέλει καὶ τὸ μυαλό μας, γιατὶ ἀκριβῶς αὐτὸ τὸ διανοητικὸ μέρος τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ποὺ καταστρέφεται σήμερα ἀπὸ τὸ ἀσταμάτητο σφυροκόπημα τῆς τηλεόρασης καὶ τοῦ ῥαδιοφώνου, τῶν ἐφημερίδων, τῶν εἰκονογραφημένων ἐκδόσεων κλπ. Αὐτό, λοιπόν, ποὺ προτείνουμε, παράλληλα μὲ τὴν πνευματικὴ προσπάθεια, εἶναι μία διανοητική, θὰ λέγαμε, προσπάθεια. Πόσα, ἀλήθεια, ἀριστουργήματα, πόσους ὑπέροχους καρποὺς τῆς ἀνθρώπινης σκέψης, τῆς φαντασίας καὶ τῆς δημιουργικότητας ἀρνούμαστε στὴ ζωή μας μόνο καὶ μόνο γιατὶ μᾶς εἶναι πολὺ πιὸ ἄνετο, γυρίζοντας στὸ σπίτι ἀπὸ τὴ δουλειὰ παραδομένοι στὴ σωματικὴ καὶ διανοητικὴ κόπωση, νὰ πιέσουμε τὸ κουμπὶ τῆς τηλεόρασης ἢ νὰ βυθιστοῦμε στὸ τέλειο κενὸ ἑνὸς εἰκονογραφημένου περιοδικοῦ.
Ἀλλὰ πῶς φανταζόμαστε ὅτι θὰ μπορούσαμε νὰ προγραμματίσουμε τὴν περίοδο τῆς Σαρακοστῆς; Ἴσως νὰ κάνουμε ἕνα κατάλογο βιβλίων γιὰ διάβασμα; Φυσικὰ δὲν εἶναι ἀπαραίτητο ὅλα αὐτὰ τὰ βιβλία νὰ εἶναι ὁπωσδήποτε θρησκευτικά, δὲν μποροῦν ὅλοι νὰ γίνουν θεολόγοι. Ὅμως ὑπάρχει πολλὴ «Θεολογία» κρυμμένη σὲ μερικὰ λογοτεχνικὰ ἀριστουργήματα καὶ καθετὶ ποὺ πλουτίζει τὴ νοημοσύνη μας, κάθε καρπὸς τῆς ἀληθινῆς ἀνθρώπινης δημιουργίας εἶναι εὐλογημένος ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καί, ὅταν χρησιμοποιηθεῖ κατάλληλα, ἀποκτάει πνευματικὴ ἀξία.
Σὲ προηγούμενο κεφάλαιο ἀναφέραμε ὅτι ἡ τετάρτη καὶ ἡ πέμπτη Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν εἶναι ἀφιερωμένες στὴ μνήμη δύο μεγάλων διδασκάλων τῆς χριστιανικῆς πνευματικότητας: τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακας καὶ τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας. Θὰ πρέπει αὐτὸ νὰ τὸ πάρουμε σὰν μία εὐρύτερη ἀπόδειξη ὅτι ἐκεῖνο ποὺ ζητάει ἀπὸ μᾶς ἡ Ἐκκλησία νὰ κάνουμε στὴ διάρκεια τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς εἶναι νὰ ἐμπλουτίσουμε τὸν πνευματικὸ καὶ διανοητικὸ ἐσωτερικὸ κόσμο μας, νὰ μελετήσουμε καὶ νὰ στοχασθοῦμε πάνω σὲ ὅ,τι μπορεῖ νὰ μᾶς βοηθήσει ν᾿ ἀνακαλύψουμε αὐτὸν τὸν ἐσωτερικὸ κόσμο καὶ τὶς χαρές του. Ἀπὸ αὐτὴ τὴ χαρά, ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ κλήση τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἐκπληρώνεται ἐσωτερικὰ καὶ ὄχι ἐξωτερικά, ὁ «σύγχρονος κόσμος» δὲν μᾶς προσφέρει σήμερα οὔτε κἂν μία γεύση· ὅμως χωρὶς αὐτή, χωρὶς τὴν ἀντίληψη τῆς Σαρακοστῆς σὰν ταξιδιοῦ στὸ βάθος τοῦ εἶναι μας, ἡ Σαρακοστὴ χάνει τὸ νόημά της.
Τέλος, ποιό θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι τὸ νόημα τῆς Σαρακοστῆς στὶς ἀτέλειωτες ὦρες ποὺ περνᾶμε ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι; Στὶς συναλλαγές μας, καθισμένοι σ᾿ ἕνα γραφεῖο ἢ ἀσκώντας τὰ ἐπαγγελματικά μας καθήκοντα, ἢ ὅταν συναναστρεφόμαστε τοὺς συναδέφους καὶ τοὺς φίλους μας; Ἂν καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ δοθεῖ ἐδῶ μία συγκεκριμένη συνταγή, ὅπως καὶ σὲ κάθε ἄλλη περίπτωση, ὅμως μερικὲς πολὺ γενικὲς ἀπόψεις μποροῦν νὰ λεχθοῦν. Καὶ πρῶτα-πρῶτα ἡ Σαρακοστὴ εἶναι μία θαυμάσια εὐκαιρία νὰ ἐλέγξουμε τὸν ἀπίστευτα ὑπεροπτικὸ χαρακτῆρα μας στὶς σχέσεις μας μὲ τοὺς ἀνθρώπους, στὰ διάφορα γεγονότα καὶ στὴ δουλειά. «Χαμογέλα!», «μὴ στεναχωριέσαι» κλπ. Εἶναι σλόγκαν ποὺ στὴν πραγματικότητα ἔγιναν «διαταγὲς» ποὺ πρόθυμα τὶς δεχόμαστε καὶ ποὺ σημαίνουν: μὴν ἀνακατεύεσαι, μὴ ῥωτᾶς, μὴ προχωρᾶς βαθύτερα στὶς σχέσεις σου μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους· φύλαξε τοὺς κανόνες τοῦ παιγνιδιοῦ ποὺ συνδυάζει τὴ φιλικὴ διάθεση μὲ τὴν τέλεια ἀδιαφορία· σκέψου τὰ πάντα μόνο μέσα στὰ πλαίσια τοῦ ὑλικοῦ κέρδους, τῆς ὠφέλειας, τῆς προαγωγῆς νὰ εἶσαι, μ᾿ ἄλλα λόγια, ἕνα κομμάτι τοῦ κόσμου ὁ ὁποῖος ἐνῶ συνέχεια χρησιμοποιεῖ τὶς μεγάλες λέξεις: ἐλευθερία, εὐθύνη, φροντίδα κλπ., de facto ἀκολουθεῖ τὴν ὑλιστικὴ ἀρχὴ ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι αὐτὰ ποὺ τρώει!
Ἡ Μεγάλη Σαρακοστὴ εἶναι περίοδος γιὰ ἀναζήτηση νοήματος. Νὰ βρῶ, δηλαδὴ νόημα στὴν ἐπαγγελματική μου ζωὴ στὰ πλαίσια τῆς κλήσης μου· νόημα στὶς προσωπικὲς σχέσεις μου μὲ τ᾿ ἄλλα πρόσωπα· νόημα στὴ φιλία· νόημα στὶς εὐθύνες μου. Δὲν ὑπάρχει ἀπασχόληση, ἐπάγγελμα ποὺ νὰ μὴ μπορεῖ νὰ «μεταμορφωθεῖ» – ἔστω καὶ γιὰ λίγο μόνο – μὲ στόχο ὄχι τὴ μεγαλύτερη ἀπόδοση ἢ τὴν καλύτερη ὀργάνωση, ἀλλὰ τὶς ἀνθρώπινες σχέσεις. Ἡ ἴδια προσπάθεια γιὰ «ἐσωτερικοποίηση» ὅλων τῶν σχέσεών μας εἶναι ἀπαραίτητη γιατὶ εἴμαστε ἐλεύθερες ἀνθρώπινες ὑπάρξεις ποὺ καταντήσαμε (χωρὶς τὶς περισσότερες φορὲς νὰ τὸ ξέρουμε) φυλακισμένοι στὰ συστήματα τὰ ὁποῖα προοδευτικὰ κάνουν τὸν κόσμο μας ἀπάνθρωπο. Καὶ ἂν στὴν πίστη μας ὑπάρχει κάποιο νόημα, αὐτὸ πρέπει νὰ εἶναι συνδεδεμένο μὲ τὴ ζωὴ καὶ ὅλα τὰ συνακόλουθά της. Χιλιάδες ἄνθρωποι νομίζουν ὅτι οἱ ἀπαραίτητες ἀλλαγὲς ἔρχονται μόνο ἀπ᾿ ἔξω μὲ τὴν ἐπανάσταση καὶ τὴν ἀλλαγὴ στὶς ἐξωτερικὲς συνθῆκες. Στὸ χέρι τους εἶναι νὰ ἀποδείξουν οἱ χριστιανοὶ ὅτι στὴν πραγματικότητα καθετὶ ξεκινάει ἀπὸ μέσα -ἀπὸ τὴν πίστη καὶ τὴ ζωὴ σύμφωνα μὲ τὴν πίστη αὐτή. Ἡ Ἐκκλησία ὅταν μπῆκε στὸν Ἑλληνο-ῥωμαϊκὸ κόσμο, δὲν κατάγγειλε τὴ δουλεία, δὲν ξεσήκωσε σὲ ἐπαναστάση. Αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ πίστη της, ἡ νέα θεώρηση τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς ζωῆς εἶναι κείνη ποὺ προοδευτικὰ καταργεῖ τὴ δουλεία. Ἕνας «ἅγιος» -καὶ ἅγιος ἐδῶ σημαίνει, πολὺ ἁπλά, κάθε ἄνθρωπος ποὺ παίρνει πάντοτε στὰ σοβαρὰ τὴν πίστη του- θὰ κάνει πολὺ περισσότερα γιὰ τὴν ἀλλαγὴ τοῦ κόσμου παρὰ χιλιάδες τυπωμένα προγράμματα. Ὁ ἅγιος εἶναι ὁ μόνος ἀληθινὸς ἐπαναστάτης σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο.
Μία τελευταία γενικὴ παρατήρηση: ἡ Μεγάλη Σαρακοστὴ εἶναι εὐκαιρία γιὰ ἔλεγχο στὰ λόγια μας. Ὁ κόσμος μας εἶναι ὑπερβολικὰ βερμπαλιστικὸς καὶ μεῖς συνέχεια πλημμυρίζουμε ἀπὸ λόγια ποὺ ἔχουν χάσει τὸ νόημά τους καὶ συνεπῶς τὴ δύναμή τους. Ὁ Χριστιανισμὸς ἀποκαλύπτει τὴν ἱερότητα τοῦ λόγου – ἕνα ἀληθινὰ θεῖο δῶρο στὸν ἄνθρωπο. Γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς ἡ ὁμιλία μας εἶναι προικισμένη μὲ τεράστια δύναμη εἴτε θετικὴ εἴτε ἀρνητική. Γι᾿ αὐτὸ ἐπίσης καὶ θὰ κριθοῦμε γιὰ τὰ λόγια μας: «λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι πᾶν ρῆμα ἀργὸν ὃ ἐὰν λαλήσωσιν οἱ ἄνθρωποι, ἀποδώσουσι περὶ αὐτοῦ λόγον ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως· 37 ἐκ γὰρ τῶν λόγων σου δικαιωθήσῃ καὶ ἐκ τῶν λόγων σου καταδικασθήσῃ» (Ματθ. 12,36-37).
Ἐλέγχουμε τὰ λόγια μας μὲ τὸ νὰ ἀνακαλύπτουμε τὴ σοβαρότητα καὶ τὴν ἱερότητὰ τους, νὰ καταλαβαίνουμε ὅτι μερικὲς φορὲς ἕνα «ἀστεῖο» ποὺ λέγεται ἀπερίσκεπτα, μπορεῖ νὰ ἔχει καταστρεπτικὰ ἀποτελέσματα, μπορεῖ νὰ γίνει ἐκείνη ἡ τελευταία «σταγόνα» ποὺ ξεχυλίζει τὸ ποτήρι καὶ ὁ ἄνθρωπος φτάνει στὴν τελικὴ ἀπελπισία καὶ καταστροφή. Ἀλλὰ ὁ λόγος μπορεῖ ἐπίσης νὰ εἶναι καὶ μία μαρτυρία. Μία τυχαία συνομιλία σ᾿ ἕνα γραφεῖο μὲ τὸ συνάδελφο μπορεῖ νὰ μεταδώσει καλύτερα μία θεώρηση γιὰ τὴ ζωή, μία διάθεση ἀπέναντι στοὺς ἄλλους ἀνθρώπους καὶ στὴ δουλειὰ καὶ νὰ ἔχει περισσότερα ἀποτελέσματα ἀπὸ τὸ τυπικὸ κήρυγμα. Μπορεῖ, ἀπὸ μία τέτοια συνομιλία, νὰ πέσουν σπόροι γιὰ μία ἐρώτηση πάνω στὴ δυνατότητα μιᾶς ἄλλης προσέγγισης τῆς ζωῆς, σπόροι γιὰ ἐπιθυμία νὰ γνωρίσει κανεὶς περισσότερα. Δὲν ἔχουμε, πραγματικά, ἰδέα πόσο ἐπηρεάζουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον μὲ τὰ λόγια, μὲ τὸν τόνο τῆς προσωπικότητάς μας. Καὶ τελικὰ οἱ ἄνθρωποι ἑλκύονται στὸν Θεό, ὄχι γιατὶ κάποιος μπόρεσε νὰ τοὺς δώσει διαφωτιστικὲς ἐξηγήσεις, ἀλλὰ γιατὶ εἶδαν σ᾿ αὐτὸν τὸ φῶς, τὴ χαρά, τὸ βάθος, τὴ σοβαρότητα, τὴν ἀγάπη ποὺ ἀπὸ μόνα τους ἀποκαλύπτουν τὴν παρουσία καὶ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο.
Ἔτσι, ἂν ἡ Μεγάλη Σαρακοστή, ὅπως εἴπαμε στὴν ἀρχή, εἶναι ἡ ἀνακάλυψη τῆς πίστης ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, εἶναι ἐπίσης καὶ ἀνόρθωση τῆς ζωῆς του, τοῦ θεϊκοῦ νοήματός της, τοῦ κρυμμένου βάθους της. Μὲ τὸ νὰ ἀπέχουμε ἀπὸ τὴν τροφὴ ξαναβρίσκουμε τὴ γλύκα της καὶ ξαναμαθαίνουμε πῶς νὰ τὴν παίρνουμε ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ χαρὰ καὶ εὐγνωμοσύνη. Μὲ τὸ «νὰ μειώνουμε» τὶς ψυχαγωγίες, τὴ μουσική, τὶς συζητήσεις, τὶς ἐπιπόλαιες κοινωνικότητες, ἀνακαλύπτουμε τὴν τελικὴ ἀξία τῶν ἀνθρωπίνων σχέσεων, τῆς ἀνθρώπινης δουλειᾶς, τῆς ἀνθρώπινης τέχνης. Καὶ τὰ ξαναβρίσκουμε ὅλα αὐτὰ ἀκριβῶς γιατὶ ξαναβρίσκουμε τὸν Ἴδιο τὸν Θεό, γιατὶ ξαναγυρίζουμε σ᾿ Αὐτὸν καὶ δι᾿ Αὐτοῦ σὲ ὅλα ὅσα Ἐκεῖνος μᾶς ἔδωσε μέσα ἀπὸ τὴν τέλεια ἀγάπη καὶ τὸ ἔλεός Του.Ἔτσι τὴ νύχτα τῆς Ἀνάστασης ψέλνουμε:
«Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τε καὶ γῆ καὶ τὰ καταχθόνια. Ἑορταζέτω γοῦν πᾶσα κτίσις, τὴν ἔγερσιν Χριστοῦ, ἐν ᾗ ἐστερέωται».
Μὴ μᾶς ἀποστερήσεις αὐτῆς τῆς προσδοκίας, φιλάνθρωπε Κύριε!