π. Ἀλέξανδρος Σμέμαν - Ἡ εὐχὴ τοῦ Ὁσίου Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου

ἀπὸ τὸ βιβλίο «Μεγάλη Σαρακοστή», ἐκδόσεις «Ἀκρίτας»


Ἀνάμεσα σ᾿ ὅλες τὶς προσευχὲς καὶ τοὺς ὕμνους τὶς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς μπορεῖ νὰ ὀνομαστεῖ ἡ προσευχὴ τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Ἡ Παράδοση τὴν ἀποδίδει σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς μεγάλους δασκάλους τῆς πνευματικῆς ζωῆς, τὸν Ἅγιο Ἐφραὶμ τὸ Σύρο. Νά τὸ κείμενο τῆς προσευχῆς:

Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου, πνεῦμα ἀργίας, περιεργείας, φιλαρχίας καὶ ἀργολογίας μή μοι δῷς.

Πνεῦμα δὲ ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καὶ ἀγάπης, χάρισαί μοι τῷ σῷ δούλῳ.

Ναί, Κύριε Βασιλεῦ, δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τὰ ἐμὰ πταίσματα, καὶ μὴ κατακρίνειν τὸν ἀδελφόν μου, ὅτι εὐλογητὸς εἶ, εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Τούτη ἡ προσευχὴ λέγεται δυὸ φορὲς στὸ τέλος κάθε ἀκολουθίας τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς ἀπὸ τὴ Δευτέρα ὡς τὴν Παρασκευή. Τὴν πρώτη φορὰ λέγοντας τὴν προσευχὴ κάνουμε μία μετάνοια σὲ κάθε αἴτηση. Ἔπειτα κάνουμε δώδεκα μετάνοιες λέγοντας: «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ, καὶ ἐλέησόν με». Ὁλόκληρη ἡ προσευχὴ ἐπαναλαμβάνεται μὲ μία τελικὴ μετάνοια στὸ τέλος τῆς προσευχῆς. (1)

Γιατὶ αὐτὴ ἡ σύντομη καὶ ἁπλὴ προσευχὴ κατέχει μία τόσο σημαντικὴ θέση στὴν ὅλη λατρεία τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς;

Διότι ἀπαριθμεῖ, μ᾿ ἕνα μοναδικὸ τρόπο, ὅλα τὰ ἀρνητικὰ καὶ τὰ θετικὰ στοιχεῖα τῆς μετάνοιας καὶ ἀποτελεῖ, θὰ λέγαμε, ἕνα «κανόνα ἐλέγχου» τοῦ προσωπικοῦ μας ἀγώνα στὴν περίοδο τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς. Αὐτὸς ὁ ἀγώνας σκοπεύει πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα στὴν ἀπελευθέρωσή μας ἀπὸ μερικὲς βασικὲς πνευματικὲς ἀσθένειες ποὺ διαμορφώνουν τὴ ζωή μας καὶ μᾶς κάνουν πραγματικὰ ἀνίσχυρους ἀκόμα καὶ γιὰ νὰ κάνουμε ἀρχὴ στροφῆς στὸ Θεό.

Ἡ ἀργία

Ἡ βασικὴ ἀσθένεια εἶναι ἡ ἀργία. Εἶναι ἡ παράξενη ἐκείνη τεμπελιὰ καὶ ἡ παθητικότητα ὁλόκληρης τῆς ὕπαρξής μας ποὺ πάντα μᾶς σπρώχνει πρὸς τὰ «κάτω» μᾶλλον παρὰ πρὸς τὰ «πάνω» καὶ ποὺ διαρκῶς μᾶς πείθει ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸ ν᾿ ἀλλάξουμε καὶ ἑπομένως δὲ χρειάζεται νὰ ἐπιθυμοῦμε τὴν ἀλλαγή. Εἶναι ἕνας βαθιὰ ριζωμένος κυνισμὸς ποὺ σὲ κάθε πνευματικὴ πρόκληση ἀπαντάει μὲ τὸ «γιατί;» καὶ καταντάει τὴν ζωή μας μιὰ ἀπέραντη πνευματικὴ φθορά. Αὐτὴ εἶναι ἡ ρίζα ὅλης τῆς ἁμαρτίας γιατὶ δηλητηριάζει κάθε πνευματικὴ ἐνεργητικότητα στὴν πιὸ βαθιά της πηγή.

Ἡ λιποψυχία

Τὸ ἀποτέλεσμα τῆς «ἀργίας», εἶναι ἡ «λιποψυχία» (2). Εἶναι μία κατάσταση δειλίας ποὺ ὅλοι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τὴ θεώρησαν τὸ μεγαλύτερο κίνδυνο τῆς ψυχῆς. Ἡ λιποψυχία, ἡ ἀποθάρρυνση, εἶναι ἡ ἀνικανότητα τοῦ ἀνθρώπου νὰ βλέπει καθετὶ καλὸ ἢ θετικό! Εἶναι ἡ ἀναγωγὴ τῶν πάντων στὸν ἀρνητισμὸ καὶ στὴν ἀπαισιοδοξία. Εἶναι στ᾿ ἀλήθεια μία δαιμονικὴ δύναμη μέσα μας γιατὶ ὁ Σατανᾶς εἶναι βασικὰ ἕνας ψεύτης. Ψιθυρίζει ψευτιὲς στὸν ἄνθρωπο γιὰ τὸ Θεὸ καὶ γιὰ τὸν κόσμο, γεμίζει τὴ ζωὴ μὲ σκοτάδι καὶ ἀρνητισμό. Ἡ λιποψυχία εἶναι ἡ αὐτοκτονία τῆς ψυχῆς, γιατὶ ὅταν ὁ ἄνθρωπος κατέχεται ἀπ᾿ αὐτή, εἶναι ἐντελῶς ἀνίκανος νὰ δεῖ τὸ φῶς καὶ νὰ τὸ ἐπιθυμήσει.

Ἡ φιλαρχία

Πνεῦμα φιλαρχίας! Φαίνεται παράξενο πῶς ἡ ἀργία καὶ ἡ λιποψυχία εἶναι ἀκριβῶς ἐκεῖνα ποὺ γεμίζουν τὴ ζωή μας μὲ τὸν πόθο τῆς φιλαρχίας. Μολύνοντας ὅλη μας τὴν τοποθέτηση ἀπέναντι στὴ ζωή, κάνοντας τὴν ἄδεια καὶ χωρὶς νόημα, μᾶς σπρώχνουν ν᾿ ἀναζητήσουμε ἀντιστάθμισμα σὲ μιὰ ριζικὰ λανθασμένη στάση ἀπέναντι στὰ ἄλλα πρόσωπα.

Ἂν ἡ ζωή μου δὲν εἶναι προσανατολισμένη πρὸς τὸν Θεό, ἂν δὲν σκοπεύει σὲ αἰώνιες ἀξίες, ἀναπόφευκτα θὰ γίνει ἐγωιστικὴ καὶ ἐγωκεντρική, πράγμα ποὺ σημαίνει ὅτι ὅλοι οἱ ἄλλοι γίνονται τὰ μέσα γιὰ τὴ δική μου αὐτοϊκανοποίηση. Ἂν ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ὁ «Κύριος καὶ Δεσπότης τῆς ζωῆς μου», τότε τὸ ἐγώ μου γίνεται ὁ κύριος καὶ δεσπότης μου, γίνεται τὸ ἀπόλυτο κέντρο τοῦ κόσμου μου καὶ ἀρχίζω νὰ ἐκτιμῶ καθετὶ μὲ βάση τὶς δικές μου ἀνάγκες, τὶς δικές μου ἰδέες, τὶς δικές μου ἐπιθυμίες καὶ τὶς δικές μου κρίσεις.

Ἔτσι ἡ ἐπιθυμία τῆς φιλαρχίας γίνεται ἡ βασική μου ἁμαρτία στὶς σχέσεις μὲ τὶς ἄλλες ὑπάρξεις, γίνεται μία ἀναζήτηση ὑποταγῆς τους σὲ μένα. Δὲν εἶναι πάντοτε ἀπαραίτητο νὰ ἐκφράζεται ἡ φιλαρχία μου σὰν ἔντονη ἀνάγκη νὰ διατάζω καὶ νὰ κηδεμονεύω τοὺς «ἄλλους». Μπορεῖ ἐπίσης νὰ ἐκφράζεται καὶ σὰν ἀδιαφορία, περιφρόνηση, ἔλλειψη ἐνδιαφέροντος, φροντίδας καὶ σεβασμοῦ. Καὶ εἶναι ἀκριβῶς ἡ «ἀργία», μαζὶ μὲ τὴ «λιποψυχία» ποὺ ἀπευθύνονται αὐτὴ τὴ φορὰ πρὸς τοὺς ἄλλους· ἔτσι συμπληρώνεται ἡ πνευματικὴ αὐτοκτονία μὲ τὴν πνευματικὴ δολοφονία.

Ἡ ἀργολογία

Τέλος εἶναι ἡ ἀργολογία. Ἀπ᾿ ὅλα γενικὰ τὰ δημιουργήματα μόνον ὁ ἄνθρωπος προικίστηκε μὲ τὸ χάρισμα τοῦ λόγου. Ὅλοι οἱ Πατέρες βλέπουν σ᾿ αὐτὸ τὸ χάρισμα τὴν ἀκριβῆ «σφραγίδα» τῆς θείας εἰκόνας στὸν ἄνθρωπο γιατὶ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἀποκαλύφθηκε σὰν Λόγος (Ἰωάν. 1:1).

Ἀλλὰ ὄντας ὁ λόγος τὸ ὕψιστο δῶρο, ἔτσι εἶναι καὶ ὁ ἰσχυρότερος κίνδυνος. Ὅπως εἶναι ἡ κυρίαρχη ἔκφραση τοῦ ἀνθρώπου, τὸ μέσο γιὰ τὴν προσωπική του πλήρωση, γιὰ τὸν ἴδιο λόγο, εἶναι καὶ τὸ μέσο γιὰ τὴν πτώση του, γιὰ τὴν αὐτοκαταστροφή του, γιὰ τὴν προδοσία καὶ τὴν ἁμαρτία. Ὁ λόγος σῴζει καὶ ὁ λόγος σκοτώνει· ὁ λόγος ἐμπνέει καὶ ὁ λόγος δηλητηριάζει. Ὁ λόγος εἶναι τὸ μέσο τῆς Ἀλήθειας ἀλλὰ εἶναι καὶ μέσο γιὰ τὸ δαιμονικὸ ψέμα.

Ἔχοντας μία βασικὰ θετικὴ δύναμη ὁ λόγος, ἔχει ταυτόχρονα καὶ μία τρομακτικὰ ἀρνητική. Ὁ λόγος δηλαδὴ δημιουργεῖ θετικὰ ἢ ἀρνητικά. Ὅταν ἀποσπᾶται ἀπὸ τὴ θεία καταγωγὴ καὶ τὸ θεῖο σκοπό του γίνεται ἀργολογία. «Ἐνισχύει» τὴν ἀργία, τὴ λιποψυχία καὶ τὴ φιλαρχία καὶ μετατρέπει τὴ ζωὴ σὲ κόλαση. Γίνεται ἡ κυρίαρχη δύναμη τῆς ἁμαρτίας.

Αὐτὰ τὰ τέσσερα σημεῖα εἶναι οἱ ἀρνητικοὶ «στόχοι» τῆς μετάνοιας. Εἶναι τὰ ἐμπόδια ποὺ πρέπει νὰ μετακινηθοῦν. Ἀλλὰ μόνον ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ τὰ μετακινήσει. Ἀκριβῶς γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ πρῶτο μέρος τῆς προσευχῆς αὐτῆς εἶναι μία κραυγὴ ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀβοήθητου ἀνθρώπου.

Στὴ συνέχεια ἡ προσευχὴ κινεῖται στοὺς θετικοὺς σκοποὺς τῆς μετάνοιας.

Ἡ Σωφροσύνη

Σωφροσύνη! Ἂν δὲν περιορίσουμε -πράγμα ποὺ συχνὰ καὶ πολὺ λαθεμένα γίνεται- τὴν ἔννοια τῆς λέξης «σωφροσύνη» μόνο στὴ σαρκικὴ σημασία της, θὰ μποροῦσε νὰ γίνει κατανοητὴ σὰν τὸ θετικὸ ἀντίστοιχο τῆς λέξης «ἀργία». «Ἀργία», πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα, εἶναι ἡ ἀδράνεια, τὰ σπάσιμο τῆς διορατικότητας καὶ τῆς ἐνεργητικότητάς μας, ἡ ἀνικανότητα νὰ βλέπουμε καθολικά, σφαιρικά. Ἑπομένως αὐτὴ ἡ ὁλότητα εἶναι τὸ ἐντελῶς ἀντίθετο ἀπὸ τὴν ἀδράνεια.

Ἂν συνηθίζουμε μὲ τὴ λέξη σωφροσύνη νὰ ἐννοοῦμε τὴν ἀρετὴ τὴν ἀντίθετη ἀπὸ τὴ σαρκικὴ διαφθορὰ εἶναι γιατὶ ὁ διχασμένος χαρακτήρας μας, πουθενὰ ἀλλοῦ δὲν φαίνεται καλύτερα παρὰ στὴ σαρκικὴ ἐπιθυμία, ποὺ εἶναι ἡ ἀλλοτρίωση τοῦ σώματος ἀπὸ τὴ ζωὴ καὶ τὸν ἔλεγχο τοῦ πνεύματος. Ὁ Χριστὸς ἐπαναφέρει τὴν «ὁλότητα» (τὴ σωφροσύνη) μέσα μας καὶ τὸ κάνει αὐτὸ ἀποκαθιστώντας τὴν ἀληθινὴ κλίμακα τῶν ἀξιῶν, μὲ τὸ νὰ μᾶς ὁδηγεῖ πίσω στὸ Θεό.

Ἡ Ταπεινοφροσύνη

Ὁ πρῶτος καὶ ὑπέροχος καρπὸς τῆς σωφροσύνης εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη. Πάνω ἀπ᾿ ὅλα εἶναι ἡ νίκη τῆς ἀλήθειας μέσα μας, ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ ψεύδους μέσα στὸ ὁποῖο ζοῦμε. Μόνο ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι ἄξια τῆς ἀλήθειας· μόνο μ᾿ αὐτὴ δηλαδὴ μπορεῖ κανεὶς νὰ δεῖ καὶ δεχτεῖ τὰ πράγματα ὅπως εἶναι καὶ ἔτσι νὰ δεῖ τὸ Θεό, τὸ μεγαλεῖο Του, τὴν καλωσύνη Του καὶ τὴν ἀγάπη Του στὸ καθετί. Νὰ γιατί, ὅπως ξέρουμε, ὁ Θεὸς «ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν».

Ἡ Ὑπομονή

Μετὰ τὴ σωφροσύνη καὶ τὴν ταπεινοφροσύνη, κατὰ φυσικὸ τρόπο, ἀκολουθεῖ ἡ ὑπομονή. Ὁ «φυσικός» ἢ «πεπτωκῶς» ἄνθρωπος εἶναι ἀνυπόμονος, γιατὶ εἶναι τυφλὸς γιὰ τὸν ἑαυτό του, καὶ βιαστικὸς στὸ νὰ κρίνει καὶ νὰ καταδικάσει τοὺς ἄλλους. Μὲ διασπαρμένη, ἀτελῆ καὶ διαστρεβλωμένη γνώση τῶν πραγμάτων ποὺ ἔχει, μετράει τὰ πάντα μὲ βάση τὶς δικές του προτιμήσεις καὶ τὶς δικές του ἰδέες. Ἀδιαφορεῖ γιὰ τὸν καθένα γύρω του ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, θέλει ἡ ζωή του νὰ εἶναι πετυχημένη τώρα, αὐτὴ τὴ στιγμή.

Ἡ ὑπομονή, βέβαια, εἶναι μιὰ ἀληθινὰ θεϊκὴ ἀρετή. Ὁ Θεὸς εἶναι ὑπομονετικὸς ὄχι γιατὶ εἶναι «συγκαταβατικός», ἀλλὰ γιατὶ βλέπει τὸ βάθος ὅλων τῶν πραγμάτων, γιατὶ ἡ ἐσωτερικὴ πραγματικότητά τους, τὴν ὁποία ἐμεῖς μὲ τὴν τυφλότητά μας δὲν μποροῦμε νὰ δοῦμε, εἶναι ἀνοιχτὴ σ᾿ Αὐτόν. Ὅσο πιὸ κοντὰ ἐρχόμαστε στὸ Θεὸ τόσο περισσότερο ὑπομονετικοὶ γινόμαστε καὶ τόσο πιὸ πολὺ ἀντανακλοῦμε αὐτὴ τὴν ἀπέραντη ἐκτίμηση γιὰ ὅλα τὰ ὄντα, πράγμα ποὺ εἶναι ἡ κύρια ἰδιότητα τοῦ Θεοῦ.

Ἡ Ἀγάπη

Τέλος, τὸ ἀποκορύφωμα καὶ ὁ καρπὸς ὅλων τῶν ἀρετῶν, κάθε καλλιέργειας καὶ κάθε προσπάθειας, εἶναι ἡ ἀγάπη. Αὐτὴ ἡ ἀγάπη πού, ὅπως ἔχουμε πεῖ, μπορεῖ νὰ δοθεῖ μόνο ἀπὸ τὸ Θεό, εἶναι τὸ δῶρο ποὺ ἀποτελεῖ σκοπὸ ποὺ ἀποτελεῖ σκοπὸ γιὰ κάθε πνευματικὴ προετοιμασία καὶ ἄσκηση.

Ἡ ὑπερηφάνεια

Ὅλα αὐτὰ συγκεφαλαιώνονται στὴν τελικὴ αἴτηση τῆς προσευχῆς τοῦ Ἁγίου Ἐφραὶμ μὲ τὴν ὁποία ζητᾶμε: «…δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τὰ ἐμὰ πταίσματα, καὶ μὴ κατακρίνειν τὸν ἀδελφόν μου…». Ἐδῶ τελικὰ δὲν ὑπάρχει παρὰ μόνο ἕνας κίνδυνος: ἡ ὑπερηφάνεια. Ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι ἡ πηγὴ τοῦ κακοῦ καὶ ὅλο τὸ κακὸ εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια. Παρ᾿ ὅλα αὐτὰ δὲν εἶναι ἀρκετὸ γιὰ μένα νὰ βλέπω τὰ «ἐμὰ πταίσματα» γιατὶ ἀκόμα καὶ αὐτὴ ἡ φαινομενικὴ ἀρετὴ μπορεῖ νὰ μετατραπεῖ σὲ ὑπερηφάνεια.

Τὰ πατερικὰ κείμενα εἶναι γεμάτα ἀπὸ προειδοποιήσεις γιὰ τὴν ὕπουλη μορφὴ ψευτοευσέβειας ἡ ὁποία στὴν πραγματικότητα μὲ τὸ κάλυμμα τῆς ταπεινοφροσύνης καὶ τῆς αὐτομεμψίας μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει σὲ μία πραγματικὰ δαιμονικὴ ὑπερηφάνεια. Ἀλλὰ ὅταν βλέπουμε τὰ δικά μας σφάλματα καὶ δὲν κατακρίνουμε τοὺς ἀδελφούς μας, ὅταν μὲ ἄλλα λόγια, ἡ σωφροσύνη, ἡ ταπεινοφροσύνη, ἡ ὑπομονὴ καὶ ἡ ἀγάπη γίνονται ἕνα σὲ μᾶς, τότε καὶ μόνο τότε ὁ αἰώνιος ἐχθρὸς –ἡ ὑπερηφάνεια- θ᾿ ἀφανιστεῖ μέσα μας.


Ὑποσημειώσεις:

1) Κάθε φορὰ ποὺ λέμε ἕνα στίχο τῆς εὐχῆς τοῦ Ὁσίου Ἐφραίμ, κάνουμε μία μεγάλη μετάνοια. Σύνολο τρεῖς. Ὅταν τελειώσουμε αὐτές, κάνουμε δώδεκα μικρὲς μετάνοιες λέγοντας σὲ καθεμία ἀπὸ αὐτές: «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ, καὶ ἐλέησόν με». Στὸ τέλος ἐπαναλαμβάνουμε ἄλλη μία φορὰ τὸν τελευταῖο στίχο τῆς εὐχῆς (Ναί, Κύριε Βασιλεῦ...) καὶ πραγματοποιοῦμε ἄλλη μία μεγάλη μετάνοια. (Ὡρολόγιον τὸ Μέγα, ἔκδ. Ἀποστολικὴ Διακονία, 2003).

2) Ὁ συγγραφέας μεταφράζει ἀπὸ τὸ ἑλληνικὸ κείμενο τὴ λέξη «περιέργεια» μὲ τὴν ἀγγλικὴ λέξη faint-heartedness ποὺ σημαίνει λιποψυχία, δειλία.